. ἔσθ ' ὅτε δ ' Ὅμηρος τὸ ὁμοῦ ἐπὶ χρονικοῦ τάσσει ἐπιρρήματος , ὥς φησιν Ἀσκληπιάδης : εἰ δὴ
τόπον ἔνθα κατεπλέομεν , καί τις θεὸς ἡγεμόνευεν , ἀντὶ χρονικοῦ δ ' ἐπιρρήματος τοῦ τότε ἔνθ ' αὖ Τυδείδῃ
7663959 προστακτικου
ἀπαλλάσσου καὶ ἀναχώρει : ἀπὸ τοῦ στείχω , δευτέρου ἀορίστου προστακτικοῦ , . , . . . . Ἀπόερσε :
πουσαν . διώκοι : διωκέτω : τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ προστακτικοῦ . Κραδίης : ἀπὸ τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας .
7645801 ὑποτακτικου
γὰρ δύο εὐθεῖαι νοοῦνται , λέγω τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἄρθρου , ὅταν τὸ αὐτὸ πρόσωπον τὰς δύο διαθέσεις
Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι : τοὔμπαλιν δ ' ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ
7515893 χρονικον
. ἔστι δὲ τὸ ἁρμοῖ τοπικὸν κυρίως , ἐνταῦθα δὲ χρονικόν : καὶ γὰρ πρὸ ὀλίγου τὰ αὐτὰ κακὰ ἔλεγε
δεινὸν κακοῦ παρόντος ἀρρωδεῖν βροτόν . . τὸ μὲν ἄρτι χρονικόν ἐστιν ἐπίρρημα , τὸ δὲ ἀρτίως ἐπὶ τοῦ ἀπηρτισμένου
7512130 ἠλλακται
. . . . ἐρύουσιν : ἡ διπλῆ ὅτι χρόνος ἤλλακται ἀντὶ τοῦ ἐρύσουσιν : καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ νευρὴν δ
μεταφορά . προβλέπω τῷ νῷ , ἀντὶ τοῦ προέβλεπον : ἤλλακται γὰρ ὁ χρόνος . καὶ πρὸς τὸ οὐδ '
7471414 ἐλω
καλῶ καλίζω καλιστής καὶ καλιστρῶ , καὶ ὡς ἀπὸ τοῦ ἐλῶ ἐλάζω ἐλαστής καὶ ἐλαστρῶ , οἷον : δινεύοντες ἐλάστρεον
ἅπτεται χροός καὶ μὴν ὑβρίζοντ ' αὐτίκ ' ἐκ βάθρων ἐλῶ , ῥυτῆρι κρούων γλουτὸν ὑπτίου ποδός ἑωθινὸς γάρ ,
7430615 συστειλαν
ἐσχάτην εἰς θαι καὶ τὴν κατ ' ἀρχὰς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν ἀπαρέμφατον ποιεῖ : καὶ εἰ μὲν καθαρεύοι τὸ τ
δεχόμενον πρὸ τοῦ μ , τὴν ἐν ἀρχαῖς κλιτικὴν ἔκτασιν συστεῖλαν εὐκτικὸν γίνεται , τύπτομαι τυπτοίμην , ἐτυψάμην τυψαίμην ,
7393359 γιγνω
τῷ ἀναδεδιπλωμένῳ τὸ ὁλόκληρον , οἷον μένω μίμνω , γένω γίγνω , οὕτω δὲ καὶ μέλω μέμλω καὶ πλεονασμῷ [
κινεῖν τὴν ὀσφύν φασιν . ὥσπερ δὲ παρὰ τὸ γνῶ γίγνω , οὕτως παρὰ τὸ κλῶ κίγκλω καὶ κίγκλος .
7377855 ἱζω
οὕτω δὲ καὶ τὸ ἕζω , ὅθεν τὸ καθέζομαι , ἵζω λέγουσι διὰ τὸ φύσει ἑπόμενον σ τὸ ἀρκτικὸν τῆς
λεπυθέντα σύκα ἐν τῷ ξηραίνεσθαι . Ἱστία . παρὰ τὸ ἵζω . ἡ δὲ ἑστία παρὰ τὸ ἕζω . τὸ
7377846 ἐτυψα
δὴ πάντως ὀφείλει συντετάχθαι τοῦ αὐτοῦ προσώπου ῥῆμα , ἐμαυτοῦ ἔτυψα παῖδα . ἀλλ ' εἰ καὶ ἡ συντασσομένη αἰτιατικὴ
, ὡς εἰ καὶ ἔλεγεν οὕτως , ἐγὼ ἐμὲ αὐτὸν ἔτυψα . τοῦ οὖν ῥήματος συνόντος τῇ πλαγίᾳ πτώσει κατὰ
7321011 Σαλαμινιαις
ὀνόματος τὸ α καὶ συστέλλουσι , ὡς παρὰ Αἰσχύλωι ἐν Σαλαμινίαις : εἴ μοι γένοιτο φᾶρος ἴσον ἐν οὐρανῶι .
Σαλαμινίαις . , : κανθύλας : τὰς ἀνοιδήσεις . Αἰσχύλος Σαλαμινίαις . , : κονθηλαί : αἱ ἀνοιδήσεις . Κατάλογ
7289787 χραντος
ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α
ὁ παρατατικὸς ἐχρῆν , ἡ μετοχὴ ὁ χράς , τοῦ χράντος , καὶ τὸ ἀπαρέμφατον χρᾶναι καὶ τροπῇ τοῦ α
7274973 Δωρικωτερον
σοῦ πατρὸς ἐνέστακται μένος ἠΰ , ἢ καὶ τεοῖο , Δωρικώτερον μετατεθέντος τοῦ ς εἰς τ καὶ ἐπενθέσεως τοῦ ε
, πελάζω . ἐκ δὲ τοῦ βάζω καὶ ἡ βάξις Δωρικώτερον . καὶ οὕτω μὲν ἐκ τοῦ φῶ Μακεδονικῶς γέγονε
7270785 ἐνηλλακται
ἐρέει : ἤτοι ὅτι ὁ κέ περισσὸς ἢ τὸ ῥῆμα ἐνήλλακται , ἐρέει ἀντὶ τοῦ εἴποι ἄν . . .
ἐπὶ τοῦ ἀργὸς καὶ ἄργος : ὁ γὰρ τόνος ἐνταῦθα ἐνήλλακται , καὶ τὸ παροξυνόμενον σημαίνει πόλιν τινὰ ἐν Πελοποννήσῳ
7270489 μολισκω
σημαίνει δὲ τὸ αὐξάνω . παρὰ τὸ μολῶ γίνεται παράγωγον μολίσκω , ὡς γελῶ γελίσκω καὶ γαμῶ γαμίσκω : καὶ
, καθὰ τελῶ τελίσκω Ἰακῶς καὶ θορῶ θορίσκω καὶ μολῶ μολίσκω , ἐξ ὧν τὸ θρώσκω , ἔτι δὲ καὶ
7253318 καχλαζω
κεχλαδὼς , ὁ πλήθων : παράγωγον χλάζω : καὶ ἀναδιπλασιασμὸς καχλάζω . τὸ οὖν χλῶ ῥηματικὸν χλώσα : ἐπεκτάσει τοῦ
τοῦ ο ὄχλος . ἐκ δὲ τοῦ χλῶ καὶ τὸ καχλάζω κατὰ ἀναδιπλασιασμόν . . . , : ἀκωκή :
7241165 μολω
. Τὸ ΑΓΧΙΜΟΛΟΝ ἐπίῤῥημά ἐστιν εἰς παρατατικὸν , ἐκ τοῦ μολῶ τὸ παραγίνομαι : σημαίνει δὲ τὸ πλησίον . .
: καὶ γὰρ ἀντὶ τοῦ Μ παραλαμβάνεται , ὡς τὸ μολῶ μολήσω καὶ τροπῇ τοῦ Μ εἰς Β βολῶ βολήσω
7222653 βλωσκω
τροπῇ τοῦ μ εἰς τὸ β , ὡς ἐπὶ τοῦ βλώσκω , . * . Βόα : εἴρηται περὶ τούτου
καὶ νοῶ νοΐσκω : ἐκ τούτων δὲ κατὰ κρᾶσιν θρώσκω βλώσκω νώσκω καὶ Αἰολικῶς γνώσκω : Αἰολεῖς γάρ , φησί
7221829 αἰβοι
ἀλλὰ τίς ; Δῖνος βασιλεύει τὸν Δί ' ἐξεληλακώς . αἰβοῖ : τί ληρεῖς ; ἴσθι τοῦθ ' οὕτως ἔχον
μοὐδόκει δημηγορεῖν φάλλαινα πανδοκεύτρια , ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός . αἰβοῖ . τί ἐστι ; παῦε παῦε , μὴ λέγε
7213181 τυψαι
εἰς ἵππους ἅλεται . ἡ διπλῆ πρὸς τὴν διαφορὰν τοῦ τύψαι καὶ βαλεῖν . . . . ἅλεται : ἡ
. τετύποιμεν τετύποιτε τετύποιεν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τύψαιμι τύψαιϲ τύψαι Δυ . τύψαιτον τυψαίτην Πληθ . τύψαιμεν τύψαιτε τύψαιεν
7211981 ἐπιθετικου
τὰς τῶν ἄρθρων παρεμπτώσεις . ] . Ἔτι πᾶσα δοτικὴ ἐπιθετικοῦ ὀνόματος κατ ' ἐπισταλτικὴν σύνταξιν συνέχει τὸ ἄρθρον ,
δημότερος συγκριτικόν , οὐκ ἀποκοπῇ , ἀλλ ' ἐκ τοῦ ἐπιθετικοῦ τοῦ „ δῆμον ἐόντα παρὲξ ἀγορευέμεν „ . καὶ
7207917 φωτιζω
Κευθομένην ἀπὸ τοῦ εἴκω τὸ ὑποχωρῶ καὶ τοῦ εὔω τὸ φωτίζω , ὅθεν τὸ φωτίζον ὑποχωρεῖ . ἤγγειλαν : ἐμήνυσαν
. . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ αὖσον κατὰ μετάθεσιν
7202906 ἐτυψας
παισθεὶς ] τυφθείς . παισθεὶς ] πληγείς . ἔπαισας ] ἔτυψας . σὺ δ ' ἔθανες : ἀνῃρέθησαν οὕτως :
διάθεσιν τῆς εὐθείας , ἐγώ σοι δέδωκα , σύ με ἔτυψας , Ἀριστοφάνης Ἀρίσταρχον ἐδίδαξεν . Ἡ καλουμένη ἐπιταγματικὴ ἀντωνυμία
7179707 σμημα
τινα φέρειν ἀπονίψασθαι . δότω τις δεῦρ ' ὕδωρ καὶ σμῆμα . τράπεζα φυστημινεις ἀλλὰ μὴν δαίμονος ἀγαθοῦ μετάνιπτρον ,
τινα φέρειν ἀπονίψασθαι . δότω τις δεῦρ ' ὕδωρ καὶ σμῆμα . ἔτι δὲ καὶ εὐώδεσι τὰς χεῖρας κατεχρίοντο τὰς
7178629 ὠμοϲ
ξηραίνει δὲ κατὰ τὴν δευτέραν . Ϲκορπίοϲ ὁ μὲν χερϲαῖοϲ ὠμὸϲ ἐπιτεθεὶϲ βοήθημα τῆϲ ἰδίαϲ γίνε - ται πληγῆϲ :
δὲ καὶ δυϲῶδεϲ εὑρίϲκεται τὸ μετέχον πύου . ὁ δὲ ὠμὸϲ χυμὸϲ διορίζεται τῶν χρηϲτῶν ὑποϲτάϲεων τῇ ἀνωμάλῳ ϲυϲτάϲει τοῦ
7177748 Σεμεληι
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί .
† αὐλεῖ Μαριανδυνοῖς καλάμοις κρούων Ἰαστί , καλεῖτε θεόν : Σεμελήι ' Ἴακχε πλουτοδότα τίς τῆιδε ; πολλοὶ κἀγαθοί .
7155126 ἱκνω
' οὗ τὸ ἐρευνῶ , ὡς οἴχω οἰχνῶ , ἵκω ἱκνῶ . . . , : τὸ δὲ ἐρέων ἐστὶ
εἰς ΝΩ μετ ' ἐπιπλοκῆς συμφώνου περισπᾶται : ὑπνῶ πυκνῶ ἱκνῶ τεχνῶ σκιδνῶ ἰδνῶ . σεσημείωται τὸ δάκνω βαρύτονον ,
7145989 βλαβω
τέκνον : πρὸς ἄλλο πεφύκαμεν : ἐγὼ μὲν οὐ μὴ βλαβῶ , σὺ δὲ βλάπτῃ , τέκνον . ” καὶ
μῖσος . σιγᾶν ] σιωπῶ , φησίν , ἵνα μὴ βλαβῶ . κοιράνων ] τῶν βασιλέων . ἔτρεις ] ἐφοβοῦ
7141573 βλω
ἔστι βρῶ , τὸ δηλοῦν τὸ ἐσθίω : τοῦτο γίνεται βλῶ κατὰ τροπὴν τοῦ ρ εἰς τὸ λ καὶ κατὰ
ἀποβλύζων : ἀπεμῶν : τὸ δὲ βλύζω ἀπὸ τοῦ βάλλω βλῶ βλύζω . . . . ἁπλοῦς : ὥσπερ παρὰ
7134175 Ἰακον
ὀλίγον : Ἀττικῶς . τὸ δὲ ὀλίον ἢ βάρβαρον ἢ Ἰακόν . ὅμαιμος καὶ ὁμαίμων : ἀδελφὸς ἢ συγγενής [
γεγονότες . ἀστραγάλους : οἱ Ἀττικοί , τὸ γὰρ θηλυκὸν Ἰακόν : καὶ παρ ' Ὁμήρῳ τινὲς θηλυκῶς , οἷον
7131578 ἐδομαι
προσδοκίαν χάρις , ὡς ἡ τοῦ Κύκλωπος , ὅτι ὕστατον ἔδομαι Οὖτιν . οὐ γὰρ προσεδόκα τοιοῦτο ξένιον οὔτε Ὀδυσσεὺς
δὲ λεγόμενον ἐπὶ τρίτου ἂν ἠκούετο , Οὖτιν ἐγὼ πύματον ἔδομαι , εἰ μὴ ἀνθυπαλλαγῇ τῆς ἀντωνυμίας εἰς δεύτερον αὐτὸ
7128364 κηωεις
Περὶ μονοσυλλάβων ῥημάτων . . . . , , : κηώεις : ἐπὶ τοῦ θαλάμου . ἐκ τοῦ κέω ,
σο κέων , ὦ ξεῖνε . κεώεις οὖν θάλαμος καὶ κηώεις . ὁ εἰς τὸ κοιμᾶσθαι εἰργασμένος . οὕτω Φιλόξενος
7128182 ὡρικως
πιθανῶς ἢ κατὰ καιρόν . πυνθάνῃ : Ἤγουν ἐρωτᾷς . ὡρικῶς : Νεωτερικῶς . . ὡρικῶς : ἀντὶ τοῦ νεωτερικῶς
πυνθάνῃ : Ἤγουν ἐρωτᾷς . ὡρικῶς : Νεωτερικῶς . . ὡρικῶς : ἀντὶ τοῦ νεωτερικῶς . παίζουσι γὰρ τῇ γραῒ
7125522 συνῃρηται
τῆς πάντων τῶν τοιούτων διακρίσεως , ἐν δὲ τῷ ἄκρῳ συνῄρηται πάντα εἰς ἕν , τὸ πάντων ἕνωμα . Οὔκουν
. Φυλάσσει δὲ τὸ Ω καὶ ἐπὶ τῆς γενικῆς , συνῄρηται γάρ . Κοινῶς γὰρ πάντα τὰ εἰς ων περισπώμενα
7125146 εὑω
* : Σταθευτός , ἀπὸ τοῦ ἵστημι στήσω καὶ τοῦ εὕω τὸ φλογίζω : ὁ ἐν τῷ ἵστασθαι φλογιζόμενος .
' . . . . αὖσον : τὸ πῦρ : εὕω , τὸ φωτίζω καὶ φλογίζω , εὕσω εὗσον καὶ
7123709 τυπω
διδασκῆσαι γὰρ ἀπὸ τοῦ διδασκῶ περισπωμένου , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ τυπῶ τυπήσω , ἀπὸ δὲ τοῦ διδάσκω διδάξω : οὕτω
μέσος μέλλων δεύτερος ἀπὸ τοῦ ἐνεργητικοῦ δευτέρου μέλλοντος ; τοῦ τυπῶ γίνεται , τροπῇ τοῦ ω μεγάλου εἰς τὴν ου
7121797 δεικω
. . ἀριδείκετος : ὁ ἄγαν ἐμφανής : παρὰ τὸ δείκω , τὸ σημαῖνον τὸ δηλῶ , δείκετος καὶ ἀριδείκετος
οὖν ἀπὸ τοῦ ἔχω ἔχετος , ἐμῶ ἔμετος , οὕτως δείκω δείκετος , καὶ ἐν συνθέσει ἀριδείκετος , ὁ πάνυ
7121077 διαπορησις
Ἔστι δὲ ταῦτα : εἰρωνεία , ἐπιτίμησις , παράλειψις , διαπόρησις , ἀποστροφή , προδιόρθωσις , ἐπιδιόρθωσις , ἀποσιώπησις ,
ὀδυρόμενος πάθη . Ἔτι ἐνδιάθετον ἔχει σχῆμα καὶ ἡ τοιαύτη διαπόρησις , οἷον εἶτα , ὦ τί ἂν εἰπών σέ
7114128 Καλου
παράπλουν τὰ ὅρια τῆς Ταυρικῆς Χερρονήσου ἀπὸ Ἀθηναιῶνος λιμένος μέχρι Καλοῦ λιμένος , σταδίους ͵βχʹ , μίλια τμϚʹ , Ϙʹ
καὶ Χρύσιππος δ ' ὁ φιλόσοφος ἐν εʹ περὶ τοῦ Καλοῦ καὶ τῆς Ἡδονῆς περὶ τοῦ Πανταλέοντος τάδε γράφει :
7103367 παραμυθουμαι
ἐγὼ δ ' ] λείπει οὐκ ἔχω . σαίνομαι ] παραμυθοῦμαι . εἶχε φωνὴν ] ὁ πλόκαμος δηλονότι . δίφροντις
χρήσωνται , ἀλλ ' ὅπως ὑμεῖς θαυμάζοιτε . Ταῦτα ὑμᾶς παραμυθοῦμαι εἰδὼς τὸν βίον ἑκάτερον , καὶ ἄξιον ἑορτάζειν ἐνθυμουμένους
7101045 αἰτιολογικος
δῆλον ὡς οὐ σύνδεσμοι . ἔτι εἴπερ τὸ ἕκητι σύνδεσμος αἰτιολογικός , δῆλον ὡς οὐ τὸ ἀέκητι : στέρησις γὰρ
, ἔμπα γε μὴν ἴθι δεῦρο . , καὶ σύνδεσμος αἰτιολογικός , καὶ ἔτι ἀποτελεστικός ) . καὶ τῷ μάλα
7100243 ἐπιαλω
ἔστιν ἡ γραφὴ δισσή , ” ἐπιάλων “ καὶ ” ἐπιαλῶ “ . καὶ πρὸς μὲν τὸ περισπώμενον ” ἐπιαλῶ
λέγειν , οἷον ” ἄξεις , ὁρμήσεις σεαυτὸν ἐντεῦθεν : ἐπιαλῶ σε “ , ὅ ἐστιν ἐλάσω σε καὶ διώξω
7097604 Μελιβοιας
, Ἡσίοδος δὲ αὐτόχθονα . τούτου καὶ τῆς Ὠκεανοῦ θυγατρὸς Μελιβοίας , ἢ καθάπερ ἄλλοι λέγουσι νύμφης Κυλλήνης , παῖς
. Ὁ μὲν ἐπὶ τῷ στρατηγεῖν ἔτι καὶ τοὺς ἐκ Μελιβοίας ἐπὶ Τροίαν ἀνάγων τιμωροὺς Μενελάῳ κατὰ τοῦ Φρυγὸς Φιλοκτήτης
7097012 κεων
, τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε , πλεονασμῷ τοῦ α . .
ὀξύτης . ἢ παρὰ τὸ κέω , τὸ κοιμῶμαι , κέων ἡ μετοχή : † ὦρσο κέων , ὦ ξεῖνε
7094787 ὀρυσσω
ὡς ἄνω ἀνύω , ἀφ ' οὗ ἀλύσσω , ὡς ὀρύσσω : καὶ ὥσπερ ὀρύσσω ὀρυκτός , οὕτως ἀλύσσω ἀλυκτός
παρακείμενος ἔχει τὸ Χ , οἷον παίζω παίξω πέπαιχα , ὀρύσσω ὀρύξω ὤρυχα : ὅταν δὲ ἔχει τὸ Σ ὁ
7090837 ὀλω
καὶ τἄλλα ὀξύνεται . καὶ τὸ ὀλοός ὀξύνεται ἀπὸ τοῦ ὀλῶ . Τὰ εἰς ΟΣ ὑπερδισύλλαβα παραληγόμενα Υ συνεσταλμένῳ προπαροξύνεται
καὶ ἀργεστής ἐπιθετικὰ ὀξύνονται . Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα
7082178 σαφεστερας
. τούτου δὲ τὰς αἰτίας ἀναγκαῖόν ἐστι προεκθέσθαι χάριν τοῦ σαφεστέρας γενέσθαι τὰς ἐν αὐτῷ συντελεσθείσας πράξεις . Ἀλέξανδρος γὰρ
ἐπὶ τὴν ἀγωγὴν τῆς εἱμαρμένης . Εἰ δέ σοι καὶ σαφεστέρας εἰκόνος δεῖ , νόει μοι στρατηγὸν μὲν τὸν θεόν
7082170 τειρω
τάρβος : οἱ γὰρ εὐλαβούμενοι φεύγουσι . τρίτον ἐκ τοῦ τείρω τὸ καταπονῶ , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἔταρον , τάρος
τρῶ τρᾷς ἐστι ῥῆμα , ὅπερ ἐστὶ κατὰ συγκοπὴν τοῦ τείρω . παρὰ δὲ τὸ τείρω τέρετρον , ὡς παρὰ
7082169 ἐπιρρηματικως
τὸν Πράξανδρον ἀδελφὸν τοῦ Θήρωνος ὄντα . Ἰσθμοῖ τε : ἐπιρρηματικῶς λέγεται : οἴκοι . κοιναί : ὡς ἅμα ἱπποτροφούντων
εἰ δὲ τοῦτο ἀληθές , ἔδει τὸ ἄρθρον , εἴπερ ἐπιρρηματικῶς παρέκειτο , ἄκλιτον καθίστασθαι : νυνὶ δὲ κλίνεται ,
7067654 τυφθειην
τοῦ ν , προστιθεμένου τῇ παραληγούσῃ τοῦ ι τὸ τυφθέντος τυφθείην γίνεται , ὥσπερ καὶ ἀπὸ τῆς τυπέντος μετοχῆς τὸ
δὲ τοῦ τετυμμένος τὸν χρόνον ὅτι παθητικὸς παρακείμενος , Τὸ τυφθείην χρόνου μέν ἐστιν ἀορίστου αʹ παθητικοῦ , γίνεται δὲ
7067478 ἠμυει
καταιγίδας . καὶ ὅτι πτῶσις ἤλλακται : ἐπί τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν , ἀντὶ τοῦ ἐπιμύει δὲ τοὺς ἀστάχυας ,
τῶν τοιούτων ὀνομάτων Ἀττικόν ἐστιν . Ὅμηρος ἐπὶ τ ' ἠμύει ἀσταχύεσσιν . Κρατῖνος ὁμοίως τῷ ἄνηστις ἀντὶ τοῦ νῆστις
7065681 ἀναγγειλον
. ἀγωνίζεσθαι περὶ πράγματος καὶ ἀγωνίζεσθαι περὶ πρᾶγμα : † ἀνάγγειλον ἡμῖν : † περὶ τὸ πρᾶγμα ἠγωνίσω . .
πρὸς τὸν Ἁβραὰμ , τὸν ἠγαπημένον μου φίλον , καὶ ἀνάγγειλον αὐτῷ περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ , καὶ πληροφόρησον αὐτὸν
7064497 ἐπηλυγαζονται
τὸν Σοφοκλέα τὸ πῶμα τῆς λάρνακος . κοινῶς ἔφηλις . ἐπηλυγάζονται : ἐπισκιάζονται , ἐπικρύπτονται . λύγην γὰρ καλοῦσιν οἱ
Θουκυδίδης ἐν Ϛʹ φησί : τῷ κοινῷ φόβῳ τὸ σφέτερον ἐπηλυγάζονται . ἐσαφάσῃς τῷ δακτύλῳ : ἀντὶ τοῦ ἐφάψῃ .
7063771 ΛΖΑ
πρὸς ΖΑ ὁ τοῦ ὑπὸ ΜΛΝ ἐστι πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ὡς ἄρα ἡ ΘΖ πρὸς ΖΑ , οὕτως
ὑπὸ ΛΖΑ , οὕτως τὸ ὑπὸ ΘΖΛ πρὸς τὸ ὑπὸ ΛΖΑ . ἴσον ἄρα ἐστὶ τὸ ὑπὸ ΜΛΝ τῷ ὑπὸ
7060808 κακκαβη
ῥηματικὸν ὄνομα κάβη καὶ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ κακκάβη . ἀναλογώτερον δὲ θέλουσι λέγειν ἡ κάκκαβος θηλυκόν :
. κάκκαβος ἐπὶ ἀρσενικοῦ . . . . . . κακκάβη , , : κακκάβη : σκεῦος πρὸς ἕψησιν ἐπιτήδειον
7055098 τεθλιπται
εὖρος : ἐπὶ δὲ τὸ εὖρος τέθρυπται , ὅ ἐστι τέθλιπται . [ λεπτὸς γάρ ἐστιν . ] ὁ γὰρ
, ἀπὸ τῆς κεφαλῆς μέχρι καὶ τῆς οὐρᾶς τέθρυπται ἢ τέθλιπται καὶ λεπτός ἐστιν . * τέτρυται : ἐπέγκειται *
7047962 ἀναδιπλασιασμῳ
παρακείμενος ἤνοθα συνήθως τραπέντος τοῦ ε εἰς ο καὶ Ἀττικῷ ἀναδιπλασιασμῷ ἀνήνοθα . Ζηνόβιος , , . . α .
, ὁ πληθύων . ἀπὸ τοῦ χλῶ παράγωγον χλάζω καὶ ἀναδιπλασιασμῷ καχλάζω , οὗ παρατατικὸς ἐκάχλαζον . τὸ οὖν χλῶ
7038024 ἐθω
ἀποστρέφεται τὴν διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφήν : οἷον , ἔθω τὸ ἐξ ἔθους τι διαπράττεσθαι : ἔθος : ἔθειρα
βαρύνεται : οἷον , σπέθω : σχέθω : μέθω : ἔθω : κενέθω : ἀρέθω : κερέθω : φαέθω :
7036297 Θωμεν
ἐκ τοῦ ἐναντίου , πολλάκις δὲ καὶ ἐκ πλειόνων . Θῶμεν δὲ καὶ ἐπὶ παραδείγματος . οὐ δεῖ καινοτομεῖν ,
' ἄλλα κακουργήματα πρὸς ἀλλήλους ἐπινοοῦσιν . Εἰκὸς γοῦν . Θῶμεν δὴ τὰς ἐν τοῖς πεδίοις πόλεις καὶ πρὸς θαλάττῃ
7034541 νηθω
. Πῆμα . παρὰ τὸ πήθω , ὡς παρὰ τὸ νήθω , νήσω , νῆμα . Πηός . κυρίως ,
” . καὶ τὸ πλήθω ὡς ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων
7032547 σκαιρω
: τίς ὀμφαλητόμος σὲ τὸν διοπλῆγα ἔψησε κἀπέλουσεν ἀσκαρίζοντα ; σκαίρω σκαρίζω καὶ ἀσκαρίζω . Ἡρωδιανὸς Περὶ παθῶν , .
Νῶκαρ . τὸ δυσκίνητον καὶ οὐδ ' ὁπωσοῦν ἐῤῥωμένον : σκαίρω γὰρ ἐστὶ ῥῆμα . ἀποβολῇ τοῦ σ , καίρω
7027236 αὐξω
ὡς παρὰ τῷ Ποιητῇ : ληθάνει ὅσς ' ἔπαθεν . αὔξω αὐξάνω . Λινόν : τὸ ἔριον , ἀπὸ τῆς
θᾶκος καὶ θῶκος . . , : θάλλω : τὸ αὔξω . παρὰ τὸ θῶ , τὸ τρέφω , ἀφ
7026179 Δυ
εἴητε , εἴηϲαν Ἀορίϲτου αʹ Ἑν . τυφθείην τυφθείηϲ τυφθείη Δυ . τυφθείητον τυφθειήτην Πληθ . τυφθείημεν τυφθείητε τυφθείηϲαν Μέϲου
. τύπτετε τυπτέτωϲαν Παρακειμένου καὶ ὑπερϲυντελίκου Ἑν . τέτυφε τετυφέτω Δυ . τετύφετον τετυφέτων Πληθ . τετύφετε τετυφέτωϲαν Μέϲου παρακειμένου
7024639 οἰγω
οὔρουν , αἱ δὲ λοιπαὶ εἰς τὰ οἰκεῖα μεταβάλλονται , οἴγω ᾦγον , αἰσχύνομαι ᾐσχυνόμην . Τὰ μέντοι ἀπὸ προθέσεως
καὶ γνάμπτω γνάμψω ἀνέγναμψαν . . . . ἀνεῳγμένος : οἴγω οἴξω ᾦχα ᾦγμαι καὶ ἀνέῳγμαι , ἡ μετοχὴ ἀνεῳγμένος
7019507 στραγγευομαι
ἀκριβῶν σκινδαλάμους μαθήσομαι ; ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ ,
⌈ ῥῆμα τὸ ἐκθλίβω ⌈ ἤγουν τὸ κοινῶς στραγγίζω . στραγγεύομαι : τί ἐστιν ἡ ἐμὴ προθυμία νωθρὰ καὶ ἀμβλεῖα
7016678 εἰσφρω
πρῶ καὶ τροπῇ φρῶ καὶ κατὰ δευτέραν σύνθεσιν διαφρῶ καὶ εἰσφρῶ . Ἀριστοφάνης : ” τῶν μηρίων τὴν κνῖσαν οὐ
ἐστι ῥῆμα ἀπὸ τοῦ προϊῶ , ἀφ ' οὗ τὸ εἰσφρῶ , ὅπερ ἐγένετο ἀπὸ τοῦ προϊῶ συγκοπέν . παρὰ
7016349 Ῥητορικου
δοκιμάζουσα . οὕτως πάντες κέχρηνται οἱ ἀξιόλογοι . ἐκ τοῦ Ῥητορικοῦ , . , . . . Βασκαίνει : ἀντὶ
ἡ φροντίς : οὕτως Αἰσχύλος . ἐκ τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ῥητορικοῦ . . . ; ≌ . . . ,
7015651 ὑποχωρω
συγκοπὴ καὶ πλεονασμὸς , ὄμβρος . Οἶκος . παρὰ τὸ ὑποχωρῶ οἶκος : ὑφ ' ὂν χωροῦμεν . Ἡρωδιανὸς ἐν
. ἀναχασσάμενος : ἀπὸ τοῦ ἀναχάζω , ὃ σημαίνει τὸ ὑποχωρῶ . . . . ἀναβέβρυκεν : ἀναπέπωκεν . ἂν
7014974 τιταινω
καταλαβεῖν . . ΕΤΙΤΑΙΝΕΤΟ . Τείνω τὸ ἐξαπλῶ δίφθογγον , τιταίνω δὲ ὃ σημαίνει τὸ αὐτὸ , ι : συστέλλεται
καὶ ἄφαντος , καὶ χραίνω χραντὸς καὶ ἄχραντος , οὕτω τιταίνω ταντὸς , καὶ οὐδέτερον ταντὸν , καὶ πλεονασμῷ τοῦ
7014540 σφωιτερος
. καὶ ἐπὶ δυϊκῶν ταὐτόν , νῶιν νωίτερος , σφῶιν σφωίτερος . τούτων τὸ τρίτον ὑπεστάλη διὰ τὸ μόνως ἐγκλίνεσθαι
. εἰ γὰρ ἀπὸ γενικῆς τῆς νῶιν νωίτερος καὶ σφῶιν σφωίτερος , δῆλον ὡς καὶ ἀπὸ τῆς τοῦ τρίτου γενικῆς
7014176 Ἰτεαιος
ἀπέφευγεν , ὡς καὶ Θεοδέκτης ἐν τῇ Σωκράτους ἀπολογίᾳ . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
Κολλυτῷ καταπεσεῖν , καθά φησι Δημοχάρης ἐν τοῖς Διαλόγοις . Ἰτεαῖος : Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Νικίδου . δῆμός ἐστι
7013751 ἀφετηρ
τὸ Ῥηματικὸν αὑτοῦ . . . . . ἀφετήρ : ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἑτὴς καὶ ἑτὴρ καὶ ἀφετήρ
εἰς α ἑστᾶσι καὶ ἀφεστᾶσιν ' . . . . ἀφετήρ : ἀπὸ τοῦ ἵημι ἵεμαι ἵεται ἑτήρ καὶ ἀφετήρ
7013031 ἀφανιζω
. ἀϊστῶσαι : ἀπὸ τοῦ ἀϊστῶ , τοῦ σημαίνοντος τὸ ἀφανίζω , τοῦτο ἀϊστώσειαν , ὥσπερ τύψειαν : τὰ γὰρ
κέρμα ἀργύριον καὶ χρυσίον . . καταλύσεις : Καταλύω τὸ ἀφανίζω , καὶ διαλύω , ὃ καὶ μεταβαίνει συντασσόμενον μετὰ
7011307 κλινον
εὐτρεπίσοις , κατασκευάσας . Δόχμιον : πλάγιον . ἀγκλίνοις : κλίνον , ἐπίθες , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . ὕφαλον
εὐτρεπίσοις , κατασκευάσας . Δόχμιον : πλάγιον . ἀγκλίνοις : κλίνον , ἐπίθες , τὸ εὐκτικὸν ἀντὶ προστακτικοῦ . ὕφαλον
7009802 καινοπρεπες
. ἀλλὰ τὸ μετὰ τὴν ἐπαγγελίαν οὐκέτι κοινόν , ἀλλὰ καινοπρεπές : ἐπαγγειλάμενος γὰρ οὐκ εἶπε τὸ ἐπακόλουθον τῆς ἐπαγγελίας
ἄηθες καὶ ἄτοπον . ἕν τε οὐδέν : τὸ σχῆμα καινοπρεπές ξυνενεγκόν : λυσιτελῆσαν . πρὸς αὐτό : τὸ νόσημα
7009563 ἐτυπην
τἀτρακτυλλίδες ἐντί . κακῶς ἁ πόρτις ὄλοιτο : εἰς ταύταν ἐτύπην χασμεύμενος . ἦ ῥά γε λεύσσεις ; ναὶ ναί
ἀόριστον ἐνεργητικὸν τὸ ἔτυπον , καὶ δεύτερον ἀόριστον παθητικὸν τὸ ἐτύπην καὶ μέσον δεύτερον ἀόριστον τὸ ἐτυπόμην . Πάλιν ἔχεις
7009275 ἐτυπτου
καὶ κράσει τοῦ εο εἰς τὴν ου δίφθογγον , ἐτύπτετο ἐτύπτου . ἐτύπτετο : πᾶν πρῶτον πρόσωπον εἰς μην λῆγον
: ἔτυπτε τύπτε , ἐνόει νόει , ἐβόα βόα , ἐτύπτου τύπτου . τὸ δὲ λαβοῦ καὶ πιθοῦ παρὰ Ἀττικοῖς
7008334 ἀναστρεφομαι
προσλαλῶ , ἀμφιβάλλω , ἀμοι - βαδίζω , βακχεύω , ἀναστρέφομαι , ἐπηρεάζω , εἰρωνεύομαι , δικολογῶ , προφασίζομαι ,
τῇ χύτρᾳ . ἐτυμολογεῖται δὲ ἀπὸ τοῦ πέλω : τὸ ἀναστρέφομαι . ἐνταῦθα δὲ πέλανον τὴν θυσίαν φησί . .
7006383 τρισυλλαβος
παρ ' Αἰσχύλῳ , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ἀστράγαλος οὐδέποτε γὰρ τρισύλλαβος γίνεται συγκοπή . ἀλλ ' οὐδὲ πάλιν ἀποκοπή ,
αἰτίαν ταύτην : ἡ γενικὴ Λάαος τρισυλλάβως : αὕτη ἡ τρισύλλαβος γενικὴ μετάγεται εἰς εὐθεῖαν καὶ γίνεται ὁ Λάαος ,
7005994 συναντησασα
κακοδαιμονίᾳ , ἂν μὴ ἡ Μετάνοια αὐτῷ ἐπιτύχῃ ἐκ προαιρέσεως συναντήσασα . Εἶτα τί γίνεται , ἐὰν ἡ Μετάνοια αὐτῷ
, ηὐτρεπίσμεθα . συντυχοῦς ' ] κατὰ τύχην φανεῖσα καὶ συναντήσασα , ἐντυχοῦσα , ἐπιτυχοῦσα . ἐπέστειλε ] ἐμήνυσε .
7004809 Λεγ
Οὔ , πρίν γ ' ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ . Λέγ ' , εἴ τι χρῄζεις : καὶ γὰρ οὐ
μὴ στασιάσωμεν . Ἔστι δ ' ὁ χρησμὸς οὑτοσί . Λέγ ' αὐτὸν ἡμῖν ὅ τι λέγει . Σιγᾶτε δή
7001674 Ὠνομασθη
καὶ τὴν ἐνέργειαν , ἥτις ἐστὶ πρᾶξις μετὰ λόγου . Ὠνομάσθη γοῦν καλόν , ὅτι κλητικόν ἐστιν ἐφ ' αὑτό
εἰς π , Παρνασσός . . . . , : Ὠνομάσθη δὲ Παρνασσὸς ἀπὸ Παρνησσοῦ τοῦ ἐγχωρίου ἥρωος , ὡς
7001060 ὑφαντικον
διὰ ταῦτα τὴν φαντασίαν ὠνόμα - σεν . Οὕτως οὖν ὑφαντικὸν τὸ ἄλογον καὶ ἐν ἡμῖν , ὡς ἐν τῷ
τοῦ κοινὸς , ἀπὸ τοῦ σεσηρέναι . Σπάθη . τὸ ὑφαντικὸν ἐργαλεῖον , ἀπὸ τοῦ κατασπᾶν τὴν κρόκην . Σπάδων
7000698 ταινω
. τιταίνω : τιταίνω : . . . ἀπὸ τοῦ ταίνω καὶ τιταίνω . . . . . τιτρώσκω :
, τρυφή . Τάλαντον . τὸ ζυγόν . παρὰ τὸ ταίνω ῥῆμα , ὅπερ κατὰ ἀναδιπλασιασμὸν τιταίνω . ὡς φαίνω
7000303 στειβω
α : τὸ δὲ στείβω , παρὰ τὸ στῶ , στείβω . αἰρήσειν , ἀπὸ τοῦ ἀλῶ , ὁ σημαίνει
καὶ ἀστιβητός : μετὰ τοῦ στερητικοῦ α : τὸ δὲ στείβω , παρὰ τὸ στῶ , στείβω . αἰρήσειν ,
6997391 ἀφανιζομενον
σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ
σπερμάτων γε οὐθὲν προσδεόμενον . καὶ εἰ ἐφθείρετο δὲ τὸ ἀφανιζόμενον εἰς τὸ μὴ ὄν , πάντα ἂν ἀπωλώλει τὰ
6996426 καχυποπτος
ἑορτῆς ἥκομεν . ” Κατορώρυκται , κατακέχωσται . Καχυπότοπος , καχύποπτος : τοπάσαι γὰρ τὸ ὑπονοῆσαι . Κεκόμψευται . πεπιθάνευται
ἔχων ψυχὴν ἀγαθὴν ἀγαθός . ὁ δὲ δεινὸς ἐκεῖνος καὶ καχύποπτος , ὁ πολλὰ αὐτὸς ἠδικηκὼς καὶ πανοῦργός τε καὶ
6995863 ἀμυξω
ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις . τὸ θέμα ἀμύσσω , ὁ μέλλων ἀμύξω . τὸ δὲ ἀμύσσω παρὰ τὸ μῦ ἐπίρρημα γίνεται
οὕτως οὖν καὶ ἀπὸ τοῦ οὐδίσω οὐδὶς καὶ ἀμφουδίς . ἀμύξω „ ἀμὺξ „ παρὰ Νικάνδρῳ καὶ πλήξω πλὴξ καὶ
6995080 ἐκωμῳδειτο
Γ * [ τῷ Ἀριστοφάνει ] ὁ Κλέων , ὅτι ἐκωμῳδεῖτο ὑπ ' αὐτοῦ : ἄδηλον δέ , εἰ μετὰ
ὑποθέσεις καὶ φοβεροῖς προσωπείοις χρῆσθαι . ἐδόκει δὲ κροτεῖσθαι . ἐκωμῳδεῖτο δὲ ὡς πάνυ κομῶν . διόπερ Ἄϊδος κυνῆν ἔφη
6994967 ἰστος
: καὶ ἀϊστῶσαι : καὶ ἀϊστωθῆναι : σύνθετον ἀπὸ τοῦ ἰστός : τοῦτο δὲ , ἀπὸ τοῦ ἴσημι ἴσαμαι :
, ὃ σημαίνει τὸ γινώσκω , ἀφ ' οὗ τὸ ἰστός , ὃ σημαίνει τὸ ἐπιστήμων . . . .
6992724 σκωλος
, ἃ οὐ πάντως ἐτυμολογοῦμεν , ὡς οὐδὲ τοῦτο . σκῶλος πυρίκαυστος Ν ; Σκῶλον Β . . , :
μεγήρας . καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ μεῖν ' ὥς τε σκῶλος πυρίκαυστος ἐν σάκει Ἀντιλόχοιο , τὸ δ ' ἥμισυ
6990749 ἀποθετικον
παθητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῦ καὶ . . . μὲν ] σχῆμα ἀποθετικόν ταῦτα ] ἀντὶ τοῦ “ οὕτως ” τῷ δὲ
χεῖρ ' ἐπιβάλλεις ; “ ἵν ' εἴη ἑφθημιμερὲς ὡς ἀποθετικόν , καὶ στίζειν εἰς τὸ ” κλαύσει “ τὸ
6989358 κρω
; , : λακέρυζα κορώνη : Ἡσίοδος : ἐκ τοῦ κρῶ κρύζω , ὄνομα κρύζα , πλεονασμῷ τοῦ ε κέρυζα
ἐπιχέω : τοῦτο δὲ γέγονε παρὰ τὸ κερῶ κατὰ συγκοπὴν κρῶ , οἷον „ κέρασσε δὲ νέκταρ „ , ἀντὶ
6985750 Τυδεϊδῃ
ἐν κονίῃσι παρ ' ἀλλήλοισι τέταντο . Ἔνθ ' αὖ Τυδεΐδῃ Διομήδεϊ Παλλὰς Ἀθήνη δῶκε μένος καὶ θάρσος , ἵν
φεύγων ἐς νῆας , τότε δὴ μένος ἔμβαλ ' Ἀθήνη Τυδεΐδῃ , ἵνα μή τις Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων φθαίη ἐπευξάμενος βαλέειν
6984781 τροχαϊκη
αʹ περίοδος ἐξ ἰαμβικῆς καὶ τροχαϊκῆς συζυγίας : ἡ μέντοι τροχαϊκὴ συζυγία τρίβραχυν ἔχει τὸν πρῶτον πόδα , ἤτοι χορεῖον
τὸ ιαʹ προσοδιακὸν παρὰ τὴν ἰαμβικὴν συζυγίαν . τὸ ιβʹ τροχαϊκὴ διποδία , ὅ ἐστι μονόμετρον . ἡ δὲ ἐπῳδὸς
6980638 ταραττε
οὕτω βάλλε εἰς ὑέλινον ἀγγεῖον καὶ , ὅτε χρήσῃ , τάραττε τὸ ἀγγεῖον καὶ οὕτως ὑπόχριε τῇ μήλῃ καὶ ,
χρῆται ἐπὶ τῆς πολιτείας καὶ τῇ τοῦ ἀλλαντοπώλου τέχνῃ . τάραττε , φησί , καὶ συμφύρα τὰ πράγματα . ΓΘ
6979980 ἐξωμοσια
δὲ μόνα τὰ ὀνόματα : τὰ δὲ πράγματα ἄρνησις , ἐξωμοσία , ἀνάδυσις , ἀναφυγή , ἀναχώρησις , ἀντιλογία ,
ἔστι δὲ ἐκ τῶν δικαστικῶν ὀνομάτων προωμοσία ἀντωμοσία διωμοσία , ἐξωμοσία ἀπωμοσία , ὑπωμοσία , παραγραφή , ἀντιγραφή ἀντιλαχεῖν ,
6979143 κρεᾳδιον
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , εἰσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
λάχανον ἢ τάριχος , ἀνεχώρουν , ὅτε δ ' ὅτι κρεᾴδιον , ἐσῄεσαν εἰς τὸν ἐπὶ τοῦτο παρεσκευασμένον οἶκον .
6978076 βλησω
. . Βλείμην : ἔστι βλῶ βλῆμι , ὁ μέλλων βλήσω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἐνεργητικὸς ἔβλην , τὸ δεύτερον
. . , . : ἀμφίβληστρον : παρὰ τὸ βλῶ βλήσω βλῆτρον καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ * * * .
6976849 παρελκει
. βέλτιον δὲ ἐπὶ τοῦ κακοτεχνεῖν . τὸ δὲ ἔχων παρέλκει Ἀττικῷ ἔθει . ἐξ Ἑλένης Εὐριπίδου πολλὰ τούτων .
ἔχους ' εὐδαίμονα , αἲ αἴ ” . ὡς γὰρ παρέλκει τὸ „ αἲ αἲ „ καὶ τὸ ” φεῦ
6976382 ᾡπολος
ῑ . κατὰ κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν , οἷον ὁ αἰπόλος ᾡπόλος : κέκραται γὰρ τὸ ο̄ καὶ ᾱ εἰς ω̄
τοῦ ἐγὼ οἶδα . κατὰ κρᾶσιν καὶ συναίρεσιν , οἷον ᾡπόλος ἀντὶ τοῦ ὁ αἰπόλος . κατ ' ἔκθλιψιν καὶ

Back