, ὁπόσα ὁ Τίγρις κηπεύει . „ ” ἀλλ ' ἡδίω ” εἶπεν ὁ Ἀπολλώνιος „ τὰ ἄγρια καὶ αὐτόματα
θᾶττον χρὴ θερίζειν τὰ ὄσπρια , εὐεψητότερα γάρ , καὶ ἡδίω ἔσται . οὐ δεῖ οὖν περιμένειν , ἕως ἂν
5948519 καλλιω
φαίνεσθαι εὐκρινῶς κειμέναςτὰ δὲ ἄλλα ἤδη που ἀπὸ τούτου ἅπαντα καλλίω φαίνεται κατὰ κόσμον κείμενα : χορὸς γὰρ σκευῶν ἕκαστα
ἀμοιβήν . τὰ δ ' ἐμὰ μαντεύομαι προκόπτουσι τοῖς ἑταίροις καλλίω φανεῖσθαι . διόπερ οὐδὲ μισθοὺς αὐτοὺς εἰσπράττομαι , ὅτι
5836429 βελτιονα
ἀναδιδομένων ὁλκὴν ἰσχυροτέραν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν ἑτοιμοτέραν καὶ τὴν θρέψιν βελτίονα καὶ χύσιν αὐτῶν τῶν σωμάτων , ἐφ ' ᾗ
δὲ μᾶλλον ἐδώδιμος τῶν ἄλλων : τὰ δὲ ἄλλα ζῶντα βελτίονα ἢ ἀναιρεθέντα . καὶ τὸ μὲν ὀπτὰ δοκεῖν ἐσθίειν
5796750 γλυκειαν
[ σὺν ] στεφάνοισιν . Καλεῖ δὲ Μοῦς ' αὐθιγενὴς γλυκεῖαν αὐλῶν καναχάν , γεραίρους ' ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν
κακοῖς ἐξεταζόμενοι καὶ ἐλπίζοντες τὰ ἀγαθά : ἡδονὴν ἀπόλαυσιν : γλυκεῖαν μὲν , ἀλλὰ βλαβεράν : † ποτὲ μὲν ἐπ
5772073 ἀηδη
τὴν λέξιν αὐτοῦ , τὸ δὲ μὴ κρατεῖν τῶν καιρῶν ἀηδῆ . ὁ δὲ ῥήτωρ τοῦ τε ἀρκοῦντος στοχάζεται καὶ
ὄντως ἡδέα , ἀλλ ' ἅμα τε ἐπράχθη καὶ ἅμα ἀηδῆ καὶ λυπηρὰ τοῖς πράξασιν ἔδοξε . διὸ καὶ ἐπ
5742281 ἀμεινω
τὰ ] ἑαυτῶν καὶ δυσπεπτότερα , πρὸς δὲ τὰς οὐρήσεις ἀμείνω . τὰ δὲ διὰ τοῦ μέλιτος πέμματα καὶ δυσώδη
, ὡς διαγέγραπται . Τὰ δὲ παύοντα ὀδύνην , πάντων ἀμείνω ἀναπτυόμενα . Ὁκόσα δὲ τῶν ἀλγημάτων ἐκ τουτέων τῶν
5681814 τερψιν
καὶ τῇ πόλει δὲ τὸν ἱππόδρομον ᾠκοδόμησε θεάτρων τε ἐνεστήσατο τέρψιν , Ῥωμάνην καλέσας τὴν θέαν , ἥτις ἐξ ἐκείνου
, τί μάτην τείνουσι βοήν ; τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ ' αὑτοῦ δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν . ἀχὰν ἄιον
5545663 ἡδεα
: διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ ἡδέα γίνεται : φύσει δὲ ἡδέα φησὶν ἃ ποιεῖ πρᾶξιν τῆς τοιᾶσδε φύσεως . πρᾶξιν
μάλιστ ' ἂν δηλώσειεν ὅτι ἐπιφανέστατα ὧν ἴσμεν τὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι , τὰ δὲ ξυμφέροντα δίκαια . καίτοι
5539405 Καρπον
μισθόν , οἷον ὁ Ῥαδάμανθυς . Ἔλαχε ] Εἶχε . Καρπὸν ] Ἤγουν τὸν λογισμὸν καὶ διάνοιαν . Καρπὸν ἀμώμητον
θαλαττία διαρρήγνυται , ὥς φασιν , ἀνθρώπου προσπτύσαντος αὐτῇ . Καρπὸν δὲ ἰτέας εἴ τις θλιβέντα δοίη πιεῖν τοῖς ἀλόγοις
5460353 ἡδιστα
ἐς τὴν δίαιταν , ὑποδήματα ἄριστα Λακωνικὰ καὶ ἱμάτια φορεῖν ἥδιστα καὶ χρησιμώτατα : κώθων Λακωνικός , ἔκπωμα ἐπιτηδειότατον εἰς
, οἶδα ἔγωγε καὶ σφάττειν καὶ δέρειν καὶ κατακόπτειν , ἥδιστα δὲ τῶν σπλάγχνων αὐτῶν καὶ τῆς καρδίας ἅπτομαι .
5457030 πονοις
νεκρῷ δὲ ἐντυχὼν οὐκ ἂν ἅψαιτο , τοῖς ἀλλοτρίοις ἑαυτὸν πόνοις οὐκ ἐπιγράφων : οὐ γὰρ δεῖται κρεῶν , ἀλλὰ
πελάγη διαπερᾶν τολμῶντας ? , καί , ἁπλῶς εἰπεῖν , πόνοις καὶ κινδύνοις , προσθείην δ ' ἂν καὶ χρήμασι
5405002 πρεποντα
Ἀριστοκλῆς Ἀρίστυλλος . . . . ἀριπρεπέα : τὸν ἄγαν πρέποντα ἐν πᾶσιν . . . . Ἀρίσβη : πόλις
μόνη μόνῳ τῆς γενέσεως μεμνημένη , καὶ τῶν ὠδίνων ἀποδιδοῦσα πρέποντα τὸν μισθόν . δοκεῖ δέ μοι καὶ πρεσβυτάτη θεῶν
5383332 τἀγαθα
μὴ ἀντέχεν μηδὲ κρατέν . καὶ διὰ τοῦτο συμβαίνει φεύγεν τἀγαθὰ τὼς ἀνθρώπως διὰ λύπαν , ἀποβάλλεν δ ' αὐτὰ
καὶ τἆλλα καὶ τὰ ἡδέα πράττειν , ἀλλ ' οὐ τἀγαθὰ τῶν ἡδέων . Πάνυ γε . Ἆρ ' οὖν
5372984 τερπνα
γράφεται μέγα τέρπεται . Κρέα : ὑπάρχουσι , λείπει . τερπνά : ἡδέα . εὐάντητος : ἐπιθυμητὴ , εὐσυνάντητος ,
τόρευσον ἔαρος κύπελλον ἤδη : τὰ πρῶτ ' ἡμῖν τὰ τερπνά ῥόδα φέρουσαν ὥρην . ἀργύρεον δ ' ἁπλώσας ποτὸν
5363170 προσφιλη
στυγεῖ . Δεῖ δή ς ' , ἔμοιγ ' ἐλθόντα προσφιλῆ , λόγων κρύψαι πρὸς ἡμᾶς μηδέν ' ὧν ἀκήκοας
τοῖς δὲ πρώτως τινὰ παράγουσι καὶ πρώτως ἐστὶ τὰ τοιαῦτα προσφιλῆ : εἴτε οὖν ζῷά τινα εἴτε φυτὰ εἴτε ἄλλα
5301791 ἡμεροις
καὶ τὸ λοιπὸν ἀνατρέχουσι καὶ ζωοφυτοῦσιν . Διὸ καὶ τοῖς ἡμέροις φυλακὴν ἀπ ' αὐτῶν κατασκευάζουσιν . Ἀφαιροῦντες γὰρ τῶν
ἥμερον . βοτόν : θρέμμα , βόσκημα . Μειλιχίοισι : ἡμέροις . συνοίσεται : συντύχῃ . Χλούνης : ἄγριος χοῖρος
5298479 ἐπιτερπη
ἐννεοττεύειν ὄρνεα παντοδαπὰ ταῖς φύσεσιν , ἃ τὴν χρόαν ἔχειν ἐπιτερπῆ καὶ τὴν μελῳδίαν προσηνεστάτην . διὸ καὶ πάντα τὸν
τοῦ ἐνιαυτοῦ παραμένειν θάλλοντα καὶ τὴν ὅλην πρόσοψιν ἀνθηρὰν καὶ ἐπιτερπῆ παρεχόμενα . μυθολογοῦσι δὲ μετὰ τῆς Κόρης τὰς τῆς
5296567 ἀπονως
ἡμῖν δὲ καὶ εἰσὶ καὶ φέρονται καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπόνως διὰ θαλάττης ἔκ τε νήσων καὶ ἠπείρων ἁπασῶν ,
πρόγονοι . πρὸς οἷς : μεθ ' ὧν . οὐκ ἀπόνως : τινὲς εἰς τὸ οὐκ ἀπόνως ὑποστίζουσι αὐτῆς :
5255935 θαλλοντα
τοῖς αὐτοῖς δένδρα τε ἀναδραμόντα καὶ ὑπὸ τοῖς δένδρεσι λήια θάλλοντα , μᾶλλον δὲ καὶ μεμερισμένως ταῦτα δείκνυσι καὶ κατὰ
πεφύκει , κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ ' ἀδίαντον καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις . ὕδατι δ ' ἐν
5251759 ἀλυπως
, ταῦτα ἐκείνη μετ ' ὀλιγωρίας ἔφραζε , εὐκόλως καὶ ἀλύπως εἰς τὸ σαφὲς ἐπιτρέχουσα . ἔδοξε γοῦν αὐτῇ καὶ
ἔχουσιν , οἷς δ ' οὐχ ὑπέρχεται , διὰ τῶν ἀλύπως ὑπαγόντων ἐρεθιστέον . τοῖς δ ' οὕτω διακειμένοις συμφέρουσι
5227725 ἀφθονιαν
ἐμπυρώτατον , ὅτι ἥκιστα αὐτὸς τρυφῶν χορηγεῖ τῇ πόλει τρυφῆς ἀφθονίαν , καὶ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀποκλείων ταῖς ἡδοναῖς συναλίζει
ὀργάνων αἱ καλούμεναι πίστεις καὶ τόποι πίστεων καὶ ἀφορμαὶ πολλὴν ἀφθονίαν ἐγείρουσι λόγων . Ἐπειδὴ δὲ εἴρηται καὶ περὶ τούτων
5218844 ἀπολαυσιν
ζῴων ἰδέας ἁπάντων : οὐκ ἀναγκαῖον δὲ ἐπὶ τὴν τούτων ἀπόλαυσιν ὁρμῆσαι τὸ σοφίας συγγενέστατον χρῆμα τὸν ἄνθρωπον , μεταβαλόντα
Διονύσου μετενεχθείσης εἰς τὴν Ἑλλάδα τῆς ἀμπέλου καὶ πρὸς ἄμετρον ἀπόλαυσιν τῶν πολλῶν ἐκτρεπομένων ἄκρατόν τε προσφερομένων αὐτόν , οἳ
5194771 εὐθυμιαν
. ἔφη δὲ καὶ ἓν τέλος εἶναι τῶν πάντων καὶ εὐθυμίαν τὸ κράτιστον εἶναι , τὰς δὲ λύπας ὅρους κακίας
δημιουργῶν . μετὰ τοίνυν τῆς ὠφελείας καὶ πλείστην ἡμῖν συνεισφέρουσιν εὐθυμίαν . τεκμήριον δέ : πολλαὶ κατὰ τὸν βίον περιέχονται
5163534 λυπηρα
ὁ Φειδιππίδης τῷ Στρεψιάδῃ , ὅσα μέλλει ποιῆσαι εἰς αὐτὸν λυπηρά : διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὸ “ ἀχθέσῃ ”
μάτην αἰνουμένης τὸ μὲν πρόσωπον ἡδύ , τἀν δόμοισι δὲ λυπηρά : τίς γὰρ μακάριος , τίς εὐτυχής , ὅστις
5158079 κεχαρισμενα
ποτὸν γλυκερόν τε λοετρόν : οἷα δ ' ἐνὶ ξυλόχοις κεχαρισμένα δῶρα φέρουσιν ἐν γλυκεροῖς ταλάροισι παρ ' αἰπολίοισι νομῆες
ἔμπροσθεν ἀδελφούς . Οὔτ ' ἀληθῆ γράφεις οὔθ ' ἡμῖν κεχαρισμένα , ὃς τοσοῦτον ἡμῖν προσεπάλαισας χρόνον . παρ '
5109858 βαφαις
, τίς τὰς ἀραχνοϋφεῖς ἀμπεχόνας , τίς τὰ ἐπηνθισμένα ἢ βαφαῖς ἢ πλοκαῖς διὰ τῶν βάπτειν ἢ ὑφαίνειν ποικίλα ἐπισταμένων
. Ταρσός . ἡ τῶν ὀρνίθων πτέρωσις . Φαρμάκοις . βαφαῖς . Φάλαρα . τὰ περὶ τὰς γνάθους σκεπάσματα .
5091399 ὀψα
εἰς τὴν οἰκίαν λανθάνων φοιτῴη , ὥσπερ ἀτεχνῶς σῖτα καὶ ὄψα καὶ ποτὰ παρεσκευασμένη , ἃ ἑνὶ μόνῳ καὶ δυοῖν
, πλὴν τὰ σιτία μὴ πολλὰ ἅμα , καὶ τὰ ὄψα μὴ πλέονα ἢ τὰ σιτία , καὶ τῷ οἴνῳ
5081761 σεμνα
αὐλητὰς κυκλίους καὶ κιθαρῳδίαν , ἐναγώνια ταῦτα καὶ διὰ τοῦτο σεμνὰ προσειπών , φέρε νῦν ἀντεξετάσωμεν τῇ ὀρχήσει ἕκαστον αὐτῶν
, εἰ δὲ περὶ τοὺς λόγους τοῦτο δράσετε , τὰ σεμνὰ ὑμῖν οἰχήσεται ; ἐγὼ μὲν οὐδ ' εἰ πάντας
5078950 ἐγκαρπον
πρὸς τὸν τῶν καλῶν ζῆλον , ἅμα δὲ τὴν ἱστορίαν ἔγκαρπον καὶ πᾶσι χρησίμην ἐφ ' ὅσον ἡμῖν δυνατὸν κατασκευάζομεν
καὶ λυμαίνεται καὶ σπαράττει . Καλὸν σῶμα ὁρᾷς ἀνθοῦν καὶ ἔγκαρπον : μὴ χράνῃς , μὴ μιάνῃς , μὴ προσάψῃ
5078465 καλλιστα
ὅταν ταῦτα ποιῇ διδόναι αὐτῷ τὸν χαλινόν , ὅπως τὰ κάλλιστα ἵππου ἑκόντα ποιῆσαι δοκῇ τοῖς ὁρῶσιν . εἰσὶ μέντοι
ἁπάντων ὄντων τῶν καλῶν αἱρετῶν καὶ τῶν νόμων ἐπιτρεπόντων τὰ κάλλιστα , σὺ προστίθης τούτοις τὰ χείρονα : καὶ δράσας
5059005 βελτιω
τῆς πέψεως , ὑγρασίαι δὲ ἀπὸ τῆς τροφῆς συμβαίνουσι . βελτίω δ ' ἐστὶν ἑψόμενα , τῆς δὲ κοιλίας ἐστὶν
Ἡσίοδον καὶ τοὺς ἄλλους ποητὰς τῶν μέτρων καὶ μελῶν : βελτίω γὰρ ἔστω τὰ χρώμενα συμπόσια τοῖς τούτων : μουσικῇ
5034722 περιποιουντα
δορκάδος . κεντρηνεκέας τοὺς διηνεκῶς κεντριζομένους . κερδαλέον πανοῦργον , περιποιοῦντα καὶ ὠφέλειαν . ὅταν δὲ λέγῃ “ ἔνθα δὲ
τοῦ ἡγεῖσθαι . εὐήνορα τὸν ἄνδρα εὖ διατιθέντα καὶ δύναμιν περιποιοῦντα : “ φέρον δ ' εὐήνορα οἶνον . ”
4992049 προσλαμβανων
τῶν ἔργων δυνατὸν ὑπερβαίνων , πολλὰ διαψεύδεται , ὁ δὲ προσλαμβάνων τοὺς αὑτοῦ φίλους βουλῆς κοινωνοὺς , ἐν καιροῖς τηλικούτοις
δυνάμει ἐπαναγκάζεται καὶ καθ ' αὑτὸν περὶ τούτου διατάττεσθαι , προσλαμβάνων τήν τε πιθανὴν φαντασίαν καὶ τὴν πιθανὴν ἅμα καὶ
4990935 πειθηνιον
ἣν φορῶ . εἶχε δὲ στόμα εὔαρκτον καὶ ὑπήκοον καὶ πειθήνιον ἐν τῷ χαλινῷ . . τῇδ ' ἐπυργοῦτο ]
, τουτέστι κρατῶν ἐν τῷ κόσμῳ . Λαὸν πρὸς βασιλέα πειθήνιον δηλοῦντες , μέλισσαν ζωγραφοῦσι . καὶ γὰρ μόνον τῶν
4957371 πετραια
χάσματος γενομένου μετέωρος ἔσῃ , κρεμάμενος τῶν χειρῶν . . πετραία δ ' ἀγκάλη σε βαστάσει ] ἐντὸς αὐτῆς τριβήσῃ
ἐγὼ τοὺς ἄνδρας οὐ στέρξω ποτέ : ἀλλ ' ἡ πετραία Σκῦρος ἐξαρκοῦσά μοι ἔσται τὸ λοιπόν , ὥστε τέρπεσθαι
4954635 αὐταισι
. νεώνητον ] νεωστὶ ἐλθόντα . κακόν ] ὄντα . αὐταῖσι βουλαῖς : Ἀττικὸν τὸ σχῆμα καὶ ἡ σύνταξις τοῦ
ἑαυτοῦ τὸ τέλος ἐπιφέροντα . οὕτως Αἰσχύλος . , . αὐταῖσι διαβολαῖς : Ἀττικὴ ἡ σύνταξις , ὡς εἰ λέγοιμεν
4948224 μειλιγματα
κύνες δαίτηθεν ἰόντα σαίνως ' : αἰεὶ γάρ τε φέρει μειλίγματα θυμοῦ . σπόγγοις δὲ καὶ σπογγιαῖς καθηράντων οἱ ὑπηρέται
μακρή : ϲιτία δὲ ὑγρότερα καὶ βραχύτερα καὶ ξυνεχῆ : μειλίγματα γὰρ θυμοῦ ϲιτία . εὐκαιρίη δὲ ἐν τῇϲι ἐπανέϲεϲι
4939887 ἀηδεστερα
νωθείᾳ πληγὰς ἔχει . Ἐπεὶ καὶ τὰ νεκρὰ τῶν σωμάτων ἀηδέστερα προσπεσεῖν , καὶ τὸ σφόδρα τῆς πληγῆς καὶ τὸ
, καὶ διαμάχεσθαι λέγοντα τὰ βέλτιστα , εἴτε ἡδίω εἴτε ἀηδέστερα ἔσται τοῖς ἀκούουσιν . ἀλλ ' οὐ πώποτε σὺ
4919414 μετρια
προσφέρεσθαι , διδάσκοντες ὡς ἡ μὲν τάξις καὶ συμ - μετρία καλὰ καὶ σύμφορα , ἡ δ ' ἀταξία καὶ
τε γὰρ ὕδατος ὥσπερ εἴπομεν ἐξομοιοῦται τὴν χρόαν ἑαυτῇ , μετρία μὲν οὖσα ἐλάττονος , ἡ δὲ μεγίστη παντός ,
4915231 λαχανα
τὰ μὲν δένδρα , τὰ δὲ θάμνοι , τὰ δὲ λάχανα , τὰ δὲ πόα . καὶ γένη δὲ ἀρετῶν
δὴ κάρδαμον καὶ κίχορον , ἄγρια δέ γε ταῦτα τυγχάνει λάχανα , ἔτι μὴν καὶ τὸ λεγόμενον κάρυον περσικόν ,
4914963 ὑποδηματα
ἵππων χρυσᾶ , χρυσῷ δὲ καὶ τοῖς ποσὶ τὰ ἑαυτῶν ὑποδήματα ἐκοσμήσαντο : τοσοῦτος καὶ γάρ ἐστιν αὐτοῖς ἄπειρος πλοῦτος
ὑποδήματα . . συναπτούς : Τὰς συναπτούσας καὶ δεσμευούσας τὰ ὑποδήματα . παρερπύσασα : Ἠρέμα εἰσελθοῦσα . ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ
4912887 συντροφιαν
οὖν πρὸς αὐτὸν αἱ κόραι πατρικὴν εὔνοιαν διά τε τὴν συντροφίαν καὶ τὸ μέγεθος τῆς εὐεργεσίας , ὥστε καὶ χωρισθεῖσαι
πολλὰ κτήματα ἔχων . Ἀγελαῖον : ἀγελισμόν . ὅμιλον : συντροφίαν . Δαμασσομένη : σφαζομένη . προθελύμνους : ῥιζόθεν .
4905731 μαλακα
ἔχων ὀρθὰς ὥσπερ ὀξυάκανθος : φύλλα ἐπιμήκη , ὑπολίπαρα , μαλακά . ἔστι καὶ ἑτέρα παρ ' αὐτὴν λευκοτέρα .
εἰρημένων ἁπάντων τὰ μὲν ἧττόν ἐστι , τὰ δὲ μᾶλλον μαλακά , σκληρὸν δ ' ὁμοίως τούτοις οὐδέν : ἀλλά
4899055 ὀψοποιον
ἐὰν Ἰσμηνίᾳ , αὐλητήν : ἀλαζόνα , ἐὰν Ἀλκιβιάδῃ : ὀψοποιόν , ἐὰν Κρωβύλῳ : δεινὸν εἰπεῖν , ἐὰν Δημοσθένει
σώματι εἰδέναι , ὥστ ' εἰ δέοι ἐν παισὶ διαγωνίζεσθαι ὀψοποιόν τε καὶ ἰατρόν , ἢ ἐν ἀνδράσιν οὕτως ἀνοήτοις
4895672 ποικιλοις
δὲ ἡλίου καὶ σελήνης , νυκτός τε καὶ ἡμέρας ἐντυγχάνοντες ποικίλοις καὶ ἀνομοίοις εἴδεσιν , ὄψεις τε ἀμηχάνους ὁρῶντες καὶ
τὰ ποίμνια , καὶ τὰ βουκόλια , ὅτε ἐν τοῖς ποικίλοις ῥάβδοις εἶχε τὸν κλῆρον . Οὐκ ἔγνων , τέκνα
4891663 φαρμακα
ἐν ταῖς οὐσίαις ποιοτήτων συντελεῖσθαι : διὸ καὶ τὰ καθαίροντα φάρμακα τοῖς μὲν ἑλκομένοις χυμοῖς ὑπάρχειν ἀναγκαῖον οἰκεῖα , δραστικώτερα
' ὀξύχειρ κοὐκ ἐγκρατής : τοῖς δὴ τοιούτοις βρώμασιν τὰ φάρμακα εὕρητ ' ἐκεῖθεν . μεταφορὰ δ ' ἐστὶν τέχνης
4881020 ἡδιστην
εἰσελθὼν δὲ ἀπέτεινα τὴν ῥῆσιν τὴν κατὰ τῶν σοφιστῶν , ἡδίστην δὴ ταύτην πασῶν ἡμερῶν ἀγαγὼν ἐπὶ λόγοις . αὐτός
δίκην ὡς ἠσεβηκὼς εἰς τάλαντον ἀργυροῦν ; Γέρων γέροντι γλῶτταν ἡδίστην ἔχει , παῖς παιδί , καὶ γυναικὶ πρόσφορον γυνή
4875834 ἡδιονα
ἐστι τὸν καλούμενον θεῶν ἀληθῶς βίον . ὅσῳ δ ' ἡδίονα τὰ πράγματ ' ἐν ταῖς πόλεσιν ἦν ἂν ἢ
ἐπιμελεῖσθαι ἢ τούτου : οὔτε γὰρ ἐλπίδα οὔτ ' ἐπιμέλειαν ἡδίονα ῥᾴδιον εὑρεῖν τῆς τῶν παιδικῶν ἐπιμελείας , οὐδὲ μήν
4868982 κρειττω
πολλαχόθεν ἐστὶ σύρρους , καὶ συνάπτει πρὸς τὴν ἡμετέραν θάλατταν κρείττω τῆς ἐκτὸς οὖσαν , ὥσπερ εἴρηται , καὶ διὰ
, ἀλλ ' ὑμῖν μὲν καὶ ἀρχὰς εἶναι καὶ τὸν κρείττω λόγον ἐν αὐταῖς συνηυξάμην , ἐμαυτῷ δὲ ᾗπερ νῦν
4866983 φιλοτιμως
ἀξιώσει ἢ τιμῇ ἔστιν ὃς μὴ δῶρα ταῦτα ὕστατα πέμπει φιλοτίμως ἐς τιμὴν τοῦ βασιλέως . ἐπὰν δὲ μέγιστον χῶμα
. ἐπιθέμενος οὖν αὐτῷ καὶ ἐπιβουλεύων ὁ Ἀριστοτέλης , καὶ φιλοτίμως πάνυ τὰς ἐρωτήσεις ποιούμενος καὶ τρόπον τινὰ καὶ ἐλεγκτικῶς
4866700 ἐπιτηδεια
κατὰ Φιδηναίων πόλεμον ἐξηρτυμένην στρατιὰν ἄγων καὶ τὰ εἰς πολιορκίαν ἐπιτήδεια παρασκευασάμενος ᾤχετο . πονουμένοις τε τῷ μήκει τοῦ πολέμου
ὕϲϲωπον καὶ ἡ θύμβρα καὶ ὁ ϲκάνδιξ καὶ ὁ θύμοϲ ἐπιτήδεια καὶ ῥαφανὶϲ ὀλίγη καὶ τάριχοϲ παλαιὸν μετ ' ὀξυμέλιτοϲ
4846984 παρασκευαζει
διαφθορὰν χυμῶν ἐκεῖθεν ἀποκρίνεσθαι , διουρητικὰ δὲ φάρμακα πλείω χωρεῖν παρασκευάζει τὰ οὖρα τῇ τε φυσικῇ λεπτομερείᾳ καὶ τῇ θερμότητι
εἰς ἐπίῤῥωσιν : διαφέρει οὖν , ὅτι τὸ μὲν πάθος παρασκευάζει , ὁ δὲ ἐπίλογος αὔξει , ὁ δὲ φεύγων
4845017 πικρα
κερατίτιδος μήκωνος , λιπαρώτερα δὲ καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν
ἁπλῶς , ὃ ἁρμόττει τοῖς νοσοῦσιν : ὁμοίως δὲ καὶ πικρὰ καὶ γλυκέα καὶ θερμὰ καὶ βαρέα τὰ μέν ἐστιν
4841710 τερψαι
ἐμοὶ δὲ πρὸς σὲ τόνδ ' ἐπιστέλλους ' ἄγειν , τέρψαι θέλοντες σὴν φρέν ' : ἐκ γὰρ εὐτυχοῦς ἥδιστον
βούλομαι γάρ , ἡδὺ καὶ διὰ στόμα πτηνοῖσι μύθοις ἀδαπάνως τέρψαι φρένα . ἐγώ , κασίγνητ ' , αὐτὸ τοῦτ
4836396 ἀρκεσειν
ἵνα ἄρτου χορτάσῃ . τοῦ δὲ λογισαμένου ἕνα ἄρτον τούτῳ ἀρκέσειν καὶ λαβόντος τὰ δηνάρια ἤρξατο τρώγειν . ὁ δὲ
καὶ Δομίτιον . οὐκ ἐς πολὺ δ ' αὐτοῖς ἔμελλον ἀρκέσειν Μακεδονία τε καὶ Θεσσαλία , μόναι σφίσιν ἐν τῷ
4835091 ἀσθενη
αὐχμηρὰν ἢ καταπίμελον καὶ σαρκώδη ἢ ἄσαρκον καὶ λεπτὴν καὶ ἀσθενῆ ἢ στενὴν καὶ σμικράν , ἢ παρὰ τὸ τὰ
, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο γεγῶσιν , ὡς ἀσθενεῖ δοὺς ἀσθενῆ λάβοι φόβον . εἰ γάρ νιν ἔσχεν ἀξίωμ '
4824796 ἐδωδην
. . . . ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἀπεχθαίρει ἀντὶ
εἰσιν ἀπληστίας ὑπηρέται καὶ ὑπουργοί , πάνθ ' ὅσα πρὸς ἐδωδὴν τέμνοντές τε καὶ λεαίνοντες καὶ τὸ μὲν πρῶτον γλώττῃ
4823140 ὁρπηκα
τὴν ἱερὰν ταυτηνὶ βασιλίδα τὴν φερώνυμον Εἰρήνην , τὸν Δουκικὸν ὅρπηκα , τὴν οὐδὲν ἧττον τῶν ὅλων παθῶν ἢ τῶν
ἐμπεπηγός . εὔχεσθαι δὲ Διί : εὔχου ἐπιλαμβανόμενος εὐθέως τὸν ὅρπηκα τῇ χειρὶ καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ἐκτείνων τῶν βοῶν
4815109 ὀπωραν
καὶ πρὸς τὸ ἐκτὸς διαπλούμενον . Περὶ δέ γε φθίνουσαν ὀπώραν τέθηλε μὲν γεωργῇ πάγκαρπον τὸ δωμάτιον , ὑπερβλύζει δὲ
καὶ Λυσίας ἐν τῷ Πρὸς Ξενοφῶντα : συγκομίσας δ ' ὀπώραν καὶ ἀποδόμενος τὸν ἀγρόν . συηνία καὶ ὑηνία :
4806186 ὡραια
καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ πλακοῦντας : καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς
καὶ τῷ προεστῶτι δὲ τοῦ ἀγροῦ δριμὺ ἐνορῶν φέρειν ἐκέλευεν ὡραῖά τε καὶ πλακοῦντας : καὶ τέλος ὅλον ποταμὸν πρὸς
4805366 παλαιοντα
, ῥάκη ἀμπισχόμενον , καὶ μετὰ ταῦτα αἰτοῦντα ἀκόλους , παλαίοντα , λακτιζόμενον , παροινούμενον : ὧν ἕκαστον αὐτῷ διὰ
; ἀλλὰ εἰς μὲν αὔλησιν καὶ κιθαρῳδίαν καὶ τὸ περιεῖναι παλαίοντα ἢ πυκτεύοντα τῶν ἄλλων ἁπάντων [ οὐδαμῶς ] ὁ
4805233 ἡδειαν
. μελιτόεσσαν εὐδίαν : ἀντὶ τοῦ , [ ἔχει ] ἡδεῖαν ἀνάπαυσιν . ἄλλως : ἀμφίβολον πότερον ὁ νικῶν τὰ
: ἐὰν δέ τις σὺν εὐτυχίᾳ εἴη τι πράττων , ἡδεῖαν πρόφασιν τοῖς τῶν Μουσῶν ῥεύμασιν ἔδωκε . ταὶ μεγάλαι
4797184 λαγῳα
ἄμυλος ἐγκύμων , κίχλαι ἑκκαίδεχ ' ὁλόκληροι μέλιτι μεμιγμέναι , λαγῷα δώδεκ ' ἐπισέληνα . τἄλλα δὲ ἤδη τάδ '
μεθόδῳ χρῆται πρὸς Κλέωνα , καὶ ἁρπάζων τὰ τοῦ Κλέωνος λαγῷα δίδωσι τῷ Δήμῳ . ΓΓΘ ἄλλως : ἀπατήσας Ἀγοράκριτος
4794370 ἀλκτηρια
παρέκυρσεν ἐπειγομένῳ ποτὶ μῶλον βάλλεν , ἐπεὶ μάλα πολλὰ κακῆς ἀλκτήρια χάρμης κεῖτο μενεπτολέμων ἐπὶ τείχεσι Δαρδανιώνων : τοῖσί περ
ὀφίεσσιν ἀρωγήν . Νῦν δ ' ἄγε τοι ἐπίμικτα νόσων ἀλκτήρια λέξω . Θρινακίην μὲν ῥίζαν ἕλευ γυιαλθέα θάψου σμώξας
4793269 σκωμματα
, τὰ μὴ κατὰ τέχνην ὄντα , φαῦλα . πονηρὰ σκώμματα ] τὰ πλημμελῆ κωμῳδήματα , τὴν φαυλότητα . τῶν
καθῆκε τοὺς Βάπτας . καὶ διὰ τοῦτο ὀκνηρότεροι πρὸς τὰ σκώμματα ἐγένοντο καὶ ἐπέλιπον οἱ χορηγοί : οὐ γὰρ ἔτι
4787249 ὑγιειαν
αἱρεταί ; Ὥστε δι ' αὑτὰ αἱρετὰ ἡμῖν εἶναι τὴν ὑγίειαν , τὴν ἰσχύν , τὸ κάλλος , τὴν ποδώκειαν
ἡδονῇ ἐπιτρέψας ἐνταῦθα τετραμμένος ζήσει , ἀλλ ' οὐδὲ πρὸς ὑγίειαν βλέπων , οὐδὲ τοῦτο πρεσβεύων , ὅπως ἰσχυρὸς ἢ
4783433 πληρη
κέρας προσαγορευθῆναι : διὰ δὲ τὴν ἀρετὴν τῆς χώρας εἶναι πλήρη παντοδαπῆς ἀμπέλου καὶ τῶν ἄλλων δένδρων τῶν ἡμέρους φερόντων
ὑπεναντίων ὄψει , ξηραινόντων ὑγρὰ , ὑγραινόντων ξηρὰ , κενούντων πλήρη , πληρούντων δὲ κενά : τὰς δὲ νούσους ἁπάσας
4778723 σκορδα
, καὶ σικύας , πέπονας , πράσα , κρόμμυα , σκόρδα : νυνὶ δὲ ἡ ψυχὴ ἡμῶν κατάξηρος , οὐδὲν
γλυκίζουσαν ὀπώραν καὶ ῥᾳδίως ἀποξυνομένην φευκτέον , κρόμμυά τε καὶ σκόρδα καὶ πράσα καὶ ῥαφανῖδας καὶ γογγυλίδας , ἀλλὰ καὶ
4773865 σκληραν
τοῦ τῶν πλουσίων ἔλεγεν , ἐν ᾧ σφαιρίζουσιν ἐκεῖνοι τὴν σκληρὰν καὶ ἄκαρπον αὐτὸς ἐργάζεσθαι σκάπτων . πολλάκις δὲ καὶ
θρόνον μου μὴ δυνηθεὶς ἐξελθεῖν : καὶ ἐπάταξέν με πληγὴν σκληρὰν ἀπὸ ποδῶν ἕως κεφαλῆς : καὶ ἐν μεγάλῃ ταραχῇ
4762419 εὐκολιαν
τοῖς λόγοις τὰ πάθη καὶ οὐχ ὥσπερ σὺ κατ ' εὐκολίαν ψυχῆς ἄϋπνος ὢν διττοὺς ἄρνυσαι μισθούς , τὸν μὲν
τοῖς περὶ δίαιταν οὐδὲν ἐπιτραγῳδῶν πρὸς σεμνότερον ὄγκον εὐτέλειαν καὶ εὐκολίαν ἐπετήδευεν ἰδιώτου , πολυτέλειαν δὲ τῷ ὄντι βασιλικὴν ἐν
4760545 κιττον
ἐλύπησεν αὐτοὺς τὸ δῆγμα οὐδέν . δεῖ δὲ εἶναι τὸν κιττὸν ἄγριον . Λέοντα δὲ νοσοῦντα τῶν μὲν ἄλλων οὐδὲν
, δεικνύντας τεκμήρια τὴν ἀγρίαν ἄμπελον παρὰ μόνοις φυομένην καὶ κιττὸν καὶ δάφνην καὶ μυρρίνην καὶ πύξον καὶ ἄλλα τῶν
4750877 γλυκεα
Ἀμείνω δὲ τῶν μήλων τὰ εἰς ἀπόθεσιν χειμῶνος ὥρᾳ τηρούμενα γλυκέα ὄντα : πλείω γὰρ τὴν πέψιν προσλαμβάνοντα τῷ χρόνῳ
βρόμος , τῆλις , οἱ γλυκεῖς φοίνικες , μῆλα τὰ γλυκέα , σήσαμον , αἱ γλυκεῖαι τῶν σταφυλῶν , αἱ
4747913 διαιταν
μέγεθος τῆς τε κατὰ τὸ ἑαυτοῦ σῶμα παρανομίας ἐς τὴν δίαιταν καὶ τῆς διανοίας ὧν καθ ' ἓν ἕκαστον ἐν
. Ἐσήμαινον δὲ ὡς ἀπώσαντο μὲν τὴν ἀγρίαν καὶ παλαιὰν δίαιταν , εὑρήκασι δὲ τὴν ἥμερον τροφήν . Ἐκκέκοφθ '
4740913 μεγαλοπρεπη
ἠθῶν ἐνεφάνισεν , πρᾶον μὲν καὶ φιλάνθρωπον τοῖς ὁρῶσιν , μεγαλοπρεπῆ δὲ καὶ σεμνὸν τοῖς ὁμιλοῦσιν , ἀνδρεῖον δὲ καὶ
οἷς οὐ δεῖ : καὶ διὰ τοῦτο ὑπερβάλλειν λέγεται τὸν μεγαλοπρεπῆ . καὶ γὰρ φαύλων ἕνεκα ἔργων , ὧν ἡ
4732825 ἐναντιωτατα
χρῄζουσι μὲν γὰρ οἱ λιθιῶντες φαρμάκων καὶ διαιτημάτων λεπτυνόντων : ἐναντιώτατα δέ ἐστι ταῦτα τοῖς ἰσχνοῖς σώμασιν : οἶδα γάρ
οὐδέ γε πλείω ἢ πάντα , ἐὰν ἕτερ ' ἄττα ἐναντιώτατα . λέγω δ ' οἷον ἔνια γυμνόκαρπα μέν ,
4730727 πτελεαν
στρέφειν τὰ φύλλα τὴν φίλυραν καὶ τὴν ἐλάαν καὶ τὴν πτελέαν ταῖς τροπαῖς ταῖς θεριναῖς καὶ ὡς ἔνια τῶν ἀνθῶν
ἀλλ ' ἡ ἄμπελος αὕτη ἐὰν μὴ ἀναβῇ ἐπὶ τὴν πτελέαν , οὐ δύναται καρποφορῆσαι πολὺ ἐρριμμένη χαμαί , καὶ
4729239 ἀφθονα
, βαδίζειν δὲ τὴν ἐπὶ Καυκάσου , τὰ γὰρ ἐπιτήδεια ἄφθονα καὶ φίλη ἡ χώρα . „ ἐρομένου δὲ αὐτὸν
καταριθμεῖσθαι , χυμοὺς καὶ πέμματα καὶ καρυκείας : ἅπαντα γὰρ ἄφθονα . ἐν τούτῳ δὲ ὁ Κλεόδημος ἐπικύψας ἐς τὸν
4726577 δελεασι
κακοχύλους εἶναι ὀλιγοτρόφους , εὐεκκρίτους , χρῆσθαι δὲ αὐταῖς καὶ δελέασι τοὺς πορφυρευομένους : τῶν δὲ λείων κατὰ τὰ μεγέθη
καὶ ταῖς τροφαῖς κολακεύουσιν αὐτόν , καὶ ποικίλοις καὶ ἐφολκοῖς δελέασι πραΰνειν πειρῶνται , παρατιθέντες ὅσα πληροῖ τὴν γαστέρα καὶ
4726386 πιναρα
Πινάραν , ἣν μεθερμηνεύεσθαι στρογγύλην . τὰ γὰρ στρογγύλα πάντα πίναρα καλοῦσιν . . . . Ἄρυββα . τὸ ἐθνικὸν
, ἣν μεθερμηνεύεσθαι στρογγύλην . Τὰ γὰρ στρογγύλα πάντα Λύκιοι πίναρα καλοῦσιν . . . : Ἱστορεῖ Μενεκράτης Ξάνθιος Λυκιακοῖς
4717835 ὑπακτικα
μαλάχη , λάπαθα , λινόζωϲτιϲ , μελιτώματα : πάντα γὰρ ὑπακτικὰ κοιλίαϲ ἐϲτίν . ἐὰν δὲ ἐπιτείνῃ τι τῶν ϲημείων
καὶ ἄϲαρκα καὶ διὰ τοῦτο γλίϲχρα τε καὶ ὀλιγότροφα καὶ ὑπακτικὰ γαϲτρὸϲ πλὴν τῶν πτηνῶν διὰ τὴν πολλὴν ξηρότητα .
4715199 ἐμφορεισθαι
καὶ νοσερὸν τὸ νᾶμα , διὰ τὸν τοῦ πιεῖν ἵμερον ἐμφορεῖσθαι δέῃ , τότε ἀνάγκη γλυκυπίκρου πληρουμένους ἡδονῆς ἐν ἀβιώτῳ
ἡ ἐπίτασις τὴν ὀλίγην ἐνδείκνυται τροφὴν , ἔδει τούτους ἐᾷν ἐμφορεῖσθαι . μὴ γὰρ παρόντος τοῦ ὑποδεικνύντος τὴν ὀλίγην τροφὴν
4713014 πολυποδι
ἀρύσασθαι . κοτυληδονόφιν ταῖς κοτυληδόσιν , αἵπερ εἰσὶν αἱ τῷ πολύποδι ἕπουσαι . κρατευτάων . τῶν ἅπαξ εἰρημένων . ὁ
ὥσπερ οὖν ὁρμῆς τε ἅμα καὶ πτερῶν εἶχεν ἐμπηδᾷ τῷ πολύποδι , καὶ μέντοι καὶ δεῖπνον ἕξειν ἕτοιμον ἑαυτῷ τε
4699164 ἡδυν
ἀεὶ ὕπνου , ἡττώμενος δὲ ἐδωδῆς , ἐπαινῶν δὲ τὸν ἡδὺν βίον , πράττων δὲ οὐδὲν οὐδέποτε ἄνευ θεοῦ καὶ
δὲ ὁ Ἀκαδημαικὸς παρῄνει τοῖς ἐπὶ δεῖπνον πορευομένοις φροντίζειν ὅπως ἡδὺν πότον ποιῶνται μὴ μόνον εἰς τὸ παρόν , ἀλλὰ
4696814 ἀηττητον
ἅπαντας γὰρ ἠξίουν ἡττᾶσθαι τῆς ἀρετῆς τῆς ἐκείνου καὶ μηδὲν ἀήττητον εἶναι μηδὲ ἀνάλωτον , ὅπου Μιλτιάδης παρείη . εἶτ
νεμόμενος . Σὺ δὲ σῶσον Γνάθωνα τὸν σὸν καὶ τὸν ἀήττητον Ἔρωτα νίκησον . Εἰ δὲ μή , σὲ ἐπόμνυμι
4691598 παρηιδα
Αὖλιν , ἔνθ ' ὑπερτείνας πυρᾶς λευκὴν διήμης ' Ἰφιγόνης παρηίδα . κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος ἢ δῶμ '
κόμας σίδηρον ἐμβαλοῦς ' ἀπέθρισας χλωροῖς τε τέγγεις δάκρυσι σὴν παρηίδα κλαίουσα ; πότερον ἐννύχοις πεπεισμένη στένεις ὀνείροις ἢ φάτιν
4689445 θρηνουντα
ὄντων , καὶ προσόδων γιγνομένων τοῖς θεοῖς : μόνον εἶδες θρηνοῦντα τὸν πένητα , μόνον τὴν σὴν δωρεὰν ὀδυρόμενον .
. δαϊκτὴρ ] μεριστής . δαϊκτὴρ ] + διαμερίζων τὸν θρηνοῦντα . γόος ] θρῆνος . αὐτόστονος : ἐν ἑαυτῷ
4689304 συνηθη
ὑπάρχει . καὶ τούτου δὲ φέρει κατασκευήν , πῶς τὰ συνήθη γνώριμα ἡμῖν ὑπάρχουσι , φάσκων ὅτι ἡλίκην δὲ ἰσχὺν
τῇ δὲ ὑστεραίᾳ χειμῶνος πολλοῦ γενομένου μὴ δυνάμενος ἐπὶ τὴν συνήθη νομὴν αὐτὰς παραγαγεῖν ἔνδον ἐτημέλει , ταῖς μὲν ἰδίαις
4683891 καταυλουμενος
, ὧν ἕνεκεν ἀφικόμην : ἐγὼ δὲ ὁ χρυσοῦς πάννυχος καταυλούμενος εἰς ἡμέραν ἐκάθευδον . ἀλλ ' ἄπιθι , ὦ
τοῦ περὶ τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος , θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις
4683685 κρεισσονα
ἐκ παντὸς τρόπου , τὰ δ ' ἡμέτερ ' αὐτῶν κρείσσονα , γιγνώσκοντες ὅτι τὸ φύσει πολέμιον τῷ μὴ δύνασθαι
τε καὶ τοὺς αἰγιαλούς : ὁ δ ' ἐκλεξάμενος τὸν κρείσσονα τῶν ἀποκεκλεισμένων ἄδην κατεσθίει : πάντων οὖν φευγόντων ἐκ
4683573 πολυτελη
καὶ βασιλεῖς βάρβαροι φιλοτίμως πέμπουσι τῷ θεῷ ἑκάστου τοῦ ἔτους πολυτελῆ ἀναθήματα . ἄγαλμα μὲν οὖν , ὥσπερ παρ '
ἄνευ Μάνους οὐ δυνήσεται θαρρεῖν . ὅταν δὲ ποιήσας ἀλαζόνα πολυτελῆ δεισιδαίμονα δο - ξοκόπον ἄπληστον χρήματα πολλὰ διδῷς ,
4682623 διαφανη
γῇ δὲ ὄνυχα , χαλβάνην δὲ ἀέρι , τὸν δὲ διαφανῆ λιβανωτὸν πυρὶ ἀπεικάζει : στακτὴ μὲν γὰρ παρὰ τὰς
* . τίς οὖν τὰς πολυτελεῖς ἁλουργίδας , τίς τὰ διαφανῆ καὶ λεπτὰ θέριστρα , τίς τὰς ἀραχνοϋφεῖς ἀμπεχόνας ,
4680614 θαυμαστοτερα
καὶ πάνυ τεθρύλληται . καὶ μυρία ἕτερα τούτων θειότερα καὶ θαυμαστότερα περὶ τἀνδρὸς ὁμαλῶς καὶ συμφώνως ἱστορεῖται , προρρήσεις τε
πάθους , καὶ πρὸς τούτοις ἕτερα μυρία καὶ τούτων ἔτι θαυμαστότερα , διὰ δὲ χρόνου πλῆθος τὰ μὲν αὐτῶν ἀπέσβηκε
4666810 Λεσβιου
ἐν αὐτῇ καρποί , καὶ κρῆναι γῆς ἔγγονοι , παντὸς Λεσβίου καὶ Χίου πώματος δαψιλέστεραι : καὶ φίλος ἦν καὶ
φιλοσόφων ἐπιφέρει : ἐξὸν γυναῖκ ' ἔχοντα κατακεῖσθαι καλὴν καὶ Λεσβίου χυτρῖδε λαμβάνειν δύο : ὁ φρόνιμος οὗτός ἐστι ,
4664804 χειρω
, πάλαι δέδεικται : ἢ οὐκ ἦν ἐναργὲς ὅτι τὰ χείρω τῶν κρειττόνων ἕνεκεν , τὰ δὲ κρείττω ἀλλήλων ;
ὀψώνει τρίγλην κοὐ χείρονα λήψῃ ταύτης : ἐν δὲ Τέῳ χείρω , κεδνὴ δὲ καὶ αὐτή : ἐν δ '
4663367 κρεασι
, τούτους ἐπαινοῦσι καὶ θεοφιλεῖς ἡγοῦνται . τροφαῖς δὲ χρῶνται κρέασι παντοδαποῖς καὶ δαψιλέσι καὶ οἰνομέλιτος πόματι , χορηγούσης τῆς
μαλθακοῖσι καὶ ὑποχωρητικοῖσι , καὶ θαλασσίοισι μᾶλλον ἢ κρέασι , κρέασι δὲ ὀρνιθείοισι καὶ μηλείοισιν ἑφθοῖσι , καὶ τεῦτλα καὶ
4663128 ὀνησιν
, ἀπάρχεσθαι , τὰ ἠρία ἐπιτελεῖν . . . . ὄνησιν ] ἤγουν τὸ εὖ πάσχειν παρὰ τῶν παίδων .
τῇ ὑγιείᾳ τὰ τῆς ψυχῆς ἀγαθὰ καὶ τὴν τῶν ὄντων ὄνησιν . πῶς οὖν οὐ τοῦτον ἀνακηρύττειν χρὴ ἐν πανηγύρεσί
4662242 εὐωδιαν
δὲ τὸ ὄρος , ἀγέλας ἐσφαγμένας , αἵματος ῥύακας , εὐωδίαν εἰς αὐτὸν ἀνατρέχουσαν αἰθέρα . εὐξάσθων ὅμοια καὶ παρὰ
οὔτε γὰρ πυροῖ τὴν γεῦϲιν τὸ ἑλένιον , οὔτε τὴν εὐωδίαν εὔτονον καὶ πληκτικὴν παρέχει . Κρόκοϲ κάλλιϲτόϲ ἐϲτιν ὁ
4660213 εὐψυχιαν
ἐπακολουθεῖ , τοῦ μὲν κατηγόρου λέγοντος , ὅτι δεῖ τὴν εὐψυχίαν ἑτέρῳ δείκνυσθαι τρόπῳ καὶ μὴ δι ' ὃν παραβήσῃ
, οὕτω καὶ λόγος εὔκαιρος εἰς τὰ σπλάγχνα κολληθεὶς φίλων εὐψυχίαν παρέσχε τῷ λυπουμένῳ . Θεὸν νόμιζε καὶ σέβου ,
4660167 μαραθρα
ὠφελοῦντα . νοσήσας γὰρ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ ὄφις ἐπὶ τὰ μάραθρα τρίβει , καὶ ἡ ἄρκτος πυρέξασα τοὺς μύρμηκας ἐσθίει
βολβοὺς τοὺς ἐρυθῶντας τοὺς μικροὺς ἅμα ἁλσὶ καὶ ἐλαίῳ ἢ μάραθρα πεφρυγμένα ἅμα ταρίχῳ ἢ σκίλλης βραχὺ μεμαρασμένης . Ἀρρυτίδωτον
4659218 ἀγλαϊαν
εὑρόντος ἔργον . πολλὰ οὖν εὗρον οἱ Κορίνθιοι . νικαφόρον ἀγλαΐαν : τὴν ἐκ τῆς νίκης ἡδονήν . ὑπερελθόντων :
ἔστιν ἄρα καὶ πενομένῃ παρθένῳ λαμπρὰν ἐπάγεσθαι προῖκα , σώματος ἀγλαΐαν , ἦθος χρηστόν , καλὴν οἰκουρίαν . Ἀπόδοτε τοίνυν
4657577 θεαματα
, ἀλλὰ ἐκ τοῦ εὐθέος διαγωνιζόμενοι . καὶ ἔστιν τὰ θεάματα , ἐμοὶ δοκεῖν , οὐδέν τι ἐκείνοις παραπλήσια ,
, ὦ Σώκρατες , καλῶς τε λέγεις καὶ ἐγὼ εἰσάξω θεάματα ἐφ ' οἷς ὑμεῖς εὐφρανεῖσθε . Ὁ μὲν δὴ

Back