. ἦν μοι ῥᾷστον ἐπιτείνειν τὴν ἐπιστολήν , ἀλλ ' ἔδεισα μὴ οὐ δόξῃ φίλου πρὸς φίλον εἶναι τὸ μῆκος
, δείσατε τὸν κρημνόν . τοιοῦτον ἐχθρὸν ἐγὼ κἂν ἰδιώτην ἔδεισα . οὐκ ἔστι τοῦ Τυανέως πόρρω κατὰ τὸν βίον
5447360 ἠλπιζον
ὄντι ἐνόμιζον τῆς Ἑλλάδος τὸ γεγονός , οἱ δέ τινες ἤλπιζον ὠφεληθήσεσθαι ἀπὸ τῆς στρατείας : δόξα γὰρ ἦν τῶν
μοι βραχύς ἐστι παντελῶς , οὔτε ἡπτόμην οὐδενὸς μείζονος οὔτε ἤλπιζον , μόνον δὲ τὴν διάνοιαν οὐκ ἐδυνάμην τὴν ἐμαυτοῦ
5336078 μιμνοντες
τόνγε αἰδομένη μύθοισι προσέννεπεν αἱμυλίοισιν : “ Ξεῖνε , τίη μίμνοντες ἐπὶ χρόνον ἔκτοθι πύργων ἧσθ ' αὔτως ; ἐπεὶ
ἐξελεύσεσι . μίμνοντες ] καρτεροῦντες . μίμνοντες ] μένοντες . μίμνοντες ] ἐπιμένοντες . εὖ θαρσεῖτε ] καλὸν θάρρος ἔχετε
5239646 ἐλεεινως
πολλῶν δὲ τετρωμένων , ἠνδραποδισμένων ἑτέρων , ἄλλων ἔξω κειμένων ἐλεεινῶς καὶ τῶν ἔνδον πικρότερα πάθη προσδεχομένων ἀλλὰ γὰρ πάλιν
γυναικῶν , παίδων , Λατίνων τε καὶ αὐτῶν Ἰουδαίων , ἐλεεινῶς πρὸς ἀλλήλους διομιλούντων καὶ τὰ μὲν ἄλλα , ὅσα
5217528 ὀλεθρον
σῇσι θεοπροπίῃσιν ἐνίσπες , εἰ καὶ ἐμοὶ τοιόνδε θεοὶ τελέουσιν ὄλεθρον οἷον Ἀλωιάδῃσι πατὴρ τεὸς ἐγγυάλιξε : φράζεο δ '
τῶν ὀλέθρου ἀξίων . ἤγουν καταπόντισον . βάλλ ' ἐς ὄλεθρον : καὶ , βάλλ ' ἐς φθόρον : καὶ
5213563 εἰδον
παραλήγεσθαι ἀπὸ βαρυτόνων καὶ τῷ πρώτῳ συνάρχεσθαι . Σεσημείωται τὸ εἶδον διχῶς γραφόμενον διὰ τῆς ει καὶ διὰ τοῦ ι
θεώμενος τὰ ἐν τοῖς κηροῖς , ὃς καὶ ἀναχωρείτω λέγων εἶδον πολλοὺς κηροὺς τὸ αὐτὸ ἐκτύπωμα ἔχοντας : ἔστιν οὖν
5187259 διαφυγειν
Ἀρτεμισίης ἐδιώκετο ὑπὸ νεὸς Ἀττικῆς : καὶ ἣ οὐκ ἔχουσα διαφυγεῖν , ἔδοξέ οἱ τόδε ποιῆσαι , τὸ καὶ συνήνεικε
σαφεστάτωι δικαίωι , διδάξαντα τἀληθές , οὐκ ἀπατήσαντά με δεῖ διαφυγεῖν τὴν αἰτίαν ταύτην . ὑμᾶς δὲ χρὴ μὴ τοῖς
5159282 ἀελπτον
ὅ τι μηχάνημα κατὰ φύσιν ἐπενοήθη : οὐδὲν γάρ μοι ἄελπτον , εἴ τις καλῶς σκευάσας καλῶς κατασείσειε , κἂν
' ὄνησιν οὐ σοφόν . Ἑκάβη , τὸ θεῖον ὡς ἄελπτον ἔρχεται θνητοῖσιν , ἕλκει δ ' οὔποτ ' ἐκ
5158163 πειρωμενων
καὶ πρὸς τοὺς ὁμιλητὰς ἑπτὰ ὄντας ἀνέφηνε τὴν γνώμην . πειρωμένων δὲ αὐτῶν ξυμβουλεύειν ἕτερα , εἴ πη ἀφελχθείη τῆς
φανερά . τάττεται δὲ κατὰ τῶν διάστροφα ξύλα ἢ πράγματα πειρωμένων κατευθύνειν καὶ μηδὲν ὠφελούντων . τοῦ Διὸς τὸ σάνδαλον
5089695 ἐμπεδως
. τοῦτο γὰρ λάχος διαν - ταία Μοῖρ ' ἐπέκλωσεν ἐμπέδως ἔχειν , θνατῶν τοῖσιν αὐτουργίαι ξυμπέσωσιν μάταιοι , τοῖς
πέμψαντες ἤγαγον πάλιν . νίκη δ ' ἐπείπερ ἕσπετ ' ἐμπέδως μένοι . ἄνδρες πολῖται , πρέσβος Ἀργείων τόδε ,
5045429 θορυβον
τῷ ἡγεμόνι Αἰγύπτου καὶ τοῖς ὑπ ' αὐτὸν δεινὰ καὶ θόρυβον σημαίνει . ἐν δὲ Ὑδροχόῳ γενόμενος ἐρυθρὸς ἐπιθήσεσθαι τὰ
] κρεμαμένην . κρημναμέναν ] ὑπερκειμένην . θ νεφέλαν ] θόρυβον , ζάλην . νεφέλαν ] θλῖψιν . νεφέλαν ]
5035480 σιγῃ
: καὶ γὰρ εἴ τι πάλαισμα θαύματος ἦν ἄξιον , σιγῇ τοῦτο ἐθαυμάζετο . τῆς βοῆς δὲ ἔδει τοὺς θεωμένους
ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ ' ἑκάστην . ἀλλ ' ἔχε σιγῇ μῦθον , ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσιν . ” ὣς ἄρ
5021973 ἀτλητους
ἐν ἀγορᾷ κείμενον . τὸ δὲ εἰς σίδηρον μεταβάλλειν συμφορὰς ἀτλήτους σημαίνει , ἃς ὑπομείνας ὁ ἰδὼν εἰς γῆρας ἀφίξεται
οὐδὲν ἐπίρρημα σχηματίζεται . κεδαιόμενος : διακοπτόμενος , μεριζόμενος . ἀτλήτους μελεδῶνας : ἀνυποστάτους μερίμνας ἔχω , ἀνυπομονήτους καὶ μεγάλας
4983568 Ἰαονων
χορὸς , τὸν ναυτικὸν ἡμῶν λαὸν τὸν ἡττηθέντα παρὰ τῶν Ἰαόνων λέγεις παθεῖν πῆμα ἄελπτον ; ὁ δέ φησι πρὸς
' : εὔδηλα γάρ : νέᾳ νέᾳ δύᾳ δύᾳ : Ἰαόνων ναυβατᾶν κύρσαντες οὐκ εὐτυχῶς . δυσπόλεμον δὴ γένος τὸ
4979833 ἠλεουν
αὐτοῖς , ἐπειδὴ δὲ πολλὰ καὶ πάντα ὅμοια ἦν , ἠλέουν σε τῆς κακοδαιμονίας ὁρῶν εἰς λαβύρινθον ἄφυκτον ἐμπεπτωκότα καὶ
, οὐδὲ ἐνταῦθα κατηγόρουν , ἀλλὰ τὴν τῆς γυναικὸς ἐρημίαν ἠλέουν , ἣν ἡ μὲν φιλανδρία κατήγορον ἐποίει , τὸ
4903323 δυσμενων
ἀλλ ' εἰς Ῥόδον ἀφικόμην , οὔτε μὰ τὸν Δία δυσμενῶν ὑμῖν οὔτ ' ἄλλως φιλαπεχθημόνων ἀνθρώπων πόλιν . Τὸ
ἀκοντιστῶν παρὰ τοῖς τείχεσιν ἦν : πᾶσα δὲ κατὰ τῶν δυσμενῶν νεότης κεκίνητο , φθάσας ὁ πλούσιος οὐκ οἶδα πῶς
4895080 διζεσθαι
Καλλίμαχος . δίζετο : πρὸς τὸ ἄπειρον τῶν τόπων τὸ δίζεσθαι . φθαίη : προλάβοι πρὸ τοῦ συμποσίου . νηπιάχοντα
πρήσσειν ἀνήκεστον ὧν νόμοι κωλύουσιν . διόπερ τὰ μὲν μὴ δίζεσθαι χρεών , ἐπὶ δὲ τοῖς εὐθυμέεσθαι χρεών , παραβάλλοντα
4894001 δειμα
χρύσεον ἰχθύν , παντᾷ τοι χρυσῷ πεπυκασμένον : εἷλέ με δεῖμα μήτι Ποσειδάωνι πέλοι πεφιλημένος ἰχθύς , ἢ τάχα τᾶς
ἐκ τῆς χώρας : τοῖς δὲ περὶ τὸ ἱερὸν οἰκοῦσι δεῖμα ἦν οὐδέν , ἀλλὰ Ἴωσιν ὅρκους δόντες καὶ ἀνὰ
4880814 τρυφωντων
εἰς γάμον συνελθεῖν , καὶ μήτε γάμων τῶν θρυπτομένων καὶ τρυφώντων τῷ πλούτῳ ἐπιθυμῆσαι τὸν ὄντα χερνήταν , ἤγουν τὸν
. . τῷ γένεικαὶ : μήτε γάμων τῶν θρυπτομένων καὶ τρυφώντων τῷ πλούτῳ ἐπιθυμῆσαι τὸν ὄντα χερνήτην , μήτε τῶν
4857533 ἐκπεπληγμενους
δύνασθαι σαφῶς βοηθῆσαι ἑαυτῷ τοὺς προεληλυθότας , ὁρῶν δὲ καὶ ἐκπεπληγμένους ἅπαντας , ὡς εἶδον τὴν ἐνέδραν , εἶπε πρὸς
ὀρχήσεις ἐν ὅπλοις εἶναι . ἐπὶ τούτοις ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς , πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει
4841550 ἀμελουμενον
ἂν οὐδὲ αἰχμάλωτον περιέκειρα τιμῶν τὸ κάλλος ὡς οὐχ ἡδέως ἀμελούμενον . ἀλλ ' ἐπεὶ τετέλεσται τὰ δεινά , κἂν
Κριτίαι καὶ προσετετήκει καὶ παρήγαγεν αὐτὸν ἐς ἤθη Ἑλλήνων τέως ἀμελούμενον καὶ περιορώμενον . . , Κριτίαν εἴτε τὸν ἕνα
4825719 ματαν
εἴδους διὰ τὴν παρθενίαν . ἑξῆς τέ φησιν : ἀλλὰ μάταν ἀναχόρευτος ἅδε ματαιολόγων φήμα προσέπτατο Ἑλλάδα μουσοπόλου σοφᾶς ἐπίφθονον
ἄκεά τ ' οὐ βέβαια τλάμων [ δέ τις ] μάταν παρηγορεῖ . μηδέ τις κικλῃσκέτω ξυμφορᾷ τετυμμένος , τοῦτ
4823722 πυργωματα
πόσις στράτευμ ' ἀθροίσας τὰς ἐμὰς ἀναρπαγὰς θηρᾶι πορευθεὶς Ἰλίου πυργώματα . ψυχαὶ δὲ πολλαὶ δι ' ἔμ ' ἐπὶ
πλῆθος τῶν θεῶν . προδῷς ] + τοῖς ἐχθροῖς . πυργώματα ] τοὺς πύργους . πυργώματα ] τὴν πόλιν .
4820737 σταθητε
, ἤτοι ἐπάρετε καὶ ἕξετε δόξαν , τοῖς δὲ πολίταις στάθητε εὔεδροί τε καὶ καλῶς ἡδρασμένοι , εὐστήρικτοι καὶ ἀμετάκλιτοι
ἄροισθε κῦδος , ἤτοι ἕξετε δόξαν , τοῖς δὲ πολίταις στάθητε εὔεδροί τε καὶ καλῶς ἡδρασμένοι καὶ εὐστήρικτοι καὶ ἀμετάκλιτοι
4817608 ἐσπευδον
μ ' ἔχηι ; εἶτ ' οὐ λαθεῖν τούτους ἂν ἔσπευδον , τάλαν , αὐτός τ ' ἐκεῖνος ; ἀλλ
τοσαύτης μνήμῃ τὸν κίνδυνον ἀνερρίπτουν , καὶ συνελθεῖν τῷ ἐχθρῷ ἔσπευδον , οἳ δὲ τῆς καινῆς καὶ ἀπίστου θέας διψῶντες
4812429 φοβημα
κρύος ] φόβος . κρύος ] λύπη , κίνδυνος , φόβημα . κρύος ] τρόμος . θ ἔτευξα τύμβῳ μέλος
συναστατοῦσιν . ἰδέσθαι : ἰδεῖν , θεαθῆναι . Δεῖμα : φόβημα , φόβον . φέρει : ἄγει . μοῦνον :
4800464 τιθασσευειν
τὸ παρόν . οὐ σμικρὸν μὲν οὖν ἔργον λύπην ἀκμάζουσαν τιθασσεύειν τε καὶ πραΰνειν : ἀναπλάττετε γάρ , οἶμαι ,
οὔκουν ἀνέχεται θεράπων ἢ συνήθης ἢ τῶν οἰκείων τις αὐτὸν τιθασσεύειν : ὁρᾷ γὰρ ἐξεστηκὸς καὶ δῆλός ἐστι τοὺς παρα
4794954 ἐλαυνειν
. . , : πεποίηται δὲ , φασί , τὸ ἐλαύνειν διαλέκτοις τρισί : Βοιωτῶν μὲν γὰρ τὸ ἐλάω διὰ
καὶ ἐς πολὺ τοῖς ἔπειτα ὑπάτοις ὄκνον , ἐπὶ Παίονας ἐλαύνειν . τὰ μὲν δὴ πάλαι τοσαῦτα περὶ Ἰλλυριῶν καὶ
4778942 ὀδυρμων
ὁ δὲ Πηλέως ἀλλ ' οὐδὲ τὴν πρόφασιν ἔγνω τῶν ὀδυρμῶν . τοιγαροῦν πυνθάνεται τὴν αἰτίαν αὐτοῦ καὶ διασύρει τὰ
θρηνοῦσα τροφῆς , οὐκ ἀποπτήσεται δέ που τῆς καλιᾶς , ὀδυρμῶν δὲ πάντα ἐμπλήσει , καὶ γυναῖκά τις ἂν εἴποι
4777026 ἠγειρον
τὰ τείχη σφῶν περιστάντας εὐκόλως ἀπεκρούοντο . οἳ δὲ χῶμα ἤγειρον : καὶ οἱ Μετοῦλοι τό τε χῶμα νυκτὸς καὶ
' ἀνεκρότης ' ὑφ ' ἡδονῆς τὸν δεσπότην τ ' ἤγειρον . Ὁ θεὸς δ ' εὐθέως ἠφάνισεν αὐτὸν οἵ
4758514 χαλεπαις
παντὸς ἀπαιδαγώγητον καὶ ἀδίδακτον ἐάσῃς σεαυτόν , δουλεύσεις τὸν αἰῶνα χαλεπαῖς δεσποίναις , οἰήσεσιν , ἐπιθυμίαις , ἡδοναῖς , ἀδικίαις
: βλαπτομένου , ταρασσομένου . Λευγαλέῃσι : ἐν ὀδυνηραῖς , χαλεπαῖς . κακηπελέων : κακῶς ἔχων , κακυπάρχων , ἀσθενῶν
4744598 δολον
ἅμα πάντες ἀϊδρείῃσιν ἕποντο : αὐτὰρ ἐγὼν ὑπέμεινα , ὀϊσάμενος δόλον εἶναι . οἱ δ ' ἅμ ' ἀϊστώθησαν ἀολλέες
ἐς φόβον οὐχ ὁρόωσιν , οὔ τιν ' ὀϊόμενοι μερόπων δόλον , οὐδέ τιν ' ἄτην ἵξεσθαι , σαίνουσι δ
4736001 φρονειτε
ψευδέσι λόγοις τὴν ἀλήθειαν καὶ μὴ κατ ' εὐθεῖαν ἃ φρονεῖτε λέγοντες : ἑλικτὰ κοὐδὲν ὑγιές : πανοῦργα , οὐχ
, οἱ δὲ πρεσβύτεροι τῶν ἰδίων ἔργων ἀξίως . καὶ φρονεῖτε δὲ ἐπ ' αὐτοῖς ὅσον χρὴ ἄνδρας πρὸς ἔπαινον
4735996 ματην
οὐ δύνανται : μὴ κοπιᾶτε οὖν , φασίν , εἰς μάτην . Καὶ ἐτελέσθη ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἡ οἰκοδομή ,
Πολιτείας δευτέρῳ . Γραῶν ὕθλοι . ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν μάτην ληρούντων . Γυμνοπαιδία . χοροὶ ἐν Σπάρτῃ τῆς Λακωνικῆς
4728337 τρηχειηϲ
καὶ φθίϲιεϲ γίγνονται : τουτέων δὲ ἀϲθενεϲτέρη ἡ ἀπὸ τῆϲ τρηχείηϲ ἀρτηρίηϲ . ἢν δὲ ἀπὸ ϲτομάχου ἢ κοιλίηϲ ἐμέηται
. οἷϲι δὲ ἀπὸ πνεύμονοϲ ἢ πλευρῆϲ ἢ ἀρτηρίηϲ τῆϲ τρηχείηϲ , ἧϲϲον μὲν ὀξέωϲ θνῄϲκουϲι , οὐχ ἥκιϲτα δὲ
4723623 ἠθελον
μὲν δύο οὓς ἐγὼ προὐβαλόμην , Διότιμος καὶ Μελάνωπος , ἤθελον καὶ ἀνώμοτοι καὶ ὀμόσαντες ἀποφήνασθαι ἃ ἐγίγνωσκον ἀληθέστατα ἐκ
γὰρ ἄνευ μακάρων τάδ ' ἐρέξαμεν , ἀλλά που αὐτοὶ ἤθελον ἀθάνατοι νῶιν κακὰ πολλὰ βαλέσθαι σεῦ ἀπὸ νόσφιν ἐόντος
4721368 ἀνελπιστον
, ἀλλὰ καὶ πάσης . τοῦτο δ ' οὐ παντάπασιν ἀνέλπιστον ἦν αὐτῷ , διὰ πλῆθος τῶν ἤδη δεδουλωμένων ἐθνῶν
τὰ γινόμενα ὑπ ' αὐτῶν ἦν ἐκ πολυχρονίου δουλείας εἰς ἀνέλπιστον ἀφιγμένοις ἐλευθερίαν , εὑρέθησαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ὅμως
4716057 ἀμυνειν
ἐπὶ τὴν βασιλέως ἴῃ χώραν , τοὺς ἄλλους κωλύειν καὶ ἀμύνειν βασιλεῖ κατὰ τὸ δυνατόν : καὶ ἤν τις τῶν
φίλῳ ὀρέγοντας ἑὰς χέρας : οὐδ ' ὅ γ ' ἀμύνειν ἔσθενεν : ἀμφὶ δὲ Τρῶες ἀπόπροθεν εἰσορόωντες κλαῖον ὑπὸ
4707080 λισσοντο
, θέλξαι δ ' ὑπερήνορα θῆρα . Ὣς οἳ μὲν λίσσοντο περισταδόν : αὐτὰρ ἔγωγε Αἰσονίδην ἐκέλευσα δύω δὴ φῶτε
λίθων βωμοῖο θέναρ . ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι δεσπόταν λίσσοντο ναῶν , συνδρόμων κινηθμὸν ἀμαιμάκετον ἐκφυγεῖν πετˈρᾶν . δίδυμαι
4706769 σπευδωμεν
δοκοῦν Ἀχαιοῖς ἦλθες ; ὡς φίλ ' ἂν λέγοις . σπεύδωμεν , ἐγκονῶμεν : ἡγοῦ μοι , γέρον . σὴν
. ” οὔπω πᾶν εἴρητο ἔπος καὶ Χαιρέας ἀνεβόησε “ σπεύδωμεν , ἀπίωμεν . δίκας ἐν τῷ πολέμῳ λήψομαι παρὰ
4697532 ἀντιααν
τὰ φάη ἀΐσσειν . Ἀντιάα : ἐξ ἐναντίας ἔρχεται : ἀντιάαν ἐξ ἐναντίας ἔρχεσθαι , ἢ μεταλαμβάνειν τῆς μάχης ,
ὀξέα πάλλων ἔγχεα , δυσμενέων προκαλίζεται ὅς κ ' ἐθέλῃσιν ἀντιάαν : τάχα δ ' ἄλλον ἀριστήων ὀροθύνει : ὣς
4697324 ἀνηνυτους
ψυχῆς ἀγαθῶν , οἷς συνετράφη , πρὸς τὰς τοῦ σώματος ἀνηνύτους ἐπιθυμίας , τὸ ἀρχαῖον καὶ προγονικὸν ἀρετῆς συγγενοῦς νόμισμα
καλεῖ : καθάπερ γὰρ οὐδὲν ἕτερον ἐπιτηδεύει μάγειρος ἢ τὰς ἀνηνύτους καὶ περιττὰς γαστρὸς ἡδονάς , τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ
4688920 ἀθλιον
ἐν τῇ γενικῇ , οἷον . . ὁρᾷς τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον : παρώνυμόν ἐστι καὶ οὐκ ἀπὸ τῶν εἰς
καὶ ταλαιπωρίας . Ἔτι δὲ οὐδὲ δείλαιον γῆρας , ἤγουν ἄθλιον , ἐπῆν αὐτοῖς : ἀεὶ δὲ κατὰ τοὺς πόδας
4687799 οὐτιν
υἱὸς Πραξαγόραο περικλειτᾶς τε Φιλίννας : Μοῦσαν δ ' ὀθνείαν οὔτιν ' ἐφελκυσάμαν . Οὐδενὸς εὐνάτειρα Μακροπτολέμοιο δὲ μάτηρ μαίας
κείνη , σκυλακῆος ἀπόπροθεν εἰσαΐουσα , ἔδραμε καὶ θόρεν , οὔτιν ' ὀϊσσαμένη δόλον εἶναι , γαστέρι πειθομένη δὲ μυχοὺς
4681032 ἐβλεπον
ζῴων τὰ ὅμοια νοεῖν . σχίζοντες γὰρ μέσον τὰ ἱερεῖα ἔβλεπον τὴν θέσιν τῶν ἐντοσθίων πάντων , καὶ ἐκ τούτου
καὶ τὸ κάλλος ὅλον οὐκ ἐξήρκουν ἰδεῖν . τὰ μὲν ἔβλεπον , τὰ δὲ ἔμελλον , τὰ δὲ ἠπειγόμην ἰδεῖν
4672542 βυθιον
ἐπαντλοῦντα καὶ διὰ τῶν δεξαμενῶν ἐπεισχέοντα τῇ διανοίᾳ κατακλύζει καὶ βύθιον αὐτὴν ἀπεργάζεται . διὰ τοῦτο ἐν τῷ νόμῳ τῆς
ἁπάντων καρτεροί , φωνὴ ἁπάντων κλαυθμώδηϲ : ϲτενάζουϲι δὲ μύζοντεϲ βύθιον . ἢν μὲν ὦν τοῦ θώρηκοϲ καὶ τῆϲ ἀναπνοῆϲ
4671009 ἀπαγορευοντες
τοῦ πολλὰ ἀκούειν μεταξὺ λεγόμενα καὶ τὴν ἐλπίδα αὑτῶν ἀπολύουσιν ἀπαγορεύοντες . Αἰανὸς δὲ κόρος λέγεται οὐχ ὅτι αὐτὸς σκοτεινός
χώρας ἐκπεσόντες , πρὸς τοὺς φόνους καὶ πρὸς τὴν λείαν ἀπαγορεύοντες . [ . ἀπαγορεύει . ] Οὔτε ἄλλως τὸ
4659902 ἑωρων
τέκνα δόξαντα , τήν τε σωτηρίαν οὐκ ἐν βεβαίῳ σφίσιν ἑώρων σαλεύουσαν καὶ τούτων ἕνεκα ἐς παντοῖα ἀφικνοῦντο τολμήματα :
. καὶ ἤδη ἀντιπαρατασσομένων ἀλλήλοις οἱ τῶν Συρακοσίων στρατηγοὶ ὡς ἑώρων σφίσι τὸ στράτευμα διεσπασμένον τε καὶ οὐ ῥᾳδίως ξυντασσόμενον
4657319 καρτερον
ἔπειτα τῶν πρεσβυτέρων τις Ἄγιδι ἐπεβόησεν , ὁρῶν πρὸς χωρίον καρτερὸν ἰόντας σφᾶς , ὅτι διανοεῖται κακὸν κακῷ ἰᾶσθαι ,
δοκεῖ ὡς εἴ τις ἐν τῷ αὐτῷ καὶ Ἡρακλέους τὸ καρτερὸν καὶ Ἀφροδίτης τὸ ἁβρὸν δεικνύοι . Ἐθέλω δὲ ἤδη
4651725 δωματων
πράσσειν ὡς ὑπευθύνῳ τάδε . ἡμεῖς δὲ ταῦτα τοῖς κρατοῦσι δωμάτων κοινώσομέν τε κοὐ σπανίζοντες φίλων βουλευσόμεσθα τῆσδε συμφορᾶς πέρι
σπεύδοντά τ ' ἀσπούδαστα , Πενθέα λέγω , ἔξιθι πάροιθε δωμάτων , ὄφθητί μοι , σκευὴν γυναικὸς μαινάδος βάκχης ἔχων
4645114 ἠλγουν
τε εἰς ἑσπέραν , καὶ ἅμα τῷ ὄρθρῳ τὸ ἦτρον ἤλγουν , καὶ ἐπεχώρει τὸ ἄλγημα ἐπὶ δεξιᾷ καὶ μέχρι
οὐκέθ ' ἡμῖν προσέχοντα ἐραστήν . κἀπὶ τούτοις μὲν ἧττον ἤλγουν : ἀπαναισχυντήσασα δὲ εἰς τὸ φῦκός με καὶ τὸν
4643793 πελας
θηρίον : πέλωρον δὲ καὶ πελώριον τὸ μέγα ἀπὸ τοῦ πέλας εἶναι ὤρας καὶ φροντίδος : τῶν γὰρ μεγάλων πάντων
χαλεπώτερον ἢ τυράννοις . διαλέγεσθαι ἄμεινον ἑαυτῷ μᾶλλον ἢ τοῖς πέλας . ἐλεύθερον ἀδύνατον εἶναι τὸν πάθεσι δουλεύοντα καὶ ὑπὸ
4637455 ἀεικελιῃσι
' ἐκόλαζεν καὶ παρεῖχεν ἑαυτῷ πράγματα , αὑτὸν μὲν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας , σπεῖρα κάκ ' ἀμφ ' ὤμοισι βαλών
, ὅπου τρυφὴ καὶ ἀπάτη δυναστεύουσιν , αὐτόν μιν πληγῇσιν ἀεικελίῃσι δαμάσσας , σπεῖρα κάκ ' ἀμφ ' ὤμοισι βαλών
4636720 τεθορυβημενοις
ἐπὶ τὰς προνομὰς οὐκ ἐλάττους ἑξακισχιλίων . ἄφνω δὲ προσπεσὼν τεθορυβημένοις τοὺς μὲν ἄλλους εὐθὺς ἐτρέψατο , τῶν δὲ Μακεδόνων
τὴν ἄγνοιαν , ἔκτεινον τοὺς ἐντυγχάνοντας , καὶ συντεταγμένοι τοῖς τεθορυβημένοις συμπλεκόμενοι πολλοὺς ἀνῄρουν . οἱ δὲ κατὰ τὴν στρατοπεδείαν
4635336 κτυπον
λέβητα , καὶ τὸ λείψανον τοῦ πόματος ἐνέβαλλον , καὶ κτύπον μέγαν ἀπετέλουν ἐν τούτῳ . πότων : ἀντὶ τοῦ
λεγομένων Νέστορός ἐστι , καθὸ καὶ τὸ Νέστωρ δὲ πρῶτος κτύπον ἄϊε φωνῆς . . ὅ με προἕηκε πυθέσθαι ὅν
4633356 ἐνεπλησας
Οὐκ ἄδηλον ὅτι δι ' ὅσων ἦλθες πόλεων , πάσας ἐνέπλησας τῶν ὑπὲρ ἡμῶν λόγων . καὶ γὰρ ἐνταῦθα ,
ποιεῖν , ἐπέτρεψας ἄν , ὦ Δημόσθενες , καὶ οὐκ ἐνέπλησας βοῆς καὶ κραυγῆς τὴν ἀγοράν , ὁρῶν με ,
4632738 ὀχλον
τὴν κεφαλήν , φοίνικα δὲ διὰ τῶν χειρῶν φέρεις , ὄχλον δὲ τοσοῦτον ἐπισύρῃ . καὶ ὃς ἀπεκρίνατο ἐπὶ τῷ
, τοιοῦτον εὕροις ἂν καὶ περὶ τοὺς καλουμένους σοφιστὰς πολὺν ὄχλον ἐνίοτε συνεπόμενον ἀνθρώπων ἠλιθίων : καὶ γνώσῃ ὅτι οὐδὲν
4631922 φυλακτηρες
νεῶν καὶ τάφρον ἵκοντο , οἳ δὲ νέον περὶ δόρπα φυλακτῆρες πονέοντο , τοῖσι δ ' ἐφ ' ὕπνον ἔχευε
μὲν πειθώμεθα νυκτὶ μελαίνῃ , δόρπα τ ' ἐφοπλισόμεσθα : φυλακτῆρες δὲ ἕκαστοι λεξάσθων παρὰ τάφρον ὀρυκτὴν τείχεος ἐκτός .
4630437 ἡξειν
σοι . ὅθεν καὶ ἐγγύη ἡ ὑπόσχεσις . . . ἥξειν : Ἐλθεῖν . οἴσω : Κομίσω . . .
πατρὸς ἔλεγε πρὸς αὐτόν : ὁ δὲ ὑποκρινόμενος ἔφη οὐδαμὰ ἥξειν ἐς Κόρινθον , ἔστ ' ἂν πυνθάνηται περιεόντα τὸν
4622646 ἐπαμυνειν
. Θάσιοι δὲ νικηθέντες μάχῃ καὶ πολιορκούμενοι Λακεδαιμονίους ἐπεκαλοῦντο καὶ ἐπαμύνειν ἐκέλευον ἐσβαλόντας ἐς τὴν Ἀττικήν . οἱ δὲ ὑπέσχοντο
οὐδὲν ἐφρόντιζον , Μόλωνα δὲ τὸν γναφέα καὶ ἄλλους τινὰς ἐπαμύνειν ἐπιχειροῦντας συνέκοψαν . ἤδη δὲ αὐτοῖς οὖσι παρὰ τὴν
4610485 ὁρωντων
ἀφύα ἕψεται . Ἀτρέως ὄμματα : ἐπὶ τῶν τὰ πάντα ὁρώντων , καὶ [ οὓς ] οὐκ ἔστι λαθεῖν :
ἐναπολελεῖφθαι τῷ τόπῳ : τότε γὰρ οὐ τοσοῦτο τὰς τῶν ὁρώντων ψυχὰς ἔδακνεν ἂν τὸ πάθος . Ἡμῖν μὲν καὶ
4608052 ἀγριως
ἢ ἐγέλασα ; Εὖ γε , τὸ μὴ χαλεπῶς μηδὲ ἀγρίως : συγγνωστὸς γάρ , εἰ καλόν σε οὕτως ὄντα
ὑπ ' ἀλλήλων οἱ ἀδελφοί . οὕτως ] ὠμῶς , ἀγρίως καὶ ἀπηνῶς : τὸ δὲ οὕτως αὐτὸ καθ '
4600233 σιωπῃ
ἔφαθ ' , οἱ δ ' ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ μῦθον ἀγασσάμενοι : μάλα γὰρ κρατερῶς ἀγόρευσεν . ὅτι
, ἀπὸ τῆς ἀκτῆς λέγων , ὁρᾷς , ἐγὼ κάθημαι σιωπῇ . καί μοι δοκεῖς κατὰ τὴν παροιμίαν τὸν ὑπὸ
4595621 προβαλλοντες
φυλάξωνται τὸν αὐλίσκον , ἀλλ ' ἀπὸ ταύτης ὠθῶσι βίᾳ προβάλλοντες : ὑποφραττόμενον γὰρ ὑπὸ τῶν ἀντερεισάντων τὸ τρύπημα τοῦ
τῆς Πλατωνικῆς ἐνεφοροῦντο σοφίας , οἱ δὲ τῶν θειοτέρων τι προβάλλοντες , ἀνδριάντι συνετύγχανον : οὐκοῦν ἐφθέγγετο πρὸς αὐτῶν οὐδένα
4591279 παρακυψαι
οὐδὲ ἐξῆλθον , ἀλλ ' οὐδὲ ὅλως ἐτόλμησαν μικρὸν ἔξω παρακῦψαι τῶν πυλῶν , ἀλλ ' ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο παρ '
σαυτὸν ἐμβάλλεις εἰς μέσον , Δημόσθενες ; μὴ ἐᾶτε αὐτὸν παρακῦψαι εἰς τὸ δικαστήριον . ἐὰν δ ' ἄρα ἐπιτρέπητε
4590185 θρουν
γενήσοιτο καὶ οἴκοθεν ὡς ἄκοντες αὐτῷ ξυνῆλθον , αἰσθόμενος τὸν θροῦν καὶ οὐ βουλόμενος αὐτοὺς διὰ τὸ ἐν τῷ αὐτῷ
μεταξὺ δὲ τοῦ παντὸς ἱστάμενος πλήθους εἶδον πλῆθος πορευόμενον καὶ θροῦν καὶ θόρυβον περὶ τὸν τόπον γενόμενον , ὡς τοῦ
4581814 ἀναπνευσαι
αὐτῇ οὔ τι μάλα ᾤετο χρῆναι , οὐδ ' ὅσον ἀναπνεῦσαι τῶν πόνων : καταλιπὼν δὲ αὐτοῦ Βόνον τὸν στρατηγὸν
οὐκ οἶσθα , ὅτι νῦν μὲν στῆναι , συνελθεῖν , ἀναπνεῦσαι , πολλὰ μία ἡμέρα καὶ δύο καὶ τρεῖς ἔδοσαν
4580718 ἠπειλουν
, τὴν οἰκίαν οὐκ εἰδότες , ὅλον ἐμπρήσειν τὸν στενωπὸν ἠπείλουν , ὁ δ ' ὑποδεξάμενος αὐτὸς μὲν ὤκνησε μηνῦσαι
, χρυσοῦς ἔχων κικίννους ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν , ἐσυκοφάντουν . εἰς τὰς τριήρεις δεῖν ἀναλοῦν ταῦτα
4578222 στειχοντα
ἑταίρους Ἡρακλέης δίψῃ κεκμηότας . ἀλλά μιν εἴ πως δήοιμεν στείχοντα δι ' ἠπείροιο κιόντες . ” Ἦ : καὶ
Ἔχεις τι κεἰσήκουσας ; ἤ σε λανθάνει πρὸς τοὺς φίλους στείχοντα τῶν ἐχθρῶν κακά ; Ἐμοὶ μὲν οὐδεὶς μῦθος ,
4573900 βελεσι
' ἐπὶ τῶν τειχῶν ἑστῶτες τὸ μὲν πρῶτον ὤκνουν τοῖς βέλεσι χρήσασθαι , προκειμένων αὐτοῖς σκοπῶν πολιτικῶν ἀνδρῶν , ὧν
τε καὶ φρουρ - άρχαις καὶ σίτῳ καὶ ὅπλοις καὶ βέλεσι καὶ πᾶσι τοῖς ἀναγκαίοις . ἔνια δὲ τῶν φρουρίων
4566477 ἀθλιως
εἶτ ' ἐσίγας Πλοῦτος ὤν ; Σὺ Πλοῦτος , οὕτως ἀθλίως διακείμενος ; Ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον καὶ θεοὶ καὶ
ἰδεῖν ὑπάρχοντά τινι πλοῦτον , κακῶς δὲ ζῶντα τοῦτον καὶ ἀθλίως . Νὴ Δία , πολλούς γε . Οὐκοῦν οὐδὲν
4565908 ᾠομην
ποιεῖν , ὡς αὐτοὶ ὑμεῖς ἐπίστασθε . ἦγον δὲ ὅθεν ᾠόμην τάχιστ ' ἂν ὑμᾶς εἰς τὴν Ἀσίαν διαβῆναι .
μὴ καταφρόνει ῥήτορος . . . πρὸ τούτου ς ' ᾠόμην κέρατ ' ἔχειν . . . ἐχίδνης καρδίαν ἐδήδοκεν
4562100 ἀνδρ
' Ἑρμῆ , μὴ λέγε , ἀλλ ' ἔα τὸν ἄνδρ ' ἐκεῖνον οὗπέρ ἐστ ' εἶναι κάτω : οὐ
τεμένεα νέμεται καὶ δαῖτας ἐΐσας δαίνυται , ἃς ἐπέοικε δικασπόλον ἄνδρ ' ἀλεγύνειν : πάντες γὰρ καλέουσι . πατὴρ δὲ
4562032 ἐπειγομενοις
ἱερὰ λύτρα καθαρμῶν ῥέξα , καὶ ἐλλισάμην Γαιήοχον Ἐννοσίγαιον νόστον ἐπειγομένοις δόμεναι γλυκερούς τε τοκῆας . Καί ῥ ' οἳ
ἔστιν ἡμῖν εὐχερὲς ἀναχωρῆσαι διὰ τῆς Δίρκης οὔσης βαθείας καὶ ἐπειγομένοις , ἀλλὰ δύσκολον : πολὺς τὸ διάστημα : ἅπαν
4548822 χεοντες
ἂν δὲ καὶ αὐτοὶ βαίνομεν ἀχνύμενοι , θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέοντες . ἡμῖν δ ' αὖ κατόπισθε νεὸς κυανοπρῴροιο ἴκμενον
σοί , Βάκχε , τάνδε μοῦσαν ἀγλαίζομεν , ἁπλοῦν ῥυθμὸν χέοντες αἰόλῳ μέλει , καινάν , ἀπαρθένευτον , οὔ τι
4543010 ἠδυναντο
τῶν Αἰγυπτιακῶν παθῶν „ ἦλθον εἰς Μερρά , καὶ οὐκ ἠδύναντο πιεῖν ὕδωρ ἐκ Μερρῶν : πικρὸν γὰρ ἦν .
δεδεμένας σὺν ἀλλήλαις . ” οἱ δ ' οὐ γὰρ ἠδύναντο : “ κατὰ μίαν τοίνυν πειρᾶσθ ' . ”
4540478 προσεδοκων
ἐχώρουν μὲν πάλιν τὴν αὐτὴν ἀπὸ τῶν Φίλων , καὶ προσεδόκων νῦν γέ που τοὺς καταρράκτας ὄψεσθαι . καὶ τοὺς
μέλλον . ἦ γὰρ ἂν οὐκ ἦλθον , εἰ τοῦτον προσεδόκων ἐνθάδε : πρὸ δωμάτων δράκων : εἶδος ἀντὶ εἴδους
4539989 πολεμουντα
τήμερον περὶ ταυτησὶ τῆς γραφῆς , εἰ δεῖ πρὸς ἄνδρα πολεμοῦντα τοῖς πένησιν ἀγωνίσασθαι , προςθήσω δὲ τοῦτο καὶ πλούσιον
τοιαύτην ἀτοπίαν . ἀλλὰ νῦν , ὡς εἶπον , πέπαυται πολεμοῦντα πάντα : τούς τε γὰρ συνέχοντας ἔτι νῦν μάλιστα
4513782 Ῥοδανης
ἐξηπατήθη ἢ ἐψυχαγωγήθη . οὐ σοὶ μόνῃ , τέκνον , Ῥοδάνης ἐστὶ καλός . “ Ἡ δὲ πρὸς αὐτὸ τοῦτο
ὅτι ἔχω μὲν ξίφος , ἔχω δὲ τραῦμα : καὶ Ῥοδάνης μὲν ἀνεσταυρώθη μόνον , ἐγὼ δὲ καὶ ἡψάμην τοῦ
4511478 ᾐσθομην
γένοιτο μεμαρτύρηταί τε ὑμῖν : ἐπειδὴ δὲ ἐπεδήμησα ἐγὼ καὶ ᾐσθόμην καρπουμένους τούτους τὰ ἐκείνου , . . . ὁ
ἀναιρούμενον ; ἀλλ ' εἰ μὲν μὴ καὶ πρότερον ὑμᾶς ᾐσθόμην οὐκ ἀγνοοῦντας μέν , ὡς ἡ νίκη τῶν ἔργων
4509680 αἰσχυνομαι
: ἐκ τοῦ Τίλλω , τὸ ἀνασπῶ . Αἰδοῦμαι : αἰσχύνομαι . Νίφω : βρέχω : ἐξ οὗ Νιφετός καὶ
, Γ ποδαγρᾶν , σπληνιᾶν , Γ χαλαζᾶν . Γ αἰσχύνομαι ] ἐλάχιστον γάρ ἐστιν ὃ μέλλω δοῦναι τίμημα .
4497512 θειοιν
λόγχαις ἐπείγοντες φόνον [ . τὼ δ ' εἰσιδόντε δίπτυχον θείοιν κάρα [ ἥσθησαν εἶπόν τ ' : εἶα συλλάβεσθ
μήτηρ ἐδάκρυεν οὐδὲ τὸν λόγον ἀνεχομένη τοῦ ἔργου , τοῖν θείοιν δὲ ὁ πρεσβύτερος τῇ μὲν ᾤετο βοηθεῖν δεῖν ,
4494397 εἰξαντες
αἰρομένους περιείδετε ἀναρπασθέν - τας ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς ἀναγκαίοις εἴξαντες , οὐκέθ ' ὅμοια ἔγνωκα . ἐβουλόμην δ '
οὕτως κατασκευάζει γενναίους , ὡς φόβος ὧν μέλλουσι πείσεσθαι κακῶν εἴξαντες : ἡ γὰρ προσδοκία τῶν δεινῶν ἐκ τοῦ καθυφεῖσθαι
4492287 οἰκτρως
, εἴ τι κἄμ ' οἰκτίρετε : ὡς ζῶ μὲν οἰκτρῶς , εἰ δ ' ἴδοιμ ' ὀλωλότας τούτους ,
τὴν μητέρα , καὶ παραλαβόντες ἐκείνην ἧκον πρὸς ἐμέ , οἰκτρῶς ὑπὸ τοῦ πάθους διακείμενοι καὶ ἀθλίως ἐκπεπτωκότες , κλάοντες
4490179 ἡγεισθε
ἢ λόγῳ . . . : τουτέστι , καὶ οὐχ ἡγεῖσθε τοῦτο , ὅτι , ἄν τε λόγῳ παραχθέντες ὑπ
ὑμᾶς , τόθ ' ὑμεῖς τοὺς νόμους ἔχοντά με πλησίον ἡγεῖσθε παρεστάναι [ καὶ τὸν ὅρκον ὃν ὀμωμόκατε ] ,
4488531 ἐτλη
κάρτος λώβης οὐκ ἀλέγιζεν ἀεικέος , ἀλλ ' ἐνὶ θυμῷ ἔτλη καὶ πληγῇσι καὶ ἐν πυρὶ τειρόμενός περ ἀργαλέως :
ἐν Αἰθιοπίᾳ . καὶ ἆθλος τοῦ ἀνδρός , ὃν ἑκὼν ἔτλη κατὰ ἔρωτα , οἶμαί σε , ὦ παῖ ,
4482084 κυσιν
γνωστὸς ἔσται ὅτι ἔχει . Πολλοὶ δὲ κατ ' Ἤπειρον κυσὶν ἐχρήσαντο ὧδε . Ἀπαγαγόντες δέσμιον περιέθηκαν περὶ τὸν αὐχένα
τὸ δεῖπνον εἰς τὸ σταῖς ἀπεψῶντο τὸ λίπος καὶ τοῖς κυσὶν ἐπέρριπτον . ΓΘ ἄλλως : τὸ σταῖς , ᾧ
4477571 ὑβριζοντες
: καὶ τὰ τῶν ἄλλων διῴκουν θεραπεύοντες ἀλλ ' οὐχ ὑβρίζοντες τοὺς Ἕλληνας καὶ στρατηγεῖν οἰόμενοι δεῖν αὐτῶν ἀλλὰ μὴ
, Εὔμαιε , θεοὶ τεισαίατο λώβην , ἣν οἵδ ' ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ , οὐδ ' αἰδοῦς
4471381 ἀνδρικως
μηδένα ἔξω γ ' ἀφίετ ' , ἀλλὰ τηρεῖτ ' ἀνδρικῶς τὸ πρᾶγμα . τίς δ ' ἡμῖν συνείσεται ;
ὑγιῆ τὰ μέλη . ἐπιδέξιον κατὰ πᾶν μέλος καὶ βλέποντα ἀνδρικῶς . ὁρῶντ ' ἀλκάν : βλέποντα ἀνδρικῶς . Αἰάντειον
4470010 παπτηνεν
Ἕκτορα δ ' αἰνὸν ἄχος πύκασε φρένας ἀμφὶ μελαίνας : πάπτηνεν δ ' ἄρ ' ἔπειτα κατὰ στίχας , αὐτίκα
δ ' ἀνόρουσε φόβῳ περί τ ' ἀμφί τε τοίχους πάπτηνεν θαλάμοιο : μόλις δ ' ἐσαγείρατο θυμόν ὡς πάρος
4468878 ἐχονθ
λέγων , ὅτι οἱ νικῶντες βασκαίνονται . πρὸς γὰρ τὸν ἔχονθ ' ὁ φθόνος ἕρπει , φησὶ Σοφοκλῆς . τὸ
' ἔχοντα μυρίαν που τυγχάνει , καὶ πολλὰ ἕτερα οὕτως ἔχονθ ' εὑρήσομεν . ὥστε τούτῳ γε τῷ λόγῳ μὴ
4466201 διατορον
ᾄσεται καὶ παραδέξεται τὴν τῷ Ἐνυαλίῳ πρέπουσαν μάλα ἰσχυρὰν καὶ διάτορον , οὐχ ἡδονὴν οὐδὲ ῥᾳθυμίαν φέρουσαν τοῖς ἀκούουσιν ,
φασί , μεταπεσόντος , στρατηγὸς ἢ δημαγωγὸς πέφηνεν ὀξὺ καὶ διάτορον βοῶν , ὥσπερ οἱ τῶν δραμάτων ὑποκριταὶ ἀπορρίψας μεταξὺ
4462277 κινδυνευσειν
ὥσπερ καὶ οἱ πρὸ αὐτῶν ἐποίησαν ὕπατοι : ἐξ ὧν κινδυνεύσειν αὐτοὺς δυεῖν θάτερον , ἢ δι ' αἵματος καὶ
δὲ καὶ πταῖσμά τι γίγνοιτο , οὐκ ἐν στρατιᾷ Ῥωμαίων κινδυνεύσειν , ἀλλ ' ἐν ξυμμαχικῇ τε καὶ ταύτῃ βαρβάρων
4459934 ὀψεσθαι
σώματος ἐπιλελῆσθαι , εἰ δὴ καὶ ἐν πρέσβεων ἀριθμῷ προσεδόκησας ὄψεσθαί με . ἐγὼ δὲ οὔτε τῶν ἐπιθυμούντων ἐπὶ τοιούτοις
μετελθεῖν , ὑπὸ ταύτης ἀγόμενοι τῆς ἐλπίδος , τῆς τοῦ ὄψεσθαί τε ἐκεῖ ὧν ἐπεθύμουν καὶ συνέσεσθαι : φρονήσεως δὲ
4455416 ἀποφυγειν
ἐνδοῦναί τε πρὸς βραχὺ τῷ καιρῷ καὶ τὴν Ἀχιλλέως εὐημερίαν ἀποφυγεῖν , εἰδὼς καὶ τοὺς Ἕλληνας , ὅτε φαύλως αὐτοῖς
βλαφθεὶς ἀδικοῖτ ' ἂν ἀτιμώρητος γενόμενος . Οὐ δίκαιος δὲ ἀποφυγεῖν ἐστι διὰ τὴν ἀτυχίαν τῆς ἁμαρτίας . Εἰ μὲν
4452946 κιν
! ! ! ! ! ! ! ν , ἀλλὰ κιν ? ! ! ! ! ! ! ὧτ '
μὲν ἐκπλαγῆναι τὸ παράδοξον , ὑπολαβεῖν δὲ θεῶν προνοίᾳ τῶν κιν - δύνων ἑαυτοὺς ἀπηλλάχθαι . διὸ καὶ τοῖς ἐπιγινομένοις
4444290 ὑφισταμενοι
γίνῃ τῶν πολεμίων πικρότερος τῷ πατρί . ῥᾷον γὰρ φέρομεν ὑφιστάμενοί τι δεινὸν παρὰ τῶν τοῦτο προσδοκωμένων ποιεῖν ἢ παρ
γίνῃ τῶν πολεμίων πικρότερος τῷ πατρί . ῥᾷον γὰρ φέρομεν ὑφιστάμενοί τι δεινὸν παρὰ τῶν τοῦτο προσδοκωμένων ποιεῖν ἢ παρ
4443244 ἐγειρετε
: Ἀντὶ τοῦ ἐνεργεῖτε , ταχύνατε : πρόσιτε , κόνιν ἐγείρετε , ὅτι ὁ καιρὸς οὐχὶ βραδύνειν ἐστί . .
μὴ τὸν εὔδι ' ἰαύονθ ' ὑπνώδεά τ ' εὐνᾶς ἐγείρετε . οἵμοι , φόνος ὅσος ὅδ ' ἆ ἆ
4439668 ὀκνηροτερον
. καὶ προτρέπει μὴ διὰ τοῦτ ' ἀναδύεσθαι καὶ συμβάλλειν ὀκνηρότερον , ἀλλ ' ἀνειμέναις χερσὶ καὶ γνώμαις μάλιστα μὲν
τὸ συνηγόρων τῶν ὑπὸ σοῦ πιστευομένων εὐπορεῖν , ἴσως ἂν ὀκνηρότερον διεκείμην . νῦν δ ' , ὦ βασιλεῦ ,
4436352 εἰργασω
ὁθούνεκ ' αὐτὸς αὐτὸν οὔτε νῦν καλὰ δρᾷς οὔτε πρόσθεν εἰργάσω βίᾳ φίλων , ὀργῇ χάριν δοὺς ἥ ς '
ἐξάρχουσα θρήνων τοῖς νεκροῖς : φερώνυμος : πολλὰ γὰρ νείκεα εἰργάσω : σὰ δ ' ἔρις οὐκ ἔρις : ἡ
4434861 τραπομενους
ἰδίᾳ ἕκαστον καὶ πάντας ὁμοθυμαδὸν ἐφ ' ἱκετείας καὶ λιτὰς τραπομένους ἐλπίζειν τὴν ἐξ ἐμοῦ βοήθειαν : εἰμὶ δὲ τὴν
κεφαλὴν ὀνομάσαι Καπύην . διὰ δὲ τὴν τρυφὴν εἰς μαλακίαν τραπομένους καθά - περ τῆς περὶ τὸν Πάδον χώρας ἐξέστησαν

Back