ἀνέβαινον μετὰ βοῆς καὶ τὸν Βροῦτον ἐκάλουν ἐς μάχην , ἐπισκώπτοντες ἅμα καὶ λοιδοροῦντες καὶ ἐγνωκότες οὐ πολιορκίας τρόπῳ μᾶλλον
καὶ τὰς πορφυρίδας ἐκείνας ἀπέδυσαν αὐτὸν ἀστείως πάνυ τὸ ἀνθηρὸν ἐπισκώπτοντες τῶν χρωμάτων , Ἔαρ ἤδη , λέγοντες , καί
5261680 πεπωκοτες
οἴνου μεθυσθέντες ἐπὶ πρόσωπον φέρονται , οἱ δὲ τὸν κρίθινον πεπωκότες ἐξυπτιάζονται τὴν κεφαλήν : ὁ μὲν γὰρ οἶνος καρηβαρικός
λουώμεθα . οἱ δ ' ἐκ μιᾶς τῷδ ' οἰνοχόης πεπωκότες ἐκ τοῦ βοὸς γὰρ τοὺς ἱμάντας λαμβάνει . τῆς
4926128 ἀμβλυωττειν
' ἐπιτίθησιν εὐθὺς ὁ τῆς ἕω προστάτης ἰδίαν ἀνάγκην μὴ ἀμβλυώττειν πρὸς τὴν ἑσπέραν , πρὸς δὲ καὶ οἱ Σωκράτους
σκαιὸν ὄμμα παραβαλὼν θύννου δίκην : τῶι γὰρ ἑτέρωι δοκοῦσιν ἀμβλυώττειν . . Π . ζώιων : . . .
4892870 ἐβουλευσαντο
, καθὸ ἔμελλον τὰς μερίδας μιᾶς ἑκάστης νηὸς ἀπονεῖμαι , ἐβουλεύσαντο πάλιν βουλὴν πονηρὰν καὶ πολεμίαν τῆς φύσεως . τοὺς
ἠσέβησαν , ἐν ἱερῷ αὐτὸν πολιορκήσαντες ἐμέλλησαν : ἐσκόπησαν , ἐβουλεύσαντο , ἐγγὺς ἐγένοντο ʃ σημείωσαι ἐμελοκόπησαν , εἰς δύο
4815630 λαμβανοντεϲ
καὶ ὑδαρῆ κατὰ τὸν καιρὸν τῆϲ ἐκ τῶν καθάρϲεων ἀναλήψεωϲ λαμβάνοντεϲ : ἐν ᾧ καὶ τὰ δριμέα περιαιρετέον δίχα τῶν
κατὰ τὰϲ βλεφαρίδαϲ πλατεῖϲ μικροὶ πολλοὶ ἐξ ἀδηφαγίαϲ τὴν γένεϲιν λαμβάνοντεϲ καὶ ἀλουϲίαϲ καὶ φαύληϲ διαίτηϲ . θεραπεύειν οὖν αὐτοὺϲ
4811453 συναγοιτο
τὴν τοῦ Ε δεῖξιν , καὶ εἰ ἄλλο τι ἔξωθεν συνάγοιτο ὑπ ' αὐτῶν : κατὰ τοῦτο δὲ πλείους ἂν
μερικωτέρων συνάγειν δυνατόν : εἰ δέ τι διὰ τῶν μερικωτέρων συνάγοιτο , οὐ πάντως καὶ διὰ τῶν καθολικωτέρων συναχθήσεται :
4806428 συνεπινον
* * . Οἱ δὲ πεισθέντες τοῖς ἁλιεῦσι συνήσθιον καὶ συνέπινον τὸ σπουδαῖον τῆς πορείας ἀνέντες . Λαμψακηνοὶ δὲ συντείναντες
συνέπινες αὐτῷ κατὰ τῆς πόλεως εὐωχουμένῳ , ἐγὼ δὲ οὐ συνέπινον : καὶ σὺ μὲν συνηνέχθης τοῖς ἐκείνου πρέσβεσι συνομνύμενος
4764349 πεμφιγωδεις
βληχροὺς , ξηροὺς , καὶ ἀμυδρούς ; Τοὺς ἑκτικούς : πεμφιγώδεις δὲ τοὺς ἀπὸ ἡλιοκαΐας : οἱ δὲ τοὺς ἐπὶ
, ξηρὸν δὲ καὶ ψυχρὸν , ἵνα τὸν ἑκτικὸν , πεμφιγώδεις δὲ , τοὺς λοιμώδεις : ὅθεν προσέθηκε τὸ ,
4754264 γαλεωτην
μετέωρα . ἔστι δὲ ζῷον μυῒ ἐοικός . ἀσκαλαβώτην καὶ γαλεώτην ἐνταῦθα τὸν αὐτόν φησιν , ἤγουν τὸν μῦν .
, γαλῆ . ἀνωτέρω μὲν ἔλεγεν ἀσκαλαβώτην , ἐνταῦθα δὲ γαλεώτην . ἔστι δὲ ⌈ τοῦτο ζῷον μικρὸν ὅμοιον γαλῇ
4745821 ὀξυγλυκυ
: ἢν δὲ μὴ , μή : ἀλλὰ ποτὸν διδόναι ὀξύγλυκυ , εἰ δέοι . Ἐπίδεσις δὲ , ἡ ἄρθρων
στερῆσαι τελέως : καὶ ἢν μὲν πικρόχολος φύσει ᾖ , ὀξύγλυκυ εὐῶδες ὀλίγον ἐπὶ ὕδωρ ἐπιστάζοντα , τουτέῳ διαιτᾷν :
4741427 ὑστεροι
τῶν δ ' ἄλλων ὅσοι τὴν αὐτὴν μεσότητα ἐπετήδευσαν , ὕστεροι μὲν Ὁμήρου μακρῷ παρ ' ἐκεῖνον ἐξεταζόμενοι φαίνοιντ '
καὶ οἱ ἄλλοι Τιτᾶνες , ἐκ δὲ τῶν Τιτάνων οἱ ὕστεροι θεοί : Ἥφαιστος δὲ Πανδώραν ποιεῖ : Ἥφαιστον δ
4721115 ἀνοιχθειη
πλησίον γὰρ ἦν τοῦ δεσμωτηρίου . περιεμένομεν οὖν ἑκάστοτε ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον , διατρίβοντες μετ ' ἀλλήλων , ἀνεῴγετο
δ ' ὁ λάρυγξ ὑπὸ τῶν τοῦτο ἔργον ἐχόντων μυῶν ἀνοιχθείη , κενοῦται τηνικαῦτα τῶν κοιλοτήτων αὐτοῦ τὸ πνεῦμα :
4713705 ἐδυσφορουν
, ἀγοράσω σοι ἕνα τριάκοντα ἐτῶν . Σχολαστικοὶ δύο πατραλοῖαι ἐδυσφόρουν πρὸς ἀλλήλους ἐπὶ τῷ τοὺς πατέρας αὐτῶν ζῆν .
' Ἕλληνες πυνθανόμενοι τὸ μέγεθος τῶν περὶ τοὺς Θηβαίους κινδύνων ἐδυσφόρουν ἐπὶ ταῖς προσδοκωμέναις περὶ αὐτῶν συμφοραῖς , οὐ μὴν
4710989 χωριζοντες
ἄρα τὴν ἀπολογίαν εὐθὺς , ἀντεπάγοντες τὴν κατηγορίαν , οὐ χωρίζοντες τοῦτο κἀκεῖνο : τοιοῦτο γὰρ ἐπ ' ἐκείνῳ τῷ
καὶ τὴν στάσιν χωριοῦμεν αὐτοῦ καὶ αὖ οὐ χωριοῦμεν τοσοῦτον χωρίζοντες τῷ νῷ , ὅσον ἄλλο γένος θέσθαι ἐν τοῖς
4710064 ἀγαλματοποιοι
. τὸ δὲ ἀληθὲς τοιοῦτον . οἱ τότε ἀνδριαντοποιοὶ καὶ ἀγαλματοποιοὶ συμπεφυκότας ὁμοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας παρατεταμένας ἐποίουν
: γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι οἱ ζωγράφοι καὶ οἱ ἀγαλματοποιοὶ τοῦ Πανὸς τὤγαλμα κατά περ Ἕλληνες αἰγοπρόσωπον καὶ τραγοσκελέα
4700226 διαλεπτυνειν
, οἷα μετεξέτεροι ἴσχουσιν , κατατάμνειν χρὴ ὁμαλῶς , καὶ διαλεπτύνειν μὴ διατιτρώσκοντα . Ἐπιδεῖν δὲ ἀγαθῶς οὐ παντὸς ἀνδρός
τὴν ἐπιφάνειαν δέρμα καὶ οὕτως ἀμυχὰς παρέχειν : οἱ δὲ διαλεπτύνειν † ἢ ὡς † ἀμυχὰς λεπτὰς καὶ πολλὰς ἐμβαλεῖν
4691121 Ἱπποδαμαντα
λέγεται ; ὅτι πονηροὶ οἱ ἄνθρωποι . διὸ καὶ ποιητὴν Ἱπποδάμαντά φασιν ἐπαινέσαι αὐτὸν τὸν Σαλαμίνιον , ὃς ἐποίησεν :
λέγεται ; ὅτι πονηροὶ οἱ ἄνθρωποι . διὸ καὶ ποιητὴν Ἱπποδάμαντά φασιν ἐπαινέσαι αὐτὸν τὸν Σαλαμίνιον , ὃς ἐποίησεν :
4666290 ὑβριζον
εἰς τὸν τόπον τὸν διὰ τὴν πρᾶξιν Ἁγνεῶνα κληθέντα συνάγοντες ὕβριζον . καὶ τέλος τὰς ψυχὰς ἀποθηλυνθέντες ἠλλάξαντο τὸν τῶν
Ἰώνων τὴν Εὐρυσθέως βίαν ἀπεδίδρασκον , Θηβαῖοι κατὰ τῆς φύσεως ὕβριζον πάντας ἀνθρώπους ἀρνούμενοι , Δωριεῖς μετὰ μικρὸν κατὰ τῆς
4650309 ὀνομαζοντες
τὴν θάλατταν , ἁλμυρὰν καὶ βαρύβρομον καὶ τὰ τοιαῦτ ' ὀνομάζοντες . ἡμεῖς δὲ τὸν μὲν ὑπὲρ πάσης τῆς θαλάττης
αὐτοί τε κρατοῦσι μαχόμενοι , καὶ τὴν μὲν αἰδῶ ἠλιθιότητα ὀνομάζοντες ὠθοῦσιν ἔξω ἀτίμως φυγάδα , σωφροσύνην δὲ ἀνανδρίαν καλοῦντές
4618540 ξεειν
καὶ ἀναφλέγον . οὐκοῦν εἰ τὰ ἔνδον καθαρθείη ὑπό τινος ξέειν κέρατα δεινοῦ , καὶ τρία μέτρα ῥᾳδίως αὐτοῖν δέξαιτο
τῇ τοῦ συμβουλεύοντος φέρεσθαι γνώμῃ . Ξίφος . παρὰ τὸ ξέειν . οὕτως εὗρον ἐν Ὑπομνήματι . . . .
4612154 ἐξηγριωσαν
καὶ Ἀριστογείτων , ὡς ἐγὼ κρίνω : οἱ μὲν γὰρ ἐξηγρίωσαν τοὺς ὑπολοίπους Πεισιστρατιδέων Ἵππαρχον ἀποκτείναντες , οὐδέ τι μᾶλλον
οὔτε γὰρ γέρα πατρὶ οὔτ ' ἔξοδον διδόντες ἄνδρα δυστυχῆ ἐξηγρίωσαν : ἐκ δ ' ἔπνευς ' αὐτοῖς ἀρὰς δεινάς
4596864 ἐξεταζετε
ἐπιτηρεῖτε , ἐξητάζετε , ἐξετάζετε . ἐσκοπεῖτε ] ἐβλέπετε , ἐξέταζετε . τὰς ἕδρας ] τὴν ἀρχήν . τὴν ἕδραν
ἐπιτηρεῖτε , ἐξητάζετε , ἐξετάζετε . ἐσκοπεῖτε ] ἐβλέπετε , ἐξέταζετε . τὰς ἕδρας ] τὴν ἀρχήν . τὴν ἕδραν
4579874 συστησηται
ἵνα ⌈ δράμα [ δρᾶμα / ] κατ ' αὐτοῦ συστήσηται . καὶ ὃς πεισθεὶς γέροντά τινα Στρεψιάδην καλούμενον ἐπλάσατο
μὴν οὐδ ' ὅ τινες δεδίασι , μὴ ξενικὸν πολὺ συστήσηται χρήματ ' ἔχων , ἀληθὲς εἶναί μοι δοκεῖ .
4557853 Ἀττικοι
οἱ πολλοὶ τὰ τῶν βοτρύων ἐκπιέσματα , οἱ δ ' Ἀττικοὶ στέμφυλα ἐλαῶν . Πενταετηρικὸς ἀγὼν καὶ πενταετηρὶς μὴ λέγε
πέμπτῳ περὶ Ἑλληνισμοῦ : ταὧς : παραλόγως δ ' οἱ Ἀττικοὶ καὶ δασύνουσι καὶ περισπῶσι . τοῖς δὲ πρώτοις τῶν
4548238 σκωπτοντες
διὰ τὸ δειλὸν εἶναι φησί : εἰώθαμεν γὰρ τοὺς δειλανδροῦντας σκώπτοντες γυναῖκας καλεῖν : καὶ ὁ ποιητὴς ἀχαιΐδες οὐκέτ '
ἐχόντων σπάνιν γενείων . Πώγων γάρ ἐστι λιμὴν Τροιζήνιος : σκώπτοντες οὖν τοὺς κακογενείους , ἔλεγον , Βάδιζε εἰς Τροιζῆνα
4543367 ἀδολεσχειν
γραμμῆς ποιήσασθαι . τοὺς γὰρ τοιούτους , φησί , συμβαίνει ἀδολεσχεῖν . ὁ γὰρ λέγων τὸν ἄνθρωπον ζῷον λογικὸν θνητὸν
. ἀδολεσχίᾳ ] ὀλιγωρίᾳ . , μωρίᾳ . . τὸ ἀδολεσχεῖν τέσσαρα σημαίνει : τὸ φιλοσοφεῖν , ὡς τὸ “
4539549 πλαττοντες
ἐκεῖνοι οἷς τι μέλει τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς ἀλλὰ μὴ σώματι πλάττοντες ζῶσι , χαίρειν εἰπόντες , οὐ κατὰ ταὐτὰ πορεύονται
ἤδη κἂν ἐν Σκύθαις ἦν . οὐ καλῶς δὲ οἱ πλάττοντες καὶ γράφοντες τὸν Διόνυσον , ἔτι τε οἱ ἄγοντες
4521115 γελασονται
εἰς τοῦτο τὸ συμπόσιονοἶδ ' ὅτι γελάσονταί τινες ἀκούσαντες , γελάσονται δὲ οἱ κλαυθμῶν καὶ θρήνων ἄξια δρῶντεςοἶνος ἐκείναις ταῖς
καλῶς βουλευσόμεθα . Ταῦτα λέγοντος καὶ ἀπολογιζομένου τοῦ Ἀναξαγόρου , γελάσονται , ὡς τὸ εἰκός , οἱ Κλαζομένιοι : οὐ
4511601 ὡρικεναι
χάριν ἀναπεπέμφθαι αὐτὸν ἐξ Ἅιδου . παρεκτὸς δὲ τὸν Χάρωνα ὡρικέναι ἐντὸς ἡμερῶν ὀλίγων πάντας τοὺς ἰατροὺς παρ ' ἑαυτὸν
Ἀρκεσίλαον προηγουμένως μὲν οὐδὲν ὥρισαν κριτήριον , οἱ δὲ καὶ ὡρικέναι δοκοῦντες τοῦτο κατὰ ἀντιπαρεξαγωγὴν τὴν ὡς πρὸς τοὺς Στωικοὺς
4511255 ἐπεφωνησαν
κρατοῦντί σοι τῆς ἀρχῆς εὐσεβῶς . Ὡς δὲ συνήκουσαν πάντες ἐπεφώνησαν σὺν κρότῳ πλείονι . Καὶ μετὰ ταῦτα πρὸς τὸ
ὡσαύτως . Θαυμάσαντες οὖν οἱ δικασταὶ τὸ σόφισμα τοῦ νεανίσκου ἐπεφώνησαν , Κακοῦ κόρακος κακὸν ὠόν . Εἴρηται δὲ ἡ
4499661 ἐπαχυνθη
' ἱδρώτων ἡ κένωσις . ἐπυκνώθησαν γὰρ οἱ πόροι , ἐπαχύνθη ἡ ὕλη , ἥτις κάτω βρίθουσα διὰ γαστρὸς ἢ
τῷ ὑγρῷ ἐκείνῳ , ἔνθα τὸ μὲν ὠοειδὲς ὡς εἴρηται ἐπαχύνθη , τὸ δὲ κρυσταλλοειδὲς ἠμαυρώθη , λοιπὸν δὲ καὶ
4490542 βοσκημα
τὴν | τοῦ Σοφοκλέους Ἠλέκτραν τοὐμὲ μὴ λυποῦν | μόνον βόσκημα , τῆς σῆς δ ' οὐκ ἐρῶ τιμῆς |
Ἴθι δὴ προσεύχου τοῖσιν ἰδιώταις θεοῖς . Αἰθήρ , ἐμὸν βόσκημα , καὶ γλώττης στρόφιγξ καὶ ξύνεσι καὶ μυκτῆρες ὀσφραντήριοι
4486634 λαγον
τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι ὥρων τὸν λαγὸν ἐδίωκον . Ταραχθέντων δὲ τῶν Σκυθέων καὶ βοῇ χρεωμένων
' ἡμῶν Διὸς ἑταιρείου , πάτερ . Ἀμειψίας Σφενδόνῃ : λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον . Μένανδρος Αὐλητρίσι : ἐλλέβορον
4484245 ἐπαινουσι
πλησίον αὐτοῦ οἰκῶν . ἔστι δὲ τὸ κῶλον χαριεντισμός . ἐπαινοῦσι δὲ τοῦτο τὸ κῶλον οἱ κριτικοί , λέγοντες σωφρόνως
ἐκάλουν , τήν τε ἄλλην ἔτρεφε τροφὴν , ἣν Ἀθηναῖοι ἐπαινοῦσι καὶ ὅτε Ἀθήνησιν οἱ παῖδες ἐν μηνὶ ἀνθεστηριῶνι στεφανοῦνται
4483429 ψεγουσιν
οὓς μὲν ἐπαινοῦσιν , οὓς δὲ σκώπτουσιν , οὓς δὲ ψέγουσιν : ἀφελὴς γὰρ ὁ θρίαμβος καὶ ἐν ἐξουσίᾳ λέγειν
ἀλλὰ τοῦτ ' οἶμαι τοῖς πολλοῖς οὐ δυνατόν : ὅθεν ψέγουσιν τοὺς τοιούτους δι ' αἰσχύνην , ἀποκρυπτόμενοι τὴν αὑτῶν
4476996 λοιδορουντες
αὐτοῦ ; οἱ ναῦται οὐ λοιδοροῦσι ; τὸν Καίσαρα παύονται λοιδοροῦντες ; τί οὖν ; οὐ γιγνώσκει ὁ Ζεύς ;
Στησιχόρου ποίησις . καὶ τὸν τελέως ἄμουσόν τε καὶ ἀπαίδευτον λοιδοροῦντες ἔφασκον ἂν οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου εἰδέναι . τρὶς
4476766 σολοικιζειν
καθάπερ ὁ Πρωταγόρας τὸν μῆνιν οὐλόμενον λέγων οὐκ ἐδόκει αὑτῷ σολοικίζειν , ἀλλὰ τοὺς λέγοντας τὴν μῆνιν καὶ τὴν οὐλομένην
. . . σολοικισμός : ὅτε τις ἀτέχνως διαλέγεται : σολοικίζειν οὐ μόνον τὸ κατὰ λέξιν καὶ φωνὴν ἰδιωτεύειν ,
4463404 συναθροιζονται
: διδούς . ἀμφαγέρονται : κύκλῳ συνέπονται , περισυνάγονται , συναθροίζονται . Δαιτυμόνες : οἱ ἐσθίοντες , εὐωχηταί . χῶρον
τὸ ἅλες , τὸ σημαῖνον τὸ ἄθροισμα : ἐκεῖ γὰρ συναθροίζονται οἱ στάχυες . ἢ παρὰ τὸ ἅλις καὶ ἱκανῶς
4459439 ὀνομαστι
αὐτοπροσώπως εἰσάγων τις τοὺς κωμῳδουμένους ὑπάγεται τῷ νόμῳ , ὡς ὀνομαστὶ κωμῳδῶν . ἡ προβολὴ τοῦ πράγματος : παρὰ τὸν
λεκτέον ὅτι αὐτὸ τοῦτο μερικὸν αὐτὸν ποιεῖ τὸ μνησθῆναι αὐτὸν ὀνομαστὶ θείων καὶ ἀνθρωπίνων . δεῖ δὲ εἰδέναι ὅτι πλεονεκτεῖ
4451408 ἀπολογουμενοι
καὶ τοὺς συμμάχους φήσαιεν . φασὶν οὖν οἱ Πλαταιεῖς , ἀπολογούμενοι ἐπὶ τούτοις : εἰ μὲν ὡς πολεμίους ἡμᾶς περὶ
ὑπὲρ τοῦ Ἀριστοτέλους μᾶλλον δὲ ὑπὲρ τῆς φαινομένης ἡμῖν ἀληθείας ἀπολογούμενοι λέγομεν καὶ ὅπερ ἐξ ἀρχῆς προεθέμεθα προσεξευποροῦντες πρὸς ἐπίκρισιν
4445853 ἀνοητως
ὑπὸ σοῦ τιμωρίας τεύξεσθαι ; εἶτ ' οὐκ αἰσχύνῃ οὕτως ἀνοήτως διακείμενος , ὥστε οὐκ ἐξ ὧν εὖ πεποίηκας τὴν
συκοφαντουμένων . Δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷς : ἐπὶ τῶν μάτην καὶ ἀνοήτως τι ποιούντων . Δίκης δικαιότερος : ἐπὶ τῶν σφόδρα
4441490 τηγανον
, τέκω , τέκανον : ἀποβολῆ τοῦ α τέκνον . τήγανον , παρὰ τὸ τήκω τήκανον : καὶ τροπῆ τοῦ
: Τηγάνῳ εὖ ἥψησεν ἐν ὀψητῆρι κολύμβῳ , τὴν λοπάδα τήγανον προσαγορεύων . : Ἡγήσανδρος δὲ ὁ Δελφὸς , τρίγλην
4432836 Φοινικικον
λόγον , τὸν δὲ χρησμὸν καὶ τοὺς πολλοὺς ἀποστόλους ψεῦσμα Φοινικικόν . περὶ μὲν οὖν τῶν ἀποστόλων τί ἄν τις
Σώκρατες , εἰσβὰς ἐπὶ θέαν εἰς τὸ μέγα πλοῖον τὸ Φοινικικόν . πλεῖστα γὰρ σκεύη ἐν σμικροτάτῳ ἀγγείῳ διακεχωρισμένα ἐθεασάμην
4422712 διαβαλλοντες
γραφὴν ταύτην . εἶεν : τί δὴ λέγοντες διέβαλλον οἱ διαβάλλοντες ; ὥσπερ οὖν κατηγόρων τὴν ἀντωμοσίαν δεῖ ἀναγνῶναι αὐτῶν
, οὐ παύσονται τοῖς Ταϋγέτοις ὄρεσι καὶ ταῖς ἐρημίαις ἑαυτῶν διαβάλλοντες ἡμῶν τὰ δεῖπνα καὶ καταλυκουργίζοντες τῆς σῆς ἀνθρωποπαθείας .
4421133 ἑωρακεναι
Σιμύλος ὁ ναύκληρος ὁ Μεγαρικός , ἐπομοσάμενος ἦ μὴν αὐτὸς ἑωρακέναι τὸ ἔργον . πλεῖν μὲν γὰρ ἔφη ἐξ Ἰταλίας
ἐν τῷ Τιμοθέου ναυτίλῳ χειμῶνος ἔφασκεν ἐν κακκάβᾳ ζεούσᾳ μείζονα ἑωρακέναι χειμῶνα . περὶ τούτου φησὶν Ἀριστόδημος : Δωρίωνος τοῦ
4421081 φθεγγεσθαι
ὁμολογήσει ὁ λόγος τῷ ἤθει , ἀλλοτρίᾳ τῇ γλώττῃ δόξομεν φθέγγεσθαι , ὥσπερ οἱ αὐλοί . Τὴν δὲ ἰδέαν τοῦ
στόμ ' ᾄδειν : ἀντὶ τοῦ “ διὰ τοῦ στόματος φθέγγεσθαι καὶ βομβεῖν ἢ διὰ τοῦ ὀρροπυγίου ” . τὰ
4412658 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
4412030 κυβευτην
δεῖ καθαρώτερον εἶναι τοῦ ἡλίου : εἰ δὲ μή , κυβευτὴν ἀνάγκη καὶ ῥᾳδιουργόν , ὅστις ἐνεχόμενός τινι αὐτὸς κακῷ
. ταῦτά ς ' ἀπολώλεκ ' , ὦ πονηρέ ἄγριον κυβευτὴν τὴν ἀλεκτρυόνα δέ μοι δοὺς ᾤχετο . ἀμβλυωπούντων ἀνδρῶν
4408253 μεμφονται
διὰ τοὺς μὴ ἐθέλοντας ἐγχειρέειν τοῖσι κεκρατημένοισιν ὑπὸ τῶν νουσημάτων μέμφονται τὴν ἰητρικὴν , λέγοντες ὡς ταῦτα μὲν καὶ αὐτὰ
οὕτω : καὶ τὸ βραδὺ ἡμῶν καὶ μέλλον , ὃ μέμφονται μάλιστα , μὴ αἰσχύνεσθε . καὶ νεμόμεθα διὰ παντὸς
4406646 παραβαλλοντες
ὑπὸ τῶν ΕΓ , ΓΖ τοιούτων ωξε ιζ ν , παραβάλλοντες πάλιν τὰ ͵γϠοθ κε κε παρὰ τὰ ωξε ιζ
εὕρομεν ἡμέρας ε , καὶ τὰ ὑπόλοιπα λεπτὰ μζ ὁμοίως παραβάλλοντες παρὰ τὸ ὡριαῖον μέσον δρόμημα τῆς Σελήνης εὕρομεν ὥρας
4396144 λεγοιεν
ἐνεργείᾳ καὶ οὐκέτι τοῦτο ἀρχή , ἤ , εἰ ἅμα λέγοιεν , ἐν τύχαις θήσονται τὰς ἀρχάς . Ἔπειτα ,
δι ' ἐμέ : ἄριστα γὰρ ἂν εἰδότες τὰ γενόμενα λέγοιεν εἰς τούτους . Οὑτωσὶ δὲ ἔχει , ὦ ἄνδρες
4391864 πορκον
οὗτοι ὑγιῶς . ὁ γὰρ Πλάτων ἕτερόν φησιν εἶναι τὸν πόρκον τοῦ κύρτου ἐν Σοφιστῇ λέγων οὕτως : „ κύρτους
οὐδὲ οὗτοι ὑγιῶς . ὁ γὰρ Πλάτων ἕτερον φησὶ τὸν πόρκον τοῦ κύρτου . λέγει γὰρ οὕτως : ” κύρτους
4383508 ἰδιωτικως
καθὼς ἕτεροι κωμικοὶ ποιοῦσιν . ⌈ κόρδακα / τὸν λεγόμενον ἰδιωτικῶς ⌈ καρυδᾶν καριδὰν [ καριδᾶν ] λέγει . τὸ
” κόρις δάκνει “ φησὶ ” δήμαρχος “ , ὃν ἰδιωτικῶς προληψιμαῖον λέγουσιν . δάκνει ] λυπεῖ . . δήμαρχος
4382853 χαριεντες
Πλάτωνι , ὡς ἴδιον ἔργον μετέρχεται . παρὸ καὶ οἱ χαρίεντες ἐξ αὐτῶν περὶ πολλῶν ἐπραγματεύσαντο συγγραφέων , τοῦτο μὲν
ἡμερῶσαι τὸν βίον ἐθαύμασαν ἄνθρωποι . ἐντεῦθεν καὶ οἱ Περσῶν χαρίεντες νόμον ἔχουσι βασιλέως παρ ' αὐτοῖς τελευτήσαν - τος
4379116 ἱδρουν
ἰητρείην : θεραπείαν . ἴσχειν : συλλαμβάνειν . ἰδίειν . ἱδροῦν . | ἰπνοῦ : καμίνου , οἱ δὲ φούρνου
καὶ ὀξείας , καὶ ἀνεμεῖν τὰ σιτία , μὴ εὐχερῶς ἱδροῦν ἐν βαλανείοις , συνήθεις κλυσμοὺς ἢ καθάρσεις κοιλίας ἐκλελοιπέναι
4373770 δικαιουσι
ἀλλήλων . Τοῖσι μέν νυν ἄλλοισι θεοῖσι θύειν ὗς οὐ δικαιοῦσι Αἰγύπτιοι , Σελήνῃ δὲ καὶ Διονύσῳ μούνοισι τοῦ αὐτοῦ
ἕκαστος ἐγένετο . Ἐν ταύτῃ δὲ πλέω δαῖτα τῶν ἀλλέων δικαιοῦσι προτίθεσθαι : ἐν τῇ οἱ εὐδαίμονες αὐτῶν βοῦν καὶ
4373021 εὐηθη
βίος ἀληλεσμένος : ὁ εὐχερὴς καὶ ἡδύς . βλακικά : εὐήθη , μωρά , ἀνόητα . εἴρηται δὲ ἀπὸ ἰχθύος
κρονικώτερα . ἢ τὰ ἀρχαιότερα καὶ παλαιά , ἢ τὰ εὐήθη . πρὶν νενικηκέναι . . . ᾄδεις . παροιμία
4367948 καταγελαν
εἰ μὲν οὖν , ὃ νυνδὴ ἔλεγον , μέλλοιέν μου καταγελᾶν ὥσπερ σὺ φῂς σαυτοῦ , οὐδὲν ἂν εἴη ἀηδὲς
καταφρονῆσαι αὐτοῦ τὰ πρῶτα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς ἐκεῖ , ὥστε καταγελᾶν ἐπιόντος , μᾶλλον δὲ ἐλεεῖν τὴν τόλμαν αὐτίκα μάλα
4367494 Τινες
δέ τινες ὅτι καὶ τριάκοντα τάλαντα ὑπὲρ τούτου ἐδέξατο . Τινὲς λέγουσιν ὡς ὅτι καὶ τὸν λόγον τοῦτον ἔγραψε πρὸς
παροιμία εἴρηται ἐπὶ τῶν βλαβερῶς τι ποιεῖν ἑαυτοῖς μελλόντων . Τινὲς δέ φασι φυτὸν δυσῶδες εἶναι τὴν καμάριναν , οὗ
4366283 ὀνομαζοντων
? πάντωνὦ Θωμάσιεταγμάτων οἱ πρωτεύοντες τρεῖς ἀμέλει καθ ' ἕκαστον ὀνομαζόντων οὓς ἐκ τῶν ἀρίστων ἕκαστοι τῆς βασιλείας ἀξίους ἂν
, ἐπειδὰν ποιητῶν ἢ συγγραφέων ἀκούῃ τοὺς Πελασγοὺς καὶ Τυρρηνοὺς ὀνομαζόντων , πῶς ἀμφοτέρας ἔσχον τὰς ἐπωνυμίας οἱ αὐτοί .
4362563 καλεσαι
καὶ τὸ κῶας ἀπενεγκεῖν πρὸς Αἰήτην , τὸν δὲ δόλῳ καλέσαι αὐτοὺς ἐπὶ δεῖπνον . ἐπιίστορας : μάρτυρας . ὀνοτήν
Λατῖνον πεσεῖν , τὸν δὲ Αἰνείαν νικήσαντα βασιλεῦσαι καὶ Λατίνους καλέσαι τοὺς ὑφ ' αὑτῷ . καὶ τούτου δὲ τελευτήσαντος
4362111 δωροφορους
' οὖν διὰ τοῦτο καὶ Εὐφορίων ὁ ἐποποιὸς τοὺς Μαρυανδυνοὺς δωροφόρους ὑποφρίσσοντας ἄνακτας καλεῖ . λέγει δὲ καὶ Καλλίστρατος ὁ
' οὖν διὰ τοῦτο καὶ Εὐφορίων ὁ ἐποποιὸς τοὺς Μαριανδυνοὺς δωροφόρους κέκληκεν : Δωροφόροι καλεοίαθ ' ὑποφρίσσοντες ἄνακτας . Λέγει
4361047 μεταφερουσιν
ὅταν θυόμενος ὁ ταῦρος μυκήσηται . οἱ δ ' ἀντιλέγοντες μεταφέρουσιν εἰς τὴν Ἑλίκην τὰ λεχθέντα τεκμήρια περὶ τοῦ ταύρου
† βίρσι τῷ σοφιστῇ ] . εἰ γὰρ μὴ τίκτουσαι μεταφέρουσιν , ἔδει κἀκεῖ γίνεσθαι μελίσσας αὐτῶν μὴ μεταφερουσῶν .
4360814 θεραπευσειν
δὲ ἥκειν τὴν ἡμέραν νομίσας , ἣ τὰ τῶν Γαλατῶν θεραπεύσειν ἔμελλε , τὸ μὲν πρῶτον αὐτοὺς ἀτίμως ἀπέπεμψεν ,
καὶ σωφρονεῖ , νομίζω πάντα τὸν βίον ὑμῖν ἀναθήσειν καὶ θεραπεύσειν ὑμᾶς οὐχ ἧττον ἐμοῦ . τίνος γενομένου , φήσει
4357229 περιεργια
, αὐτός γε οὕτως εὔβουλος ὤν ; ἀλλὰ μὴ ἐμὴ περιεργία ᾖ καὶ τὸ ἐρωτῆσαί σε περὶ τούτου ; Ἦ
ἀργυρωμάτων καὶ στρωμνῆς ἡ λοιπὴ παρασκευὴ καὶ ἡ τῶν δείπνων περιεργία καὶ ὁ τῶν τραπεζοποιῶν καὶ μαγείρων ὄχλος τοσοῦτος ἦν
4355344 ἀκαμπες
Ποσειδῶνος Πετραίου . Γεραιστόν : ἀκρωτήριον Εὐβοίας . ἀαγές : ἀκαμπές . ῥαιστήρ : σφύρα . ἐπερρώσαντο περὶ σθένεϊ σφριγόωσαι
μὴ δυναμένου διὰ τὸ τὰ σκέλη διηνεκὲς ὀστοῦν ἔχειν καὶ ἀκαμπές , καταπηδήσαντες ἀπὸ τῶν δένδρων ἀνατέμνουσιν αὐτό : τοὺς
4355276 ἀμπεχονιον
δερμάτων τετριχωμένων , σισύρναν δὲ τὸ ἐκ τῶν κωδίων ῥαπτόμενον ἀμπεχόνιον . λογίδιον . . . ἀνάγκη πάντα ταῦτα .
Ἕλληνες . ἀποφθάρηθί μου Ἀττικοί , ἀπαλλάγηθί μου Ἕλληνες . ἀμπεχόνιον Ἀττικοί , λεπτὸν ἱμάτιον Ἕλληνες . ἀποφράδες ἡμέραι Ἀττικοί
4352761 Καριωνα
ἡττώμενος προφάσεως . Καὶ περὶ Ἐπίδαμνον δ ' ὁμοίως πάλιν Καρίωνα ἔφη τὸν μουσικὸν ὑπ ' εὐηθείας πεπεῖσθαι ὅτι Ἡρακλέους
καλῶς ἔχειν , τὰ λοιπὰ ἐξαργυρίσαι . δίδωμι δὲ καὶ Καρίωνα Δημοτίμῳ , Δόνακα δὲ Νηλεῖ : Εὔβοιον δ '
4350387 ἀποδυεσθαι
τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν ,
τινων λοχώντων αὐτούς . Θ . τὸ γὰρ κατὰ νύκτα ἀποδύεσθαί τινα ὑπὸ τῶν λόχων τῶν λωποδυτῶν ἴσως φορητὸν ,
4349969 μιαρον
μοι πάλιν λαβὲ τὸν νόμον τοῦτον . Ἀκούεις , ὦ μιαρὸν σὺ θηρίον , ὅ τι κελεύει ; ἀφ '
ἐνταῦθα δὲ ὡς πρὸς τὴν βίαν αὐτοῦ καὶ ἀνάγκην ἀπιδών μιαρὸν αὐτὸν προσεῖπεν . Ἡ γὰρ βία καὶ ἡ ἀνάγκη
4334302 πιεξιν
καὶ πρόσθεν εἴρηται : καὶ ἰσχυρὴν μὲν μὴ ποιέεσθαι τὴν πίεξιν , ἐν πολλοῖσι δὲ τοῖσιν ὀθονίοισιν : ἄμεινον δὲ
Οὕτως οὖν ἄρχεσθαι μὲν αἰεὶ χρὴ τὴν ἐπίδεσιν καὶ τὴν πίεξιν ἐκ τουτέου τοῦ χωρίου , τὰ δ ' ἄλλα
4330838 προσγεγραφθαι
καὶ οἱ τὰ σημεῖα τῆς ἀρχῆς φέροντες ἀπεδίδρασκον , πυθόμενοι προσγεγράφθαι τοῖς πίναξι τὸν Ἀννᾶλιν . ὁ δὲ ἐς πελάτην
χιλίας : ἔοικε δὲ τοῦτο διὰ τοὺς ῥᾳδίως εἰσαγγέλλοντας ὕστερον προσγεγράφθαι . Δημοσθένης δὲ ἐν τῷ κατὰ Μέδοντος καὶ κατὰ
4324946 μολυβδιον
παρεσκευασμένος ᾖ , τὸ μὲν δαίδιον ὑφελεῖν , τὸ δὲ μολύβδιον ἐνθεῖναι . Ἢν δὲ τὸ μολύβδιον καῦμα παρέχῃ προστεθὲν
τὴν ἡμέρην ἄμεινον τὴν δαῖδα ἔχειν , νύκτωρ δὲ τὸ μολύβδιον . Ἢν δ ' ἀναστῆναι θέλῃ , φυλασσομένη τοῦτο
4319295 ἐτραπησαν
ψιλικῶν , καταπονούμενοι δ ' ὑπὸ τῶν ἀνθεστηκότων , ἅπαντες ἐτράπησαν . τὴν δὲ φυγὴν ἐκτὸς τῶν κεράτων ποιησάμενοι διωρθώσαντο
τοῖς ἵπποις ὠθοῦντες ἄλλῃ καὶ ἄλλῃ προσέπιπτον , τότε δὴ ἐτράπησαν διὰ τοῦ νάπους εἰς τὸν ποταμόν . καὶ ἀποθνήσκουσι
4317545 ὑβριστικον
, μίαν μὲν , ὅτι ἐχρήσατο τῷ ὑβριστὸν ἀντὶ τοῦ ὑβριστικόν , ὅμοιον ὂν τῷ τύπῳ τοῖς τοιοῖσδε τῶν ὑπερθετικῶν
θεν καὶ ἐλέγετο περὶ αὐτοῦ ᾀδόμενόν τι ἔπος παραγωγὸν καὶ ὑβριστικόν : Πρόσθε Πλάτων , ὄπιθεν [ δὲ ] Πύρρων
4314471 γυψωσαντες
, εἴτε δὴ κατά περ Αἰγύπτιοι εἴτε ἄλλως κως , γυψώσαντες ἅπαντα αὐτὸν γραφῇ κοσμέουσι , ἐξομοιοῦντες τὸ εἶδος ἐς
περιιπταμένους τοὺς τοῦ Ἀπόλλωνος ἱεροὺς κόρακας , οὓς παῖδες ἀφῆκαν γυψώσαντες ὑπὸ μέθης , καὶ τελεῖσθαι τὸν χρησμὸν φήσαντες ἐνταῦθα
4312146 Λαμπιν
τί χρήσωμαι τοῖς τούτου μάρτυσιν , οἵ φασιν εἰδέναι τὸν Λάμπιν μαρτυροῦντα ἀπειληφέναι τὸ χρυσίον . εἰ μὲν γὰρ ἡ
καὶ ἀνθρώπους γεωργοὺς συνηλόησε πληγαῖς . Ἐσπούδαζε δὲ καὶ τὸν Λάμπιν δήσας ἄγειν ὡς αἰχμάλωτον ἐκ πολέμου τινός , εἰ
4308757 πυρεττειν
ἔχειν καὶ τὸ πάσχειν δυσθεωρητέρας ἔχουσι διαφοράς : τὸ γὰρ πυρέττειν ἢ ῥιγᾶν ἢ ἀγάλλεσθαι ἀμφιβολίαν [ ἂν ] τινὰ
ἢ ῥῖγος ἢ ἀγαλλίασις τὰν ποότητα ἐσαμάναμεν : ἂν δὲ πυρέττειν ἢ ῥιγᾶν ἢ ἀγάλλεσθαι τὸ ἔχειν . διαφέρει δὲ
4305384 πεπραξεται
Οὐκ ἐπὶ δώροις μὲν τὰ ἡμέτερα . πλὴν ἄπιθι : πεπράξεται γὰρ ἅπερ ἂν δοκῇ . σὺ δὲ πρόσιθι ἡ
, ” ἔφη “ ταῦτα ἐπιδείκνυσθαι , ὑμῶν δὲ ἕνεκε πεπράξεται . ” καὶ τῶν θερμῶν κρηνῶν δύο , τὰς
4300369 ζεσαντες
ἀχύροις κριθίνοις . Τινὲς δὲ τέφραν συκίνην ἢ ἀμπελίνην ὕδατι ζέσαντες , καὶ τοὺς βότρυας βρέξαντες καὶ ψύξαντες , ἀποτίθενται
ὄξει δέσμην φαγεῖν . Οἱ δὲ τῆς κράμβης τὰ ἁπαλὰ ζέσαντες , καὶ τρίψαντες μετὰ ἐλαίου , διὰ κέρατος ἐγχέουσι
4298527 ἐξολεσαι
ἐξωλέστερον : Ὀλεθριώτερον . Θ . . φθαρτικώτερον , μᾶλλον ἐξολέσαι δυνάμενον . . ἀντιβολῶ : Παρακαλῶ . ἐγὼ μὲν
ἐξωλέστερον : Ἀπολέσθαι ὀφεῖλον , ἢ ἐξολοθρευτικώτερον , ἢ μᾶλλον ἐξολέσαι δυνάμενον . ἐξωλέστερον : Ὀλεθριώτερον . Θ . .
4296964 ὁμιλητην
ὀαριστήν . ἢ οὐ τὸ ὀαρίζειν ὁμιλεῖν ἐστιν ; οὐκοῦν ὁμιλητὴν τοῦ Διός φησιν αὐτὸν εἶναι , ὥσπερ ἂν εἰ
, καὶ τὸν λογισμὸν ἀνακαλουμένη . τοῖς δὲ Ῥωμαίοις ἀξιοῦσιν ὁμιλητὴν ἴδιον ἀποπέμπειν , ὁ Προαιρέσιος τὸν Εὐσέβιον ἐξέπεμψεν ,
4293505 ἐπεινων
καὶ τὸν Σωκράτην ὡς ῥυπαρὸν καὶ πένητα . ἐκόμων , ἐπείνων : σκυτάλι ' ἐφόρουν : σκυτάλη ἐστὶ Λακωνικὴ ἐπιστολή
τὴν πόλιν , ἐλακωνομάνουν ἅπαντες ἄνθρωποι τότε , ἐκόμων , ἐπείνων , ἐρρύπων , ἐσωκράτων , σκυτάλι ' ἐφόρουν :
4290776 ψευσμα
οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ συγγραφεῖς ῥᾳδίως ἐπὶ τοῦτο φέρονται τὸ ψεῦσμα καλλωπίζοντες τὰς πράξεις , ἐπεὶ καὶ οἱ φάσκοντες πλείους
ἐστιν . „ ἰδὼν δὲ ἐκεῖνος τὴν ἀναίδειαν καὶ τὸ ψεῦσμα αὐτοῦ οὐ μόνον ταύτην οὐκ ἐδωρήσατο αὐτῷ , ἀλλ
4289752 προσισχουσιν
Κύζικον πολυτελῶς ἔθαψαν . καὶ μετὰ τὴν ταφὴν πλεύσαντες Μυσίᾳ προσίσχουσιν . ἐνταῦθα δὲ Ἡρακλέα καὶ Πολύφημον κατέλιπον . Ὕλας
οἱ ἰητροὶ δι ' ἀπειρίην τὸν ὑγιέα πόδα πρὸς τοῦτον προσίσχουσιν , ἀλλ ' οὐ τοῦτον πρὸς τὸν ὑγιέα :
4287851 παϲχοντεϲ
κάτω καθαιρέϲθωϲαν κοιλίαϲ . Οἱ δὲ ἐπὶ τῷ αἱματικῷ χυμῷ πάϲχοντεϲ μετὰ τὴν τοῦ αἵματοϲ ἐν ἀρχῇ τῆϲ νόϲου κένωϲιν
καθ ' ἑκάϲτην , ἄχριϲ ἂν τῶν ὀχληρῶν ἀπαλλαγῶϲιν οἱ πάϲχοντεϲ . ἡ δὲ τῷ θώρακι προϲαγομένη κηρωτὴ καθ '
4284474 συνωθουντες
τοὺς κατὰ Λυκοῦργον οἱ καθ ' Ἡρακλέα ἢ ἔμπαλιν , συνωθοῦντες εἰς τὸ ὕδωρ : τὸ γὰρ ἀπὸ τούτου εἰρήνη
τὴν πόλιν ἀφῖχθαι : καὶ γὰρ ἦσαν οἱ τοῦτον ἀεὶ συνωθοῦντες καὶ πείθοντες , ὡς , εἰ μόνον ὀφθείη ,
4283029 ξυνεχωρουν
τοῦ κατὰ Σκυθίαν Ἴστρου . τὴν μὲν δὴ ἀπόβασιν οὐ ξυνεχώρουν οἱ Μυσοὶ ποιεῖσθαι τοξεύοντες ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἀκοντίζοντες
” Ὡς δὲ ἀφίκετο , ξυνιζήσαντες , ὥσπερ εἰώθεσαν , ξυνεχώρουν τῷ Ἀπολλωνίῳ ἐρωτᾶν , ἤρετό τε ἐκ τίνων ξυγκεῖσθαι
4281201 μελετωντες
ἅπαντες , καὶ πολλῷ καμάτῳ παρετείνοντο , τὴν δόξασαν ἕκαστος μελετῶντες στάσιν . ἐνταῦθα ὁ Προαιρέσιος θαρσῶν τῇ φύσει ,
νοῆσαι τούτους προφέρουσιν , ἀλλὰ πολὺν πρότερον καθ ' ἑαυτοὺς μελετῶντες χρόνον καὶ ἀνελίττοντες καὶ τὸ μὴ καλῶς ἔχον διορθούμενοι
4279708 κομψως
, τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως , γελοίως , κομψῶς , χαριέντως , στωμύλως , φιλοσκωμμόνως εὐσκωμμόνως σκωπτικῶς ,
σε λανθανέτω , τοῦτο οὐκ ἔστιν σόν , ἀλλὰ πηλὸς κομψῶς πεφυραμένος . ἐπεὶ δὲ τοῦτο οὐκ ἠδυνάμην , ἐδώκαμέν
4277873 ἠριστηκοτες
οὕτως ἐρυθριᾷ συμβολὰς οὐ κατατιθείς . Ἐπεὶ δὲ θᾶττον ἦμεν ἠριστηκότες , ὁ παῖς περιεῖλε τὰς τραπέζας , νίμματα ἐπέχει
Φιλόχορος οὑτωσί : Ἀθηναῖοι τοῖς Διονυσιακοῖς ἀγῶσι τὸ μὲν πρῶτον ἠριστηκότες καὶ πεπωκότες ἐβάδιζον ἐπὶ τὴν θέαν , καὶ ἐστεφανωμένοι
4276080 ὠνομαζοντο
καὶ φρούριον Βίβρακτα . οἱ δὲ Αἴδουοι καὶ συγγενεῖς Ῥωμαίων ὠνομάζοντο καὶ πρῶτοι τῶν ταύτῃ προσῆλθον πρὸς τὴν φιλίαν καὶ
καὶ τοὺς καλουμένους Σιττιανούς , οἳ ἀπὸ τοιᾶσδε συντυχίας οὕτως ὠνομάζοντο . Σίττιος ἐν Ῥώμῃ δίκην ἰδίαν οὐχ ὑποστὰς ἔφυγε
4273128 παρασχοιεν
αὖθις κομιζόμενοι . ταχύ γ ' ἂν οὗτοι μεταιτοῦσιν ἔρανον παράσχοιεν λιμὸν ἐν εὐθηνίᾳ καὶ εὐετηρίᾳ κατασκευάζοντες καὶ τὴν ἀθλίων
ἐν αὐταῖς ἔμπλεον ἔχουσιν , ὥστε πρώτως ἂν αὗται γνῶσιν παράσχοιεν τοῖς εἰδόσι σφυγμῶν ἅπτεσθαι γεγονυῖάν τινα περὶ τὸ πνεῦμα
4271432 φραζουσιν
, τὴν δ ' ἐπίνοιαν αὐτὴν καὶ τὸ αἴτιον ὧν φράζουσιν ἑκάστοτε τίς πώποτ ' ἐξευρεῖν οἷός τε ; οἵ
ἐὰν δὲ μὴ φράσωσιν , ἀποκτεῖναι αὐτάς . αἳ φοβούμεναι φράζουσιν . ὁ δὲ ἀποτεμὼν τὴν κεφαλὴν τῆς Γοργόνος εἰς
4270745 ἑρπιν
ὅτι ἀναιδεῖς οἱ οἰνωθέντες . μυληφάτου τοῦ Δημητριακοῦ καρποῦ . ἕρπιν οἱ Αἰγύπτιοι τὸν οἶνον καλοῦσιν ὡς καὶ Ἱππώναξ ὅπου
. ἃς δὴ Πρόβλαστος ἐξεπαίδευσε θρασὺς μυληφάτου χιλοῖο δαιδαλευτρίας , ἕρπιν τε ῥέζειν ἠδ ' ἀλοιφαῖον λίπος , οἰνοτρόπους Ζάρηκος
4270330 μεταπεμφθηναι
σφᾶς αὐτοὺς κατ ' ἀλλήλων μαρτυροῦσιν . οὗτος δὲ καὶ μεταπεμφθῆναι φάσκων ὑπὸ τοῦ πατρός , καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν
. ἐγράφη δὲ μετὰ τὸν Ἀλκιβιάδην ὑπὸ τῆς Σαλαμινίας νεὼς μεταπεμφθῆναι , διὰ τὴν περικοπὴν τῶν Ἑρμῶν , καὶ φυγεῖν
4268722 οἰδασι
ἐπιδόσιμά τινα δεῖπνα , ἃ Ἀλεξανδρεῖς λέγουσιν ἐξ ἐπιδομάτων , οἴδασι δ ' οἱ ἀρχαῖοι καὶ τὰ ἀπὸ σπυρίδος λεγόμενα
πάντες Δηιδαμείας τῆς Λυκομήδους θυγατρὸς καὶ Ἀχιλέως παῖδα τὸν Νεοπτόλεμον οἴδασι : φησὶ γὰρ ὁ Τρυφιόδωρος οὕτως υἱὸςΔηιδαμείης . τὴν
4267841 διαχωριζειν
παρέπεται , οἷον τὸ γελαστικὸν , τὸ πτύειν , τὸ διαχωρίζειν , καὶ οὐκ ἄν τινα εὕροις χωρὶς τούτων :
τῶν ὅρων ἀγνοίας ἀπέβησαν , εἰς πραγματικόν τι καταστρέφον τὸ διαχωρίζειν τὰς χώρας : ἢ τοῦτο λέγει , ὡς ἐπὶ
4264538 κωμῳδοποιοι
καὶ τρέχω τρόχος . τραγῳδοὶ καὶ κωμῳδοὶ καὶ τραγῳδοποιοὶ καὶ κωμῳδοποιοὶ διαφέρουσι . τραγῳδοὶ μὲν γὰρ καὶ κωμῳδοί εἰσιν οἱ
οἱ ὑποκριταὶ τῆς κωμῳδίας καὶ τραγῳδίας , τραγῳδοποιοὶ δὲ καὶ κωμῳδοποιοὶ οἱ ποιηταὶ τῶν δραμάτων . τύραννον οἱ ἀρχαῖοι καὶ
4263496 Ἀριγνωτον
ΓΓ τούτου γὰρ ἀδελφὸς ⌈ ὁ Γ Ἀριφράδης . ΓΓ Ἀρίγνωτον τὸν κιθαρῳδόν . δῆλον δὲ ἐκ τούτου Ἀριφράδην λέγεσθαι
ἀδελφὸς λέγεται : ὅτι δὲ φίλως ἐῴκει ἔχειν πρὸς τὸν Ἀρίγνωτον , ἐν τοῖς Ἱππεῦσι δῆλον . Γ θυμοσοφικώτατον :
4258628 φλυαρησαι
. πάροιθεν ] πρόσθεν . . μάτην φλῦσαι ] ψευδῶς φλυαρῆσαι . . κατὰ παράχρησιν τὸ φλῦσαι . κυρίως δὲ
ῥάβδους δαφνίνας ἔχοντες ἀπήγγελλον : ῥαψῳδῆσαι δὲ λέγεται καὶ τὸ φλυαρῆσαι , ἢ τὸ ἁπλῶς † λαβεῖν καὶ ἀπαγγεῖλαι χωρὶς

Back