ὁ Μαύρηξ ἀπήντα , ἀνὴρ οὐ τῶν εὖ γεγονότων , ἐντρεχὴς δὲ ἄλλως καὶ πεῖραν τῶν κατὰ θάλατταν ἔχων ὅτι
ἐν διαφόροις τόποις δυναστεύσει διὰ τὴν σόβην τοῦ κήτους καὶ ἐντρεχὴς ἔσται τόπον ἐκ τόπου ἀμείβων , ἐπὶ ἀλλοτρίᾳ λύμῃ
4914938 πεπαιδευμενος
πεῖραν ἔλαβεν αὐτῶν : καὶ ὁ μὲν ἔν τισι μερικοῖς πεπαιδευμένος ἐκεῖνα κρινεῖ καλῶς , ὁ δὲ περὶ πᾶν πεπαιδευμένος
λέγει , ὡς ἂν εἰ ἔλεγε “ σώφρων εἰμι καὶ πεπαιδευμένος ” . ὁ δὲ αὐχεῖ ἐπὶ τῷ κλέπτειν .
4791322 εὐφυης
πλήρης ? ? ? ? ? ὡς [ ἂν ] εὐφυὴς [ ] ? τῶν κοινῶν [ ] ἐννοιῶν ?
καὶ προτελεῖν τῇ ἡλικίᾳ βουλόμενος , οὐχ ἥκιστα δὲ ὅστις εὐφυὴς τῶν νέων βασιλείου γένους πα [ . . .
4623432 πρακτικος
δὲ ἡ ἐμπαθής , ἁμαρτάνει . καὶ ἀεὶ μὲν ὁ πρακτικὸς νοῦς ἕνεκά του , ὁ θεωρητικὸς δ ' οὔ
καὶ τὸ κοινωνεῖν τὴν φρόνησιν τῷ νῷ κατὰ τοὔνομα . πρακτικὸς γὰρ νοῦς ἡ φρόνησις ὀνομάζεται , περὶ τὰ συμφέροντα
4622419 ἐντραφεις
. ταύταις καὶ ταῖς παραπλησίαις τομαῖς καὶ διαστολαῖς τῶν πραγμάτων ἐντραφεὶς καὶ ἐνασκηθεὶς ὁ ἀστεῖος ἆρ ' οὐκ εἰκότως εὔχεσθαι
, ἢ ἕτερα ἐπὶ τοῦτον λέγοντα : εἰ δὲ φιλοσόφοις ἐντραφεὶς μαθήμασι , φιλοσόφους ἀνερευνοῦντα λογισμοὺς , καὶ φιλοσόφων ἐκδιηγούμενον
4508166 εὐμορφον
δέομαι , Χαρίκλεις , μήπω μοι μαρανθῇς : μὴ παραδῷς εὔμορφον τρυγῆσαι ῥόδον ἀμόρφῳ γεωργῷ . ” καὶ ὁ Χαρικλῆς
κακῶν θησαυρὸς ἐξορύσσεται . Σαπρὰν γυναῖκα δ ' ὁ τρόπος εὔμορφον ποιεῖ . πολύ γε διαφέρει σεμνότης εὐμορφίας . Γνώμην
4493434 ὁμιλουσα
ἑστῶσαν τὴν γνῶσιν καὶ μὴ παραρρέουσαν ἔχουσα , ὡς αὐτοῖς ὁμιλοῦσα τοῖς πράγμασι : καὶ μνήμη μὲν τῶν πάλαι ἐγνωσμένων
αἵματι πρὸς τὴν ἐκείνου χρόαν μεταχρώννυται . χαίρει δὲ ἡλίῳ ὁμιλοῦσα τῆς πορφύρας ἡ βαφή , καὶ ἡ ἀκτὶς αὐτὴν
4478603 σωφρων
/ καὶ τοῦ λοιποῦ τοῖς σύμπασιν ἦν πρᾶιός τε καὶ σώφρων . / Κτησίας καὶ Ἡρόδοτος , Διόδωρος καὶ Δίων
δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται πλούσιος καὶ πεπαιδευμένος , σώφρων , δίκαιος , ἰδιοπράγμων , εὐσεβής , εὐμετάδοτος καὶ
4442010 θυμικος
ξύλῳ ] ἤγουν ἐν τῇ ποδοκάκκῃ . Γ ὀξύθυμος ] θυμικὸς καὶ πρὸς ὀργὴν εὔκολος . Γ δῶ ] παράσχω
αὐτοῖς μετὰ τριακοσίων ἱππέων σὺν καταφρονήσει καὶ πρῶτος ἡγεῖτο , θυμικὸς ὢν ἐς μάχας καὶ παρακινδυνευτικὸς αἰεί . ἄφνω δὲ
4438438 φιλοπονος
ἐμαυτὸν οὐδὲ φυσῶμαι καὶ μετεωρίζομαι , ἀλλὰ φιλόλογος μὲν καὶ φιλόπονος οἶδά τις ὤν , οὔπω γε μὴν τοσοῦτον ὅσον
Θέων οὐ μάλα ἀγχίνους οὐδὲ ὀξύς , φιλομαθὴς δὲ καὶ φιλόπονος εἰς ὑπερβολήν . ταῦτά τοι καὶ ἐγεγόνει πολυμαθέστατος ἐν
4364328 ἀνδρειος
περὶ ἀδοξίαν ἢ πενίαν ἢ νόσον ἢ ἀφιλίαν ἀδεὴς ὁ ἀνδρεῖος : ἔνια γὰρ δεῖ φοβεῖσθαι τούτων , καὶ αἰσχρὸν
ὁ δὲ τὰς δυνάμεις ἀναλαβὼν ὑπεχώρει , καίτοι ἀνὴρ ὢν ἀνδρεῖος , ὡς ἐν πολλοῖς δέδειχεν . Οἱ βάρβαροι δὲ
4350724 τακτικος
. Γεγόνασι δὲ καὶ ἄλλοι Ξενοκράτεις πέντε : ὅ τε τακτικὸς ἀρχαῖος σφόδρα καὶ ὁ συγγενὴς ἅμα καὶ πολίτης τῷ
κεδνὸς κἀν πορθμῷ πρὸς ἄκραισι Πελωριάδος προβολαῖσι . τίς οὕτως τακτικὸς ἀκριβὴς ἢ τίς οὕτως κριτὴς ὄψων ὡς ὁ ἐκ
4299768 διατριβη
ἦν τὸ παραμυθησάμενον , ἡ περὶ ταῦτα ἀσχολία τε καὶ διατριβή : ὥσθ ' ὅταν ἐνθυμηθῶ τοῦ ἐκ τοῦ συμποσίου
τοῖς ἐπὶ τῆς χώρας ζῆν εἰωθόσιν ἀσφαλὴς ἐπὶ ταύτης ἡ διατριβή , πάντα δὲ βίας καὶ λῃστείας καὶ παντοδαπῶν φόνων
4299464 ἑπταετιαν
. § : λογικόν τέ φασιν ἄνθρωπον κατὰ τὴν πρώτην ἑπταετίαν γίνεσθαι , ὅτε ἤδη ἱκανός ἐστιν ἑρμηνεὺς εἶναι τῶν
καὶ ταῦτα καὶ ἡμῖν ἑώραται . ἱϲτοροῦϲι δέ τινεϲ μετὰ ἑπταετίαν ἐνίουϲ ἁλῶναι τῷ πάθει . κατὰ μὲν οὖν τὰϲ
4283811 σεμνος
αὐτὴν τιθεμένην , χωρὶς τῶν προοιμίων . σεμνὸς ] τὸ σεμνός διττῶς λέγεται , καὶ ἐπὶ τοῦ ὑπερηφάνου καὶ ἐπὶ
: καὶ γὰρ ἐκ τοῦ ἐναντίου σώφρων μὲν λόγος ὁ σεμνός , ὁ δὲ τὸ ἐκπρεπὲς κάλλος ἐπιτηδεύων ἐπίβουλος .
4280005 ἀηδης
πληττόμενος , βλαπτόμενος , ἀπὸ τῆς ἄτης . Ἀπηχής : ἀηδής . Ἀνασιμῶσαι : τὸ ἀναλῶσαι καὶ δαπανῆσαι . Ἀρχαιρεσιάζειν
καὶ ὑπὲρ αὑτοῦ δὲ λέγειν , ὡς ἡδύς ἐστι καὶ ἀηδής , ἀμφότερα δὲ οὐκ ἔχοντα οὐ ῥᾴδιον ἄνθρωπον λαβεῖν
4278934 μισθοφορει
βλάβῃ . ἢ ἵνα πειραθῶσιν ἡμῶν εἰ θεοὶ ἐσμέν . μισθοφορεῖ δέ : Ὅτι οἱ ἰατροὶ μισθῷ ἰατρεύουσι . .
ἀντιλήψεις μὲν , οἷον ἀποκηρύκτων ἐξῆλθεν ἡ μήτηρ : ἐκεῖνος μισθοφορεῖ καὶ κρίνεται ὑπὸ τῆς μητρὸς ἀχαριστείας : ἄλλοι δέ
4245676 καλος
ἄνθρωπος οὐ καλός ἡ αὐτή ἐστι τῇ οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος καλός : ὥστε τῇ ἔστιν ἄνθρωπος καλός καταφάσει ἅμα ἀληθεύσει
τέκνον , ” φησί , “ καὶ ὁ περίπατός σου καλός ἐστιν . ” Ἑρμηνεία . Οἷς μοχθηρίᾳ τρόπων κωλύζεται
4239731 καταγελαται
γελοῖος εἶναι βιάζεται καὶ ἀστεῖος οὐ γέλωτα κινεῖ μᾶλλον ἢ καταγελᾶται , ὅταν δὲ ἐγγίζειν θέλῃ τῷ ἐπίχαρις εἶναι ,
ᾗ καὶ τὸ ἡβᾶν δοκεῖ περιττόν , σκώπτεται δὴ καὶ καταγελᾶται παρὰ τοῖς σοφοῖς καὶ νέοις ἡ τῆς φύσεως τέχνη
4205984 ἐπιτηδειος
θέσεως , ὥστε εἶναι πρὸς καθέδραν , φέρε εἰπεῖν , ἐπιτήδειος , ἀπὸ ταὐτομάτου καὶ οὐκ ἀπὸ τύχης λέγεται εἶναι
οὕτως ὑμεῖς ἀλογίστως ἔχετε . οὔτε γὰρ ἄξιος οὔτ ' ἐπιτήδειος οὔτε χείρων , ἀτυχὴς μέντοι δι ' ὑμᾶς ,
4196055 μεγαλοπρεπης
ἡγεμών τε καὶ πυρ - ρίχιος καλεῖται , καὶ οὔτε μεγαλοπρεπής ἐστιν οὔτε σεμνός : σχῆμα δ ' αὐτοῦ τοιόνδε
, ἢ ὅτι παῖς ἂν παιδὶ χαρίζηται ὡς ἐν παιδὶ μεγαλοπρεπής , οὐκ οὔσης μὲν κυρίως μεγαλοπρεπείας ἐν παιδί ,
4183049 περιπεποιημενος
καὶ λάφυρα κομίζων , δόξαν δὲ μεγάλην ἐκ τῶν κατορθωμάτων περιπεποιημένος . Ἐπ ' ἄρχοντος δ ' Ἀθήνησι Καλλιμάχου Ῥωμαῖοι
εἰς Μακεδονίαν , οὐ μόνον δόξαν εὐσεβείας καὶ ἀρετῆς στρατηγικῆς περιπεποιημένος , ἀλλὰ καὶ πρὸς τὴν μέλλουσαν αὔξησιν αὐτῷ γίνεσθαι
4182999 εὐεργετικος
καὶ πάλιν ὅτι ἐν μὲν τοῖς ἄλλοις ζῴοις οὐκ ἔστιν εὐεργετικὸς ἀλλ ' ἀνόμοιος ἐν πᾶσι , τό τε θυμικὸν
πολλὰ ] δυναμένων καὶ οὐ περιουσιάζεσθαι πάντως , ἵνα τις εὐεργετικὸς ᾖ , δέοντος , ὡς εἴρηται καὶ τὸ ξενίων
4181110 φρονιμος
Ὅτι δ ' οὐκ ἔστιν ὀρθῶς ἡγεῖσθαι , ἐὰν μὴ φρόνιμος ᾖ , τοῦτο ὅμοιοί ἐσμεν οὐκ ὀρθῶς ὡμολογηκόσιν .
ἡ μὲν τρυγὼν ἐκ φύσεώς ἐστι σώφρων ἡ δὲ ἀλώπηξ φρόνιμος ὁ δὲ λέων ἀνδρεῖος ὁ δὲ πελαργὸς δίκαιος :
4168780 φιλανθρωπος
, οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ Διὸς ζηλωτὴς καὶ οὗτος ὁ φιλάνθρωπος ἀτεχνῶς . τῶν δὲ ἄλλων Κῦρον μὲν φιλοπέρσην καλῶ
, ἅπερ οὐκ ἐάσει καθ ' ὑμῶν ἰσχῦσαι ψῆφος ὑμετέρα φιλάνθρωπος . Εὔβουλος ἐγράψατο Ἀρίσταρχον ἐπὶ τῷ Νικόδημον πεφονευκέναι :
4165966 συνετος
, ἀνὴρ Ἰταλὸς καὶ τῶν εὖ γεγονότων . ὃς ἄγαν συνετὸς ὢν καὶ πεπαιδευμένος καὶ ψυχῆς ἀνδρείαν πλουτῶν τοῖς τε
ἡδύβιος , κατωφερὴς εἰς γυναῖκας , Ἑρμοῦ δὲ εὐπαίδευτος , συνετὸς καὶ ἐρωτικὸς εἰς παῖδας , Ἡλίου δὲ καὶ Σελήνης
4145038 ἀνδρικος
ἡ καῦσις , διὰ τὴν ἀποτομίαν : εἰ δέ τις ἀνδρικὸς ᾖ , πρὶν καταπεσεῖν τὴν δύναμιν ἀπὸ τῶν ἀνωτερικῶν
τινὲς αὐτὸν ὑμῶν ἐπίσταιντο : σμικρός τίς ἐστι γρυπὸς ὑπόλευκος ἀνδρικὸς τὴν φύσιν . ἰδὼν οὖν αὐτὸν ἔτι προσιόντα Θερσαγόρας
4144516 κεκοσμημενος
ἐν συνθέσει Ἄκαστος , τοῦ α ἐπιτατικοῦ , ὁ πάνυ κεκοσμημένος . . . . ἄκατος : τὸ † μέγα
καὶ τῷ κάλλει καὶ τῷ μεγέθει διάφορος , ἔτι δὲ κεκοσμημένος ὅπλοις βασιλικοῖς εἶχε πολλὴν ὑπεροχὴν καὶ κατάπληξιν , δι
4136146 ξυνεισβας
ἐδάμη καὶ ἐδαμάσθη , πληγεὶς θεοῦ μάστιγι παγκοίνῳ . . ξυνεισβάς ] συνελθών . . θερμοῖς ] πρὸς τὴν κακίαν
θ ἐκκαρπίζεται ] ὡς καρπὸν δίδωσι . Ξ ἢ γὰρ ξυνεισβάς : τὰ ἀπὸ τῆς κακῆς ὁμιλίας κατὰ μέρος γινόμενα
4126791 ἐπιτεταμενος
. σϞθʹ . Ἀπόστημα ἐν μήτρᾳ ἐστὶν ὅταν ᾖ πόνος ἐπιτεταμένος καὶ σφύζει καὶ διατείνει τὸ ἄλγημα ἕως ἤτρου καὶ
. + . . . Βούλιμος : ὁ μέγας καὶ ἐπιτεταμένος λιμός : παρὰ τὸ βου ἐπιτατικὸν μόριον καὶ τὸ
4124880 ἀστειος
πρεσβύτερος μὲν οὖν καὶ πρῶτος ἔστι τε καὶ λεγέσθω ὁ ἀστεῖος , νεώτερος δὲ καὶ ἔσχατος πᾶς ἄφρων , τὰ
† ὁ ἐν ἄστει διατρίβων , λέγεται * * * ἀστεῖος ὁ διὰ χρηστὸν ἦθος ἐπαινούμενος , ὡς καὶ ὁ
4117143 θεραπαινιδιον
δὲ [ ἀναγνοῦσα - ] εἴσομαι . ” ἥσθη τὸ θεραπαινίδιον [ : δήλη ] γὰρ διὰ τῆς ὄψεως ὡς
, χιτῶνι μόνῳ ὑπεζωσμένῳ λευκῷ χρώμενον . τὸ δὲ παράψηστον θεραπαινίδιον διακέκριται τὰς τρίχας , ὑπόσιμον δ ' ἐστὶ καὶ
4097109 κεκριμενος
δὲ αὖ τῆς Στοᾶς , καὶ οὗτος ἔσται τῆς Ἀρετῆς κεκριμένος . ὥστε ἄλλοι παρέστωσαν . τὸ δεῖνα μέντοι ,
κατεῖχε τὴν πλοκὴν τῶν ἐντέρων , καὶ πρὶν μαχητὴς εὐσθενὴς κεκριμένος , μάγειρος ἦν ἄπειρος ἐντεροπράτης . οὕτως μετηλλάξαντο τὴν
4073141 ἐπιταραττει
ἀντιλογία καὶ τὰ περὶ τῶν ἀριθμῶν θεῖα νοήματα συγχεῖ καὶ ἐπιταράττει . Ὃ ἀπορεῖ τοιοῦτόν ἐστιν . ἐκ τοῦ ἑνὸς
ἀνδράποδα καὶ καθάρματα ἡμᾶς ἀποκαλῶν , ἐνίοτε δὲ καὶ ᾄδων ἐπιταράττει ἡμῶν τὰς οἰμωγάς , καὶ ὅλως λυπηρός ἐστιν .
4063167 συνωνυμιαν
δ ' ἐπὶ τούτοις προσθήσομεν εἰς συμπλήρωσιν τοῦ βιβλίου κατὰ συνωνυμίαν ἢ ὁμοιότητα . Εἴποις ἂν ἐπὶ τοῦ ὅμοιος ἐοικώς
, οὐκ ἔπεισα δὲ Θηβαίους . γίνεται δὲ καὶ κατὰ συνωνυμίαν κλῖμαξ , ὡς ἔχει τὸ Ὁμηρικόν , Ἥφαιστος μὲν
4060540 μεταβεβληκως
; τάφος οὐδαμοῦ Μέμνονος , ὁ δὲ Μέμνων ἐν Αἰθιοπίᾳ μεταβεβληκὼς εἰς λίθον μέλανα . καὶ τὸ σχῆμα καθημένου ,
: καὶ μετὰ τοῦτον Μητρόδωρος , ἀνὴρ ἐκ τοῦ φιλοσόφου μεταβεβληκὼς ἐπὶ τὸν πολιτικὸν βίον καὶ ῥητορεύων τὸ πλέον ἐν
4044349 σιναπισμος
δ ' ἀμύξαι , λιμνῆστιν , εὐφόρβιον . Καὶ ὁ σιναπισμὸς δὲ σφοδρότερος ὢν τοῦ δρώπακος τοῖς χρονίοις πάθεσιν ἁρμόττει
ἡ τοιαύτη τοῦ δρώπακος τὴν διάθεσιν βεβαιοτέραν : οὕτω καὶ σιναπισμὸς καὶ θαψίας χρῆσις πολλοῖς ἐξέκοψε τὴν διάθεσιν προδιῃτημένοις ἀκριβῶς
4039948 εὐπρεπης
λίθους : ἡ ἑτέρα δὲ μάλα εὐπρόσωπος καὶ τὸ σχῆμα εὐπρεπὴς καὶ κόσμιος τὴν ἀναβολήν . Τέλος δ ' οὖν
κακοδαίμων , ψιλὸς οὖν στρατεύσομαι . Μὴ φροντίσῃς : ὡς εὐπρεπὴς φανεῖ πάνυ . Βούλει θεᾶσθαι σαυτόν ; Εἰ δοκεῖ
4034070 ἀκολαστος
ὁ μὴ λυπούμενος ἐπὶ τῇ τῶν αὐτῶν τούτων παρουσίᾳ , ἀκόλαστος δὲ ὁ ἐπὶ ἀπουσίᾳ τινῶν λυπούμενος , σώφρων δὲ
εἶναι : ὁ γὰρ ἀμεταμέλητος ἀνίατος : τοιοῦτος δὲ ὁ ἀκόλαστος : ὁ δὲ ἔλαττον τοῦ δέοντος τὰ τοιαῦτα ζητῶν
4029217 ἐρωτικος
μὲν δὴ φιλόσοφος τὴν φύσιν καὶ ὁ μουσικὸς καὶ ὁ ἐρωτικὸς ἀνακτέοι . Τίς οὖν ὁ τρόπος ; Ἆρά γε
εἰς τὴν τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν θήραν ἔχοιμι διὰ τὸ ἐρωτικὸς εἶναι : δεινῶς γάρ , ὧν ἂν ἐπιθυμήσω ἀνθρώπων
4016721 ἐπιτευκτικος
ἡλίῳ : ἔστιν οὗτος καὶ πρὸς τὰς τῶν ὑπερεχόντων αἰτήσεις ἐπιτευκτικός : ἐπίχαρίς τε καὶ ἔνδοξος ὁ λίθος : ἐπὶ
σώματός ἐστιν . Ἀθηναῖοι δὲ τούτῳ χρῶνται τῷ λίθῳ ὅτι ἐπιτευκτικός ἐστιν . Λαμβάνουσι δὲ αὐτὸν μηνὶ ξανθικῷ ἡλίου ὄντος
4014631 εὐφροσυνων
] δυνατὸν ὑπάρχει , ἅτινα ὑπάρχουσιν εἰσίν . ἡδονῶν ] εὐφροσυνῶν . ἀποστερεῖσθαι ] ζημιοῦσθαι , στερηθῆναι . κοττάβων ]
ἔτι αὖ πολὺ μᾶλλον ἢ ἐν τοῖς τεκνοποιοῖς μειονεκτεῖ τῶν εὐφροσυνῶν ὁ τύραννος . ὅτι μὲν γὰρ τὰ μετ '
4012907 προπετης
τὸν μέγαν σπόνδυλον λορδὸν τὸν αὐχένα ἔχειν , ὡς μὴ προπετὴς ἔῃ αὐτέοισιν ἡ κεφαλή : στενοχωρίην μὲν οὖν πολλὴν
νίκας τῆς Ὀλυμπίας τῆς οὔσης παρὰ τῷ Κρονίῳ τεμένει ὁ προπετὴς κλῆρος ὑμᾶς ἀπεστέρησεν , ὦ Ἀλκιμίδη . δελφῖνί κε
4000733 καθεστηκυια
τὸν φίλον . ἡ μὲν γὰρ ἀρετή πως ἔχον ἡγεμονικὸν καθεστηκυῖα , καὶ ἡ σπουδαία πρᾶξις , ἐνέργειά τις οὖσα
καὶ θυμὸς περὶ σέ , τὴν δὲ τιμὴν σωφρονοῦσα καὶ καθεστηκυῖα κρίσις ἑκατέρου πάθους ἀπηλλαγμένη . Ἀλλ ' ἔστω σοι
3998527 ΔΓΚ
δείξομεν , καὶ γωνία ἡ ὑπὸ ΑΒΘ γωνίᾳ τῇ ὑπὸ ΔΓΚ ἐστιν ἴση , καὶ βάσις ἄρα ἡ ἀπὸ τοῦ
β ὀρθαὶ τξ . ἔστι δὲ καὶ ἡ μὲν ὑπὸ ΔΓΚ τῶν αὐτῶν ο , ἡ δὲ ὑπὸ ΛΓΚ ὀρθή
3984117 φιλονικος
' ἄν . καὶ ὁ Σωκράτης ἔφη : Ἀλλὰ καὶ φιλόνικος Ἀντισθένης ἐστίν , ὃ στρατηγῷ προσεῖναι ἐπιτήδειόν ἐστιν :
, φιλόπονος , φιλοκίνδυνος , πρὸς τὰ δεινὰ θαρραλέος , φιλόνικος , νίκης ἐραστής , εὐκλείας ἐραστής , ἄδωρος ,
3965347 σωφρονουντων
πατὴρ χρόνων , σεμνὸν ὀφθῆναι καὶ πάντοθεν ἱεροπρεπὲς θέαμα , σωφρονούντων ταμίας παθῶν ἤπια ταῖς ἑκάστου διανοίαις ἐμπνεῖ , καὶ
ἀνυπόστατα : ὁρᾶς γὰρ οὐδέν : ὃ γὰρ τὸ τῶν σωφρονούντων ὄμμα διαφεύγειν συμβέβηκεν , τοῦτο κατὰ τὴν πλάνην τοῖς
3963345 φαυλος
βασιλεῖ διατρίβων ἐν Μακεδονίᾳ οὐχ ἧττον αὐτοῦ [ ἐβασίλευε ] φαῦλος ὢν καὶ διάβολος [ ὃς ] οὕτω ψυχρῶς συνέταξε
. καὶ τὸ ναῦλος μὴ ὂν κύριον . τὸ δὲ φαῦλος ἐπίθετον . Τὰ εἰς ΛΟΣ ἐπιθετικὰ ἔχοντα πρὸ τοῦ
3958686 εὐσεβης
ἄρα τὰ περὶ τοὺς θεοὺς νόμιμα εἰδὼς ὀρθῶς ἂν ἡμῖν εὐσεβὴς ὡρισμένος εἴη ; Ἐμοὶ γοῦν , ἔφη , δοκεῖ
Κοριολανὸς ἔπαθεν , ἐδάκρυσεν , ἀνέζευξεν . ἡ μὲν ἀνάζευξις εὐσεβὴς , ὀλέθριος δὲ τῷ στρατηγῷ : Τυρρηνοὶ γὰρ ὡς
3958621 συνεργῳ
γὰρ ἄλλως ὅσα μὲν οἱ σώματος ὀφθαλμοὶ | θεωροῦσι , συνεργῷ φωτὶ χρώμενοι καταλαμβάνουσιν , ὃ διαφέρει τοῦ θ '
τῷ μὲν αἵματι ὡς τροφῇ . τῷ δὲ πνεύματι ὡς συνεργῷ εἰς τὰς φυσικὰς ἐνεργείας . οὐ παραλαμβάνει δὲ αὐτὰς
3949249 νοσων
οὐσίας τῶν ἀνθρώπων διαφθείρειν καὶ τὰ σώματα . τῶν γὰρ νόσων τῶν πλείστων ἐξ ὠμότητος γινομένων , αὐτὴν ταύτην ἐκ
χολὴν καὶ αἷμα καὶ φλέγμα , ἀρχὴν δὲ γίνεσθαι τῶν νόσων ταῦτα : ἀποτελεῖσθαι δέ φησιν τὸ μὲν αἷμα παχὺ
3942818 γιγνομενος
ταὐτὰ ἔχοντα ἀεί . λόγος δὲ ὁ κατὰ ταὐτὸν ἀληθὴς γιγνόμενος περί τε θάτερον ὂν καὶ περὶ τὸ ταὐτόν ,
παίζειν τοῖς τοιούτοις , καὶ πρὸς ἀφροδισίοις [ οὗτος ] γιγνόμενος , ἐὰν καὶ πάνυ τύχῃ ἐρῶν , μέμνηται τοῦ
3942594 βαρυς
, ὁμόφωνος τῶι πάθει , τοῦ δὲ κυρίου τῆς πόλεως βαρύς , ὡς τὸ κόντος καὶ πόντος . . .
: πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς . Πορίζω : δίδωμι . Πινδαρικός : ὄνομα κτητικὸν
3941712 τεθραμμενος
τὴν γῆν ῥέπων τε καὶ βαρύνων ᾧ μὴ καλῶς ἦν τεθραμμένος τῶν ἡνιόχων . ἔνθα δὴ πόνος τε καὶ ἀγὼν
τὰς αὐτὰς ὑπελάμβανεν ἀριστοκρατίας πολιτευομένης , γεγονώς τε κακῶς καὶ τεθραμμένος ἀδόξως καὶ λαμπρὸν οὐθὲν ἀποδειξάμενος οὔτε κατὰ πολέμους οὔτ
3935658 εὐγενης
, ἐκκάλυψον ἄθλιον κάρα , βλέψον πρὸς ἡμᾶς . ὅστις εὐγενὴς βροτῶν φέρει † τὰ τῶν θεῶν γε † πτώματ
δάμαρτα κἀφελοῦ πρὸς Ἑλλάδος ψόγον τὸ θῆλύ τ ' , εὐγενὴς ἐχθροῖς φανείς . ἐμοὶ σὺ συμπέπτωκας ἐς ταὐτὸν λόγου
3931500 ποιητικος
οἱ πολλοὶ τὰς Μούσας αἰτεῖν . καίτοι Σωκράτης ὁ Ἀθηναῖος ποιητικὸς μὲν οὐκ ἦν , ἐδεήθη δὲ τῶν Μουσῶν παρεῖναί
χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἐσφήκωντο . Ὁ δὲ τρόπος ἐστὶ ποιητικὸς πράξεως ἢ παθήματος ἢ σχέσεώς τινος , καθ '
3911543 ἐσπουδακως
ταῖς ὑμετέραις βουλήσεσι βουλόμενος . σημαίνει δὲ τὸ σῴζειν ὑμᾶς ἐσπουδακώς : ὁμοῦ : ἀνεπίπληκτον : ἀνεπίληπτον , ἀναμάρτητον ,
; ἐπὶ κλίμακι πρὸς τεῖχος ἀναβαίνων . ἐγὼ μὲν δεικνύω ἐσπουδακώς , οἱ δὲ πάλιν ἐπεμυκτήρισαν . σφάττει με ,
3905577 ἀφελης
κῶλα αὐτὰ καθ ' ἑαυτά , ὁ δὲ λόγος ἔστω ἀφελής , ὡς κατὰ κῶλα μὲν ἀπαρτιζόμενος , κατὰ δὲ
τὰ πολλὰ ὁμοειδεῖ , καὶ περὶ τὰς ἐξεργασίας τῶν ἐπιχειρημάτων ἀφελής τις καὶ ἀπερίεργός ἐστιν : οὔτε γὰρ προκατασκευαῖς οὔτ
3886526 περιωνυμος
ἐξέβαλε καὶ πρὸς Μέτελλον ἐπιπεμφθέντα ὑπὸ Σύλλα ἀπεμάχετο γενναίως . περιώνυμος δὲ ὢν ἐπὶ τόλμῃ , βουλὴν κατέλεξεν ἐκ τῶν
τόλμης καὶ φρονήματος λαμπροῦ , καὶ τἆλλα ὢν ἐς θρασύτητα περιώνυμος , ὥστε τὴν βουλὴν δείσασαν ἑλέσθαι τοὺς παρὰ σφίσιν
3878948 ἐνεδρευει
καὶ ἀπὸ τότε ἡ αἴθυια παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης ἐνεδρεύει , μή πως ἡ θάλασσα τὸν χαλκὸν ἐξαγάγῃ .
, εἴτε ἄρα τοιοῦτος ἄνθρωπός ἐστιν οἷος φαίνεται , ἢ ἐνεδρεύει καὶ θηρεύεται τὴν δόξαν ἐπὶ ἀπάτῃ , καὶ ἃ
3871293 ταπεινος
νοῦν δὲ ταπεινόν , ὡς ἔχει τὰ τοῦ Λυκόφρονος : ταπεινὸς δὲ ὁ νοῦν μὲν ἔχων ὑψηλόν , λέξεις δὲ
ἤθη πρὸς ἀπόνοιαν ἀποθηριοῦται : πᾶς γὰρ ὁ τῇ τύχῃ ταπεινὸς τοῦ μὲν καλοῦ καὶ τῆς δόξης ἑκουσίως ἐκχωρεῖ τοῖς
3870273 εὐκολος
ὅμως τι εὐπαράγωγον ἐπεδείκνυτο . , ; , . . εὔκολος Ὀδύσσεια ὁ δὲ ἁπλοῦς ἦν καὶ μάλα εὔκολος ,
] φιλόδικος . Γ ἀκράχολος ] μανιώδης , εἰς ὀργὴν εὔκολος . Γ κυαμοτρώξ ] ὅτι κυάμοις ἐχρῶντο οἱ δικασταὶ
3860169 ἀπολεπτυνεται
, κατόπιν δὲ τούτων κἀπειδὰν σχεδὸν ἥκηι τῆς ἀποτέξεως , ἀπολεπτύνεται ῥιπι - ζομένη τοῖς συνεχέσιν ε ! ! !
ἐστι τὰ παχύτερα τῶν περιττωμάτων , ἀλλὰ κατὰ μικρόν . ἀπολεπτύνεται γὰρ οὕτως ἐκ τῆς συνεχοῦς αὐτῶν δόσεως , εἴ
3857505 λαγνης
ἂν ἴδῃς δεδοικότα . Μηδέποτε δοῦλον ἡδονῆς σαυτὸν ποίει : λάγνης γυναικός ἐστιν οὐκ ἀνδρὸς τόδε . Ἔρως σοφιστοῦ γίγνεται
Τέννου ὦ Τέννη . Σημειούμεθα ἐν τούτῳ τῷ κανόνι τὸ λάγνης λάγνου ὦ λάγνα παρ ' Εὐβούλῳ ἐν Κορυδαλλῷ ,
3855428 θεωρητικος
ἡ μὲν σοφία τοῦ κρείττονος μορίου τῆς ψυχῆς ἐστι , θεωρητικὸς ὑπάρχει νοῦς , ἡ δὲ τοῦ ἐσχάτου ἐν λογικοῖς
μὲν ὁ περὶ θέατρά τινα καὶ δημώδεις ἀσχολούμενός τινας , θεωρητικὸς δὲ ὁ θεωρῆσαι δι ' ὑπερβολὴν φρονήσεως καλῆς δυνάμενος
3845432 σπωμενος
ἔδησεν τοῦδε ἕνεκεν ὅπως , εἰ καθυπνώσας τύχοι , ἐγερθείη σπώμενος ὑπὸ τοῦ λίνου . Ὁ δὲ Τήμενος παρῆν διεσκευασμένος
ἐπεγρηγορῶν τοῦ δέοντος , ἐξαίφνης τε ὡς ἐπιστάντος τινὸς φοβεροῦ σπώμενος , ἀμνημονῶν τε καὶ ἀλλόκοτα φανταζόμενος . ταῦτα γὰρ
3838641 τεκνωσει
παῖδας ὄψεταί ποτε ζῶντας τὸ λοιπὸν οὔτε τῆς νεοζύγου νύμφης τεκνώσει παῖδ ' , ἐπεὶ κακὴν κακῶς θανεῖν σφ '
θεῶν , ἀκαταστατήσει δὲ κατὰ γυναῖκα καὶ λήψεται προειλημμένην καὶ τεκνώσει , ἔνιοι δὲ καὶ στεφανηφοροῦσι καὶ ἄρχουσι πόλεων .
3838132 φιλεταιρος
οὐ δεῖ προσθεῖναι τὸ φίλῳ . ἐκ δὲ τούτων ἐστὶ φιλέταιρος , πολυέταιρος , φιλία καὶ ἑταιρεία , ἐπιτηδειότης ,
ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει . τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη , μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ
3834433 θηρατικος
εὐθύωρον ὑπερεπήδησεν . ὁ φάσκων οὖν διαλεκτικός τε εἶναι καὶ θηρατικὸς ταύτῃ πη συνάγειν τὴν ὑπὲρ τῶν λεχθέντων ἐπειρᾶτο ἀπόδειξιν
† ἅπαντ ' ἐρευνῶν : ὥσπερ , φησὶν , ὁ θηρατικὸς ἀνὴρ πάντα περισκοπῶν ἐξακριβοῦται μὴ λάθοι αὐτὸν τὸ θήραμα
3831476 ἀγαθος
κοσκίνῳ : λεγόμενόν τι , οἷον τἀληθῆ πάντα . Ταμίας ἀγαθός : ἐπὶ τῶν ἀκριβῶς φυλαττόντων τά τε ἴδια τά
ὁ ἥλιος ἐξ ἀνάγκης κινεῖται , ὁ θεὸς ἐξ ἀνάγκης ἀγαθός ἐστιν . ἐπὶ δὲ τῶν ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ
3827985 φλογωδει
τοῦ αἵματος καὶ τῶν χυμῶν ἀπονεκρουμένων ἢ ἐπὶ μεγίστῃ καὶ φλογώδει καὶ πυρώδει θερμότητι , ἐξυπεροπτῶσαν καὶ οἷον ἀποτεφρουμένην ,
καὶ καθ ' ἑκάτερον διχῶς : ἢ γὰρ ἐπὶ ζέσει φλογώδει θερμότητος οὔσης ἐν τῇ γαστρί , πρασώδης γίνεται χολή
3827695 κρατιστος
πανουργίαι συνέθηκε ταύτην τὴν αἰτίαν , ὥσπερ δι ' ἐκεῖνα κράτιστος ἂν ἦν ἀνήρ , οὕτω διὰ ταῦτα κάκιστος ἀνήρ
ἐπ ' ἄκρων τῶν ποδῶν . Οὗτος ὁ τρόπος παραπολὺ κράτιστος ἐμβολῆς ὤμου : δικαιότατα μὲν γὰρ μοχλεύει , ἢν
3826820 ποικιλος
πόνον : μόχθον . Ψυχήν : κατά . πολυδαίδαλος : ποικίλος , πανοῦργος , φρόνιμος , πολύδουλος , πολυσύνετος ,
ἀμηχάνῳ τόλμῃ τὸ στρατόπεδον ἐπόρθει . φόνος τε ἦν ἑκατέρων ποικίλος : ὑπὸ δὲ μεγέθους πεδίου τε καὶ κονιορτοῦ τὰ
3824020 εἰδεχθης
ἀδιαπτώτως ἐπιλύειν . ἦν δὲ οὗτος μέλας τὴν χροιάν , εἰδεχθὴς τὰς ὄψεις , γραμματιστὴς τὴν ἐπιστήμην , ἐκ Πανὸς
παρεκάθητο δὲ αὐτῷ γυνὴ ἐπὶ ζεύγους ὁδοιποροῦντι τά τε ἄλλα εἰδεχθὴς καὶ ξηρὰ τὸ ἥμισυ τὸ δεξιὸν καὶ τὸν ὀφθαλμὸν
3815325 ταχυς
. Ὣς ἔφατ ' , ὀξὺ δ ' ἄκουσεν Ὀϊλῆος ταχὺς Αἴας : πρῶτος δ ' ἀντίος ἦλθε θέων ἀνὰ
ἔλεγον . ἄλλην μὲν γὰρ εὐεργεσίαν τις εὐεργετηθείς , οἷον ταχὺς γενόμενος διὰ παιδοτρίβην , ἴσως ἂν ἀποστερήσειε τὴν χάριν
3809261 νοσερα
οὐχί , ἀλλὰ τῶν νοσερῶν , [ ὑγιεῖ καὶ ] νοσερὰ καθ ' ὅλον τε τὸν ὄγκον καὶ καθ '
κινήσεων κρίνεται , εὔρυθμα δηλονότι ἢ ἄρρυθμα καὶ ὑγιεινὰ ἢ νοσερὰ καὶ ἀσθενῆ ἢ εὔρωστα . οὕτω καὶ τὰ ἤθη
3806121 ἀκαθεκτος
αὐτῷ τοῖς χαυλιόδουσι περιζεῖ , τραχύς ἐστι τὴν ὀργήν , ἀκάθεκτος τὸν θυμόν , δύσμαχος δυσάλωτος δυσαγώνιστος , προωθῶν ,
, ἄνω καὶ κάτω τὴν πολιτείαν μεταφέρων , ἀηδής , ἀκάθεκτος , πλήκτης , ἀνίδρυτος . εἰ δὲ καὶ Δημοσθένης
3801367 ἀνεπιτηδευτος
ὄψιν ἄγων τὸ δηλούμενον . ποιεῖ δὲ πειθὼ καὶ λέξις ἀνεπιτήδευτος καὶ τὸ αὐτοσχέδιον ἐμφαίνουσα . ποιήσεις δὲ πιθανότητα ,
καὶ ὀλιγοϋπνία , δόξης τε καὶ πλούτου καὶ τῶν ὁμοίων ἀνεπιτήδευτος περιφρόνησις : καὶ ταῦτα πάντα εἰς ἀνδρείαν αὐτοῖς συνέτεινεν
3788822 ἐπινοσος
ποιήσεται ὁ οἰκεῖος αὐτοῦ δαίμων καὶ τύχη , ἔσται δὲ ἐπίνοσος , τεύξεται δὲ καὶ ἰατρικῶν βοηθημάτων καὶ μετὰ τὴν
ἀγύναιος διὰ τὸ μὴ ἐπὶ μιᾶς μένειν , ἔσται δὲ ἐπίνοσος πλὴν τεύξεται ἰατρικῶν βοηθημάτων καὶ μετὰ τὴν νεότητα εὐνοηθήσεται
3782631 εὐνοηθησεται
δίκαιον αὐτοῦ καὶ εἰκόνων καὶ ἀνδριάντων ἀξιωθήσεται καὶ ὑπὸ γυναικὸς εὐνοηθήσεται , ὄψεται δὲ θανάτους τέκνων . τὰ δὲ σημεῖα
τὰς τοῦ δεκανοῦ ἀνωμαλίας ἀγαθοὺς καιροὺς ἕξει καὶ ὑπὸ γυναικὸς εὐνοηθήσεται καὶ τεκνώσει . τὰ δὲ σημεῖα αὐτοῦ : εὐμήκης
3777088 γυναικεια
νεύοντες ὥστε συγκρούειν , γυναικεῖοι καὶ θηλυδρίαι . Ἰσχία παχέα γυναικεῖα , ὀστώδη δὲ ἀνδρεῖα , λεπτὰ δὲ ὀλιγόσαρκα ῥικνά
ἀνδρεῖα καὶ γυναικεῖα πρόσωπα ὑποκρινόμενον μαγῳδὸν καλεῖσθαι , τὸν δὲ γυναικεῖα ἀνδρείοις λυσιῳδόν : τὰ αὐτὰ δὲ μέλη ᾄδουσιν ,
3774726 ἐμφρων
τῆς ἡμετέρας πόλεως . ἐπεὶ δ ' ἀρτίφρων : ἐπεὶ ἔμφρων ἐγένετο , ἐπεὶ συνῆκεν ὃ ἔπραξεν κατὰ τῆς μητρός
οὐδέποτε δύναται τὴν αὐτὴν τάξιν φυλάττειν , καὶ μάλιστα ὁ ἔμφρων τό τε ἄστατον τῆς τύχης καὶ τὸ ἀβέβαιον τῶν
3772842 ἀναγωγος
διὰ τῆς θερμότητος σῴζεται : ἔσται οὖν ἡ θερμότης ἡ ἀναγωγὸς δύναμις τῆς ψυχῆς τῆς διὰ πυρὸς ζώσης τῶν νοητῶν
. Καὶ τὸ καθήμενος δὲ ἐνδείκνυται ὅτι οὐχ ὑψηλὴ οὐδὲ ἀναγωγὸς ἡ τούτου θεωρία , ἀλλὰ χαμαιπετὴς καὶ κοιλοτέρα καὶ
3769907 ἐμποιει
. ὅταν γὰρ ὕδωρ μικρὸν ἐπιχυθῇ , διαθερμαίνει καὶ αἴσθησιν ἐμποιεῖ κατὰ τὴν ἁφήν . ἀεὶ δὲ δεῖ συμμετρίας τινὸς
τῶν πολεμίων φόβον : τὸ γὰρ εὔχεσθαι τοῖς θεοῖς θάρσος ἐμποιεῖ τοῖς φίλοις . τινὲς δὲ πολέμιον φόβον λέγουσι τὴν
3758957 πρᾳος
Ἀγκύρᾳ Μάξιμος , εὐγενής , εὐγενέστερος Κόδρου , φασί , πρᾷος , ἐκ τοῦ δικαίου πλουτῶν , οὐ τὴν τοῦ
ἐπαινεῖται : ὃς δὴ ὁ πρᾷός ἐστι . δοκεῖ γὰρ πρᾷος εἶναι ὁ ἀτάραχος καὶ μὴ ἀγόμενος ὑπὸ τοῦ πάθους
3758124 ἐμπαθης
ἡ ὕβρις καὶ ἡ ἐπιθυμία καὶ ὅλη ἡ ἄλογος καὶ ἐμπαθὴς ζωή : καὶ τοῦτο ἔστιν ὅ φησι πολυώνυμον καὶ
ἐμπαθοῦς φιλίας τὸ ὀλιγοχρόνιον : ἔστι γὰρ ὡς βίαιος ἡ ἐμπαθὴς φιλία οὕτω καὶ εὐδιάλυτος : οἷς δὲ παραβέβληνται [
3756544 γεγραμμενος
? ? ἐτῶν ἀδιάφθοροι ; νόμος δὲ βλάπτει με οὐ γεγραμμένος ἄλλως δὲ ἔθει φλυάρωι πληρούμενος ἐπειδὴ παρ ' ἡμῖν
εἶναι τὴν καρδίαν . ὁ μὲν πρῶτος ὑπ ' αὐτοῦ γεγραμμένος οὐσιώδης ἐστὶ κατὰ τὴν Ἐρασιστράτου δόξαν συγκείμενος , ἐπειδὴ
3751426 πραος
οὐ δύναται . Ἑρμηνεία . Γαστρὸς τὸν κόρον οὐκ οἴσει πρᾶος ἀνήρ , Ἡ δὲ κτηνώδης φύσις εἰς ἄγαν φέρει
[ εἴτε ] ? οἶστρος ἢ κεραυνὸς [ εἴσελθε ] πρᾶος ? ? τασδ ? [ αἰσχρὸν ] ? δὲ
3732018 κομπων
χλίαινε . ὀρθιασμάτων : ἀνατάσεως ῥημάτων , τῶν μετὰ βοῆς κόμπων , ἢ τῶν μελῶν , παρόσον ὄρθιος νόμος κιθαρῳδικός
Κρόνου θυγατρὶ μίσγοιτ ' ἐν [ φυταλμίωι λέχει . τοιῶνδε κόμπων [ δ ' ὕστερον καταξίους ποινὰς θεοῖς ἔτεισεν [
3721171 δυσμορφα
. μὴ σπεῦδε γῆμαι , πρὶν τελευτήσαντ ' ἴδῃς . δύσμορφα μέντοι τἄνδον εἰσιδεῖν , ξένε . οὐκ ἔστ '
πρὶν ἐκχέαι χάριν καὶ τοὺς παρόντας οὐκ ἀπωθοῦμαι πόνους . δύσμορφα μέντοι τἄνδον εἰσιδεῖν , ξένε . ἅλις , ὦ
3720349 βορβορυγμος
ἡ φάρυγξ ἐκελάρυζε , καὶ πολὺς ἐν τῷ στόματι ἦν βορβορυγμός . , . . Κῶλα ἡ δὲ κάμηλος ὑφῆκε
καὶ πίομαι . φεῦ , τί τοῦτο ; πολὺς ὁ βορβορυγμός . ἐγγαστρίμυθόν τινα ἔοικα πεπωκέναι . Ἄρξαι δὴ ἐμεῖν
3719672 δολερος
, ῥᾴδιος , πρόσοδον τὴν πολιτείαν πεποιημένος : ὕπουλος , δολερός , ἐπίβουλος , κακοήθης , ἀπατεών , ἐπιβουλεύων ,
μὲν ψόγου δύστροπος , κακοήθης , εἴρων , ἐπίβουλος , δολερός , ὕπουλος , ἐπίσκιος : τοῦ δ ' ἐπαίνου
3714763 μανια
ἀντιποιεῖσθαι καὶ μηδὲν εἰς τὸ λειτουργεῖν βεβλάφθαι τὴν πόλιν , μανία σαφὴς ἂν ἦν ταῦτα κωλύειν αἱρεῖσθαι , ἃ μήτε
ἤδη : τίς ς ' , ὦ τλῆμον , προσέβη μανία ; τίς ὁ πηδήσας μείζονα δαίμων τῶν μακίστων πρὸς
3711464 ἰατρος
| τοῦ θεοῦ ὅτι καὶ τοξότης ἀγαθός | ἐστι καὶ ἰατρὸς καὶ μάντις | καὶ ἐπόπτης τῆς τροφῆς τῶν θρεμμάτων
. Μετὰ μικρὸν δὲ τοῦτον θανεῖν συνέβη . Ἀλλ ' ἰατρὸς ἔλεγε πρὸς τοὺς παρόντας : Εἰ οἴνου ἀπείχετο ,
3709862 χαλεπος
Ἀφροδίτης κʹ , οὐ κακός . ρβʹ Κρόνου λδʹ , χαλεπός . ρεʹ Κρόνου λεʹ , Ἀφροδίτης καʹ Ἄρεως ιεʹ
τυχὼν ἦν πυρετός . ὀξὺς γὰρ ἦν καὶ δακνώδης καὶ χαλεπός . εἴρηται δὲ ἐν τῷ περὶ διαφορᾶς πυρετῶν ,
3705819 καταυλουμενος
, ὧν ἕνεκεν ἀφικόμην : ἐγὼ δὲ ὁ χρυσοῦς πάννυχος καταυλούμενος εἰς ἡμέραν ἐκάθευδον . ἀλλ ' ἄπιθι , ὦ
τοῦ περὶ τὰ βελτίω σπουδάζειν καὶ τοῖς παλαιοῖς συνεῖναι κάθηται καταυλούμενος , θηλυδρίαν ἄνθρωπον ὁρῶν ἐσθῆσι μαλακαῖς καὶ ᾄσμασιν ἀκολάστοις
3705331 φιλοπονου
διανοίας καὶ ἀγαθῆς ; τί μὲν σεμνότερον θέαμα γενναίου καὶ φιλοπόνου βασιλέως ; τί δὲ ἥδιον ἡμέρου καὶ προσφιλοῦς ,
ἐπιζητεῖς διὰ γραμμάτων μαθεῖν . οὐκ ὀλίγης γὰρ ἀρετῆς καὶ φιλοπόνου σπουδῆς ἐπίδειξιν ἔχει τὸ πολλῶν ἐθέλειν εἰληφέναι πραγμάτων γνῶσιν
3704604 νουθετουντος
ὑβρίζειν παντὶ ῥᾴδιον , τὸ δὲ ἐπιτιμᾶν , ὅπερ ἐστὶ νουθετοῦντος καὶ ἐπὶ λυσιτελοῦντι καὶ τιμῇ τῶν ἀκουόντων λέγοντος ,
τὰ μὲν ἐπαινοῦντος , τὰ δὲ ἐπιτιμῶντος , τὰ δὲ νουθετοῦντος ἀγγέλλει τις προσιέναι τὸν διδάσκαλον , ἄνδρα Ἴωνα ,
3703785 παθων
καὶ δοκεῖ μοι , ὑφ ' οὗ ἄν τις εὖ παθὼν εἴτε φίλου εἴτε πολεμίου μὴ πειρᾶται χάριν ἀποδιδόναι ,
τοῦ ὑπολειπομένου ἐχθροῦ : ὁ γὰρ μὴ ξὺν ἀνάγκῃ τι παθὼν χαλεπώτερος διαφυγὼν τοῦ ἀπὸ τῆς ἴσης ἐχθροῦ . Μὴ
3698376 ἁπανταχη
, τηνικαῦτα ἐκεῖνον οἱ περὶ τὰς ἱπποκομίας ἔχοντες ἑτεροχρόοις ποικίλμασιν ἁπανταχῆ τοῦ σώματος περιγράψαντες εἰς τὸ ἀγλαὸν τῆς μορφῆς περιχρώσαντες
γὰρ ἐμπρησθεῖσα ὑπὸ τοῦ Πέρσου καὶ πάντα τρόπον διαφθαρεῖσα ἐπέδωκεν ἁπανταχῆ , τῇ τε πόλει κέρδος τὸ σύμπτωμα , ὑπὸ
3688597 ἐγειρομενη
ἄνευ αὐτῶν οἵα τε . οὐ μὴν οὐδὲ προηγουμένως αὐτὴ ἐγειρομένη συγκινεῖ τὸ ὄργανον , ὡς ἡ φαντασία , διὰ
καὶ ἡ προσοῦσα θέρμη πλείων , ἐκείνως μὲν περὶ νεφροὺς ἐγειρομένη μόνους , ὧδε δ ' αὖ ἐφ ' ὅλῳ

Back