Παρήχησις δέ ἐστι κάλλος ὁμοίων ὀνομάτων ἐν διαφόρῳ γνώσει ταὐτὸν ἠχούντων . γίνεται δέ , ὅταν δύο ἢ τρεῖς ἢ | ||
; ἀλλ ' ὥσπερ αὐλοῦ , φασί , καὶ ὀργάνου ἠχούντων ὁ αὐλὸς οὐκ ἐξακούεται διὰ τὸ μείζονα ἦχον ἔχειν |
, κατὰ τὴν Ὁμηρικὴν χρῆσιν σημαῖνον τὸ ἀκούομεν ἢ τὸ ἠκούετο ἐν τῷ πευθόμεθ ' ᾗχι ἕκαστος καὶ πεύθετο γὰρ | ||
καὶ ἀκοῦσαι καὶ ἰδεῖν : μαστίγων τε γὰρ ὁμοῦ ψόφος ἠκούετο καὶ οἰμωγὴ τῶν ἐπὶ τοῦ πυρὸς ὀπτωμένων καὶ στρέβλαι |
καὶ Ἕλλην λόγος πρὸς Ἕλληνα ἄνδρα ἐπὶ ὕβριν σαρκῶν ὑπὸ ἀκορέστου ἐπιθυμίας ὁρμηθέντα , ὅταν αὐτὸν ἐπισπάσηται φήμη κάλλους κατορωρυγμένου | ||
χόλον ] μανίαν , ὀργήν θερμῆς ] καυστικῆς ἀπλήστου ] ἀκορέστου Ἀπλήστου ἀκορέστου , ἀκρατήτου : τὸ γὰρ πῦρ εὑρὸν |
. τὸ ” βρῦν “ πρόσφθεγμα παιδικῶν καὶ νηπίων . πρόσφθεγμα παιδικόν . βρῦν εἴποις ] δι ' οὗ ἐμφαίνουσι | ||
θρηνεῖ . αἴλινα : ἤτοι θρηνητικά . ἱὴ παιῆον : πρόσφθεγμα καταφρονοῦντος ? ? . ἀναβάλλεται : ὑπερτίθεται . πέτρος |
τε Σελήνην . φοιταλέην : ἐμμανῆ , μανιωδῶς πορευομένην : φοῖτος γὰρ ἡ μανία λέγεται . καὶ Εὐφορίων : φοιταλέος | ||
οἶτος : κοῖτος : Προῖτος : γοῖτος ὁ ῥύπος : φοῖτος . Τὰ διὰ τοῦ αιτος δισύλλαβα βαρύτονα , μὴ |
πυκναὶ ὑγιαίνουσιν , οὗτοι ἐξ αἵματος ῥύσιος ἐμπυΐσκονται . Τὸ φρικῶδες καὶ τὸ δύσπνοον ἐν τοῖσι πόνοισι , σημεῖα φθινώδεα | ||
: οὗτινος ταύρου βοῶντος πᾶσα ἡ γῆ φωνῆς ἐπληρώθη : φρικῶδες : ἰσχυρόν : κρεῖσσον θέαμα : οἷον : ὑπὲρ |
, τοῦ δὲ τοῦ Ἄρεως διὰ τῶν οἰκείων ὅπλων καὶ στρατιῶν σφαγὰς καὶ ἁρπαγάς , τοῦ δὲ τῆς Ἀφροδίτης διὰ | ||
πρὸς ἄναντες , κατ ' αὐτὸ δὴ τὸ μεταίχμιον τῶν στρατιῶν ἑκατέρων , περιήλγησαν οἱ τοῦ Βρούτου στρατιῶται ἐπὶ τῇ |
ἐν τοῖς δεινοῖς ἐπιδεικνυμένων . . θειασμός : Ἀρριανός : κρότος τε ἀθρόος καὶ ἐπιθειασμοὶ ὡρμήθησαν ὑπέρ τε αὐτοῦ τοῦ | ||
ὑπὸ γλωσσῶν κροτεῖσθαι : αἱ γὰρ παρὰ τῶν πολλῶν εὐφημίαι κρότος γλωσσῶν . ἀφῆκας οὖν καὶ τὸ δοξάριον : τί |
δίκην , αἰσθητικῆς ἔκαμνε πεντάδος μέτρον : τῶν ὀμμάτων γὰρ κρουνὸς ἔρρει δακρύων , ὀσφρήσεως πῦρ , ἦχος ἐκ τῶν | ||
κλύω δ ' ἐπάρας κρᾶτα μυχθισμὸν νεκρῶν : θερμὸς δὲ κρουνὸς δεσπότου παρὰ σφαγῆς βάλλει με δυσθνήισκοντος αἵματος νέου . |
: ὅταν δὲ αἴσθωνται κυνηγετῶν κτύπου , καὶ ἀκούσωσι κυνῶν ὑλακῆς , ἀναθέουσιν ἐς τὰς ἀκρωρείας αὐτὰς ἀμάχῳ τῷ τάχει | ||
ὅτι “ ὧδέ εἰμι ” . αὖ αὖν : μίμημα ὑλακῆς κυνῶν . πάρεστιν ἕτερος : ⌈ ἀντὶ τοῦ Γ |
, ὁ γλυκὺς Ῥώμης κλάδος , ὁ παγγάληνος , ὁ σφαγεὺς τῶν βαρβάρων , ὁ πανσέβαστος καὶ διώκτης Συρίας , | ||
δὲ κατήγορος σὺ , καὶ τὰ ψεύδη μαρτυρεῖς , καὶ σφαγεὺς ἄδικος τῶν ἀθλίων παίδων γεγένησαι : τί καὶ νῦν |
ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι φθάνοντος ἔργον γίνεται . ἠχὼ πετραίαν χυτρόπωλιν συνδήσας ἄρα τὼ χεῖρε μηδὲ σὺ ζήτει | ||
ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακὰ , ἐκ βάθους θρηνῶν . ἥτις ἠχὼ μινύθει καὶ ἐλαττοῦται ἐμοῦ θρηνούσης , ἕνεκα τῶν δύο |
. . . βλῆτο : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι ἐβεβλήμην ἐβέβλησο ἐβέβλητο καὶ κατὰ συγκοπὴν ἔβλητο , οἷον | ||
. . . βλῆσθαι : ἀπὸ τοῦ βλῶ βλήσω βέβληκα βέβλημαι βεβλῆσθαι καὶ ἀφαιρέσει τῆς βε βλῆσθαι . . . |
. πατουμένων δὲ τῶν ἁλισκομένων καὶ ἀλοωμένων τοῖς γόνασιν , ἄραβος πολὺς τῶν ὀστέων συντριβομένων ἀκούεται καὶ πόρρωθεν , τὰ | ||
. Τὸ Α ἐπαγομένου τοῦ Ρ μετὰ φωνήεντος ψιλοῦται : ἄραβος ἀρετή ἀριθμός . τὸ δὲ χεῖρα ἁραιήν δασύνεται . |
τε καὶ εἰ δή τι ἄλλο ὑπελίπετο ἡ φλόξ . κατεκαύθη δὲ τὴν ἱέρειαν τῆς Ἥρας Χρυσηίδα ὕπνου καταλαβόντος , | ||
Ἥρας ὑποβολαῖς εἰποῦσα τῷ Διῒ μετὰ κεραυνοῦ ἐλθεῖν πρὸς αὐτὴν κατεκαύθη καὶ πρὸς τὸν οὐρανὸν ἀνῆλθε , Διὸς ἐῤῥαψαμένου τῷ |
, τὸν χρεμετισμόν φησιν : οὐκ ἔστι δὲ φριμαγμὸς ὁ χρεμετισμός , ἀλλὰ διὰ τῶν ῥινῶν * τῶν ἵππων * | ||
οἱ ᾐόνες καὶ αἰγιαλοὶ παράκτιοι ἤτοι παραιγιάλιοι . φριμαγμός ὁ χρεμετισμός . × φριμαγμὸν ἦχον . οὗτος , οἶμαι , |
μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων καὶ τρημάτων δίοπος , ὡς μηδὲν αὐτῶν διαμαρτάνον ἐξυβρίζεινἑρμηνεύεται γὰρ στόματος φιμός | ||
Φιλιππικῶν . Διοπεύων : Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Λακρίτου . δίοπος λέγεται νεὼς ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν |
μὲν ἔπαινος ἢ κρότος πολὺς οὐκ ἂν ἀπαντήσειεν αὐτῷ , μειδίαμα δὲ παρὰ τῶν ἀκουόντων καὶ τὸ ἐπισεῖσαι τὴν χεῖρα | ||
Σωσάνδρα δὲ καὶ Κάλαμις αἰδοῖ κοσμήσουσιν αὐτήν , καὶ τὸ μειδίαμα σεμνὸν καὶ λεληθὸς ὥσπερ τὸ ἐκείνης ἔσται : καὶ |
λέγειν καὶ χρεμετισμοὺς ἵππων καὶ φριμαγμοὺς τράγων , πυρός τε βρόμον καὶ πάταγον ἀνέμων καὶ συριγμὸν κάλων καὶ ἄλλα τούτοις | ||
: παρὰ τὸν βρόμον ἦχος . ἐγὼ οὖν νομίζω τὸν βρόμον παρὰ τὸ βρέμω εἶναι . . . . βρενθύεται |
ἦν ἐξ Ἀγχομενοῦ . χθονία θ ' Ἑκάτη σπείρας ὄφεων ἐλελιζομένη . τί καλεῖς τὴν Ἔμπουσαν ; φέρε παῖ ταχέως | ||
καὶ Ὅμηρος : ἦτοι ὃ φορμίζων ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν . ἐλελιζομένη δέ , ἢ διακινουμένη ἢ διακρουομένη . κεραυνὸν σβεννύεις |
ὀπίσω τὸν πόρον διεξῄει . [ Βίος ἀβέβαιος παντὸς ἀνδρὸς ἀπλήστου ἐλπίσι ματαίαις πραγμάτων ἀναλοῦται . ] Κάμηλον ἠνάγκαζε δεσπότης | ||
τῶι ὄντι τὸν θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς . . . |
τὸ συνεχὲς καὶ τοῦ κτύπου τὸ ἀνέκλειπτον ὥσπερ τι ἄλλο ἐκπληκτικὸν φαίνεται . μεταξὺ δὲ δὴ τοῦ τε δεξιοῦ κέρως | ||
, εἰδότες τὸ δεινὸν [ δὲ ] καὶ τὸ θαυμαστὸν ἐκπληκτικὸν ὄν : δεῖν δὲ τἀναντία καὶ λέγειν καὶ παραδείγματα |
ἡμέρα . καὶ μέγα βοώσας παραπλέων τὰς ἡδονάς πλατὺν γέλωτα καταχέω τῶν δογμάτων . ἀλγῶ δὲ καὶ τῆς οὐχ ὁρωμένης | ||
Φέρε νυν , νόμος γάρ ἐστι , τὰ καταχύσματα ταυτὶ καταχέω σου λαβοῦσα . Μηδαμῶς . Ἐμοῦ γὰρ εἰσιόντος εἰς |
τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας . . ἰητρὸς γὰρ ἀνὴρ πολλῶν ἀντάξιος ἄλλων ἰούς τ ' ἐκτάμνειν ἐπί τ ' ἤπια | ||
ἐκείνου : ὁ μὲν γὰρ ἑνός , ὁ δὲ πολλῶν ἀντάξιος ἑτέρων , μηνύων τὴν τῶν ἄλλων τοῖς ἄρχουσιν ἀδικίαν |
ἀνέχουσι γυναῖκες : ἄλλον δ ' ἂν ἄλλῳ προσίδοις ἅπερ εὔπτερον ὄρνιν κρεῖσσον ἀμαιμακέτου πυρὸς ὄρμενον ἀκτὰν πρὸς ἑσπέρου θεοῦ | ||
ὁ καινὸς ἔσπεισεν γόνος ποτοῦ τ ' ἐγεύσατ ' εὐθὺς εὔπτερον δέμας ἔσεισε κἀβάκχευσεν , ἐκ δ ' ἔκλαγξ ' |
Ὅτι τοῦ Προκοπίου τοῦ συγγενοῦς Ἰουλιανοῦ στασιάσαντος καὶ τυραννίδι ἐπιθεμένου Ἡράκλειος ὁ κυνικὸς προσελθὼν αὐτῷ καὶ κατακροτήσας εὖ μάλα τῇ | ||
ὑποδεχόμενοι τὸν Ἡρακλῆν βραδύνουσι : πολυφάγος γὰρ ὁ ἀνήρ . Ἡράκλειος νόσος : ἡ ἱερά : εἰς ταύτην γὰρ περιέπεσεν |
μ ' ἄπυρος : κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει , τροχοδινεῖται δ ' ὄμμαθ ' ἑλίγδην , ἔξω δὲ δρόμου | ||
τὸν ἐγκέφαλον ἀνιοῦσα συνθολοῖ τὰς φρένας καὶ τοῦ καθεστηκότος ἐξίστησιν τροχοδινεῖται ] περιφέρεται , δίκην τροχοῦ στρέφεται ὄμματ ' ] |
διὰ μέσων τῶν ἰοβόλων πορεύεσθαι κατετόλμων . Φασὶ δὲ καὶ μαντικὸν εἶναι , καί τινα νηστεύοντα καὶ καθαίροντα ἑαυτόν , | ||
σχολάζοντες , καὶ οἱ καλούμενοι δὲ μάγοι , γένος τοῦτο μαντικὸν καὶ θεοῖς ἀνακείμενον παρά τε Πέρσαις καὶ Πάρθοις καὶ |
ξυμβολαῖς ὁ στρατός , ἐς τοσόνδε ὁ ἀπὸ τοῦ ῥοῦ κτύπος κατεῖχεν , ὥστε ἐπέστησαν τὰς εἰρεσίας οἱ ναῦται , | ||
γὰρ ἠχώ τις ἁρμάτων προσβαλεῖν ἔοικεν : ἵππων ὠκυπόδων ἀμφὶ κτύπος οὔατα βάλλει : καί μοι δοκῶ βασιλέως ἀκούειν λέγοντος |
εὐίοις : ταῖς περὶ τὸν Διόνυσον χορευούσαις καὶ τὸ εὐοῖ εὐάν ἐπιφθεγγομέναις : μυστικαῖς : ἔνθα φόνιος ἦν δράκων : | ||
μυκτήρων : τὸ ἰαπαπαιάξ , τὸ εὐοῖ , εὐαί , εὐάν ἐπὶ νίκης : καὶ εὐά χωρὶς τοῦ Ν : |
νέον πάθος ἀλλάσσει τὸ ἀρχαιότερον , καὶ οὕτως οὐκ ἔσται κατοχή τινος πράγματος περὶ τὴν διάνοιαν , ὅπερ ἄτοπον : | ||
αὐτῶν εὐθὺς τὸ τὴν τυχοῦσαν ἔχον πρὸς αὐτοὺς ὁμοιότητα , κατοχή τε συνίσταται εὐθὺς τελεία καὶ πλήρωσις τῆς κρείττονος οὐσίας |
. χὠ χιλίαρχος Δαδάκης πληγῇ δορὸς πήδημα κοῦφον ἐκ νεὼς ἀφήλατο : Τενάγων τ ' ἄριστος Βακτρίων ἰθαιγενὴς θαλασσόπληκτον νῆσον | ||
τὴν πόλιν . παραγενάμενος δὲ εἰς τὴν τοῦ δεσπότου οἰκίαν ἀφήλατο τοῦ ἵππου : ἅψας δὲ τὸν ἱμάντα ἀπὸ τοῦ |
[ ] ἀνήλυσιν : ἠελίου δέ [ αὐγὴ πρῶτον ] ἔλαμψε [ ] βοώπιδος οἷα σελήνης , [ ! ! | ||
γὰρ κατέλιπεν αὐτὸν τὸ κάλλος οὐδὲ φοβούμενον , ἀλλ ' ἔλαμψε μὲν ὑπὸ τοῦ δέους ἡ παρειά , τὸ βλέμμα |
τὸν λόγον ἐποιήσατο . ἐστὶ δὲ τὸ αὐτό . . κόναβος ἐν πύλαις ] κόναβος καὶ ἦχος καὶ κτύπος τῶν | ||
μάρνασθαι καὶ τὰ τοιαῦτα . πεποιημένα δὲ οἷον κέλαδος , κόναβος , κελαρύζειν καὶ τὰ τοιαῦτα . τροπικὰ δὲ οἷον |
Σκιπίων ὑπὸ τοῦ δήμου θορυβούμενος ἐμὲ ἔφη οὐδὲ στρατιωτῶν ἐνόπλων ἀλαλαγμὸς ἐξέπληξεν , οὔτι γε συγκλύδων ἀνθρώπων θόρυβος , ὧν | ||
τοῦ [ ἱροῦ ] τῆς Προνηίης νηοῦ βοή τε καὶ ἀλαλαγμὸς ἐγίνετο . Συμμιγέντων δὲ τούτων πάντων φόβος τοῖσι βαρβάροισι |
Σκυθικῆς . Χάλυβος ] ἀπὸ τῆς Χάλυβος πόλεως Σκυθῶν . Χάλυβος ] τοῦ τόπου . ἐπειδήπερ εἰς τοὺς Χάλυβας εὕρηται | ||
διὰ τοῦτο καλεῖ αὐτὸν ξένον , ἤτοι φίλον , τοῦ Χάλυβος καὶ ἄποικον τῶν Σκυθῶν . δέον δὲ εἰπεῖν Χαλύβων |
ἐπιβαλλέσθω . ποιητικὰ δ ' ἐγρηγόρσεως καὶ τὰ τοιαῦτα : κνισμὸς βίαιος , τιλμὸς τριχῶν , ὁλκὴ δακτύλων , σπαραγμὸς | ||
μάχην καὶ πληγὰς ἔχουσα , καὶ ἡδύκωμος ἡδίων , καὶ κνισμὸς καὶ ὄκλασμα : οὕτω γὰρ ἐν Θεσμοφοριαζούσαις ὀνομάζεται τὸ |
θυρῶν στροφεῖς . Στρυφνόν . στερεόν . Στύραξ . ὁ σαυρωτὴρ καλούμενος . ἡ τοῦ δόρατος ἀρχή , ἐφ ' | ||
δὲ τὸ ἔσχατον τοῦ δόρατος ʃ στυράκιόν ἐστιν ὁ καλούμενος σαυρωτὴρ τῶν δοράτων ʃ τὸ στυράκιον λαβών τις , φησί |
Μακρὸν δ ' ἅμα πάντες ἄυσαν : σμερδαλέη δ ' ἐνοπὴ μέχρις οὐρανὸν εὐρὺν ἵκανε , μέχρις ἐπ ' Ἀιδονῆος | ||
τῶν ᾠδῶν εὐρυθμίᾳ . οὐκ εὖ δέ : ἡ γὰρ ἐνοπὴ ἀεὶ ἐπὶ θορύβου τίθεται . Θρηικίης Ζώνης ἐπιτηλεθόωσαι : |
ἢ στρατοπέδου , τὸ δὲ γʹ περὶ πραγμάτων καὶ πράξεων καθύγρων , τὸ δὲ δʹ περὶ πλοῦ καὶ τῶν ὁμοίων | ||
ξενιτείας ἢ στρατοπέδου , τὸ γʹ περὶ πραγμάτων ἢ πράξεων καθύγρων , τὸ δʹ περὶ πλοῦ καὶ τῶν ὁμοίων , |
ἐν τῷ Λαουϊνίῳ , ναοῦ χωρίον ἔχοντος ἄβατον καὶ τῶν ἱδρυμάτων ἐκ τοῦ Λαουϊνίου μετακομισθέντων [ ἐκ τοῦ νεὼ ] | ||
καὶ τῇ τοῦ θείου φύσει δεῖ μὲν οὐδὲν ἀγαλμάτων οὐδὲ ἱδρυμάτων , ἀλλὰ ἀσθενὲς ὂν κομιδῇ τὸ ἀνθρώπειον , καὶ |
λάσιον Δρυάδων λέπας οἵ τ ' ἀπὸ πέτρας κρουνοὶ καὶ βληχὴ πουλυμιγὴς τοκάδων , αὐτὸς ἐπεὶ σύριγγι μελίσδεται εὐκελάδῳ Πάν | ||
. βοῶν δὲ μύκημα μυκηθμὸς μυκᾶσθαι μυκώμενοι . ὀίων δὲ βληχὴ βληχᾶσθαι βληχώμεναι . αἰγῶν δὲ μηκασμὸς μηκᾶσθαι μηκώμεναι : |
τὴν χρόαν , ὑποπυρρίζων μᾶλλον . θηρεύεται δ ' ὑπὸ κυνηγῶν διὰ τὸ βάρος καὶ τὴν τῶν πτερῶν βραχύτητα . | ||
Ἄρκτου παρούσης , ἴχνη μὴ ζήτει : ἐπὶ τῶν δειλῶν κυνηγῶν εἴρηται ἡ παροιμία . Μέμνηται δὲ αὐτῆς Βακχυλίδης ἐν |
, μισητῆς κυνὸς λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς δίκην , ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ τύχῃ . τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος | ||
. ἀναστάτης ] πορθητής . μισητῆς ] τῆς Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ] |
. . εὐανθὴς γλῶσσα ἡ ἄκρως ἠττικισμένη ὁμιλία καὶ πολλῶν γέμουσα χαρίτων καὶ μουσικῶν ἀπηχημάτων ἀπόζουσα . , . . | ||
ὁ ὄρχις ὠφελεῖ , φησι . Σάϊς δὲ πόλις Αἰγύπτου γέμουσα ἱπποποτάμων . * Σάϊν : Σάϊς ἡ Ἀθηνᾶ ὄνομα |
μὴ λυπούμενος . λέγεται δὲ καὶ ἀλύπητος . Θεόπομπος . ἄλυς : ἡ ἄλη καὶ ὁ ῥιπασμός . καὶ ἀλύειν | ||
τὸ ἀλῶ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω , ἐξ οὗ καὶ ἄλυς , ἡ πλάνη τῆς διανοίας . ἢ παρὰ τὴν |
τῆς κινήσεως συμβῆναι ἀπὸ τοῦ τετυχηκέναι κατά τι τὸν ἀθροισμὸν ἐπιβρίσαντος τοῦ πυρός . ὁ δὲ ἥλιος τὴν φύσιν οὐκ | ||
οὐκ ἐάσεις ἀτημελές , εἴ τι αὐτοῦ κινηθείη ἢ χειμῶνος ἐπιβρίσαντος ἢ πνεύματος ἐπιγενομένου ἢ ὕδατος λάβρου καταρραγέντος , τὸν |
μέγεθος τοῦ ὑποκειμένου δηλοῦν . ἀπὸ μὲν τοῦ βοὸς βούσυκον βούπαις βούλιμος , ἀπὸ δὲ τοῦ ἵππου ἱπποσέλινον καὶ : | ||
, ἡ λαμυρίς : λαιφύη τὸ πρυτανεῖον : λαίσπης ὁ βούπαις : λαίσθη , ἡ αἰσχύνη : λαίσθα ἡ ἀκολασία |
τέχνης ἢ ἱερῶν ἐνεργείας ἢ χρηματισμῶν , τὸ θʹ περὶ φορτίου πράσεως ἢ καματηρᾶς ξενιτείας , τὸ ιʹ περὶ ἐπηρείας | ||
τῷ φορτίῳ ἰσόρροπός ἐστιν . ἐὰν δὲ ἑλκύσαντες ἐκ τοῦ φορτίου τὸ ὅπλον τὴν μὲν μίαν αὐτοῦ ἀρχὴν ἐκδήσωμεν ἔκ |
ἔχει γὰρ τὸ μέτρον ὀρθῶς . Ἐγένετο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς ] * Ὁ Ἀντίλοχος υἱὸς ἦν Νέστορος : ὃς | ||
τιμᾶς ἀμείρειν γονέων βίον πεπρωμένον . ἔγεντο καὶ πρότερον Ἀντίλοχος βιατὰς νόημα τοῦτο φέρων , ὃς ὑπερέφθιτο πατˈρός , ἐναρίμβροτον |
ἑκηβολίαις ἀπολεῖ τοὺς δυσμενεῖς . ἀναπαύσεται κατακλινεὶς ὡς λέων ἢ σκύμνος λέοντος , μάλα καταφρονητικῶς δεδιὼς οὐδένα , φόβον τοῖς | ||
θυμῷ , ἀλλ ' αὐτοῦ μίμναζε παρέστιος ἐξέτι τυτθοῦ , σκύμνος ἀεξηθείς , ὀλίγον βρέφος , ἤθεσι παιδὸς σύντροφος : |
ὕσπληγος . ἀφετήριον , † πληγή , ὥσπερ νῦν , πάσσαλος , κεράτινος κρίκος , πάντα θηλυκῶς . ἐρείσας . | ||
θύϊα ἡ ἴγδις . χείμαρον ἐξερύσας : χείμαρος λέγεται ὁ πάσσαλος ὁ ὑπὸ τὴν τρόπιν , οὗ ἐξαιρουμένου , ὅταν |
Τρῶες * ἀκούσαντες τὴν τῶν Ἑλληνικῶν πλοίων * ἐπέλευσιν παρὰ Πολίτου τοῦ υἱοῦ Πριάμου , ὅστις σκοπὸς τῶν Τρώων ὑπῆρχε | ||
ἐπίγνωσιν . οἵ τε λόγοι οὐχ οὕτως εἰσὶν ἐσχηματισμένοι τοῦ Πολίτου ὡς πρὸς πατέρα , ἀλλ ' εἰσὶν ἐπιτεταμένοι καὶ |
ὑστάτην κεύθοντας ἐκ πυρὸς τέφρην κρωσσοῖσι ταρχυθεῖσαν , ἣ θέμις φθιτῶν , ἀλλ ' οὔνομ ' οἰκτρὸν καὶ κενηρίων γραφὰς | ||
Ἰφιγένεια ποιφύξει καὶ φυσήσει λεβητίζουσα καὶ ἑψῶσα τὰς σάρκας τῶν φθιτῶν ἤτοι τῶν ἀνθρώπων ἐν δαιταλουργίᾳ καὶ μαγειρικῇ τέχνῃ . |
ἀραγμὸς ] κτύπος , κροῦσις τῶν πυλῶν . ἀραγμὸς ] κροῦσις . ἀραγμὸς ] ἦχος . ἀραγμὸς ] κτύπος . | ||
πάντων τὸ ι : περὶ τοὺς ὀδόντας τε γὰρ ἡ κροῦσις τοῦ πνεύματος γίνεται μικρὸν ἀνοιγομένου τοῦ στόματος καὶ οὐκ |
Πολυποίτην φησίν : ὦ ξένε : καλῶς ἑτέρῳ ἕτερον περίκειται φρύαγμα , Λαΐῳ μὲν διὰ τὸ τῆς ἀρχῆς ἀξίωμα , | ||
τὴν ῥῖν ' ἔχουσαν πήχεως . εἶτ ' ἐστὶ τὸ φρύαγμα πῶς ὑποστατόν ; μὰ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον καὶ |
κινδύνου , οὐδὲ παίδων αὐτῶν , ὧν τὸ τῆς ἡλικίας ἄωρον ἄγειν βιάζεται πολλάκις καὶ θηρῶν ὀφθαλμοὺς εἰς συμπάθειαν : | ||
ἐμβάλλει κόλπον . Θρᾴκης . Βόλβης ] λίμνη Θρᾳκική . ἄωρον ] παρὰ καιρόν . Στρυμόνος ] Στρυμὼν , ποταμὸς |
γοῦν αὐτόν . ταῦρον ἄγριον ἐπάγει οἱ ἀντίπαλον . οὐκοῦν μυκᾶται μὲν ὁ Μνεῦις , ἀντεμυκήσατο δὲ ὁ ἔπηλυς . | ||
ἦχόν τε καὶ ψόφον : τὸ μὲν γὰρ βρυχᾶται , μυκᾶται δὲ ἄλλο , καὶ χρεμέτισμα ἄλλου καὶ ὄγκησις ἄλλου |
Ξαντρίαις ἐπὶ τῶν ἀκτίνων . . . , . : πέμφιξ : πνοή , ψυχή . καὶ αἱ τοῦ ἡλίου | ||
Συναγ . λέξ . χρησίμ . . , . : πέμφιξ : πνοή . Αἰσχύλος Ξαντρίαις ἐπὶ τῶν ἀκτίνων . |
ὀΐομαι εἰσορόωντα γινώσκειν . ” ὁ δὲ Ἀρίσταρχός φησι “ μεταφορικῶς τὴν καλάμην εἴρηκεν . καὶ γὰρ ἐπὶ τοῦ ἀμητοῦ | ||
ἰατρικὰ οὐδὲν Ἀνάγκης μεῖζον εὗρον : ἀντιτεμών : εὑρών : μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν τὰς ῥίζας εὑρισκόντων καὶ τεμνόντων : ἐκ |
ἔνθα μὲν τὸ σπέρμα καρυῶδες , ἔνθα δὲ ὑμενῶδες καὶ ἀμενηνόν . ὅσα μὲν οὖν ξυλώδεσιν ἢ δερματικοῖς τισι περιέχεται | ||
τάξιν : δηλοῦσι γὰρ ὅτι ἔσχατόν ἐστι καὶ ἀβληχρὸν καὶ ἀμενηνόν : τί γάρ ἐστι συμβεβηκός ; ὃ γίνεται καὶ |
ἀνιηρῇ ὑπ ' ἀνάγκῃ θαρσήσας ἀνὰ θυμὸν ἀμείνονα φῶτα κατέκτα χειρότερος γεγαώς : μάλα γὰρ μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος , | ||
ἀνιηρῇ ὑπ ' ἀνάγκῃ θαρσήσας ἀνὰ θυμὸν ἀμείνονα φῶτα κατέκτα χειρότερος γεγαώς : μάλα γὰρ μέγα θυμὸν ἀέξει θάρσος , |
ἠχεῖ ἢ βοὰ καὶ βοὴ καὶ φωνή . βοὰ ] ἠχή , φωνή . βοὰ ] ἦχος . θ ποτᾶται | ||
. Τὰ εἰς ΧΗ δισύλλαβα παραληγόμενα φωνήεντι προσηγορικὰ ὀξύνεται : ἠχή βληχή ψυχή βρυχή βροχή . τὸ δὲ τύχη καὶ |
; τὸ δὲ μειράκιον , ὥσπερ ἀφυπνίσαν τούς τε ὀφθαλμοὺς ἔτριψε καὶ πρὸς τὰς αὐγὰς τοῦ ἡλίου εἶδεν αἰδῶ τε | ||
ἀπογενόμενος δωδεκαταῖος , ἐπυρέτηνεν : προφάσιος δὲ , ὅτι σμήχων ἔτριψε τὰ περὶ τὸ ἕλκος , καὶ μετεψύχθη : ἐξήρθη |
πάτερ ὁ βασιλεύων τῶν νώτων ἀντὶ τοῦ τῆς κορυφῆς τοῦ Ἀταβυρίου ὄρους : τοῦτο δὲ λέγει διὰ τὸ ἱδρῦσθαι αὐτὸν | ||
. . . . , : Ζεῦ πάτερ , νώτοισιν Ἀταβυρίου μεδέων ] Δίδυμος δέ φησιν ἐν Σικελίαι εἶναι ὄρος |
ἔφθαρται . Ἡ ὕσπληξ λέγεται , ἀλλ ' οὐχ ὁ ὕσπληξ . Ἰλὺς οἴνου οὐκ ὀρθῶς λέγεται : ποταμοῦ μὲν | ||
τοῦ βρόχου , κἂν ἐπιψαύσωσιν οἱ κολοιοί , ἡ μὲν ὕσπληξ κατολισθαίνει , ἐνειλιχθεῖσα δ ' ἡ ῥάβδος ὀρθοῦται καὶ |
ἀγάγω . οὗτος γὰρ Ἀχιλλέως καὶ Αἴαντος ἦν : ὁ κυφὸς δὲ αὐτὸν οὐδὲν προσήκοντα ὑπεβάλετο . ταύτῃ τοι καὶ | ||
δή , φίλε κυρτών , † βαίνεις εἰς Ἀΐδαο δόμους κυφὸς ὥρην διὰ γῆρας † ἕλκε ποδὸς τεταγὼν διὰ πηλοῦ |
ἐστιν τῆς ψυχῆς τὸ ἐνθουσιῶν , καὶ εἰ πᾶν μόριον ἐνθουσιᾷ , καὶ εἰ πᾶς ἐνθουσιασμὸς ἐκ θεῶν , καὶ | ||
ἀπεμάξατο τὰς περὶ τῶν μελλόντων ἀψευδεστάτας διὰ τῶν ὀνείρων μαντείας ἐνθουσιᾷ , τοτὲ δὲ κἀν ταῖς ἐγρηγόρσεσιν : ὅταν γὰρ |
τοὺς θεατὰς ἐξίστη . παρῆν δὲ ἡ Ἰνὼ περιδεής , ὑπότρομος , ὑπὸ τοῦ φόβου χλωρόν τι καὶ τεθνηκὸς ὁρῶσα | ||
αὐτόν , Ζεὺς δὲ ὀργισθεὶς ἐκεραύνωσεν αὐτόν . ὑποδινηθεῖσα : ὑπότρομος γενομένη . μελίη : τὸ ἑξῆς . . . |
εὐαί , εὐαί , ὡς ἐπὶ νίκῃ . εὐαί , εὐαί , εὐαί , εὐαί . Ὡς ἀργαλέον πρᾶγμ ' | ||
ἰαί , εὐαί , δειπνήσομεν , εὐοῖ , εὐαί , εὐαί , ὡς ἐπὶ νίκῃ . εὐαί , εὐαί , |
κεφαλῆς , ἐν ᾧ καὶ δυσκινησία τῶν μελῶν πάντων καὶ δυσθυμία καὶ πρὸς τροφὴν ὑπτίωσις καὶ δίψος μὴ παρηγορούμενον ποτῷ | ||
ἐπαίρεσθαι . Ἔλεος : φθόνος : ζῆλος : ζηλοτυπία : δυσθυμία : συμφορά : ἄχθος : ἄχος : σφακελισμός : |
ὅλην Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἀγαμέμνονος θυσία : ἐπὶ τῶν δυσπειθῶν καὶ σκληρῶν . θύοντος γὰρ Ἀγαμέμνονος ὁ βοῦς φυγὼν | ||
ὅλην Ἑλλάδα φρέατα ὤρυξεν . Ἀγαμέμνονος θυσία : ἐπὶ τῶν δυσπειθῶν καὶ σκληρῶν . θύοντος γὰρ Ἀγαμέμνονος ὁ βοῦς φυγὼν |
οἱ μὲν λόγχην ἁρπάσαι λέγουσι τῶν σωματοφυλάκων τινὸς καὶ ταύτῃ παίσαντα Κλεῖτον ἀποκτεῖναι , οἱ δὲ σάρισσαν παρὰ τῶν φυλάκων | ||
. ὡσαύτως δὲ καὶ τὸ ἀναπηδᾶν καὶ τὸ καταπηδᾶν διδάσκειν παίσαντα τῷ μύωπι . ἁθρόῳ γὰρ τῷ σώματι ταῦτα πάντα |
ἦσαν οἱ τῆς σῆς ἐπιλαμβανόμενοι γνώμης ἢ οἱ τῆς ἐμῆς ἀμα - θίας τοῦτο ποιούμενοι σημεῖον . νῦν οὖν ἐπειδὴ | ||
ἦσαν οἱ τῆς σῆς ἐπιλαμβανόμενοι γνώμης ἢ οἱ τῆς ἐμῆς ἀμα - θίας τοῦτο ποιούμενοι σημεῖον . νῦν οὖν ἐπειδὴ |
Ἴωνες γὰρ τὰς γενικὰς ποιοῦσιν εὐθείας : τοῦ φύλακος ὁ φύλακος , τοῦ μάρτυρος ὁ μάρτυρος . τοῦ δὲ φύλακος | ||
. σκληράν , ἄκαρπον καὶ φυτεύεσθαι κακήν γλυκεῖ ' ὀπώρα φύλακος ἐκλελοιπότος . οὗτος δ ' ἐκείνου φθόγγος ἐξωλέστερος . |
Αἰσχύλος Νηρεΐσιν . . . . Υ : ὅτι δὲ ἀθὴρ καὶ ἡ ἐπιδορατὶς λέγεται , ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἀσταχύων | ||
βλεφάρου , ἔδυ δὲ ἡ ἀκὶς ἱκανῶς : ὁ δὲ ἀθὴρ προσυπερεῖχεν . Τμηθέντος τοῦ βλεφάρου , ἤρθη πάντα : |
ἐπιδημίαν φέρειν . ἀλλὰ ταῦτα μὲν περὶ τῶν τοῖς τοιούτοις βαρυνομένων , ἡμεῖς δὲ πάλαι τε ἐθάδες τῆς σὺν βασιλεῖ | ||
. ἀξόνων ] τῶν ἐν τοῖς ἅρμασι . βριθομένων ] βαρυνομένων τοῖς ἐφεστῶσι . χνόαι ] αἱ ὀπαὶ , ἤτοι |
ὑποστροφῇ . τῷ βασ . ] τῷ τοῦ βασιλέως . πολυχρύσου ] τῆς πλουσιωτάτης . ἤδη ] * ἤγουν νῦν | ||
παυστήριος . Ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι , τίς ποτε τᾶς πολυχρύσου Πυθῶνος ἀγλαὰς ἔβας Θήβας ; Ἐκτέταμαι φοβερὰν φρένα , |
καταχρηστικῶς δὲ καὶ ὁ ἥλιος . λέγει οὖν ὅτι ὥσπερ δελφῖνος τὸ σῶμα ἐκβρασθὲν ἡ τοῦ ἡλίου ἀκτὶς καθαυανεῖ τουτέστι | ||
ὁμοίως προσκομισθῆναι , τὸν δὲ Ἀδειμάντου οἰκέτην τὸν νεώνητον ἀπορήσειν δελφῖνος ἐρωτικοῦ ; Καὶ σὺ γάρ , Τιμόλαε , μιμῇ |
ὥσπερ τὸ πηδάλιον ἐν τῇ νηῒ , οὕτω καὶ ὁ χαλινὸς ἐν τῷ ἵππῳ . . σύριγγες ἔκλαγξαν ] αἱ | ||
πράγματα . Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον . Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς . Ψευδὴς διαβολὴ τὸν βίον λυμαίνεται |
ἃ ἐξήγαγεν τὰ ὕδατα κατὰ γένη αὐτῶν , καὶ πᾶν πετεινὸν πτερωτὸν κατὰ γένος . καὶ ἴδεν ὁ θεὸς ὅτι | ||
ἐλυπήθη , ὅσον ἐπὶ τῆς ἀμύνης : χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει . διόπερ πόρρωθεν στᾶσα , ὃ μόνον |
. Ἐνταῦθα δὲ κινήσει μὲν κινεῖται , ἀπούσης δὲ ἠρεμεῖ ἐστερημένον τῆς ὀφειλομένης κινήσεως . Ἔπειτα δὲ ὁρᾶν δεῖ , | ||
ἤγουν καταστρέψειεν ὁ αἰών , ἀντὶ τοῦ ὁ χρόνος , ἐστερημένον γενεᾶς , πότμον ἐφάψας , ἤγουν συντυχίαν θανάτου ἐπαγαγών |
ἄτην : ἐπὶ τῶν πασχόντων ἄξια ὧν ἔδρασαν . Ἄθως καλύπτει πλευρὰ Λημνίας βοός . Ἀπὸ κώπης ἐπὶ βῆμα : | ||
ἑκόντι Ζηνὶ συμπαραστατεῖν . ἐμαῖς δὲ βουλαῖς Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει τὸν παλαιγενῆ Κρόνον αὐτοῖσι συμμάχοισι . τοιάδ ' ἐξ |
, δόκιμον δὲ τὸν υἱόν . . Υ : κόλπον ἐνέπλησεν : ἐνέπρησεν Φιλόξενος καὶ Ἀρίσταρχος . περὶ δὲ τῆς | ||
ὑπὸ χεῖρα λαβεῖν , καὶ βίαν καὶ ταραχήν , ὧν ἐνέπλησεν αὐτῷ καὶ ἀγροὺς καὶ οἰκίαν , ἐῶ . καὶ |
μὴ ψόφει , πρὸς τῶν θεῶν . ἀλλ ' οὐ ψοφῶ μὰ τὴν Γῆν . εἰς δεξιάν . ἰδού . | ||
. . ἀψοφητί : ἀντὶ τοῦ ἀψόφως : ἐκ τοῦ ψοφῶ ψοφήσω . διαφέρει δὲ ψοφεῖν κόπτειν καὶ κλαυσιᾶν : |
, ὡς καὶ Ἑλλάνικος μαρτυρεῖ . Ἰνοῦς δὲ καὶ Ἀθάμαντος Λέαρχος καὶ Μελικέρτης . , : Τούτους δὲ Ἡρόδωρός φησιν | ||
Ἕλλην κατὰ Πακτύην φησὶν Ἑλλάνικος . Ἰνοῦς δὲ καὶ Ἀθάμαντος Λέαρχος καὶ Μελικέρτης . τόν ῥα χρύσειον : λέγεται γὰρ |
ἀρνὸς ἐσχέθη νώτοις * * * “ δίκην δ ' ἀνοίης ” εἶπεν “ ἀξίως τίνω : τί γὰρ ὢν | ||
καὶ φαῦλα : ἐγὼ δὲ ἕνα γελῶ τὸν ἄνθρωπον , ἀνοίης μὲν γέμοντα , κενεὸν δὲ πρηγμάτων ὀρθῶν , πάσῃσιν |
οἴνῳ δουλευόντων ἐν τῷ νοσεῖν . ὡς δ ' ἤκουσα κρουνοὺς ἱδρῶτος , ἀνέπνευσα . καὶ χάριν ἔχω τῷ μὲν | ||
τὰς ἐπάλξεις λευκοχρίστους . λήρους ] ἢ λήρους λέγει τοὺς κρουνοὺς ἀπὸ τοῦ λίαν ῥεῖν , ὥσπερ καὶ Ἀριστοφάνης κρουνοχυτρολήραιον |
; ἢ δῆλον ὅτι αὐτὸν κατ ' αὐτοῦ ; ἄπαγε βεβήλων καὶ ἀνοσίων ἐνθυμημάτων . καλὸν ἐκνίψασθαι τὴν ἀθλίαν ψυχὴν | ||
' ἐπίθεσθε βεβήλοις , καὶ τὸ ὅμοιον τούτῳ κακοφραδέων δὲ βεβήλων οὔατα λαχνήεντα περισκεπέτωσαν ἀράχναι , καὶ τὸ Καλλιμάχειον ἐκεῖνο |
εὐωχεῖται . ἀφαυροτέρους : ἀσθενεστέρους , ἀπὸ τοῦ αὔρα ἡ πνοή . ἄλλῳ ἐπινήχεται : κατ ' ἄλλου νήχεται , | ||
ἀνακόπτει , κλίνει . πάλιν : ὀπίσω . ἀήτης : πνοή . Ἀντίβιος : ἐναντίος , ἀντιδύναμος . ἐναντία : |
τῶν πεδίων ταῖς μὲν ὑδρείας χάριν ταῖς δ ' ἐξόδων λαθραίων , ὧν ἐν μιᾷ Μάριος πολιορκούμενος ἀπέθανε . ταῖς | ||
γεωργιῶν τῶν ἐπὶ ξένης , τὸ δὲ δʹ περὶ πραγμάτων λαθραίων ἢ σκολιῶν , τὸ δὲ πέμπτον περὶ πραγματείας ἢ |
τὴν ὑστέραν . ἐντεῦθέν ἐστιν ὁδὸς ἐς ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ . παρελθοῦσι δὲ ἐς τὸν περίβολον ἐν ἀριστερᾷ διπλοῦν ἐστιν οἴκημα | ||
σπήλαιον θέας ἄξιον : ἔσοδος μὲν ἐς αὐτὸ στενή , παρελθοῦσι δέ εἰσιν οἶκοι καὶ λουτρὰ καὶ καλούμενον Πανὸς αἰπόλιον |
παραμυκᾶται ] † ἤγουν μύκημα βροντῆς ἠχεῖ ἕλικες ] συστροφαί στεροπῆς ] ἀστραπῆς ζάπυροι ] λίαν καυστικαί στρόμβοι ] στροφαὶ | ||
πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων χαλκοῦ τε στεροπῆς . ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος φύζαν ἐμοῖς ' ἑτάροισι |
' ἄραρε κλῆιθρα , σῆς βοηδρόμου σπουδῆς ἅ ς ' εἴρξει , μὴ δόμων ἔσω περᾶν . ἔα , τί | ||
ἡμῶν ὡς δράκοντα νεοσσῶν . θ εἴρξει ] κωλύσει . εἴρξει ] αὐτὸν ἀπὸ τῆς πόλεως . εἴρξει ] ἀφ |
πίθου , τῷ κρουσθέντα αὐτὸν ἀποδοῦναι ἦχόν τινα ὀξὺν καὶ τορόν . οὐκ ἔστι δὲ τοῦτο αὔταρκες , ἀλλὰ χρὴ | ||
τὴν Λύδην ἔφη : Λύδη καὶ παχὺ γράμμα καὶ οὐ τορόν . Κρημνοποιός τε καὶ στόμφαξ παρὰ τοῖς τραγικοῖς Αἰσχύλος |
δὲ θνητοῖς ἀρετὴν πωλέσκετο φαίνων : ὀψὲ δὲ καὶ Θήβης ἐπεβήσατο καὶ πυρίπαιδι πᾶσαι ὑπηντίασαν Καδμηΐδες : αὐτὰρ ὁ μάργος | ||
' ὥς μιν Πλωτεὺς , κυανότριχας ἵππους ζευξάμενος , κούρην ἐπεβήσατο δαίμονος αἴσῃ , ἁρπάξας δ ' ἔφερεν διὰ κύματος |
ἤγουν τὸν σκοτεινὸν , ἢ τὸν πλατὺν , ἀνώνυμοι . Θάνατος δὲ κατέσχεν αὐτοὺς μέλας , ἀντὶ τοῦ σκότου ποιητικὸς | ||
κατὰ τὸν οἰκεῖον ὅρον , κατὰ τὸ δέον : ὁ Θάνατος ὁρᾷ τὸν Ἀπόλλωνα πρὸ θυρῶν καὶ δέδοικε μὴ αὐτὴν |
αἱ κακῶς πενθοῦσαι . ἀλεγεινήν : φευκτὴν , ἀλγεινὴν , ἐλεεινὴν , χαλεπὴν , καὶ πένθος κακὸν καὶ ἐλεεινόν . | ||
νεανίου μὲν πρῶτον , εἶτα τοῦ φύσαντος , τὴν μὲν ἐλεεινὴν οὐ διέφυγε θέαν , ἀλλοτρίᾳ δὲ χειρὶ περιπίπτων ὁμοίαν |
' Ἄπολλον : ὦ φίλε Ἄπολλον καὶ Ἀθηνᾶ καὶ διόθεν πολεμόκραντον . εἰπὼν ὦ Ἄπολλον καὶ δέον εἰπεῖν : ὦ | ||
] συνίζησις . ὦ μάκαιρα ἄνασσα Ὄγκα , τέλος ἁγνὸν πολεμόκραντον διόθεν , ἤτοι ἀπὸ τοῦ Διός , ἐν ταῖς |
ἐμοὶ δὲ οὐδὲν μέλει τούτων , εἴτε ἐστὶ καὶ Κόδρου εὐγενέστερος εἴτε Κροίσου πλουσιώτερος . τί μοι καταλέγεις σωρὸν ἀλλοτρίων | ||
ἡ εὐτυχὴς καὶ τὸ εὐτυχὲς καὶ τὸ συγκριτικὸν εὐτυχέστερος , εὐγενέστερος ἐμμελέστερος ὑγιέστερος σαφέστερος πληρέστερος εὐωδέστερος ἐμβριθέστερος προγενέστερος . Καλλίμαχος |
ὄχλον , πολὺ δὲ τὸ θαῦμα , λαμπραὶ δὲ αἱ βοαί , καὶ οὐκ ἀπιστῶ . τίς γὰρ ἂν εἴης | ||
δὴ παιδίοις τὸ δήλωμα ὧν ἐρᾷ καὶ μισεῖ κλαυμοναὶ καὶ βοαί , σημεῖα οὐδαμῶς εὐτυχῆ : ἔστιν δὲ ὁ χρόνος |