. ὅταν δ ' εἰς τόπον θέλῃ εἰπεῖν , φησί πῦς ἐς μυχὸν καταδύῃ ; τουτέστιν ἀντὶ τοῦ εἰς τίνα | ||
ὁ τόπος : βαρυτόνως δὲ καὶ ἀρσενικῶς ὁ δράκων . πῦς καὶ πεῖ καὶ ποῖ καὶ πῶ διαφέρει παρὰ τοῖς |
ἤρων , ὁμολογῶ . καὶ νῦν δ ' ἐρῶ . κόψω τὴν θύραν . ἀλλ ' ἐψόφηκεν ἡ θύρα . | ||
καὶ τοὺς ἰδιώτας . Ἄγε δὴ τίνα τρόπον τὴν θύραν κόψω ; Τίνα ; Πῶς ἐνθάδ ' ἄρα κόπτουσιν οὑπιχώριοι |
βαρύνεται ἐν τῷ ὀφθαλμὸς ἕεις ἐπέκειτο μετώπω . ἵνα τὴν ὀνοματικὴν σημασίαν ἀποφήναι : οὕτως Ἡρωδιανὸς περὶ μονοσυλλάβων . Εἰς | ||
τὰ ὀνοματικὰ ἐπιρρηματικῶς νοούμενα τῇ ἐξ αὐτῶν παραθέσει εἰς τὴν ὀνοματικὴν ὑποστρέφει σύνταξιν . τὸ γὰρ ταχὺ ἐλθὸν παιδίον δυνάμενον |
! [ . . . . . . [ ] ππ [ [ ] ητε ? [ . . . | ||
. . . ] λο [ ] στ [ ] ππ ? [ ] ! ! [ . . . |
ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ] κατατυγχάνω , προσλαλῶ , συνεπερείδομαι , συλλαλῶ , κατατυγχάνω , καταμέμφομαι , | ||
ἔρχομαι , προσέρχομαι δὲ Ἀπολλωνίῳ , πρὸς Τρύφωνα λαλῶ καὶ προσλαλῶ Τρύφωνι , καὶ ἔστι μέν που καταφέρω οἶνον , |
Δημοσθένεε Δημοσθένη , Διομήδεε Διομήδη , βασιλέε βασιλῆ , Πηλέε Πηλῆ . Τοῖν Πηλέοιν . Ἰστέον ὅτι ἡ γενικὴ καὶ | ||
πληθυντικῶν συναιροῦνται , οἷον Πηλέοιν Πηλέων . Ὦ Πηλέε ὦ Πηλῆ : εἴρηται . Οἱ Πηλέες καὶ οἱ Πηλεῖς . |
θεῶν , Ὁσία δ ' ἃ κατὰ γᾶν χρυσέαι πτέρυγι φέρηι , τάδε Πενθέως ἀίεις ; ἀίεις οὐχ ὁσίαν ὕβριν | ||
γενναίοισι δούλοις εὐκλεέστατον θανεῖν . ἐπίσχες ὀργὰς αἷσιν οὐκ ὀρθῶς φέρηι , Θεοκλύμενε , γαίας τῆσδ ' ἄναξ : δισσοὶ |
φόβον , πήλας ἀκούσει κεῖθι πεμφίδων ὄπα λεπτὴν ἀμαυρᾶς μάστακος προσφθέγμασιν . ὅθεν Γιγάντων νῆσος ἡ μετάφρενον θλάσασα καὶ Τυφῶνος | ||
τερπνὸν δὲ τἀναγκαῖον ἐκφυγεῖν ἅπαν . τοιοῖσδέ τοί νιν ἀξιῶ προσφθέγμασιν . φθόνος δ ' ἀπέστω . πολλὰ γὰρ τὰ |
ποιήσασθαι [ τὴν ] ? ? ἐκφορὰν ? [ ] πει [ ] [ ! ] αν [ ] πρὸς | ||
ὑπὲρ τοῦ μηδὲν ἐξ ἐπιβουλῆς ὑφ ' ἑαυτῶν πεπρᾶχθαι , πει - σθεὶς ὁ βασιλεὺς συνεχώρησεν αὐτῷ πορευθέντι τὰς παρθένους |
ἠγρηγόρειν καὶ ἐγρηγόρειν ἡμίγραφον , ἡμιλάσταυρον , ἡμιφυές ἡμιώριον Ἰκόνιον κάθου καλαθίσκος κατάστικτον κατεγνυπωμένως κνύειν κοιτών κολλυβιστής κουρίδα κύμινον Κυραννή | ||
ἐμβολήν . οὐχ ὅτι γ ' ἐκεῖνος ἔλαχεν . οἰμώζων κάθου . σὺ δ ' οὐκ ἀνεῖχες σαυτὸν ὥσπερ εἰκὸς |
Ι προσγεγραμμένον . Τὰ εἰς ΞΩ καὶ ΨΩ περισπᾶται : διψῶ γυψῶ κενοδοξῶ φιλοδοξῶ ἀδοξῶ αὐξῶ ἀλεξῶ . τὸ γὰρ | ||
λέγει δ ' οὖν ὑστεροῦσα παρὰ πολύ : Πτολεμαῖε , διψῶ , φησί , παππία , σφόδρα : ἀλλ ' |
μάταιον : παρὰ τὸ ἅλς ἁλός ἅλιον , ὡς πτύξ πτυχός πτύχιον , οἱονεὶ τὸ εἰς θάλασσαν ῥιπτόμενον καὶ ἀφανιζόμενον | ||
ἔχει τὸ κ καὶ ἀρσενικῶς λέγεται . Σημειωτέον τὸ πτύξ πτυχός καὶ νύξ νυχός , ὃ κατὰ πλεονασμὸν τοῦ τ |
˘ – ˘ – ˘ – ˘ – ˘ – Παύσασθε . Λεύσσω γὰρ Αἴγισθον ἐκ προδήλου . ˘ – | ||
ἐπεβουλεύθη ποθέν , οὐκ εὐθανάτως ἀπῆλθεν ἐλθὼν εἰς χρόνον . Παύσασθε νοῦν ἔχοντες : οὐδὲν γὰρ πλέον ἁνθρώπινος ' νοῦς |
δόξα δὲ μήτ ' ἀτρεκής : ἀντὶ τοῦ : μὴ σχῶ μεγάλην δόξαν μήτε μικράν , ἀλλὰ μέσην καὶ καλήν | ||
μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ . ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχάλλω καὶ ἀσχάλλω , ὃ ἐπέχειν οὐ δυνάμεθα . |
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις | ||
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους |
. σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν . . τί δαί : | ||
κατὰ θάλατταν ἐμπορίαν ποιούμενος . . σκήπτομαι : Ἀντὶ τοῦ προφασίζομαι . Θ . . προφασίζομαι τοῦτο ἤγουν τὴν ἐμπορίαν |
πόλις . ἴσθι , γˈλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβάν ἐπαύρεο . χρὴ δ ' ἀπ ' Ἀθανᾶν τέκτον | ||
μαστὸν ὑπερτέλλοντ ' ἐσιδὼν σφάγιον ἔθετο ματέρα , πατρώιων παθέων ἀμοιβάν . γυναῖκες , ἦ που τῶνδ ' ἀφώρμηται δόμων |
εἰς η ἀρῆς . . . . ἀρεστός : ἀρῶ ἀρέσω ἤρεκα ἤρεσμαι ἤρεσαι ἤρεσται ἀρεστός . . . . | ||
, εὔνοιαν εὔχονται καὶ χάριν , ἐγὼ δὲ φοβοῦμαι μὴ ἀρέσω τῷ δικαστῇ . ” Τοιαῦτα ὀδυρομένη τὴν ἡμέραν ὅλην |
γλωχῖνα , σημαίνει τὴν ἀγωνίαν , παρὰ τὸ γλάπτω τὸ κοιλαίνω : ἢ παρὰ τὸ γλάχω γίνεται γλωχίν . γήπαιδες | ||
γλυκύ . γλαφυρῆς : τὸ βαθὺ ἀπὸ τοῦ γλάφω τὸ κοιλαίνω , κυρίως δὲ τὸ λίαν γλυκύ : γλαφυρῆς : |
, αὐτόθεν αὐτῶ , αὐτῶ ὁρῇς , Φύσκα ; , τουτόθεν τουτῶ , τουτῶ θάμεθα . Τῇδε εἶχε καὶ τὸ | ||
αὐτοῦ τὸ αὐτόθεν ἐγένετο , καὶ παρὰ τὴν τούτου τὸ τουτόθεν , παρὰ τὴν αὐτόθεν αὐτῶ . οὐδὲν οὖν ἐμποδών |
ἀποθανεῖν . σὺ δέ , ὦ Οὐλπιανέ , εἰ τὴν γαλεάγραν ζητεῖς , ἔχεις παρ ' Ὑπερείδῃ τῷ ῥήτορι : | ||
: κατάρχεις τήνδ ' ἐμοῦσαν εἰσάγων , ἐμβληθῆναι ἐκέλευσεν εἰς γαλεάγραν καὶ δίκην θηρίου περιφερόμενον καὶ τρεφόμενον , κολαζόμενον οὕτως |
προσλαμβάνον ἐν τῇ παραληγούσῃ τὸ ι , καταβιβαζομένου τοῦ τόνου τυπτοίμην γίνεται . Παρακείμενος καὶ ὑπερσυντέλικος εὐκτικὸς ἐνταῦθα οὐκ ἔστι | ||
ὦ Σώκρατες , οὐ μόνον γε διακωλύει , ἀλλὰ καὶ τυπτοίμην ἂν εἰ ἁπτοίμην . Ἡράκλεις , ἦν δ ' |
τοὺς παρῳχημένους παρεδέξαντο αἱ προθέσεις , ὡς ἔχει παρὰ τὸ ἐνέπω τὸ ἤνεπον : ὅμοιον γάρ ἐστι τῷ ἤλαυνον : | ||
τώνεκν [ ! ! ! ! ! ! ! ] ἐνέπω τ ' ἀτρέκιαν [ ] [ χρεισμολόγον ] : |
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ | ||
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον , |
, συνίζοντος μὲν πυρὸς κατὰ τὴν σβέσιν εἰς ἀέρα , συνίζοντος δ ' ὁπότε συνθλίβοιτο εἰς ὕδωρ ἀέρος , ὕδατος | ||
μεγάλας λίμνας διανέμεσθαι , πρὸς τὰ κοιλότερα ἀεὶ τοῦ ὕδατος συνίζοντος , αὖθις δ ' ἐπιρρέοντος καὶ τοὺς μεθορίους ἰσθμοὺς |
ὅταν δὲ κινῶνται σφαλερὸν γίνεται καὶ εἰς ἓν μόριον ἀθρόον ἀποκλῖνον ποιεῖ τὸν ἴλιγγον . Ὁ ἱδρὼς πότερον ἐξ ὑγρότητος | ||
ἢ ὥσπερ θαλαττεῦον σκάφος ὑπὸ πολλοῦ κλύδωνος πρὸς ἑκάτερον τοῖχον ἀποκλῖνον : βέβαιον γὰρ ἢ σταθηρὸν οὐδὲν ὁ ἄφρων λέγειν |
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι , | ||
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . . |
εἰσοιχνεῦσι ] εἰσπορεύονται , κατοικοῦσι . . ἀπὸ τοῦ οἴχω οἰχνῶ , ὥσπερ καὶ ἵκω ἱκνῶ . . σχῆμα τὸ | ||
χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ |
καινὸν εὐρίσκει ? [ ] , πρόσω πιεῦσα τὴν προκυκλίην θαν ! ! ! . ἀλλ ' οὖν γ ' | ||
ῥηθῇναι ἐν ταῖς μετὰ ταῦτα διέξιμεν . . π . θαν . . , . . . : ατην μνήμην |
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν | ||
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ |
κρεμάμενον εἶπε : Καταβαίνεις καὶ ἀπαγγέλλεις ; ἢ ἀναβαίνω καὶ ἀπαρτίζω σε . Λιμόξηρος ἰατρὸς ἰδὼν ἄρτον εἰς τρύπην κείμενον | ||
εἰ φαρμακοῦμαι Ϙβ εἰ λαμβάνω ληγᾶτον Ϙγ εἰ ὃ ἐπιβάλλομαι ἀπαρτίζω καὶ πληρῶ Ϙδ εἰ θεωρῶ τὴν πατρίδα μου Ϙε |
ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα περιβόλαια καλοῦσι βαίτας , | ||
τὸν Πᾶνα τὸν ἄκτιον , οὐ τέ γε Λάκων τὰν βαίταν ἀπέδυς ' ὁ Καλαιθίδος : ἢ κατὰ τήνας τᾶς |
πλήθους χρόνου μὴ περιπιπτόντων ἢ νικωμένων ἀπάτῃ . Γλῶσσα ποῦ πορεύῃ , πόλιν ἀνορθώσουσα καὶ πόλιν ἀναστρέψουσα : ἐπὶ τῶν | ||
Δωρίζοντες καὶ λέγοντες πεῖ πορεύῃ ἁμαρτάνουσι : δέον γὰρ πῦς πορεύῃ : τὸ γὰρ πεῖ τὴν ἐν τόπῳ σχέσιν δηλοῖ |
διφθόγγῳ , μὴ τῇ ΑΙ ἢ ΕΙ , περισπᾶται : ἐρευνῶ θοινῶ χαυνῶ κοινῶ οἰνῶ , χωρὶς τοῦ ἐλαύνω . | ||
ἐπένθεσιν ἐρεύω ὡς χέω χεύω , ἀφ ' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . |
Ἑκαταῖος Εὐρώπηι . . Καυλωνία : πόλις Ἰταλίας , ἣν Αὐλωνίαν Ἑκαταῖος καλεῖ , διὰ τὸ μέσην αὐλῶνος εἶναι . | ||
α Καυλιακόν φησι . Καυλωνία , πόλις Ἰταλίας , ἣν Αὐλωνίαν Ἑκαταῖος καλεῖ , διὰ τὸ μέσην αὐλῶνος εἶναι . |
, τὸν δὲ ἐγκαλούμενον μὴ ἠδικηκέναι . ἔνιοι δ ' ἀντωμοσίαν ] τὴν ἐπὶ πράγμασιν ἀμαρτύροις καὶ ἀνέγγραφοις εἰς ὅρκον | ||
ἠδίκηται , τὸν δὲ ἐγκαλούμενον μὴ ἠδικηκέναι . οἱ δὲ ἀντωμοσίαν τὴν ἐπὶ πράγμασιν ἀμαρτύροις καὶ † ἀνέγγραφον εἰς ὅρκον |
, ὅπερ κατ ' Αἰολέας γίνεται βλέπω . ὡς ὄπτω ὄσσω : ὀσσόμενος πατέρ ' ἐσθλόν . καὶ ἀποβολῇ τοῦ | ||
δύο σσ τρεπόντων . . . . : πόθεν τὸ ὄσσω καὶ πέσσω ; παρὰ τὸ ὄπτω καὶ πέπτω . |
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται | ||
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
τῆλ ' Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται , οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον , ἀλλὰ κελεύω γήμασθ ' ᾧ κ | ||
καὶ μειρακίου παρ ' ὑμῖν , οὐκ ἀφανεῖς δὲ διατριβὰς διατρίβω , ἀλλ ' ἐν ταῖς ἐκκλησίαις μεθ ' ὑμῶν |
θεῶν . ὅπως δ ' ἔρωμαι , μή τι σὴν δάκω φρένα , δέδοιχ ' , ἃ χρήιζω : διὰ | ||
. ὀδάξ : ὀδάξ : τοῖς ὀδοῦσι . παρὰ τὸ δάκω δάξω κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω δὰξ καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
τὸ δὲ τὴν ἐκ τόπου : οἷον ἐρωτώμενοι πῇ ἢ πόσε βαδίζει ὁ δεῖνα ; ἔστι μεν ὅτε καὶ ἐπιῤῥηματικῶς | ||
ποτήνεπε κ [ ] Ἄδραστος ] ἥρως : Ἄλκμαον , πόσε δαιτυμόνας ] ? τε λιπὼν καὶ ἄριστον ἀοιδὸν [ |
τοῦ φ καὶ ι φοιτῶ . τρώξιμον : παρὰ τὸ τρῶ τὸ σημαῖνον τὸ βλάπτω παραγωγὸν τρώγω . σημαίνει δὲ | ||
Ὅμηρος : οἶνός σε τρώει μελιηδής . παρὰ δὲ τὸ τρῶ παράγωγον τρῶμι , καὶ παρῳχημένος ἔτρων ἔτρως ἔτρω , |
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται | ||
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα |
λέγει τὴν ἀκμαίαν ἀποκοπὴν παρὰ τὴν χλόην : ἢ ἐπεὶ χλούνης ὁ σῦς , κάπροι δὲ συνεχῶς εὐνουχίζονται . ἀκρωνία | ||
. . . Ι : ὅτι δὲ καὶ ἐντομίαν ὁ χλούνης δηλοῖ , οὐ μόνον Αἰσχύλος δίδωσι χρῆσιν , ἀλλὰ |
ἀγαθόν βʹ : τὸν σπουδαῖον . καὶ κύριον ὄνομα . ἀγανόν βʹ : τὸ προσηνές . καὶ τὸ ἀβίαστον . | ||
τοῦτο τραγικώτερον τὸ ὄνομα . , . . , . ἀγανόν : καλόν , ἡδύ . Ἀριστοφάνης Λυσιστράτῃ ἐμοὶ γὰρ |
ἕψω ; τί φής ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . ΒΩΚΕΣ . Ἀριστοτέλης ἐν τῷ ἐπιγραφομένῳ Ζωικῷ ἢ | ||
τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; τί φῄς ; ἢ Σικελικῶς ὀπτὴν ποιήσω ; Σικελικῶς . Παππία , βούλει δραμών |
ἑαυτῶν ποιοῦνται φυλακάς . Δεξιὸν εἰς ὑπόδημα , ἀριστερὸν εἰς ποδόνιπτρον : ἐπὶ τῶν ἁρμοδίως τοῖς πράγμασι κεχρημένων . Δεινοὶ | ||
Εἰς μὲν ὑπόδησιν τὸν δεξιὸν πόδα προπάρεχε , εἰς δὲ ποδόνιπτρον τὸν εὐώνυμον . ιβʹ . Περὶ Πυθαγορείων ἄνευ φωτὸς |
ἀντίξουν ἐμοί , λιποῦσα γαῖαν εἰς μυχοὺς εἶμι χθονός , ἄϊστος , ἀφανής , πύματα Ταρτάρου βάθη . Ἰδού , | ||
ἴσα ἐστὶ καὶ ὅμοια τοῖς πᾶσι . δαίμων δ ' ἄϊστος : τουτέστιν οὐκ ἔστι προφανὴς ὁ δαίμων τοῖς ἀνθρώποις |
ὁ λάλος . Ἀρχίλοχος „ κατ ' οἶκον ἐστρωφᾶτο δυσμενὴς βάβαξ „ . ἐκ τοῦ βάζω βάξω βὰξ ὄνομα καὶ | ||
γλαυκῷ κελαινὸν δόρπον ὤτρυνεν κυνὶ στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ , τῷ πᾶσαν ἅλμῃ πηλοποιοῦντι χθόνα , ὅταν κλύδωνας |
πεινῶ πεινήσω , ἀγαπῶ ἀγαπήσω , μασήσω ἀπατήσω τρυφήσω καυχήσω ψήσω : τὸ ἐλεῶ τῆς πρώτης καὶ δευτέρας , καὶ | ||
μέρη . Ψεδνός . παρὰ τὸ ψῶ , οὗ μέλλων ψήσω , ῥηματικὸν ὄνομα ψεδνὸς , ὁ μαδαρὸς , παρὰ |
δεῦρό μοι σκαπαρδεῦσαι . Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης † τοιόνδε τι δάφνας κατέχων † οὐδὲν αἴσιον προθεσπίζων | ||
λέγων οὑτωσί Κίκων δ ' ὁ πανδάλητος ἄμμορος καύης . καύης δὲ ὁ λάρος κατ ' Αἰνιᾶνάς ἐστιν . ἐρινοῦ |
αὐτῷ εἰπών : ” ἄνδρες φίλοι , οὐ τὸν νεκρὸν καλύπτω , ἀλλὰ τὴν τύχην περιστέλλω . ” Ὁ αὐτὸς | ||
τὰ κλινόμενα . κατ ' ἔνδειαν τοῦ μ . ὡς καλύπτω καλύψω . Κόλαξ . παρὰ τὸ κολλᾶσθαι : κόλλα |
ἔγχεον . λαβὲ τῆς Ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια | ||
ἔγχεον . λαβὲ τῆς ὑγιείας δὴ σύ . φέρε , τύχἀγαθῇ . τύχη τὰ θνητῶν πράγμαθ ' , ἡ πρόνοια |
δοτικὰς συνάπτουσιν : οἷον Διονύσιος ὁ Χαλκιδεύς : Μυρρίνην τὴν Ἀμαζονίδα περιβλεψάμενος , ἔδωκεν αὐτῷ τὰς ἄλλας Ἀμαζονίδας μετακαλέσασθαι . | ||
Ἀμαζόνων : Ἀμαζονίδα λίμνην λέγει τὴν θάλασσαν τὴν παρὰ τὴν Ἀμαζονίδα νῆσον : εἰς γὰρ τὸν Εὔξεινον πόντον οἰκοῦσιν αἱ |
. . : θῶπτε ] Θώπευε . : τρόχιν ] Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . * : τρόχιν ] | ||
Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . * : τρόχιν ] Ἄγγελον , ἀπὸ τοῦ τρέχειν . δηλοῖ δὲ τὸν σπουδαῖον |
πάρος κοιμᾶθ ' ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι : ἔνθα καθεῦδ ' ἀναβάς , παρὰ δὲ χρυσόθρονος Ἥρη . Ἄλλοι | ||
καὶ οὐδετέρου . . . . . . . ἔνθα καθεῦδ ' ἀναβάς : ὅτι Ζηνόδοτος γράφει ἐνθ ' ἐκάθευδ |
, ” οἴμοι τάλας “ , φησίν , ” χαράδρα κατελήλυθεν . “ Γ ” χαράδρας “ , φησίν , | ||
συλλαβὼν αὐτῆς ἤδη δίειμι . ἀρχὴ δέ μοι τοῦ λόγου κατελήλυθεν εἰς ἀρχήν τινα ἑτέραν . ἄλλας μὲν γὰρ χώρας |
τὸ τὴν ἁλός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ . ἢ ἀπὸ τοῦ δίκην αἰγὸς ἅλλεσθαι ἐν αὐτῷ | ||
ὡς ναός ναυός . ἢ ἀπὸ τοῦ γαίω , τὸ γαυριῶ , γίνεται γαῖος , καὶ τροπῇ τοῦ ι εἰς |
τοῦ κ κέλευθος : ᾧ λόγῳ καὶ τὴν Αὐλωνίαν Χάραξ Καυλωνίαν φησὶν ἐν Ἰταλικοῖς : οὕτω δέ , φησί , | ||
Ἠπειρωτῶν ἀνάστατοι , κατέλαβε δὲ ἐς ἅπαν ἐρημωθῆναι καὶ τὴν Καυλωνίαν ἁλοῦσαν ὑπὸ Καμπανῶν , οἳ Ῥωμαίοις μεγίστη τοῦ συμμαχικοῦ |
τῷ Καπανεῖ . στόμαργος ] ταχὺς εἰς τὸ λαλεῖν . στόμαργος ] φλύαρος , ταχὺς εἰς τὸ λαλῆσαι . στόμαργος | ||
. στόμαργος : ὁ μὴ ἔχων τὸ στόμα ἀργόν . στόμαργος ] κατὰ ἀντίφρασιν ὁ μὴ ἔχων ποτὲ τὸ στόμα |
ἑλικτάν : ἦ γὰρ ἐγὼν ὑπ ' Ἔρωτος ἐς Ἅιδαν ἕλκομαι ἤδη . λήγετε βουκολικᾶς , Μοῖσαι , ἴτε λήγετ | ||
ὡς ἀπὸ φαρμάκου , φησί , καὶ ἴυγγος τὴν ψυχὴν ἕλκομαι τῇ ἐπιθυμίᾳ , ᾗ ὑπεσχόμην ἐπιδείξασθαι τὸν ἐπίνικον συντελέσας |
καὶ περὶ πράγματος μηδενὸς ἀξίου . Προσδοκᾶν τὴν καθεστῶσαν νῦν δεκαδαρχίαν ἔσεσθαι παρ ' αὐτοῖς ; Δεκαδαρχία : ἡ τῶν | ||
αὐτοκράτορος δεῖν . τὸ δὲ μάλιστα πεῖσαν αὐτοὺς προελέσθαι τὴν δεκαδαρχίαν ἦν ἡ τῶν δημάρχων κατάλυσις , ὃ παντὸς μάλιστα |
. Μένιππος ἐν περίπλῳ τοῦ Πόντου ” ἀπὸ Κρηνίδων εἰς Ψύλλαν χωρίον στάδια κʹ , ἀπὸ Ψύλλης χωρίου εἰς Τίον | ||
τάφους , πανώλεθρον κηλῖδα θωύξας γένει , ὁ τὴν πόδαργον Ψύλλαν ἡνιοστροφῶν καὶ τὴν ὁπλαῖς Ἅρπινναν Ἁρπυίαις ἴσην . τὸν |
καὶ ἰσχυροῦ τάττεται . καὶ βριμούμενος , καὶ βριμήσαιο . βουβωνιῴη : Ἀριστοφάνης . τὸ εὐκτικὸν βουβωνιῴην , βουβωνιῴης , | ||
. τὸν βουβῶνα πάθοι . βουβωνιῴη ] βουβῶνας σχοίη . βουβωνιῴη ] τὸν βουβῶνα ⌈ ἀλγεῖ [ ἀλγοίη ] . |
μέλεος εἰρήσεται αἶνος , ” ποτὲ δὲ γνώμης παραμυθία καὶ παραβεβλημένος λόγος πρός τι ὑποκείμενον , οἷον “ αἶνος μέν | ||
κύβοισι παραβεβλημένος ] κύ - , - σι παρα - παραβεβλημένος ] ἐκδεδυμένος . ἐκδεδομένος ἀκαρεῖ ] βραχυτάτῳ μετρίου ] |
κράτος κάρτος . καλεῖται δὲ καὶ ἐναλλαγὴ καὶ ὑπέρθεσις . Μετάληψις δέ ἐστι στοιχείων μετακίνησις ἐπ ' ἀντίστοιχον ἄλλο , | ||
ἁπλουστέρας τε καὶ ταῖς λογικαῖς ἃς ἔτι μελετῶμεν ᾠκειωμένης . Μετάληψις τοίνυν ἐστὶ στάσις πολιτικοῦ πράγματος τῶν ἐπὶ μέρους , |
' Ἕκτορα εἶπε παραστὰς Φοῖβος Ἀπόλλων : Ἕκτορ μηκέτι πάμπαν Ἀχιλλῆϊ προμάχιζε , ἀλλὰ κατὰ πληθύν τε καὶ ἐκ φλοίσβοιο | ||
ς ' ἐκέλευσεν Ὀλύμπιος Ἕκτορα δῖον , δῶρα δ ' Ἀχιλλῆϊ φερέμεν τά κε θυμὸν ἰήνῃ οἶον , μὴ δέ |
? ευατον ! ! ! ! ! ! ? ? δοκεῖϲ [ ] ! [ ! ] ! ! ! | ||
δὲ κλαύϲεται [ . τίνα περιβάλλειν καὶ φιλεῖν οὗτοϲ [ δοκεῖϲ ; οὑμὸϲ ] πατήρ γε ! ! ! [ |
λγʹ γʹʹ μβʹ γοʹʹ Ποπλώνιον πόλις λγʹ ∠ ʹʹ μβʹ Ποπλώνιον ἄκρον λγʹ ∠ ʹʹ μβʹ Τραϊανὸς λιμήν λδʹ μβʹ | ||
μβʹ ∠ ʹʹδʹʹ Ἄρνου ποταμοῦ ἐκβολαί λγʹ γʹʹ μβʹ γοʹʹ Ποπλώνιον πόλις λγʹ ∠ ʹʹ μβʹ Ποπλώνιον ἄκρον λγʹ ∠ |
, οὕτως καὶ παρὰ τὸν τείρω ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε | ||
Ἔγωγε , εἶπεν ὁ νε - ανίσκος , καὶ ἔλαφον καταπονῶ καὶ σῦν ὑφίσταμαι . ὄψει δὲ αὔριον , ἂν |
τὴν τοῦ προβάτου δοράν , Φιλήμονος εἰπόντος ἐν Εὐρίπῳ στρῶμα μηλωτήν τ ' ἔχει . καὶ σκεῦός τι ὁλοσίδηρον , | ||
ἱματίου . Ἀ - ριστοφάνης Δαιταλεῦσιν . δηλοῖ δὲ καὶ μηλωτήν , διφθέραν . Φερεκράτης Ἰπνῷ . καὶ ἴσως ἀπὸ |
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ | ||
Ἀπαιόλη ] ἀποστέρησις . Ἀριστοφάνης ὀξεῖαν τὴν ἐσχάτην φησίν , Ἀπαιολή . ἐρωτηματικῶς . βοάσομαί γ ' ἄρα : διπλῆ |
' ἐν τοῖς Ἀρκαδικοῖς δείπνοις μνήμης ἠξιωμένων . καὶ τὸ ἀσώτιον ποῦ κεῖται ; ἀσώτους μὲν γὰρ οἶδα διαβοήτους : | ||
μηδὲ χέσαι γ ' αὐτῷ σχολὴ γενήσεται μηδ ' εἰς ἀσώτιον τραπέσθαι μηδ ' ἐὰν αὐτῷ ξυναντᾷ τις , λαλῆσαι |
ὄντα λέγει τῇ γυναικί ” κυρία , ὑποκρίθητί μοι ἵνα δαμάσω τὸν Αἴσωπον . καὶ ἀναστᾶσα , βαλοῦσα ὕδωρ εἰς | ||
Ἄφορβος κύριον . . . , . : ζυγώσω : δαμάσω , κλείσω , καθέξω . Αἰσχύλος Κίρκηι σατυρικῆι . |
ε παρεδρευόμενα , δισύλλαβα μέντοι , πλέω , ῥέω , κέω , ἢ τὰ παρ ' Ἴωσι διῃρημένα , φιλέω | ||
. : ἀκέων : . . . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : ” |
. Ὅτι Καμβύσης ὁ Πέρσης μετὰ τὴν ἅλωσιν Μέμ - φεως καὶ Πηλουσίου τὴν εὐτυχίαν οὐ φέρων ἀνθρωπίνως , τὸν | ||
φιλτατ [ ] εωποντει [ ! ! ] [ ] φεως ελθειμ [ ] κρηωτ [ ] λλαι [ ] |
' Ἀρχ . . Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . εἰπών , ὅτι τοῦτον ἐπὶ λόγοις δεῖ κολάσαι | ||
κέχρηται τῷ ὀνόματι καὶ Ὑπ . ἐν τῷ κατ ' Αὐτ . καὶ ἄλλοι . . , . . ̈ |
μετατίθενται . . . . ἀκέστωρ : παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω ἀκέστωρ : σημαίνει δὲ τὸν ἰατρόν . . . | ||
λυγρῷ φάρμακ ' ἀκήματ ' ἔπασσεν . παρὰ τὸ ἀκῶ ἀκέσω , ὡς νεμῶ νεμέσω καὶ τελῶ τελέσω , ἐντεῦθεν |
ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν : τρυπήν . καταδύεται : εἰσέρχεται . Ἄζης : ἤγουν καταδύεται | ||
ἀστρῷον τοὺς καρχάρους . ἤγουν ἀστέρα κύνα . Ῥωχμόν : τρυπήν . καταδύεται : εἰσέρχεται . Ἄζης : ἤγουν καταδύεται |
, τοῦ τυροῦ ἀνῃροῦντο καὶ ἀπήσθιον . Τὴν δὲ γοητικὴν μαγείαν οὐδ ' ἔγνωσαν , φησὶν Ἀριστοτέλης ἐν τῷ Μαγικῷ | ||
παρόμοιον ἐρᾷ δὲ συνουσίας ἀνδρῶν . ἔστι δὲ καὶ πρὸς μαγείαν ἐπιτήδειον . λεύσω θέοντα γρυνὸν : περὶ Ἀλεξάνδρου ποιεῖται |
τέσσαρα : δαίω , τὸ κόπτω : δαίω , τὸ εὐωχοῦμαι : δαίω , τὸ καίω : δαίω , τὸ | ||
καὶ ὁ μισθός . ἔνθου ἀπὸ τοῦ θῶ , τὸ εὐωχοῦμαι . ὁ μέλλων θώσω . τὸ ἔνθω ἀφ ' |
τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν αἴσθων [ . οὕτως καὶ ] | ||
ὄντως . λιλαίεται : ἐπιθυμεῖ . Πείθεται : ὑπακούει . ἀΐσθων : ἀναπνέων . Θαλάσσης : ἀπό . Τραφερήν : |
γράφουσιν οἱ Βοιωτοί ' . . . . ἄψορρον : ὀπισθόρμητον τὸ ὁρμῶ , πλεονασμῷ τοῦ ρ ποιητικῶς . ἔστι | ||
ἐκνέμεται : βόσκεται * γενύεσσι : σιαγόσι παλίσσυτον : ἤτοι ὀπισθόρμητον ἢ ἀναποδίζουσαν : ἀναποδίζων γὰρ καὶ ὑποστρέφων κείρει : |
τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , . , | ||
ἀσκαρίζειν : σκαίρω τὸ συνεχῶς κινοῦμαι . ἐξ οὗ παράγωγον σκαρίζω , ὡς στένω στενάζω . καὶ ὡς σκαλίζω ἀσκαλίζω |
ἐσχάτην εἰς θαι καὶ τὴν κατ ' ἀρχὰς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν ἀπαρέμφατον ποιεῖ : καὶ εἰ μὲν καθαρεύοι τὸ τ | ||
δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην τυψαίμην , |
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | ||
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ |
, καὶ τροπῇ τοῦ λ εἰς ρ κρῶ , ὅθεν κράζω παράγωγον . τὸ δὲ κλῶ , τὸ φωνῶ , | ||
οὖν λάξω μέλλων . ὄνομα λαχμὸς , ὡς παρὰ τὸ κράζω κράξω κραγμός : τὸ δὲ γ εἰς χ μεταπεσόντος |
Οἷον τὸ ΠΟΙΚΙΛΟΔΕΙΡΟΝ , τὴν ποικιλόφωνον λέγει , ἢ τὴν ἐστιγμένην καὶ ποικίλην ἔχουσαν τὴν δειρὴν , ἤγουν τὸν τράχηλον | ||
Θρᾷσσαν καὶ Δαρδανίδα τὴν αὐλητρίδα . ἢ τὴν αὐλητρίδα φησὶν ἐστιγμένην διὰ τὸ κεκαλλωπισμένην εἶναι καὶ διὰ τὸ κατέχειν δᾷδας |
ὑποστῶ , Ἀλλ ' ὁσίας μὲν χεῖρας ἐς αἰθέρα λαμπρὸν ἀείρω , Καὶ κακίης ἀμόλυντον ἔχω κατὰ πάντα λογισμόν . | ||
: οὐ γὰρ ποιοῦσιν ὅτε φωνῆεν ἐπιφέρεται , ὡς ἑορτάζω ἀείρω ἀερτάζω . Ἰστέον δὲ ὅτι ὁ Ἀττικὸς παρακείμενος ἀποφεύγει |
μὲν ἀρτιασμὸν ἔλεγον , τὸ δὲ τρόπα , τὸ δὲ ὤμιλλαν . ἀρτιασμὸς μὲν οὖν ἐστὶ τὸ δραξάμενον ἀστραγάλων ἤ | ||
Χρυσῷ γένει : κἄπειτ ' εἴσειμ ' ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ μεθιῇ . ὠμογέρων : ὁ παρ |
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ? | ||
ὑπὸ ζυγοῦ ? [ ] ! ουμεν ? ἀρτίως καὶ συγγον [ [ ] ! [ ! ] αὖ ? |
ἐσθ ' , ὅς τ ' οὐκ ἐθέλοντα νέεσθαι ξεῖνον ἐποτρύνῃ καὶ ὃς ἐσσύμενον κατερύκῃ . [ χρὴ ξεῖνον παρεόντα | ||
τ ' εἰς ὦπα ἴδησθε , ἔρδειν ὅττι κε κεῖνος ἐποτρύνῃ καὶ ἀνώγῃ . ἀθετοῦνται ἀμφότεροι , ὅτι ἀνηθοποιητοί εἰσι |
μεγίστην , μείζονα καὶ ἔξοχον . ὑπέρτατον ] γρ . ὑπέρτονον . ἰὼ ] ἐπὶ χαρᾶς εἴληπται , εἰς χαράν | ||
ἐκθέσει ἰαμβεῖα τρίμετρα ἀκατάληκτα . βοάσομαι . . . τὰν ὑπέρτονον : παρὰ τὰ ἐκ Πηλέως Εὐριπίδου . ἐπιφέρει γὰρ |
κέαρ ὃ σημαίνει τὴν ψυχήν : καὶ τὸ τέμνω : κερτομεῖν οὖν , τὸ κέαρ τέμνειν . εἰσήρρησεν εἰσεφθάρη : | ||
' αἰεὶ τῶι θανόντι γίνεται . οὐ γὰρ ἐσθλὰ κατθανοῦσι κερτομεῖν ἐπ ' ἀνδράσιν . [ ] ρα [ ] |
* + , . † Αἶσθα : εἴρηται εἰς τὸ ἀΐσθω , . . Αἰσιμία : ἡ μαντεία , ἢ | ||
] γίνεται ῥῆμα ἀϊστῶ καὶ τροπῇ τοῦ τ εἰς θ ἀΐσθω , ἐξ οὗ ἡ μετοχὴ ἀΐσθων καὶ κατὰ συναίρεσιν |
ἀσάμινθον δ ' Ὅμηρος , ἔς ῥ ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο : καίτοι ἔν γε τοῖς Κρατίνου Ἥρωσι τὴν | ||
ἐπεὶ τάρπησαν ὁρώμενοι ὀφθαλμοῖσιν , ἔς ῥ ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο . τοὺς δ ' ἐπεὶ οὖν δμῳαὶ λοῦσαν |
θήλειαν οὖσαν . τῷ τρόπῳ ; ἄρρενα καλῶ ' γὼ κάρδοπον ; μάλιστά γε , ὥσπερ γε καὶ Κλεώνυμον . | ||
: ὅτι ἣν ἔδει σε καρδόπην εἰπεῖν , εἶπες ἀπαιδεύτως κάρδοπον . εὐηθικῶς : ἀπαιδεύτως . ' κάλεσας εὐηθικῶς ] |
: ἐὰν δράμω : δραμεῖν γὰρ καὶ δράμοιμι , ἐὰν φύγω φυγεῖν καὶ φύγοιμι . Τὰ δεύτερα καὶ τρίτα τῶν | ||
, ὡς ἐπεμβάληι . οἴμοι , κτενεῖ με : ποῖ φύγω ; παρῆν δ ' ὁρᾶν οὐ ταῦτα μορφῆς σχήματ |
ὧν ἐφεξῆς ἐροῦμεν . Τῇ γὰρ Φαρνακίᾳ συνεχής ἐστιν ἡ Σιδήνη καὶ ἡ Θεμίσκυρα . τούτων δ ' ἡ Φανάροια | ||
ὁ Λυδὸς , καὶ Ἀσκαλωνὶς θηλυκόν . . . : Σιδήνη , πόλις Λυκίας , ὡς Ξάνθος ἐν Λυκιακῶν τετάρτῳ |
πρότερον , ἀλλὰ νῦν τίς εἶ . πρὸς τὴν παροῦσαν πάντοθ ' ἁρμόζου τύχην . } Ἀνὴρ γυναικὸς λαμβάνων συμβουλίαν | ||
ζῆν τὸ μὴ ζῆν ἐστιν αἱρετώτερον . Τὸν καιρὸν εὔχου πάντοθ ' ἵλεων ἔχειν . Τὸ πολλὰ τολμᾶν πόλλ ' |
εἰ καὶ τὰ μέγιστα νῦν χαλεπαίνει . . ζεῖ ] βράζει . . ἐκμαίνεται , ἀκμάζει . . ἐξέζεσε ] | ||
, ἀπὸ τοῦ ἐπὶ καχλήκων ξηρῶν ἠχεῖν . παφλάζει ] βράζει καὶ τετάρακται . πεποίηται δὲ παρὰ τὸ πάφλα . |