ἐπιεικοῦς ἢ χαλεπαίνων τοῖς αὑτοῦ φίλοις τε καὶ ἑταίροις ἢ ὑπερορῶν τοὺς θνητούς τε καὶ ἀληθεῖς γονέας . ἀλλὰ γὰρ | ||
σπουδάζων ὑπὸ πάντων , καὶ οὐχ ἥκιστα τῶν φιλοσοφούντων , ὑπερορῶν δὲ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους καὶ μάλιστα τοὺς ἐν |
ἐξουσίαν ἔτυχον δωρεᾶς . καί , νὴ τοὺς θεούς , ἐπαινέτης μέν εἰμι τοῦδε τοῦ νόμου καὶ συγχαίρω τῆς εὐνομίας | ||
; γὰρ ὡς παρόντι τῷ μεμψαμένῳ , ἐπειδὴ συμμετρίας ἡμῖν ἐπαινέτης εὔχεται εἶναι καθ ' Ὅμηροντὸ θρυλλούμενον ἐπίταγμά σοι δοκῶ |
; πῶ πῶ ; πατρόθεν δὲ συλλήπτωρ γένοιτ ' ἂν ἀλάστωρ . βιάζεται δ ' ὁμοσπόροις ἐπιρροαῖσιν αἱμάτων μέλας Ἄρης | ||
πείραν : ὁ μὴ ἔχων πείραν λόγων καὶ μαθημάτων . ἀλάστωρ ὁ ἀσεβής : ὁ Ζεὺς ὁ ἐποπτεύων τοὺς τὰ |
σὲ δ ' αὐτόγνωτος ὤλες ' ὀργά . Ἄκλαυτος , ἄφιλος , ἀνυμέναιος ταλαί - φρων ἄγομαι τάνδ ' ἑτοίμαν | ||
εὐχερὴς κακότεχνος ἀδιάγωγος ἄδικος ἄνισος ἀκοινώνητος ἀσύμβατος ἄσπονδος πλεονέκτης κακονομώτατος ἄφιλος ἄοικος ἄπολις στασιώδης ἄτακτος ἀσεβὴς ἀνίερος ἀνίδρυτος ἄστατος ἀνοργίαστος |
φανερὸν ἐκ τῶν εἰρημένων : ὅπως δὲ δυνηθείη τις ἂν νομοθετικὸς γενέσθαι , ζητητέον ἐστίν . ἢ φανερόν ἐστιν , | ||
γραμματικός τις γένοιτ ' ἂν ἢ μουσικός , οὕτω καὶ νομοθετικὸς ἀπὸ τοῦ εἰδότος νομοθετεῖν , ὅς ἐστιν ὁ πολιτικός |
. ὁ Ποσειδὼν δὲ ὁ τῆς θαλάσσης ἔφορος , ὁ φροντιστὴς καὶ βασιλεύς : θεὸς γὰρ οὗτος τῆς θαλάσσης κρατήσας | ||
, κινδυνεύω ἐγώ , ὥσπερ σὺ λέγεις , τῷ ὄντι φροντιστὴς εἶναι : νῦν γοῦν σκοπῶ ὅπως ἂν ὁ μὲν |
ὑμᾶς ἐξελήλεγκται , ἐν οἷς τί κακὸν οὐκ ἔνι ; δωροδόκος , κόλαξ , ταῖς ἀραῖς ἔνοχος , ψεύστης , | ||
δέ : παράνομος , προδότης , ὀλιγαρχικός , πεπραμένος , δωροδόκος δεδωροδοκημένος , δεδεκασμένος , ἀδόκιμος , κίβδηλος , παράσημος |
ἡδέως ἂν ὁ βασιλεὺς προσεδέξατο τὰς ἐντεύξεις καὶ πάντα ἂν ἀξιούμενος συνεχώρησεν : ἐπεθύμει γὰρ τὰς κατὰ τὴν Ἑλλάδα ταραχὰς | ||
, ἀρχοντικός , ἀγχίνους καὶ εὔγαμος , ἐπιτροπῶν καὶ παρακαταθηκῶν ἀξιούμενος . τὸ δὲ σημεῖον : τὸ πρόσωπον πλατύ , |
εἰ μὲν μὴ ἔνοχος ὢν ταῖς μελλούσαις ἀποφάσεσιν ἀναβαίνει , κακόνους ἐστὶ τῇ πολιτείᾳ , καὶ τοὺς ἐπὶ τῷ δήμῳ | ||
ταχίστην ἀπαλλάττεσθαι , τὸν δὲ πρὸς τοὺς βαρβάρους καὶ πάλαι κακόνους πόλεμον φύσει προσειρῆσθαι , καὶ μὴ καιρῶν εἶναι ταῦτα |
ἀπὸ τῶν φαινομένων ἢ καὶ παρατρεχόντων σημείων τεκμάρσεως ἀκριβὴς ἦν ἐξεταστής . Ἱλάριος ὁ ἐκ Φρυγίας : ἐπὶ Ἰοβιανοῦ βασιλέως | ||
, προδεδομένα δὲ παρὰ τῆς αὐτῶν ἀμελείας . κριτής , ἐξεταστής . οὐκ ἐχόντων ] διὰ τὴν ἡμῶν ῥαθυμίαν . |
ἐλεήμων : δέον εἰπεῖν “ ἥττων ” φησὶν Γ “ ἐλεήμων ” . Γ ὡς . . . ἀεὶ ] | ||
τήνδ ' , ἵνα σπένδειν ἔχῃς . Οἴμ ' ὡς ἐλεήμων εἴμ ' ἀεὶ τῶν χρυσίδων . Ὑμέτερον ἐντεῦθεν ἔργον |
μόνον ὠφέλειαν , ἣν ὁ μὴ δρῶν σύμβουλος ἢ ὁ συναγωνιστὴς ἥσυχος , ἀλλ ' ἀμφοτέρας . οὐ γὰρ ἡμίεργον | ||
κέχρηνται . ὁ δὲ ταύτης τῆς πίστεως αὐτῷ συνεργὸς καὶ συναγωνιστὴς καὶ ὁ δεῦρ ' ἀπαγγείλας τὰ ψευδῆ καὶ φενακίσας |
πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ | ||
τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος . |
φοβεῖσθαι . Ἀδίκοις φίλοισιν ἢ κακοῖς μὴ συμπλέκου . Ἀνὴρ ἄβουλος ἡδοναῖς θηρεύεται . Ἄλυπον ἄξεις τὸν βίον χωρὶς γάμου | ||
τοὺς καιροὺς παριείς , ἀπερίσκεπτος , ἀπροόρατος , ἀπρονόητος , ἄβουλος , κακόβουλος , ἄπορος γνώμης , ἀπρόοπτος , ἀμήχανος |
πέπυσμαι , ἀκήκοα , ἔμαθον , ἴδον . . 〚 εὐφημία ῎στω : Εἴσθεσις περιόδου ἀμοιβαίας στίχων λϚʹ . ὧν | ||
. ἤκουσάς που , ὦ παῖ Ἀρίστωνος , καὶ Εὐριπίδου εὐφημία γὰρ παρὰ σπονδαῖσι κάλλιστον . πατρόθεν αὐτὸν καλέσας ὁ |
ὁ μὲν ζηλωτός , ὁ δὲ ἐλεεινός : ὁ μὲν ἐπάρατος , ὁ δὲ ἐπαινετός : ὁ μὲν μοιχικός , | ||
τοῦτο . παρ ' αὐτῷ δὲ καὶ λιμὴν ὁ καλούμενος ἐπάρατος καὶ ἐξάγιστος . . . ἐξάγιστος ] ὁ ἄγαν |
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται | ||
χλευαστικός : ὁ γὰρ χλεῦαξ κωμῳδικώτερον , τωθαστὴς δὲ καὶ τωθαστικὸς καὶ γελωτοποιός . ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ δ ' εἴρηται |
ἑκατέρως . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσιν ὀσταφίδα εἴρηκεν . ἀστεῖος καὶ ἀστικός , διττῶς . Μένανδρος „ προποιήσεις ἀστικὸν σαυτὸν πάλιν | ||
ἑκατέρως . Νικοφῶν ἐν Χειρογάστορσιν ὀσταφίδα εἴρηκεν . ἀστεῖος καὶ ἀστικός , διττῶς . Μένανδρος „ προποιήσεις ἀστικὸν σαυτὸν πάλιν |
η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο | ||
η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο |
, ἀνακῦψαι τὰς ἀρχὰς ἐπὶ τὰ πάτρια ἠξίουν , οὐ προτιμῶν οὐδὲ τὸν ἀδελφὸν τῆς πατρίδος , ἀλλ ' ἐλπίζων | ||
, φίλου τε ἀποθανόντος ἀμνημονῶν καὶ τῶν συνθηκῶν τὸν πλοῦτον προτιμῶν . Ὅτι Ἀθηναῖοι τοὺς ἐς Ἀρκαδίαν ἀποσταλέντας πρεσβευτάς , |
ἐλάττους αὑτοὺς εἶναι προσομολογοῦσιν . ὁ μὲν οὖν ὑπερήφανος καὶ ὑπερόπτης ἐστίν , ὁ δ ? ' ὑπερόπτης [ ] | ||
, . ἀγέρωχος : γαῦρος , σεμνός , θρασύς , ὑπερόπτης . , . . , . ἀγεωργίου δικάζεσθαι : |
τῶν θεοσεβῶν καὶ πατὴρ τῶν δικαίων , κριτὴς δὲ καὶ κολαστὴς τῶν ἀσεβῶν . Ἄναρχος δέ ἐστιν , ὅτι ἀγένητός | ||
τυράννου , μᾶλλον δὲ τύραννος χαλεπώτερος καὶ δεσπότης ἀπαραίτητος καὶ κολαστὴς ὠμότερος καὶ ὑβριστὴς βιαιότερος , τὸ δὲ μέγιστον , |
Ἀνάγκη , ἔφη , ἃ ὁ φιλόσοφός τε καὶ ὁ φιλόλογος ἐπαινεῖ , ἀληθέστατα εἶναι . Τριῶν ἄρ ' οὐσῶν | ||
ἀρχῇ ἔχει τὸ „ φιλεῖν „ προπαροξύνεται : φιλόπονος φιλόσοφος φιλόλογος . Τὰ παρὰ τὸ ” λέγω ” χωρὶς τῶν |
καὶ τοῦ Πηλέως οὕτως ἀκόλαστος ἦν περὶ τὰς ἡδονὰς καὶ μικροπρεπὴς ὥστε ἀπελθούσης τῆς Βρισηίδος παρ ' αὐτοῦ καὶ χρόνον | ||
καὶ βάναυσος καλεῖται . ὁ δὲ ἐλλείπων , ὃς καὶ μικροπρεπὴς καλεῖται , περὶ πάντα ἐλλειπής ἐστιν . ἀναλίσκων γὰρ |
; ἵνα σαφῶς σου μανθάνω . Χαλεπόν γ ' ἀκροατὴς ἀσύνετος καθήμενος : ὑπὸ γὰρ ἀνοίας οὐχ ἑαυτὸν μέμφεται . | ||
εἰσιν αἱ ἐπισκέψεις καὶ αἱ δεύτεραι γνῶμαι : λογίζομαι : ἀσύνετος : οὐ γὰρ περισσὸν οὐδέν : ἀντὶ τοῦ παράλογον |
, συστρατιώτης , σύνεδρος , σύσκηνος , συστράτηγος συντράπεζος , συνεραστής , σύμπλους , σύντροφος , συνεργός , συγγενής , | ||
οὖν ὁρῶν ὁ Ζεύς , καὶ εἴ τις ἡμῶν αὐτῷ συνεραστής , τὸ τελευταῖον ὁρᾷ μένον ἐπὶ πᾶσιν ὅλον τὸ |
καὶ τοῦτο φέρει τὸ θέαμα : καὶ γάρ πως καὶ φιλοστρατιώτης ἡμῖν λίαν ὑπὸ τῆς ποιήσεως ἐκεῖνος δείκνυται : λυπεῖ | ||
καμόντι ἤρκει καὶ ὁρμωμένῳ πρὸς κάματον οὐκ ἦν κώλυμα . φιλοστρατιώτης δὲ ὢν διαφερόντως στρατιώταις οὐκ ἐχαρίζετο , ἀλλὰ πᾶσάν |
τοῦ Διὸς μαλακισθήσομαι καὶ θηλύνους γενήσομαι , ἤτοι θῆλυς καὶ ἄνανδρος τὸν νοῦν , καὶ παρακαλέσω τὸν ἐμοὶ μεγάλως μισούμενον | ||
τὰ γυναικῶν πράττειν . ἀποτῆξαι λιμῷ : οἷον ἀποκτεῖναι . ἄνανδρος γυνή : ἡ μὴ ἔχουσα ἄνδρα . ἁπλούστατος : |
συγγενικὴν δόσιν . παρώνυμον ] ἀπόδειξις αὕτη τῆς δωρεᾶς οὐκ ἀχάριστος . λίμνην ] τὴν στρογγύλην . χοιράδα ] τὴν | ||
δοθῆναι , καὶ ἐπείξεως ἐς αὐτήν , ἵνα μὴ βραδύνων ἀχάριστος εἶναι δοκοίην μηδ ' ὅσοι καταλεχθέντες εἰς τὰς ἀποικίας |
τὸ καλὸν ἐρευνῶν : λέγεται σοφιστὴς καὶ ὁ ψεύστης καὶ ἀπατεών : ἐπὶ τούτοις ὀνομάζεται σοφιστὴς καὶ ὁ πλασματογράφος καὶ | ||
, πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών Ἐλεῶνος Β οἵ |
παλαιὰς καὶ ἀρχαίας , περὶ ἧς ἔφασαν ἔκπαλαι μύθους . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ | ||
ξενικόν . παιδίσκην : νεανίδα Ἀττικοί , θεράπαιναν Ἴωνες . παλαμναῖος : φονεὺς ἢ μιαρός . παλαμναῖοι γὰρ λέγονται οἱ |
μεμψίμοιρος , φιλαίτιος , ὀνειδιστικός : καὶ πάλιν φιλόψογος , φιλολοίδορος , κακήγορος . τὰ δ ' ἐπιρρήματα φιλεγκλημόνως , | ||
, οὔτε ὁμοίως ἔσῃ πιθανὸς δόξεις τε ὡς ἀληθῶς εἶναι φιλολοίδορος : οὐ γὰρ πεπονθότος ἐστὶ τὴν ψυχὴν οὐδ ' |
οὐχὶ διὰ τοῦτο σφάλλει ; ἀλλὰ θέασαι , εἰ προσηνέστερον μεγαλοψυχία , ἐλευθερία , ἁπλότης , εὐγνωμοσύνη , ὁσιότης . | ||
οὐδ ' ἂν εἷς ἔτ ' ἀξιώσαι τοῦ νόμου κρατοῦντος μεγαλοψυχία πρὸς τὴν πόλιν ἐν τῷ τῶν πραγμάτων ἀπαιτοῦντι . |
μονάδα αὐτὴν ὁ βασιλικός , κατὰ δὲ τὸν γʹ ὁ ὀλιγαρχικός , τῆς μονάδος πολλαπλασιασθείσης ἐπ ' αὐτόν , κατὰ | ||
ἀλλ ' ἐν ὀλίγωι πολλῶι γε μᾶλλον [ συνεδρίωι . ὀλιγαρχικός γ ' εἶ καὶ πονηρός , Σμικρίνη ? [ |
νέος , σώφρων , μνήμων , ἀνδρεῖος , μεγαλοπρεπής , εὐμαθής . Εἰ μὲν οὖν τι τούτων ἐνδεῖ ἡμῖν τῶν | ||
. ἰδιώματα τοῦ πρὸς τὴν τῆς πόλεως ἐπιτροπὴν ἐπιτηδείου . εὐμαθής μνήμων μεγαλοπρεπής εὔχαρις φιλαλήθης δίκαιος ἀνδρεῖος σώφρων ἔμμετρος . |
ἄλλα χείρω . ὧν τὰ ἐναντία μεγαλόφρων , μεγαλόψυχος , μεγαλογνώμων , ἐλεύθερος , ὑπεράνω λημμάτων , κρείττων χρημάτων , | ||
ἐπιμελὴς ἀνθρώπων κηδεμών , στάσιμος , βέβαιος , ἀνεξαπάτητος , μεγαλογνώμων , ἰσχυρογνώμων , ἐνεργός , τελεσιουργός , φροντιστὴς τῶν |
ἀχθόμενος καθ ' ἑαυτόν . ἔστι δὲ καὶ ὁ ἐπίφθονος φθονερός . διαφέρει δὲ βασκάνου : ὁ γὰρ βάσκανος ὑπὸ | ||
τὸ δεξιὸς γίνεται δεξιερός , ὡς ἄριστος ἀριστερός , φθόνος φθονερός , μόγος μογερός , καὶ πλεονασμῷ τοῦ τ δεξιτερός |
προαίρεσιν . τίς γὰρ οὐκ ἂν γένοιτο φιλόπολίς τε καὶ φιλόδημος ἢ τίς οὐκ ἂν ἐπιτηδεύσειε τὴν πολιτικὴν καλοκἀγαθίαν ἀναγνοὺς | ||
. ἔπαινος δὲ ῥήτορος καὶ δημαγωγοῦ εὔνους , φιλόπολις , φιλόδημος , δημοτικός , νομικός , νόμιμος , δημοκρατικός , |
ἀποκαλῶν , στυγεῖ ἡ νέμεσις , ἤτοι ἡ ἀπὸ σοῦ μέμψις ; ὁ δὲ πρὸς αὐτὴν , οὐδαμῶς φθονῶ καὶ | ||
χαρίζεσθε . ὥσθ ' ἥ τε παρ ' ἡμῶν ὑπάρχει μέμψις καὶ ἡ παρ ' ἐκείνου προσγίγνεται . ἂν οὖν |
. Ἵππαρχος ὁ υἱὸς Πεισιστράτου παιδιώδης ἦν καὶ ἐρωτικὸς καὶ φιλόμουσος , Θεσσαλὸς δὲ νεώτερος καὶ θρασύς . τοῦτον τυραννοῦντα | ||
φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος |
ὁ βλεπεδαίμων . ὁ δὲ ἐναντίος ἄθεος , ἀνίερος , ἀσεβής , δυσσεβής , ἀθέμιτος , μισόθεος , θεομισής , | ||
λαβεῖν τι . βωμολόχος : ἀντὶ τοῦ ” κακοῦργος , ἀσεβής “ . ἀπὸ τῶν λοχώντων τὰ ἐν τοῖς βωμοῖς |
κἂν ] αὐτὸς γενόμενον ἄσμενος . εὐθὺς μαχεῖται πᾶσι , λοιδορούμενος εἰς τοὺς βίους οὓς ζῶσι : σὲ δ ' | ||
ἀλλ ' οὗτος πρᾶγμ ' ἑόρακεν μιαρὸν καὶ ἀναιδές . λοιδορούμενος γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις καὶ προπετῶς ἅπασι προσκρούων , |
ἔχουσα καὶ ἐρύθημα καὶ ἀλγηδόνα σύντονον . τερηδὼν ὀστῶν φθορὰ ἀπροφάσιστος , μάλιστα περὶ τὴν κεφαλήν . ἀχὼρ ἕλκος περὶ | ||
ἀνὴρ παράσιτος τοῦτο ποιεῖ διὰ τέλους . ἐρᾷς , συνεραστὴς ἀπροφάσιστος γίγνεται . πράσσεις τι , πράξει συμπαρὼν ὅ τι |
καὶ μέντοι καὶ δέδρακεν ἔργον ἀξιαφήγητον . Διαγνοὺς γὰρ ὡς ἀποστάτης ἐστὶ τοῦ σουλτάνου ὁ τοῦτον νικήσας καὶ τῆς Περσῶν | ||
ἐπιστάτης Πτολεμαῖος ἔτι μὲν καὶ πρότερον καταφρονήσας τῶν Συριακῶν βασιλέων ἀποστάτης ἐγένετο , καὶ διὰ τοὺς ἰδίους ἐκείνων περισπασμοὺς ἀδεῶς |
, διηγήσεις ποιήσεων , λόγων . εἰσφέρων ] φερνῶν . σοφίζομαι ] σοφόν τι ποιῶ . οὐδὲν ] ἄρσις . | ||
καινὰς ] νέας . ἰδέας ] ⌈ ὑποθέσεις κωμῳδιῶν . σοφίζομαι ] σοφὸς φαίνομαι : ἢ μηχανῶμαι . ὃς ] |
πλουσίων , εἷς που τάχα ἐν μυρίοις , δαψιλὴς καὶ μεγαλόφρων τὸν τρόπον εὑρεθείη , τοῦτο ἱκανῶς δείκνυσι τὸ μὴ | ||
τοῦτο αἰεὶ γίγνεται . Ἡράκλειτος † Βαθέωνος , Ἐφέσιος , μεγαλόφρων γεγονὼς καὶ ὑπερόπτης παρ ' ὅντιν ' οὖν . |
καρδία τάλαινα , πρὶν μὲν ἐς ξένους γαληνὸς ἦσθα καὶ φιλοικτίρμων ἀεί , ἐς θοὐμόφυλον ἀναμετρουμένη δάκρυ , Ἕλληνας ἄνδρας | ||
Χαλκηδόνιος , ὁ ἑταῖρος Πλάτωνος , τά τε ἄλλα ἦν φιλοικτίρμων καὶ οὐ μόνον φιλάνθρωπος , ἀλλὰ καὶ πολλὰ τῶν |
καὶ οὐδὲν ἐλάττονος ἢ τούτου ; ἵνα τὴν ὅτ ' ἀδωροδόκητος ὑπῆρχε προαίρεσιν αὐτοῦ τῆς πολιτείας ἀναμνησθέντες , ὡς προβεβλημένη | ||
λέγειν ὕστερον ὡς μόνος εἴη Ξενοκράτης τῶν πρὸς αὐτὸν ἀφιγμένων ἀδωροδόκητος . ἀλλὰ καὶ πρεσβεύων πρὸς Ἀντίπατρον περὶ αἰχμαλώτων Ἀθηναίων |
μὲν ἀνυπόκριτος πρὸς τοὺς προήκοντας , πρὸς δὲ τοὺς ὁμήλικας ἄπλαστος ὁμοιότης καὶ φιλοφροσύνη , συνεπίτασις δὲ καὶ παρόρμησις πρὸς | ||
. . ἄπλαστος καὶ ἅμα αὐτοῖς ἐπιθέουσα σεμνότης ἡδεῖα καὶ ἄπλαστος αἰδὼς ἐπέστρεφεν ἱκανῶς τὸν φιλόσοφον καὶ ἤδη γνώριμον ἐποίει |
ἐμίσει Ἀθηναίων . καὶ ὁπότε ἀπαντήσειέ τις αὐτῷ ἔλεγεν ὦ καταισχύνας τὸ γένος . πάντα γὰρ ἀνάλωσε τὰ πατρῷα εἰς | ||
μὲν ἀθλητῶν ἐγκρίσεις ποιοῦμεν , ὅπως αὐτῶν ὅστις φαῦλος ἑαυτὸν καταισχύνας ἀπίῃ καὶ δίκην ἅμα δοὺς ἐκ τοῦ σώματος , |
φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης , φιλογεωργός , φιλόκυβος , | ||
τῶν δογματικῶν ἀγωγῶν δύναται καταστέλλεσθαι , ἀλλ ' ὁ μὲν φιλόπλουτος ἢ φιλόδοξος ἐκπυρσεύεται μᾶλλον τὴν ἐπιθυμίαν ὑπὸ τῆς Περιπατητικῆς |
τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως | ||
' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους , |
μετέωρος , εὐθαρσής , πομπικός , γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , | ||
διδούς : καὶ γὰρ αὐτὸς οὐκ ὀκνηρός , ἀλλ ' εὔτολμος περὶ γάμους ὁ θεός . “ οὕτω καὶ Αἰακὸς |
Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς | ||
παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς . |
τῇ διαχύσει τῶν χειλέων χωρὶς ὕβρεως , γελοῖος δὲ ὁ καταγέλαστος . Ὀνομασίαι τῆς τῶν ἀνθρώπων γενέσεως καὶ αὐξήσεως ἄχρι | ||
. Φαίνεται δὲ πρὸς τούτοις καὶ ἡ ἕξις τοῦ ἀναγιγνώσκοντος καταγέλαστος τουτέστιν ἡ μάθησις καὶ ἡ διδαχὴ καὶ ἡ γνῶσις |
ἔχοι μετρίαν αἴσθησιν περὶ λόγους καὶ μήτε βάσκανος εἴη μήτε δύσερίς τις , τοσούτῳ διαφέρειν τὴν ἀρτίως παρα - τεθεῖσαν | ||
ὠφελείας κόλαξ , ὁ δὲ ἐλλείπων καὶ ἄχαρις ἐν πᾶσι δύσερίς τις καὶ δύσκολος . οὐ μόνον δὲ ἐν τοῖς |
ἀκούειν ] πάρεστιν . γινώσκετε . τροπαιουχήσας . ἔσεται . κατάδικος . τιμωρητέος , δίκας ὀφείλων . μεμπτός : διὰ | ||
πράγματα αἵρεσις , καταδίκη , κατάγνωσις , καὶ ὁ ἀνὴρ κατάδικος : ἀπὸ μὲν τούτου μόνου ὄνομα , τὰ δ |
τε ἀφανῶς ἀδώρητος γενόμενος . Πλάτων μέντοι γε ἐν Συμποσίῳ ἄδωρος εἶπεν . καὶ γάρ φησιν ἄδωρος δυσμενείας ἀντὶ τοῦ | ||
: σημαίνει τὸ τὰ μαντευθέντα ἅπαξ πειρᾶσθαι ἀμάντευτα ποιεῖσθαι . ἄδωρος χάρις : ἡ μὴ ἐπὶ τέλους ἐλθοῦσα δωρεά . |
ἔρωτι ἑάλω αὐτῆς , γεννᾷ δὲ ἐξ αὐτῆς υἱόν : ἡδόμενος δὲ αὐτῇ ἐποίει ὅ τι προστάττοι Ὀμφάλη . οἱ | ||
τότε παρ ' ὑμῖν δικαιότερον . οὐκ εἰςηγγελόμην ταῖς Ἑλληνικαῖς ἡδόμενος συμφοραῖς , καὶ δίκην ἂν ἔδωκα προχειρότερον πάθους Ἑλληνικοῦ |
πάντων ὁπλιζομένων ἡμῶν εἷς τῶν παρ ' ἡμῖν εὔνους καὶ φιλοκίνδυνος τῶν ὑπὲρ τῆς πολιτείας ἀγώνων στερίσκηται : εἰ γὰρ | ||
ἀφυλακτοῦντας μᾶλλον ἁμαρτάνειν . ἢν δ ' ἅπαξ δόξῃ τις φιλοκίνδυνος εἶναι , ἔξεστι καὶ ἡσυχίαν ἔχοντα , προσποιούμενον δὲ |
δύναμις περιγίγνεται διὰ τούτου , ἀλλ ' ἀπέχθεια μᾶλλον καὶ λοιδορία καὶ προπηλακισμός : ὧν ἴσως οὐκ ἔδει φροντίζειν : | ||
, δεινόν ἐστι θάνατος , δεινόν ἐστι φυγή , δεινὸν λοιδορία , δεινὸν πενία : φεύγετε ἄνδρες , πάρεισιν οἱ |
Τὸν ἐλάττω μὴ ἀποσκυβαλίσῃς . Ἀλλοτρίων μὴ ἐπιθύμει . Μὴ ῥιψοκίνδυνος ἔσο . Ἀγάπα τὰ τοῦ πλησίου σου καὶ τήρει | ||
ἔρωτα , ὅτι ξυμφερόντως ἀποκέκλεισται , μάλιστα δ ' ἢν ῥιψοκίνδυνος ᾖ , καὶ φέρηται κατὰ κρημνῶν ἢ βυθῶν πελάγους |
αὐτοὺς γενέσθαι , ὥσπερ οἱ συγγενεῖς αὐτῶν ὑπακούουσιν Εὐβοεῖς . ὕποπτος γὰρ ὢν ὁ Ἀθηναῖος ἐπὶ τῷ τοὺς Λεοντίνους ἐπαγγέλλεσθαι | ||
τέ τις ἐχθρός τοι φαίνηται , ἤν τε μή . ὕποπτος γὰρ ἀνδρὶ αἰσυμνήτῃ καὶ τῶν τις ἑτάρων . Ἀνάχαρσις |
γένους . θρόνους ἔχειν ] ὡς αὐτοῦ ἤδη καθεσθέντος . οἴκτειρε μὴ ἀπολωλότας ] μὴ μετὰ τὸ ἀπολέσαι οἰκτειρήσηις ἡμᾶς | ||
μηδ ' ἃ δεῖ σπεύδειν μένε . Μὴ τοὺς κακοὺς οἴκτειρε πράττοντας κακῶς . Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον . Μέγιστον |
. Τί οὖν ὁ πρᾶος καὶ εὔχαρις μηδὲ φιλοχρήματος μηδὲ βάσκανος ; ἆρα εἰ φιλόδοξος εἴη καὶ πάνυ τοῦ πρωτεύειν | ||
τὴν σύμπνοιαν διασπᾶν , καὶ ἔτι μᾶλλον τὸ μὴ ἴσθι βάσκανος , ἀλλὰ φιλάνθρωπος καὶ κοινωνικός . ἐκ δὲ τούτου |
ἐπὶ τέλος ἄξειν . διὸ καὶ πάντας ἐκ τῶν ἐνδεχομένων εὐηργέτει , τοὺς μὲν χρημάτων δωρεαῖς ἐκθεραπεύων , τοὺς δὲ | ||
καὶ σωματοφύλακας καὶ τῆς μελλούσης τυραννίδος συνεργοὺς ἐκ τῶν δημοσίων εὐηργέτει χρημάτων : καὶ νόμου κατάλυσιν εἶναι φανερὰν ταύτην λέγω |
τοὺς λόγους οὓς εἶπον ἐγκωμιάζων πολὺς ἦν τοῖς ἐπαίνοις καὶ ἐπαχθής . Συνδειπνούντων δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , | ||
ἄλλα οὐχ ὑπερήφανος δοκῶν εἶναι πολίτης οὐδὲ ὀγκώδης τε καὶ ἐπαχθής , ἀλλὰ κόσμιος καὶ εὐσταλὴς ἀνήρ : ἔπειτα τοῦτον |
καλεῖται ἀλλ ' ἔτι μένει σύνθετον , ὡς ἐπὶ τοῦ συνήγορος εὐσυνήγορος , σύμβουλος εὐσύμβουλος , κένταυρος ἱπποκένταυρος : ἔστι | ||
ὑπὲρ τοῦ δὴ ταῦτα καὶ τί τὸ ἀδίκημα ; ὁ συνήγορος , φησίν , οὐκ εἶπεν , ἥτις ἦν ἡ |
ἐμοὶ μέν , ὅτι τοὺς πολεμίους κακῶς ἐποίησα , δειλίαν ὀνειδίζεις : σὺ δὲ ὅτι φανερῶς ἐμόχθεις καὶ μάτην , | ||
πατὴρ ἐφῆκεν ἐλλοῖς ἰχθύσιν διαφθοράν . Τοιοῦτος ὢν τοιῷδ ' ὀνειδίζεις σποράν ; ὃς ἐκ πατρὸς μέν εἰμι Τελαμῶνος γεγώς |
Ῥωμαίων ἐλεύσομαι συγγραφεῖς . παλαιὸς μὲν οὖν οὔτε συγγραφεὺς οὔτε λογογράφος ἐστὶ Ῥωμαίων οὐδὲ εἷς : ἐκ παλαιῶν μέντοι λόγων | ||
τὴν καθ ' ἡμέραν δίαιταν τίς ἐστιν ; ἐκ τριηράρχου λογογράφος ἀνεφάνη , τὰ πατρῷα καταγελάστως προέμενος : ἄπιστος δὲ |
πόθεν ὁ παῖς τὸ μάντευμα ἀξίως τῆς τοῦ πατρὸς φιλοτιμίας βεβούλευται : ἐμὲ μὲν γὰρ ἡ φύσις τοιοῦτόν τι περὶ | ||
εὑρίσκω ἐόν : εἰ γὰρ καὶ ἐναντιωθῆναί τι θέλει , βεβούλευται μὲν οὐδὲν ἧσσον εὖ , ἕσσωται δὲ ὑπὸ τῆς |
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης | ||
καὶ ἀπολωλέναι , ταυτὶ γὰρ πλοῦτος μέν , ἀλλ ' ἐπίρρητός τε καὶ ὠμός , εἰ δὲ κληρονομήσας ἢ διδούσης |
. ] τὸ λαλεῖν σε ἐν ὕπνῳ τὸ ” Φίλων ἀδικεῖς “ , τοῦτο ἐστὶ τὸ κακόν , ὅτι ἀεὶ | ||
τῶν νόμων γε μὴ πρότερον εἶναι θέλειν : σὺ τοίνυν ἀδικεῖς τοὺς νόμους ἀγαπῶν τὸν μιαιφόνον . ὁ δέ φησιν |
ἁρπαγαί , ψευδομαρτυρίαι , ὑποκρίσεις , διπλοκαρδία , δόλος , ὑπερηφανία , κακία , αὐθάδεια , πλεονεξία , αἰσχρολογία , | ||
, τὸ πληγῆναι πολλάκις , εἰς δὲ τὴν τύχην αὐτὴν ὑπερηφανία , βαρύτης , μικρολογία . ἀδικώτατά μοι δοκοῦσιν ἐγκαλεῖν |
! ] μὲν προπετέστερος ὑπάρχων ? ? καὶ [ ] ἰταμός ? [ ] ? , οὐχ ἁρμόζει [ ] | ||
ἢ ἀΐτης κυρίως ὁ μέσος , ὁ μήτε θρασὺς μήτε ἰταμός : [ ἀΐτης οὖν ὁ μὴ ] ἰταμὸς ἀλλὰ |
καιρούς ; καὶ ἐν οἷς τις ἂν φιλόπολις ἀνὴρ καὶ κηδεμὼν τῆς πόλεως προείλετό τι πρᾶξαι , τοσοῦτον ἐδέησεν ὁ | ||
ἱκανὸς θεραπεῦσαι τὸν κάμνοντα , οὔθ ' ὁ τῆς ψυχῆς κηδεμὼν μὴ διακαθήρας πρότερον τὴν ψυχὴν καὶ τὰς αἰτίας τῆς |
ἀνάθημα . λόγος ὀρθὸς ὅμοιος θεῷ , διὰ τοῦτο καὶ ἄπρατος . ὁ τοῖς πολλοῖς πειρώμενος ἀρέσκειν πολλοῖς ὅμοιος . | ||
δ ' ἂν λέγοιτο καὶ τὰ μὴ πιπρασκόμενα , ὡς ἄπρατος ἀνὴρ ὁ μὴ πιπράσκων ἑαυτόν . καὶ ὁ μὲν |
δ ' ὡς ἡβασκόντων [ ἢ ] ὀνειρωττόντων [ ] καταφρονῶν [ : περί ] τε γὰρ ἑορτῶν [ καὶ | ||
, δοκεῖ μοι Διονύσιος παντάπασιν φιλοτιμηθῆναι μή ποτέ τισιν δόξαιμι καταφρονῶν αὐτοῦ τῆς φύσεώς τε καὶ ἕξεως ἅμα καὶ τῆς |
παθεῖν ὑποπτεύειν τὸ δρᾶσαι δύνασθαι . τί τοίνυν ; ὁ φαρμακεύς ἐστι λῃστὴς ὡμολογημένος προτείνων τέχνην ἀδικημάτων , ἄσκησις ἐπιβουλῆς | ||
μοιχός μου κρατεῖ πανταχοῦ : δοκῶ , ὁ λῃστὴς καὶ φαρμακεύς ἐστι . Μελίτη φιλεῖ , Λευκίππη φιλεῖ . ὄφελον |
τὸν γελοιαστήν . ὄνομα δὲ μόνον ἀπὸ τῶν ῥηθέντων ὁ ἐπιχαιρέκακος : ἐπὶ δὲ τῶν ἄλλων μετοχαῖς χρηστέον . ἐπίρρημα | ||
καὶ ἐπιχαιρεκακίας , ὡς εἴρηται . ἢ δύναται καὶ ὁ ἐπιχαιρέκακος ἐναντίος εἶναι τῷ νεμεσητικῷ , ὥσπερ καὶ ὁ φθονερὸς |
, πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
, πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
: † ὅποτε δ ' ἐγερθεὶς εἰς λόγους ἐλήλυθας , ἐφάνης χελώνης δέρμ ' ἔχων , φρένας δ ' ὄνου | ||
θηρίων ἕν . Ἀληθῆ . Καὶ ἔμοιγε δὴ τότ ' ἐφάνης μέρος ἀφαιρῶν ἡγεῖσθαι καταλιπεῖν τὸ λοιπὸν αὖ πάντων γένος |
ἄδωρος , ἀδωροδόκητος , ἀδέκαστος , ἀμίσθωτος , ἀδιάφθορος , ἀνάργυρος , ἄπρατος ἐλεύθερος , κρείττων λημμάτων , ἀντιβλέπων πρὸς | ||
ὢν καὶ τῆς γῆς τῶν πολεμίων κρατούντων . . . ἀνάργυρος Ἐπιγένης . . . , . . . ἑβδομευομένου |
ἐξώλης κακόνους ἀσύμμετρος ἀκαιρολόγος μακρήγορος ἀδολέσχης ἀερόμυθος κόλαξ νωθὴς ἀπερίσκεπτος ἀπροόρατος ἀπρονόητος ὀλίγωρος ἀπαράσκευος ἀπειρόκαλος | πλημμελὴς σφαλλόμενος διαπίπτων ἀδιοίκητος | ||
. Οὕτω Πλούταρχος . . ΚΡΟΝΙΩΝ . Ἡ ἀφανὴς καὶ ἀπροόρατος Εἱμαρμένη , ἡ κοροῦσα καὶ μελαίνουσα τὸν νοῦν , |
οὐ δεῖ προσθεῖναι τὸ φίλῳ . ἐκ δὲ τούτων ἐστὶ φιλέταιρος , πολυέταιρος , φιλία καὶ ἑταιρεία , ἐπιτηδειότης , | ||
ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει . τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη , μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ |
τὸ μέντοι μυθῶ καὶ ἀπειθῶ περισπῶνται , ὅτι μῦθος καὶ ἀπειθής . Τὰ εἰς ΘΩ δισύλλαβα ἔχοντα τὴν πρὸ τέλους | ||
ἄρχεσθαι ὑπό τινος . ἀναρχίαν ] ἤγουν ἄναρχος δοκοῦσα καὶ ἀπειθής . δεινὸν τὸ κοινόν : χαλεπὴ καὶ βίαιος ἡ |
ἀλλὰ κατὰ τοὺς κίμβικας καὶ σκιφοὺς διακείμενος : ὁ δὲ φιλοκερδὴς εἰς ταὐτὸν ἥκει τῷ ἀνελευθέρῳ : εἰκὸς γὰρ τὸν | ||
τὴν ὀφειλομένην δοθῆναί μοι παρ ' ὑμῶν δωρεάν , οὐ φιλοκερδὴς οὐδὲ μικρολόγος τις ὢν οὐδὲ ἐπὶ μισθῷ τὴν πατρίδα |
. ὅσιος ] δίκαιος . θ ὅσιος ] εὐσεβής . ὅσιος ] ἄξιος . μομφῆς ] μέμψεως . μομφῆς ] | ||
ὕδασιν ἐξαρδῶν ἀεί . ὑμεῖς δ ' [ ἐπειδὰν ] ὅσιος ἦι Κάδμου πόλις χωρεῖτε , [ παῖδες ] , |
ἄλλο δοκεῖν ποιεῖ : ὁ μὲν γὰρ κατήγορος καὶ σιωπῶν ἀξιόπιστος , σὺ δὲ Ἕλλην καὶ ῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ | ||
' ἔχων χρυσίου : καὶ ἡ τῶν ἐκ προνοίας φόνων ἀξιόπιστος οὖσα βουλὴ τὸ δίκαιον καὶ τἀληθὲς εὑρεῖν , καὶ |
τῶν Περὶ αἱρέσεων καὶ Ἀσκληπιάδης κατὰ τοὺς πλείστους καὶ ὁ φιλαλήθης Ἀλέξανδρος Θεμίσων τε καὶ θεσσαλὸς καὶ οἱ ἀπ ' | ||
. πρὸς ἄκμονι δὲ ἀψευδεῖ χάλκευε , ὅ ἐστι , φιλαλήθης ἔσο . ἄλλως : ἀντὶ τοῦ ἀλήθευε . ἴσως |
μὲν τοῖς ἐντυχοῦσι , ποθεινὸς δὲ τοῖς ἄλλοις ἐντυχεῖν , μακαριστὸς δὲ καὶ τῆς τελευτῆς ἧς πυνθανόμεθα , ὃς οὐκ | ||
θεοῖς ἐποιεῖτο καὶ συνῆν μετὰ τῶν ὑπάρχων , εὐδαίμων καὶ μακαριστὸς ὢν ἕως εἰς τὴν Ἀθηνᾶν βλασφημεῖν καὶ πλημμελεῖν ἐπεχείρησεν |
; καὶ κνώδαλα πτεροῦντα καὶ πεδοστιβῆ . † καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις κάλωρα κωλύουσαν θωσμένειν ἔρῳ , † καὶ παρθένων | ||
ὄλβιον πάροιθε . τῆι δὲ νῦν τύχηι βροτοῖς ἅπασι λαμπρὰ κηρύσσει μαθεῖν , τὸν εὐτυχεῖν δοκοῦντα μὴ ζηλοῦν πρὶν ἂν |
εὐτυχούντων ἐστὶ κόλαξ , κἂν ἀτυχῶσι , τῶν αὐτῶν τούτων προδότης , καὶ τῶν μὲν ἄλλων πολιτῶν πολλῶν καὶ καλῶν | ||
εἰ καὶ προδεδώκασιν οἱ παῖδες , ἤδη καὶ αὐτὸς πάντως προδότης : ζητητέον οὖν εἰ καὶ ὁ κατήγορος δώσει κατὰ |
ἀντισπώμενοι , μέχρις ἂν ὁ τῆς ἁμίλλης καὶ διαμάχης ταύτης βραβευτὴς θεὸς ἀναδῷ τὰ βραβεῖα τάξει τῇ βελτίονι , τὴν | ||
: αἰσυμνήτης βασιλεὺς ἐπιστάτης ἄρχων : οἱ δὲ , τύραννος βραβευτὴς πάρεδρος : ὅτι δὲ οἱ μὲν Ἱππότου , οἱ |
πολύφιλον , ἤγουν πολλοῖς τῶν φίλων ἑπόμενον καὶ ἀκολουθοῦντα . Αὔξεται γὰρ ὁ πλοῦτος μᾶλλον μεταδιδόμενος . Τοῦτο δὲ λέγει | ||
αὐτόν . Σκοπιᾶς ] Ἀκρότητος . Ἐφάψασθαι ] Ἐφικνεῖσθαι . Αὔξεται ] Ἀντὶ τοῦ χαίρει . Ἀριστεύει ] * Τουτέστιν |
τὸ εἶναι δύο τὰς ἑταίρας . Κύδος : λοιδορία , κακολογία . Καὶ Κυδάζειν τὸ λοιδορεῖν καὶ κακολογεῖν . Ἡ | ||
. . . κακηγορῆϲαι ὡς Ὑπ . . , . κακολογία ὡς Ὑπ . . , . κακοπράγμων ὡς Ὑπ |
ποιήσω σύμμετρα ἐκλεξάμενος . . Δηρίομαι , ἤγουν μάχομαι , φορτικὸς γίνομαι πολλοῖς ἀνθρώποις δηλονότι περὶ τοῦ πλήθους τῶν ἀνδραγαθημάτων | ||
. . Μόθων : Φλύαρος , αἰσχρὸς , ἄτιμος , φορτικὸς , δουλοπρεπὴς , ἀπὸ Μόθωνος τινὸς αἰσχροποιοῦ . . |
καὶ μετρίως διεθέμην , ὡς μήτε ὑπέρφρων μήτ ' αὖ κατεπτηχὼς δόξαι , νεώτερα δὲ οὐδ ' ἐπὶ Νέρωνα ἐνεθυμήθην | ||
ὁ ἐκ τοῦ πονεῖν καὶ ἐργάζεσθαι ζῶν , πτωχὸς δὲ κατεπτηχὼς καὶ προσαιτῶν . ἦλθε δ ' ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος |
τρόπος νοητέος , ὅσπερ ἐστὶ κατὰ τὰς τοποθεσίας τῶν ἀστέρων χρηματιστικὸς παραχρῆμα κατὰ τὴν τῶν ζῳδίων φύσιν . Συγκρίνειν δὲ | ||
ἥδιστος , τὸν ἑαυτοῦ ἕκαστος μάλιστα ἐγκωμιάσεται ; ὅ τε χρηματιστικὸς πρὸς τὸ κερδαίνειν τὴν τοῦ τιμᾶσθαι ἡδονὴν ἢ τὴν |
. πορθήσας δὲ τὴν χώραν καὶ τῇ πόλει προσβολὰς ποιησάμενος κατεπλήξατο τῶν Ἀρκάδων τοὺς ἐναντιοπραγοῦντας . Ἅμα δὲ τούτοις πραττομένοις | ||
τὴν Ἀρμενίαν ἐμβαλὼν καί τινας τῶν πόλεων ἀναστάτους ποιήσας , κατεπλήξατο τοὺς ἐγχωρίους : διόπερ ὁ βασιλεὺς αὐτῶν Βαρζάνης ὁρῶν |
ὢν καὶ οὐχ ἥκιστα , ὡς ἐπέδειξεν ὕστερον , καὶ φιλόπολις . ἔσχε μὲν γὰρ ἔτι νέος ὢν τὴν ἀρχήν | ||
συνθέσει βαρύνονται : μῆτις πολύμητις , ἴδρις ἄϊδρις , πόλις φιλόπολις , χάρις εὔχαρις . Τὰ εἰς ΙΣ ὀξύτονα πὴ |