, ὁ γλυκὺς Ῥώμης κλάδος , ὁ παγγάληνος , ὁ σφαγεὺς τῶν βαρβάρων , ὁ πανσέβαστος καὶ διώκτης Συρίας , | ||
δὲ κατήγορος σὺ , καὶ τὰ ψεύδη μαρτυρεῖς , καὶ σφαγεὺς ἄδικος τῶν ἀθλίων παίδων γεγένησαι : τί καὶ νῦν |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός | ||
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον , |
ἀντὶ Ἐπειῶν ἀπὸ τοῦ Ἠλείου μεταβεβλήκασιν . Ἠλείου δὲ ἦν Αὐγέας : οἱ δὲ ἀποσεμνύνοντες τὰ ἐς αὐτόν , παρατρέψαντες | ||
ἐξειργάσατο ἐκτρέψας τοῦ Μηνίου τὸ ῥεῦμα ἐς τὴν κόπρον : Αὐγέας δέ , ὅτι τῷ Ἡρακλεῖ σοφίᾳ πλέον καὶ οὐ |
ὅτι διὰ πυρὸς ἡ κατασκευή . πικρὸς ] χαλεπός . λυτὴρ ] καταλυτής . λυτὴρ ] διαχωριστής . λυτὴρ ] | ||
τῷ γʹ ἰαμβικόν . ἐπὶ τῷ τέλει παράγραφος . πικρὸς λυτὴρ νεικέων : πόντιος , ὅτι οἱ Χάλυβες παράλιοί εἰσιν |
καὶ διεχρήσατο ἐς κατάπληξιν ἑτέρων . ἐπί τε τὰ πλήθη παρερχόμενος ἐδημαγώγει καὶ τοὺς δεσμώτας αὐτῶν ἐξέλυεν , οὓς ὁ | ||
μέθυσός ἐστιν . ΓΘ Κοννᾶς ] οὗτος αὐλητὴς ἦν μέθυσος παρερχόμενος εἰς συμπόσια συνεχῶς ἐστεμμένος . πίνειν ἐν τῷ πρυτανείῳ |
θυμῷ πολλάκι μὲν πληγέντος ὑπ ' ἀγκίστροιο δαφοινοῦ ἄλλος ἐπαΐξας πρόμαχος σκάρος ἰχθὺς ὀδοῦσιν ὁρμιὴν ἀπέκερσε καὶ ἐξεσάωσεν ἑταῖρον καὶ | ||
ὅτι δικαίως προμάχεται τῆς πόλεως . πόλεως ] συνίζησις . πρόμαχος ] βοηθός . ὄρνυται ] διεγείρεται . ὄρνυται ] |
ἀπὸ τοῦ ὑμέτερος ὑμός , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἁμέτερος ἁμός Δωρικῶς . ἢ θέμα ἐστὶ τῆς Δωρίδος διαλέκτου . | ||
ἁμῶς , καὶ ἐν συνθέσει ἁμωσγέπως . ἀπὸ δὲ τοῦ ἁμός γίνεται ἁμόθεν ἐπίρρημα : καὶ ὥσπερ ἀπὸ τοῦ καλός |
τεχνουργηθείς . συθεὶς ] ὁρμηθείς , ἤγουν κατασκευασθείς . θ θηκτὸς ] ἠκονημένος . θ σίδαρος ] ἤγουν τὸ ξίφος | ||
σίδηρος ὁ πόντιος , ὁ ἐκ πυρὸς συθεὶς καὶ ὁρμηθεὶς θηκτὸς καὶ ἠκονημένος πικρὸς μεριστὴς τῶν χρημάτων . τὸ δὲ |
, πρόβολος ἐμός , σωτὴρ δόμοις , ἐχθροῖς βλάβη , λυσανίας πατρῴων μεγάλων κακῶν : ὃν κάλεσον τρέχων ἔνδοθεν ὡς | ||
δίκην πύργου . ἀνιαρός ] ⌈ γρ . βλάβη . λυσανίας ] λυτὴρ τῶν θλίψεων . ἐνταῦθα παίζει τὸν Εὐριπίδην |
ὦ κατάρατε καὶ γραμματοκύφων καὶ πάλιν ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος , περίτριμμα ἀγορᾶς , ὄλεθρος γραμματεύς καὶ πάλιν τί οὖν , | ||
ἢ Ῥαδάμανθυς ἢ Μίνως ὁ κατηγορῶν , ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος περίτριμμα ἀγορᾶς ‚ [ ἀρουραῖος Οἰνόμαος , παράσημος ῥήτωρ ] |
ἤγουν τὸν σκοτεινὸν , ἢ τὸν πλατὺν , ἀνώνυμοι . Θάνατος δὲ κατέσχεν αὐτοὺς μέλας , ἀντὶ τοῦ σκότου ποιητικὸς | ||
κατὰ τὸν οἰκεῖον ὅρον , κατὰ τὸ δέον : ὁ Θάνατος ὁρᾷ τὸν Ἀπόλλωνα πρὸ θυρῶν καὶ δέδοικε μὴ αὐτὴν |
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων , Ἀμφοτερὸς ἢ Στιλβίδης ; Γ πιέζει Γ : ἀντὶ τοῦ “ λυπεῖ | ||
δῆτά σοι τῶν μάντεων ; πότερος ἀμείνων ἀμφοτέρων ; ἢ Στιλβίδης ; Ἱερόκλεες βέλτιστε χρησμῳδῶν ἄναξ καὶ τῷ Πυριλάμπους ἆρα |
βραδὺς ὠφελῆσαι , ταχὺς βλάψαι , διαβαλεῖν προχειρότατος , ὑπερασπίσαι μελλητής , δεινὸς φενακίσαι , ψευδορκότατος , ἀπιστότατος , δοῦλος | ||
Λυκόφρονος , ὅπερ ἔγωγε οὐ πάνυ ἐπαινῶ . ὀνόματα δὲ μελλητής μελλητικός , καὶ ἴσως ὀκνηρός , καὶ βραδὺς καὶ |
Ἤλιδι ναιετάασκε , ῥύσι ' ἐλαυνόμενος : ὃ δ ' ἀμύνων ᾗσι βόεσσιν ἔβλητ ' ἐν πρώτοισιν ἐμῆς ἀπὸ χειρὸς | ||
ὦ Ἀριστοκλείδη πρῶτον οἰκτίρω φίλων : ὤλεσας δ ' ἥβην ἀμύνων πατρίδος δουληΐην . εὖτέ μοι λευκαὶ μελαίναις ἀνεμεμίξονται τρίχες |
ἀγοραία δίκη : ἡ δικαιολογία . ἀγοραῖος : εὐτελής , χυδαῖος . ἀγοραῖοι : οἱ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀναστρεφόμενοι ἄνθρωποι | ||
τῆς ἀρᾶς ] . Τὰ ἀπὸ ἐπιῤῥημάτων προπερισπῶνται : χύδην χυδαῖος , ἄντην ἀνταῖος . τὸ μέντοι μάτην μάταιος , |
καὶ μνημονεύεταί τις ἑταίρα πρὸς τὴν ὀνειδίζουσαν , ὅτι οὐ φιλεργὸς εἴη οὐδ ' ἐρίων ἅπτοιτο , εἰπεῖν ” ἐγὼ | ||
ὅτι πᾶν τὸ παρὰ καιρὸν δρώμενον ἐπονείδιστον . γυνὴ χήρα φιλεργὸς θεραπαινίδας ἔχουσα ταύτας εἰώθει νυκτὸς ἐπὶ τὰ ἔργα ἐγείρειν |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
, φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , | ||
τῶν περὶ τὰ πολεμικά , φιλογυμναστής τέ τις ὢν καὶ φιλόθηρος . Ἔστι γάρ , ἔφη , τοῦτο τὸ ἦθος |
Εὐβούλου πολιτευμάτων , ἐν ἅπασι δὲ τούτοις ἐγὼ τέταγμαι . Μόνος δ ' ἐν τῷ λόγῳ φαίνεται κηδεμὼν τῆς πόλεως | ||
' ἰσχὺν δὲ τὴν ἑκάστοις προσοῦσαν τοῦ πράγματος βραβευομένου . Μόνος δὲ Καῖσαρ , ᾧ τὸ σύμπαν κράτος κατελέλειπτο νομίμως |
λύγκα θηρατηρίαν ἔρωτος , ἀστραπήν τιν ' ὀμμάτων ἔχει . Λικύμνιος δὲ τὸν Ὕπνον φήσας ἐρᾶν τοῦ Ἐνδυμίωνος οὐδὲ καθεύδοντος | ||
δὲ Στρατοβάτης Γοργοφόνος , Φυλόνομος , Κελαινεὺς καὶ ἕτεροι καὶ Λικύμνιος νόθος ἀπὸ Μηδείας Φρυγιακῆς ἦλθον πρὸς αὐτὸν τὸν Ἠλεκτρύωνα |
καρδία τάλαινα , πρὶν μὲν ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί , ἐς θοὐμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ , Ἕλληνας ἄνδρας | ||
Χαλκηδόνιος , ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος , τά τε ἄλλα ἦν φιλοικτίρμων καὶ οὐ μόνον φιλάνθρωπος , ἀλλὰ καὶ πολλὰ τῶν |
συγκεχυμένη μήθ ' ὑπερβατὴ ἔσται : τὰ γὰρ οὕτω λεγόμενα δύσγνωστα συμβαίνει . μετὰ δὲ συνδέσμους , οὓς ἂν προείπῃς | ||
ἦν θηρίον , ὡς οἱ πολλοὶ νομίζουσιν , ἀλλὰ χρησμολόγος δύσγνωστα τοῖς Θηβαίοις λέγουσα καὶ πολλοὺς αὐτῶν ἀπώλλυεν ἐναντίως τοῖς |
. ὁ Ποσειδὼν δὲ ὁ τῆς θαλάσσης ἔφορος , ὁ φροντιστὴς καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας | ||
, κινδυνεύω ἐγώ , ὥσπερ σὺ λέγεις , τῷ ὄντι φροντιστὴς εἶναι : νῦν γοῦν σκοπῶ ὅπως ἂν ὁ μὲν |
ἀεὶ τῶν κρεῶν . λέγεταί που μίαν εἰ διέλειπεν ἡμέραν ἄγευστος ἐπιτίθεσθαι τὸ πάθημα πάντως , ἕως ἐνεπλήσθη . , | ||
γῆς τῷ ἀτάφῳ , οὐδὲ σώματος ἅψεται . μένει δὲ ἄγευστος καὶ ποτοῦ , ἐὰν ἐς αὔλακα ἐποχετεύῃ εἷς ἄνθρωπος |
συναθροιστάς . μάντεις . ὡς Ἀπίων . . α : ἀγύρτης : πτωχός , ὀχλαγωγός . . . ἔστι δὲ | ||
τὴν νύμφην . , . . ἀγύρτης ἦν γὰρ αὐτὸς ἀγύρτης τῷ ὄντι καὶ φιλομαντευτής . , ; , . |
Ἀντιφάτης , οὗ Ὀϊκλῆς , οὗ Ἀμφιάραος : Βίαντος δὲ Ταλαὸς , οὗ Ἄδραστος : Προίτου δὲ Μεγαπένθης , οὗ | ||
Αἰόλου Κρηθεὺς , οὗ Ἀμυθάων , οὗ Βίας , οὗ Ταλαὸς , οὗ Ἄδραστος : μέχρι ταύτης τῆς ἡμέρας , |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
* . Ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : Ὅμηρος : Ἀλκίνοε , πάντων ἀριδείκετε ἀνδρῶν . παρὰ τὸ δείκω ῥῆμα | ||
” τὸν δ ' ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ Ἀλκίνοε κρεῖον , πάντων ἀριδείκετε λαῶν , ὥρη μὲν πολέων |
καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
ἁπάντων ἡδονήν . ἀφ ' ἧς ἐξαναστὰς ὁ ἱερεὺς καὶ θεραπευτὴς τοῦ μόνου καλοῦ Φινεές , ὁ τῶν σωματικῶν στομίων | ||
σύμβολον ὁ βραχίων πόνου καὶ κακοπαθείας : τοιοῦτος δὲ ὁ θεραπευτὴς καὶ λειτουργὸς τῶν ἁγίων , ἀσκήσει καὶ πόνῳ χρώμενος |
' ἀναβακχεύει : τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ ὅ ς ' ἀναβακχεύει , ἵν ' ᾖ ὅπερ σε , τὸ αἷμα | ||
τίς φόνιος οὗτος ἀγὼν , ματέρος αἷμα σᾶς ὅ σε ἀναβακχεύει , ἔρχεται θοάζων σε τὸν μέλεον , ᾧτινι , |
συγγενὴς λέγεται , καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας | ||
ὡς τάσσω τάξω , τακτὸς , ἄτακτος , ἀτακτῶ . Ἑταῖρος . ἔθος ἐθαῖος ὁ συνήθης , καὶ πλεονασμῷ τοῦ |
ἀλλὰ καθαρός εἰμι , ἄναξ , ἐν χειρῶν γὰρ νόμῳ ἔκτεινα . Κείων : ἐκαλεῖτο μὲν Ὑδροῦσα ἡ νῆσος , | ||
Δαναΐδαι δεύτερον ] , ὑμῖν ἀμύνων οὐδὲν ἧσσον ἢ πατρὶ ἔκτεινα μητέρ ' : εἰ γὰρ ἀρσένων φόνος ἔσται γυναιξὶν |
. Δούλῳ γενομένῳ σὺ δουλεύειν φοβοῦ : Ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ . Εὐημερῶν μέμνησο καὶ τοῦ θανάτου . Ἑρμηνεία | ||
γενομένῳ , δοῦλε , δουλεύων φοβοῦ : ἀμνημονεῖ γὰρ ταῦρος ἀργήσας ζυγοῦ . Ἐλεύθερος πᾶς ἑνὶ δεδούλωται , νόμῳ , |
σου ποιοῦ δυσμενῆ : † ἄλλως : οὐκ ἔστιν οὕτω στερρὸς : τὸ γὰρ στερρός ἀντὶ τοῦ στερρά , ὥσπερ | ||
ἔστιν οὕτω στερρός : τὸ ἑξῆς : οὐχ οὕτως ἐστὶ στερρὸς φύσις ἀνθρώπου , ἥτις οὐκ ἂν ἐκβάλοι δάκρυον τῶν |
κοῦφος , ἐλαφρός , δρομικός , ὀξύς , φιλεργός , ἐθελουργός , φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , ἀγωνιστής , θαρσαλέος , | ||
γαυρούμενος , γαυριώμενος , κυδρός , κυδρούμενος , ἐλευθέριος , ἐθελουργός , ἱππαστής , ἀγλαός , φρονηματίας , ἀλαζών , |
, πολυπότης , πολυάνθρωπος πολυπρόβατος πολυθρέμμων πολύδουλος , πολύανδρος πολυγύνης πολύπαις , πολύπους , πολυάδελφος , πολύθηρος , πολύδενδρος πολύυλος | ||
ἀντίπαλον : οὗτός ἐστιν ὁ τρίτος τῶν ἀρχηγετῶν , ὁ πολύπαις τε καὶ μόνος εὔτεκνος , ἀσινὴς ἐν ἅπασι τοῖς |
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
. Ι Μ Ο Ρ . ὃν Χείρων ἐδίδαξε , δικαιότατος Κενταύρων : ἡ διπλῆ ὅτι Ὅμηρος δεδιδάχθαι μέν φησιν | ||
ἐκ τοῦ Περὶ βασιλείας . Βασιλεύς κ ' εἴη ὁ δικαιότατος , δικαιότατος δὲ ὁ νομιμώτατος . ἄνευ μὲν γὰρ |
δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων | ||
μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν |
οὐδεὶς θνατὸς ὅπῃ φέρεται : θεὸς δὲ πάντας ἐν κινδύνοις θνατοὺς κυβερνᾷ . ἀντιπνέει δὲ πολλάκις εὐτυχίαις δεινή τις αὔρα | ||
δὲ ] Ὁ δὲ ἀντὶ τοῦ γάρ . : σέβῃ θνατοὺς ] Φιλάνθρωπος εἶ . : φέρ ' ὅπως χάρις |
αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
οἷον , ζευγίτης : στυλίτης : τεμενίτης : ἑρκίτης : Θερσίτης : πολίτης : μεσίτης : στεφανίτης : πυρίτης : | ||
ὕστατα λωβήσαιο : Ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν , Θερσίτης : τῷ δ ' ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς , |
, ἀνακῦψαι τὰς ἀρχὰς ἐπὶ τὰ πάτρια ἠξίουν , οὐ προτιμῶν οὐδὲ τὸν ἀδελφὸν τῆς πατρίδος , ἀλλ ' ἐλπίζων | ||
, φίλου τε ἀποθανόντος ἀμνημονῶν καὶ τῶν συνθηκῶν τὸν πλοῦτον προτιμῶν . Ὅτι Ἀθηναῖοι τοὺς ἐς Ἀρκαδίαν ἀποσταλέντας πρεσβευτάς , |
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν , | ||
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός |
δήπου χρόνον , ἀλλ ' ὅσον οὐδ ' οἰκίαν ἐν ὁμοφροσύνῃ συμμεῖναι μετὰ πάσης εὐθηνίας εἰκός ἐστιν . καὶ οὐ | ||
καὶ Πολέμωνα ἔννεπε κρύπτεσθαι , ξεῖνε , παρερχόμενος , ἄνδρας ὁμοφροσύνῃ μεγαλήτορας , ὧν ἄπο μῦθος ἱερὸς ἤϊσσεν δαιμονίου στόματος |
, καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει | ||
γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη |
ὁμότροπος , ὁμόδουλος , ὁμόνους , ὁμόφωνος , ὁμόγλωττος , ὁμοτράπεζος , ὁμόφυλος , ὁμόδημος , ὁμωρόφιος , ὁμότιμος , | ||
, καὶ οὐδὲ Δία ξένιον ᾐδέσθη , ἀλλὰ Κλεάρχῳ καὶ ὁμοτράπεζος γενόμενος αὐτοῖς τούτοις ἐξαπατήσας τοὺς ἄνδρας ἀπολώλεκεν . Ἀριαῖος |
τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν | ||
. Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν |
. . . , : δέον γὰρ αὐτὸν εἰπεῖν : κατέγραψεν , ᾧ τέως προσέχοντες οὐκ ἐπεινήσαμεν , καὶ σχήματα | ||
ἔνθεος γενόμενος ἐποίησεν τοὺς ὕμνους , οὓς ὀλίγα Μουσαῖος ἐπανορθώσας κατέγραψεν . . , πρῶτοι δ ' οὖν βασιλεύουσιν ἐν |
πάντα τρόπον καὶ παρὰ τῶν ἐχθρῶν ἀνυμνεῖσθαι . εἴ τις ἀντάεις : ἔναντα δαείς . τὴν νίκην τοῦ νικηφόρου . | ||
φυγών : οὕνεκεν , εἰ φίλος ἀστῶν , εἴ τις ἀντάεις , τό γ ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ |
βαρύθυμος βαρυπενθὴς δυσόργητος ψοφοδεὴς ὑπερθετικὸς μελλητὴς ὕποπτος ἄπιστος δύσλυτος καχυπόνους δύσελπις ἀρίδακρυς ἐπιχαιρέκακος λελυττηκὼς παρακεκομμένος ἀδιατύπωτος κακομήχανος αἰσχροκερδὴς φίλαυτος ἐθελόδουλος | ||
μετιὼν ἀθρόα δυσελπιστίαν καὶ ἀπιστίαν μετὰ πολλῆς ἀνοίας κτᾶται : δύσελπις μὲν γίνεται , εἰ νῦν μόνον ἀλλὰ μὴ καὶ |
οὕτω περὶ κλήρου στρατιᾶς . Ὅσσοι δ ' ἐν στρατίῃσι φιλοπτολέμοισιν ἔσονται τῇδε διδαγμοσύνῃ πεπνυμένος ἐξαγορεύσεις . πρῶτα μὲν ἐκ | ||
μήτηρ γείνατο Λαοθόη θυγάτηρ Ἄλταο γέροντος Ἄλτεω , ὃς Λελέγεσσι φιλοπτολέμοισιν ἀνάσσει Πήδασον αἰπήεσσαν ἔχων ἐπὶ Σατνιόεντι . τοῦ δ |
ἀνθρώποις λαθεῖν δυνάμενον . καὶ δαίμων τις καλεῖται ἐπεξιὼν τοὺς ἄλαστα εἰργασμένους καὶ αὐτὸς ὁ πράξας τι τοιοῦτον , μάλιστα | ||
ἐς Κρότωνα , ἐνθάδε εἰρηνεῖς . οἱ δὲ Αἰακέος παῖδες ἄλαστα κακὰ ἔρδουσι καὶ Μιλησίους οὐκ ἐπιλείπουσι αἰσυμνῆται . δεινὸς |
καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ , θῆρές τ ' οἰωνοί τε , φιλοφροσύνη τε δεδήει . . . κόσμον γάρ φησιν εἶναι | ||
σοι μαρτύρια , μηδὲν δ ' ἧττον ἡ πρὸς αὐτὸν φιλοφροσύνη . Ἐπεστείλαμεν Στησιχόρῳ , ὡς ἠξίους , περὶ τοῦ |
τῆς ΑΚ . καὶ ἔστιν ὁμοῖον τὸ ΑΗΚ τρίγωνον τῷ ΛΘΔ τριγώνῳ : μείζων ἄρα καὶ ἡ ΘΔ τῆς ΗΚ | ||
ὑπὸ ΔΛΘ ἴση , ὅμοιον ἄρα τὸ ΔΗΒ τρίγωνον τῷ ΛΘΔ . ὡς ἄρα ἡ ΗΔ πρὸς ΔΘ , ἡ |
ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς : “ Ἀλκίνοε κρεῖον , πάντων ἀριδείκετε λαῶν , ὥρη μὲν πολέων μύθων , ὥρη δὲ | ||
: ὁ ἄγαν ἐμφανής : Ὅμηρος : Ἀλκίνοε , πάντων ἀριδείκετε ἀνδρῶν . παρὰ τὸ δείκω ῥῆμα , τὸ δηλῶ |
, Μέδοντα καὶ Στρόφιον γενέσθαι Πυλάδῃ παῖδας ἐξ Ἠλέκτρας . Κλυταιμνήστρα δὲ ἐτάφη καὶ Αἴγισθος ὀλίγον ἀπωτέρω τοῦ τείχους : | ||
πολιχνίῳ τῶν Ἀθηνῶν γεννήσασαν Ἰφιγένειαν ἣν Ἰφιγένειαν θετὴν παῖδα ἡ Κλυταιμνήστρα ποιεῖ - ται . εἷς μὲν οὖν Ἑλένης νυμφίος |
' εὔξαντο καὶ οὐλοχύτας προβάλοντο , αὐτίκα Νέστορος υἱός , ὑπέρθυμος Θρασυμήδης , ἤλασεν ἄγχι στάς : πέλεκυς δ ' | ||
Ἀθάμας καὶ Σίσυφος αἰολομήτης , Σαλμωνεύς τ ' ἄδικος καὶ ὑπέρθυμος Περιήρης . Σαλμωνέως Τυρὼ , Τυροῦς Πελίας . τρίτος |
ἐναντιώσεται γὰρ ἡ μισοπόνηρος αὐτῷ δίκη , ἡ βοηθὸς καὶ ὑπέρμαχος τῶν ἀδικηθέντων , ἣ λόγον καὶ εὐθύνας αὐτὸν τῆς | ||
ὁ εἰρηνικὸς καὶ ἱερεὺς τοῦ θεοῦ τρανός , Φινεές , ὑπέρμαχος αὐτοκέλευστος ἦλθε , φύσει μισοπόνηρος ὢν καὶ ζήλῳ τῶν |
πεπεῖσθαι τῷ πατρὶ σύστειλον εἰς μικρὸν αὐτῷ τὴν ἀπόστασιν . Σαυτὸν ἀνάμνησον τῶν ὑποσχέσεων , ἃς ἐποιοῦ πρὸς ἡμᾶς περὶ | ||
λοιπὸν βίον εὐδαιμονέστατα διατελέσαιμι : ὁ δέ μοι ἀπεκρίνατο , Σαυτὸν γιγνώσκων εὐδαίμων , Κροῖσε , περάσεις . ἐγὼ δ |
οὐκ ἄξιον δειλὸν κεκλῆσθαι καὶ νοσεῖν αἰσχρὰν νόσον . λάτρις πενέστης ἁμὸς ἀρχαίων δόμων πολλοῖσι δούλοις τοὔνομ ' αἰσχρόν , | ||
' εἶ σύ ; ποῦ σοι συντυχὼν ἀμνημονῶ ; Ὕλλου πενέστης : οὔ με γιγνώσκεις ὁρῶν ; ὦ φίλταθ ' |
μὴ κρυπτέτω καὶ καλυπτέτω ἐν σιωπῇ ἀλλ ' ἐπαινείτω καὶ κηρυττέτω αὐτόν , μὴ βλάπτων καὶ ἀθετῶν καὶ ἀτιμάζων τὸν | ||
καὶ ὅσα ἄγεται καὶ φέρεται πάνθ ' ὡς αὐτὸν ἀναπέμπεσθαι κηρυττέτω . γνῴη δ ' ἂν αὐτὸς ἄριστα πρὸς τοὺς |
δοκεῖ . ἀλλὰ θεραπείᾳ τοὺς πόνους αὐτῷ συγκαλύψωμεν . Χθὲς παιδαγωγὸς ἦν ὁ σήμερον ὑπὸ παιδὸς ἀγόμενος , καὶ σεμνὸς | ||
, τῷ οὔνομα μὲν ἦν Σίκιννος , οἰκέτης δὲ καὶ παιδαγωγὸς ἦν τῶν Θεμιστοκλέος παίδων : τὸν δὴ ὕστερον τούτων |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | ||
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς |
ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον . Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος . Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης . Ἐμπειρία γὰρ τῆς | ||
. Εἰς θεοῦ ὦτα ἦλθεν : ἐπὶ μεγάλων πραγμάτων . Εἷς ἀνὴρ , οὐδεὶς ἀνήρ . Ἐν νυκτὶ βουλήν : |
' ἀθρόα πάντ ' ἀποτίσεις κήδε ' ἐμῶν ἑτάρων οὓς ἔκτανες ἔγχεϊ θύων . Ἦ ῥα , καὶ ἀμπεπαλὼν προΐει | ||
οὐ κακὴν δάμαρτ ' ἔχοις ; ἑλὼν δὲ Τροίαν οὐκ ἔκτανες γυναῖκα χειρίαν λαβών , ἀλλ ' , ὡς ἐσεῖδες |
ἵν ' ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου θάλησε Κορινθίοις σελίνοις : τὸν Εὐφάνης ἐθέλων γεραιὸς προπάτωρ σὸς ἄεισέν ποτε , παῖ . | ||
τουτέστι σὲ οἱ ἡλικιῶται ὑμνήσουσι , τὸν δὲ Καλλικλέα ὁ Εὐφάνης . τὰ δ ' αὐτὸς ἄν τις τύχῃ , |
ὀδόντας αὐτοῦ ὁρᾷς ; αἱ μὲν γὰρ χάριτες , ὦ Διοσκόρω , πολλαί , καὶ μάλιστα ὁπόταν ᾄδῃ καὶ ἁβρὸς | ||
. Εὖ γ ' , εὖ γε ποιήσαντες , ὦ Διοσκόρω . Ἴσως ἂν εὖ γένοιτο : θαρρεῖτ ' , |
εὐτυχούντων ἐστὶ κόλαξ , κἂν ἀτυχῶσι , τῶν αὐτῶν τούτων προδότης , καὶ τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλῶν καὶ καλῶν | ||
εἰ καὶ προδεδώκασιν οἱ παῖδες , ἤδη καὶ αὐτὸς πάντως προδότης : ζητητέον οὖν εἰ καὶ ὁ κατήγορος δώσει κατὰ |
. Ἄλλος μὲν οὖν καὶ χορείας καὶ κώμους ἰδιώτης ὅμιλος εἰσαγέτω τοῖς ὑμεναίοις : ὁ δὲ τὰ Μουσῶν ἐργαζόμενος πρέποντα | ||
καὶ τίμημα ἐπιγραψάμενος , ὅ τι ἂν δοκῇ αὐτῷ , εἰσαγέτω εἰς τὴν ἡλιαίαν . ἐὰν δ ' ἁλῷ , |
προδοσίας δικαίως κρινοίμην , οὐδὲ δικαστὴς εὖ φρονῶν ἀνέξεται τοιαῦτα ληρούντων : τῶν γὰρ πραττομένων ἕκαστον ἐφ ' ἑαυτὸ δεῖ | ||
σέ . Γ τῇ Κεχηναίων πόλει : Ἀθηναίων , ὡς ληρούντων αὐτῶν . ἔπαιξε παρὰ τὸ “ Ἀθηναίων ” . |
εἴκοσι κώπας ἐχούσαις . Πλαγχθέντα : πλανηθέντα . ᾐόνος : συνίζησις . Ἀγχιβαθεῖς : πολυβαθεῖς . ἐπί σφισιν : κατ | ||
φίλην . Ξ ἔθου ] ἐποίησας . Ξ θεοὶ ] συνίζησις . πολισσοῦχοι ] οἱ συνέχοντες τὴν πόλιν . πολισσοῦχοι |
ἀπόμαχος . ἀγωνίους ] τοὺς ἅμα ἑνὶ τόπωι ἱδρυμένους . τιμάορον ] βοηθόν . ἀντήλιοι ] οἱ εἰς ἀνατολὴν ὁρῶντες | ||
μία τις περισώζει τὴν ναῦν . κἀπαγώνιος ] ἀπόμαχος . τιμάορον ] βοηθόν . ἀντήλιοι ] οἱ εἰς ἀνατολὴν ὁρῶντες |
τις αὐτῷ ταῦτα συγγράφοντι παραστὰς εἴποι : Τί , ὧ πονηρὲ , ἐνοχλεῖς σεαυτῷ ταῦτα συγγράφων καὶ ἃ μὴ οἶσθα | ||
καταρᾶται , καὶ τῶν κακῶν ὁ κίνδυνός σε κοσμεῖ , πονηρὲ καὶ καλέ . ὀκνῶ , δέσποτα , λέγειν , |
ἡδέως ἂν ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο τὰς ἐντεύξεις καὶ πάντα ἂν ἀξιούμενος συνεχώρησεν : ἐπεθύμει γὰρ τὰς κατὰ τὴν Ἑλλάδα ταραχὰς | ||
, ἀρχοντικός , ἀγχίνους καὶ εὔγαμος , ἐπιτροπῶν καὶ παρακαταθηκῶν ἀξιούμενος . τὸ δὲ σημεῖον : τὸ πρόσωπον πλατύ , |
κακόν μοι μέγα τι προπεφυραμένον . Ποῖόν τι ; Τῇδε θἠμέρᾳ κριθήσεται εἴτ ' ἔστ ' ἔτι ζῶν εἴτ ' | ||
ὑπ ' ἐμᾶς πτέρυγος ἐν φοναῖς ὄλλυται . Τῇδε μέντοι θἠμέρᾳ μάλιστ ' ἐπαναγορεύεται : Ἢν ἀποκτείνῃ τις ὑμῶν Διαγόραν |
ἵετε δάκρυ καναχὲς ὀλόμενον ὀλομένῳ δεσπότᾳ , πρὸς ἔρυμα τόδε κεδνῶν κακῶν τ ' ἀπότροπον , ἄγος ἀπεύχετον , κεχυμένων | ||
ἐν ἀνθρώποισιν , ἀλλ ' αὐτὴ κρατεῖ . ὦ μοῖρα κεδνῶν καὶ κακῶν κυνηγέτι ἡ τὰ θνητῶν καὶ τὰ θεῖα |
' ] τὸ τούτου πνεῦμα . ἐνόσφισε ] ἐστέρησε . ἐνόσφισε ] ἐστέρησε τῆς ζωῆς . ἐνόσφισε ] ἐχώρισε . | ||
. τρίμετρος . τόδ ' ] τὸ τούτου πνεῦμα . ἐνόσφισε ] ἐστέρησε . ἐνόσφισε ] ἐστέρησε τῆς ζωῆς . |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
' ἐγὼ μοχθηρός , ὦ πικρὸς θεοῖς , οὗ μηδὲ κληδὼν ὧδ ' ἔχοντος οἴκαδε μηδ ' Ἑλλάδος γῆς μηδαμοῦ | ||
? ' ἀφεῖσα ! ! ! ποδῶν λακ [ [ κληδὼν ] ? ? ὁμοῦ πάμφυρτ ? ? ? [ |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
] φθόνῳ πιαίνεται , [ ⚖˘λη ] φίλιππον ἄνδρ ' ἀρήϊον [ ] [ – ] ίου σκᾶπτρον [ ] | ||
ἑταῖροι μὴ πρὶν ἀναΐξειαν ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν πρὶν βλῆσθαι Μενέλαον ἀρήϊον Ἀτρέος υἱόν . αὐτὰρ ὁ σύλα πῶμα φαρέτρης , |
τοῦ στρατοῦ . . θεοῦ μὲν ] τοῦ Δαρείου . εὐνάτειρα ] σύνοικος . θεοῦ δὲ ] τοῦ Ξέρξου . | ||
: Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας ἀντιπέτροιο θοὸν τέκεν ἰθυντῆρα , |
καὶ τῶν σεμνῶν τούτων ἐρωτημάτων : ἐπίασιν Μῆδοι , πῶς φυλάξομαι ; κἂν ὁ θεὸς μὴ συμβουλεύῃ , τὰς τριήρεις | ||
οὐκ ἀποσχήσομαι , οὐ παύσομαι , οὐκ ὀκνήσω , οὐ φυλάξομαι , οὐ παραιτήσομαι , οὐκ ἀναδύσομαι , οὐκ ἀποστήσομαι |
πορρωτάτω . Ὀδύνης γὰρ ὑὸς ἦν : κακοδαιμονῶν τις ἢ μελαγχολῶν ἅνθρωπος οἰκῶν [ ἐνθαδὶ ] τὴν οἰκίαν πρὸς ὅν | ||
. καίτοι πόσους ἂν πατάξειεν ἢ ἀποκτείνειε Πολυδάμας ἢ Γλαῦκος μελαγχολῶν ; τῆς δὲ Καμβύσου μανίας φῦλα ὁμοῦ καὶ ἔθνη |
τὸ δ ' οὔπω . Ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ , κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία , δέμνιον Ἀρτέμιδος , Δάλου κασιγˈνήτα , | ||
ἐπιστολὰς καὶ ἐγκλείοντες εἰς σκύτινα ἀγγεῖα καὶ οὕτω σφραγίζοντες . Συρακοσσᾶν τε καὶ Ὀρτυγίας : Ὀρτυγία νῆσος ταῖς Συρακούσαις παρακειμένη |
' ἐκλείπω λέγων κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός . ὦ δυσπόνητε δαῖμον , ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλου παντὶ Περσικῷ | ||
] ἡ τύχη . . ὦ δυσπόνητε ] ὦ δαῖμον δυσπόνητε καὶ χαλεποὺς πόνους ἡμῖν ἐμποιήσας , ὡς λίαν βαρὺς |
ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | ||
τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα |
π , ἤως ὁ ἐν τῇ θαλάσσῃ δύων κολυμβητής . εὐμήχανος : ἐπιστήμων . Δόλου : δελεάσματος . Χέρσον ἀμειβόμενος | ||
μὲν ἀνθρωπίνοις ἀποτελέσμασιν ὀξὺς καὶ πρακτικώτατος καὶ πρὸς τὸ ὑποκείμενον εὐμήχανος , λῃστειῶν δὲ καὶ κλοπῶν καὶ πειρατικῶν ἐφόδων καὶ |
. Ὦ βασιλεῦ , ὁρέω σε ἀνδρὸς ἐνδεκόμενον λόγους ὃς φθονέει τοι εὖ πρήσσοντι ἢ καὶ προδιδοῖ πρήγματα τὰ σά | ||
: παρὰ τὸ Ἡσιόδου [ . ] καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ : ναυτίλους θοαί : καὶ δύο |
περ πάρος , ὕβριν ἔχοντες . Ἀντίνοος δὲ καθῆστο καὶ Εὐρύμαχος θεοειδής , ἀρχοὶ μνηστήρων , ἀρετῇ δ ' ἔσαν | ||
: Μέρμνης , Ἱππόθοος , Πέλοψ Ὀπούντιος , Ἀκαρνάν , Εὐρύμαχος , Εὐρύλοχος , Αὐτομέδων , Λάσιος , Χάλκων , |
αʹ βʹ γʹ δʹ : . Πτολεμαῖος αʹ : . Ἐρωτικός αʹ : . Φαιδώνδας αʹ : . Μαίδων αʹ | ||
Ἀθηναίων , Πολιτεία , Τέχνη ἠθική , Περὶ πλούτου , Ἐρωτικός , Θεόδωρος , Ὑψίας , Ἀρίσταρχος , Περὶ θανάτου |
ἐν τῷ ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ | ||
: ἤτοι ἄσιτος . χὡνὴρ ὄξος ἄγαν : ἀντὶ τοῦ ὀξύθυμος καὶ ἀκρόχολος . ἀφίκευ : ὑπόστρεψον . καὶ ὑποστρέψας |
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης | ||
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ |
, διὰ τὸ ἔρχεσθαι δι ' αὐτοῦ τὸν κῆπον . ὄρχαμος ἡγεμών , παρὰ τὸ ἐπέρχεσθαι τὰς τάξεις τῶν ὑποτεταγμένων | ||
νεῖμε συβώτης . σῖτον δέ σφ ' ἐπένειμε Φιλοίτιος , ὄρχαμος ἀνδρῶν , καλοῖς ' ἐν κανέοισιν , ἐοινοχόει δὲ |
τοῦτο μὴ διδάξεις μηδένα . ἰδού . τί ἐστιν ; ὤμοσας νυνὶ Δία . ἔγωγ ' . ὁρᾷς οὖν ὡς | ||
ἵλεως μὲν ὁ Ἀκινάκης καὶ ὁ Ἄνεμος εἶεν , οὓς ὤμοσας : εἰ δ ' οὖν τις ἀπιστοίη αὐτοῖς , |
λεπάργου βοός λιβρὸν σέλας Λίβυς τ ' ἀηδών λιτῆρα θαλλόν Λυδίῳ νόμῳ λύθρον ˈ μαστιγόφορον ? × λωτοβοσκὸν φῦλον μέγ | ||
Ζήτει ἐκεῖ . Ταμίαι ] Ἤγουν χορηγοὶ καὶ ἐπίτροποι . Λυδίῳ ] Ἤγουν Λυδιστὶ ἡρμοσμένῃ . Τρόπῳ ] Μελῳδίᾳ . |
καὶ Ἀγρίππα : καὶ γὰρ οὗτος ἐπὶ ὕλην ἐπεπόρευτο . γαυρούμενος δὲ ὁ Μηνόδωρος ἐξώκειλέ ποτε τὴν ναῦν ἑκὼν ἐς | ||
ἀνακινεῖν , ὥσπερ οἱ τὸν σῖτον καθαίροντες . Βρενθυόμενος . γαυρούμενος καὶ ὀγκυλόμενος μετὰ βάρους . Βρενθυόμενος , ἐπαιρόμενος , |