| τοῦτο , τὸ σιωπᾶν , τιμὴν ἀπονέμει , καθὸ οὐκ ἔκφορος εἰς πολλοὺς ἡ νόσος , ἀλλὰ συγκαταθάψω ἐμαυτῇ τὸ | ||
| . ἐγὼ γάρ φημι χρῆναι , ὦ ἄνδρες οὐδεὶς γὰρ ἔκφορος λόγοςκοινῇ πάντας ἡμᾶς ζητεῖν μάλιστα μὲν ἡμῖν αὐτοῖς διδάσκαλον |
| , τῷ τε νεόζυγι σῷ πώλῳ , τὸν ἐν αἰθέρι κρύπτεις σῶν γάμων γένναν : ἃ τὸν μέγαν τᾶσδε πόλεως | ||
| πού τι σεμνόν : Ὄντως σεβάσμιόν ἐστι καὶ μυστηριῶδες ὃ κρύπτεις ἐν ἑαυτῷ , καὶ οὐκ ἐμφαίνεις ἡμῖν . : |
| , ὧν ἀρχὴ [ . ] Μήδεια πρὸς μὲν δώμασιν τυραννικοῖς : ὁποῖον πρᾶγμα δράσας : ἀπιστῶν τοῦτο λέγει : | ||
| σχεθεῖν . χαλκῷ δὲ μαρμαίροντες ἀλλήλων χρόα σφάξειαν ἀμφὶ κτήμασιν τυραννικοῖς . ὡς ὁ μὴ τοὔργον δεδοικὼς οὐ δέδοικε τὸν |
| ὅστις ἀδικεῖσθαι πλεῖστα ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμα ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι μικροψυχίας | ||
| ἀδικεῖσθαι πλεῖστ ' ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ λίαν πικρὸν δεῖγμ ' ἐστὶν εὐθὺς πᾶσι |
| ἐν Πυθοῖ : αἰνέσω δὲ καὶ τὸν πατέρα αὐτοῦ [ Διαγόρα ] τὸν Δαμάγητον , τὸν ἀρέσκοντα τῇ δίκῃ , | ||
| γράφει : καθ ' ὃν χρόνον ἐπεδήμησας ἐν Σάμῳ , Διαγόρα , πολλάκις οἶδά σε παραγινόμενον εἰς τοὺς παρ ' |
| γενναῖα . ἀγελιδόν : ἠθροισμένως . ἡνωμένως . ἀγεννία : ἀνανδρία , δειλία . ἀγέραστος : ἄτιμος . ἀγέλαιος δὲ | ||
| ἢ τελευτῆσαι καλῶς . ἀκολουθεῖ δὲ τῇ δειλίᾳ μαλακία : ἀνανδρία : ἀπόνοια : φιλοψυχία [ : ὕπεστι δέ τις |
| . Οὐ πάνυ . Ἀλλ ' οὖν δὴ ὅμως γε μιμήσεται , οὐκ εἰδὼς περὶ ἑκάστου ὅπῃ πονηρὸν ἢ χρηστόν | ||
| σπουδῇ , εὐσχήμονά τινα ἔοικεν εὐωχίαν διηγεῖσθαι ἡμῖν , οἵαν μιμήσεται ἄν τις νοῦν ἔχων , μεταθεὶς τὰς ἡδονὰς ἀπὸ |
| ἐρυθριᾷ δ ' οὐδεὶς ἔτι . ὃς οὔτ ' ἐρυθριᾶν ἐπίστατ ' οὔτε δεδιέναι , τὰ πρῶτα πάσης τῆς ἀναιδείας | ||
| ' ἀνήρ , ὦ Γοργία , ὅστις ἀδικεῖσθαι πλεῖστ ' ἐπίστατ ' ἐγκρατῶς : τὸ δ ' ὀξύθυμον τοῦτο καὶ |
| καὶ ἀληθῶς ἐρωτιῶν : πάντων γάρ σου κατήκουσα . οὐκ ἀγαπᾷς ὅτι σοι καὶ λαλῶ καὶ μεγάλην εὐτυχίαν δοκεῖς τὸν | ||
| πάτερ , ἵνα τι πλέον παρρησιάζωμαι τοῦ συνήθους , ὅσον ἀγαπᾷς τε καὶ περιέπεις , τοσοῦτον οὐ δεῖ τὸν σεσωκότα |
| Ὑποτέτακται δὲ τῇ ἀνδρείᾳ καρτερία : θαρραλεότης : μεγαλοψυχία : εὐψυχία : φιλοπονία . Καρτερία ἐστὶν ἐπιστήμη ἔμμονος τοῖς ὀρθῶς | ||
| Ἅιδου καταδίκοις προσόμοια . καίτοι τίς προθυμία λαμπροτέρα , τίς εὐψυχία φανερωτέρα τίνων Ἑλλήνων ἢ καθάπαξ εἰπεῖν ἀνθρώπων ἐξετάζοντι φανήσεται |
| συμβαίνῃ . θάνατος δέ γε καὶ ζωή , δόξα καὶ ἀδοξία , πόνος καὶ ἡδονή , πλοῦτος καὶ πενία , | ||
| δὲ πάλιν τῷ μὲν ἐγκωμίῳ ψόγος , τῇ δὲ δόξῃ ἀδοξία . ψόγος μὲν οὖν ἐστιν ὁ τῷ ἐγκωμίῳ ἀντικείμενος |
| φράσις καὶ τὸ σχῆμα ἀττικόν , ὡς τὸ “ μανίαν μαίνῃ ” . ἀττικὸν δέ ἐστι τὸ εἰπόντα τὸ πρᾶγμα | ||
| τὸν μείζονα αὐτοῦ , ἐπικατεγέλων ἄν σοι καὶ ἔλεγον ὅτι μαίνῃ : ὅτι εἶπας , Ἠιχμαλωτεύθη ὁ λαὸς εἰς Βαβυλῶνα |
| πέπυσμαι , ἀκήκοα , ἔμαθον , ἴδον . . 〚 εὐφημία ῎στω : Εἴσθεσις περιόδου ἀμοιβαίας στίχων λϚʹ . ὧν | ||
| . ἤκουσάς που , ὦ παῖ Ἀρίστωνος , καὶ Εὐριπίδου εὐφημία γὰρ παρὰ σπονδαῖσι κάλλιστον . πατρόθεν αὐτὸν καλέσας ὁ |
| , καὶ τὸ σῶμα λαμπρύνει : πολλοὺς ἀναιρεῖ καὶ ὀλίγους ἐλεεῖ : καὶ τοῦτο μὲν διπρόσωπόν ἐστιν . Ἄλλος μοιχεύει | ||
| γὰρ τὸ ἐκ χειρὸς τύψαι . ἐλαφηβόλος κυνηγός . ἐλεαίρει ἐλεεῖ . ἐλέγξεις ἐλέγχῳ περιβάλῃς , ὀνείδει περιβάλῃς . ἐλεγχείη |
| 〚 ! ! ! ! 〛 ὑπάρχουσαν : τὸ γὰρ προπετὲς [ ] τῆς ἀρνήσεως ἡ μεταμέλεια ! ! ! | ||
| ἐγὼ μὲν ὢν μειράκιον : τοῦτό φησιν , ἵνα τὸ προπετὲς τῆς ῥήσεως ἐπὶ τὴν ἡλικίαν ἀνενέγκῃ καὶ ἐπὶ τὸ |
| , ὅτι καλῶς ὑπείργασμαι καὶ ὑποθάλπομαι τὴν ψυχὴν , καὶ καρτερῶ τῷ ἔρωτι , καὶ οὐδὲν ἡμᾶς ἔβλαψεν ἄξιον θανάτου | ||
| : . . . τοῦτο παρὰ τὸ τλῶ , τὸ καρτερῶ , τλὸν καὶ ἆτλον : καὶ τροπῇ τοῦ τ |
| ἐπιστολάς , διαλεκτικούς , κάλλος ἐπῶν : ὧν τοῖς μὲν ἐγκωμιάζεις , τοῖς δὲ πείθεις , τοῖς δὲ ἀναγκάζεις , | ||
| μὲν ἔλαττον ὄνειδος σοὶ φέρει : φιλοσοφία δὲ , ἣν ἐγκωμιάζεις ἀεὶ καὶ ἀτίμως φῂς ὑπὸ τῶν λοιπῶν ἀνθρώπων φέρεσθαι |
| σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
| εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
| ἐπιλιπεῖν τἀδικεῖν , καὶ εἴπερ ζῆν ἀνάνδρως , ἐπιλιπεῖν τὸ ἀκολασταίνειν , καὶ εἰ θρασέως μέντοι καὶ πανούργως , ἔνδειαν | ||
| τὰ τῶν νεκρῶν . Χαῖρε φίλον φῶς : γραῦς ἐθέλουσα ἀκολασταίνειν γυμνὴ , ἵνα μὴ τὴν ῥακίωσιν τοῦ σώματος ἐλέγχῃ |
| τοῦ Κρόνου συμπροσγενόμενος ἐπὶ τὸ ἀσελγέστερον καὶ ἀκαθαρτότερον ἢ καὶ ἐπονειδιστότερον ἑκάστῳ τῶν ἐκκειμένων πέφυκε συνεργεῖν , ὁ δὲ τοῦ | ||
| εἰ δὲ ἐπονείδιστον ἀθλητῇ μισθοῦ ξυγχωρῆσαι τὸν Ὀλυμπίασι κότινον , ἐπονειδιστότερον βασιλεῖ χρημάτων προέσθαι τὸν στέφανον τῆς ἀρετῆς . καὶ |
| καὶ ἆθλα τοῖς νικῶσι μεγαλοπρεπῶς ἐδίδου , καὶ ἦν πολλὴ εὐθυμία ἐν τῷ στρατεύματι . Τῷ δὲ Κύρῳ σχεδόν τι | ||
| δὲ οἱονεὶ ψυχαγωγία ἀπὸ ἀηδοῦς τινος ἐπὶ τὸ κρεῖττον , εὐθυμία δὲ ψυχῆς βραχεῖα χαρά , ἡδονὴ δὲ ψυχῆς ἀρέσκεια |
| κεἰ μὴ σὺ προὐκήρυξας . Εἰ δὲ τοῦ χρόνου πρόσθεν θανοῦμαι , κέρδος αὔτ ' ἐγὼ λέγω : ὅστις γὰρ | ||
| οὐ λόγῳ ἔχοντες , ἀλλὰ τῇ τύχῃ κεκτημένοι οἴμοι , θανοῦμαι διὰ τὸ χρήσιμον φρενῶν , ἣ τοῖσιν ἄλλοις γίγνεται |
| τῆς δόξης τῆς παρὰ τοῖς πολλοῖς : ἐκ δὲ τούτου ἐνεθυμούμην ὅτι οὐ πάντως ἡ φυγὴ βλαβερὸν οὐδὲ ἀσύμφορον οὐδὲ | ||
| οὖν μοι κατὰ τὸ σφόδρα φιλεῖν ἀμελῆσαι τῆς ἀληθείας καὶ ἐνεθυμούμην , τίς ἂν εἴης λόγον ἐργαζόμενος ἐγκώμιον ἀνδρὸς ἀρίστου |
| . ψυχὴ δὲ εὐχάριστος ἀλαζονείᾳ πολέμιος , ἐπεὶ καὶ τοὐναντίον ἀχαριστία συγγενὲς ὑπεροψίᾳ . ἐὰν δέ , φησίν , εὐρωστῇ | ||
| σου ἐπιδείκνυσι τὴν τόλμαν , εἴ γε τῇ ἀδικίᾳ καὶ ἀχαριστία πρόσεστιν , ὃς παρ ' ἡμῶν τὰ τοξεύματα , |
| ” καὶ Καλλίας Πεδήταις : Τί δὴ σὺ σεμνὴ καὶ φρονεῖς οὕτω μέγα ; Ἔξεστι γάρ μοι : Σωκράτης γὰρ | ||
| ἐξ ἑτοίμου τὰ τῶν τεχνῶν κάλλιστα ἀποδιδόντων γνώμῃ . Ἀρχαϊκὰ φρονεῖς : ἤτοι εὐήθη . Ἀβυδηνὸν ἐπιφόρημα : τὸ ἀηδές |
| ταῦτα πεντήκοντα παιδίσκας ἔχων ; οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . ἀνεμιαῖον ἐγένετο . καὶ λαιμὰ βακχεύει λαβὼν τὰ | ||
| οἰκόσιτος . Μένανδρος Δακτυλίῳ : οἰκόσιτον νυμφίον οὐδὲν δεόμενον προικὸς ἐξευρήκαμεν . καὶ ἐν Κιθαριστῇ : οὐκ οἰκοσίτους τοὺς ἀκροατὰς |
| ὅτι ἐκ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς ἐλήφθη αὐτή . ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ προσκολληθήσεται | ||
| γὰρ αὐτὸς τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας φέρων , οὐδενὶ οὐδὲν προστρόπαιον καταλείψει : ὁ δὲ καθαρὸς τῆς αἰτίας ὅδε ἐὰν διαφθαρῇ |
| καὶ δὴ καὶ νῦν εὖ οἶδ ' ὅτι οὐκ ἐμοὶ χαλεπαίνεις , γιγνώσκεις γὰρ τοὺς αἰτίους , ἀλλὰ ἐκείνοις . | ||
| ἔχει ἀκολουθῆσαι ἢ τῷ φαινομένῳ ; οὐδενί . τί οὖν χαλεπαίνεις αὐτῇ , ὅτι πεπλάνηται ἡ ταλαίπωρος περὶ τῶν μεγίστων |
| ποθεῖσά τινα διαλάθοι ποτέ : αὕτη γὰρ πρῶτον μὲν βαρύτητα προστρίβεται τῇ γαστρὶ ποθεῖσα , ἔπειτά που περὶ τὰ σπλάγχνα | ||
| πτισάνη ῥυπτικωτέρα μὲν γίνεται , βλάβην δ ' οὐδεμίαν ἑτέραν προστρίβεται . χειρίστη δὲ σκευασία πτισάνης ἐστίν , ὅταν οἱ |
| φίλων οἱ ἐντιμότατοι καὶ οἷς μάλιστα πιστεύει τὰ τοιαῦτα οὐκ ἀπέτρεψαν : ἔτι δὲ καὶ ἡ γυνὴ βούλεται , οὐκ | ||
| τοὺς αὑτῶν παῖδας σαφῶς εἰδότες ἀπολουμένους ἐν τῷ πολέμῳ οὐκ ἀπέτρεψαν μᾶλλον , ἀλλ ' ἐνήγαγον εἰς τοῦτο οὐκ ἐλάττω |
| προσώπου σου κρυβήσομαι ” τοῦτ ' ἐστίν : εἰ μὴ παρέχεις μοι τὰ γῆς ἀγαθά , οὐδὲ τὰ οὐρανοῦ δέχομαι | ||
| δὲ καὶ πρὸς μισθὸν διδοὺς ἀνθρώποις τοῖς πονηροτάτοις τούτοις τε παρέχεις ἐξουσίαν μηδὲν ὑγιὲς πράττειν καὶ αὐτὸς ὅμοια τούτοις ἐγχειρεῖς |
| βασιλεῦ , παροξύνων τὸν κατήγορον , ἐπειδὴ σοφώτερόν σε ἀκροατὴν εἴργασμαι , καί μοι δοκεῖς καὶ προσέχειν τῷ λόγῳ : | ||
| τῶν καλῶν περὶ τοῦτο . εἰ γὰρ εἰδείης ὅσον ἀργύριον εἴργασμαι ἐγώ , θαυμάσαις ἄν : καὶ τὰ μὲν ἄλλα |
| τοῖς πολίταις καὶ τοῖς νόμοις , εἰ μέν τι μέγα ὤνησε τοὺς Ἀθηναίους , οὐκ ἔχω εἰπεῖν : τὴν δὲ | ||
| Δία ἐπὶ ταῖς γραφαῖς καὶ τοῖς ἀνδριᾶσιν , ὧν οὐδὲν ὤνησε τοὺς πρότερον ἔχοντας , ἀλλὰ παρ ' ὧν ἐκεῖνα |
| διαφθείρειν αὐτοὺς ἐσπούδαζον . οὐκοῦν ἐντεῦθεν ἐξενέγκατε νόμον , ὡς εὐτυχοῦσι μὲν ὀργίζεσθαι τοῖς ἐχθροῖς , ἐπταικόσι δὲ ἐπαμύνειν . | ||
| ἄξιον σχῇς θέας ” . Ὁ αὐτὸς ἔφη τὴν παιδείαν εὐτυχοῦσι μὲν εἶναι κόσμον , ἀτυχοῦσι δὲ καταφύγιον . Ὁ |
| τὸ δ ' ἐναντίον συνάχθεσθαι καὶ συναλγεῖν : τὸ γὰρ συλλυπεῖσθαι εὐτελές , τὸ δὲ συνανιᾶσθαι ἑτέρας ἐστὶ χρείας . | ||
| , βουλήσεται δηλονότι καὶ τῷ φίλῳ συνδιάγειν καὶ συνήδεσθαι καὶ συλλυπεῖσθαι . τούτου γὰρ δεῖ προσυπακούειν . Εἴρηται μικρὸν ἔμπροσθεν |
| καὶ τῶν σεμνῶν τούτων ἐρωτημάτων : ἐπίασιν Μῆδοι , πῶς φυλάξομαι ; κἂν ὁ θεὸς μὴ συμβουλεύῃ , τὰς τριήρεις | ||
| οὐκ ἀποσχήσομαι , οὐ παύσομαι , οὐκ ὀκνήσω , οὐ φυλάξομαι , οὐ παραιτήσομαι , οὐκ ἀναδύσομαι , οὐκ ἀποστήσομαι |
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
| χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
| ὧν εἶχεν ἀποστερῆσαι ; καὶ μὴν εἰ καὶ σφόδρα σε λελύπηκεν , ἥν τε δέδωκεν ἱκανὴ δίκη καὶ τὸ δίκην | ||
| δοκῶ σοι διηγεῖσθαι ; Τοῦτό σε , ὦ Λυσία , λελύπηκεν ; ἡ Πυθιὰς αὕτη μοι συνεκάθευδε . Μὴ λέγε |
| σκιαί : ἐπὶ τῶν φοβουμένων τὰ μὴ ἄξια φόβου . Κακὴ μὲν ὄψις , ἐν δὲ δειλαῖαι φρένες : Κατὰ | ||
| χρεώστην , ἐὰν δὲ ᾖ λειψίφως ἡ Σελήνη ἐναντίως . Κακὴ δὲ ἡ Σελήνη ἐν τοῖς συνδέσμοις ἢ ἐν τῷ |
| πλεονεξίαν χωρεῖ τἀνθρώπου . καὶ ὅπου λέγει , προσ - κυνεῖν τοὺς ὑβρίζοντας ὥσπερ ἐν τοῖς βαρβάροις , οὐκ ἀμύνεσθαι | ||
| διὸ οὐδεὶς τρέφει . ἴδιον δὲ λέγει τῆς περιστερᾶς τὸ κυνεῖν αὐτὰς ὅταν μέλλωσιν ἀναβαίνειν ἢ οὐκ ἀνέχεσθαι τὰς θηλείας |
| ὀφθαλμῶν μου : οἶνον εἰς ἀποπλάνησιν οὐκ ἔπιον : πᾶν ἐπιθύμημα τοῦ πλησίον οὐκ ἐπόθησα : δόλος οὐκ ἐγένετο ἐν | ||
| πανοικεσίαι ἔφη . κακόνους ὡς Ἀ . Ἀ . δὲ ἐπιθύμημα . ἐπὶ δὲ τοῦ ἀπολογουμένου ἀπελογήσατο , ἀπελύθη ὡς |
| , πνεῦμα δὲ τὸ ἐγκώμιον ἀκούσωμεν . μὴ δολωθῇς κέρδεσιν εὐτραπέλοις : ὁ νοῦς : μὴ δολωθῇς , ὦ προσφιλέστατε | ||
| κερδαίνοντα μιαίνει . μὴ ἀπατηθῇς καὶ μιανθῇς . Ἱέρων . εὐτραπέλοις ] κακοῖς καὶ ἀδίκοις : ἔστι δὲ καὶ εὐτράπελον |
| τι τούτοις σύστοιχον , τὰ ἔξωθεν , ὡς πλοῦτος εὐδοξία εὐημερία εὐτεκνία φιλία καὶ εἴ τι ἄλλο τούτοις ἀνάλογον . | ||
| ὑψαύχην . Ἐπίδοξα . ἀντὶ τοῦ προσδόκιμα . Εὐεστώ . εὐημερία , εὐετηρία , ἡ καλλίστη τῶν ἐτῶν διαγωγή . |
| μὴ εἰδότων κατηγορεῖς ; εἰ μὲν γὰρ ᾔδεις , προειπεῖν ὤφειλες : εἰ δὲ οὐκ ᾔδεις , τί τῶν ἄλλων | ||
| πρὸς τὴν σφαγὴν , οὐκ ἀνῄρηκας , οὐδὲ νῦν αὐτὸν ὤφειλες ἀνελεῖν , ὅτε καιρὸς , μᾶλλον δὲ σὺ τούτῳ |
| ἐγὼ ἐγγυῶμαι μὴ ἐπιλήσεσθαι , οὐχ ὅτι παίζει καί φησιν ἐπιλήσμων εἶναι . ἐμοὶ μὲν οὖν δοκεῖ ἐπιεικέστερα Σωκράτης λέγειν | ||
| οὖν ἄσχολος λέγειν . Πορνοκόπος καὶ πορνότριψ . Λίθαργος καὶ ἐπιλήσμων . Οἰκοδόμημα , οὐχὶ οἰκοδομή . Ὄναρ ἰδὼν ἢ |
| δ ' οὐκ αἰσθάνει κατηγορῶν : ἃ γὰρ περὶ Θηβαίων ἐπιτιμᾷς ἐμοί , ἐκείνων πολὺ μᾶλλον ἢ ἐμοῦ κατηγορεῖς , | ||
| αὐτὸν δέ με οὐκ ἐᾷς ; καὶ σὺ μὲν ἡμῖν ἐπιτιμᾷς , ἐμοὶ δ ' οὐκ ἐξέσται τοῖς οἷος εἶ |
| φέρειν τὴν ὀδμήν , ἀλλὰ καὶ ἑδραίως μένειν διὰ τὸ τυφλώττειν . τὰς μὲν θέσφατόν ἐστιν : τὰς Ἁρπυίας πέπρωται | ||
| τοῦ πλουσίου : τοῦτό ἐστιν ὑβρίσαι , τὸ πλούτῳ θαῤῥοῦντα τυφλώττειν , τὸ ὁμοτίμοις τῶν πολιτῶν ἀτίμως προσφέρεσθαι , τὸ |
| τε γέγηθας , λυσίζων ' , ἀφανής , ἔργοισι δὲ φαίνηι ἅπασι , συμπάσχεις ὠδῖσι καὶ εὐτοκίηισι γέγηθας , Εἰλείθυια | ||
| ' ἀυτεῖς , ὦ Κύκλωψ ; ἀπωλόμην . αἰσχρός γε φαίνηι . κἀπὶ τοῖσδέ γ ' ἄθλιος . μεθύων κατέπεσες |
| αὐτοὺς εἴα τὴν ἑαυτῶν ἔχειν ἀσφαλῶς . ἐὰν γὰρ τοῦτο μάθητε , καὶ τὴν ἀπαλλαγὴν τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς αὐτοὺς | ||
| πύθησθε ] ἀκούσητε . πύθησθε ] μάθοιτε . πύθησθε ] μάθητε . θ κωκυτοῖσιν ἁρπαλίζετε ] μὴ ἁρπάσητε τὸ θρηνεῖν |
| ἄλλων τάττεται . Ἐπιχαίρειν , καταχαίρειν , ἐφήδεσθαι , ἐπιγελᾶν ἐπεγγελᾶν καταγελᾶν , ἐπεμβαίνειν , ἐπιχλευάζειν , κατεύχεσθαι . πρᾶγμα | ||
| , καγχάζειν , χλευάζειν ἐπιχλευάζειν καταχλευάζειν ἐκχλευάζειν , καταγελᾶν ἐπιγελᾶν ἐπεγγελᾶν πλατὺς γέλως , καὶ ὡς Πλάτων γέλως σαρδόνιος , |
| βασιλικώτατον τῶν θηρίων μεταβαλόντα οὐκ ἀξιῶ ἀγείρειν , καθάπερ τοὺς πτωχοὺς τῶν ἀνθρώπων . ἐντεῦθεν οἱ ἱερεῖς ξυνελθόντες ἔθυσαν τῷ | ||
| , ὧι βούλεται πολλοῦ ἄξιος φαίνεσθαι , προσαιτεῖν ὥσπερ τοὺς πτωχοὺς ἱκετεύοντα καὶ δεόμενον προσδοῦναι , καὶ ταῦτα μηδενὸς ἀγαθοῦ |
| οὐκ ἐπὶ σοί . ταῦτα ἂν ἀφῇς καὶ παρὰ μηδὲν ἡγήσῃ , τίνι ἔτι χαλεπαίνεις ; μέχρι δ ' ἂν | ||
| ὅτι σὺ εἴθισαι τρέχειν ἀνὰ τὰ ὄρη , μήτι δρόμῳ ἡγήσῃ , ἀλλ ' ὡς ἂν δύνηταί σοι ὁ στρατὸς |
| , καταλειφθήσεται , ἐναπομείνῃ ἐναπομενεῖ ἄβρωτον , ἐνυπομενεῖ . ⌈ ἀπολῇ [ ἀπολεῖ ] ] μαστιγωθήσῃ . ἀρτίως ] πρὸ | ||
| σοι , εἰ πεύσῃ τὰ σιωπώμενα κακά : ὀλῇ : ἀπολῇ ἀκούσασα τὸ πάθος . οὕτως γὰρ δεινόν ἐστιν ὡς |
| ἔχει τὰς ἐπὶ τέλους συλλαβὰς ἐξαγομέναςἥτις εἰ καὶ μακρά ἐστιν εὐτελέστερον ποιεῖ τὸν ῥυθμὸν διὰ τὸ προσεοικέναι τῇ τοῦ ι | ||
| λόγον ποιούμενος καὶ τὸν χαρακτῆρα ἐπισημαινόμενος φησὶν εἰ δὲ καὶ εὐτελέστερον συνεχώρει ἡ φύσις , οὐκ ἂν ὤκνησα διὰ τὸ |
| διδάσκων : οὗ μέρη πρότασις , ἐπαγωγή , συλλογισμός , νουθεσία , νουθέτησις , ὀνειδισμός , προτροπή , διδασκαλία . | ||
| στρυφνοὶ καὶ ἀληθινοὶ καὶ μεστοὶ παρρησίας οὐκ ὀνειδίζουσιπάμπολυ γὰρ διαφέρει νουθεσία μὲν λοιδορίας , ἐπίπληξις δὲ ὀνείδους , οὐ τῇ |
| ἔν γε μὴν ταῖς εὐπραξίαις σωφρονεῖν ἐπιστάμενος ἐν τοῖς δεινοῖς εὐθαρσὴς ἐδύνατο εἶναι . καὶ τὸ εὔχαρι οὐ σκώμμασιν ἀλλὰ | ||
| καὶ ἀτρεής καὶ πλεονασμῷ τοῦ κ ἀτρεκής , ὁ γὰρ εὐθαρσὴς καὶ εὔτολμος τὴν ἀλήθειαν λέγει , ὁ δεδοικὼς δὲ |
| πορνίδιον , οὐδὲ θυροκοπῶν ὦφλεν δίκην . οὕτω τὸ γῆρας σωφρονοῦν οὐκ εὐτυχεῖ . Μάλιστα δ ' ἐκπλήττει με τῶν | ||
| ἀκολασία κρατεῖ βίος τε ἀγεννὴς καὶ ἀνελεύθερος εὐδοκιμεῖ καὶ τὸ σωφρονοῦν ὀνειδίζεται . ἐν Ἰωνίᾳ μὲν ταῦτα , αἱ Λάκαιναι |
| εἰς προστασίαν ὁ δαιμόνιος Νικοκλῆς : οὕτω γὰρ κἀκεῖνος αὐτὸν ἐπαινέσεται σπουδάζων , εἰ ὅτι καὶ σοὶ χαριεῖται γνοίη . | ||
| , ὁ θεατὴς ἐν τῇ τοῦ ἔργου ἡδονῇ τὴν Φοινίκην ἐπαινέσεται . μὴ τοίνυν μήθ ' ἡμᾶς ἀτιμάσῃς μήτ ' |
| ὑγίεια , ἡδονή , κάλλος , ἰσχύς , πλοῦτος , εὐδοξία , εὐγένεια : καὶ τὰ τούτοις ἐναντία , θάνατος | ||
| ὑγίεια τοῦ σώματος , τὸ δὲ εὐτυχία , τὸ δὲ εὐδοξία , τὸ δὲ εὐπορία . Αἱ τέχναι εἰς τρία |
| ] εὑρεσιλόγος , εὑρεσιολόγος . , ἐφευρετὴς λόγων ψευδῶν , πολύλογος , ἑτοιμολόγος . , λόγους ἐφευρίσκων εὑρίσκων καὶ ἀπολογίαν | ||
| . Κηφισοδήμῳ ] καὶ οὗτος Ἀθηναῖος , ῥήτωρ καὶ ξυνήγορος πολύλογος . κἀπεμορξάμην : ἔκλαυσα . ἐκ τοῦ παρακολουθοῦντος . |
| τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
| τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
| μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
| , οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
| , καὶ πάλιν ταῦτα ἀγανακτῶ καὶ τούτοις ἀγανακτῶ καὶ τούτοις ἀγανακτῶ . . ἄγλιθες : ἐξ ὧν σύγκειται . . | ||
| Θεσμοφόρῳ τρέφων διὰ παντὸς τοῦ βίου ; ταῦτα καὶ αὐτὸς ἀγανακτῶ , πρὸς ἐνίων μὲν ἀτίμως λακτιζόμενος καὶ λαφυσσόμενος καὶ |
| . ἐγὼ οὖν μὴ ἔχων καλὴν ἀπέκτεινα : διὸ καὶ ἀτυχῶ : οὐδαμῶς : οὐ γὰρ ἁνδάνουσιν : αὕτη γὰρ | ||
| οὐκ ἀστοχήσεις , δυστυχήσεις , ἀλλ ' εὐτυχήσεις . . ἀτυχῶ παρὰ μὲν τοῖς λογοποιοῖς τὸ δυστυχῶ , παρὰ δὲ |
| τοῖς μήτε σχολὴν μήτε σπουδὴν διαγινώσκουσιν . ] Ἡ δὲ ἀγροικία δόξειεν ἂν εἶναι ἀμαθία ἀσχήμων , ὁ δὲ ἄγροικος | ||
| οἱ φίλιπποι . Γεωργικὰ ὀνόματα : γῆ , γεωργία , ἀγροικία , ἀγροί , ἐσχατιαί , ἄλση , δρυμοί , |
| ἀπολιπεῖν Αἰδῶ καὶ Νέμεσιν . τούτων γὰρ ἀπόπτωσίς ἐστιν ἡ ἀναίδεια καὶ ὁ φθόνος : ἀλλ ' οὗτος μέν , | ||
| ἢ ἀναλέγεσθαι : ἐκ τοῦ πέμπω . . . . ἀναίδεια : παρὰ τὸ ἀναιδής ἀναίδεια : τὸ δὲ ἀναιδής |
| ἐπιεικοῦς ἢ χαλεπαίνων τοῖς αὑτοῦ φίλοις τε καὶ ἑταίροις ἢ ὑπερορῶν τοὺς θνητούς τε καὶ ἀληθεῖς γονέας . ἀλλὰ γὰρ | ||
| σπουδάζων ὑπὸ πάντων , καὶ οὐχ ἥκιστα τῶν φιλοσοφούντων , ὑπερορῶν δὲ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα τοὺς ἐν |
| ὑπισχνούμενος οὐκ ἐνεπίμπλασο : ἐπεὶ δὲ κατέπραξας ἃ ἐβούλου καὶ γεγένησαι ὅσον ἐγὼ ἐδυνάμην μέγιστος , νῦν οὕτω με ἄτιμον | ||
| . Ἀσπάζομαι . Τί φησιν ; Ἀρχαία φίλη , πολιὰ γεγένησαι ταχύ γε , νὴ τὸν οὐρανόν . Τάλαιν ' |
| θεῶν ἐθαυμάζετο : τὴν γλωσσαλγίαν φησὶν αἰσχίστην νόσον , ὅτι πορνεία μὲν καὶ γαστριμαργία καὶ τὰ λοιπὰ πάθη σὺν τῇ | ||
| Μήδω : βουλεύω . Σαφῶ : ἀκριβῶ . Λαγνεία : πορνεία . Ἶρις : ὄνομα θεᾶς . Βριθύς : βαρύς |
| Οὔκ , ἀλλὰ τὸν Ὀδυσσέα , ὃς ἀντεποιήθη μόνος . Συγγνώμη , ὦ Αἶαν , εἰ ἄνθρωπος ὢν ὠρέχθη δόξης | ||
| οὗ νουθετηθῆναι καὶ σωφρονισθῆναι μόνου δυνατόν , μακρὰν ἀφέστηκε . Συγγνώμη δὲ τοῖς δι ' ἀμαθίαν ἀπειρίᾳ τῶν πρακτέων ἁμαρτάνουσιν |
| τῶν ἐπιθυμούντων τῶν ἀλλοτρίων . Γάμος Αἰγύπτου : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων ⋮ Αἴγυπτος καὶ Δαναὸς ἦσαν ἀδελφοὶ ἀπ ' | ||
| ἐπὶ τῶν ἀσυγκρίτως ὑπερεχόντων . Αἰγύπτου γάμος : ἐπὶ τῶν ἀλυσιτελῶς γαμούντων . Αἴγυπτον γὰρ καταλιπόντα τὴν γαμετὴν δι ' |
| ἐμπιμπλαμένων τε καὶ ὀχευόντων , ἀλλὰ χαλεπαίνει καὶ ἀγανακτεῖ καὶ ὀργίζεται τοῖς ἀπολαύουσι καὶ ἕτοιμα ἐπιπηδᾶν καὶ δάκνειν καὶ κυρίττειν | ||
| καίτοι λίαν αὐτῆς σωφρονούσης : καὶ ἀναιρεῖται Ὀρόνδης , καὶ ὀργίζεται ἡ μήτηρ τῶι βασιλεῖ . ὅτι Παρύσατις φαρμάκωι διαφθείρει |
| ἀναφαίνεται , οἷος γέγονεν Ἰωσὴφ ὁ ἀδελφός μου . Τὸ διαβούλιον τοῦ ἀγαθοῦ ἀνδρὸς οὐκ ἔστιν ἐν χειρὶ πλάνης πνεύματος | ||
| , ὅτι ταῦτα ἀφιστᾷ νόμου Θεοῦ , καὶ τυφλοῖ τὸ διαβούλιον τῆς ψυχῆς , καὶ ὑπερηφανίαν ἐκδιδάσκει , καὶ οὐκ |
| δὲ τοῦ ; σόν , φησιν ? [ ] . ἀπόλωλας : φενακίζεις με . ἐγώ ; εἰδότα γ ' | ||
| καὶ πολλῶν ἐπαίνων ἀξία τῆς εὐγενοῦς προαιρέσεως , οἴχῃ καὶ ἀπόλωλας οὐχ ὑπομείνασα τυραννικὴν ὕβριν , ἁπάσας ὑπεριδοῦσα τὰς ἐν |
| περὶ τῶν λοιπῶν διεξίω , ἱκανῶν καὶ ὡσαύτως ὄντων καὶ ἀμείλικτον διαθρύψαι καρδίαν , μή τί γε τὴν σήν , | ||
| πρὸς Ἀθηναίους , διὰ σίτου ἀποπομπῆς ἀμοιβαῖον αἰτοῦντες , καὶ ἀμείλικτον ἄρχοντα τοῦτον ἐκβαλόντες . Ἄλλως . ὅτε Ξέρξης ἐπ |
| τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ | ||
| . . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ |
| γε δυνατὰ οὐκ ἀνανεύσω πρὸς τὴν εὐχήν . Ἀλλὰ πάλαι ἔσκεμμαι . ἐρῶ γὰρ τὰ κοινὰ ταυτὶ καὶ πρόχειραπλοῦτον καὶ | ||
| , ἵνα σοι πεισθῶ τὸν Ἡρακλέα ἐξα - λεῖψαι . ἔσκεμμαι ἔφην . ἄκουε λόγον εἶπον , Δικαιοσύνη ἐνθάδε κατοικεῖ |
| γὰρ πολλὰ οὕτω ταύτης τῆς τέχνης κρίνεται : τὸ γὰρ ξενοπρεπὲς οὔπω ξυνιέντες εἰ χρηστὸν , μᾶλλον ἐπαινέουσιν , ἢ | ||
| τὸ δὲ ἐν πολλοῖς ἰδιοτροπώτερον μὴ κατὰ τὸν Ἱπποκράτην ὅτι ξενοπρεπὲς καὶ μὴ ξύνηθες καταφρονηθήτω , ἀλλὰ τῇ πρὸς τὰ |
| τ ' εἶναι καὶ διεφθαρμένον ὑπὸ νόσου νομίζω . Μὴ θαυμάζετε δ ' , ὦ ἄνδρες δικασταί , τὴν τούτου | ||
| ἱκανῶς ἡσυχῆ ὑπακούοντες ἀντὶ μυρίων ἐξαλλομένων καὶ ἐκβοώντων . Μὴ θαυμάζετε οὖν , εἰ Πλάτωνι συνὼν τῷ θεσπεσίῳ καὶ Ἀριστοτέλει |
| μᾶλλον λυσιτελεῖ ἢ ἡ τοῦ χρηστοῦ ἀρετὴ καὶ σοφία καὶ κακόνοια . εἴη μὲν οὖν ἂν πόλις οὐκ ἀπὸ τοιούτων | ||
| . τρίτον ἡ ἄφεσις . ἐπὶ πᾶσιν ἡ τῆς γυναικὸς κακόνοια : τὸ πρὸς τὸν ἄνδρα μῖσος : ταῦτα κρίνεσθαί |
| ἔσομαι , λέγε , παιδὶ σέθεν τῆι σῆι τ ' ἀλόχωι ; σφραγῖδα φύλασς ' ἣν ἐπὶ δέλτωι τῆιδε κομίζεις | ||
| κακόνυμφε κηδεμὼν τυράννων , παισὶν οὐ κατειδὼς ὄλεθρον βιοτᾶι προσάγεις ἀλόχωι τε σᾶι στυγερὸν θάνατον . δύστανε , μοίρας ὅσον |
| δυάδα : ἔπειτα ὥσπερ ἐνταῦθα ἡ διάνοιά ἐστι καὶ ἡ λεκτικὴ φαντασία ἡ μετατιθεῖσα τὰ στοιχεῖα καὶ τῇ ποιᾷ μεταθέσει | ||
| διαγινώσκεται μόνῳ τῷ ἀδιακρίτῳ τῆς κόμης . ἡ δὲ σπαρτοπόλιος λεκτικὴ δηλοῖ τῷ ὀνόματι τὴν ἰδέαν , μηνύει δ ' |
| σε συμβάλλειν , καὶ συμβέβληκας . ποῖον οὖν ἔτι διδάσκαλον προσδοκᾷς , ἵνα εἰς ἐκεῖνον ὑπερθῇ τὴν ἐπανόρθωσιν ποιῆσαι τὴν | ||
| σκοπεῖν , εἰ βάσκανος , εἰ φθόνου κρείττων : ἢ προσδοκᾷς τινα ἱκανῶς ἂν στέρξαι φίλον , ὃς τοῦτο τὸ |
| ποιήσετε , καὶ πᾶσιν ἀνθρώποις σεμνοὶ καὶ ἄξιοι τῆς πόλεως δόξετ ' εἶναι . ὑμῖν γὰρ ἔστιν ὅρκος , ὃν | ||
| πράως οἴσετ ' ἐφ ' οἷς τότ ' ἠγανακτεῖτε , δόξετ ' ὀργιζόμενοι κατεγνωκέναι τὰ χρήματα τούτων , οὐκ ἀδικούμενοι |
| καὶ καταφρονεῖ τῆς λύπης . ὁ δὲ λυπηρὸς ἀνὴρ πάντοτε πονηρεύεται : πρῶτον μὲν πονηρεύεται , ὅτι λυπεῖ τὸ πνεῦμα | ||
| , κἂν μὴ μετ ' εὐλόγου προσχήματος δυνηθῇ , ἀπαρακαλύπτως πονηρεύεται . αἴλουρος συλλαβὼν ἀλεκτρυόνα τοῦτον ἐβούλετο μετ ' εὐλόγου |
| περὶ προδοσίας τοῦ χωρίου , καὶ πολλὰ καθικετεύει αὐτήν τε οἰκτείρειν καὶ τὰς συμφορὰς τῆς πόλεως . Ὁ Διόγνητος ἀκούσας | ||
| δὲ ἀπὸ τούτων μόνα ἰσορροπεῖν , φιλανθρωπεύεσθαι , ἐλεεῖν , οἰκτείρειν . ψέγων δ ' ἂν εἴποις δικαστὴς ἄδικος , |
| , καὶ ὁπόθεν οὗτος ᾠήθη ἐμὲ μᾶλλον ἢ σὲ αὐτὸν ὠφελήσειν , τοῦτο πάνυ θαυμάζω . σὺ γὰρ πρῶτον μὲν | ||
| μετιέναι , οὐδ ' ᾐσχύνετο , εἰ μέλλοι τὴν πόλιν ὠφελήσειν , πρεσβευτὴς ἐκπορευόμενος ἀντὶ στρατηγοῦ . ὅμως δὲ καὶ |
| τέλος οὐδέν , τῇ δὲ κακόν , ἡ βλάβη καὶ ἀποστέρησις τῶν οἰκείων τοῦ κλεπτομένου . τὸ αὐτὸ δ ' | ||
| ἀπὸ τοῦ ῥηθέντος αἰόλλω καὶ ἀπαιόλη γίνεται ἡ ἀπάτη καὶ ἀποστέρησις . Αἰσχύλος : τέθνηκεν αἰσχρῶς χρημάτων ἀπαιόληι . . |
| σε ποιῆσαι , γράμμασιν ἡμετέροις εἰ παρακληθείης . ἐγὼ δὲ ἐθαύμασα μὲν εἰ τοσοῦτον παρὰ σοὶ δυνήσομαι : τοῦ δὲ | ||
| γὰρ καὶ ἄλλα καὶ κύνας παρέχεται πλείστους . ὃ δὲ ἐθαύμασα ἐν τοῖς Μεθάνοις μάλιστα , γράψω καὶ τοῦτο . |
| πεπρᾶσθαι . Ἐγώνγα καὐτός φαμι . Τίς δ ' οὕτως ἄνους ὃς ὑμέ κα πρίαιτο , φανερὰν ζαμίαν ; Ἀλλ | ||
| τοιούτων πλευρῶν λέγεται , οὕτω καὶ ὁ ἄφρων καὶ ὁ ἄνους οὐ κατὰ στέρησιν φρενῶν καὶ νοῦ , ἀλλὰ τοιούτων |
| Ἑῷος ἡνίχ ' ἱππότας ἐξέλαμψεν ἀστήρ : παρὰ δὲ Καλλιμάχῳ ἔνεστ ' Ἀπόλλων τῷ χορῷ : τῆς λύρης ἀκούω : | ||
| μόνον , ἀλλὰ πάντων κοινὰ ὥσπερ χρήματα , καὶ οὐκ ἔνεστ ' ἀποκλεῖσαι τοὺς ἄλλους τῆς ἐπ ' αὐτοῖς φιλοτιμίας |
| . Τί φὴς σύ ; Τοῦτο αὐτό , ὦ δέσποινα Φιλοσοφία , ἥπερ καὶ μόνη τἀληθὲς ἂν ἐξευρεῖν δύναιο : | ||
| πρότερον τὸν πώγωνα ὡς ἔδοξεν . Ἔσται ταῦτα , ὦ Φιλοσοφία , καὶ ὄψει αὐτίκα μάλα τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας |
| . τὸ δὲ ἑξῆς : ἐπὶ δὲ τοῦ παρόντος ἡ φιλοκέρδεια ἐφίησι καὶ ἐνδίδωσι λέγειν τὸ τοῦ Ἀριστοδήμου ῥῆμα ἐγγὺς | ||
| τοιοῦτοι , θυμός , ἔρως , ὕβρις , ἀμαθία , φιλοκέρδεια , δειλία , καὶ ἔτι τοιάδε , πλοῦτος , |
| ' ἐ [ ἴσως ἰταμὸς εἶ : τότε λογισμόν [ εὔψυχος αρως [ ! ! ] ζῆς [ ὄνειδος αὕτη | ||
| θαρραλέος , εὐθαρσής , ἄφοβος , ἀδεής , ἀνέκπληκτος , εὔψυχος : τὸ δ ' ἴτης κοινὸν ἐφ ' ἑκατέρου |
| ' , αὐτὸς οἶσθ ' : ἐγὼ δὲ σοῦ μαθεῖν δικαιῶ ταὔθ ' ἅπερ κἀμοῦ σὺ νῦν . Ἐκμάνθαν ' | ||
| τόποις διαφέρουσιν : εἰρηκὼς δ ' ὅσα καιρὸς παλιλλογεῖν οὐ δικαιῶ . τοὺς μέντοι μὴ ἀποκνοῦντας ἀλλὰ διὰ σπουδῆς τιθεμένους |
| , τὸ βέλος , κατὰ τὴν Λακεδαιμονίων φωνήν . ὁ ἐντυγχάνων : ὁ τυχών , εἴτε κακὸς εἴτε ἀγαθός . | ||
| ἦν τῇ προσβολῇ τῶν ὀφθαλμῶν , τοῖς τοῦ σώματος τύποις ἐντυγχάνων , γνωρίζειν τὸ ἦθος , καὶ καταμαντεύεσθαι τῆς ψυχῆς |
| φιλοῦσά γ ' ἧς ὕπερ μαντεύεται , ἢ καί τι σιγῶς ' ὧν σιωπᾶσθαι χρεών ; ἀτὰρ θυγατρὸς τῆς Ἐρεχθέως | ||
| φθόρον ] φθοράν . θΞ σιγῶς ' ] ἀπελθοῦσα . σιγῶς ' ] σιωπῶσα . Ξ ἀνασχήσῃ ] ὑπομείνῃ . |
| εἴχετο χείλευς : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὺ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις , ἁνίκα δὴ καὶ σαῦρος ἐν αἱμασιαῖσι καθεύδει , | ||
| αὐτός φησι : Σιμιχίδα , πᾷ δὴ τὸ μεσαμέριον πόδας ἕλκεις ; ἔνιοι δὲ τὸ Σιμιχίδα ἐπώνυμον εἶναι λέγουσιδοκεῖ γὰρ |
| ] [ ] ατα τὴν [ ] [ ] ην εἰωθ [ ] [ ] οι καὶ ον [ ] | ||
| ] [ ] ατα τὴν [ ] [ ] ην εἰωθ [ ] [ ] οι καὶ ον [ ] |
| σκληρὸν γὰρ τὸ ἐληλεγμένως , ἐπιρρήτως δὲ καὶ ἐπιβοήτως καὶ περιβοήτως . τὸ δὲ κεκηρυγμένως ἄηθες . ἐκ δὲ τῶν | ||
| , ζηλωτῶς , λαμπρῶς , ἐκφανῶς ἐπιφανῶς , περιβλέπτως , περιβοήτως , γνωρίμως . τὰ δὲ ῥήματα εὐδοκιμεῖν , εὐδοξεῖν |
| καὶ φίλον ἐδεῖτο τῆς ὀφθαλμίας ἀπαλλάξαι . ὃ δὲ οὐχ ὑπερορᾷ οὐδὲ ἐξεφαύλισε τὸν ἄλογόν τε καὶ ἄφωνον ἰάσασθαι , | ||
| αὐτοῦ αἱ γυναῖκες , ὁ δὲ θρύπτεται πρὸς αὐτὰς καὶ ὑπερορᾷ καὶ τὰς μὲν προσίεται καὶ ἵλεώς ἐστιν , αἱ |