| καθὼς ἕτεροι κωμικοὶ ποιοῦσιν . ⌈ κόρδακα / τὸν λεγόμενον ἰδιωτικῶς ⌈ καρυδᾶν καριδὰν [ καριδᾶν ] λέγει . τὸ | ||
| ” κόρις δάκνει “ φησὶ ” δήμαρχος “ , ὃν ἰδιωτικῶς προληψιμαῖον λέγουσιν . δάκνει ] λυπεῖ . . δήμαρχος |
| ἀπὸ τοῦ θύσσεσθαι καὶ παραιωρεῖσθαι : νῦν δὲ ἐπὶ τῶν μαλλῶν τέταχε : καὶ γὰρ οὗτοι θύσσονται διὰ τὸ εὐτραφές | ||
| . Γίνονται δὲ καὶ ἕτεροι κομῆται κλήσει τράγοι , δίκην μαλλῶν φαινόμενοι ὡσεὶ ἐρίων πόκοι νεφέλας περικείμενοι τινὰς ὡσεὶ ἐρία |
| οἱ ὑπὸ τὸν ὄροφον καὶ τοὺς κεράμους διατρίβοντες , ὡς ἀρουραῖοι οἱ ἐν ταῖς ἀρούραις . ἡλιαστὴς ὀροφίας ] τοῦτο | ||
| καὶ τὴν γαλῆν δέδιε : δειλοὶ δέ εἰσι καὶ οἱ ἀρουραῖοι . οἵ γε μὴν θαλάττιοι μικρὸν μὲν τὸ σῶμα |
| προεγκελευόμενοι μετὰ βοῆς . πρόκας ρ . . , : πρόκας : οἱ μὲν ἐλάφους , οἱ δὲ ἕτερόν τι | ||
| . πινύσκει : σωφρονίζει , κολακεύει ὁ Ἡρακλῆς . ἔα πρόκας : διὰ τὴν ἀδηφαγίαν τὰ μείζω τῶν ζῴων αὐτὴν |
| μετέωρα . ἔστι δὲ ζῷον μυῒ ἐοικός . ἀσκαλαβώτην καὶ γαλεώτην ἐνταῦθα τὸν αὐτόν φησιν , ἤγουν τὸν μῦν . | ||
| , γαλῆ . ἀνωτέρω μὲν ἔλεγεν ἀσκαλαβώτην , ἐνταῦθα δὲ γαλεώτην . ἔστι δὲ ⌈ τοῦτο ζῷον μικρὸν ὅμοιον γαλῇ |
| ἐμπίδας : οἱ δὲ ὡς τὰς ψύλλας οὔσας ἀφώνους εἶπε βομβεῖν : κωνώπων γὰρ μᾶλλον τοῦτο ἴδιον . ἐντεῦθεν πλανηθέντες | ||
| ' ἂν λάβῃ τις τῶν σκελῶν καὶ τοῖς πτεροῖς ἐᾷ βομβεῖν , προσπέτεσθαί φησιν τοὺς ἀκέντρους , τῶν δ ' |
| διηθεῖν , διαττᾶν , ἀποβράττειν , τρίβειν ἐν θυΐᾳ , σταθεύειν , ἡδύνειν , ἀρτύειν , σκευάζειν , ὀνθυλεύειν . | ||
| ' ὀλίγον ὀπτᾶν . . : σταθευτὸς ] Φλογιζόμενος : σταθεύειν γὰρ τὸ κατ ' ὀλίγον ὀπτᾶν φασὶν Ἀττικοί . |
| δ ' ἀπὸ φάρσος δραχμαῖον ποταμοῖο πιεῖν ὑδάτεσσι ταράξας . Ἄλλην δ ' Ἀλκιβίοιο φερώνυμον ἄγρεο ποίην , δράχμα χερὸς | ||
| οἷς ἂν γένοιτο : εἴρηται δὲ ἀπὸ τῶν πολυπόδων . Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἀπαγορευόντων δώσειν ἔτι τοῖς |
| ἔνιοι δὲ ἔκπωμα . τῶν δὲ γυμνασίοις προσηκόντων σκευῶν καὶ σάκτας ἐστὶ καὶ μάρσιπος καὶ σάκκος , καὶ κυνοῦχος ὑποδέξασθαι | ||
| δὲ Σαπφὼ Δωρίχαν αὐτὴν καλεῖ . σάκος : ὅπλον . σάκτας : θύλακος , μάρσιππος . Σαμίων ὁ δῆμός ἐστιν |
| δ ' ἐγένοντο γενειάδες ἀμφὶ γένειον , οὐκ ἐθειράδες . Ἀμερίας δέ φησι τὸ ἐθειράζειν ὑπηρετεῖν , θεραπεύειν . ἄλλοκα | ||
| τε καλεῖσθαι τὸν πιτυρίτην ἄρτον , ὃν εὔκονον τευκονον ὀνομάζουσιν Ἀμερίας καὶ Τιμαχίδας . Φιλητᾶς δ ' ἐν τοῖς Ἀτάκτοις |
| ποιοῦσι καὶ παντελῶς ἐξηλλαγμένον περὶ τὰς τῶν τετελευτηκότων ταφάς : συγκόψαντες γὰρ ξύλοις τὰ μέλη τοῦ σώματος εἰς ἀγγεῖον ἐμβάλλουσι | ||
| . . ὑπερπετάμεναι γὰρ τὸν καπνὸν σκοτοῦνται καὶ πίπτουσι : συγκόψαντες δ ' αὐτὰς μεθ ' ἁλμυρίδος μάζας ποιοῦνται καὶ |
| φωλεὰ γὰρ τὰ παιδευτήρια ἔλεγον : παρὰ τὸ ἐν αὐτοῖς φωλεύειν καὶ ἐνδιατρίβειν . κυρίως δὲ φωλεὸς ὁ σκοτεινὸς τόπος | ||
| τῶν ὀργάνων ἑκάστης ὀπή τις αἰσθήσεως , ἐν ᾗ πέφυκε φωλεύειν . | ὅταν οὖν τις ἀπὸ τοῦ φρέατος , |
| . . . . παρεξειρεσίαν : Ἀρριανός : τῶν μὲν κωπῶν ἔστιν ἃς ξυνέτριψαν καὶ τῆς παρεξειρεσίας τινὰ ἀπέθραυσαν . | ||
| ὀρνίθων ἡ πτέρωσις , ἀφ ' οὗ καὶ ὁ τῶν κωπῶν ὅμοιος σχηματισμός . Ἐπαμησάμενος . ἀνακινήσας . Ἰακχάζουσιν . |
| πρὸς ὅ τι ἂν προσίῃ . χρὴ δὲ εἶναι τὰς ποδοστράβας σμίλακος πεπλεγμένας , μὴ περιφλοίους , ἵνα μὴ σήπωνται | ||
| τρισπίθαμον , περίφλοιον , πάχος παλαιστῆς . ἱστάναι δὲ τὰς ποδοστράβας διελόντα τῆς γῆς βάθος πεντεπάλαστον , περιφερὲς δὲ τοῦτο |
| πλὴν κροκοδείλου καὶ χελώνης . μώνυχα δὲ ἵππος ὄνος . δίχηλα δὲ βοῦς ἔλαφος αἲξ οἶς χοῖρος . πολυσχιδῆ δὲ | ||
| ἐσθῆτας φέρειν . Τῶν παρατετηρημένων δ ' ἐστὶ τὸ τὰ δίχηλα μόνα τῶν ζῴων εἰς τοὺς ὀπισθίους πόδας ἀστραγάλους ἔχειν |
| μετά τινος ἀσήμου φωνῆς ἐφεῖναιδιώκειν , μεταθεῖν , μετιέναι , κυνοδρομεῖν , ἐφέπεσθαι κατὰ πόδας , ἐπιγίνεσθαι ταῖς κυσίν , | ||
| δὲ οὕτω διὰ τοῦ ἴχνους πυκνῶς διᾴττωσι , μὴ κατέχοντα κυνοδρομεῖν , ἵνα μὴ ὑπὸ φιλοτιμίας ὑπερβάλλωσι τὰ ἴχνη . |
| ἐπὶ τοῦ καλοῦ καὶ συμμέτρου . Ἐπίτοκος ἡ γυνή : ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ κωμικός , δέον ἐπίτεξ . Ἐγκάθετος | ||
| δόκιμον : προαλῶς δὲ μόνος Φαβωρῖνος λέγει καὶ Συνέσιος . ἀδοκίμως . . , . § , . . προσδεῖσθαι |
| . ἐν Τιμαίῳ : ” τὴν δὲ γῆν ταλαντουμένην ἀνωμάλως σείεσθαι μὲν ὑπ ' ἐκείνων , κινουμένην δ ' αὖ | ||
| ' ἐν πρώτῳ περὶ Εὑρημάτων σίκιννιν αὐτὴν εἰρῆσθαι ἀπὸ τοῦ σείεσθαι , καὶ πρῶτον ὀρχήσασθαι τὴν σίκιννιν Θέρσιππον . προτέρα |
| τῶν γλωττῶν , οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐπὶ τοῦ ἀγγείου γλωττοκομεῖον παρὰ τοῖς νεωτέροις ἔστιν εὑρεῖν , ὡς ἐν τῷ | ||
| τὴν ἐμὴν γνώμην . γέρανδρυς : οἷον παλαιὸν δένδρον . γλωττοκομεῖον : ἐπὶ μόνου τοῦ τῶν αὐλητικῶν γλωττῶν ἀγγείου . |
| λέγεται γοῦν ὁ Πριηνεὺς Βίας ἀπειλοῦντι Κροίσῳ μάλα καταφρονητικῶς ἀνταπειλῆσαι ἐπεσθίειν τῶν κρομμύων , αἰνιττόμενος τὸ κλαίειν , ἐπεὶ δάκρυα | ||
| ὃ λαβὼν ἕσταθι . Ὀστακὸν ἁλίπαστον ἀεὶ τὸν θεράποντ ' ἐπεσθίειν . Ὁ Χῖος οὐκ οἶσθ ' ὡς ἁμαμηλίδας ποιεῖ |
| ἐδύναντο ἑλεῖν , καὶ ἅμα μαχιμώτατοί εἰσι τῶν Αἰγυπτίων οἱ ἕλειοι . Ἰνάρως δὲ ὁ Λιβύων βασιλεύς , ὃς τὰ | ||
| ' ἑξῆς τὰς κραναὰς ἀκαλήφας . ΑΣΠΑΡΑΓΟΙ . οὗτοι καὶ ἕλειοι καὶ ὄρειοι καλοῦνται . ὧν οἱ κάλλιστοι οὐ σπείρονται |
| δὲ συμβέβηκε πιμελὴν , ἀλλ ' οὐ στέαρ ἔχειν : χαυλιόδοντα δ ' ἐστὶ τὰ ὑποφαίνοντα ἔξω τοὺς ὀδόντας , | ||
| δὲ συνόδοντα , οἷον πρόβατα καὶ ὅμοια : τὰ δὲ χαυλιόδοντα , οἷον χοίρου καὶ τῶν ὁμοίων : ἢ μυλίτας |
| ῥήγνυται ῥᾳδίως : ὥστε τοὺς κατὰ τῆς ἐπιφανείας ὄχθους δυσαλθῶς ἑλκοῦσθαι παρὰ τὴν αἰτίαν ταύτην συμβαίνει . τά τε οὖν | ||
| σπλάγχνων ἐκκαθαιρομένων ἢ φλεγμαινόντων ἢ ἀτονούντων ῥευματίζεσθαι τὰ ἔντερα καὶ ἑλκοῦσθαι , καὶ δι ' ὅλον δὲ τὸ σῶμα συντηκόμενον |
| δ ' ἡ ἐλάτη , σχεδὸν δὲ πάντων ὡς εἰπεῖν σκληροτέρους , τὸ δὲ ξύλον μαλακώτερον . ὅλως δὲ οἱ | ||
| τριβομένους ὀδόντας , ὡς ἂν ὑπὸ μαλακότητος τοῦτο πάσχοντας , σκληροτέρους ἀποτελεῖν χρὴ διὰ τῶν στυφόντων . αἱμωδίας δ ' |
| βυρσοπώλης γὰρ ] ὁ Κλέων . σαπρᾶς ] παλαιᾶς . τρυτάνην ] ζυγὸν ⌈ καὶ [ ἢ ] σταθμόν . | ||
| . Ἀτρυτώνη : ἡ Ἀθηνᾶ : εἴρηται δὲ παρὰ τὴν τρυτάνην , ἥτις ἐστὶ ζυγός , ἀντὶ τοῦ ἄζευκτε : |
| λέγει . ὑποδυόμενός ] κρυπτόμενος . παρὰ τὸ “ μῦς ὀροφίας ” : λέγεται γὰρ οὕτω καὶ ὄφις . ὀροφίας | ||
| διατρίβοντες , ὡς ἀρουραῖοι οἱ ἐν ταῖς ἀρούραις . ἡλιαστὴς ὀροφίας ] τοῦτο παρ ' ὑπόνοιαν διὰ τὸ φιλόδικον . |
| , μέχρις ὅτου πρὸς τὸ ἐν Γαβαδονίᾳ πολίχνιον ἐγένετο . Ἐκεῖσε δ ' αὐτοῦ γενομένου συνέθεον ἅπαντες οἱ ἐγχώριοι , | ||
| καλοῦσι Βασιλεία , πλεῖον ἢ τεσσαράκοντα σταδίων Νικαίας ἀπέχον . Ἐκεῖσε δὲ γενομένῳ συνεβούλευον ὅ τε Παλαιολόγος καὶ ὁ τούτου |
| τινα δυνατὸν , τὸν ἀπέριττον ἁπλῶς ἐδήλωσε βίον . . ΚΡΥΨΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΕΧΟΥΣΙ ΘΕΟΙ . Τὸν βίον ἀποκεκρύφθαι ὑπὸ τῶν | ||
| Σοφοκλῆς , Κηρύξας ἔχω : ἀντὶ τοῦ ἐκήρυξα . . ΚΡΥΨΑΝΤΕΣ ΓΑΡ ΕΧΟΥΣΙΝ . Ἀντὶ τοῦ κεκρύφασιν , Ἀττικῶς : |
| . ἀντὶ τοῦ εἰπεῖν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν , ζωμεύματα εἶπεν ὡς πρὸς μάγειρον . ἀπείρητο γὰρ ὑπ ' | ||
| ἐπειδὴ ἦρχον νήσων τινῶν . τριήρεσι ] ταῖς ναυσί . ζωμεύματα ] ἤγουν ξύλα , ὑποζώματα τῶν νεῶν . ζωμεύματα |
| . . . γίνονται δὲ καὶ τὰ ὕπερα καὶ τὰ πηνία ἔκ τινων τοιούτων ἄλλων , αἳ κυμαίνουσι τῆι πορείαι | ||
| . τὸ δ ' ἦν πλινθίον πηχυαῖον , ἔχον διειλκυσμένα πηνία , ἃ περιστρεφόμενα ἦχον ἐποίει κροτάλῳ παραπλήσιον . μαγάδιν |
| ἐστιν εὐθὺς ἀπὸ τῶν χωρῶν ἔχοντα τὰς ἐπωνυμίας , οἷον Λιβυκοὶ Ποντικοὶ Θρᾷκες Ἀσσύριοι Αἰγύπτιοι Σικελοί . διαφορὰς δὲ καὶ | ||
| μεθ ' οὓς οἱ πυρροί . οἱ δὲ λευκοὶ καὶ Λιβυκοὶ σκιλλώδεις : χείρονες δὲ πάντων οἱ Αἰγύπτιοι . αἱ |
| περιλύσεις καὶ τελετὰς καὶ καθαρμοὺς συνέθηκεν : ὁ δὲ Σοφοκλῆς χρησμολόγον αὐτόν φησι . . . . . , : | ||
| ἔτι πλέον προσωρέγοντό οἱ . Ἔχοντες Ὀνομάκριτον , ἄνδρα Ἀθηναῖον χρησμολόγον τε καὶ διαθέτην χρησμῶν τῶν Μουσαίου , ἀνεβεβήκεσαν , |
| συμμέτρως καὶ οἰκείως ἔχει : πλὴν ἐνιαχοῦ δικανικώτερον μᾶλλον ἢ ἱστορικώτερον μεστοῖ καὶ περιβάλλει τὸν λόγον . νεωτερίζει δ ' | ||
| πατρίῳ ἔθει καὶ νῦν αὐτοὺς χρῆσθαι . ὁ δὲ Δίδυμος ἱστορικώτερον λέγει καί φησι διὰ τὸ τὸν Θήρωνα ἄνωθεν Ἀργεῖον |
| καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων . τὰ δὲ κίχορα οἱ Ἀττικοὶ κιχόριά φασιν , ἡμεῖς δὲ γιγγίδια Περσεῖον ] βοτάνης εἶδος | ||
| καρδαμίδας : εἴδη λαχάνων . τὰ δὲ κίχορα οἱ Ἀττικοὶ κιχόριά φασιν , ἡμεῖς δὲ γιγγίδια Περσεῖον ] βοτάνης εἶδος |
| ὄλυρα , ζέα , τῶν δ ' ὄρνεων πέρδικες , ἀτταγῆνες , νῆσσαι καὶ τῶν κρεῶν ὀλίγα , οἷον αἴγεια | ||
| Σακάδας , ἀδάμας . λεκτέον δὲ καὶ ἀτταγαῖ καὶ οὐχὶ ἀτταγῆνες . ΠΟΡΦΥΡΙΩΝ . ὅτι καὶ τούτου Ἀριστοφάνης μέμνηται δῆλον |
| ἡδυπαθείας ὄψα καὶ ἐσδέσματα 〚 〛 ἐσθίειν , τρυφᾶν . κιχλίζειν ] γελᾶν ἢ τρυφᾶν . ἴσχειν ] κρατεῖν , | ||
| λέγουσι κῆπον . ὀψοφαγεῖν : τὸ τρυφᾶν τραπέζαις . οὐδὲ κιχλίζειν : ἀντὶ τοῦ ” λιπαρὰς ὄρτυγας τρώγειν , κίχλας |
| ὧν ἔκαιον . Κράτης μὲν οὖν ὁ Ἀθηναῖος τὰ μὴ ἀμπέλινα τῶν ξύλων πάντα νηφάλια φησὶ προσαγορεύεσθαι . Ὁ δὲ | ||
| πυρί , σπαθίζων ἕως ἂν συστραφῇ : ὑπόκαιε δὲ ξύλα ἀμπέλινα ξηρά . Κηρωτὴ ποδαγρικὴ ἡ διὰ βρυωνίας : πάνυ |
| , ἀντὶ τοῦ μ τῷ β . ταῖς γὰρ μυρσίναις ἀποσοβοῦσι τὰς μυίας . ὁ δὲ τοὺς ῥήτορας εἶπεν . | ||
| φαρμάκων . θεραπευμάτων αἷς ] κράσεσι ἐξαμύνονται ] καταγωνίζονται , ἀποσοβοῦσι τρόπους ] ὁδούς ἐστοίχισα ] ἔταξα κἄκρινα ] διέκρινα |
| δαμασθεὶς ] καταβληθείς . ναίοισιν ] ναυτικαῖς . ἐμβολαῖς ] συγκρούσεσιν . στροφὴ ἑτέρα κώλων δʹ . ἴυζ ' ] | ||
| . ταῖς διὰ νηῶν προσβολαῖς . συνελεύσεσι . συγκρούσεσι . συγκρούσεσιν . πλήθους ] τοῦ . ἀληθῶς . γίνωσκε . |
| οἱ δὲ καὶ ἴλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ὠνόμασαν , καὶ τὸ σιλλαίνειν ἐπὶ χλευασμῷ σείειν τοὺς ὀφθαλμούς , ὅθεν καὶ τὸ | ||
| τῆς χοίνικος . σιληνοῖς . Διονύσου χορευταί , παρὰ τὸ σιλλαίνειν , ὅ ἐστι σκώπτειν , λεγόμενοι , παρὰ τοὺς |
| λακάζειν ] ἠχεῖν : λέγεται δὲ ἐπὶ τῶν ὀρνέων . λακάζειν ] βοᾶν . λακάζειν ] ἀπὸ τοῦ ληκῶ τὸ | ||
| μὲν γυναικείᾳ καὶ δειλῇ , δεύτερον δὲ οὐκ ἀληθεῖ . λακάζειν δὲ λέγεται τὸ ἠχεῖν , ἀπὸ τοῦ λήκω ῥήματος |
| . οὐ γὰρ προσεκτέα τοῖς λέγουσιν , ὡς ξήναντες οἱ σκύμνοι τὰς τῶν λεαινῶν μήτρας ἐκδίδονται τοῦ σπλάγχνου . δοκεῖ | ||
| πῶλοί τε καὶ μόσχοι καὶ σκύλακες , ἀλλὰ καὶ θηρίων σκύμνοι τῶν ἀγριωτάτων . ἡ μὲν γὰρ ἀνθρώπου φύσις νηπία |
| ἀναπλάττονται γὰρ καὶ ἀνεγείρουσι τὰς ψυχὰς ἡμῶν εἰς ἑαυτούς , ἐγκαθήμενοι ἡμῶν νεύροις καὶ μυελοῖς καὶ φλεψὶ καὶ ἀρτηρίαις καὶ | ||
| γαστρὸς καὶ ἀπεπτεῖν ταύτην παρασκευάζει . Ἄλλον δὲ τρόπον οἱ ἐγκαθήμενοι χυμοὶ τῇ γαστρὶ προσίστανται ταῖς πέψεσι , τῷ μὴ |
| χρυσοῦν καὶ ἵππους ὑποπτέρους ἀντὶ τοῦ ταχυτάτους : οὐ γὰρ πτερωτοὶ ἦσαν : ἀκαμάτους ἤγουν οὐ κοπιῶντας . ἕλεν δέ | ||
| ἀεὶ τὰ πτερὰ ἐγηγερμένα ἐστὶ καὶ εὔλυτα , διὸ καὶ πτερωτοὶ λέγον - ται , οὐχ ὑπόπτεροι : ἐπὶ δὲ |
| οὗτοι ὑγιῶς . ὁ γὰρ Πλάτων ἕτερόν φησιν εἶναι τὸν πόρκον τοῦ κύρτου ἐν Σοφιστῇ λέγων οὕτως : „ κύρτους | ||
| οὐδὲ οὗτοι ὑγιῶς . ὁ γὰρ Πλάτων ἕτερον φησὶ τὸν πόρκον τοῦ κύρτου . λέγει γὰρ οὕτως : ” κύρτους |
| ' ἐκπλήξεως φαίνεται καὶ μεγάλης τινὸς ἐμφάσεως χρῆσθαι τούτῳ . εἰρεσιώνη κλάδος ἦν ἐλαίας ἐρίοις πεπλεγμένος : ἐξήρτηται δὲ αὐτοῦ | ||
| μῆνα Πυανεψιῶνα : πύανα γὰρ ἕψουσιν ἐν αὐτοῖς καὶ ἡ εἰρεσιώνη ἄγεται . Πύγελα : Λυσίας ἐν τῷ ὑπὲρ Βακχίου |
| σκεπάσματα πάντα οἱ Ἀττικοὶ γέρρα ἔλεγον . τινὲς δὲ δερμάτινα σκεπάσματά τινα καὶ Περσικά , οἷς ἀντὶ ἀσπίδων ἐχρῶντο . | ||
| σκεπάσματα πάντα οἱ Ἀττικοὶ γέρρα ἔλεγον . τινὲς δὲ δερμάτινα σκεπάσματά τινα καὶ Περσικά , οἷς ἀντὶ ἀσπίδων ἐχρῶντο . |
| ξύλων , ἀτμὸς ἀπὸ ὕδατος , αἰθάλη ἀπὸ λίθου , βδέλος ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς ἀπὸ κηρίων καὶ ἐλαίων , | ||
| ἀτμὸς ὁ ἀπὸ ὕδατος , αἰθάλη ἡ ἀπὸ λίθου , βδέλος ὁ ἀπὸ λύχνου , λιγνὺς καὶ κνίσσα ὁ ἀπὸ |
| μὴ λαλῆσαν τὸ παιδίον σημειοῦται ὡς παραπεποδισμένον τῇ γλώσσῃ . Φωνὴν δὲ μακρόθεν βουλόμενοι δηλῶσαι , ὃ καλεῖται παρ ' | ||
| δὲ μοχθηρὸς μνώμενός τι τῶν εἰς πλεονεξίαν . ‖ ‖ Φωνὴν μεγάλην καὶ πικρὰν ‖ . ‖ Οὐκ ἐπὶ τῷ |
| τοῖς παλαιοῖς ἡ διαφορά . φαυλία καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας , φυλία δὲ ἡ σχῖνος | ||
| ἡ ἑψημένη . τετήρηται παρὰ τοῖς παλαιοῖς ἡ διαφορά . φαυλία καὶ φυλία διαφέρει . φαυλία μὲν γὰρ εἶδος ἐλαίας |
| , ἀλλὰ τηρεῖν τὴν πρὸς τοὺς Ἕλληνας καὶ συγγενεῖς καὶ ὁμοφώνους εὔνοιαν . οἱ δὲ Ἀθηναῖοι τοῖς βαρβάροις ἀπεκρίθησαν , | ||
| προσόντος καὶ τοὺς Μεσσηνίους οἰκείους ὄντας αὐτῷ τὸ ἀρχαῖον καὶ ὁμοφώνους τοῖς Λακεδαιμονίοις πλεῖστ ' ἂν βλάπτειν ἐξ αὐτοῦ ὁρμωμένους |
| οἰκίας . Ἀχαιός : ἦ τοσούσδ ' Αἴτνη τρέφει κοχλίας κεράστας . προβάλλεται δὲ κἀν τοῖς συμποσίοις γρίφου τάξιν ἔχον | ||
| κάμπας , τὸν δ ' ἱέρακα πρὸς τοὺς σκορπίους καὶ κεράστας καὶ τὰ μικρὰ τῶν δακέτων θηρίων τὰ μάλιστα τοὺς |
| εἶναι : ὅμοια γὰρ ἦν πάντα . λέγει μοι : Βλέπεις , φησί , τὰ δένδρα ταῦτα ; Βλέπω , | ||
| τοῦ ἰδεῖν . ἐμβλέψασά μοι ὑπεμειδίασεν καὶ λέγει μοι : Βλέπεις ἑπτὰ γυναῖκας κύκλῳ τοῦ πύργου ; Βλέπω , φημί |
| εἴ τις διὰ γλαυκότητα τὸν αἴλουρον τῇ Ἀθηνᾷ συμβάλοι . Ἀφύας εἰς πῦρ : ἐπὶ τῶν τέλος ὀξὺ λαμβανόντων : | ||
| ' ἐν τῷ κατὰ Ἀρισταγόρας φησί : καὶ πάλιν τὰς Ἀφύας καλουμένας τὸν αὐτὸν τρόπον ἐκαλέσατε . ἑταιρῶν ἐπωνυμίαι αἱ |
| ἐμῶν οὐδ ' ἔγκαφος . ἐγκεντρίδας τοῖς ποσὶ κατὰ τὰς πτέρνας οἱ ἱππεύοντες περιεδοῦντο , οἷς ἐλαύνονται οἱ ἵπποι . | ||
| δ ' ἀγκώνων τὰ μὲν κάτω μέρη τετράγωνα καὶ λεπτὰ πτέρνας ὠνόμασαν οἱ ὀργανικοί , τὰ δ ' ἄνω πλατέα |
| χώρα : οἱ δὲ ἐνοικοῦντες ὄνους ἀλέτας παρὰ τὸν ποταμὸν ὀρύττοντες καὶ ποιοῦντες εἰς Βαβυλῶνα ἦγον καὶ ἐπώλουν καὶ ἀνταγοράζοντες | ||
| συγγνώμη , οὐδεμία παραίτησις . Ὑπονομεύοντες : ἀντὶ τοῦ ὑπονόμους ὀρύττοντες Δείναρχος ἐν τῷ κατὰ Καλλίππου . Ὑποστήσας : ἀντὶ |
| . μίμησιν . γρ . μίμησιν : τοῦ πατριάρχου . πρόσχορδα . πρόσχορδα . καὶ ἀντίφωνον . . . . | ||
| κρουόμενα εἴποις ἂν καὶ πληττόμενα , ἐπιψαλλόμενα , ἔγχορδα , πρόσχορδα , προσῳδά , τὰ δ ' ἐμπνεόμενα , καταπνεόμενα |
| δυνάμενον . Δ . δὲ ἱστορεῖ , ὅτι μόνον τῶν γαμψωνύχων καὶ σαρκοφάγων μὴ τυφλὰ τίκτει , ὅτι πολὺ τὸ | ||
| λαμβάνειν ἀπλήστως , διδόναι δὲ μηδέν . ἡ γὰρ τῶν γαμψωνύχων φυσικὴ διοργάνωσις λαβεῖν μὲν τάχιστα καὶ ῥᾳδίως δεδημιούργηται , |
| κέλης κέλητα παρακελητιεῖ , ἅρματα δ ' ἐπ ' ἀλλήλοισιν ἀνατετραμμένα φυσῶντα καὶ πνέοντα προσκινήσεται : ἕτεροι δὲ κείσονταί γ | ||
| εἰπεῖν “ σώματα ” “ ἅρματα ” εἶπεν . Γ ἀνατετραμμένα : ἀντὶ τοῦ “ περικείμενα ἀλλήλοις τὰ σώματα ” |
| ἐταπείνου καὶ τροφῆς ὄρεξιν ἐνεποίει σφοδροτέραν , τηνικαῦτα ἐντὸς τοῦ πλέγματος περιβαλόντες ἱερεῖα πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν , οὕτω παρεσκεύασαν χειροήθη | ||
| μελαγχολικὸν μεταβολὴ γίνεται , ἢ τοῦ κατὰ τὸν ἐγκέφαλον δικτυοειδοῦς πλέγματος τοιαύτην καταδεδεγμένου ποιότητα , τὰ τοιαῦτα τῶν παθῶν συνίσταται |
| οἱ τοξόται τε καὶ ἀκοντισταὶ ὁμοῦ τῇ ἐφόδῳ τῶν πεζῶν ἐσηκόντιζον ἐς τοὺς προμαχομένους ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ βέλη ἀπὸ | ||
| καὶ τοῖς ξυμμάχοις καταθέοντες ἀπὸ τῶν λόφων ἄλλοι ἄλλοθεν καὶ ἐσηκόντιζον , καὶ ὅτε μὲν ἐπίοι τὸ τῶν Ἀθηναίων στρατόπεδον |
| τοῦ , πρίν . κυρῆσαι : τυχεῖν , ἐπιτυχεῖν . Δαῖτα : ποιοῦντες . κελαινοτάτην : ὀλεθρίαν , φοβερὰν , | ||
| τὸν ἴδιον θάνατον . βαρεῖαν : περὶ τὴν βαρεῖαν . Δαῖτα : τροφήν . ἀγρευτός : κρατητός . ἀνέρος : |
| # α . ὁ ὀποπάναξ ὄξει λειοῦται . Ἄλλο εἰς μελικηρίδας . Σταφίδας ἐκγιγαρτισμένας κ , λεπίδος , μάννης ἀνὰ | ||
| . ὅ γε μὴν χιτὼν πολὺ παχύτερος ὁ περιέχων τὰς μελικηρίδας , καὶ τὸ σχῆμα ἐπὶ μὲν τῶν μελικηρίδων ἀεὶ |
| νευροχονδρώδη σύνδεσμον . θρὶξ δὲ καὶ ὄνυξ ψυχρότατά τε καὶ ξηρότατα ἁπάντων ἐστίν , ἧττον δὲ τούτων ὀστοῦν ψυχρόν ἐστι | ||
| σαρξίν , ἀλλὰ καὶ τοῖς ὀστοῖς αὐτοῖς , ἃ δὴ ξηρότατα τῶν ἐν ἡμῖν ὑπάρχει μορίων . οἱ δὲ γεγηρακότες |
| ἰδίως δυσπνοϊκῶν καὶ ἀναφορικῶν οὕτω καλουμένων , ἀφρώδη τε καὶ δίυγρα καὶ γλίσχρα καὶ παχέα ἐσύστερον τὰ ἀναπτυόμενα , ἃ | ||
| ] αὐτάδελφα ἢ πολυνεικῆ . ὁμώνυμα ] πολυνεικῆ . θ δίυγρα : ζῶντα πήματα χεόμενα καὶ πολλά . τριπάλτων δὲ |
| , ὅπως τὰ ὅπλα ἔχοιεν πρὸ τῶν τοξευμάτων , μόλις διαβαίνουσι τὸν Κάρκασον ποταμόν , τετρωμένοι ἐγγὺς οἱ ἡμίσεις . | ||
| ὄντας προσφερέσθω ὡς ἂν αὐτῷ δοκῇ ἀσφαλές . Ἐκ τούτου διαβαίνουσι πάντες εἰς τὸ Βυζάντιον οἱ στρατιῶται . καὶ μισθὸν |
| αὐτούς . ὀφθαλμοὶ ἔνυγροι γοργὸν βλέποντες θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ | ||
| ἔρχονται . ὀφθαλμοὶ γοργὸν βλέποντες ἔνυγρον θυμώδεις , ἰσχυρούς , μανικούς , ταχυλόγους , ταχυέργους , ἀπρονοήτους , ἀτόλμους δὲ |
| ἔνι δὲ φιλόπολις ἀρετὴ φρόνιμος . Ἀλλ ' , ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν , χωρεῖτ ' ὀργῇ καὶ | ||
| . τὸ δ ' Ἀριστοφάνῃ ἐν Λυσιστράτῃ πέπαικται : ὦ τηθῶν ἀνδρειοτάτη καὶ μητριδίων ἀκαληφῶν . ἐπεὶ τήθεα τὰ ὄστρεια |
| ἀπογίνεται μηδὲ προσγίνεται . Τοῦτο δ ' ἔστιν ἡ τῶν ἀϊδίων φύσις , ἣν ὁμοίαν τε καὶ τὴν αὐτὴν ἀεὶ | ||
| . Τὸ δὲ ἀμβροσίων πρὸς μὲν τὸ πρῶτον ἀντὶ τοῦ ἀϊδίων καὶ ἀθανάτων : τοιοῦτον γὰρ τὸ τῶν ἐγκωμίων χρῆμα |
| ὤμων ἀντεχομένου . Ὁ οὖν Ἐρύθρας ζητῶν τὰς οὐ φαινομένας φορβάδας , πρῶτος τῶν ἐκεῖσε σχεδίαν ἐπήξατο , μεγέθει μὲν | ||
| κατῳκηκότων , ἀλλ ' οἷον ἁθρόους πώλους ἐν ἀγέλῃ νεμομένους φορβάδας τοὺς νέους κέκτησθε : λαβὼν δ ' ὑμῶν οὐδεὶς |
| ἀσπίδων γέρρα : ὑπὸ δὲ φαρετρεῶνες ἐκρέμαντο : αἰχμὰς δὲ βραχέας εἶχον , τόξα δὲ μεγάλα , ὀϊστοὺς δὲ καλαμίνους | ||
| Μηδικῶν ἔχοντες ἐστρατεύοντο , τόξα δὲ καλάμινα ἐπιχώρια καὶ αἰχμὰς βραχέας . Σάκαι δὲ οἱ Σκύθαι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι |
| Ἀσσύριοι δὲ στρατευόμενοι περὶ μὲν τῇσι κεφαλῇσι εἶχον χάλκεά τε κράνεα καὶ πεπλεγμένα τρόπον τινὰ βάρβαρον οὐκ εὐαπήγητον : ἀσπίδας | ||
| ἐγένετο τοῖσι οἱ Ἕλληνες ἐχρήσαντο : καὶ γὰρ ἐπὶ τὰ κράνεα λόφους ἐπιδέεσθαι Κᾶρές εἰσι οἱ καταδέξαντες καὶ ἐπὶ τὰς |
| ' ἔρριψεν ἔραζε , αὖτις δ ' ἅψεα χερσὶν ἐϋσταλέως συνέβαλλεν , οἱ δ ' ἄφαρ ἔζωον χλοεροῦ θ ' | ||
| εἰ μὴ κρατοῖμεν , οὐδὲ σωτηρίαν . ταῦτα εἰπὼν αὐτίκα συνέβαλλεν , οὐκ ἐπελπίσας ὥσπερ ἕτεροι τὸν στρατόν , ἀλλὰ |
| ? ἄνανδροι ? ? | , ὥσπερ τὰ μεγάλα δένδρα πρόρριζα ἀνατρέπονται | . Τὸν μὲν δὴ εὐθυμεῖσθαι ἐθέλοντα | | ||
| . θ ' ] καὶ . ἱδρύματα ] κατοικίαι . πρόρριζα ] † ἤγουν ἐκ βάθρων . φύρδην ] ὁμοῦ |
| ἀκρίδων . βʹ . περὶ βρούχου . γʹ . περὶ γαλῶν . δʹ . περὶ μυῶν κατοικιδίων . εʹ . | ||
| ἀπὸ ἡττόνων γίνεται μείζοσιν . μύες ὀργιζόμενοι , ὅτι ὑπὸ γαλῶν ἑαυτοὺς ἀναλίσκεσθαι ἔβλεπον , ὥρισαν μετ ' αὐτῶν πυκτεῦσαι |
| Ἱστορήσαμεν δέ τι μέγιστον , θεασάμενοι ἐπὶ γλώσσης σηπεδόνας ὥστε ἀπονεκρωθῆναι τὰ οὖλα : τοῦ χυλοῦ τῶν φύλλων μετὰ μέλιτος | ||
| σῆψιν λέγουσι τῶν ὀστέων , καὶ σφακελίσαι τὸ κατασαπῆναι καὶ ἀπονεκρωθῆναι . φάκελος δὲ ἡ συλλογὴ τῶν ξύλων . διαφέρει |
| κόστος καὶ τὸ κίκινον ἔλαιον πινόμενον καὶ κάρυα βασιλικὰ πλείονα βρωθέντα ἕλμινθας πλατείας ἐκβάλλει καὶ ἀναιρεῖ . ἕλμινθας ἐκβάλλει φλοιὸς | ||
| ὑπέρχεται καὶ τοῖς ἄλλοις ποδηγεῖ : ταῦτα δ ' ὕστατα βρωθέντα συνδιαφθείρει καὶ τἄλλα . Τὰ μικρὰ χημία , πορφύραι |
| : Ἀπὸ τῶν μελιττῶν μετενήνοχε . βλίττειν γὰρ κυρίως τὸ ἐκπιέζειν μέλι . τοῖσι κνωδάλοις : Τοῖς θηρίοις . κυρίως | ||
| ] ἤγουν οὐ κατοικτείρεις . βλίττεις : βλίττειν ἐστὶ τὸ ἐκπιέζειν τὰ κηρία τῶν μελισσῶν . Γ Ἀρχεπτολέμου δὲ φέροντος |
| χρῶ καὶ πρὸς τὴν εἰρημένην διάθεσιν . λοιπὸν καὶ ῥαφανῖδας ἐμβάπτειν εἰς αὐτὸ προσήκει καὶ ἔμετον ποιεῖν . καὶ τὸ | ||
| δὲ καὶ κικίδα μικρὴν , καὶ βάλανον ποιέειν , καὶ ἐμβάπτειν ἔς τι τῶν ὑγρῶν , καὶ προστιθέναι , κἄπειτα |
| πόλιν . πολισσούχων ] τῶν τὴν πόλιν συνεχόντων . θ αὔειν λακάζειν : ταῦτα ἐπὶ τῶν ὀρνέων λέγεται : ἀλόγοις | ||
| ἀλλ ' ἔστιν εἰπεῖν , ὅτι παρὰ τὸ τὰς βαλάνους αὔειν , τουτέστι τὰς δρῦς : οὕτως γὰρ καλοῦνται † |
| τὸ ἐθνικὸν ὅμοιον . Ποσείδιππος δὲ Πάνδαρον παρὰ τῷ Σιμοῦντι τετάφθαι φησίν ” οὐδὲ Λυκαονίη δέξατό σε Ζελίη , ἀλλὰ | ||
| ἐν Κύνῳ τὸν Δευκαλίωνα λέγεται , καὶ τὴν Πύρραν ἐκεῖ τετάφθαι φασίν : ἱστορεῖ δὲ ταῦτα καὶ Ἑλλάνικος . δυσχεραίνοι |
| τὸ δένδρον παίζων τὸ “ περιέφυσαν ” εἶπεν . ταύτας ὑπολύσας : ἀδύνατον : οὔτε γὰρ ὑποδήματα δύναται φορέσαι ψύλλα | ||
| οἰκεῖον δένδρεσιν . περσικαί ] ὑποδήματα . ἢ ἴχνη . ὑπολύσας ] διακόψας , ἐκ τῶν ποδῶν κάτωθεν ἀφελών , |
| ἡ κωμικὴ σεμνότης ἐπὶ μίξεων ἔθετο ἀσέμνων . Ἀριστοφάνης γοῦν μισητίαν ἐπὶ κατωφερείας ἔφη ἤγουν ῥοπῆς ἀσχέτου τῆς περὶ μίξεως | ||
| μισγητίας , παρὰ τὸ μίσγεσθαι . ] καὶ ἐν τούτοις μισητίαν φησὶ τὸ εἰς τὰς συνουσίας εὐεπίφορον . οὐχ ἕνεκα |
| γαυλώς : παρὰ τὸ γάλα . εἴδη δέ εἰσιν οἱ γαυλοὶ ἀγγείων ποιμενικῶν . σκαφίδας : ἀγγεῖα , εἰς ἃ | ||
| μαλακῆς πόας ὑπὸ τῆς νοτίδος τρεφομένης . Ἀνέκειντο δὲ καὶ γαυλοὶ καὶ αὐλοὶ πλάγιοι καὶ σύριγγες καὶ κάλαμοι , πρεσβυτέρων |
| . . Ἀγγριάς : . . † Ἀγκαλιαγωγοί : οἱ ἀγκαλίδας ἄγοντες ἐν πλοίοις . ἢ ἐπὶ θρεμμάτων . ἀγκαλιδοφόροι | ||
| τὸν Δία τὸν πλάνον φασὶ στενωπὸν εἰς στενὸν στῆσαί τινας ἀγκαλίδας ἔχοντας , ὥστε μὴ παρελθεῖν μηδένα . καταλαμβάνομεν τὸν |
| λέγεται τὸ εὐυφὲς ἱμάτιον καὶ ἀραιὸν , ὅπερ φαίνεται μὲν εὐυφὲς , τῷ δὲ κατανοοῦντι διεστηκός ἐστι καὶ ἀραιὸν καὶ | ||
| Κρατῖνος Ἀρχιλόχοις : εὕδοντι πρωκτὸς αἱρεῖ . εὐήτριον : ἱμάτιον εὐυφὲς ἢ τὸ ὁμαλὸν ὕφασμα . Εὔνοστος : θεὸς ἐπιμύλιος |
| : Διὸς δ ' ἠλεύατο μῆνιν οὕνεκά τοι Κύκλωπας ἀμαιμακέτοισιν ὀϊστοῖς ἐν φθιτοῖσιν ἔτευξ ' Ἀσκληπιοῦ εἵνεκα λώβης . Ἤλυθε | ||
| πολεμικῶν Αἰθίοπες τοῖς μὲν τόξοις μεγάλοις , βραχέσι δὲ τοῖς ὀϊστοῖς : ἐπὶ δὲ τῆς ἄκρας τοῦ καλάμου κερκίδος ἀντὶ |
| , φασίν , ὀρνίθων γένος , τοὺς καλλιμόρφους καὶ περιβλέπτους ταὧς . Πῶς γὰρ ἄν τις εὐγενὴς γεγὼς δύναιτ ' | ||
| δ ' ἰχθῦς ἐν μέσοισι τηγάνοις . Καὶ γὰρ ὁ ταὧς διὰ τὸ σπάνιον θαυμάζεται . Καὶ γὰρ πόσῳ κάλλιον |
| τὸ αὐτὸ πνεῦμα , οὕτως καὶ ἀπὸ τοῦ ἥδεσθαι [ ἧδος ] φυλάξει τὸ αὐτὸ πνεῦμα . . . . | ||
| οἰνάριον , ἧδος νὴ Δί ' οἰκίας τρόπον . πῶς ἧδος ; οἷον τοῖς παροῦσι συμφέρει ἁπαξάπασιν ὀξυβάφῳ ποτηρίῳ . |
| πανταχοῦ δὲ διακωδωνίζοντα ταῦτα καὶ χρηματιζόμενον κατασκευάσασθαι πλοῖον μέγα καὶ ἐφόλκια δύο λέμβοις λῃστρικοῖς ὅμοια , ἐμβιβάσαι τε μουσικὰ παιδισκάρια | ||
| πείθω : ὁρῶ δὲ ὅτι πολλὰ τῶν πόλεών ἐστιν ὥσπερ ἐφόλκια , οἷς ἀνάγκη συγχωρεῖν ὥσπερ ἐν σώματι . καὶ |
| ᾧ κακόδοξος εἶναι ; εἰ γὰρ χρημάτων ἐπιθυμοίη , πολὺ ἀπραγμονέστερον τὰ αὑτοῦ φυλάττειν ἢ τὰ μὴ προσήκοντα λαμβάνειν . | ||
| γὰρ τοῦτό γε . Οὔκ , ἀλλὰ ἐρᾶν μέν , ἀπραγμονέστερον δὲ αὐτῶν ἐπιτυγχάνειν : ἐπὶ τούτοις αὐτοῖς ἀφίημί σε |
| ὀσφὺν ἄκραν καὶ τὴν χολὴν ἐπιθέντες τὸ λοιπὸν ἅπαν αὐτοὶ κατεσθίουσι . Φιλόξενος δὲ ὁ Κυθήριός φησί που : εἰς | ||
| οὐδεὶς πάρεστιν . εὖ γε δρῶντες : ἆρά που ὀπτὴν κατεσθίουσι πόλιν Ἀχαιικήν ; καὶ τὸ λεγόμενον σπανιώτερον πάρεστιν ὀρνίθων |
| πως τὴν λύτταν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν εἰ μὴ αὐτοὺς ἔχει καταμύειν τῷ ὕπνῳ . τυφθεῖσα δὲ δυσόργητός ἐστι , καὶ | ||
| οὖν τότε μὲν ἐχρῆν ἀνοίγειν τὼ ὀφθαλμώ , νῦν δὲ καταμύειν , ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τῆς σῆς σπουδῆς ἢ ψήφου |
| τάγμα . Ξ ἐν ἀμπυκτῆρσιν : οἱ κορυφιστῆρες , τὰ προμετωπίδια κυρίως . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς ἵν ' | ||
| ἐν ἀμπυκτῆρσιν ] ἀμπυκτῆρες οἱ κορυφιστῆρες , τὰ κυρίως λεγόμενα προμετωπίδια . νῦν δὲ λέγει τοῖς χαλινοῖς , ἵν ' |
| καὶ οἷόν τινα στεναγμὸν ἀποτελούσαις ὡς παραθαλασσίαις χρίμπτουσα ] πλησιάζουσα ῥαχίαισιν ] κρημνώδεσι καὶ ὀρινοῖς τόποις ἐκπερᾶν ] διέρχεσθαι θέλε | ||
| τὸν τόνον καταβιβάζοντες λέγουσιν οὕτως , ἁλιστόνοις γε πόδας χρίμπτουσα ῥαχίαισιν , ἤτοι προσεγγίζουσα τοὺς πόδας ταῖς ῥαχίαις πέτραις , |
| τοῦ ει τοῦ ἐν Δελφοῖς : . . . καὶ ἄιδουσι τῶι μὲν διθυραμβικὰ μέλη παθῶν μεστὰ καὶ μεταβολῆς πλάνην | ||
| κρατησάντων . οἱ μὲν γὰρ θρηνοῦσιν , οἱ δὲ ἐπινίκια ἄιδουσι . θέλων δὲ δεῖξαι τὴν αὐτῶν διαίρεσιν καὶ μάχην |
| Λάρκος : Λυσίας ἐν τῷ πρὸς Καλλιππίδην . λάρκος ἐστὶ φορμὸς εἰς ὃν ἄνθρακας ἐνέβαλλον . κέχρηνται τῷ ὀνόματι ἄλλοι | ||
| ὡς ἐν τοῖς Δημιοπράτοις πέπραται . ἦ που δὲ καὶ φορμὸς τῶν γεωργικῶν , καὶ γαῦλοι καὶ σκαφίδες , καὶ |
| ἄθροισμα : σπεῖρα γὰρ καὶ ὁ ἐντυλιγμὸς τοῦ ὄφεως : ἐσπείρηνται ἀντὶ τοῦ δίκην ὄφεως συσφίγγονται . Ἀρήσαιτο : ἐπεύξαιτο | ||
| σπεῖρα ἡ ἕλιξ τοῦ ὄφεως λέγεται , ἐνταῦθα δ ' ἐσπείρηνται ἀντὶ τοῦ συνεσφίγχθησαν : σπεῖρα γὰρ τὸ σύνταγμα καὶ |
| : οἷον , ἀγκὼν ἀγκῶνος : κροτὼν κροτῶνος εἶδος ζώου φθαρτικοῦ : Πλατανιστὼν Πλατανιστῶνος ὄνομα ποταμοῦ : πρόσκειται μὴ ὄντα | ||
| πλέθρον : δρομεὺς ἵππος : ὁ στέφανος θαυμαστὴν ῥύσιν τοῦ φθαρτικοῦ πυρὸς ἠφίει : ἀσφαλῶς : τὰς συμπλοκὰς , τὰς |
| . , . : ἐνηλύσιος : ἐμβρόντητος , κεραυνόβλητος . ἐνηλύσια : τὰ κατασκηφθέντα χωρία ἐνηλύσια - λέγονται , ἔνιοι | ||
| Δία τὸν ἐπ ' αὐτῷ καταιβάτην . περιειρχθέντα δὲ τὰ ἐνηλύσια ἄψαυστα ἀνεῖτο . πόλεως δ ' αὖ μέρη καὶ |
| τὴν ἄφεσιν τῶν βελῶν ἀναστρεφόμενοι : ἦσαν μὲν γὰρ ἐκ βυρσῶν περιερραμμένα , πλήρη δὲ ἐρίων , εἰς τὸ τῇ | ||
| . παραστορῶ : ἐκτενῶ . ἅμα δὲ καὶ ἀπὸ τῶν βυρσῶν . ἀκολούθως δὲ τοῦ Ἡρακλέους ἐμνήσθη , ἐπειδὴ Θηβαίων |