καὶ Ἕλλην λόγος πρὸς Ἕλληνα ἄνδρα ἐπὶ ὕβριν σαρκῶν ὑπὸ ἀκορέστου ἐπιθυμίας ὁρμηθέντα , ὅταν αὐτὸν ἐπισπάσηται φήμη κάλλους κατορωρυγμένου
χόλον ] μανίαν , ὀργήν θερμῆς ] καυστικῆς ἀπλήστου ] ἀκορέστου Ἀπλήστου ἀκορέστου , ἀκρατήτου : τὸ γὰρ πῦρ εὑρὸν
7130861 ἀπληστου
ὀπίσω τὸν πόρον διεξῄει . [ Βίος ἀβέβαιος παντὸς ἀνδρὸς ἀπλήστου ἐλπίσι ματαίαις πραγμάτων ἀναλοῦται . ] Κάμηλον ἠνάγκαζε δεσπότης
τῶι ὄντι τὸν θάνατον παιᾶνα εἶναι καὶ ἀπαλλακτὴν κακοῦ καὶ ἀπλήστου καὶ νοσεροῦ θρέμματος , ἡγεῖ καλῶς . . .
6535416 περιμαχητου
χασμάτων ἰλιγγιῶντες . ἐρασθεὶς γάρ , ὡς θείου πράγματος καὶ περιμαχήτου , τυραννίδος , οὔτε μένειν οὔτε ἀποδιδράσκειν ἀσφαλὲς εἶναι
διαλιπόντες ἔτη δύο πάλιν ἀνεκτήσαντο τὴν πόλιν Ἅγνωνος ἡγουμένου . περιμαχήτου δ ' αὐτῆς πολλάκις γεγενημένης , ἔσπευδεν ὁ Βρασίδας
6479041 ἀνεγειρει
ποτ ' ἐσθλῇ : ταῦτα καὶ τὰ ἑξῆς εἰς ζῆλον ἀνεγείρει τοῦ πατρὸς τὸν Πέρσην , εἰ μὴ γεωργεῖν ἐθέλοι
. ὅταν γὰρ καλέσῃ πρὸς ἑαυτὸν τὴν ψυχήν , πῆξιν ἀνεγείρει τῷ γεώδει καὶ σωματικῷ καὶ αἰσθητικῷ παντί : διὸ
6445560 διοιξας
χαλδαΐσας μακρόν τινα χρόνον , ὥσπερ ἐκ βαθέος ὕπνου | διοίξας τὸ τῆς ψυχῆς ὄμμα καὶ καθαρὰν αὐγὴν ἀντὶ σκότους
δεῖ φθέγξασθαι , σὺ τὸ στόμα ἀπερραμμένον ἐξέλυσας , σὺ διοίξας ἐπὶ πλέον ἤρθρωσας , σὺ τὰ λεκτέα συνεβίβασας εἰπεῖν
6427376 ὠθεισθαι
ὡς ἀντιτείνων λέγει , ἀλλ ' ὡς ἐξ ἐλευθέρας χειρὸς ὠθεῖσθαι βουλόμενος . ὄντως , ἐάν μέ τις διώξῃ ἐκ
τὸ δὲ περαίνειν αὐτοὺς οὐδέν ἐστιν ἄλλο ἢ εἰς γῆν ὠθεῖσθαι , καὶ τὸ περαίνεσθαι γῆν εἰς τὸ σῶμα παραδέχεσθαι
6401465 ἐναυσμα
τότε , ἵνα τὸ τῆς εὐδαιμονίας τε καὶ φιλοσοφίας σωτήριον ἔναυσμα χαρίσηται τῇ θνητῇ φύσει , οὗ μεῖζον ἀγαθὸν οὔτε
κτίσεως ἢ περὶ φύσεως ἀνθρώπου , καὶ οὐδὲ τὸ τυχὸν ἔναυσμα ἄξιόν τι τῆς ἀληθείας ἐξεῖπον . δοκεῖ δὲ τὰ
6374555 σεπτον
τὴν Μελίαν ἀκούομεν . τὸ δὲ ἄδυτον πρὸς τὸ ἄγαν σεπτόν . ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ : ἴτε εἰς τὸν
τὴν Μελίαν ἀκούομεν . τὸ δὲ ἄδυτον πρὸς τὸ ἄγαν σεπτόν . ἴτε σὺν Ἡρακλέος ἀριστογόνῳ : ἴτε εἰς τὸν
6351538 ἀποδοκιμαζουσα
τις ἐκείνων εὐνομίας βασιλικῆς ἐξοκείλασα πόλεις τὰς ὁμόρους ἠδίκει μηδὲν ἀποδοκιμάζουσα πρὸς σωφροσύνην , οὐ πολιὰν αἰδουμένη , οὐ τὴν
τις γονέας μὴ θεραπεύῃ , τούτῳ δίκην τε ἐπιτίθησι καὶ ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾷ ἄρχειν τοῦτον , ὡς οὔτε ἂν τὰ
6331198 ἐπηρωσεν
παῖδα , διέβαλλεν ὡς ἀσελγῆ τῷ πατρί : ὁ δὲ ἐπήρωσεν αὐτὸν καὶ ἐγκατῳκοδόμησεν . ἐπὶ τούτοις καὶ ὁ πατὴρ
ἢ γῆρας , ἡ ἀναγκαία καὶ κοινὴ πάντων νόσος , ἐπήρωσεν ; ἔτι δ ' οὐχὶ πλοῦτοι καὶ δόξαι καὶ
6305643 κηλιδος
ἀπολυσάντων τοὺς ἀνοσίους . Πάσης δ ' ὑπὲρ πάντων τῆς κηλῖδος εἰς ὑμᾶς ἀναφερομένης , πολλὴ εὐλάβεια ὑμῖν τούτων ποιητέα
τῆς γενομένης ἀκαθαρσίας περὶ τὴν ἐσθῆτα . ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς κηλῖδος τῆς ἐσθῆτος . εἰ δὲ προησόμεθα ] ἐντεῦθεν τὸ
6297848 ἐξαιρησεται
οὔπω μέν , οὐκ ἔστι δὲ ὅ , τι αὐτοὺς ἐξαιρήσεται . λέγων δὲ αὐτούς , αὐτοὺς λέγω καὶ παῖδας
† χρανῶ , εἴ τίς με τὴν σὴν θυγατέρ ' ἐξαιρήσεται . ἀλλ ' ἡσύχαζε : θεὸς ἐγὼ πέφηνά σοι
6260098 ἐπιβρισαντος
τῆς κινήσεως συμβῆναι ἀπὸ τοῦ τετυχηκέναι κατά τι τὸν ἀθροισμὸν ἐπιβρίσαντος τοῦ πυρός . ὁ δὲ ἥλιος τὴν φύσιν οὐκ
οὐκ ἐάσεις ἀτημελές , εἴ τι αὐτοῦ κινηθείη ἢ χειμῶνος ἐπιβρίσαντος ἢ πνεύματος ἐπιγενομένου ἢ ὕδατος λάβρου καταρραγέντος , τὸν
6251679 μετεχουσα
: καὶ ἡ μέν ἐστιν ἀπὸ τοῦ πρώτου νοητοῦ , μετέχουσα καὶ τῆς τοῦ δημιουργοῦ δυνάμεως , ἡ δὲ ἐνδιδομένη
ῥᾳδίως ποτὲ πᾶσα φύσις ἱκανὴ γένοιτο θεωρῆσαι , μὴ θαυμαστῆς μετέχουσα φύσεως . ὃ νῦν εἰρήκαμεν ἐροῦμέν τε , ὥς
6246675 λαιμαργου
ὀρέξεως : λιμὸς ἡ λεγομένη κυνώδης ὄρεξις . βαρείης : λαιμάργου , ἀπλήστου . βαρείης : κακῶν , λαίμαργον καὶ
δ ' ὠὰ οὐχ ὅμοια . λάβροιο : ὁρμητικοῦ , λαιμάργου , ἰσχυροῦ . αἰετοῦ : εἶδος ἰχθύος : ἀετὸς
6235283 ξυστασιν
καὶ ὅτι μάλιστα φίλω . ὁ λέων δὲ αὐτοῖν τὴν ξύστασιν ἐδεδίει , καὶ οὔτε αὐτοὺς ἐθάρσει οὔτε δι '
καὶ ὅτι μάλιστα φίλω . ὁ λέων δὲ αὐτοῖν τὴν ξύστασιν ἐδεδίει , καὶ οὔτε αὐτοὺς ἐθάρσει οὔτε δι '
6233365 ἀποφραξαι
ἐπὶ τοῦ κανθάρου ταῦτά φησιν . τοὺς ῥυπαροὺς οὖν τόπους ἀποφράξαι παρακελεύεται καὶ τοὺς κοπρῶνας , ἵνα μὴ ἐρεθίσωσι τὸν
αὐτοῦ ἀναφῦσαι , καὶ μεσολαβῆσαι τὰ στόματα τῆς ἀρτηρίας καὶ ἀποφράξαι . βέλτιον δ ' ἐκλαβεῖν ὥσπερ κιρσὸν καὶ ὑποβάλλοντας
6204336 ἐπαναγω
καὶ τέταρτον περὶ τῶν νυνὶ καθεστηκότων πραγμάτων . Καὶ δὴ ἐπανάγω ἐμαυτὸν ἐπὶ τὴν εἰρήνην ἣν σὺ καὶ Φιλοκράτης ἐγράψατε
δὲ αὐτὸν καὶ Ἀριστοτέλης αὐτῷ . Ἐγὼ δὲ καὶ πορρωτέρω ἐπανάγω : ὑποπτεύω γὰρ ἐξ Ἰταλίας Ἀθήναζε ἐλθεῖν τὸν λόγον
6184545 ὑπερφυους
ἔμοιγε εἶναι δοκεῖ . ὥστε , ὦ παῖδες μεγάλου καὶ ὑπερφυοῦς πατρός , φρονεῖτε μὲν ἄξια τοῦ τεκνώσαντος , πενθεῖτε
τῆς ἐλευθερίας ἀγωνίζεσθαι . ὦ μεγάλης μὲν τῆς ἐπινοίας καὶ ὑπερφυοῦς , θαυμαστῆς δὲ τῆς ῥώμης , ὅστις ταῦτα πρῶτος
6167475 ἀκορεστον
ἐπενθείτην μὲν οὖν καὶ τἄλλα ἐλοιδορείσθην βίαιον , πλεονέκτην , ἀκόρεστον , οὐδαμοῦ στῆναι δυνάμενον , τὰ τοιαῦτα ἀναισχυντοῦντες .
Ἀρσάκην ἱππιάνακτας , κἠγδαδάταν καὶ Λυθίμναν Τόλμον τ ' αἰχμᾶς ἀκόρεστον . ἔταφον ἔταφον , οὐκ ἀμφὶ σκηναῖς τροχηλάτοις ,
6163305 Ἐποιησε
γὰρ ὁ αὐτὸς Σέλευκος ἀπὸ Πέλλης τῆς πόλεως Μακεδονίας . Ἐποίησε δὲ θυσίαν ταῦρον καὶ τράγον : καὶ ἐλθὼν πάλιν
πρῶτον αὐτὸν εἰπεῖν ἀκατάληπτα εἶναι τὰ πάντα , πλανώμενος . Ἐποίησε δὲ καὶ Κολοφῶνος κτίσιν καὶ τὸν εἰς Ἐλέαν τῆς
6142209 ἀπεκατεστησεν
ἔχων ἑαυτὸν παραδέδωκε , καὶ τὸν τόπον καὶ τὰ ἴδια ἀπεκατέστησεν αὐτῷ καὶ πολλῆς ἄλλης χώρας ἔπαρχον ἀποίησεν : ἐρωτηθεὶς
ἄγγελος κυρίου ἦλθε , καὶ κράτησας αὐτοῦ τῆς δεξίας χειρὸς ἀπεκατέστησεν αὐτὸν εἰς τὸν τόπον ὅπου ἦν Βαροὺχ καθεζόμενος :
6122703 ἐπλησε
. Καὶ ἐξῆλθεν ἐκ τῆς καύσεως τοῦ κηρίου εὐωδία καὶ ἔπλησε τὸν θάλαμον . Καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄνθρωπον Ἀσενέθ
ὧν ἑαυτὸν ἦν θεὸν στήσας κάτω , ἀνθ ' ὧν ἔπλησε γῆν σφαγῆς μιασμάτων , ἀνθ ' ὧν ὑπῆρξεν εὑρετὴς
6121365 Θερμους
οὕτω γὰρ ἐπιμεληθὲν τὸ πλέθρον ἐνέγκοι μοδίους ἀναμφισβητήτως τεσσαράκοντα . Θέρμους σπείρειν χρὴ πρὸ τῶν ἄλλων μετὰ ἰσημερίαν μετοπωρινήν ,
μετὰ δ ' ὡριαῖον διάστημα ἀποσπόγγιζε . Φακοὺς αἶρον . Θέρμους πικροὺς ἐν κονίᾳ βρέχε , ἕως οἰδήσωσιν : λειώσας
6121280 ὑπηρετουσης
, τὰ δὲ ἐξόπισθεν εἰς ἀναγκαίαν κατέχεται χρείαν ὑπὸ τῆς ὑπηρετούσης [ εἰς ] : πτύγματος γὰρ ὑποθέσει τὸν δακτύλιον
ἕκαστον δεῖ ποιεῖν τῶν γινομένων , τῆς ποιούσης αὐτὰ καὶ ὑπηρετούσης , ὡς δῆλον ἐπὶ τῆς ἀρχιτεκτονικῆς . ὅλως δὲ
6115360 προσακηκοα
λυκοσπάδων εἶπον καὶ ἀνωτέρω , καὶ νῦν δὲ εἰρήσεται ὅσα προσακήκοα ἴδια . τὴν ὄψιν ἔχουσι συνεστραμμένην καὶ βραχεῖαν ,
ἐκεῖνο ἔχει βρέφος . Τῆς θαλαττίας τρυγόνος ἴδιον καὶ τοῦτο προσακήκοα . ἐπὶ τῆς ἁλιάδος ὀρχεῖταί τις , ὅταν αὐτὴν
6099623 κατακεκαυμενης
γλυκύτητος τοῦ κατὰ τὸν Νεῖλον ὕδατος : διὰ γὰρ τῆς κατακεκαυμένης αὐτὸν ῥέοντα καθέψεσθαι , καὶ διὰ τοῦτο γλυκύτατον εἶναι
γλυκύτητος τοῦ κατὰ τὸν Νεῖλον ὕδατος : διὰ γὰρ τῆς κατακεκαυμένης αὐτὸν ῥέοντα καθέψεσθαι καὶ διὰ τοῦτο γλυκύτατον εἶναι πάντων
6083184 ἱλαρου
καὶ τῶν ὁμοίων , τὸ ηʹ περὶ ἐπωφελοῦς τέχνης καὶ ἱλαροῦ τινος πράγματος , τὸ θʹ . . . ,
τῶν ἀπεργαζομένων χαρὰς καὶ εὐπαθείας , ὡς μηδένα καιρὸν ἐλλείπειν ἱλαροῦ | βίου , πάντα δὲ τὸν τοῦ ἐνιαυτοῦ κύκλον
6072688 ἐνεπλησεν
, δόκιμον δὲ τὸν υἱόν . . Υ : κόλπον ἐνέπλησεν : ἐνέπρησεν Φιλόξενος καὶ Ἀρίσταρχος . περὶ δὲ τῆς
ὑπὸ χεῖρα λαβεῖν , καὶ βίαν καὶ ταραχήν , ὧν ἐνέπλησεν αὐτῷ καὶ ἀγροὺς καὶ οἰκίαν , ἐῶ . καὶ
6068926 ἀλλαξεις
. . . τί φήις ; θανεῖσθαι ; κοὔποτ ' ἀλλάξεις λέχη ; ταὐτῶι ξίφει γε : κείσομαι δὲ σοῦ
τὴν ῥάβδον , τὸ δέκατον ἅγιον τῷ κυρίῳ . οὐκ ἀλλάξεις καλὸν πονηρῷ : ἐὰν δὲ ἀλλάξῃς , αὐτό τε
6067653 ἀγροικικης
ξενιτείας , τὸ ιʹ περὶ ἐπηρείας τινὸς ἢ ξένης ἢ ἀγροικικῆς αἰτίας , τὸ ιαʹ περὶ κλοπῆς ἢ πράγματος λαθραίου
. τὸ γὰρ κισσύβιον , φησί , λέγεται ἐπὶ συνόδου ἀγροικικῆς , ἔνθα προσήκει μάλιστα τὸ ξύλινον ποτήριον . Κλείταρχος
6058652 μωρων
τὴν οἰκίαν ] τὸν οἰκίσκον τοῦ διδασκάλου . ἀδολεσχῶν ] μωρῶν . , φλυάρων . Ξανθία ] δοῦλος ὢν ὁ
κατὰ πάντα τρόπον τῆς κακίας ὑποσπορά . ὁρμῶνται δὲ ἀπὸ μωρῶν ὀπτασιῶν καὶ μαρτυριῶν ἐν ᾧ εὐαγγελίῳ ἐπαγγέλονται . φάσκουσι
6058632 ἐπαυθη
λόγος , οὗτος δυναστεύων περὶ τὴν Πισαίαν καλουμένην ὁ Οἰνόμαος ἐπαύθη τῆς ἀρχῆς διαβάντος Πέλοπος τοῦ Λυδοῦ ἐκ τῆς Ἀσίας
κεραυνοὶ καὶ ἀστραπαί , πάντες τε ἐσκοτίζοντο . πάλιν δὲ ἐπαύθη ἡ τοιαύτη σύγχυσις , καὶ τὰ ὕδατα κατεβλήθησαν τοσοῦτον
6045756 ἀπλαστου
παραδείσου , ὁ δὲ τοῦ πολυμιγοῦς καὶ γεωδεστέρου σώματος , ἀπλάστου καὶ ἁπλῆς φύσεως ἀμέτοχος , ἧς ὁ ἀσκητὴς ἐπίσταται
μεμορφωμένον , ἀοράτου τῆς ἀρχῆς ὑπαρχούσης , τουτέστι τῆς ὕλης ἀπλάστου καὶ ἀμόρφου οὔσης : ἢ ὅτι εἶδος τοῦ γενικοῦ
6041486 Ἀνδριας
διδόντων . Ἀγαθώνειος αὔλησις : ἡ ἡδίστη καὶ εὐφραντή . Ἀνδριὰς σφυρήλατος : ἐπὶ τῶν ἀναισθήτων . Ἀγέλαστος πέτρα :
ἐπὶ Αἰθιοπίας , ὅπου καὶ Μέμνων ἑὴν ἀσπάζεται Ἠῶ . Ἀνδριὰς γὰρ ἵστατο ἐν Θήβαις ταῖς Αἰγυπτίαις Μέμνονος , διά
6028363 χυτης
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρόν , κατῃσίμωσα
' Ἀτθίδος ἑσμὸν μελίσσης τῆς ἀκραχόλου γλυκὺν συγκυρκανήσας ἐν σκύφῳ χυτῆς λίθου , Δήμητρος ἀκτῇ πᾶν γεφυρώσας ὑγρὸν κατῃσίμωσε πῶμα
6024482 καταιγιδος
κύματος , καὶ ἐπὶ τὴν ἄκραν φθάσαι ἀναταθέντα καὶ δίκην καταιγίδος ἢ στροβίλου ἁρπάσαι τὸν ἄνθρωπον . καὶ τὸ μὲν
πρὶν μὲν ὥσπερ ναῦς ἐξ οὐρίας πλέουσα , ἔπειτα δὲ καταιγίδος δεινῆς ἐγερθείσης κακῶς συντριβεῖσα καὶ τὸν ἐναποκείμενον πλοῦτον ἀποβαλοῦσα
6018308 γαννυμενος
μάντεις δάφνας ἐσθίοντες ἐμαντεύοντο ἵνα τῇ ὀπωπῇ καὶ τῇ ὀσφρήσει γαννύμενος ὁ θεὸς ἀντιδίδωσιν αὐτοῖς τὰς θεοπροπίας * χαίρων *
φόβος . Ἀγησίλαος καὶ φαιδρὸς τὴν ὄψιν , μάλα δὴ γαννύμενος ἐστρατήγησε χάριν οἶδα Τισαφέρνῃ τῆς ἐπιορκίας : ἑαυτῷ μὲν
6016728 Κειμενον
ὅς ἐστι τετράγωνος ἀριθμὸς ἀπὸ πλευρᾶς λζ δεκάτων . . Κείμενον . Αὐτὸς ἄρα ὁ τετράγωνος ἔσται δυνάμεων τεσσάρων μο
ἔσται δυνάμεως μιᾶς , ἤτοι τετράγωνος . . τετραγώνῳ . Κείμενον . Ἀπὸ Ϟοῦ ἑνὸς μος α . Αὐτὸς ἄρα
6006854 λυπουμενης
εὐδαίμονος Κυρήνης πᾶσαν ἔχειν σπουδὴν , ὡς καὶ τῆς πόλεως λυπουμένης καὶ ζητούσης τοὺς φυγαδευθέντας πολίτας , καὶ ὀφείλοντος αὐτοῦ
ἐν τῆι γῆι . ἐρειπομένου ] πίπτοντος . διακναιομένης ] λυπουμένης διὰ τοὺς πολέμους . Προτελείοις : κυρίως ταῖς πρὸ
5997972 ἁβροτητος
, ὡς καὶ ἄνθρωποί τινες δι ' ἔφεσιν τροφῆς καὶ ἁβρότητος περὶ τὸ ζῆν πολλάκις ὡς μοχθηροὶ κινδυνεύουσιν . κάμηλος
Ἴωνας μηδὲ ἐγγὺς ἐφικνεῖσθαι τῆς παρ ' Ὁμήρῳ χορηγίας καὶ ἁβρότητος . Τί δέ , εἶπεν ὁ Φίλιππος , οὐ
5993100 ὠγυγιαν
οἰκτρὸν ] ἐλέους ἄξιον . πόλιν ] τὴν ἡμετέραν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν ἢ τὴν μεγάλην ἀπὸ Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος
Ὠγύγου τινὸς βασιλεύσαντος ἐκεῖσε . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν . θ ὠγυγίαν ] τὴν παλαιάν . ὠγυγίαν ] ἀρχαίαν καὶ παλαιὰν
5988221 φιλαργυροις
πρόβατα ἐπίστευον ; ” οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς φιλαργύροις τὰς παρακαταθήκας ἐγχειρίζοντες εἰκότως ἀποστεροῦνται . λύκος ὑπὸ κυνῶν
δὲ ὅταν ἐντύχωσι τῶν τοιούτων τισὶ μοχθηροῖς καὶ δειλοῖς καὶ φιλαργύροις , ὀλίγου ἄξιόν φασι τὸ πρᾶγμα [ καὶ τὸν
5972626 τυραννικης
πολιτικὰ ἦν τὰ τῶν τότε ἡγεμόνων ἤθη καὶ πλεῖστον ἀπέχοντα τυραννικῆς αὐθαδείας , ἣν σπάνιοί τινες τῶν καθ ' ἡμᾶς
ἡ παῖς δὲ τῆς ἐμῆς ἔργον γινομένη χειρὸς αὐτή τε τυραννικῆς ἄπεισιν ἀσελγείας ἀπηλλαγμένη καὶ τῇ πόλει βεβαίαν ἐλευθερίαν ἀνύσει
5967954 ποτιζει
τὰ σκέλη θερμῷ καταντλεῖ . Μαντίας δὲ καστορίῳ καὶ ἀσφάλτῳ ποτίζει δι ' οἴνου , μελλούσης δὲ τῆς καταφορᾶς καταυλήσει
Εἶτα τί πράττει αὕτη ; Τοὺς εἰσπορευομένους εἰς τὸν Βίον ποτίζει τῇ ἑαυτῆς δυνάμει . Τοῦτο δὲ τί ἐστι τὸ
5964162 διαγραψεις
οὐδὲν ἄν μοι γένοιτο ἄγαλμα ἐκείνου ἥδιον . Ἦ καὶ διαγράψεις μοι αὐτὸν καὶ κοινωνήσεις τοῦ εἴδους ; Χαίρων γε
ὅτι ὁ μὲν ῥόδῳ προσέοικεν , ἡ δὲ μήλῳ . διαγράψεις δὲ καὶ τὸν νεανίαν οἷος ἰδεῖν , οἷος ὀφθῆναι
5961538 ἐδακνεν
. ἐπίκληρον . Ἐπίστιον . ἔποικον κατάλυμα . Ἔκνιζεν . ἔδακνεν , ἀπὸ τῆς πόας . Ἐναγίζειν . χοὰς ἐπιφέρειν
Γαδείρων ἔσθ ' ὁ νοῦς . ἡ Μυῖα δ ' ἔδακνεν αὐτὸν ἄχρι τῆς καρδίας . τουτὶ μὲν ὑπομόχθηρον :
5961274 παρετηρει
καὶ χειμῶνος ἥξουσιν εἰς τὸν γάμον . Ταῦτα φημίσας , παρετήρει τὸν χρόνον , ἐν ᾧ ὑδάτων ἔμελλεν ἔσεσθαι ἐπομβρία
: ἡ διπλῆ ὅτι σκέπτετο ἴσον τῷ οἷον ἀπεσκόπευε καὶ παρετήρει εἰς τὸ μὴ πληγῆναι . . ὡς δ '
5955819 προσαγγελθεντων
, οὔτε ἀγνοίᾳ δοὺς οὔτε ἄλλῃ τινὶ περιστάσει συγγνώμην . προσαγγελθέντων δὲ πολεμίων ἐπὶ τῆς χώρας ἐξεπορεύετο ξίφος ἔχων :
οἱ δὲ Προμάλαγγες ζητοῦσιν ἄν τι τῶν ὑπὸ τῶν Γεργίνων προσαγγελθέντων οὐκ ἀνάξιον εἶναι ζητήσεως δόξῃ , ὄντες τινὲς ἐρευνηταί
5955363 λαβομενα
. λεχθέντα . τὰ περὶ θυσιῶν καὶ γονέων . ψυχῆς λαβόμενα . λαβόμενα : γρ . λαβόμενα . ἀνιδιτί .
καὶ διαμάχεσθαι : εἰ δὲ μή , ἀδείας καὶ ἐξουσίας λαβόμενα μέχρι τῆς ψυχικῆς ἀκροπόλεως ἀναβάντα πᾶσαν ἐκπολιορκήσει καὶ λεηλατήσει
5953486 ἀνειλκον
σχοινίων Γ : ἀντιλάβοιτο . Γ σχοινίοις γὰρ αὐτὴν καταχωσθεῖσαν ἀνεῖλκον . Γ μὴ λαβεῖν ποτ ' ἀσπίδα Γ :
ἐτιτρώσκοντο . ἄλλοι μὲν ἀνέσπων τὰ πρυμνήσια , ἄλλοι δὲ ἀνεῖλκον τὰς ἀποβάθρας , ἄλλοι δὲ ἀγκύρας ἀνιμῶντο : πάντων
5951084 μαστῳ
γε τῆς μὲν μητρὸς οὕτως εἴχετο ὥσπερ οἱ πρὸς τῷ μαστῷ παῖδες , τὸν δὲ ἀδελφὸν ὡς παῖδα ἠσπάζετο ,
τῶν Ἠλείων τοὺς στρατηγούς , νήπιον παῖδα ἔχουσαν ἐπὶ τῷ μαστῷ , λέγειν ὡς τέκοι μὲν αὐτὴ τὸν παῖδα ,
5944957 ἐφιεμενων
τῶν μειζόνων : τουτέστι τῶν παριέντων τὰς πρώτας μαθήσεις καὶ ἐφιεμένων τῶν τελευταίων . Ἐντελεῖς . οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ
τοῦ δημιουργοῦ . φιλαλήθων ἥδε διάκρισις ἐπιστήμης ἀληθοῦς καὶ ὑγιοῦς ἐφιεμένων : οἱ δὲ φάσκοντες διὰ τοῦ θεοῦ τι κεκτῆσθαι
5944184 πυρπνοου
ἀναζέσει ὁ Τυφὼς χόλον ἐν βέλεσι καὶ ῥιπαῖς θερμῆς ἀπλήστου πυρπνόου ζάλης . ζάλην δὲ πυρίπνοον λέγει τὴν ἀνάδοσιν καὶ
στόματος Ἀττικῶς . διὰ στόμα ] διὰ τοῦ στόματος τοῦ πυρπνόου . Ξ καπνὸν μέλανα ἀδελφὸν τοῦ πυρός : αἰόλην
5935013 ἐπιδακνεται
κακῇ ἀλάλυγγι βαρῦνον φῶτ ' ἐπικαρδιόωντα : δύῃ δ ' ἐπιδάκνεται ἄκρον νειαίρης , ἄκλειστον ἀειρόμενον στόμα γαστρός , τεύχεος
πάθους τὸ τῆς καρδίας ἄκρον ὑποδάκνεται δύη ] ὁ πόνος ἐπιδάκνεται ] δάκνει τὴν καρδίαν ἄκρον ] καὶ τὸ ἔσχατον
5933073 δεργματων
, ὠμόφρων φύλαξ , νάματ ' ἔνυδρα καὶ ῥέεθρα χλοερὰ δεργμάτων κόραισι πολυπλάνοις ἐπισκοπῶν : ὃν ἐπὶ χέρνιβας μολὼν Κάδμος
τὴν φωνὴν τὰς ἀκοὰς μηδὲ τὴν θέαν τὰ ὄμματα : δεργμάτων : ἀποσκοπῆς τῶν ὀφθαλμῶν : καὶ δεσπότης μὲν ἱππικοῖς
5927732 ὀμφη
: φωνὴν , βοήν . Ὄσσα ἡ φήμη καὶ ἡ ὀμφὴ , ἐπὶ τῶν μάντεων παρ ' Ὁμήρῳ : σήμαινε
ἐφ ' οἷς ἀπέλιπεν ἄν με καὶ ἡ τοῦ δαιμονίου ὀμφὴ μὴ καθαρὸν ὄντα . καὶ μὴν εἴ τις ἀφελὼν
5926058 ἀναπεμψαι
ἐκκορυφῶσαι δηλοῖ , τὸ ἀποκαλύψαι καὶ εἰς ἄκραν γνῶσιν ἡμᾶς ἀναπέμψαι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως . Δηλοῖ δὲ τὸ ἐπαγόμενον .
ἐκκορυφῶσαι δηλοῖ τὸ ἀποκαλύψαι καὶ εἰς τὴν ἄκραν γνῶσιν ἡμᾶς ἀναπέμψαι τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως . δηλοῖ τὸ ἐπαγόμενον : τὸ
5920451 μισητου
τοῦ μισητοῦ . ἐχθίστου ] τῆς Σφιγγός . ἐχθίστου ] μισητοῦ τῇ πόλει . θ δάκους ] θηρός . δάκους
: ὦ στυγνὸν ὄχημα : ἀντὶ τοῦ : ὦ τοῦ μισητοῦ ἱππασμοῦ : τίς ἐφέστηκεν : γράφεται ἐνδέξια χωρὶς τοῦ
5920293 πορευσαι
ἡδύθροον πνέοντ ' , ἀγρῶν ταμίαν , χρυσέαν ἄρνα καλλίποκον πορεῦσαι . πετρίνοις δ ' ἐπιστὰς κᾶρυξ ἰαχεῖ βάθροις :
πορεύεσθαι μετὰ ἡγεμόνος ἐκείνου ᾧ δὴ προστέτακται τοὺς ἐνθένδε ἐκεῖσε πορεῦσαι : τυχόντας δὲ ἐκεῖ ὧν δὴ τυχεῖν καὶ μείναντας
5915766 Φαλακρος
. Φαέθοντα τόκον : ἐπιφανῆ καὶ καταπληκτικὸν τὴν πρόσοψιν . Φαλακρὸς κτένα , Εὐνοῦχος παλλακήν , Κωφὸς αὐλητήν , Κάτοπρον
Φαλάριδος ἀρχή : ἐπὶ τῶν ὠμῶς τῇ ἀδικίᾳ χρωμένων . Φαλακρὸς κτένα : ἐπὶ τῶν εἰς μηδέν τι συντελούντων :
5912532 ὠλιγωρησαν
εἶναι , ἡμῶν δὲ καὶ τοῦ ἡμᾶς διδάξαι καὶ πεῖσαι ὠλιγώρησαν . ὑποθέμενοί τε γὰρ τὰς ἀρχὰς θεούς τε καὶ
πραγμάτων ὑπολαμβάνοντες τὰ μὲν ἄγαν ἠκρίβωσαν , τῶν δὲ ῥᾳθύμως ὠλιγώρησαν : οὓς μεμψαίμην ἂν ἔγωγε τῆς εὐχερείας : ἔδει
5911880 προηγεισθω
τῷ ψεύδει χρῶ ὡς φαρμάκῳ . καιρὸς τῶν λόγων σου προηγείσθω . λέγε ὅτε σιγᾶν οὐ καθήκει . περὶ ὧν
ἐστὶν ἀσφαλής . ἐπαγέτω τὸ δεξιὸν κέρας : Ἀντὶ τοῦ προηγείσθω τὸ δεξιὸν μέρος . ὡς ἐπὶ πολέμου δὲ τοῦτό
5911460 ὑπηνητην
. Παρμένων : παῖδ ' οὔτε γένυσιν πυρρὸν οὐθ ' ὑπηνήτην . θέρεος μέσῳ ἤματι : μεσούσης ἡμέρας ἢ ἐν
, παῖδα δὲ εἰς ἀεὶ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ τὸν Ἑρμῆν ὑπηνήτην καὶ τὸν Ποσειδῶνα κυανοχαίτην καὶ γλαυκῶπιν τὴν Ἀθηνᾶν .
5909161 ἀμαυροτερας
αὐχμῶδες σφόδρα , καθάπερ τοῦ σφάκου , καὶ τὰς ἐντομὰς ἀμαυροτέρας ἔχον καὶ ἐπικεχαραγμένον ἧττον . Κονύζης δὲ τὸ μὲν
δὲ λέγεται στενουμένης τῆς κόρης , ὡς κεντήματι ἐοικέναι καὶ ἀμαυροτέρας καὶ ῥυσοτέρας γινομένης , ἢ ἐξ ἀσθενειῶν ἐπικινδύνων ,
5908075 σμικρολογια
; Μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας : ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ τοῦ ὅλου καὶ παντὸς ἀεὶ ἐπορέξεσθαι θείου
, μή σε λάθῃ μετέχουσα ἀνελευθερίας . ἐναντιώτατον γάρ που σμικρολογία ψυχῇ μελλούσῃ φιλίας ἀληθινῆς ἐπορέξεσθαι . ὁρῶμεν γάρ που
5906379 ἀθηρια
οἰκίας τῶν Μαυρουσίων οἱ λέοντες φοιτῶσιν , ὅταν αὐτοῖς ἀπαντήσῃ ἀθηρία καὶ λιμὸς αὐτοὺς ἰσχυρῶς περιλάβῃ . καὶ ἐὰν μὲν
τοὺς τιθασούς , οἵπερ οὖν ἐοίκασι ταῖς παλευτρίαις πελειάσιν , ἀθηρία τε αὐτοῖς ἐστι καὶ ἐκεχειρία . οὐδ ' ἂν
5902444 ἀθυρον
βίου ταῖς δυσμαῖς ἐξοκείλαντάς τε καὶ ναυαγήσαντας ἢ περὶ γλῶτταν ἄθυρον ἢ περὶ γαστέρα ἄπληστον ἢ περὶ τὴν τῶν ὑπογαστρίων
καὶ δέχεσθαι ἀνάγκη πᾶν τὸ προσπῖπτον αὐτῇ , ὥσπερ οἴκημα ἄθυρον καὶ ἀνεῳγμένον . Σὺ δὲ τὴν μὲν ἀκοὴν ἐξεῖλες
5899683 ἀφισταμενη
κρείττοσι πολλαπλασιάζῃ ἑαυτῆς τὰς νοήσεις : φθίσις δὲ ὅταν ἐκεῖθεν ἀφισταμένη ἀσθενεστέρα ἑαυτῆς γίνηται καὶ ἀργοτέρα ταῖς νοήσεσι : πάλιν
περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν . πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ
5899440 εἰκαια
ταλάσσει καὶ κυβερνῆσαι τάλας αὐτουργότευκτον βᾶριν , ἐς μέσην τρόπιν εἰκαῖα γόμφοις προστεταργανωμένην . ἧς οἷα τυτθὸν Ἀμφίβαιος ἐκβράσας τῆς
φιλοσοφίᾳ ἐπολέμει . Φέρ ' ἐπαμύνωμεν τῷ λόγῳ , μὴ εἰκαῖα φλυαρῶμεν . Καὶ δή μοι δοκῶ βούλεσθαι μὲν ταῦτα
5898984 καθυγρων
ἢ στρατοπέδου , τὸ δὲ γʹ περὶ πραγμάτων καὶ πράξεων καθύγρων , τὸ δὲ δʹ περὶ πλοῦ καὶ τῶν ὁμοίων
ξενιτείας ἢ στρατοπέδου , τὸ γʹ περὶ πραγμάτων ἢ πράξεων καθύγρων , τὸ δʹ περὶ πλοῦ καὶ τῶν ὁμοίων ,
5894790 Φυλαττεσθαι
ἐπιτήδειοι , καὶ πέρδικες καὶ στρουθοὶ ὄρειοι καὶ μαλακόσαρκοι . Φυλάττεσθαι δὲ τὰ ἐν ἕλεσι καὶ ποταμοῖς διαιτώμενα καὶ τὰ
λιπαρῶν κατὰ μῆνα ἔσθιε ἅπαξ , ἢ ὁσάκις βούλει . Φυλάττεσθαι δὲ χρὴ τὴν συνεχῆ χρῆσιν τῶν σφοδρῶς ψυχόντων ἐπί
5894460 ἐρευνᾳ
καὶ οὐκ ἐν ἔθει , ἀλλὰ τὸν ἐνδεδυκότα αὐτοῖς νοῦν ἐρευνᾷ καὶ μικρᾶς ἐνδοθείσης ἀρχῆς δεῖται ἐλάχιστα ἑρμηνέως . τὸ
ἐξ αὐτῶν γεννώμενα δι ' ὅλου σκαλεύει καὶ τὰ κεκρυμμένα ἐρευνᾷ . Ψιλοῦσθαι καὶ πιττοῦσθαι βλάβας καὶ ζημίας σημαίνει .
5893754 ὀψομενος
ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαίως τὸ γεγονὸς ὀψόμενος . τῶν δὲ ὑποτυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν : „
Κατῆλθε μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ αἰπόλιον τάς τε αἶγας ὀψόμενος καὶ τὸν νέμοντα . Χλόη μὲν οὖν εἰς τὴν
5889923 ἐμπληκτον
ἡ δὲ τοῦ φαύλου ἡδονὴ λεγομένη πρὸς τὴν θηριώδη καὶ ἔμπληκτον ὁμοιοῦται κίνησιν . ἡδοναὶ γὰρ καὶ λύπαι μεθιστᾶσιν ,
καὶ ἀκροσφαλές , φερόμενον , ἄπιστον , ἀσαφές , καὶ ἔμπληκτον . Εἰ τοιοῦτον ἡ ψυχή , οὔτέ τι οἶδεν
5888701 λαθραιου
, μισητῆς κυνὸς λείξασα κἀκτείνασα φαιδρὸν οὖς δίκην , ἄτης λαθραίου τεύξεται κακῇ τύχῃ . τοιάδε τόλμα : θῆλυς ἄρσενος
. ἀναστάτης ] πορθητής . μισητῆς ] τῆς Κλυταιμνήστρας . λαθραίου ] κεκρυμμένης . νιν ] αὐτήν . δυσφιλὲς ]
5881222 Ἀργιλλον
Διόνυσον : ὃς ἀκμάσας εἰς τιμὴν τῆς μητρὸς τὸν λόφον Ἄργιλλον μετωνόμασε : στρατολογήσας δὲ Πᾶνας καὶ Σατύρους , ἰδίοις
Ἄργην νύμφην ἁρπάσας , ἀπήνεγκεν εἰς ὄρος τῆς Αἰγύπτου , Ἄργιλλον καλούμενον : καὶ ἐγέννησεν ἐξ αὐτῆς υἱὸν , καλούμενον
5881104 καταγεγραφθω
ἀναγεγράφθω γὰρ ἀπὸ τῆς ΔΒ τετράγωνον τὸ ΒΕ , καὶ καταγεγράφθω τὸ σχῆμα . ἐπεὶ τὸ ΒΕ ἐστι τὸ ἀπὸ
ΓΒ . ἀναγεγράφθω γὰρ ἀπὸ τῆς ΑΒ τετράγωνον , καὶ καταγεγράφθω τὸ σχῆμα . φανερὸν μὲν οὖν , ὅτι τὰ
5879270 ἰσχυροποιει
λέγει τί ἐδόξασεν ἕκαστος αὐτῶν τῶν παλαιῶν περὶ αὐτῆς καὶ ἰσχυροποιεῖ τὰς δόξας αὐτῶν , εἶτα καὶ ἀνατρέπει αὐτάς .
καὶ ἄδοξόν φησιν . ῥεῖα : εὐκόλως . βριάει : ἰσχυροποιεῖ : αὔξει . χαλέπτει : εἰς χαλεπώτατα ἄγει .
5871639 εὐλογημενον
πάντας τοὺς αἰῶνας , καὶ τὸ ὄνομά σου ἅγιον καὶ εὐλογημένον εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας . . αἰῶνας : καὶ
ζῶντα καὶ ἐσθίει ἄρτον εὐλογημένον ⌈ ζωῆς καὶ πίνει ποτήριον εὐλογημένον ἀθανασίας καὶ χρίεται χρίσματι εὐλογημένῳ ⌉ ἀφθαρσίας , φιλῆσαι
5868324 ἀπολαυσῃς
τῆς σῆς ἀρετῆς , σὺ δὲ τῶν παρὰ ταύτης τιμῶν ἀπολαύσῃς , προθυμότερόν σοι παρεκελευσάμην . καὶ γὰρ οὐδ '
ζόφῳ . Σιώπα , ὦ Ἥλιε , μή τι κακὸν ἀπολαύσῃς τῶν λόγων . ἐγὼ δὲ παρὰ τὴν Σελήνην ἀπελθὼν
5866034 περιεργου
προσηκούσης φυσικὸν καὶ τοῦτ ' εἶναι . τὸ δὲ ἐπιθυμεῖν περιέργου τροφῆς ἢ περιέργου τε καὶ τρυφερᾶς ἐσθῆτός τε καὶ
, ἀλλ ' ἀπατᾶι τοὺς φίλους προσποιούμενος ὑπὸ ποικίλης καὶ περιέργου γνώσεως ἀληθὴς εἶναι φίλος . ὄμματα δὲ φωτὸς εἶπεν
5865922 χαλεπανει
φάσκειν τετοκέναι ; τί δὴ γὰρ οὔ ; ὁ πατὴρ χαλεπανεῖ σοι . πεπαύσεται πάλιν . ἐρᾶι γάρ , ὦ
. νὴ τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος
5865831 πανσοφος
προ [ ] ἐπὶ τοῦ τραχὺ ἀκούει . τὸ δὲ πάνσοφος ἡ εἰωθυῖά ἐστι τοῦ Σωκράτους εἰρωνεία : τὸ γὰρ
ἀγχιστεύει . οὔκουν δεοίμην ἂν εὔχεσθαι ἔτι , καθάπερ ὁ πάνσοφος Πλάτων , ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ γένους τοῦ ἀνθρωπίνου ,
5864475 Γαλη
Ἄμασιν τοῦτο ἔλεγον . ἄλλοι δὲ ἐπὶ τῶν σπανίων . Γαλῆ Ταρτησία : ὡς μεγάλων ἐκεῖ γινομένων . Γαλῇ χιτών
τρίτον ἐκείνων ἀλλὰ κατ ' ἰδίαν Φιλάληθες ἢ Ἐνόδιον . Γαλῆ δὲ γυναῖκα σημαίνει πανοῦργον καὶ κακότροπον καὶ δίκην :
5864012 ἑωρας
, σε Καλλίαν τουτονὶ προαγωγεύσαντα τῷ σοφῷ Προδίκῳ , ὅτε ἑώρας τοῦτον μὲν φιλοσοφίας ἐρῶντα , ἐκεῖνον δὲ χρημάτων δεόμενον
ἄν σοι τεκμήριον ὅτι μοχθηροί εἰσι τούτων διδάσκαλοι , εἰ ἑώρας αὐτοὺς διαφερομένους ; Ἔμοιγε . Τί δὲ δή ;
5861406 ἀκαταστασια
πόνος καὶ ὀφθαλμίαι καὶ ἐντέρων κακώσεις καὶ θάνατος οἰκείων καὶ ἀκαταστασία καὶ θόρυβοι ἰσχυροί . Καὶ ἐν μὲν ἰδίῳ ζῳδίῳ
ἀκρασία πνευμάτων . Ἱππάρχῳ ὑετία . ιεʹ . Αἰγυπτίοις ἀέρος ἀκαταστασία καὶ ὑετός . Εὐκτήμονι καὶ Φιλίππῳ ἀκρασία πνευμάτων .
5856653 ἀπολυσασα
, βάρβαρε . τοῦ θηριώδους καὶ παρασπόνδου βίου ἡμᾶς γὰρ ἀπολύσασα καὶ τῆς δυσχεροῦς ἀλληλοφαγίας , ἤγαγ ' εἰς τάξιν
, πρὶν τὸ θερμὸν ὕδωρ ἐπιβαλεῖν , κεχηνότα , κἀκείνην ἀπολύσασα τῶν ὠδίνων , καὶ συντελέσασά γε ὅσα ἐπὶ ταῖς
5856220 εὐκαμπη
. Ἡ κρικηλασία δύναται μαλάξαι τὰ συντεταμένα τῶν σωμάτων καὶ εὐκαμπῆ παρασκευάσαι τὰ κατεσκληκότα διὰ τοὺς ἐξελιγμοὺς καὶ τὴν ποικιλίαν
δεῖ κρεμνᾶν χάριν τοῦ διάστασιν λαμβάνειν | τοὺς σπονδύλους καὶ εὐκαμπῆ τὴν ῥάχιν ἀποτελεῖσθαι καὶ τὰ νεῦρα καθάπερ ἐκ συστροφῆς
5854192 ὑποπλεκειν
, καὶ κύουσι τριῶν ἐτῶν . λέγουσι δὲ νεοττιὰν μὴ ὑποπλέκειν γῦπα . τοὺς δὲ αἰγυπιούς , ἐν μεθορίῳ γυπῶν
ὀρύττειν τε αὐτόν φασιν αὐτοὺς καὶ ἐκ τούτου τὰς καλιὰς ὑποπλέκειν , τὸ δὲ ἀπορρέον Ἰνδοὺς λαμβάνειν . Ἰνδοὶ δὲ
5854112 ἐπικτασθαι
πλεῖστον ἐξῆν , τῇ τε πόλει συνεβούλευε μήτ ' ἀρχὴν ἐπικτᾶσθαι μήτ ' ἔξω τῶν ἀναγκαίων μηδὲν πραγματεύεσθαι , ἀλλ
δίνηι τε φερόμενον αὐτόν , ὧν ἂν ἐπιψαύσηι , ταῦτα ἐπικτᾶσθαι . τούτων δέ τινα συμπλεκόμενα ποιεῖν σύστημα , τὸ
5852961 χολερας
ἐπὶ πλέον τὸ κακοστόμαχον καὶ ἐμετικὸν ἀμέτρως βρωθέντες τὸ τῆς χολέρας ἐργάζονται πάθος . ὅτι δὲ τὸ ἐμετικὸν ἔχουσι καὶ
, οὔτε μὴν τῶν παρὰ φύσιν , οἷον πυρετοῦ καὶ χολέρας , οὔτε τῶν κατὰ μέρος , οἷον Σωκράτους καὶ
5850192 ἠχουντων
Παρήχησις δέ ἐστι κάλλος ὁμοίων ὀνομάτων ἐν διαφόρῳ γνώσει ταὐτὸν ἠχούντων . γίνεται δέ , ὅταν δύο ἢ τρεῖς ἢ
; ἀλλ ' ὥσπερ αὐλοῦ , φασί , καὶ ὀργάνου ἠχούντων ὁ αὐλὸς οὐκ ἐξακούεται διὰ τὸ μείζονα ἦχον ἔχειν
5848931 ἡβαι
; ἀμαθὲς καὶ τὸ βούλεσθαι τάδε . ] ὅταν γὰρ ἡβᾶι δῆμος εἰς ὀργὴν πεσών , ὅμοιον ὥστε πῦρ κατασβέσαι
λῆμα μὲν οὔπω στόρνυσι χρόνος τὸ σόν , ἀλλ ' ἡβᾶι , σῶμα δὲ φροῦδον . τί πονεῖς ἄλλως ἃ
5847480 ἡνιοχειας
καὶ τῶν αἰσχίστων ὑποκριταὶ εἶχον αὐτὸν ὑποχείριον . ἁρμάτων τε ἡνιοχείας καὶ θηρίων ἐξ ἀντιστάσεως μάχας ἐπαιδεύετο , τῶν μὲν
συνεκρότει , ἱπποδρόμους τε κατασκευάσας καὶ θέατρα , διά τε ἡνιοχείας καὶ πάντων θεαμάτων τε καὶ ἀκροαμάτων πλείστων εὐωχούμενον τὸν
5847374 ἀποφηνῃ
καὶ διασπάσῃ τοῖς ὄνυξι καὶ ἀποδρὰς οἴχηται καὶ τοῖς ἀγρευταῖς ἀποφήνῃ τὸν κάματον μάταιον , οἷον φιλεῖ συμβαίνειν πολλάκις ἐν
ἔχων ἐπιεικῆ , ἵνα τὰς μούσας αἷσιν χρῆται μὴ προαγωγοὺς ἀποφήνῃ : οὐδ ' , ὅτε πρῶτόν γ ' ἦρξε
5845260 φυκιον
ἢ ἔτι καὶ φοινίσσον : τὸ ξανθίζον φῦκος , ἤγουν φυκίον τῆς θαλάσσης , καταμίσγεο , καὶ ἡ καυκαλὶς δὲ
πρινίνων ἁλουργίσι περιβάλοι καὶ τῷ ἄλλῳ κόσμῳ τῷ ἑταιρικῷ καὶ φυκίον ἐντρίβοι καὶ ψιμύθιον τῷ προσώπῳ . Ἡράκλεις ὡς καταγέλαστον
5845086 γενητου
γὰρ αὐτὴ ἡ ὕλη ἕν τί ἐστι τῶν στοιχείων τοῦ γενητοῦ : διώρισται ἄρα . Πόρρω ἄρα τῆς ἀδιορίστου φύσεως
γέλωτα , καταδείσασα μή ποτε ἄρα τὸ χαίρειν οὐδενὸς ὂν γενητοῦ , μόνου δὲ τοῦ θεοῦ , σφετερίζηται : διόπερ
5843347 ἀναπλεων
γὰρ ὑετὸν οὐκ ἐκδέχεται . Τὴν λεπτόγειον γῆν , καὶ ἀνάπλεων ῥιζῶν καὶ θαμνώδους πόας , μετὰ τὰς εἰδοὺς τὰς
ὁ λόγος ὡς ἡ ὄντως εὐσέβεια κοῦφόν ἐστι καὶ σωφροσύνης ἀνάπλεων καὶ ἥκιστα ἀχθεινόν : εὐφημία γὰρ εὐκολώτατος πόνων .
5839661 ὀλλυμενας
- εντ ' ὀλολυγμὸν ἀνδρὸς θεινομένου , γυναικός τ ' ὀλλυμένας : τί γὰρ κεύθω † φρενὸς θεῖον ἔμπας †
λαοῦ . λαΐδος ὀλλυμένας ] ἤτοι τῆς λείας . λαΐδος ὀλλυμένας ] τῶν πολιτῶν . λαΐδος ] τῆς λαφυραγωγίας .
5838283 πανδοκουσα
ὑποδεχομένη . πάντα πόνον τῆς παιδικῆς ἡλικίας ὑποδεχομένη . . πανδοκοῦσα παιδίας ὄτλον ] δεχομένη παιδεύσεως κακοπάθειαν , πόνον .
ἡ ] αὕτη . νέους ] ὑμᾶς ὄντας . . πανδοκοῦσα ] ὑπομείνασα καὶ προσδεχομένη ἅπασαν παιδεύσεως κακοπάθειαν . .

Back