νωθείᾳ πληγὰς ἔχει . Ἐπεὶ καὶ τὰ νεκρὰ τῶν σωμάτων ἀηδέστερα προσπεσεῖν , καὶ τὸ σφόδρα τῆς πληγῆς καὶ τὸ
, καὶ διαμάχεσθαι λέγοντα τὰ βέλτιστα , εἴτε ἡδίω εἴτε ἀηδέστερα ἔσται τοῖς ἀκούουσιν . ἀλλ ' οὐ πώποτε σὺ
6335078 λυπηρα
ὁ Φειδιππίδης τῷ Στρεψιάδῃ , ὅσα μέλλει ποιῆσαι εἰς αὐτὸν λυπηρά : διὰ τοῦτο γὰρ καὶ τὸ “ ἀχθέσῃ ”
μάτην αἰνουμένης τὸ μὲν πρόσωπον ἡδύ , τἀν δόμοισι δὲ λυπηρά : τίς γὰρ μακάριος , τίς εὐτυχής , ὅστις
6103896 χειρω
, πάλαι δέδεικται : ἢ οὐκ ἦν ἐναργὲς ὅτι τὰ χείρω τῶν κρειττόνων ἕνεκεν , τὰ δὲ κρείττω ἀλλήλων ;
ὀψώνει τρίγλην κοὐ χείρονα λήψῃ ταύτης : ἐν δὲ Τέῳ χείρω , κεδνὴ δὲ καὶ αὐτή : ἐν δ '
6003939 ἡδεα
: διὰ τοῦτο καὶ αὐτὰ ἡδέα γίνεται : φύσει δὲ ἡδέα φησὶν ἃ ποιεῖ πρᾶξιν τῆς τοιᾶσδε φύσεως . πρᾶξιν
μάλιστ ' ἂν δηλώσειεν ὅτι ἐπιφανέστατα ὧν ἴσμεν τὰ μὲν ἡδέα καλὰ νομίζουσι , τὰ δὲ ξυμφέροντα δίκαια . καίτοι
5742347 διαχωρησιν
τὸ κῶλον ἔντερον : ἐντεῦθεν δ ' ἤδη πρὸς τὴν διαχώρησιν εὐπετέστερον περαιοῦται . πάλιν οὖν τὰ μὲν τῇ φύσει
ἐλαίου καὶ γάρου καὶ οἴνου τῷ γενομένῳ ζωμῷ χρῶνται πρὸς διαχώρησιν . γάλα τὸ μὲν ὑγρότερον ὑπάγει μᾶλλον , τὸ
5676853 ἀσθενη
αὐχμηρὰν ἢ καταπίμελον καὶ σαρκώδη ἢ ἄσαρκον καὶ λεπτὴν καὶ ἀσθενῆ ἢ στενὴν καὶ σμικράν , ἢ παρὰ τὸ τὰ
, πατέρων μὲν Μυκηναίων ἄπο γεγῶσιν , ὡς ἀσθενεῖ δοὺς ἀσθενῆ λάβοι φόβον . εἰ γάρ νιν ἔσχεν ἀξίωμ '
5651048 προσπιπτοντα
ἐν τῷ σώματι . “ καὶ παρὰ τὰ ἔξωθεν δὲ προσπίπτοντα καὶ προσφερόμενα καὶ ποιούμενα καὶ τὰ ἐκ τοῦ σώματος
αὐτέου , καὶ τὰ σιτία ἃ πρόσθεν ἐβεβρώκει πνίγει αὐτὸν προσπίπτοντα καὶ καίει καὶ στρέφει τὴν κοιλίην . Ταῦτα μὲν
5500553 βαρυτερα
φόρου ὁ τῶν δύο δούλων ἀριθμός . Ὁ δὲ τὰ βαρύτερα δῶρα πέμπων οὐχ ἧττον λυπεῖ τοῦ βαρεῖαν πέμποντος ἐπὶ
φιλάνθρωπα , τὰ δ ' ἀπὸ τοῦ δήμου πᾶν τοὐναντίον βαρύτερα καὶ ἀπηνῆ . στοχάσαιτο δ ' ἄν τις τὴν
5464718 πεψιν
μέν ἐξαγγέλλειν τῶν χυμῶν , ῥώμης δὲ καὶ χρόνου εἰς πέψιν δεῖσθαι καὶ τύχης ἀγαθῆς οἶμα , ὥστε καὶ στενοχωρίαν
καὶ σκληροσάρκων . σκευασία δὲ τούτων τῶν εἰρημένων ἰχθύων εἰς πέψιν ἐστὶ καλλίστη ἡ διὰ τοῦ λευκοῦ ζωμοῦ : γίνεται
5397935 παχυτερα
γεγονότι τεταρταίῳ , ἐξέρυθρα ἂν καὶ σανδαραχώδη οὖρα φανείη , παχύτερα μὲν τοῦ συμμέτρου τυγχάνοντα , μετρίας δὲ καὶ ἀνωμάλους
ξανθὰ ὑπάρχει καὶ κατάκορα , τὰ δὲ φλεγματώδη βραδυπορώτερα καὶ παχύτερα καὶ λευκὰ καὶ ὑπόψυχρα καὶ ναρκώδη εἰσίν . Ὅταν
5359321 ἰσχυρα
αὐτοῦ μέτρου τὸ κῶλον . καττύματα δέ ἐστι δέρματά τινα ἰσχυρὰ καὶ σκληρά , ἅπερ τοῖς σανδαλίοις καὶ τοῖς ἄλλοις
ἐξ ὧν ἁπάντων καὶ ἡ δύναμις ἤτοι γε ἀσθενὴς ἢ ἰσχυρὰ γίνεται . τὰ δ ' ἐξαιρόμενα τῶν οἰδημάτων διὰ
5331529 γευσιν
μεγέθη : ἐκφέρει δὲ καὶ καρποὺς παντοίους , τὴν μὲν γεῦσιν ἔχοντας νωθράν , ἀγνοουμένους δὲ παρ ' ἡμῖν .
συμβέβηκε τῇ ἐπιθυμίᾳ συνελθεῖν τῇ μερικῇ δόξῃ καὶ καταναγκάσαι τὴν γεῦσιν γεύσασθαι τοῦδε τοῦ γλυκέος , τούτου χάριν εἰσὶν ἐναντία
5231450 διαχειν
ναρκοῦν τὴν αἴϲθηϲιν , ὡϲ ὁ κροκώδηϲ , ἢ τῷ διαχεῖν , ὡϲ οἱ διὰ τῶν ἀρωμάτων , οἱ δὲ
χαλαστικοῖς καὶ διαφορητικοῖς : οὕτω γὰρ ἄν τις δυνηθείη ποτὲ διαχεῖν τὴν ὕλην : ἄλλοτε δὲ λεπτύνων καὶ ἀμύττων τὰ
5208130 μειω
. Ἔστι δ ' ὅτε φέρεται καὶ οἷον στίγματα ἐλαίου μείω τε καὶ πλείω καὶ λεπτότερα καὶ παχύτερα , ὥσπερ
τόπον Τροίας ἐπελθὼν οὐκ ἐλάσσονι σθένει , οὐδ ' ἔργα μείω χειρὸς ἀρκέσας ἐμῆς , ἄτιμος Ἀργείοισιν ὧδ ' ἀπόλλυμαι
5204039 ἰσχυροτερα
τῶν θεῶν συμμαχίαν : δεῖ γὰρ τοῖς ἰσχυροῖς τῶν ἀντιπάλων ἰσχυρότερα τὰ παρ ' ἡμῶν ἀντιτιθέναι . φήσας δὲ ἐν
πολεμίων ἐπικειμένων τοῖς τείχεσι καὶ τοσούτῳ ἐπὶ τὰ τῆς πόλεως ἰσχυρότερα , ὅσῳ καὶ τὰ παρυφιστάμενα πρὸς τὸν πυθμένα χωρεῖ
5184373 ξηροτερα
δέοντος καὶ διὰ τοῦτο οὐ γίνεται σύλληψις , δίαιτα μὲν ξηροτέρα ἁρμόζει καὶ πυρίαι ξηραί , φάρμακά τε πρόσθετα στύφοντα
ἐκλεκτέον δὲ λευκὴν καὶ ἁπαλὴν τὴν ἐντεριώνην : ἡ γὰρ ξηροτέρα καὶ ἡ μελανίζουϲα φαύλη . κοπτέϲθω δὲ καὶ λεαινέϲθω
5111157 κουφοτητα
γάρ , οἶμαι , καὶ τὴν ἐν τῷ πολεμεῖν αὐτοῦ κουφότητα καὶ εὐρυθμίαν , ἣν ἐξ ὀρχήσεως ἐκέκτητο . φησὶν
παρεχόμενον καὶ τὴν χροιὰν μάλιστα ἐξηλλαγμένον . τὴν μὲν γὰρ κουφότητα τῷ τε σταθμῷ τεκμαίροιτο ἄν τις , καὶ πρὸς
5107229 περιττολογιαν
λάλον οὔτε τὸ κομψὸν θεατρικόν . ὅταν δὲ εἰς τὴν περιττολογίαν καὶ τὸ καλλιεπεῖν , ὃ πολλάκις εἴωθε ποιεῖν ,
ταῦτα τἀναγκαῖα συνάγηται . οὐ γὰρ ὥσπερ τὴν ἐξαλλαγὴν καὶ περιττολογίαν καὶ πάντας τοὺς ἐπιθέτους ἐκδύεται κόσμους , οὕτως καὶ
5074933 θερμοτητα
τὸ ἐπίπλασμα τοῦτό ἐστι φάρμακον ἀγαθόν . Ὀδυνωμένης κεφαλῆς διὰ θερμότητα , τὰ φύλλα τῆς θρίδακος συγκοπέντα καὶ τῷ μετώπῳ
νῦν μὲν συνῆλθον εἰς τὸ αὐτὸ καὶ παρέσχον ὑπὸ πλήθους θερμότητα καὶ πύρωσιν τῷ σώματι , νῦν δ ' ἐκπεσοῦσαι
5074425 παχυμερη
ἀλλοιοῦν ἀθρόως ὡς τὰ σφοδρὰ μήτε μόλις διεξέρχεσθαι καθάπερ τὰ παχυμερῆ λανθάνουσαν ἔχει τὴν ἐνέργειαν , εἴ γε καὶ τῶν
τὴν ὕλην , καὶ τονοῦν ἤδη τὰ κεχαλασμένα πέφυκε , παχυμερῆ τε ὄντα ἤδη καὶ ψύχοντα καὶ ξηραίνοντα . Ἐπιταθείσης
5067652 ὑγροτης
κατὰ μέρος δὲ αἰτίων διάγνωσις παρίστησι τὴν ἐνοχλοῦσαν δυσκρασίαν . ὑγρότης δὲ ἢ ξηρότης κατ ' αὐτὰς , βραχύ τι
ἐξαιρεθῇ , συρρεῖ γὰρ εἰς τὸ ἕλκωμα τοῦτο πλείων ἡ ὑγρότης , ἐν δὲ τῇ ἐλάτῃ καὶ τῇ πίτυϊ ὅταν
5058529 χρωματα
τῇ κεφαλῇ , καὶ μᾶλλον , ὅσῳ λευκὰ τυγχάνουσι τὰ χρώματα . Κἂν μὲν οὖν λευκὰ τὰ οὖρα τότε εἴη
γίνεσθαι . Μεταβάλλει δ ' ὁ χαμαιλέων εἰς πάντα τὰ χρώματα , πλὴν τὴν εἰς τὸ λευκὸν καὶ τὸ ἐρυθρὸν
5044387 γλισχρα
τοιοῦτοι : καὶ ἡ σεμίδαλις δὲ καὶ ὁ χόνδρος ἱκανῶς γλίσχρα . τένοντες καὶ ἀπονευρώσεις καὶ τὰ περὶ τὰ χείλη
ὕλην μήτε λεπτὴν καὶ ὑδατώδη : τὰ γὰρ παχέα καὶ γλίσχρα ἔχουσι τὸ ἐχέκολλον καὶ δυσαπόσπαστον καὶ οὐκ ἀνάγονται :
5040992 ἰσχυν
μήτε πλύνεσθαι , εἰ ἤθελεν : καίτοι καὶ τὸ ὀλιγάκις ἰσχὺν εἶχεν . κἂν θερμῷ μὴ θέλῃς , ψυχρῷ .
τὸ πεπρωμένον : οἱ δὲ ὁπότε αἴσθοιντο οἱ τραυματίαι τὴν ἰσχὺν σφᾶς ὑπολείπουσαν καὶ τὸ πνεῦμα οὐ παραμένον , διεκελεύοντο
5038935 μαλακα
ἔχων ὀρθὰς ὥσπερ ὀξυάκανθος : φύλλα ἐπιμήκη , ὑπολίπαρα , μαλακά . ἔστι καὶ ἑτέρα παρ ' αὐτὴν λευκοτέρα .
εἰρημένων ἁπάντων τὰ μὲν ἧττόν ἐστι , τὰ δὲ μᾶλλον μαλακά , σκληρὸν δ ' ὁμοίως τούτοις οὐδέν : ἀλλά
5032191 ἐκπληξιν
εἰς αἰδῶ , εἰς αἰσχύνην , εἰς κατάπληξιν , εἰς ἔκπληξιν , καὶ εἰς ἀγωνίαν . . ΚΑΤΑΔΥΜΕΝΑΙ . Δύμεναι
ὅτι ἐρυθριῴη , φαίνεσθαι δέ τινα καὶ περὶ τοὺς λοιποὺς ἔκπληξιν ἐφ ' οἷς ἐρρωμένως τε καὶ ξὺν εὐροίᾳ διαλεγομένου
5031937 αἰσθησιν
: ὑπὸ δὲ ἑνὸς ἀνδρὸς ἀποθνῄσκων οὔτε ἀνέκραγεν οὔτ ' αἴσθησιν οὐδεμίαν ἐποίησεν οὔτε τοῖς ἐν τῇ γῇ οὔτε τοῖς
τὴν τῆς τρίτης ἐξαίρεσιν , τοῦτ ' ἦν τὸ τὴν αἴσθησιν αὐτῶν ἐπάγον ἐπὶ τὸ διαβιβάζειν τὸ μέλος ἐπὶ τὴν
5031091 ὑδατωδη
οὐδαμόθεν κατὰ τοὺϲ πόρουϲ ἰϲχόμενον , οἶνον δὲ διδόναι τὸν ὑδατώδη καὶ ὄψει καὶ δυνάμει . δεῖ δὲ κατὰ τὴν
προηγούμενα αὐτοῦ καὶ τὰ μέσα εὔκρατα , τὰ δὲ ἑπόμενα ὑδατώδη , τὰ δὲ βόρεια πνευματώδη , τὰ δὲ νότια
5026953 σκληρα
καὶ πρὸς τὰ δύσπεπτα καὶ δυσμετάβλητα τῶν ὄγκων , καὶ σκληρὰ καὶ πελιδνὰ διαπυΐσκει διὰ ταχέων , τὰς δὲ χοιράδας
ἑκάστοτε ἐν τοῖς συρίχοις πωλοῦντας ; οἳ κάτωθε μέν τὰ σκληρὰ καὶ μοχθηρὰ τῶν σύκων ἀεί τιθέασιν , ἐπιπολῆς δὲ
5013276 θερμαινειν
καὶ εὐωδίαις καὶ τῷ μετρίως μὲν ψυχραίνειν , μετρίως δὲ θερμαίνειν προὔχει τῶν ἄλλων . τὰ δὲ πρὸς τὰς ἄρκτους
ἐλεήσας ἀνείλατο καὶ βα - λὼν εἰς τὸν ἑαυτοῦ κόλπον θερμαίνειν ἐπειρᾶτο . ὁ δὲ μέχρι μὲν ὑπὸ τοῦ ψύχους
4992285 κρεισσονα
ἐκ παντὸς τρόπου , τὰ δ ' ἡμέτερ ' αὐτῶν κρείσσονα , γιγνώσκοντες ὅτι τὸ φύσει πολέμιον τῷ μὴ δύνασθαι
τε καὶ τοὺς αἰγιαλούς : ὁ δ ' ἐκλεξάμενος τὸν κρείσσονα τῶν ἀποκεκλεισμένων ἄδην κατεσθίει : πάντων οὖν φευγόντων ἐκ
4984956 ἐνδεεστερα
, οὐδὲ ἧσσον λυμαίνεται τὸν ἄνθρωπον , ἢν ἐλάσσονα καὶ ἐνδεέστερα τῶν ἱκανῶν προσφέρηται : τὸ γὰρ τοῦ λιμοῦ μέρος
μήτε πλείω τῶν δεόντων μήτε ἀκρητέστερα προσφερόμενοι , μηδ ' ἐνδεέστερα . Εὖ δὲ χρὴ τοῦτο εἰδέναι , ὅτι τισὶ
4976216 κοιλιαν
ἀσπάραγοι κατὰ τὴν πρώτην ἐκβλάστησιν ἑφθοὶ ἐσθιόμενοι οὖρά τε καὶ κοιλίαν κινοῦσιν . δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα καὶ ἡ
ὑμῶν . Μηδείς με ἐνταφιάσῃ πολυτελῇ ἐσθῆτι , ἢ τὴν κοιλίαν μου ἀναρήξει , ὅτι ταῦτα μέλλουσι ποιεῖν οἱ βασιλεύοντες
4973890 ὑγροτητα
. κοιμώμενος . ποταπόν ; εὔχυτον , * * ἢ ὑγρότητά τινα ἐμφαῖνον ἔχειν . χαλᾷ , * * ἢ
οἴδημα τὸ χρονιώτερον οὐ λύει , ἐπειδὴ τῷ χρόνῳ προσλαμβάνει ὑγρότητά τινα . ἀλλὰ δεῖ αὐτό , ὡς εἴρηται ,
4970875 λυπην
ὁ ἐγκρατὴς καὶ ἀκρατής , ἤτοι περὶ πᾶσαν ἡδονὴν καὶ λύπην καταγίνεται ὁ ἐγκρατὴς καὶ ὁ ἀκρατὴς ἢ περί τινας
ἐγράφομεν ἔπραττες , παρεμυθεῖτ ' ἂν τὴν ἀπ ' ἐκείνου λύπην ἡ ἐπὶ τῶν ἄλλων χάρις : νῦν δὲ καὶ
4959319 πεττομενων
πρόγνωσιν ἀρκέσειν δόξῃ , ὥστε ῥητέον γὰρ ἐντεῦθεν ῥᾳδίως μὲν πεττομένων τῶν οὔρων , διὰ βραχέος δὲ τοῦ χρόνου πρὸς
χωρεῖ : ἐπί γε μὴν τῶν ὠμῶν καὶ ἀπέπτων παρυφισταμένων πεττομένων μετεωρίζονται τὰ παρυφιστάμενα τοῦ πλείονος θερμοῦ , πλείονα μὲν
4956484 ἀσημοτερα
ἀκούειν Πλευταύρους καὶ Βαρδυήτας καὶ Ἀλλότριγας καὶ ἄλλα χείρω καὶ ἀσημότερα τούτων ὀνόματα . Τὸ δὲ δυσήμερον καὶ ἀγριῶδες οὐκ
Μαζαῖοι καὶ Δαισιτιᾶται , ὧν Βάτων ἡγεμών , καὶ ἄλλα ἀσημότερα μικρά , ἃ διατείνει μέχρι Δαλματίας σχεδὸν δέ τι
4940509 ἐκλυσιν
ἀγωνίαν ἰσχυρὰν , φθορᾶς ὑποκειμένης παραχρῆμα τῷ σφαλέντι διὰ τὴν ἔκλυσιν τὴν φυσικήν . Οἱ οὖν ἀπὸ τῆς τούτων θήρας
' ἐπίτασιν αἰσθήσεως γιγνομένου , τοῦ δὲ ὕπνου κατ ' ἔκλυσιν ; πῖαρ : τὸ λιπαρώτατον καὶ νοστιμώτατον . καὶ
4939887 ἡδιω
, ὁπόσα ὁ Τίγρις κηπεύει . „ ” ἀλλ ' ἡδίω ” εἶπεν ὁ Ἀπολλώνιος „ τὰ ἄγρια καὶ αὐτόματα
θᾶττον χρὴ θερίζειν τὰ ὄσπρια , εὐεψητότερα γάρ , καὶ ἡδίω ἔσται . οὐ δεῖ οὖν περιμένειν , ἕως ἂν
4934053 στυψιν
χυλὸς αὐτῶν , ὃν βουλόμεθα διαμένειν ἐπὶ πλεῖον διὰ τὴν στύψιν αὐτοῦ . καὶ αὐτῆς δὲ τῆς σπάθης ἀποκόπτειν χρὴ
ἑκάστης ἡμέρας : ἔστω δὲ τὸ ἔλαιον γλυκύτατον , μηδεμίαν στύψιν ἔχον : ἐναφεψῶ δ ' ἐνίοτε τῷ ἐλαίῳ καὶ
4916127 πικρα
κερατίτιδος μήκωνος , λιπαρώτερα δὲ καὶ χαμαίζηλα , βαρύοσμα , πικρὰ ἐν τῇ γεύσει : χυλὸν δ ' ἔχει πολύν
ἁπλῶς , ὃ ἁρμόττει τοῖς νοσοῦσιν : ὁμοίως δὲ καὶ πικρὰ καὶ γλυκέα καὶ θερμὰ καὶ βαρέα τὰ μέν ἐστιν
4907917 χολωδη
τμητικῆϲ δυνάμεωϲ ὑπάρχει τὸ ἀπόμελι καὶ κατὰ κοιλίαν ἄγει τὰ χολώδη καὶ πρὸϲ οὔρηϲιν δὲ ϲυντελεῖ . παραϲκευαϲτικὸν δὲ γίγνεται
γινόμενος , εἰ μὲν ἔτι κρατοῦντα τε καὶ πλεονεκτοῦντα τὸν χολώδη χυμὸν ἴσχῃ , τοῦ ἀκριβοῦς τριταίου γνωρίσματα ἐπιδηλότερά πως
4903513 περιττωματα
τὸ τὸ πλημμεληθὲν ἀναπληρῶσαι , καὶ διὰ τὸ πολλὰ λιγνυώδη περιττώματα γεννᾶσθαι ἐπ ' αὐτῶν καὶ χρεία ἐστὶν ἐξαγωγῆς ,
ἢ ὀδύνην περὶ ταῦτα τὰ μέρη γιγνομένην , ἀνατρέχει τὰ περιττώματα . Ἐπὶ δὲ τῶν ἀνακομιζομένων ἐκ νόσου ἐπέχεται ἡ
4903060 ἀλλοτρια
, . . , . ἀλλοτριόγνωμος : σημαίνει ὁ τὰ ἀλλότρια ἐν γνώμῃ ἔχων , καὶ μὴ τὰ ἑαυτοῦ .
: Οὐκ ἔστι παρ ' Αἰγυπτίοις πρὸ ἀποδείξεως ἀφαιρεῖσθαι τὰ ἀλλότρια . Ταῦτα εἶπε περὶ τοῦ μεταβόλου , καὶ περὶ
4891094 ἀμυδρα
Ἄρχιππος καὶ ὅσοι ἀποδημοῦντες ἐτύγχανον ὀλίγα διέσωσαν ζώπυρα τῆς φιλοσοφίας ἀμυδρά τε καὶ δυσθήρατα . . τὸ δὲ φερόμενον ὡς
ἔχουσα τῷ αὐτῶν εἶναι , ὡς ζωῆς ἡ μέν τις ἀμυδρά , ἡ δὲ ἐναργεστέρα , καὶ εἰκόνων ἡ μέν
4888612 λεπτοτερα
λόγον τυγχάνοντα , ὅπου γε καὶ αὐτὰ τὰ χύματα τότε λεπτότερα τοῦ δέοντος προΐεται . Ἐπεί γε μὲν ταῖς ἐνδείαις
γνώμης , οἱ ἐξ ἀπάτης , οἱ ὁρικοὶ καὶ ἕτερα λεπτότερα τούτων μετὰ τὴν τούτων διαίρεσιν ἐροῦμεν , ἐκεῖνα γὰρ
4876840 παρασκευαζει
διαφθορὰν χυμῶν ἐκεῖθεν ἀποκρίνεσθαι , διουρητικὰ δὲ φάρμακα πλείω χωρεῖν παρασκευάζει τὰ οὖρα τῇ τε φυσικῇ λεπτομερείᾳ καὶ τῇ θερμότητι
εἰς ἐπίῤῥωσιν : διαφέρει οὖν , ὅτι τὸ μὲν πάθος παρασκευάζει , ὁ δὲ ἐπίλογος αὔξει , ὁ δὲ φεύγων
4861867 κουφοτερα
λίθου καταφορᾷ διαφθείρει τὴν πορφύραν αὐτοῖς ὀστράκοις . ἐὰν δὲ κουφοτέρα ἡ πληγὴ γένηται , καταλειφθῇ δὲ τὸ ζῷον ἔτι
ἂν πλείων ᾖ , τοσούτῳ καὶ μείζων καὶ καλλίων καὶ κουφοτέρα φέρειν γίγνεται , πολλάκις δὲ καὶ τοὺς φέροντας αὐτὴν
4856059 πομαϲιν
ἀγωγῇ ἔν τε τοῖϲ ἄλλοιϲ κἀν τῇ τροφῇ καὶ τοῖϲ πόμαϲιν . εἰ δέ που κάροϲ ἐπὶ τῇ μωρώϲει ἢ
, τὰ δὲ οὖρα προτρέπειν ϲελίνου τε καὶ ἀνήθου τοῖϲ πόμαϲιν ἐναποβρέχοντα , καί , ἤν ϲοι ϲημεῖα πέψεωϲ φαίνηται
4848558 ἀπωθειται
ἀπερισπάστως ἐπαινεῖ τὸν οἶνον , ὁ δὲ μετὰ ἄσθματος ἥκων ἀπωθεῖται : καὶ ἡ μὲν ἀξιοῖ σπείσαντα πιεῖν , ὁ
ἱκέτιδας , τὸν δὲ ἐπισεισθέντα τῶν παθῶν Αἰγύπτιον σκηπτὸν ῥᾳδίως ἀπωθεῖται . Τῷ δὲ μὴ δεχομένῳ μετάνοιαν Κάιν δι '
4847098 ὀδυνην
πεπληροφόρηκε , καὶ σιωπώντων ἡμῶν τὰ πράγματα παριστῶσα καὶ τὴν ὀδύνην τῶν ψυχῶν ταῖς μορφαῖς ἐξελέγχουσα . ἐξ οὗ δὴ
τοῦτο γάρ ἐστι τὸ εἰρημένον ὑπὸ Ἱπποκράτους , ἐς νεφρὸν ὀδύνην βαρεῖαν . ἑτέρου δέ ἐστι λόγου καὶ παραβέβληται .
4845681 ἐντιθεισα
σκληρυνομένας ἐν οἱῳδήποτε τόπῳ , μαλάσσουσα καὶ διαφοροῦσα καὶ τόνον ἐντιθεῖσα . Ἀλθαίας ῥίζης , φοινικοβαλάνων ἀνὰ λίτρας δύο ,
ἡ δὲ πλησμονὴ διατείνουσα καὶ ὀδυνῶσα καὶ ὁμοίαν φλεγμονῇ διάθεσιν ἐντιθεῖσα οὐκ εὔπορός ἐστιν . οὕτως γοῦν καὶ φλεβοτομηθεῖσα γυνὴ
4841030 θερμοτης
ἄλλο κατὰ συμβεβηκός : οὐσιώδης μὲν γὰρ ἡ τοῦ πυρὸς θερμότης , οὐσία δὲ οὐκ ἔστιν . πάλιν δὲ ἐνδέχεται
ὄντων τῶν ἔξωθεν . διὰ δὴ τοῦθ ' ἡ ξηρὰ θερμότης ἁρμόττει πρὸς τὰς τήξεις καὶ αὐτὴ λαμβάνουσά τινα συμμετρίαν
4837293 ἀμετρον
Περὶ τῆϲ ἐξ ὑϲτέραϲ λειποθυμίαϲ ρϚ Περὶ τῶν δι ' ἄμετρον κένωϲιν τῶν καταμηνίων λειποθυμίαϲ ρζ Πρὸϲ τοὺϲ δι '
Κεφ . κηʹ . Τὴν δὲ ῥύσιν ὁριζόμενοί φασιν εἶναι ἄμετρον ἀραίωσιν τῶν σωμάτων , καὶ ἀπόκρισιν τῶν ὑπομονῆς δεομένων
4830791 κηλουμενα
ἄκρατος καὶ ἄμαχος αὐτὰ ἡδονὴ τῆς μούσης περιλαμβάνει , καὶ κηλούμενα λήθην ἔχει καὶ ἐκγόνων καὶ οἰκιῶν . καίτοι φιλεῖ
, καὶ ξυνέρχεται τοῖς θηρίοις : τὰ δὲ τῇ ὀσμῇ κηλούμενα ἡδέως τούτῳ συνομιλεῖ : πρὸς δὲ καὶ ἠρέμα θέλγων
4829442 βαρυτητα
ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς , ἣν ὁπόταν μόγις διασεισαμένη διὰ τὴν βαρύτητα ἐμβλέψῃ , κτείνει τὸν ὑπ ' αὐτῆς θεωρηθέντα οὐ
πρὸς ὀξύτερον . ἐκ δὴ τούτων τὰ γινόμενα τὸ μὲν βαρύτητα , τὸ δὲ ὀξύτητα προσαγορεύομεν . γίνεται δ '
4820770 ἡδονη
καὶ ἡ κατ ' ἀρετὴν ἐνέργεια [ ᾗ ἕπεται ἡ ἡδονή , καὶ ἡ κατ ' ἀρετὴν ἐνέργεια ] παντὶ
, φησὶν , ἡδονὴ ψευδὴς , ἔσται τις ἡδονὴ οὐχ ἡδονή : ἢ μάλιστα μὲν οὐδὲν συμβήσεται τοιοῦτον : καὶ
4816457 ἐμβρυα
δυναμένου πρὸ τοῦ τόκου ῥαγῆναι . ” ἑωρᾶσθαι δέ φησιν ἔμβρυα προπεπτωκότα ἄνευ τοῦ τὸν ὑμένα ῥαγῆναι , τὰ δὲ
αἴτιον εἶναι λέγειν καὶ τοῦ ἠρεμεῖν ἐν ταῖς μήτραις τὰ ἔμβρυα τὸ πρῶτον . Καὶ τὸ ὅλον δὲ φίλυπνοι οἱ
4813022 χρηστα
θεοῦ μελάθροις εἶχον οἰκέτην βίον . τὰ τοῦ θεοῦ μὲν χρηστά , τοῦ δὲ δαίμονος βαρέα : χρόνον γὰρ ὅν
μόνον φασὶν ὅτι διὰ τῶν θεῶν πάνθ ' ἡμῖν τὰ χρηστά , ἀλλὰ καὶ διὰ τοὺς θεούς . εὑρήσεις δὲ
4806072 θερμοτερα
ὄντα παχυμερῆ καὶ σφοδρότερον ξηραίνοντα . Τὰ δέ γε ἁλυκὰ θερμότερα τῶν τε γλυκέων καὶ τῶν λιπαρῶν τυγχάνοντα μὴ πολλῷ
τὴν αὐτὴν δ ' αἰτίαν καὶ τῶν ἑψομένων τὰ παχύτερα θερμότερα καθάπερ τὸ γάλα καὶ ὅλως τὰ ῥοφήματα τοῦ ὕδατος
4804217 εὐπεπτα
οὐρητικός : τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ γλίσχρα , εὔπεπτα , τὰ δὲ σαρκώδη δύσπεπτα , βαρύτερα : ἁπαλώτερον
οὐρητικός . τὰ δὲ πρὸς τῇ κεφαλῇ αὐτοῦ , γλίσχρα εὔπεπτα , τὰ δὲ σαρκώδη δύσπεπτα , βαρύτερα : ἁπαλώτερον
4792370 ὀξυτερα
ἡ γῆ διόλου κυκλοτερής , ἀλλὰ κατά τι μέρος , ὀξυτέρα δὲ πρὸς ἑκατέραν ὁδόν , δυτικήν τε καὶ ἀνατολικήν
δύναται ὁ δυνάμενος δέξασθαι τὴν ἐπεισροὴν τῆς νοητῆς λαμπηδόνος : ὀξυτέρα μὲν γάρ ἐστιν εἰς τὸ καθικνεῖσθαι , ἀβλαβὴς δὲ
4788605 βλαβερα
τε περικόπτοντας καὶ μετατι - θέντας εἰς ὠφέλειαν τὰ δοκοῦντα βλαβερά , μάλιστα μὲν τῶν θείων ἀγαθῶν ἑαυτοὺς ἀξίους παρέχεσθαι
περὶ χρήσεως ἀφροδισίων ἐπιτηρεῖν , εἴτε ἀβλαβῆ αὐτοῖς ἐστιν εἴτε βλαβερά , πολλοὺς γὰρ ἱστορήσαμεν μεγάλως βλαπτομένους ἐπὶ τῇ τῶν
4788211 δριμεα
δυσωδίας μετέχον ἡδύ τε καὶ βραχεῖαν ἔχον γλυκύτητα πρὸς τὰ δριμέα καὶ δάκνοντα ῥεύματα συμφορώτατόν ἐστιν , οὐ μόνον ἀποπλῦνον
. σκόροδον , κρόμμυον , πράσον , ἀμπελόπρασον ἱκανῶς ἐστι δριμέα : ἑψηθέντα δὲ δὶς ἢ τρὶς ἀποτίθεται τὴν δριμύτητα
4779211 ἀνιαρα
αὖθις αὖ τὰ ἀνιαρὰ ὡσαύτως οὕτως οὐ καθ ' ὅσον ἀνιαρά , κακά ; Οὐκ οἶδα , ὦ Σώκρατες ,
ὦ βουλή , εἴθ ' ἡδέα ἐστὶν ἀκούειν εἴτ ' ἀνιαρά , μετὰ πάσης ἀληθείας καὶ παρρησίας εἴρηται , τοῖς
4763363 καθοσον
τε καὶ κόσμον , ἐκλελοιπότος δὲ τὸν οἰκεῖον τόπον , καθόσον ἂν ἀποσταίη τοῦτο τοῦ τῆς ἀμίδος πυθμένος ἐπὶ τὰ
φυλάττειν πρὸς ἀλλήλους ζητοῦσι , καὶ φίλοι εἰσὶν ἀλλήλοις καὶ καθόσον δὲ κοινωνοῦσι , κατὰ τοσοῦτον καὶ φιλοῦσιν ἀλλήλους καὶ
4762700 βελτιονα
ἀναδιδομένων ὁλκὴν ἰσχυροτέραν καὶ τὴν ἀλλοίωσιν ἑτοιμοτέραν καὶ τὴν θρέψιν βελτίονα καὶ χύσιν αὐτῶν τῶν σωμάτων , ἐφ ' ᾗ
δὲ μᾶλλον ἐδώδιμος τῶν ἄλλων : τὰ δὲ ἄλλα ζῶντα βελτίονα ἢ ἀναιρεθέντα . καὶ τὸ μὲν ὀπτὰ δοκεῖν ἐσθίειν
4745455 ἀκοην
διατιθεμένῳ τῷ πατρὶ ἡμῶν , ἀκούσας δὲ Φορμίωνος , μεμαρτύρηκεν ἀκοὴν τὰ ψευδῆ τε καὶ παρὰ τὸν νόμον . καὶ
κινεῖσθαι , κινουμένου δὲ μήτε τὴν ὄψιν ἀτρεμίζειν μήτε τὴν ἀκοὴν , ἀλλὰ ἄλλοτε ἀλλοῖα ὁρᾷν τε καὶ ἀκούειν ,
4743921 ὁρασιν
Δίων , Θέων δὲ περιῇ καὶ ὁρᾷ , ἤτοι τὴν ὅρασιν τοῦ ἐφθαρμένου Δίωνος ἄφθαρτον μένειν ἐροῦσιν , ὅπερ ἀπεμφαίνει
καὶ κατακρατεῖ καὶ κυριεύει : τό τε γὰρ κάλλος τὴν ὅρασιν ἐδουλώσατο ὅ τε ἡδὺς χυλὸς τὴν γεῦσιν καὶ τῶν
4743776 ἐπιτεινεσθαι
καὶ ἀναίσθητον : τῷ δὲ ἑβδόμῳ εἴσω μηνὶ , ἄρχεται ἐπιτείνεσθαι τὰ τοῦ κόπου καὶ τοῦ ῥίγους : διὸ καὶ
' ἀλόγως , ὑποστρέφουσιν οἱ σφυγμοὶ καταλαβούσης ψύξεως , καθὼς ἐπιτείνεσθαι ἤρξαντο . ἀλλὰ πρότερον μὲν βραδύτεροι γίνονται , εἶθ
4740541 ψυχειν
καὶ μὴ διαίταις μόναις ἐθέλῃ ὑπακούειν , καλὸν μὲν ὧδε ψύχειν καὶ ὑγραίνειν , καὶ τὸ διὰ τῶν ἴων ἢ
οὐ πινομένη μόνον , ἀλλὰ καὶ ἔξωθεν ἐπιτιθεμένη : καὶ ψύχειν δ ' ἱκανὴ καταπλασσομένη σὺν ἀλφίτοις . τὰ δὲ
4726360 ἐμποιουντα
λάζομαι ἐλαζόμην καὶ συναρχομένως λάζετο . Λαθικηδέα : τὸν λήθην ἐμποιοῦντα τοῖς παισὶ τῶν κακῶν ⌊ πάντων ⌋ . Λαισήια
καὶ Ἀλεξίκακον προσαγορεύουσιν , ὡς ἀποτρέποντα τῶν κακῶν καὶ ὑγίειαν ἐμποιοῦντα ταῖς ψυχαῖς καὶ σώμασιν , οὐ νόσον οὐδὲ μανίαν
4722949 ῥοπην
δὲ οὐδὲ ψῆφον ἠξίωσα διενεγκεῖν ὑπὲρ οὐδενὸς μόνος , μὴ ῥοπήν τινα δοκῇ τὸ τοιοῦτον παρέχειν καὶ μαρτυρίαν καὶ τῶν
, τῶν περὶ τὸν εὐδαίμονα συμβαινόντων ἀτυχημάτων τὰ μὲν βαρύτερα ῥοπήν τινα πρὸς ἀλλοίωσιν τῷ βίῳ παρέχεται , τὰ δ
4709360 ὀρεξιν
ὕδωρ ἐν σπογγιᾷ , συναγόντων τε καὶ ἐρεθιζόντων καὶ πρὸς ὄρεξιν ἐπεγειρόντων , τὸ πικρὸν δι ' ἀλόης φάρμακον προσενέγκωμεν
τῶν πυρεϲϲόντων εὐθὺϲ κατ ' ἀρχὰϲ ὀϲφραντοῖϲ πειρατέον ἀνακτᾶϲθαι τὴν ὄρεξιν , μάλιϲτα δι ' ἀλφίτων ὕδατι δεδευμένων ἢ ὀξυκράτῳ
4708564 βαρυτης
περιῄρητο τῆς τραγῳδίας πρὸς ἀνθρώπους ἀξυνέτους , ὄγκος τε καὶ βαρύτης λέξεων καὶ τὸ περὶ ταῦτα εἶδος καὶ ἡ τοῦ
ὧν τὸ τιμᾶσθαί σοι πάρεστιν . ἡ δὲ τοῦ μειρακίου βαρύτης καὶ ἡ πρὸς ἅπαντας ἡμᾶς ὑπερηφανία παραίτησιν ἢ συγγνώμην
4703726 ἰκμαδα
διὰ τὴν ζέσιν τῆς φλεγμονῆς τῆς ἐν ἥπατι ἐξαναλισκούσης τὴν ἰκμάδα τὴν ἐν γαστρί , καὶ ἐξ ἀναγκῆς ξηραίνεται ἡ
δύναιτο : παρέχει δὲ νοηθῆναι ὅτι , εἰ μὴ ἔχει ἰκμάδα κατὰ φύσιν τὸ φυτὸν , οὐ βλαστάνει τὴν ἀρχήν
4700800 ἀδυνατει
καὶ ὁ δειλὸς ὑποπέπτωκε τῷ ἀνδρείῳ : ἡ δὲ σωφροσύνη ἀδυνατεῖ κυκλώσασθαι | τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἡδονήν : χαλεπαὶ γὰρ
πολὺς ἄνθρωπος ἐνταῦθα κατὰ φύσιν μὲν ἐφίεται τοῦ ἀγαθοῦ , ἀδυνατεῖ δὲ διακρῖναι καὶ εὑρεῖν τὸ ὄντως ἀγαθὸν , οὕτω
4700472 ὑγροτερα
κολοκυνθίς , ἀτράφαξυ , ἀνδράχνη , σίκυος , καὶ ὅσα ὑγρότερα ἐστὶν ἐν τῇ διαίτῃ : οἶνος λευκὸς καὶ ὑδαρέστερος
καὶ ὁ ὑπὸ νότου ἀὴρ εὐτροφώτατος . Ἐπεὶ οὐδὲ τὰ ὑγρότερα τῇ φύσει πέττουσιν αἱ ὑπερβολαὶ τῶν χειμώνων , ἀλλὰ
4698479 ἀσθενεστερα
παραρρέοντος , Γάγγου καλουμένου , παρ ' ᾧ φύεται , ἀσθενεστέρα κατὰ δύναμιν οὖσα διὰ τὸ ἔφυδρον τῶν τόπων καὶ
, πρὸς τὰς τῶν ῥητορευόντων φύσεις μεταβαλλομένη , εὐπορωτέρα καὶ ἀσθενεστέρα γίνεται : διὸ καὶ , ὡς Πορφύριός φησι ,
4693732 κορον
. τρόποισι . ἤθεσι . ἅδην . ἅλις ἢ εἰς κόρον , ἱκανῶς , ἀρκούντως . Εἶεν κτλ . τάδε
ὑποθημοσύνῃ καὶ αὐτὸν ἐγκρατῆ ὄντα καὶ ἀποσχόμενον τοῦ ὑπὲρ τὸν κόρον τῶν τοιούτων ἅπτεσθαι , διὰ ταῦτα οὐ γενέσθαι ὗν
4689842 διψαν
τερπόμενον βάτραχον χαλκῶι μορφώσας τις ὁδοιπόρος εὖχος ἔθηκεν καύματος ἐχθροτάτην δίψαν ἀκεσσάμενος . πλαζομένωι γὰρ ἔδειξεν ὕδωρ εὔκαιρον ἀείσας κοιλάδος
, εἰπὲ οὕτως : ἐμὲ δὲ ἀκειόμενον καὶ θεραπεύοντα τὴν δίψαν τῶν ᾠδῶν ἀπαιτεῖ τις χρέος ἐγεῖραι πάλιν τὴν δόξαν
4683301 ψαμμωδει
ἡμᾶς δεχομένοις Ἀργείοις . ἀσώδει ] πηλώδει . ἀσώδει ] ψαμμώδει . τὴν γὰρ ψάμμον οὕτως φησὶν ὡς ὁ ποιητής
Φιλοκαλώτερον δὲ ἄν τις κοπρίσειεν , εἰ ἐν μὲν τῇ ψαμμώδει γῇ κόπρῳ χρήσαιτο προβατείᾳ ἢ αἰγείᾳ , εἴς τε
4680769 ξηροτης
δ ' ἐκ τεττάρων πέφυκεν . ἄλλη μὲν γὰρ ἐντόμων ξηρότης , τῇ τῶν ἐντέρων τῆς γῆς παραβαλλομένη , ἑτέρα
ὁμοίως δὲ καὶ μαλάχης , καὶ μάλιστα ἐφ ' ὧν ξηρότης ἐστίν : ἐφ ' ὧν δὲ καὶ δήξεις εἰσί
4680486 ἐξερυθρα
τοιαύτην τινὰ καυσώδη διάθεσιν ὑφ ' οἱουδήτινος ἐσχηκότων χυμοῦ , ἐξερυθρα ἂν καὶ αἱματώδη οὖρα καὶ οἰνωπὰ ὀφθείη κατὰ τὸ
τοιαύτην τινὰ καυσώδη διάθεσιν ὑφ ' οἱουδήτινος ἐσχηκότων χυμοῦ , ἐξερυθρα ἂν καὶ αἱματώδη οὖρα καὶ οἰνωπὰ ὀφθείη κατὰ τὸ
4679922 ἀνιατα
διαιροῦντος . ὅμως οὐκ ἔστιν ἄλυτα τὰ ἐγκλήματα οὐδ ' ἀνίατα τὰ ἁμαρτήματα , ἀλλ ' ἐνδέχεται λῦσαι ταῦτα καὶ
ῥαγοειδοῦϲ καὶ τοῦ κρυϲταλλοειδοῦϲ . ἔϲτι δὲ πάντα τὰ γλαυκώματα ἀνίατα , τὰ δὲ ὑποχύματα ἰᾶται οὐ πάντα . θεραπεύειν
4679893 καθαρα
μὲν εὐκρινείας αὗται . Λέξις δὲ εὐκρινής , ἥπερ καὶ καθαρά . Σχήματα μὴν εὐκρινείας τὸ κατ ' ἄθροισιν ὡρισμένον
χρή . Χαλβάνη ἐστὶ καλλίστη ἡ λιβανοειδής , χονδρώδης καὶ καθαρά , ἄξυλος , ἔχουσα δέ τι καὶ τοῦ σπέρματος
4677446 ἁφην
ἡ δ ' ἀπορρέουσα τῆς πίττης ψυχρὰ γίνεται κατὰ τὴν ἁφήν . καίεται δὲ μάλιστα δύο ἡμέρας καὶ νύκτας :
, μύρον ὁκοῖον ἂν ἔῃ προϲηνέϲ , ἠδὲ ἄδηκτον τὴν ἁφήν , νάρδον ἢ βάκχαρι τὸ Αἰγύπτιον ἢ τὸ διὰ
4676468 γαϲτερα
βραδύπορα ϲξγ Ὅϲα εὔφθαρτα ϲξδ Ὅϲα δύϲφθαρτα ϲξε Ὅϲα ὑπάγει γαϲτέρα ϲξϚ Ὅϲα ἐπέχει γαϲτέρα ϲξζ Ὅϲα θερμαίνει ϲξη Ὅϲα
μέντοι καὶ γάλα ἰητήριον καὶ θρέψαι καὶ ἀλεῆναι καὶ ὑγρῆναι γαϲτέρα καὶ κύϲτιν πρηῧναι . ἀτὰρ ἠδὲ κατόχοιϲι τωὐτὰ ξύμφορα
4671103 ἀμεινω
τὰ ] ἑαυτῶν καὶ δυσπεπτότερα , πρὸς δὲ τὰς οὐρήσεις ἀμείνω . τὰ δὲ διὰ τοῦ μέλιτος πέμματα καὶ δυσώδη
, ὡς διαγέγραπται . Τὰ δὲ παύοντα ὀδύνην , πάντων ἀμείνω ἀναπτυόμενα . Ὁκόσα δὲ τῶν ἀλγημάτων ἐκ τουτέων τῶν
4661910 ψυχοντα
δύναμιν προσάγουσι , τὰ δὲ ἐντὸς διδόμενα στύφοντα μᾶλλον καὶ ψύχοντα τὰς διαθέσεις ; τοιαύτας γὰρ καὶ τὰς τροφὰς εἰώθασιν
μάλιϲτα τὰϲ ὑπὸ τῆϲ γλώϲϲηϲ φλέβαϲ διαίρει καὶ πρόϲφερε τὰ ψύχοντα , οἷϲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ἐρυϲιπελάτων χρώμεθα .
4661148 ὑγρα
διὰ ξηρότητα τὸ ϲφοδρὸν οὐχ ὁμοίωϲ ἔχουϲιν : ἡ δὲ ὑγρὰ ποιότηϲ παντάπαϲίν ἐϲτιν ἀνώδυνοϲ , ὅϲον ἐφ ' ἑαυτῇ
ὁ ἀὴρ εὔπνους ἐνταῦθα καὶ τὰ μετοπωρινὰ γίνεται μακρὰ καὶ ὑγρὰ καὶ καλά . πολλάκις δὲ καὶ ὕδατα θερινὰ κατά
4656232 εὐρυθμα
ἔχε , ὑποδέου χρυσίδας , ὑπ ' αὐλῷ καὶ τυμπάνοις εὔρυθμα βαῖνε , καὶ ὄψει ὅτι πλείους ἀκολουθήσουσί σοι τῶν
τὸν μέλλοντα διαθήσειν τὴν ἀκοὴν ἡδέως ἢ τὰ ἐμμελῆ καὶ εὔρυθμα καὶ εὔφωνα ὀνόματα , ὑφ ' ὧν γλυκαίνεται ἡ
4648119 ῥᾳστωνην
ἀπειροκαλίαν ἐπῆρτο οὔτε , ὅπερ ἕτερος ἂν ἐπεπόνθει , ἐς ῥᾳστώνην τε καὶ ἡδυπάθειαν μετὰ τοὺς πόνους ἐξέκλινεν , ἀλλ
σε τοῖς ἐκεῖ προσφέρεσθαι . οὐδὲ γὰρ εἰς γέλωτα καὶ ῥᾳστώνην καὶ σκώμματα καὶ ὕπνον ἀναλίσκειν τὸν χρόνον , ἀλλὰ
4643261 φλεγμαινειν
γίνεται , ἰσχναίνεται γάρ : καὶ τἄλλα πάντα δὲ τὰ φλεγμαίνειν ποιεῦντα , ἕως μὲν ἂν κρατέῃ τὸ σῶμα ,
καιρὸν καὶ τὰ κατὰ φύσιν ποιέουσιν ἕκαστον , τὰ φλεγματώδεα φλεγμαίνειν : ἐπὴν δὲ ὑπερβάλλῃ τὸν καιρὸν , τὰ ὑπεναντία
4641733 τερψιν
καὶ τῇ πόλει δὲ τὸν ἱππόδρομον ᾠκοδόμησε θεάτρων τε ἐνεστήσατο τέρψιν , Ῥωμάνην καλέσας τὴν θέαν , ἥτις ἐξ ἐκείνου
, τί μάτην τείνουσι βοήν ; τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ ' αὑτοῦ δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν . ἀχὰν ἄιον
4633652 ἀπονως
ἡμῖν δὲ καὶ εἰσὶ καὶ φέρονται καθ ' ἑκάστην ἡμέραν ἀπόνως διὰ θαλάττης ἔκ τε νήσων καὶ ἠπείρων ἁπασῶν ,
πρόγονοι . πρὸς οἷς : μεθ ' ὧν . οὐκ ἀπόνως : τινὲς εἰς τὸ οὐκ ἀπόνως ὑποστίζουσι αὐτῆς :
4630517 σαρκα
παμμυρίων ἄλλων ὑπάρχουσαν ἔτι καθαιρεῖν ἐπὶ τὸ ἔλαττον οὖσαν ἔτι σάρκα : τοῦτο γὰρ θαυμαστόν . ἀλλ ' ἴσως φαίη
τὴν λεπτότητα καὶ τὴν παχύτητα : θερμαίνει τε γὰρ τὴν σάρκα καὶ τὸ ὕδωρ ἡ τῶν καλάμων τάχιστα διὰ τὴν
4607819 συμμετριαν
λέγομεν ; ἢ τὸ φαίνεσθαι τοῖς δευτέροις ἀντεχόμενον καὶ εἰς συμμετρίαν ἑαυτὸ παρεχόμενον τοῖς ἀπολαύειν αὐτοῦ βουλομένοις , καὶ περιπτύσσεσθαι
ἔτι κάλλος διὰ τὴν ἐν αὐτῷ τῶν μερῶν ὁλοκληρίαν καὶ συμμετρίαν . παρακηκόασι δὲ οἱ καὶ φιλίαν τὸν αὐτὸν νομίζοντες
4603569 ὀγκον
εἶναι . Πρῶτον μὲν οὖν οὐκ ἀνάγκη τὸ ὑποδεχόμενον ὁτιοῦν ὄγκον εἶναι , ἐὰν μὴ μέγεθος ἤδη αὐτῷ παρῇ :
Εἴτε πνευματικὴν διάθεσιν εἴτε ἐμφύσημα καλεῖν τις ἐθέλει τὸν γινόμενον ὄγκον ἔν τισι μορίοις παρὰ φύσιν , ἀντίτυπον μέν ,
4601795 λυπεισθαι
παισίν . καὶ γὰρ ἐκεῖνοι διδόασιν οὕτως , ὥστε μηδὲν λυπεῖσθαι μετ ' ὀλίγον συντριβέντων . ἆρα ἀγνοεῖτε τὴν προσοῦσαν
λυπησομένῳ γενόμενον ἓν ὂν καὶ ταὐτὸν πεποίηκεν ἄλλο , τὸ λυπεῖσθαι . Τί οὖν αὐτὸ τὸ ἓν γενόμενον , πρὶν
4598958 προσφερῃ
ὑγραίνειν , ξηραίνῃ , ἢ ἃ παχύνειν δέοι , μὴ προσφέρῃ ἀφ ' ὧν δεῖ παχύνειν , ἢ ἃ δεῖ
, σὺ μὲν ὡς φάσκοντος ἐμοῦ εἰδέναι περὶ ὧν ἐρωτῶ προσφέρῃ πρός με , καὶ ἐὰν δὴ βούλωμαι , ὁμολογήσοντός

Back