τι κἀκεῖ πλέον ἔστ ' ἀγαθοῖς , τούτων μετέχους ' Ἅιδου νύμφηι παρεδρεύοις . πολλοὺς μὲν ἤδη κἀπὸ παντοίας χθονὸς
: καὶ πεπτωκότι τρίτην ἐπενδίδωμι , τοῦ κατὰ χθονός , Ἅιδου , νεκρῶν σωτῆρος , εὐκταίαν χάριν . οὕτω τὸν
7873678 ᾁδου
τὴν καθ ' ἑαυτοῦ ψῆφον ἐκφέρει , οἱ δὲ ἐν ᾅδου δικασταί , ἅτε πρὸς τὸν τῆς ἀληθείας κανόνα τὴν
ἦν . Εὖ λέγεις , ὦ Χείρων . τὰ ἐν ᾅδου δὲ πῶς φέρεις , ἀφ ' οὗ προελόμενος αὐτὰ
7456480 Ἁδου
οἷός τ ' ὢν ἄλλως θεραπεῦσαι τὸν ἔρωτα , εἰς Ἅδου | κατελθεῖν ἠβουλήθη , ὅπως ἐκεῖ τούτῳ ἐντύχῃ .
καὶ κίβισιν ἤτοι πήραν ἢ κιβωτὸν καὶ τὴν κυνέαν τοῦ Ἅδου καὶ παρ ' Ἑρμοῦ ἀδαμαντίνην ἅρπην ἔχων καὶ παρὰ
6918165 Ἁιδην
. ὅτι σοφιστὴν καλεῖ Πλάτων καὶ τὸν Ἔρωτα καὶ τὸν Ἅιδην καὶ τὸν Δία , καὶ παγκάλην λέγει εἶναι τὴν
δ ' ὑγρὰν οὐσίαν Ποσειδῶνι προσέθηκε , τρίτον δ ' Ἅιδην τὸν ἀφώτιστον ἀέρα δηλοῖ , κοινὸν δὲ πάντων καὶ
6015904 Ταρταρον
ζητοῦσιν . Τάρταρός ἐστιν ὁ ὑπὸ γῆν κατώτατος τόπος . Τάρταρον ] τὸν ὑπὸ τὴν γῆν κατώτατον τόπον λέγουσι Τάρταρον
ἐν στερεῷ τινι καὶ οὐσιώδει καταστήματι παγεῖσαν , τὸν δὲ Τάρταρον ἀντὶ τοῦ μέσου , ὡς ἤδη πως εἰς διάκρισιν
6015319 Προμηθεως
] Τοὺς πλατεῖς . οὔκουν , Προμηθεῦ : Εἰπόντος τοῦ Προμηθέως ὅτι ἐγὼ τὴν παροῦσαν ὑπομενῶ τύχην , ἕως οὗ
οἷον εἴ τις τοὺς ἀνθρώπους μὴ πεπλάσθαι εἴποι ὑπὸ τοῦ Προμηθέως , ἀλλ ' ὑπ ' ἄλλου τινὸς τῶν θεῶν
5897584 Ἡρακλεους
διαφωνοῦσιν οἱ νεώτεροι , τὸν Νηλέα λέγοντες ἀνῃρῆσθαι ὑφ ' Ἡρακλέους , ὅτε τὴν Πύλον ἐπόρθησεν . φαίνεται γὰρ καθ
Ποσειδῶνος . . . , : Τὸν Ὕλαν Σωκράτης υἱὸν Ἡρακλέους φησίν . . . . , : Σωκράτης δὲ
5878096 Ταρταρου
, ἄγονται πρὸς Ἐρινύων ἐπ ' ἔρεβος καὶ χάος διὰ Ταρτάρου , ἔνθα χῶρος ἀσεβῶν καὶ Δαναΐδων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς καὶ
καλούμενον Τάρταρον . εἶτα ἐκ τοῦ μέρους ἐκείνου , τοῦ Ταρτάρου , τὸ ὑπὸ τὴν γῆν ἄλλο μέρος τοῦ οὐρανοῦ
5865876 Κερβερον
λέξιν τῷ χ . . . ὅτε ἦλθεν ἐπὶ τὸν Κέρβερον . . ἡ ἑτέρα πανδοκεύτρια . . τῷ Διονύσῳ
χρύσια μᾶλ ' ἔνεκεν σέθεν βαίην καὶ φύλακον νεκύων πεδὰ Κέρβερον , τότα δ ' οὐδὲ κάλεντος ἐπ ' αὐλεΐαις
5782564 Σεμελην
βροντῶν καὶ ἀστραπῶν ἐπιφανῶς ποιεῖσθαι τὴν συνουσίαν : τὴν δὲ Σεμέλην ἔγκυον οὖσαν καὶ τὸ μέγεθος τῆς περιστάσεως οὐκ ἐνέγκασαν
τὰς εἰλίποδας βοῦς ἐποίμαινε , καὶ πρεσβῦτις ἀφικνεῖται πρὸς τὴν Σεμέλην ἡ τοῦ Διὸς γαμετή . τοιαῦτα δὲ μελετῶντες πῶς
5680247 κλαπεις
μέγαν . * ἐν τῷ : * * τῇ . κλαπείς , ἤτοι ἐκ παίδων εἰς ἄνδρας ἐλθών . *
γράφεται δὲ ” κεκλαμμένον “ δωρικῶς ἀπὸ μετοχῆς τῆς ” κλαπείς “ , ὡς ” τραφείς “ . ὥσπερ οὖν
5675509 Ἀλκηστιδος
πορευόμενον ἐξένισεν Ἄδμητος . ὀδυρομένου δὲ Ἀδμήτου τὴν συμφορὰν τῆς Ἀλκήστιδος ἀνακτησάμενος Ἡρακλῆς ἐπιτίθεται τῷ Ἀκάστῳ καὶ τὴν στρατιὰν αὐτοῦ
. Ἀλκήστιδος ἀνδρεία : ἐπὶ τῶν καρτερῶν . Καί : Ἀλκήστιδος ἀναβίωσις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων καὶ ἀπίστων ⋮ Λέγεται
5659194 ἀγομαι
θυγατέρα κέλης μικρὸς καὶ οὐδέν μοι βοηθεῖς . ἐπὶ ξένην ἄγομαι γῆν καὶ δουλεύειν με δεῖ τὴν εὐγενῆ : τάχα
καὶ οὔπω τοιῶνδε ὕμνων ἐπ ' αὐτῇ δεηθεὶς ἐς γραφὰς ἄγομαι καὶ δικαστήρια . καὶ τί φῶ τὸν Ἐμπεδοκλέα ;
5646177 Ἡλιε
: τῆς μέσης δασυνομένης τὸ προσηγορικόν . Σοφοκλῆς Τηρεῖ : Ἥλιε , φιλίπποις Θρῃξὶ πρέσβιστον σέλας . Φίλιππος δὲ ψιλῶς
αὐτῷ ὅτι Ἀσία λέγεται . Καὶ εὐθέως ἔκραξεν : Ὦ Ἥλιε , ἀπώλεσας Ἰουλιανόν . Καὶ ἐκχυθεὶς τὸ αἷμα παρέδωκε
5640566 Ἀπολλωνα
μηδὲ ἄνθρωπον ὅμοιον ἐκείνῳ , ἀλλ ' αὐτὸν ὄντως τὸν Ἀπόλλωνα , ἔκ τε ὧν ἑώρα περὶ αὐτὸν σεμνωμάτων καὶ
δ ' ἐκ φίλων ἐν ἀβουλίᾳ , τουτέστι καὶ τὸν Ἀπόλλωνα παρακούσας καὶ τῆς γυναικὸς ἡττηθεὶς ἀφρόνως , ἐγείνατο μὲν
5590500 ἀποθανοντα
τὰ ἀρχαῖα ἴσασιν , Ἰμμάραδον εἶναι παῖδα Εὐμόλπου τοῦτον τὸν ἀποθανόντα ὑπὸ Ἐρεχθέως . . . . . . .
. Περιεγένοντο δὲ πάντες οὗτοι , καὶ οὐδένα τουτέων οἶδα ἀποθανόντα . Ὁκόσα διὰ κινδύνων , πεπασμοὺς τῶν ἀπιόντων πάν
5545005 ἀνελθειν
τοῦτο ποιῆσαι τὴν μητέρα . τὸν δὲ Πυθαγόραν μετὰ χρόνον ἀνελθεῖν ἰσχνὸν καὶ κατεσκελετευμένον , εἰσελθόντα τ ' εἰς τὴν
γὰρ τὸν δορυφόρον ἀνελών φησιν , ὅτι τυραννοκτονία ἐστὶ τὸ ἀνελθεῖν εἰς τὴν ἀκρόπολιν , τὸ μάχεσθαι τοῖς δορυφόροις ,
5534948 Ἀπολλωνος
, ἐπ ' Εὐρυπύλου βασι - λεύοντος Λιβύης ὡς ὑπὸ Ἀπόλλωνος διακομισθείη ἡ Κυρήνη : λέοντος δὲ τὴν χώραν λυμαινομένου
οἱ ἐν ὅλμῳ κοιμηθέντες μαντικοί , καὶ τοὺς τρίποδας τοῦ Ἀπόλλωνος ὅλμους καλεῖσθαι , καὶ Ἀπόλλων ὑπὸ Σοφοκλέους ἔνολμος .
5475314 Ἡρακλεα
ἐπὶ τῷ κατηγορεῖν , Βούσιριν δὲ ἐπὶ τῷ ξενοκτονεῖν καὶ Ἡρακλέα πάλιν ἐπὶ τῷ ἀθλεῖν , παραιτητέον . . .
, ἀπὸ τοῦ Ἀλκαίου : ὕστερον δὲ ἡ Πυθία αὐτὸν Ἡρακλέα ἐκάλεσεν , παρ ' ὅσον ἐξ ὅσον Ἥρας ἔμελλεν
5428408 νυμφειον
' οὖν τῆς ἄνω στερήσεται . Ὦ τύμβος , ὦ νυμφεῖον , ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος , οἷ πορεύομαι πρὸς
τύμβον ὀρθόκρανον οἰκείας χθονὸς χώσαντες , αὖθις πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσεβαίνομεν . Φωνῆς δ ' ἄπωθεν ὀρθίων
5410108 ἀλασθαι
Λυκίας πεδίον τὸ ἀπ ' αὐτοῦ καλούμενον ἀλήϊον πεδίον , ἀλᾶσθαι δὲ κατὰ τοῦτο πηρωθέντα , τὸν δὲ ἵππον λαβεῖν
κοινὴν οὐκ ἔτι προςκυνῆσαι τοῦ γένους ἑστίαν ἠνέσχετο : πάλιν ἀλᾶσθαι σὺν σοὶ μᾶλλον ἢ τῷ πατρὶ προείλετο . καὶ
5390771 Ἐρινυων
παλεύσει δυσλύτοις οἴστρου βρόχοις ἔρωτας οὐκ ἔρωτας , ἀλλ ' Ἐρινύων πικρὰν ἀποψήλασα κηρουλκὸν πάγην . Ἅπασα δ ' ἄλγη
μνημονεύοντες πρότερα τῷ Ὀρέστῃ τὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ γενέσθαι φασὶν ὑπὸ Ἐρινύων τῶν Κλυταιμνήστρας ἢ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ τὴν κρίσιν ,
5386618 Προμηθευς
: φησὶν δέ , οἶσθα , περὶ αὐτοῦ : Κλέων Προμηθεύς ἐστι μετὰ τὰ πράγματα . καὶ αὐτοὶ δὲ Ἀθηναῖοι
κατὰ τοῦ Διὸς πέμπων τῆς ἰδίας γλώττης ; ὁ δὲ Προμηθεύς φησι , διὰ τί φοβοίμην ἐγὼ , ᾧ οὐ
5367765 Θετιν
, ἐν ᾧ ἐπικαλεῖται τὰς Νηρεΐδας ἐξελθούσας κρῖναι πρὸς τὴν Θέτιν τις λέγων “ δέσποινα πεντήκοντα Νηρῄδων κορῶν ” .
. Πηλεὺς δ ' ἐπιθυμίαν παρέσχε καὶ θεοῖς δοῦναι τε Θέτιν αὐτῷ καὶ τὸν γάμον παρὰ Χείρωνι ὑμνῆσαι . Τελαμὼν
5361547 Πλουτωνα
. κινήσαις ἀδάμαντα : τινὲς ἀδάμαντα τὸν Πλοῦτονβέλτιον δὲ τὸν Πλούτωνα λέγεινδιὰ τὴν στερρότητα τῶν πόνων . κινήσαις δέ ,
ἧς ἀποθανούσης ὑπὸ ὄφεως κατελθὼν καὶ τῇ μουσικῇ θέλξας τὸν Πλούτωνα καὶ τὴν Κόρην , αὐτὴν ἀνήγαγεν ἐξ Ἅιδου :
5342515 Ἱππολυτον
τελευταῖον : ἕπεσθ ' ᾄδοντες : τοῦτο ἔνιοι μὲν τὸν Ἱππόλυτον φασὶν ᾄδειν . ἄμεινον δὲ τοὺς ἑπομένους τῷ Ἱππολύτῳ
. Ἄκαιρος εὔνοι ' οὐδὲν ἔχθρας διαφέρει : ταύτην φασὶν Ἱππόλυτον εἰπεῖν πρὸς Φαίδραν φάσκουσαν φιλεῖν τε καὶ στέργειν αὐτὸν
5327881 Ἡρας
Ἀθηνᾶς παρ ' Ὁμήρῳ , παρὰ δὲ τοῖς ἄλλοις καὶ Ἥρας καὶ Διός , οἷον Ἀλαλκομενεὺς Ζεύς : ἡ ἀπαλεξητικὴν
φοβηθεὶς ὁ κιθαρῳδὸς σὺν αὐτῇ στολῇ κατέφυγεν ἐς τὸν τῆς Ἥρας βωμόν : οἳ δὲ οὐδὲ ἐνταῦθα ἐφείσαντο τοῦ κιθαρῳδοῦ
5312765 Ἡφαιστον
' οὐρανὸν ἄστρωι . ἔνιοι δὲ τῶν ἱερέων φασὶ πρῶτον Ἥφαιστον βασιλεῦσαι πυρὸς εὑρετὴν γενόμενον . . . μετὰ δὲ
νήσων ἐστὶν ἡ Ἱέρα καλουμένη , ἐν ᾗ φασι τὸν Ἥφαιστον χαλκεύειν . πλαγκτὴν δὲ αὐτὴν εἴρηκεν ἀκολουθήσας τοῖς περὶ
5302947 Δελφους
Ὀνόμαρχον : καὶ ἐκ τῶν τοῦ θεοῦ χαρίσασθαι τοῦτον εἰς Δελφοὺς παραγενομένῳ . . . τῷ Πυθοδώρου τοῦ Σικυωνίου υἱῷ
εὖ μάλα συχνῶν . ἕως μὲν οὖν τὴν δεκάτην ἐς Δελφοὺς ἀπέστελλον εὐτάκτως , καὶ ἐπείθοντο τῷ χρησμῷ τῷ τοῦτο
5288637 σκοτον
? ? : ἐὰν μὲν ἐν ἰλίῳ ἔσται τὸ ὑπὸ σκότον καλυφθέντες τῷ πλήθει τῶν βελῶν ἐφεύγομεν : ἐὰν δὲ
μικρῶς τοῖς πολλοῖς . ὃ δέ φησιν Ἀριστοφάνης περὶ Αἰσχύλου σκότον εἶναι τεθνηκότος , τοῦτ ' ἄξιον καὶ περὶ τούτου
5272992 Βελλεροφοντην
τῶν κάτω καταφρονῶν ἄνθρωπος δηλαδή , καὶ οἷον ὑπερπηδῶν . Βελλεροφόντην δέ φησι τὸν φονεύοντα τὰ κακά : ὑπερενίκησε γὰρ
καὶ Εὐριπίδης περὶ τῆς Σθενεβοίας φησίν , ἐπειδὴ νομίζει τὸν Βελλεροφόντην τεθνάναι : πεσὸν δέ νιν λέληθεν οὐδὲν ἐκ χερός
5255453 Θησεα
Πειρίθου μὲν οὐδὲν ὤιετο ποιήσειν πλέον ἐγκαλῶν , τὸν δὲ Θησέα παρηιτεῖτο , καὶ χάριν ἠξίου ταύτην αὐτῶι δοθῆναι .
⌈ ἐκ Φερῶν Γ * * * Ἄδμητος ἦλθε πρὸς Θησέα Γ μετ ' Ἀλκήστιδος καὶ Ἱππάσου τοῦ νεωτάτου τῶν
5235025 Ἰω
δράγμασι σιτουμένων καὶ Πελασγικὸν τὸ Ἄργος ὠνόμασεν . Ἰάσου δὲ Ἰὼ ἐγένετο , Ἰοῦς δὲ Ἔπαφος , Ἐπάφου δὲ Λιβύη
Δωδώνην ] Τὴν νῦν Βόντιτζαν . : Λέγουσι δὲ τὴν Ἰὼ πλανωμένην ἐλθεῖν καὶ πρὸς τὴν Δωδώνην , ἔνθα εἰσὶν
5229894 Ἀνταιον
Ἀφρικὴν ὀνομασθῆναι . Τούτους γὰρ Ἡρακλεῖ συστρατεῦσαι ἐπὶ Λιβύην καὶ Ἀνταῖον , γήμαντά τε τὴν Ἄφρα θυγατέρα Ἡρακλέα γεννῆσαι υἱὸν
τόπων Βούσιριν , τῶν δὲ κατὰ τὴν Αἰθιοπίαν καὶ Λιβύην Ἀνταῖον , αὐτὸν δ ' ἐκ τῆς Αἰγύπτου μετὰ τῆς
5190958 Διος
τοῖσδ ' ἐπεῖδον ὄμμασιν αὐτὴ κατασφαγέντ ' ἐφ ' ἑρκείου Διός , αὐτὴ δὲ δούλη ναῦς ἐπ ' Ἀργείων ἔβην
, καὶ τῶν πατρῴων ὑπομνησθεὶς θεῶν , ἱδρύετο βωμὸν Ἀταβυρίου Διός . μετ ' οὐ πολὺ δὲ τῆς ἀδελφῆς αὐτόχειρ
5173944 Ἀιδεω
τὰ γὰρ περιώσια πάντα χρήματ ' ἔχων οὐδεὶς ἔρχεται εἰς Ἀίδεω , οὐδ ' ἂν ἄποινα διδοὺς θάνατον φύγοι οὐδὲ
γραφῇ φησι : δι ' ἑκκαίδεκα καὶ διηκοσίων ἐτέων ἐξ Ἀίδεω παραγεγενῆσθαι ἐς ἀνθρώπους . . . . τοῦτο κατὰ
5161137 Τανταλον
, ἐκ συῶν δὲ εἰς ἀνθρώπων μεταβῆναι διάθεσιν : ἔτι Τάνταλον τιμᾶσθαι μὲν διὰ σωφροσύνην , συνέστιον ὄντα θεοῖς ,
προσηρτημένη χρυσαῖς ἁλύσεσιν ἄνωθεν ἐξ οὐρανοῦ , ἵνα πρὸς τὸν Τάνταλον ἐλθοῦσα ἀποδύρωμαι τὰ συμβάντα . Ἀναξαγόρου δὲ μαθητὴς γενόμενος
5154026 ἀνηλθεν
. κᾆτ ' ἀνῆλθ ' αὐτῷ : Ἐκ τῶν χθονίων ἀνῆλθεν . [ πρὸς τὸ λαῖμα τῆς καμήλου : Εὐφρόνιος
πάντα καλῶς : παραλαβὼν δὲ Ἁβραὰμ τὸν ἀρχάγγελον Μιχαὴλ , ἀνῆλθεν ἐν τῷ οἰκήματι τοῦ τρικλίνου , καὶ ἐκαθέσθησαν ἀμφότεροι
5128799 Γανυμηδην
καὶ ὅτι καὶ τῶν παλαιῶν πολλοὺς ἀνήρπασαν , οἷον τὸν Γανυμήδην , τὸν Τιθωνόν , τὸν Ἀχιλλέα , μὴ βουλόμενοι
θυγατέρα μὲν Κλεοπάτραν , παῖδας δὲ Ἶλον καὶ Ἀσσάρακον καὶ Γανυμήδην . τοῦτον μὲν οὖν διὰ κάλλος ἀναρπάσας Ζεὺς δι
5120759 Εὐρυσθεως
γὰρ ζωστῆρα Ἱππολύτης ἔλαβεν . ἆθλον δὲ ἦν τοῦτο τοῦ Εὐρυσθέως ὡς καί φασιν ἕκτον Ἀμαζονίδος κόμισε ζωστῆρα φαεινόν .
Φοινικικῶν φησὶν ὅτι ἐκλήθη ἀπὸ Ἡρακλέους „ χαλεπωτάτῳ γὰρ ὑπὸ Εὐρυσθέως ἐπιταγεὶς ἄθλῳ , περισχεθεὶς τῷ τῆς Λερναίας ὕδρας ἰῷ
5114875 μυστην
δεῖ τὸν ἱερὸν περὶ τοῦ ἀγενήτου καὶ τῶν δυνάμεων αὐτοῦ μύστην λόγον , ἐπεὶ θείων παρακαταθήκην ὀργίων οὐ παντός ἐστι
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] μύστην ? ? ? ? [ ] ἐβιάζοντο τρ !
5113444 Ἡφαιστου
] Ἀντὶ τοῦ κρίκωσον . ἐρρωμένως νῦν θεῖνε : Τοῦ Ἡφαίστου εἰπόντος ὅτι καλῶς ἤδη πέπρακται τὸ ἔργον ἅπαν ,
κατὰ δὲ τὸ πλάτος ἐννεαπήχεις . Ἀφροδίτη γυνὴ ἦν τοῦ Ἡφαίστου . ταύτης ἠράσθη ὁ Ἄρης , καὶ ἐμοίχευσεν αὐτήν
5103683 ἀφικεσθαι
οὐκ ἐπιλείψει τὸ πέος πρότερον πρὶν ἐκεῖς ' οἷ φῂς ἀφικέσθαι ; οὐχὶ μαχοῦνται περὶ σοῦ : θάρρει , μὴ
ὅμως δὲ περίεστί μοι καὶ ἐσθίοντι ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀφικέσθαι καὶ πίνοντι μέχρι τοῦ μὴ διψῆν καὶ ἀμφιέννυσθαι ὥστε
5100965 παγον
ὁτιοῦν τῶν δικαστηρίων γινομένη : πρόκλησις δὲ ἡ εἰς Ἄρειον πάγον . κομᾶν τὸ ἐπί τινι σεμνύνεσθαι τῶν καλῶς αὐτῷ
, ἄν σέ τις ἀνέλῃ , ἔπειτ ' εἰς Ἄρειον πάγον οἷός τ ' ἂν εἴης τουτονὶ προκαλεῖσθαι : οὐ
5080840 Γηρυονην
Γηρυόνην . ἐπεὶ δέ σφισιν ἐναντιούμενος ἀπέφαινον ἐν Γαδείροις εἶναι Γηρυόνην , οὗ μνῆμα μὲν οὔ , δένδρον δὲ παρεχόμενον
μίαν καὶ ἓν δόρυ ; Ἔγωγε . Ἦ καὶ τὸν Γηρυόνην ἄν , ἔφη , καὶ τὸν Βριάρεων οὕτως σὺ
5078312 Ἡρακλης
. Ὠκεανός , Ἰὼ Ἰνάχου , Ἑρμῆς : Γῆ , Ἡρακλῆς . . . , . . Γεωγραφ . ,
γὰρ αὐτοὺς ἐν τοῖς συνδένδροις τόποις τῶν Κλεωνῶν ἀνεῖλεν ὁ Ἡρακλῆς ἐνεδρεύσας καὶ λοχήσας , διότι πρῴην ποτὲ τὸ στράτευμα
5076053 Ποσειδωνα
δὲ τοῦ Ἀχιλέως ἐφωράθη καὶ ἐκωλύθη . Πίνδαρος δὲ λέγει Ποσειδῶνα Ἀπόλλωνα † Δία περὶ γάμων τῆς Θέτιδος ἐρίσαι ,
' υἱόν : Χρύσιππος , παρείληφε , φησί , τὸν Ποσειδῶνα διὰ τὴν γειτνίασιν τοῦ Ὀγχηστοῦ , καθὼς συμβέβηκεν ἱπποδρομίου
5059329 Δημητηρ
ὄφρα σε Λιμὸς ἐχθαίρῃ , φιλέῃ δέ ς ' ἐυστέφανος Δημήτηρ αἰδοίη , βιότου δὲ τεὴν πιμπλῇσι καλιήν : Λιμὸς
ἴουλος ἡ ἐκ τῶν δραγμάτων συναγομένη δέσμη καὶ Οὐλὼ ἡ Δημήτηρ . λέγεται δὲ ἴουλος καὶ ζῷόν τι , θηρίδιον
5054776 Χειρωνα
πρὸς τὴν Ἱέρωνος νόσον ἐστίν : κατεύχεται γὰρ ἀναβιῶναι τὸν Χείρωνα καὶ ὑγιάσαι τῆς νόσου τῆς λιθουρίας τὸν Ἱέρωνα .
Φθίας τῆς τοῦ πατρὸς παλλακῆς . Πηλεὺς δὲ αὐτὸν πρὸς Χείρωνα κομίσας , ὑπ ' ἐκείνου θεραπευθέντα τὰς ὄψεις βασιλέα
5052624 Πολυδεκτην
ἐπ ' ὀλέθρῳ τῶν ἀκροωμένων ᾀδούσας , Νιόβην δὲ καὶ Πολυδέκτην διὰ φόβον ἀπολιθουμένους : ἐπὶ δὲ τούτους τοὺς Ὀδυσσεῖ
τὴν μητέρα μετὰ τοῦ Δίκτυος προσπεφευγυῖαν ἐν τῷ ναῷ διὰ Πολυδέκτην ἐλθὼν περὶ τὴν οἰκίαν τοῦ Πολυδέκτου καὶ συμπόσιον λαμπρὸν
5039840 Τιτυον
, χερσὶν ἔχων ῥόπαλον παγχάλκεον , αἰὲν ἀαγές . καὶ Τιτυὸν εἶδον , Γαίης ἐρικυδέος υἱόν , κείμενον ἐν δαπέδῳ
τῆς Γῆς ἀνατετράφθαι , καθὰ καὶ Ὅμηρος ἱστορεῖ : καὶ Τιτυὸν εἶδον , Γαίης ἐρικυδέος υἱόν . Φερεκύδης δέ φησιν
5029299 Ἀσκληπιον
. ὄγδοος δὲ ἐγένετο ἐπὶ τούτοις ὁ Ἔσμουνος , ὃν Ἀσκληπιὸν ἑρμηνεύουσιν . οὗτος κάλλιστος ὢν θέαν καὶ νεανίας ἰδεῖν
, Λέοντι , Τοξότῃ , ἐν Τοξότῃ δὲ καὶ Ἰχθύσιν Ἀσκληπιὸν καὶ Ὑγίειαν , ἐν δὲ Παρθένῳ καὶ Αἰγοκέρωτι Διόνυσον
5019101 Θεμιν
διαδεξάμενον τὴν βασιλείαν τοῦ Κρόνου γῆμαι Ἥραν καὶ Δήμητρα καὶ Θέμιν , ἐξ ὧν παῖδας ποιήσασθαι Κούρητας μὲν ἀπὸ τῆς
* μουσικὰν ὀρθὰν ἐπιδεικνυμένου * * * πρῶτον μὲν εὔβουλον Θέμιν οὐρανίαν χρυσέαισιν ἵπποις Ὠκεανοῦ παρὰ παγᾶν Μοῖραι ποτὶ κλίμακα
5015561 Ὠκεανον
' Ἠέλιόν τε μέγαν λαμπράν τε Σελήνην Γαῖάν τ ' Ὠκεανόν τε μέγαν καὶ Νύκτα μέλαιναν ἄλλων τ ' ἀθανάτων
Ὠκεανὸν ὑπάρχειν ὑπειλῆφθαι , περὶ οὗ καὶ τὸν ποιητὴν λέγειν Ὠκεανόν τε θεῶν γένεσιν καὶ μητέρα Τηθύν . οἱ γὰρ
5009182 ἡφαιστοτευκτον
. ἐν τοῖς ἐπὶ Πελίᾳ ἄθλοις διὰ τὴν σωφροσύνην ἔλαβεν ἡφαιστότευκτον μάχαιραν ὁ Πηλεύς . ὁ . . . Πηλεὺς
ἐν τῶι περὶ Βίαντος [ ] λέξομεν . ἄλλοι φασὶν ἡφαιστότευκτον εἶναι αὐτὸν καὶ δοθῆναι πρὸς τοῦ θεοῦ Πέλοπι γαμοῦντι
5003943 οὐρανου
νοσοποιόν , φθοροποιόν , ἔξωρον , λοιμῶδες , κακῶς ἔχον οὐρανοῦ , καὶ ὅσα ἄλλα ἔστιν εἰπεῖν λόγῳ . τὰ
τοῦ Πλάτωνος , ὡς καὶ ἐν τῷ Α τῆς Περὶ οὐρανοῦ εἴρηται , ἔλεγεν ὅτι διδασκαλίας χάριν καὶ τοῦ γνῶμαι
4996022 Πλουτων
τὸ νᾶμα τοῦ πόρου καὶ τοῦ ὁρισμοῦ τοῦ Πλούτωνος . Πλούτων δέ ἐστι ποταμὸς Αἰθιοπίας . οὕτω δὲ λέγεται διὰ
δυάδα οὗτός ἐστιν ὁ Ζεύς , πρὸς ὃν καὶ ὁ Πλούτων ἐπιστρέφεται : καὶ τὸν νοῦν προσείληφεν καὶ τοὺς λόγους
4992093 Κρονον
Ἰδαίαν καλουμένην ἀπὸ τῆς γυναικὸς ὀνομάσαι Κρήτην . τὸν δὲ Κρόνον μυθολογοῦσι κρατήσαντα τῶν Ἀμμωνίων τόπων τούτων μὲν ἄρχειν πικρῶς
νῦν παρὰ ποταμοὺς βοῶσι καὶ λίμνας . Ἡνίκα Ῥέα φοβουμένη Κρόνον κατέκρυψεν ἐν τῷ κευθμῶνι τῆς Κρήτης τὸν Δία ,
4987697 Προμηθεα
οὐ κατὰ τὸν κοινὸν λόγον ἐν Καυκάσῳ φησὶ δεδέσθαι τὸν Προμηθέα , ἀλλὰ πρὸς τοῖς Εὐρωπαίοις τέρμασι τοῦ Ὠκεανοῦ ,
ὀνομάζοντες Φορωνέως εἶναι : οὐ γάρ τι ὁμολογοῦσι δοῦναι πῦρ Προμηθέα ἀνθρώποις , ἀλλὰ ἐς Φορωνέα τοῦ πυρὸς μετάγειν ἐθέλουσι
4987565 ἀνηγαγεν
ὅτι τῇ τοῦ Ἡλίου ἀντίμιμον ἐποιήσατο διφρείαν ὑποζεύξας ἵππους λευκοὺς ἀνήγαγεν εἰς τὰ ἄστρα : πρῶτόν τε Ἀθηνᾷ πομπὴν ἤγαγεν
ἐκ τοῦ οὖν Θησέως ἔλαβεν αὐτὴν ὁ Διόνυσος , καὶ ἀνήγαγεν αὐτὴν ἐν τῇ Νάξῳ , καὶ συνεμίγη αὐτῇ .
4983016 θεον
περὶ τὸν Ἑρμῆν ἐμέ τε λυπεῖς καὶ πρὸ ἐμοῦ τὸν θεόν . οὔκουν ἐκβαλοῦμεν ἅττα ἔχει μαθὼν παρ ' ἐκείνου
πῶς τὶς αὐτὴν διηγήσεται ; Καλὸν μὲν γὰρ εἶναι τὸν θεόν , καὶ τῶν καλῶν τὸ φανότατον : ἀλλ '
4978040 βωμον
ὤν γε θεὸς οὐκ εἴασα τὴν ὀσφῦν ἂν ἐπὶ τὸν βωμὸν ἐπιθεῖναί ποτε , εἰ μὴ καθήγιζέν τις ἅμα τὴν
βδελυρία εἰς πᾶσαν τὴν πόλινἐπῄει δὲ ἐκκλησία θέουσι πρὸς τὸν βωμὸν καὶ αὐτοὶ τῶν συγκυβευτῶν τινες , καὶ περιστάντες ἐδέοντο
4977622 Ῥεας
τῆς οἰκίας , ὅτε ἐτίκτετο , καὶ τύμπανα ἠκούετο ἐκ Ῥέας , ἐλέγοντο δὲ καὶ αἱ Νύμφαι χορεῦσαί οἱ καὶ
κατὰ τὴν νύκτα , τὴν σεμνὴν θεόν . λέγεται δὲ Ῥέας ἱερὸν πλησίον τῶν Πινδάρου οἴκων εἶναι . φησὶν οὖν
4974343 Ὠκεανου
χερσίν : εἶτα πάλιν ὑποβάντα λέγειν πὰρ δ ' ἴσαν Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην / ἠδὲ παρ '
τῆς Ἡφαίστου , Σειληνὸς δὲ ἐν δευτέρῳ , Αἴτνης τῆς Ὠκεανοῦ καὶ Ἡφαίστου , κληθῆναι δὲ αὐτοὺς Παλικοὺς διὰ τὸ
4973279 μεταβληθεισα
γενομένη κατὰ διάβρωσιν ἐποίησε ῥῆξιν , ἢ ἐκ τῆς φύσεως μεταβληθεῖσα εἰς πῦον ἐῤῥάγη καὶ ἐποίησεν ἀπόστημα . τοιαύτη ἡ
: λέγουσι γὰρ ὅτι Ποσειδῶνος ἐρασθέντος αὐτῆς αὐτὴ εἰς ἵππον μεταβληθεῖσα καὶ μεταξὺ ἀγέλης ἱππικῆς εἰσφρήσασα τοὺς ἵππους ἐτάραξε διὰ
4970825 μυθολογουσι
. ἱππονώμαν : τὸν νωμῶντα καὶ ἡνιοχοῦντα τοὺς ἵππους . μυθολογοῦσι γὰρ οἱ Ἕλληνες , ὅτι τέσσαρσιν ἵπποις ὁ Ἥλιος
δ ' ἱερεῖς εὑρετὴν μὲν τῶν παιδειῶν καὶ τῶν τεχνῶν μυθολογοῦσι τὸν Ἑρμῆν γεγονέναι , τῶν δ ' εἰς τὸν
4970185 Τυφωνα
θεὰς τῶν Εὐμενίδων . . . . : [ ἐπιθέσθαι Τυφῶνα εἰρήκασι ] [ τῆι βασιλείαι ] Διός , [
Ὀσίριος παῖδα , τὸν Ἀπόλλωνα Ἕλληνες ὀνομάζουσι : τοῦτον καταπαύσαντα Τυφῶνα βασιλεῦσαι ὕστατον Αἰγύπτου . Ὄσιρις δέ ἐστι Διόνυσος κατὰ
4968857 ἀθλιως
εἶτ ' ἐσίγας Πλοῦτος ὤν ; Σὺ Πλοῦτος , οὕτως ἀθλίως διακείμενος ; Ὦ Φοῖβ ' Ἄπολλον καὶ θεοὶ καὶ
ἰδεῖν ὑπάρχοντά τινι πλοῦτον , κακῶς δὲ ζῶντα τοῦτον καὶ ἀθλίως . Νὴ Δία , πολλούς γε . Οὐκοῦν οὐδὲν
4966002 Ὀλυμπιαν
συλλαβῇ . τὸ μὲν Ἀρχιλόχου μέλος : Ἀρχίλοχος ἐλθὼν εἰς Ὀλυμπίαν μέλος ἐποίησεν εἰς Ἡρακλέα ἔχον οὕτως : τήνελλα καλλίνικε
ὡς γένος τε εἴη Μιλήσιος καὶ Ἰώνων ἀναθείη πρῶτος ἐς Ὀλυμπίαν εἰκόνα . τούτου μὲν δὴ Πολύκλειτος τὸν ἀνδριάντα εἰργάσατο
4949087 Ἀιδην
: θανάσιμα , ἀπὸ τοῦ Ἄιδης τὸν θάνατον , τὸν Ἄιδην * προσμάξηται : φέρῃται * ζαμενές : λίαν ἰσχυρῶς
ὑλικοῖς στοιχείοις . τούτων δὲ τὴν μὲν διὰ τοῦ ἀέρος Ἄιδην ἀειδῆ προσαγορεύει , τὴν δὲ διὰ τοῦ ὑγροῦ Ποσειδῶνα
4948973 μυθευεται
τοῖς ἀνθρώποις ἡ ἥμερος τροφή , ἐστί . ταύτην δὲ μυθεύεται σπεῖραι διὰ τῆς οἰκουμένης ὁ Τριπτόλεμος ὁ Ἐλευσίνιος ἀναβιβασάσης
βουλεύματα : ἢ τὸν τοὺς λαοὺς ἐργασάμενον : οὗτος γὰρ μυθεύεται πλάσαι τὸν ἄνθρωπον . . : Λαῶν ἔργον ὀφείλοντα
4944909 Ὀρεστην
' ἐπιών νιν βίοτος εὐδαίμων μένει . Ἄργους δ ' Ὀρέστην , Μενέλεως , ἔα κρατεῖν , ἐλθὼν δ '
ὁ χρήσας αὐτὸς ἦν ὁ μαρτυρῶν , ὡς ταῦτ ' Ὀρέστην δρῶντα μὴ βλάβας ἔχειν . ὑμεῖς δ ' ἐμεῖτε
4944434 οὐρανον
. οἱ μὲν κατωκάρα δεσμοῖσι δέδενται πιτνάντες θοὰν κλίμακ ' οὐρανὸν ἐς αἰπύν * * * ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ
' ὅλης γὰρ τῆς νυκτὸς προηγεῖτο λαμπὰς καιομένη κατὰ τὸν οὐρανὸν μέχρι οὗ συνέβη τὸν στόλον εἰς τὴν Ἰταλίαν καταπλεῦσαι
4943794 Τιτανων
, δι ' οὗ τὸν υἱὸν Ὧρον , ὑπὸ τῶν Τιτάνων ἐπιβουλευθέντα καὶ νεκρὸν εὑρεθέντα καθ ' ὕδατος , μὴ
Ἡρακλῆς . . . : Τιτανὶς ] Ἡ μία τῶν Τιτάνων . : Τιτᾶνες ἐκαλοῦντο οἱ ἀπὸ τοῦ Οὐρανοῦ καὶ
4936811 Φασιν
ἑαυταῖς . οὕτω τὸ αὑταῖς σύντασσε . [ . ] Φασὶν ὡς πρὸ τοῦ γενέσθαι ἀρισταῖον τὰ πρόβατα οὐκ εἶχεν
ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα . Φιλίας δικαίας κτῆσις ἀσφαλεστάτη . Φασὶν κακίστους οἱ πονηροὶ τοὺς καλούς . Φίλον βέβαιον ἐν
4934852 Διονυσος
ταῖς ὄχθαις τοῦ Σαγγαρίου ἔρρηξε τοὺς δεσμοὺς τοῦ Διὸς ὁ Διόνυσος ἤδη τρόφιμος ὤν . : ἐνάπτεσθαι δὲ καὶ καθάπτεσθαι
Οὕτω γὰρ τοὺς λόγους ποιεῖς ὡς πάντα προσδέχεσθαι . . Διόνυσος , ὃς : Ὑψιπύλης ἡ ἀρχή . 〚 κάθαπτος
4934440 παιανα
κοινῇ μηδὲν ἀτυχούντων , συνῇδον μετὰ τῶν ἄλλων πρέσβεων τὸν παιᾶνα , ἡνίκα ὁ θεὸς μὲν ἐτιμᾶτο , Ἀθηναῖοι δὲ
ἀλλὰ γένος τι ὕμνου τὸν λίνον , ὥσπερ εἰ ἔλεγε παιᾶνα ᾖδεν ἤ τι τοιοῦτον . διὸ ἡ διπλῆ .
4932762 Ὀλυμπου
μόλε , χρυσῶπα τινάσσων , ἄνα , θύρσον κατ ' Ὀλύμπου , φονίου δ ' ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες . πόθι
αἰωρήμασιν πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις , φερομέναν δίναισι , βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατέρι Ταντάλωι
4930438 ἠγαγεν
Εὔριπον καὶ τὴν θάλασσαν , οὗ αὐτοῖς τὰ πλοῖα ἃ ἤγαγεν ὥρμει . καὶ ἀποκτείνουσιν αὐτῶν ἐν τῇ ἐσβάσει τοὺς
Ἀντιφάνην εἰπεῖν τόδε : τὸν ταὼν ὡς ἅπαξ τις ζεῦγος ἤγαγεν μόνον , σπάνιον ὂν χρῆμα , πλείους εἰσὶ νῦν
4930022 κατελθειν
ἔσεσθαι τοῦτον οὐδὲ βουλόμεθα , ἀλλά σε εὖ πράξαντα οἴκαδε κατελθεῖν τὴν ταχίστην . νῦν οὖν ἐπεὶ ἥψω τῷ λόγῳ
οἷον εἰ διανοοίμεθα πλεῦσαι ἐξ Αἰγύπτου Ἀθήναζε , οὐ χρὴ κατελθεῖν εἰς τὸν λιμένα οὐδὲ ναῦν ζητῆσαι οὐδὲ τὰ σκευάρια
4925025 Ὀρεστου
Τροίαν ἑλέειν Παναχαιούς . . . . : περὶ τῆς Ὀρέστου κρίσεως ἐν Ἀρείωι πάγωι ἱστορεῖ καὶ Ἑλλάνικος ταῦτα γράφων
Καὶ μήν , εἰ μυθολογικὸς ἦν , τόν τε τοῦ Ὀρέστου νεκρὸν διῄειν , ὃν ἑπτάπηχυν ἐν Νεμέᾳ Λακεδαιμόνιοι εὗρον
4924633 Ἠλυσιον
ὑπάρχω , ἔσω , ἔσκω ποιητικῶς , τὸ ὑπάρχω . Ἠλύσιον πεδίον παρ ' Ἕλλησιν ὁ παράδεισος ἀπὸ τοῦ α
πλεῖστα καὶ θαυμαστὰ φύονται . ἐν ταύτῃ γὰρ καὶ τὸ Ἠλύσιον πεδίον καὶ τὴν τῶν Φαιάκων γῆν ἐμύθευσαν εἶναι .
4918438 Ἀρτεμιν
. . . διὰ τὸ τὴν Λητὼ τεκοῦσαν καὶ τὴν Ἄρτεμιν κομίζουσαν γενομένην κατὰ τὸν τόπον , οὗ νῦν βωμὸς
Λητὼ καὶ δάφνης καὶ φοίνικος πρῶτον ἐκεῖ φανέντων ἁψαμένη τὴν Ἄρτεμιν γεννᾷ , ἡ δὲ ταύτην μαιεύει , καὶ τίκτει
4916139 Ἀπολλων
ὡς Συβαρίτης . Ἑκαταῖος περιηγήσει Αἰγύπτου . Λιθήσιος , ὁ Ἀπόλλων ἐν τῷ Μαλέα λίθῳ προσιδρυμένος ἐκεῖ . Ῥιανὸς Ἠλιακῶν
Κορωνίδα : λοιμὸς γὰρ ἐγένετο , αἴτιοι δὲ τῶν λοιμῶν Ἀπόλλων καὶ Ἄρτεμις . λοιμοῦ οὖν γενομένου συναπήλαυσαν οἱ μηδὲν
4915689 Κορη
λέγειν ὅτι οὐκ οἴδαμεν , εἰ ἔστι τις Δημήτηρ ἢ Κόρη ἢ Πλούτων : ἵνα μὴ λέγω , ὅτι νυκτὸς
μὲν ἡ γῆ καλεῖται , ὅτι πάντων ἡ γῆ μήτηρ Κόρη δὲ νῦν καὶ Περσεφόνη , τὰ ἐκ τῆς γῆς
4911377 Περσεφονην
“ ὁ ἐχῖνος . ” ναὶ τὰν Κόραν : τὴν Περσεφόνην Κόρην ὠνόμασεν : ὀνομάζουσι γὰρ αὐτὴν καὶ οὕτω .
* Λέπτυννιν οἱ μὲν τὸν ᾅδην , οἱ δὲ τὴν Περσεφόνην οἷον τὴν λεπτύνουσαν τὰ σώματα τῶν ἀποθνησκόντων * .
4910867 Νικην
Πλοῦτον , Ὄσιριν δὲ Ἰχθύσιν , Ὑδροχόῳ , Ταύρῳ , Νίκην δὲ ἐν Παρθένῳ , Καρκίνῳ , τὸν δὲ Σάραπιν
τοὐμὸν δὲ καὶ τὰς ἀμπέλους . καλῶ δ ' Ἄρη Νίκην τ ' ἐπ ' ἐξόδοις ἐμαῖς , καλῶ δὲ
4906985 Ἀχεροντα
, ὅτε εἰς τὴν ἀποικίαν ἔπλεον , χειμασθέντες εἰς τὸν Ἀχέροντα ποταμὸν κατέφυγον , ὅθεν καὶ διασωθέντες οἱ ναῦται Σοωναύτην
δὲ καὶ τοῦτον ὁ ἐκ Δωδώνης χρησμὸς φυλάττεσθαι κελεύων τὸν Ἀχέροντα καὶ τὴν Πανδοσίαν . . . δεικνυμένων γὰρ ἐν
4894332 Ἀλκηστις
ὡς ἀνοίκεια τῆς τραγικῆς ποιήσεως ὅ τε Ὀρέστης καὶ ἡ Ἄλκηστις , ὡς ἐκ συμφορᾶς μὲν ἀρχόμενα , εἰς εὐδαιμονίαν
συλλαμβάνει . ἔλεγον οὖν οἱ ἄνθρωποι „ ἀνδρεία γε ἡ Ἄλκηστις : ἑκοῦσα ὑπεραπέθανεν Ἀδμήτου . „ τοῦτο μέντοι οὐκ
4888190 βλεψας
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , λέγουσαν : Ἑρμᾶ , χαῖρε . βλέψας δὲ εἰς αὐτὴν λέγω αὐτῇ : Κυρία , τί
τὰ σίνη διὰ τομῶν καὶ καύσεων , τὴν δὲ Ἀφροδίτην βλέψας τούς τε θανάτους πυρεκτικοὺς ἀπεργάζεται καὶ πάθη τὰ δι
4878411 Ἡρα
ἑκατόν : ὡς δ ' ἐξ ἐπιταγῆς Εὐρυσθέως ἐκελεύσθη ὁ Ἡρα - κλῆς φονεῦσαι αὐτήν . καὶ εἰς μάχην σταθεὶς
Σόλων | . . . . . . ] μα Ἡρα - κλέους παρὰ τοῖς Ἕλλησι , Σωκράτης δὲ πρὸς
4877821 θεσφατων
ἅμα ; Ἀλλ ' εἶμι , μῆτερ : εἰ δὲ θεσφάτων ἐγὼ βάξιν κατῄδη τῶνδε , κἂν πάλαι παρῆ :
τωι ] τινί . προσεικάζω ] στοχάζομαι . Ἀπὸ δὲ θεσφάτων : παρὰ τὰ λεγόμενα ἐν συνηθείαι : οὐδεὶς εὐτυχὴς
4876164 Ὑπερβορεων
: Ἴστρον μιν καλέοντες : Τὸν Ἴστρον φησὶν ἐκ τῶν Ὑπερβορέων καταφέρεσθαι καὶ τῶν Ῥιπαίων ὀρῶν : οὕτω δὲ εἶπεν
υἱός , ἀνερχόμενος Λυκίηθεν τῆλ ' ἐπ ' ἀπείρονα δῆμον Ὑπερβορέων ἀνθρώπων , ἐξεφάνη : χρύσεοι δὲ παρειάων ἑκάτερθεν πλοχμοὶ
4872254 Κρητην
καλούμενον ὄρος ἐθεάσατο τὰς πέριξ νήσους , κατιδὼν δὲ καὶ Κρήτην , καὶ τῶν πατρῴων ὑπομνησθεὶς θεῶν , ἱδρύετο βωμὸν
] Πασιφάης [ ] [ ἦσαν πάντες ? ] τὴν Κρήτην ἐπεὶ πολλαὶ ἐκεῖ [ κυπάρισσοι ] γίγνονται [ !
4867205 Τανταλου
διεμέρισαν πρὸς ἀλλήλους : * * σοῦ . . Υἱὲ Ταντάλου ] ὦ Πέλοψ , υἱὲ τοῦ Ταντάλου , τὰ
τῆς εὐδαιμονίας . Ὅμοιόν ἐστι τὸ κῶλον τῷ περὶ τοῦ Ταντάλου ἐν τῷ Αʹ Εἴδει τῶν Ὀλυμπίων : . .
4864341 Ταλω
. ἐν Κρήτῃ δὲ κατάρας ὑπὸ Λεύκου ἢ Ἀμύκτου τοῦ Τάλω στασιασάντων καὶ δέκα πόλεις πορθησάντων τῆς Κρήτης ἐκβάλλεται .
, ἓξ γενεαῖς ὕστερον . μετὰ δὲ τὴν Δαιδάλου δίκην Τάλω σοφίας πέρι ἀγωνιζόμενον ἀδελφιδοῦν ἀποκτείναντος δολόεντι θανάτωι καὶ φυγόντος
4864305 νιν
νικήσαντα ἐν τῇ τέχνῃ αὐτοῦ , ἤτοι τῇ αὐλητικῇ , νὶν καὶ αὐτὴν τὴν ἑλλάδα : ἥντινα τέχνην ἐφεῦρεν ἡ
νὶν καὶ τὸ γένειον ὅλον καὶ μέρος . τὸ μὲν νὶν ὅλον , τὸ δὲ γένειον μέρος : ὥσπερ ἐστὶ
4853434 κατεσθιεται
, παρέσχεν ἑαυτὸν τροφὴν , τουτέστιν ἄλλος ὑπ ' ἄλλου κατεσθίεται : ἀλληλοφάγοι γὰρ καὶ ἄδικοι οἱ ἰχθύες . Γενύεσσι
τὸν ἐχῖνον , καὶ τελευτῶσιν ἀμφότεροι . Ὅτι ὁ κάραβος κατεσθίεται ὑπὸ τοῦ πολύποδος : ἡνίκα τὸν κάραβον ὑπὸ τὰς
4848453 Δαιδαλον
σφᾶς , οἱ δὲ καὶ γυναῖκα ἐκ Γόρτυνος ἐθέλουσι λαβεῖν Δαίδαλον καὶ τὸν Δίποινον καὶ Σκύλλιν ἐκ τῆς γυναικός οἱ
Ἰκάριον ὀνομασθῆναι καὶ τὴν νῆσον Ἰκαρίαν κληθῆναι . τὸν δὲ Δαίδαλον ἐκ τῆς νήσου ταύτης ἐκπλεύσαντα κατενεχθῆναι τῆς Σικελίας πρὸς
4835189 καταφυγοντα
: καὶ ἕνα μὲν ἔτι καθεύδοντα ἀπέκτειναν , ἄλλον δὲ καταφυγόντα πρὸς τὸ Ἥραιον . φυγῇ δ ' ἐξαλλομένων κατὰ
οἱ δὲ αὐτὸν προλαβόντες τε ἀπέκλεισαν ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ καὶ καταφυγόντα ἔς τι πανδοχεῖον ἔσφαξαν . πολλοί τε τῶν διωκόντων
4830488 Τυφωνος
, ” εἴτε ἄνθρωπός εἰμι εἴτε καὶ ἄλλο τι θηρίον Τυφῶνος πολυπλοκώτερον . “ Δημόκριτος δὲ ὁ τῇ Διὸς φωνῇ
χωρὶς δηλονότι τοῦ Ποσειδῶν Ποσειδῶνος καὶ ταῶν ταῶνος καὶ Τυφῶν Τυφῶνος : ταῦτα γὰρ οὐ κλίνονται διὰ τοῦ ντ ,

Back