| γραφείς : κατηγορηθείς γραφή : κατηγορία περιῆν : ἐπερίττευσεν , ἐπλεόνασεν ἀναῤῥήσεως : ἀναγορεύσεως , κηρύξεως ἐπιτρίβουσιν : καταπονοῦσιν συνοίσει | ||
| ἐνέλειπεν ἑξηκοστοῖς , ἡ δὲ κατὰ τὸ ἐλάχιστον τέτρασιν ἑξηκοστοῖς ἐπλεόνασεν , ἅπερ ἐκ τῶν τηρήσεων εὐκατανόητα γίνεσθαι παντάπασιν οὐκ |
| . κρῖ Ε . . . . . , : κρῖ : ὁ μὲν Ἀρίσταρχος τὸ αὐτὸ τῷ κριθὴν σημαίνειν | ||
| δὲ ἑκάστῳ εἴατο πεντήκοντα σέλᾳ πυρὸς αἰθομένοιο . ἵπποι δὲ κρῖ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας ἑσταότες παρ ' ὄχεσφιν ἐΰθρονον |
| Ἀριστόνικος δηλοῦν λέγων τὸν ἀδηλοποιόν . . . . . σφῶι δ ' ἀποστρέψαντε . † ) ὑμεῖς οἱ δύο | ||
| τι ὀρθοτονεῖται , τοῦτο καὶ πρός τι . τὸ ὃς σφῶι προΐει κατ ' ὀρθὸν τόνον , καὶ τὸ νοούμενον |
| μᾶλλον διηγέρθησαν εἰς μάχην . , ΗΙΣΑΝ . Κανόνισον : εἴω τὸ πορεύομαι , ὁ μέλλων εἴσω , ὁ ἀόριστος | ||
| ὡς ἐκέλευσεν , σὺν τῷ ι γράφονται : ἔστι γὰρ εἴω διὰ τῆς ει διφθόγγου , ὡς παρὰ Σώφρονι : |
| ] τεθέαται πάλαι ] ἐξ ἀρχῆς τάδε ] ὅτι οὐδὲν ὠφελοῦμαι ἐκ λόγων τὰς παρούσας πημονὰς ] † ἤγουν ἀφ | ||
| ὕπερον ἀμφοτέραις καὶ ὅσῳ βαρύτερός ἐστιν ἐκεῖνος , τοσούτῳ μᾶλλον ὠφελοῦμαι ἐγώ : εἰ δέ τις πρὸς ἀοργησίαν με γυμνάζει |
| Η , παραληγόμενα φύσει μακρᾷ βαρύνεται . εἰ δέ τι περιεσπάσθη , τοῦτο ἐκ βαρυτόνου παρήχθη , ὡς ἐπὶ τοῦ | ||
| οὐκ ἀπὸ τῶν ἀρσενικῶν γεγενῆσθαι , διὸ καὶ ὡς μονογενῆ περιεσπάσθη , τὰ δὲ ἀρσενικὰ ἀπὸ τῶν θηλυκῶν παρωνύμως ἐσχηματίσθαι |
| τὰς εἰκοῦς τῶν ἐγχέλεων : καὶ ἀλλαχοῦ : οὐ χαίρω βατίσιν , οὐδ ' ἐγχέλεσιν : καὶ Στράττις ἐγχέλεων ἀνεψιός | ||
| ἐγχέλεις θηρώμενοι , πέπονθας . καὶ αὖθις , οὐδὲ χαίρω βατίσιν οὐδ ' ἐγχέλεσι . καὶ ἐν Νεφέλαις τὰς εἰκοὺς |
| καὶ οὐ μόνον ἐπὶ σωφροσύνης τὸ κοινὸν καὶ εἰδικὸν εὑρίσκομεν παραλαμβανόμενον , ἀλλ ' ἔστι τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων | ||
| παραλαμβάνονται : εἰ δὲ τὸ Ρ εὑρίσκεται μετὰ δύο φωνηέντων παραλαμβανόμενον , ὡς ἐπὶ τοῦ ῥοῦς , ἄρα σύμφωνόν ἐστιν |
| σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ | ||
| , καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ |
| γε μινυνθάδιόν περ ἐόντα , τιμήν πέρ μοι ὄφελλεν Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξαι Ζεὺς ὑψιβρεμέτης : νῦν δ ' οὐδέ με τυτθὸν | ||
| ἐν προθέσεως ἐγγυαλίζω , ὁ ἀόριστος ἐγγυάλιξα καὶ τὸ ἀπαρέμφατον ἐγγυαλίξαι . . . . . . ἐγγυαλίξαι , , |
| , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ ἐν τῷ δέοντι μὴ γενόμενα ματαίως | ||
| θάνατον . Μήστορος δὲ θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ Ποσειδῶνος Πτερέλας : τοῦ δὲ , Τηλεβόας καὶ Τάφος . [ |
| βαίνω γίνεται βάτρον καὶ βάθρον καὶ κατὰ πλεονασμὸν βάραθρον καὶ Ἰακῶς βέρεθρον . ἢ κατὰ ἀντίφρασιν τὸ ἄβατον εἶναι διὰ | ||
| : ὃ καὶ ὑγιές . καὶ πρὸς τὸ παραφθάς ὅτι Ἰακῶς ἀντὶ τοῦ παραφθάσας . . . Η Ρ . |
| πικρότατον οἶνον τήμερον πίει τάχα . [ ὡς ἀπὸ τοῦ πιοῦμαι ] ἐνίοτε δὲ καὶ συστέλλουσι τὸ ι , ὡς | ||
| . Σπῖλος μὴ λέγε , κηλὶς δέ . Πίομαι καὶ πιοῦμαι . Ἡνίκα μὴ εἴπῃς ἀντὶ τοῦ πότε : ἔστι |
| ὑπεσταλμένων τῶν ἐχόντων τὴν ΟΥ δίφθογγον ἢ τὸ Ε ἐν δισυλλάβῳ : καλῶ χαλῶ ζηλῶ δηλῶ αὐλῶ πολῶ πωλῶ ἀπειλῶ | ||
| οὖν συλλαβῇ [ πλείονι ] περιττεύει : δύναται δὲ καὶ δισυλλάβῳ περιττεύειν , ὁπόταν ἑκάτερος τῶν ἐν τῇ συζυγίᾳ ποδῶν |
| τῷ ἀναδεδιπλωμένῳ τὸ ὁλόκληρον , οἷον μένω μίμνω , γένω γίγνω , οὕτω δὲ καὶ μέλω μέμλω καὶ πλεονασμῷ [ | ||
| κινεῖν τὴν ὀσφύν φασιν . ὥσπερ δὲ παρὰ τὸ γνῶ γίγνω , οὕτως παρὰ τὸ κλῶ κίγκλω καὶ κίγκλος . |
| σύμφωνον τοῦ λαλαγή , φημὶ δὴ τὸ γ . Τὸ λάταξ λάταγος οὐκ ἀντίκειται τῷ κανόνι , πρῶτον μὲν ὅτι | ||
| ' ὕδασι διατρίβει ὁ κάστωρ καὶ τὸ σαθέριον καὶ ἡ λάταξ καὶ ἡ ἐνυδρὶς καὶ τὸ σαπήριον ἐξ οὗ γίνονται |
| οὗ καὶ τὸ ἴημι : μνίω τὸ ἐσθίω : τίω διφορεῖται περὶ τόνον οὐ περὶ γραφήν : λίω καὶ αὐτὸ | ||
| σεσημείωται διὰ τῆς οι διφθόγγου γραφόμενον : τὸ γὰρ κοινὸς διφορεῖται : ἐπὶ μὲν γὰρ τῆς πόλεως βαρύνεται καὶ διὰ |
| ἀπὸ τοῦ πέμπω πέμπομαι , ἕλκω ὁλκὸς , οὕτω καὶ ἕπω ὀπὸς ὀξύτονον . τούτου ῥῆμα παράγωγον ὀπάζω , ὡς | ||
| συφορβός , καὶ ἕλκω ὁλκός , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἕπω , τὸ ἀκολουθῶ , γίνεται ὀπός , ἐξ οὗ |
| . ἔσθ ' ὅτε δ ' Ὅμηρος τὸ ὁμοῦ ἐπὶ χρονικοῦ τάσσει ἐπιρρήματος , ὥς φησιν Ἀσκληπιάδης : εἰ δὴ | ||
| τόπον ἔνθα κατεπλέομεν , καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν , ἀντὶ χρονικοῦ δ ' ἐπιρρήματος τοῦ τότε ἔνθ ' αὖ Τυδείδῃ |
| αὐτῶν Ἰωάννου Χάρακος . Πρῶτος δὲ κείσθω ὁ περὶ τῶν μονοσυλλάβων : τὰ εἰς ων μονοσύλλαβα καὶ ὀξύνεται καὶ προσθέσει | ||
| τὸ τ ἐν τῷ ῥήματι . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . Τηλοῦ . παρὰ τὸ τέλος τελοῦ ἐστὶ |
| φυγγάνω καὶ ἐρύγω πρὸς τὸ ἐρυγγάνω καὶ τὸ δάκω μάθω λάχω ἅδω πρὸς τὸ δαγκάνω μανθάνω λαγχάνω ἁνδάνω . ταύτῃ | ||
| ἐὰν λάχῃ μοι . ὡς ἐπὶ τῶν καταδικαζομένων . ἢν λάχω ] ὅτε ὁ κλῆρος ὁ ἐμὸς ἔλθῃ . εἰ |
| α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ παραδείγματα τῶν | ||
| τὰς τῶν Ταφίων νήσους ἐπόρθει . ἄχρι μὲν οὖν ἔζη Πτερέλαος , οὐκ ἐδύνατο τὴν Τάφον ἑλεῖν : ὡς δὲ |
| δ . : Διαβόητα δ ' ἐστὶ καὶ τὰ ἐπὶ Κρατίνῳ τῷ Ἀθηναίῳ γενόμενα , κ . τ . λ | ||
| , ἔφη ὁ Οὐλπιανός , σπάσας οἴνου τοσοῦτον . παρὰ Κρατίνῳ ἔχεις ἐν Ὀδυσσεῦσι : τῆ νῦν τόδε πῖθι λαβὼν |
| ὡς Ἀλ . Κορνήλιος ἐν τῷ Περὶ τῶν παρ ' Ἀλκμᾶνι ποτικῶς εἰρημένων . Ἄσσος . . . Ἀλέξανδρος δ | ||
| παρ ' Ἀπολλοφάνει ἐν Δαλίδι . αἱ δὲ παρ ' Ἀλκμᾶνι θριδακίσκαι λεγόμεναι αἱ αὐταί εἰσι ταῖς Ἀττικαῖς θριδακίναις . |
| οἱ Στωϊκοὶ τὸν μὲν ἀποφαντικὸν λόγον ἀξίωμα , τὸν δὲ εὐκτικὸν ἀρατικόν , τὸν δὲ κλητικὸν προσαγορευτικόν , προστιθέντες τούτοις | ||
| θεωρίαν . τοῦ δὲ λόγου πολλά εἰσι μέρη , ἀποφαντικὸν εὐκτικὸν κλητικὸν προστακτικὸν πυσματικόν , καὶ ἄλλα δέ ἐστιν , |
| . Ἑρμηνεία . Ἀλλοτρίᾳ τῇ στολῇ ὁ καλλυνόμενος Ἐπ ' ἐκφορᾷ θανάτου γελασθήσεται . Τὸ οὐκ οἶδα εἰς φυλακὴν οὐ | ||
| δὲ σύμφορα παραινέσομεν : πρῶτον μὲν ἐπενεγκεῖν δόρυ ἐπὶ τῇ ἐκφορᾷ , καὶ προαγορεύειν ἐπὶ τῷ μνήματι , εἴ τις |
| διὰ τοῦ δ κλιθῆναι , οὐ γάρ ἐστι παρώνυμον μακρᾷ παραληγόμενον , ὥστε ἁμάρτημα τὸ παρὰ τῇ Σαπφοῖ πολυΐδριδι καὶ | ||
| πρὸ τοῦ Η τὸ Σ , ἢ διπλοῦν σύμφωνον μὴ παραληγόμενον τῇ ΟΥ διφθόγγῳ ὀξύνεσθαι θέλει , εἰ μὴ παρασχηματίζοιτο |
| μὲν σύνεγγυς , τλητικὸν κατὰ φρένας . ταλαύρινον τολμηρόν . παρῆκται δὲ ἡ λέξις παρὰ τὸ τλῆναι , καὶ οὐκ | ||
| Σαμαρείτης : ταῦτα γὰρ ἀπὸ τῶν εἰς α καθαρὸν ληγόντων παρῆκται . Ὤρικος , πόλις ἐν τῷ Ἰονίῳ κόλπῳ . |
| : ἀλλ ' ὄφεσι καὶ σαύραις καὶ χελώναις . ἁμαρτῆ ἐπίῤῥημα , ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ . ἁμαρτία , ἡ ἀποτυχία | ||
| , ποταμὸς ὁ παραῤῥέων . Ἤλιθα . παρὰ τὸ ἅλις ἐπίῤῥημα ἐξέπεσε τὸ ἄλιθα . Ἠλίθιος , ὁ ἀνόητος , |
| παροιμίαν “ ὄνος εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα ” . ὁ δὲ ἄχυρος παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Χρυσῷ γένει , ὅπου καὶ | ||
| παροιμίαν “ ὄνος εἰς ἀχυρῶνα ἀπέδρα ” . ὁ δὲ ἄχυρος παρ ' Εὐπόλιδι ἐν Χρυσῷ γένει , ὅπου καὶ |
| τὴν ἄρχουσαν ἐκτείνων κλιτικῶς τὸν δεύτερον ἀόριστον ποιεῖ , δώσω ἔδων , θήσω ἔθην , ἥσω ἧν . Δυϊκά . | ||
| πεσοῦσαι . . . . † προίκιον ἐκδακερος † εἶδαρ ἔδων . μὴ πρῶκα σιτίζεται : πρὼξ εἶδος βοτάνης , |
| , ὅτε γένος : ἐμαυτόν γὰρ καὶ ἐμαυτήν . ὅθεν ἐπιστατέον τῷ οὐδετέρῳ σχήματι κατ ' αἰτιατικὴν σιγηθέντι , ἐπεὶ | ||
| : δίκαιος , εἰς καὶ κατὰ τὸν τόνον διήλλαξεν : ἐπιστατέον οὖν τὸ Τίμαιος : Νίκαιος ἐκτείνοντα τὸ ι . |
| ῥέξω πόρτιν Ἔρωτι καὶ αὐτᾷ βοῦν Ἀφροδίτᾳ . παρθένος ἔνθα βέβηκα , γυνὴ δ ' εἰς οἶκον ἀφέρπω . ἀλλὰ | ||
| τὸ μέντοι μάτην μάταιος , καὶ τὸ βέβαιος παρὰ τὸ βέβηκα . τὰ δὲ παρώνυμα παρ ' οὐδετέρων γινόμενα ὀξύνεται |
| , ταχέως κατὰ χειρὸς ὕδωρ , παράπεμπε τὸ χειρόμακτρον . σημειωτέον δὲ ὅτι καὶ μετὰ τὸ δειπνῆσαι κατὰ χειρὸς ἔλεγον | ||
| . ἀλλὰ περὶ πτόλιός τε μαχήσεται ἠδὲ γυναικῶν : τοῦτο σημειωτέον πρὸς τὸ ἀμυνέμεναι ὤρεσσιν καὶ ὀάρων ἕνεκα σφετεράων ὅτι |
| τὸ ἐδῶ ἐδήσω ἐδητύς . εἰ γὰρ ἦν ἐκ τοῦ ἔδω βαρυτόνου , ἐτὺς ὤφειλεν εἶναι ἰσοσύλλαβον τῷ ἔδω , | ||
| ἀγρούς καὶ δένδρεσιν καθίζειν φαγοῦσαν ἄγριόν τι ; τὰ νῦν ἔδω μὲν ἄρτον ἀφαρπάσασα χειρῶν Ἀνακρέοντος αὐτοῦ , πιεῖν δέ |
| προάγεσθαι . ἕνεκα τούτου μοι δοκεῖ καὶ τὸ χωρίς , ἀποβαλὸν τὸ ς οὐ δεόντως , ἀναλόγως βεβαρύνθαι ἐν τῷ | ||
| τὸν αὐτὸν τόνον . ἀναγκαίως δὲ καὶ τὸ ἄναξ , ἀποβαλὸν τὸ ξ , τὸν αὐτὸν τόνον φυλάσσει . πολλαὶ |
| Ε , ἢ προτακτικὸν ὂν ἢ ὑποτακτικόν , οἷον ἔχω ἴσχω , μένω μίμνω , τέκω τίκτω , ῥέπω ῥίπτω | ||
| : τὰ λεπτυνθέντα σῦκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . παρὰ τὸ ἴσχω παράγωγον ἰσχνῶ καὶ ἐξ αὐτοῦ ἰσχνάδες , αἱ λεπταί |
| ιβʹ : τὸ ιηʹ ὅμοιον τῷ ιϘʹ : τὸ γὰρ θι κοινή ἐστι συλλαβὴ ὡς λῆγον εἰς μέρος λόγου . | ||
| στοιχεῖα τέμνεται εἰς τὸ Ζ καὶ Η , ἡ δὲ θι εἰς τὸ Θ καὶ Ι . Ὁ μὲν οὖν |
| . τὸ δεινῶ περισπᾶται , ὅτι δεινός , καὶ τὸ πεινῶ , ὅτι πεῖνα . Τὰ εἰς ΝΩ δισύλλαβα παραληγόμενα | ||
| , ἀλλὰ σύμφωνον τὸ Ψ καὶ τὸ Ν , οἷον πεινῶ καὶ διψῶ : οὐκ ἀντίκειται δὲ ἡμῖν , ἐπεὶ |
| μέσῃ κωμῳδίᾳ καψιδρώτιον καλούμενον , ὃ νῦν σουδάριον ὀνομάζεται : Ἀριστοφάνει γὰρ ἐν Πλούτῳ τοιαύτη τις ἡ δόξα : ἔπειτα | ||
| μοι οὔτ ' αὐτὸς ἠξίουν ἀπολαβεῖν οὔτε ἀναγκάζοντος ἐδεξάμην . Ἀριστοφάνει δὲ καὶ τὸ δοθὲν ἐκεῖνο τὸ μικρὸν ἔργον ἦν |
| , οἱ μὲν πολέμιοι πάντοθεν ἐπ ' αὐτὸν ἐς τετρακισμυρίους ἀγηγέρατο , ὃ δ ' ἐπὶ μέν τι τὴν στρατιὰν | ||
| , ἤγερσο καὶ ἀγήγερσο , ἤγερτο καὶ ἀγήγερτο καὶ Ἰακῶς ἀγηγέρατο . ἰστέον δέ , ὅτι καὶ τὸ ρ στοιχεῖον |
| Γειοτόμον : παγκόπτον . δαμαλῇσι : βουσίν . ἐπιθύνουσιν : εὐθύνουσιν . Κλίνει : δύνει . Καταστείχουσι : στρέφονται . | ||
| ἔθους , διὰ τί οὐχ ἁπάσαις ταῖς τέχναις αἰτιῶνται καὶ εὐθύνουσιν , ὅτι οὐκ ἐνέμειναν οὐδὲ ἠγάπησαν ἐπὶ τῇ πρώτῃ |
| . καὶ ἐπὶ δυϊκῶν ταὐτόν , νῶιν νωίτερος , σφῶιν σφωίτερος . τούτων τὸ τρίτον ὑπεστάλη διὰ τὸ μόνως ἐγκλίνεσθαι | ||
| . εἰ γὰρ ἀπὸ γενικῆς τῆς νῶιν νωίτερος καὶ σφῶιν σφωίτερος , δῆλον ὡς καὶ ἀπὸ τῆς τοῦ τρίτου γενικῆς |
| παραληγόμενα Υ μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται | ||
| ω καθαρὸν λήγοντα ῥήματα διὰ τοῦ ν προφέρουσιν οἷον δύω δύνω θύω θύνω , ὡς παρ ' Ὁμήρῳ ” θῦνε |
| ; φρήν . Φράζω . κατὰ τὸ αὐτὸ παράγωγον τοῦ φρῶ . ἀπὸ τοῦ προΐω , φρῶ , φράζω . | ||
| ἀφρός : τὸ μετὰ σφοδρᾶς φορᾶς προϊέμενον . τὸ δὲ φρῶ παρὰ τὸ προϊῶ γίνεται προῶ καὶ πρῶ καὶ φρῶ |
| ὀνομάτων : ἐμεῖο γὰρ καὶ ἐμεῦ , οὐχ ὡς ἡ Ἀτρείδεω καὶ ἡ Ἀτρείδαο ἢ καλοῖο . . Καθὼς πρόκειται | ||
| εὐθείας Ἀσίου ἡ γενικὴ γίνεται , Ἰωνικῶς Ἀσίεω , ὡς Ἀτρείδεω , καὶ κατὰ κρᾶσιν Ἀσίω . ἢ κατὰ συγκοπήν |
| τὸν Σοφοκλέα τὸ πῶμα τῆς λάρνακος . κοινῶς ἔφηλις . ἐπηλυγάζονται : ἐπισκιάζονται , ἐπικρύπτονται . λύγην γὰρ καλοῦσιν οἱ | ||
| Θουκυδίδης ἐν Ϛʹ φησί : τῷ κοινῷ φόβῳ τὸ σφέτερον ἐπηλυγάζονται . ἐσαφάσῃς τῷ δακτύλῳ : ἀντὶ τοῦ ἐφάψῃ . |
| : . . . ὅτι γὰρ καὶ ἐπ ' ἀνθρώπων τάσσουσι τὴν φορίνην , δῆλον ποιεῖ Ἀ . ἐν β | ||
| δὲ τῶν ὀχθῶν , αἵ εἰσιν ἀναστήματα τῶν ποταμῶν . τάσσουσι δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ στενάζειν , ἀπὸ δὲ τῆς |
| τὸ Ζεύς , οὐ κλίνεται διὰ τοιαύτην αἰτίαν πᾶν ὄνομα μονοσύλλαβον εἰς ς λῆγον ὀξύτονον καὶ διὰ καθαροῦ τοῦ ος | ||
| ἐγκλινομένων εἰ σπονδειακὴ προηγεῖται λέξις ἢ τροχαϊκὴ , εἰ μὲν μονοσύλλαβον εἴη τὸ ἐπιφερόμενον ἐγκλιτικὸν , ὥσπερ ἐθέμην , ἐγκλίνεται |
| ἡ τύψις . Διὰ τοῦτο καὶ ἐκ τοῦ παθητικοῦ παρακειμένου κανονίζεται ὁ τοιοῦτος χρόνος , διότι ὥσπερ ἐκεῖνος παρακειμένην ἔχει | ||
| πρώτης τῶν περισπωμένων εὑρίσκεται . Ἡ δὲ δευτέρα τὸ ἵστημι κανονίζεται μὲν ὁμοίως τῇ πρώτῃ , γεννᾶται δὲ ἀπὸ τῆς |
| χρήσει : αἱ δὲ ἄλλαι πτώσεις τὴν κλίσιν ὡς ἀπὸ ὀξυτονουμένης καὶ εἰς ις ληγούσης ἔχουσιν : ὥσπερ γὰρ ἀσπίς | ||
| ἀντὶ δὲ τούτου ὀπτάνιον λέγουσιν , τῆς μὲν δευτέρας συλλαβῆς ὀξυτονουμένης , τῆς δὲ τρίτης βραχυνομένης . Τυγχάνω : καὶ |
| α καὶ ο εἰς α μακρόν , ὡς τὸ Μενέλαος Μενέλας , Δορύλαος Δορύλας , Πτερέλαος Πτερέλας . τὰ γὰρ | ||
| αο εἰς α μακρὸν γίνεται ὁ λᾶς , ὥσπερ Μενέλαος Μενέλας , Πτερέλαος Πτερέλας . Ἀναδράμωμεν δὲ ἐπὶ τὰ λοιπὰ |
| ] ὀρθωθεὶς δ ' ἄρ ' ἐπ ' ἀγκῶνος κεφαλὴν ἐπαείρας τὰς ἐκ φύλλων ἐστρωμένας καθαρῶς νέαν ἐμφαίνοντες γνώμην ὁ | ||
| κρεῶν , ἐφ ' οὗ καὶ Ὅμηρος ἴσως εἴρηκε κρατευτάων ἐπαείρας . ἔστι δὲ καὶ ἀλετρίβανος ὁ καὶ δοῖδυξ : |
| μὲν διὰ τῆς προσθήκης σώζεται τὰ τοῦ σχήματος ἴδια , προσθετέον , εἰ δὲ μή , δι ' ἄλλου σχήματος | ||
| τὴν οἰκουμένην ἀνθρώπους ἅπαντας ὡς θεὸν τιμᾶν τὸν Ἡρακλέα . προσθετέον δ ' ἡμῖν τοῖς εἰρημένοις ὅτι μετὰ τὴν ἀποθέωσιν |
| ; , : λακέρυζα κορώνη : Ἡσίοδος : ἐκ τοῦ κρῶ κρύζω , ὄνομα κρύζα , πλεονασμῷ τοῦ ε κέρυζα | ||
| ἐπιχέω : τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ |
| καὶ ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσα καὶ βῆσσα , ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , πείσω πεῖσα : ” τῷ δ | ||
| , . , . Ἄμαξα : παρὰ τὸ ἄγω ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα : Ἡσίοδος ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις : |
| πάντα οὖν εἰκότως μέτρα προσαγορεύεται . Γέγονε δὲ ἀπὸ τοῦ μείρω ῥήματος , ὅ ἐστι μερίζω , ἀφ ' οὗ | ||
| , καὶ τρίτος τύπος μάσσων . Μέτρον . παρὰ τὸ μείρω τὸ μερίζω , μεῖτρον καὶ μέτρον , ὡς τὸ |
| περὶ τῆς εἷο , ὡς μόνως ὀρθοτονεῖται . Ἡ ἕθεν ὀρθοτονεῖται μέν , ὡς ἐπὶ τοῦ ἀπὸ ἕθεν ἧκε χαμᾶζε | ||
| , οὐκ ἀναστρέφοντος τοῦ λόγου : οὐ γὰρ εἴ τι ὀρθοτονεῖται , τοῦτο καὶ πρός τι . τὸ ὃς σφῶι |
| ἢ ἀψίνθιον πληρωτέον τε τὸν ὀμφαλὸν χολῇ ταυρείᾳ ἢ μελανθίῳ διειμένῳ γάλακτι γυναικείῳ . εἰ δ ' ἐπείγοι τὰ τῶν | ||
| μετὰ τοῦτο ξυράμενον τὴν κεφαλὴν καταχρίειν πευκεδάνου ὀπῷ ἐν ὄξει διειμένῳ , ᾧ σπονδύλιον ἐνήψηται : διαστήσαντα δὲ πάλιν καὶ |
| ἐπὶ βʹ προσώπων καὶ ἀπαρεμφάτων ἐξ ἀνάγκης ῥῆμα ἀκολουθήσει ῥήματι ἀπαρεμφάτῳ : “ ὥς μ ' ὄφελ ' Ἕκτωρ κτεῖναι | ||
| Εἴθε ἀντὶ τοῦ ἄμποτε . τὸ Εἴθε ὁριστικῷ μᾶλλον ἢ ἀπαρεμφάτῳ συντάσσεται . καὶ Πλάτων : ” εἴθ ' ἔγραψεν |
| [ [ ] ! [ [ ] ! ! ! ωσ ? [ [ ] ἐς ὀρθὸν [ Ὀλυμπικαὶ ] | ||
| ! ] ιν , φημί , [ ] [ ] ωσ ἀναγκαῖόν ? ? τι αὐταῖς ὑπάρχειν κατὰ τὰς [ |
| τοῦ Διομήδους ἐστὶν ὁ λόγος . . , . μὴ σφῶιν ἐλεγχείην καταχεύῃ Αἴθη : ἡ διπλῆ ὅτι σφῶιν ὑμῖν | ||
| ἠίθεοι ᾔθεοι “ , ” ἠιόνες ᾐόνες “ καὶ ” σφῶιν σφῷν “ . ἥκιστ ' ] οὐδαμῶς . ἀνδράσιν |
| καὶ ἀγροὶ καὶ θεράπαιναι καὶ ἐσθῆτες εὐανθεῖς καὶ χρυσὸν ὁπόσον ἐθελήσειε . Καὶ τί γάρ ; ἐν βραχεῖ ὁ Λύσωνος | ||
| δὲ Σωκράτης : καὶ ἐπιφωνήσας ὅτι καὶ συνεξαμαρτάνειν ἄν τις ἐθελήσειε τούτοις τοσούτοις καὶ τοιούτοις οὖσιν , ἐπιφέρει κατὰ λέξιν |
| ἐστι κατὰ τὴν κοινὴν διάλεκτον βαρυνόμενον τοῦ παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις ὀξυνομένου : ἐκεῖνοι γὰρ ψαλτής λέγουσιν ἐν ὀξείᾳ τάσει : | ||
| παντός γενικῆς ὀξυνομένης τὸ πάντοθεν . ἢ ἐπιρρήματος τοῦ ἐκτός ὀξυνομένου τὸ ἔκτοθεν , ὅπου γε καὶ αἱ βαρυνόμεναι γενικαὶ |
| εὐτρεπίσοις , κατασκευάσας . Δόχμιον : πλάγιον . ἀγκλίνοις : κλίνον , ἐπίθες , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . ὕφαλον | ||
| εὐτρεπίσοις , κατασκευάσας . Δόχμιον : πλάγιον . ἀγκλίνοις : κλίνον , ἐπίθες , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . ὕφαλον |
| μεγίστων ψευδόμενος δοκεῖς ἀληθῆ λέγειν , διὰ ταῦτά σε ἐγὼ ψέγω . ταῦτά μοι δοκεῖ , ὦ Πρόδικε καὶ Πρωταγόρα | ||
| δ ' ἦν ἀτύχημα , τοῦτ ' ἐλε [ ] ψέγω οὐκοῦν ἔνεστι [ ταύτην ἀπολαβεῖν [ πολλαχοῦ ] οὕτως |
| γὰρ ἔνερθεν γῆς ὀλέσας ψυχὴν κείσομαι ὥστε λίθος ἄφθογγος , λείψω δ ' ἐρατὸν φάος ἠελίοιο : ἔμπης δ ' | ||
| μὴ θανοῦμαί γ ' : εἰ δὲ μή , οὐ λείψω ποτέ . ὡς τοῦτ ' ἄραρε κοὐ μενῶ πόσιν |
| ὃ σημαίνει : τὸ ἀπολαῦσαι , ἀπὸ τοῦ ὀνῶ τὸ ἀπολαύω , τὸ θέμα ὄνημι , τὸ παθητικὸν ὄναμε : | ||
| , καὶ ἀπολαύω . . . . , . : ἀπολαύω : λῶ ἐστι τὸ θέλω : Θεόκριτος : „ |
| σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ , ἢ καὶ τεοῖο , Δωρικώτερον μετατεθέντος τοῦ ς εἰς τ καὶ ἐπενθέσεως τοῦ ε | ||
| , πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ τοῦ φῶ Μακεδονικῶς γέγονε |
| . . ὁ πρεσβύτης σχετλιάζων ἔξεισιν ὡς ὑπὸ τοῦ παιδὸς τετυμμένος . δῆλον δέ , ὅτι πάντα ταῦτα τῆς . | ||
| καὶ τοῦ εἴην εὐκτικοῦ ῥήματος οὕτω καὶ ἐνταῦθα διὰ τῆς τετυμμένος μετοχῆς καὶ τοῦ ἐὰν ὦ ῥήματος ὑποτακτικοῦ . Τὸ |
| ἀγροῦ καρπός . Ἀλλὰ πάλιν γενόμενον τὸ τοιοῦτον ὑποστρέφει εἰς κτητικὴν ἀντωνυμίαν τὴν ἀπὸ τοῦ ἐμός . οὐ γὰρ ἄλλως | ||
| . δι ' ὃ κἀκεῖνο τὸ ἀνάγνωσμα οὐκ ἐγκλινόμενον τὴν κτητικὴν ἀντωνυμίαν σημαίνει , οἱ δὲ οἳ ἐβλάφθησαν : ἐγκλιτικῶς |
| λήγουσα περιττοσύλλαβός ἐστιν : εἰ οὖν ἡ εἰς ς λήγουσα ἰσοσυλλαβεῖ , δηλονότι συνῄρηται : καὶ τὸ οὐδέτερον δὲ ἡνίκα | ||
| κατὰ μίμησιν τοῦ ὄφιος : οὕτως ἐπειδὴ πολλὰ εἰς ης ἰσοσυλλαβεῖ , Μηριόνης Μηριόνου , καὶ Ἀττικοὶ συναιροῦντες τὴν Δημοσθένεος |
| : μόνον γὰρ τὸ σῶς ἐστι περισπώμενον μονοσύλλαβον εἰς ως λῆγον ἀρσενικόν , γεγονὸς ἢ ἐκ τοῦ σόος , ὡς | ||
| ἀφ ' οὗ καὶ τὸ ῥύβδην καὶ ὁλόκληρον εἰς ον λῆγον ῥυδόν : καὶ παρὰ τὸ χύω τὸ χύδην . |
| φημὶ τοῦ τέτυπται , τρέπον τὸ ἐπὶ τέλους ται εἰς θαι καὶ τὸ π εἰς φ : εἶτα καὶ τὸν | ||
| ηεν ! ? ἄνευ τῆς του ! [ [ ] θαι . ὅτι δὲ ἡ Ἀφροδίτη [ [ ] ! |
| : μαυροῦσι : κατὰ ἀντίφρασιν ἀπὸ τοῦ μαίρω δηλοῦντος τὸ λάμπω . . . . . . μαυροῦσι : μαυροῦσι | ||
| ἀλαμπὲς καὶ μὴ ὁρώμενον : παρὰ τὸ μαίρω , τὸ λάμπω , ἐξ οὗ καὶ μάρμαρον , ὁ μέλλων μαρῶ |
| , ἐπιχειρήματα , ἐνθυμήματα , ὑπερβολαί , δεινώσεις δεινολογίαι , φράσεις ἐκφράσεις , οἰκτρολογίαι , παραδηλώσεις ὑποδηλώσεις , ἐπίλογοι . | ||
| ἀποκτενεῖς ἆρά μ ' , εἰ μὴ γνωρίμως μοι πάνυ φράσεις κρεῶν χύτραν . εὖ λέγεις . ξουθῆς μελίσσης νάμασιν |
| ; † Φοίνισσαν βοὰν κλύουσα ὦ νεάνιδες γηραιῶι ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν . † ἰὼ τέκνον , χρόνωι σὸν | ||
| ῥήματα κατὰ τονικὴν παραγωγὴν περισπώμενα , οἷον τύπτω τυπτῶ , ἕλκω ἑλκῶ , μηνίω μηνιῶ , δηρίω δηριῶ . Ἐν |
| ὅτι ἐνταῦθα οὐ συναιρεῖται ὡς Λητόϊ Λητοῖ , ἐπειδὴ οὐδέποτε δοτικὴ ἑνικῶν μονοσύλλαβος ἐκφωνεῖ τὸ ι , οἷον τῷ νῷ | ||
| : τοῖς σωλῆσι , τοῖς ποιμέσιν . Ἰστέον ὅτι ἡ δοτικὴ τῶν πληθυντικῶν ἀπὸ τῆς δοτικῆς τῶν ἑνικῶν γίνεται ἐνταῦθα |
| γὰρ διὰ τοῦ ηλος ὑπὲρ δύο συλλαβὰς προσηγορικὰ ἢ κύρια προπαροξύνεσθαι θέλει , κάμηλος καὶ φάσηλος , Στύμφηλον . τὰ | ||
| ἀνά Ἄνιος καὶ παρὰ τὴν ἀντί Ἄντιος . καὶ ὤφειλε προπαροξύνεσθαι , ὡς τὸ Ἄνιος καὶ τὰ λοιπά , ἀλλ |
| τὸ βλάπτον φεύγοντες ὡς ἄνθρωποι φρόνιμοι οἱ ἐλέφαντες . Τὴν σπογγιὰν ἰθύνει βραχὺ ζῷον , οὐ καρκίνῳ τὴν ἰδέαν παραπλήσιον | ||
| δειλότατε θεῶν σὺ κἀνθρώπων . Ἐγώ ; Πῶς δειλὸς ὅστις σπογγιὰν ᾔτησά σε ; Οὐ τἂν ἕτερός γ ' αὔτ |
| πεσόντι , δῆλον ὅτι καὶ τὸ ἐριπόντι Πολυνείκει παρὰ Πινδάρῳ ἀναλογώτερον καταστήσεται διὰ τοῦ ο γραφόμενον . Ἀλλ ' εἰ | ||
| , ὤφειλε βαρύνεσθαι καὶ συστέλλειν τὸ ι , ὅθεν Ἡσίοδος ἀναλογώτερον εἴρηκε : τρισπίθαμον δ ' ἄψιν . ἔστιν οὖν |
| τοὺς ἀθέρας , τουτέστι τὰ ἄχυρα . ἐκ τοῦ θέρος θερίζω , μετὰ τοῦ στερητικοῦ α ἀθερίζω : Ὅμηρος : | ||
| ἀμέρδω τὸ ἀφανίζω : τοῦτο δὲ ἀπὸ τοῦ ἀμῶ τὸ θερίζω . . ΕΝΘΑ ΚΕ . Τὸ Ἔνθα , ποτὲ |
| τὸ γὰρ παρὰ τί Τρύφων ἥμαρτεν ; ἐν αἰτίῳ ἔξωθεν ὑπακουομένῳ κατ ' αἰτιατικὴν πτῶσιν , ὡς εἰ καὶ οὕτως | ||
| ἔδοξε καὶ τῇ τοιαύτῃ ἀντωνυμίᾳ ἴδιον ἄρθρον προσνέμειν καὶ τῷ ὑπακουομένῳ κτήματι . . Ἔστι δὲ παραπέμπεσθαι τὴν τοιαύτην πιθανότητα |
| ἢ προτακτικὸν ὂν ἢ ὑποτακτικόν , οἷον ἔχω ἴσχω , μένω μίμνω , τέκω τίκτω , ῥέπω ῥίπτω . Τὰ | ||
| αὐτὸν εἶπεν : Ἀλλ ' ἐγὼ τέως νῦν ἄδειπνος οὐ μένω διὰ τό σέ μου ἀφορμὴν πᾶσαν λύειν . Ὅτι |
| Πρόσκειται ἀρσενικά διὰ τὸ ἄμπυξ ἄμπυκος : τοῦτο γὰρ πανταχοῦ συστέλλει τὸ υ , ἀλλ ' οὐκ ἔστιν ἀρσενικόν : | ||
| τίς ἡ τίς τὸ τί : τριγένειαν δὲ ἔχον εὐλόγως συστέλλει τὸ ι , ἐπειδὴ τὰ εἰς ς λήγοντα μετὰ |
| ἀπὸ τοῦ φῶ τὸ Αἰολικὸν φημί : διὸ βαρύνων ὁ Τυραννίων φῆμι γράφει βαρυτόνως Αἰολικώτερον , οἷον ” φῆμι γὰρ | ||
| : ” σὺ δέ κεν κακὸν οἶτον ὄληαι ” . Τυραννίων δὲ προπερισπᾷ : καὶ δῆλον ὅτι καὶ τὸ πρῶτον |
| πεπαιδευμένος τὰ Ἑλληνικά . ὡς δὲ κρατίστοις τὰ ναυτικὰ ἀνδράσι συνοισόμενος ἐς μάχην , τὰς ἰδίας ναῦς ἐπεσκεύαζε καὶ ἀνεπλήρου | ||
| νῦν καταχαλκοῦ , ὦ κριέ , τὰ κέρεα , ὡς συνοισόμενος μεγάλῳ κακῷ . Ἐν δὲ τῇ Σπάρτῃ τοῦτον τὸν |
| ῥέοντι δ ' ου ! [ μακροτερο [ καὶ τὸν αιδ [ πλοῦτον θα [ λασε θνατῶν ? [ μηδεναιω | ||
| ' ὑποκρ [ ] ωσομεν γ ? [ ] ἔθνος αιδ [ ] μεχρε ? [ ! ! ] ! |
| ὥσπερ παρὰ τὸ σκαίρω σκαρῶ γίνεται σκαρίζω καὶ εἴρω ἐρῶ ἐρίζω , οὕτως καὶ παρὰ τὸ μείρω μερῶ γίνεται μερίζω | ||
| [ ! ! ! ] κυανοκόμοιο [ ] ἀόριστος τοῦ ἐρίζω Ἀριστοφάνης ὅσσα Αἰγινήταις [ ] Ζηνόδοτος Πυθιᾶν Ζηνόδοτος κτανεμεν |
| . ὡς παρὰ τὸ βήσω βῆσσα καὶ ἄξω ἄξα καὶ ἄμαξα , οὕτως καὶ παρὰ τὸ φρῶ , ὃ παρὰ | ||
| βλῶ βλήσω : βλήτρον : καὶ πλεονασμῶ τοῦ σ . ἄμαξα ἐκ τοῦ ἄγω , ἄξω : ἄξα : καὶ |
| εἰς ΓΩ ὑπερδισύλλαβα μὴ παρ ' ὄνομα σύνθετα , εἰ παραλήγοιτο φύσει μακρᾷ , βαρύνεται : [ ἐπείγω ] ἀρήγω | ||
| λυῶ λυήσω : εἰ δὲ τῷ ε ἢ τῷ ι παραλήγοιτο , διὰ τοῦ α μακροῦ ποιεῖ τὸν μέλλοντα , |
| Ῥωμαίων διαλέκτου . . , : ὀπωπή : παρὰ τὸ ὄπτω ῥῆμα γίνεται ὄνομα ῥηματικὸν ὀπή , ὡς κόπτω κοπή | ||
| , κλέπτω κλέβδην , κρύπτω κρύβδην , γράφω γράβδην , ὄπτω ὄβδην καὶ ἐσόβδην . καὶ παρὰ τοὺς εἰς ξω |
| τὸ σκέλος , Ζηνωνικῷ πραθήσεθ ' οὗτος κυρίῳ ἐπ ' ἐξαγωγῇ , τὴν φρόνησιν ἀγνοῶν . μετὰ παρρησίας γὰρ ἐρῶ | ||
| τὸ σκέλος , Ζηνωνικῷ πραθήσεθ ' οὗτος κυρίῳ ἐπ ' ἐξαγωγῇ , τὴν φρόνησιν ἀγνοῶν . . . . Μειράκιον |
| ἐν τῷ περὶ τῆς παρ ' Ἀλκαίῳ λεπάδος παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ φησὶν εἶναι ᾠδήν , ἧς ἡ ἀρχή : ” | ||
| δ ' ὁ Μιτυληναῖος ἐν τῷ περὶ τῆς παρ ' Ἀλκαίῳ λεπάδος παρὰ τῷ Ἀλκαίῳ φησὶν εἶναι ᾠδὴν ἧς ἡ |
| βίβλῳ κατέταξεν , κατὰ μέρος ἐπισκοπήσωμεν ἀπὸ τοῦ τύπτω καὶ λείβω τὴν ἀρχὴν ποιησάμενοι , ἀφ ' ὧν καὶ αὐτὸς | ||
| παρακείμενος τὸ Φ , τύπτω , τύψω , τέτυφα , λείβω λείψω λέλειφα , γράφω , γράψω γέγραφα : καὶ |
| , εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω : οἶνος γὰρ ἀνώγει , ἠλεός , ὅς τ ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ ' | ||
| , ὅταν συμμέτρως καὶ κεκραμένως πίνηται . οἶνος γὰρ ἀνώγει ἠλεός , ὅς τ ' ἐφέηκε πολύφρονά περ μάλ ' |
| ἀμφαδίην : φανε - ρῶς : φαίνω φανδόν , ὡς χαίνω χανδόν , καὶ ἀναφανδόν καὶ ἀμφαδόν καὶ ἀμφαδίην . | ||
| ἢ ἀπὸ τοῦ λῶ τὸ ἀπολαύω , ἢ ἀπὸ τοῦ χαίνω τὸ χάσκω , ὡς καὶ ἀπὸ τοῦ οἴω τὸ |
| ἢ ϲίραιον ὀρίγανον ἢ ὕϲϲωπον ἀφηψημένον ἔχον : ἐγὼ δὲ μίγνυμι τοῦτο τῷ μετ ' ὀξυμέλιτοϲ νάπυι . εἰ δὲ | ||
| μέλιτοϲ ϲκευάζεϲθαι , ὅταν ᾖ τὸ ῥεῦμα πάνυ λεπτόν : μίγνυμι δὲ ἐνίοτε ἑψομένῳ τούτῳ τῷ φαρμάκῳ καὶ γλυκυρίζηϲ ῥίζαν |
| ἐνεστῶτα τὸν σημαίνοντα τὸ καταπονῶ ὁ μέλλων τερῶ , ὡς κείρω κερῶ , γέγονε ῥηματικὸν ὄνομα κατὰ ἀποβολὴν τοῦ ω | ||
| , , . , . : κορμός : παρὰ τὸ κείρω . . . , : κορυθαίολος : αἰόλλω ῥῆμα |
| σμινύης καὶ ἐρρωμένως τῇ γῇ ἐμβάλλειν , ἀνακύψαντα δὲ „ λυπῶ σε ” , φάναι ” ὦ Δημήτριε , τὸν | ||
| . Ἡνία , ὁ χαλινὸς , ἀπὸ τοῦ ἀνιῶ τὸ λυπῶ , κημὸς ἀπὸ τοῦ κάμνω , φιμὸς ἀπὸ τοῦ |
| , εἰ μὴ τὸ λέγεσθαι ἢ ὑπάρχειν ἤ τι τούτοις ἰσοδυναμοῦν , Δίων λέγομαι , Θέων ὑπάρχω . ἡ δ | ||
| ἀντὶ τοῦ Ἀσίας . ὁππότε : Ἀττικόν ἐστι παρῳχημένου χρόνου ἰσοδυναμοῦν τῷ ὅτε : ὁππότε μιν ξυνδῆσαι Ὀλύμπιοι ἤθελον . |