? ? : ἐὰν μὲν ἐν ἰλίῳ ἔσται τὸ ὑπὸ σκότον καλυφθέντες τῷ πλήθει τῶν βελῶν ἐφεύγομεν : ἐὰν δὲ
μικρῶς τοῖς πολλοῖς . ὃ δέ φησιν Ἀριστοφάνης περὶ Αἰσχύλου σκότον εἶναι τεθνηκότος , τοῦτ ' ἄξιον καὶ περὶ τούτου
7198033 οἰστρον
περιωπῇ τούτων ἕστηκεν ἐμπλήσας τὴν παρειὰν χόλου , τὸν δὲ οἶστρον προσβακχεύσας ταῖς γυναιξίν . οὔτε ὁρῶσι γοῦν τὰ δρώμενα
ῥιπῇ : ὁρμῇ . Θύνῳ : θύνῳ καὶ ξιφίῃ ἐνήμενον οἶστρον . συνέμπορον : συνεπόμενον . ὀπηδεῖ : ἀκολουθεῖ ,
6704845 νερτερα
. φαλήτων : Τῶν μορίων . τὰ δ ' ὑπέρτερα νέρτερα : Τὰ ἐπικρατέστερα εὐτελέστερα ποιήσει , τοὺς ἄνδρας δηλονότι
ἐγκυκλία , παίκτειρα διώγμασιν ἠεροφοίτοις , ἣ φάος ἐκπέμπεις ὑπὸ νέρτερα καὶ πάλι φεύγεις εἰς Ἀίδην : δεινὴ γὰρ ἀνάγκη
6693516 Ἁιδαν
, πυρὸς τετακότας σποδῶι : ποτανοὶ δ ' ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν . πάτερ , † σὺ μὲν σῶν † κλύεις
τάφον τε ματεύουσα τὸν αὐτόν , ἔμμοχθον καταλύσους ' ἐς Ἅιδαν βίοτον αἰῶνός τε πόνους : ἥδιστος γάρ τοι θάνατος
6567523 Ἁιδην
. ὅτι σοφιστὴν καλεῖ Πλάτων καὶ τὸν Ἔρωτα καὶ τὸν Ἅιδην καὶ τὸν Δία , καὶ παγκάλην λέγει εἶναι τὴν
δ ' ὑγρὰν οὐσίαν Ποσειδῶνι προσέθηκε , τρίτον δ ' Ἅιδην τὸν ἀφώτιστον ἀέρα δηλοῖ , κοινὸν δὲ πάντων καὶ
6515499 μοχθον
ἔχον πόνον , ἀμφὶ δ ' ἀέθλῳ δῆριν ἔχον καὶ μόχθον : ἐυπλεκέων δ ' ἐπὶ δίφρων ἡνίοχοι βεβαῶτες ἐφίεσαν
ἔργωι δοῦλος ἦν , μάτην πονῶν . διαμεθεὶς δὲ τόνδε μόχθον , ὡς ἐμοῦ πεφευγότος ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων
6494073 ποδ
! ! ! ! ! ﹙ ! ﹚ στείβοισα ] ποδ [ ! ! ! ! ! ! ] α
ἀκριβολογίαν ποιησόμεθα . † παντὸς μέτρου καὶ τοῦ ὀνομαζομένου κανὼν ποδ . ἐπιπέδου λιθικοῦ πήχ . , ἐφ ' ᾧ
6482727 ταλαιναν
ὃν οὐδὲ κατθανόντα γαῖα κεύθει . ἀλλ ' ἐμὲ τὰν τάλαιναν ἐξ ἐνέρων περῶν κυναγεῖ , πλανᾷ τε νῆστιν ἀνὰ
ὁμολογούμενα . κοὐ προστίθημι τἄλλα , διότι πανταχοῦ διὰ τὴν τάλαιναν πάντα ταύτην γίνεται . ὅταν με καλέσῃ πλούσιος δεῖπνον
6445997 αἰθερ
. εὐδαιμονίζων ὄχλος ἐξέπληξέ με . ἔλα δὲ μήτε Λιβυκὸν αἰθέρ ' εἰσβαλών : κρᾶσιν γὰρ ὑγρὰν οὐκ ἔχων ,
ἐμὰς [ ] μονα . . . ἰδού , πρὸς αἰθέρ ' ἐξαμίλλησαι κόρας γραπτούς τ ' ἐν αἰετοῖσι πρόσβλεψον
6441333 ὀμματ
ὕπερθ ' ἁλός , αὐτὰρ Ἰήσων δακρυόεις γαίης ἀπὸ πατρίδος ὄμματ ' ἔνεικεν . οἱ δ ' , ὥστ '
προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι , οὓς δακρύοις κατέβρεξα : κάτομβρα γὰρ ὄμματ ' ἐρώντων . ἀλλ ' ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε
6436888 σκοτιαν
λεύσσειν πτώματα νεκρῶν τρισσῶν ἤδη τάδε πρὸς μελάθροις κοινῶι θανάτωι σκοτίαν αἰῶνα λαχόντων . οὐ προκαλυπτομένα βοτρυώδεος ἁβρὰ παρῆιδος οὐδ
αἰθέρ ' ἵκανεν . ” ὅτε δὲ θηλυκῶς , τὴν σκοτίαν σημαίνει : “ ἀὴρ γὰρ παρὰ νηυσὶ βαθείη ,
6407422 πολυστονον
α . . . . Αἰηνές : τὸ δεινὸν καὶ πολύστονον : Ἀρχίλοχος : προύθηκε παισὶ δεῖπνον αἰηνὲς φέρων .
κάλυμμα Νηρηΐδες . Τῶ σε , πολέμαρχε Κνωσίων , κέλομαι πολύστονον ἐρύκεν ὕβριν : οὐ γὰρ ἂν θέλοιμ ' ἀμβρότοι
6367004 λυγρου
σὺν χαλεποῖσι δ ' ἐοῦσα πανεικέλιον μένος ἴσχει κείνοισιν , λυγροῦ τε βίου πλήρωσε γενέθλην . ἔξοχα δ ' οὖν
καὶ ὠχροῦ καὶ κατ ' Αἰσχύλον ἐξ ὀσφυαλγοῦς καὶ ὀδυνοσπάδος λυγροῦ γέροντος εὐπρεπής , θεοειδής , καλλίμορφος . . .
6315400 ἀσπαιροντα
οὐκ ἶσος ἄεθλος : ἐπεὶ πόθεν ἶσα τέτυκται , ἰχθὺν ἀσπαίροντα βυθῶν ἀπομηρύσασθαι , καὶ ταναοὺς ὄρνιθας ἀπ ' ἠέρος
ὁ ἐστερημένος τοῦ λάειν , ἤγουν βλέπειν : Ὅμηρος : ἀσπαίροντα λάων , ἀντὶ τοῦ βλέπων . ἢ παρὰ τὸ
6295564 πιμπλησι
πουλύπους , ἁλοὺς βρόχων πλεκταῖς ἀνάγκαις , τῆς τροχηλάτου κόρης πίμπλησι λοπάδος στερροσώματον κύτος . Ὡς ὑπό τι νυστάζειν γε
Κυπρογενοῦς ζώοις Ζεὺς ὄλβον ὀπάζει παντοῖον , κτεάνων τε δόμους πίμπλησι βροτοῖσιν , αὐτοὺς δ ' αὖθ ' ἑτάρους ἢ
6291975 Ἰτυν
. τοῦτο δ ' ἂν ἔχοι οὕτως . ἀποκτείνασαι τὸν Ἴτυν καὶ πορθήσασαι τὸν οἶκον , εἴς τι πλοιάριον ἐμβᾶσαι
οὔτε Πρόκνης οὔτε Τειρέως μέμνηται καὶ τὸν παρὰ τοῖς νεωτέροις Ἴτυν Ἴτυλον αὐτὸς λέγει . . καί τέ σφιν ἰαίνομαι
6288375 δωμ
, τολμᾶν δ ' ἐμόν . ἐν ταῖς Ἀθήναις , δῶμ ' ὅταν τοὐμὸν μόληι . οὐκ εὖ τόδ '
τινα πότμον ἐπέσπεν . ” ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη κατὰ δῶμ ' Ὀδυσῆος . τὴν δ ' ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον
6285004 ἀστονον
τούτου πρὸς τὸν Ἅιδην χωρεῖ : ἣν ναῦν θεωρίδα καλεῖ ἄστονον , ἤτοι κακοστένακτον , ἢ ἄστολον καὶ κακῶς ἐσταλμένον
] διέρχεται . θ ἀμείβεται ] + διαβιβάζει . τὰν ἄστονον ] τὴν πολύστονον . ναύστολον θεωρίδα : τὴν τοῦ
6283529 ὀμμ
δράσηις τάδε . ὁρᾶις ἄβουλος ὡς κεκερτομημένη τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὄμμ ' ἀναβλέπει σὴ πατρίς ; ἐν γὰρ τοῖς πόνοισιν
γάμοις . πότερα δὲ νύκτωρ ς ' ἢ κατ ' ὄμμ ' ἠνάγκασεν ; ὁρῶν ὁρῶντα , καὶ δίδωσιν ὄργια
6259069 φρισσουσι
ποντία Κύπρι , βλέπουσιν ἐς πρόσωπα τῶν ξυνευνετῶν οὐδὲ σκότον φρίσσουσι τὸν ξυνεργάτην τέραμνά τ ' οἴκων μή ποτε φθογγὴν
: ἀπὸ διαστήματος . διήλυσις : διεξέλευσις , ἔξοδος . φρίσσουσι : εἰς ὕψος αἴρονται . περιρρήδην : ἀντὶ τοῦ
6255799 αὐχμον
οὔσας . αὐχμὸν ] τὴν αἰτιατικὴν ἀντ ' εὐθείας . αὐχμὸν ] ξηρασίαν , ξηρότητα , ἀνομβρίαν . , ἀνυδρίαν
φυτεύουσιν . ἅπαντα φιλόσκια καὶ φίλυδρα καὶ φιλόκοπρα μάλιστα : αὐχμὸν δὲ δέχεται καὶ ὅλως ὀλιγοϋδρότατος ὁ ἕρπυλλος . κόπρῳ
6252918 κλονον
ὤμου ἀπὸ βριαροῖο κεκομμένη ἄορι λυγρῷ χεὶρ ἔτι μαιμώωσα ποτὶ κλόνον ἔγχος ἀεῖραι μαψιδίως : οὐ γάρ μιν ἀνὴρ εἰς
' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται μελαγχολικὸς καὶ ἀπὸ τοῦ ἀπογεωθέντος
6250772 Ταρταρου
, ἄγονται πρὸς Ἐρινύων ἐπ ' ἔρεβος καὶ χάος διὰ Ταρτάρου , ἔνθα χῶρος ἀσεβῶν καὶ Δαναΐδων ὑδρεῖαι ἀτελεῖς καὶ
καλούμενον Τάρταρον . εἶτα ἐκ τοῦ μέρους ἐκείνου , τοῦ Ταρτάρου , τὸ ὑπὸ τὴν γῆν ἄλλο μέρος τοῦ οὐρανοῦ
6243404 λυσσαν
κασίγνητ ' , ὄμμα σὸν ταράσσεται , ταχὺς δὲ μετέθου λύσσαν , ἄρτι σωφρονῶν . ὦ μῆτερ , ἱκετεύω σε
δαῖτας . Καὶ τότε δή ῥα κακοῖσι κακὸς φθόνος ἔνβαλε λύσσαν ἀνδράσιν οἵ ῥα δίκηι ἀνεμωλίωι ἐκλήισσαν δοιὼ σὸν θεράποντα
6239787 ἐλθηι
τὸν Περσῶν βασιλέα , ἵνα τῶι μὲν φαινομένωι Λακεδαιμονίοις βοηθῶν ἔλθηι κατ ' Ἀθηναίων , τῆι δὲ ἀληθείαι πορθήσας τὴν
ἔσω βᾶς ' εὐτρεπὲς ποιήσομαι . ] ὡς ἢν μὲν ἔλθηι πύστις εὐτυχὴς σέθεν , ὀλολύξεται πᾶν δῶμα : θνήισκοντος
6222787 ὠκυν
ἤδη δέ τινα καὶ κλάδοις περισχεθέντα καὶ ἐμποδίζοντα ἐς τὸν ὠκὺν δρόμον ὑπὸ ῥύμης τὸ θηρίον ὠθούμενον ἀπήραξε . καὶ
λάβεν ἄλγος . τλῆ δ ' Ἀΐδης ἐν τοῖσι πελώριος ὠκὺν ὀϊστόν , εὖτέ μιν ωὐτὸς ἀνὴρ υἱὸς Διὸς αἰγιόχοιο
6207246 πνευμ
Κρέον ; οὔπω λελήσμεθ ' : ἀλλὰ σύλλεξαι σθένος καὶ πνεῦμ ' ἄθροισον , αἶπος ἐκβαλὼν ὁδοῦ . κόπωι παρεῖμαι
: ἀλλὰ κἀκείνοισι ταῦτ ' ἐναντία . Οὐκ ἔστι λῃσταῖς πνεῦμ ' ἐναντιούμενον , ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ
6203864 πεμπεις
τοιαύτης δέομαι μαντικῆς , ᾗ πεισθεὶς βιώσομαι ἀσφαλῶς . Ποῖ πέμπεις τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος ; τίνας ὁδούς ; ἐπὶ
προσπόλους φέρειν τάδε . τί δ ' οὐχὶ θυγατρὸς Ἑρμιόνης πέμπεις δέμας ; ἐς ὄχλον ἕρπειν παρθένοισιν οὐ καλόν .
6195114 ἀστιβη
οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων , ἀλλ ' ὁ Χάρων . ἀστιβῆ ] ἀδιόδευτον . ἀστιβῆ ] ἀπόρευτον . θ ἀστιβῆ
θεωρίδα τὴν τοὺς νεκροὺς διάγουσαν πρὸς τὸν Ἅιδην , τὴν ἀστιβῆ Ἀπόλλωνι , εἰς ἣν οὐ στείβει ὁ Ἀπόλλων ἀλλ
6184707 θανῃ
δοῦναι φίλοις . Μηδένα νομίζετ ' εὐτυχεῖν , πρὶν ἂν θάνῃ . Μὴ καταφρονήσῃς τοῦ πένητος εὐτυχῶν . Μακάριος ,
, ταῦτα μὲν ἀθανάτων ἐνὶ γούνασιν ἐστήρικται , ὅς κε θάνῃ κατὰ δῆριν ὑπέρβιον ἠὲ σαωθῇ . Ἡμεῖς δ '
6180716 καρδιην
ὑγρὸν σμικρὸν ὁποῖον οὖρον , ὥστε δόξεις ἐν κύστει τὴν καρδίην ἀναστρέφεσθαι : γεγένηται δὲ τούτου ἕνεκα , ὅκως ἅλληται
ζώσαντες πάντη τὰ στόματα , κτηδόνας ἐμβάλλουσιν ἐς τὴν στερεὴν καρδίην . Οὗτοί μοι δοκέουσιν οἱ τόνοι τοῦ σπλάγχνου καὶ
6158110 γοοισι
: ἡμεῖς δ ' οἷσπερ ἐγκείμεσθ ' ἀεὶ θρήνοισι καὶ γόοισι καὶ δακρύμασιν πρὸς αἰθέρ ' ἐκτενοῦμεν : ἐμπέφυκε γὰρ
ἐπεὶ σύ , μᾶτερ , † ἐπὶ δάκρυσι καὶ † γόοισι τὸν θανόντα πατέρα πατρίδα τε φίλαν καταστένους ' ἔχεις
6151649 θεουσαν
: τὰ μίλια , τὰς ὁδοὺς , τὰ πελάγη . θέουσαν : διατρέχουσαν . Ἀμφιχανών : ἀνοίξας , καὶ μεγάλως
τῆς Ἀττικῆς , ἔνθα ἂν ἴδωσιν ἐπὶ τῆς γῆς τριήρη θέουσαν . γενομένοις δὲ αὐτοῖς κατὰ τὸ ποικίλον καλούμενον ὄρος
6146816 στειχει
βασιλεύς : τὸ ἑξῆς : καὶ μὴν βασιλεὺς ὅδε δὴ στείχει Μενέλαος ἄναξ , τῶν Τανταλιδῶν ἐξ αἵματος ὤν ,
τοιαῦτα κἀγὼ σημανῶν ἐλήλυθα : ἀνὴρ γὰρ ἀλκῆς μυρίας στρατηλατῶν στείχει φίλος σοι σύμμαχός τε τῆιδε γῆι . ποίας πατρώιας
6142702 κρυερην
πρῶνα φοβεύμεναι αἰνὸν ἀήτην ὅς τε φέρει νιφετόν τε πολὺν κρυερήν τε χάλαζαν ψυχρὸς ἐπαΐσσων , ταὶ δ ' ἐς
Ἀΐοντες : ἀκούοντες . ἄδην : αὐταρκῶς , δαψιλῶς . κρυερήν : φοβεράν . φύζαν : φυγήν . νέονται :
6141565 ἁμερας
δῆριν ἀπείριτον οὐρανοῦ μυκήσατο χάλκεος ἁδονά , δηλοῦσα βροτοῖς μέτρον ἁμέρας . Ἄνθος τόδε σοι βυθίων πετρῶν πολύτρητον ἁλὸς παλάμαις
, οὐδὲ Μαίας υἱὸς δύνατ ' οὔτε κατ ' εὐφεγγέας ἁμέρας λαθεῖν νιν οὔτε νύκτας ἁγνάς [ . ] Εἴτ
6138451 ῥιψω
νηπίῳ τίτθη κλαίοντι “ σῖγα . μή σε τῷ λύκῳ ῥίψω . ” λύκος δ ' ἀκούσας τήν τε γραῦν
οὐ πολύ σε ὀνήσει ἡ ἀθανασία , ἐπεὶ ἀράμενός σε ῥίψω ἐπὶ κεφαλὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ , ὥστε μηδὲ τὸν
6136352 λαιμον
κρατεροῖο Πολίτου τυτθὸν ὑπὸ γναθμοῖο : πάγη δ ' ὑπὸ λαιμὸν ὀιστός : κάππεσε δ ' αἰγυπιῷ ἐναλίγκιος ὅν τ
τῷ ὄρει τρεφόμενον , καὶ ὄψει λαιμότομον , ἤγουν τὸν λαιμὸν τμηθεῖσαν , ἀπὸ τῶν ἐνταῦθα πεμπομένην πρὸς τὸ σκότος
6132683 βεβακεν
ἀντίφερνον ] ἤγουν ἀντὶ προικὸς φθορὰν καὶ ἀπώλειαν κομίσασα . βέβακεν ] διῆλθε . ῥίμφα ] εὐκόλως . πυλᾶν ]
τὸν εὐεργέταν ἀποβαλεῖς ὀλεῖς μανιάσιν λύσσαις χορευθέντ ' ἐναύλοις . βέβακεν ἐν δίφροισιν ἁ πολύστονος , ἅρμασι δ ' ἐνδίδωσι
6132225 ἐσαωσεν
: οὐδὲ λέοντα ῥύσατ ' ἀγηνορίη δμηθήμεναι , οὐδ ' ἐσάωσεν αἰετὸν ἠνεμόεις πτερύγων ῥόθος , ἀλλὰ καὶ Ἰνδὸν θῆρα
φιλοξενίης ἐρατεινῆς , ὃς ξείνισσε πάροιθε κατὰ πτόλιν ἠδ ' ἐσάωσεν ἰσόθεον Μενέλαον ὁμῶς Ὀδυσῆι μολόντα . Τῷ δ '
6130368 ἐλπιδ
πεφόβηται τὰς πόλεις καὶ ὅτι συστάντων ἡμῶν οὐδ ' ἡντινοῦν ἐλπίδ ' ἔχει περὶ τῶν πραγμάτων . ἡμέτερον τοίνυν ἐστὶν
βελτίονες . ἀπαλλαγείην τοῦ Κρόνου τούτου ποτέ . λεπτὴν ἔχοντες ἐλπίδ ' εἰς σωτηρίαν μὴ μεῖζον ἔστω τῆς νεὼς τὸ
6125690 ἱκνειται
] ῥάιδιον γὰρ τὸ εὔχεσθαι . διπλῆς . . . ἱκνεῖται ] διπλῆι μάστιγι ἐπλήγημεν . μαράγνης ] μάστιγος .
ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς ἧς ἡ ἀρχή : ἱκνεῖται λόγος διὰ στηθέων . καὶ αὕτη γὰρ κώλων ἐστὶν
6122662 κατθανοντα
δόλιον ] κακόν : εἰς οἶστρον γάρ με φανεὶς ἐπαίρει κατθανόντα ] ἀποθανόντα κεύθει ] κρύπτει , ἀλλ ' ὡς
. δεινοὶ γὰρ ἀνδρὶ πάντες ἐσμὲν εὐκλεεῖ ζῶντι φθονῆσαι , κατθανόντα δ ' αἰνέσαι . ὦ Ζεῦ πολυτίμητ ' ,
6114287 φωλεον
αἴσθηται ἑαυτῆς πεπλησμένης , ὑφορωμένη τοῦτο ὡς νόσον , ζητεῖ φωλεόν . ἐντεῦθέν τοι καὶ κέκληται τῇ ἄρκτῳ φωλεία τὸ
: στρωμνὴν ἐν δασεῖ κατεσκεύασεν καὶ ἔκτισεν * κοῖτον : φωλεόν * βαθεῖ : δασεῖ * ἐνεδείματο : ᾠκοδόμησεν *
6109847 ποντονδε
τρέσσαν δ ' Ἀθαναίων ἠϊθέων γένος , ἐπεὶ ἥρως θόρεν πόντονδε , κατὰ λειρίων τ ' ὀμμάτων δάκρυ χέον ,
ἀργαλέας βιότοιο μεταλλάσσοντα κελεύθους . αἰθέριον μὲν γάρ σφε μένος πόντονδε διώκει , πόντος δ ' ἐς χθονὸς οὖδας ἀπέπτυσε
6108694 ἐκπνεων
πυκνότητι τοῦ ἀέρος ἀντωθούμενος καταιβάτης ] ὄνομα τοῦτο τοῦ κεραυνοῦ ἐκπνέων ] ἐκπέμπων ἐξέπληξε ] μετ ' ἐκπλήξεως ἔπαυσε ὑψηγόρων
αὐτόν [ . ] ὧδε γὰρ [ ἐπεφώνησεν ] ? ἐκπνέων : ἑβδόμηι [ ] γὰρ ἡμέραι , φησίν ,
6104385 καματον
, τὸν μετὰ πολλοῦ καμάτου γεγενημένον , ἢ τὸν πολὺν κάματον παρέχοντα . πόνος τὸ ἐνέργημα . πολύαινε Ἀρίσταρχος πολλοῦ
, οἱ δ ' ἔντοσθε μένοντες ἐπηρεφέας κατὰ σίμβλους ἀλλότριον κάματον σφετέρην ἐς γαστέρ ' ἀμῶνται : ὣς δ '
6102171 θηλυτερη
ὁππότ ' ἴδῃσι πήματα πάσχοντας κεραὴ πόδας ὠκέα Μήνη . θηλυτέρη δ ' εἴ κεν πολυφάρμακον ἀμφιβεβῶσα καπνὸν ὑπὸ σπλάγχνοισιν
ἐτελέσσατο θεσμούς . ἀλλ ' ὅτε δὴ μετόπισθε περιπλομένῃσι σελήναις θηλυτέρη τίκτει , τρίβον ἀνθρώπων ἀλεείνει , οὕνεκεν ἀτραπιτοὶ μερόπων
6096658 ἀγρυπνων
, φυλακῆς . ⌈ φρουρᾶς [ φρουρὰς ] ᾄδων ] ἀγρυπνῶν , καθὰ φύλαξ καθήμενος . ᾄδων ] μανθάνων ἐντός
. ἐπὶ ἔργων . καὶ ὁ Στρεψιάδης οὖν ἐνταῦθα ὡς ἀγρυπνῶν ὑπὸ φροντίδος τινὸς μεγάλην οἴεται τὴν νύκτα καὶ σχεδὸν
6084894 ἱμερον
εἴς τε τὴν δι ' ὄψεως τέρψιν καὶ πρὸς φιλοσοφίας ἵμερον ἀπέφηνεν , πελάγη δὲ καὶ πηγὰς καὶ ποταμοὺς καὶ
αὔρῃ ἐν εὐκραεῖ δεδοκημένος ἠὲ γαλήνῃ δελφίνων ἀγέλας εὐειδέας , ἵμερον ἅλμης : οἱ μὲν γὰρ προπάροιθεν ἀολλέες ἠΰτε κοῦροι
6084594 βυθον
ἀγκυρῶν διεσάλευεν : ἀσθενέστερον δὲ ἔχων τὸ κῦμα διὰ τὸν βυθόν , εἰρεσίᾳ ὅμως καὶ πρὸς τόδε ἐνίστατο καρτερᾷ μὴ
οὐδὲ οὗτός ἐστιν . ὅτε γοῦν καθεύδει , ὠθεῖται ἐς βυθόν , ἕως ἂν ψαύσῃ τῆς κάτω γῆς . ὅταν
6081044 πιμπλαται
καὶ αὐτίκα τε πλέα γίνεται ταῦτα καὶ παραχρῆμα ἰχθύων σμικρῶν πίμπλαται πάντα . Κόθεν δὲ οἰκὸς αὐτοὺς γίνεσθαι , ἐγώ
Πλίνθον πλύνεις : ἐπὶ τῶν ἀδυνάτων . Πτωχοῦ πήρα οὐ πίμπλαται : ἐπὶ τῶν ἀπλήστων . Ποικιλότης ὕδρας : ἐπὶ
6067726 Ἀιδα
δίκη πρότερον φήμης τὸν δυσκέλαδόν θ ' ὕμνον Ἐρινύος ἀχεῖν Ἀίδα τ ' ἐχθρὸν παιᾶν ' ἐπιμέλπειν . ἰώ .
πˈρὶν ὥρας . εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα , Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών , υἱὸς
6059814 στεροπας
δ ' ἔρος οὐδεμίαν κατακητος ὥραν , ἅθ ' ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος βορέας , ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν
' ἔρος οὐδεμίαν κατάκοιτος ὥραν . † τε † ὑπὸ στεροπᾶς φλέγων Θρηίκιος Βορέας ἀίσσων παρὰ Κύπριδος ἀζαλέαις μανίαισιν ἐρεμνὸς
6053787 ὀμβρον
παλάμην ἐτίταινε φέρων χθονὶ νύμφιον ὕδωρ , πυκνὸν ἀκοντίζων αὐτόσσυτον ὄμβρον ἐρώτων , καὶ νεφέλης ἔπλησε μελανστέρνοιο καλύπτρην . ἣ
ὡς δ ' οὔ μοι μέλει ἄκουσον : ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι , ἐν τῆιδε πέτραι στέγν ' ἔχων σκηνώματα
6049024 μιμνων
Προπεσών : πεσών . μίμνων : περιμίμνων , περιμένων , μίμνων τὸν ἀγρεύοντα μόρον , καλεῖ κατ ' Ἀττικούς .
ἔνδοθεν ὦκα μέλας καταλείβεται ἰχώρ , ὅς τε γυναικοφόνος νεάτῃ μίμνων ἐνὶ γαστρὶ κέκληται . τότε δ ' αὖτις ὑπὸ
6043304 μανδραν
μηκάδων , τὰς Ἑλικωνίτιδες βοτάναι θρέψαν καλλίστως : οὐ περὶ μάνδραν ἔδυν τεήν , ἀλλὰ σποράδας ἐξ ὀρέων συνέλεξα καὶ
, ἀλλὰ σποράδας ἐξ ὀρέων συνέλεξα καὶ ἐς μίαν ἤγαγον μάνδραν βωκολικὰς Μοίσας , αἳ γέννημα σέθεν . οὐ πλειόνων
6042518 λαιφος
: καὶ τἄλλα διὰ τὸ πλῆθος ἐῶ : σεσημείωται τὸ λαῖφος καὶ αἶσχος διὰ τῆς αι διφθόγγου γραφόμενα : γέγονε
ἔτος : θέρος : μέγεθος : στέλεχος : σεσημείωται τὸ λαῖφος , ὃ δηλοῖ τὸ ἱμάτιον : καὶ τὸ αἶσχος
6040651 οἰδμ
[ δρόμους ] , λῆξε δὲ βαρυβρόμων Νηρέως [ ζαμενὲς οἶδμ ] ' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [
δόλιοι ὥς μ ' ἀφ ' ἁλιπλόου γλαφυρᾶς νεὼς εἰς οἶδμ ' ἁλιπόρφυρον λίμνας ἔριψαν . ἴδιον μὲν δήπου δελφίνων
6038174 λαιλαπος
ὑπερέτεινον : τοῖς δὲ ἀνθρώποις τὰ μὲν ὑπὸ ζόφου καὶ λαίλαπος ταραττομένοις , τὰ δὲ ὑπὸ ἀστραπῶν , [ καὶ
ὑπὲρ μίαν συλλαβὴν διὰ τοῦ π κλίνεται , Πέλοπος Κύκλωπος λαίλαπος , πλὴν τοῦ Ἄραβος Κίνυφος Χάλυβος . τῷ Κύκλωπι
6032755 ἀποπατον
διὰ τούτου τοῦ χάϲματοϲ ἐπιτελεῖϲθαι τὴν οὔρηϲίν τε καὶ τὸν ἀπόπατον ἄχρι τῆϲ τοῦ πώρου πήξεωϲ . Ϲὺν τραύματι δὲ
ὅταν γὰρ μὴ ἔχῃ τὸ ἔντερον ὑγρασίην , περὶ τὸν ἀπόπατον περιοιδῆσαν ἀποφράσσει τὰς διεξόδους , ὀδύνην τε παρέχει ,
6030121 αἱματηρον
Πηλέως , ὅν μοι προτείνας πόσιν ἐν ἁρμάτων ὄχοις ἐς αἱματηρὸν γάμον ἐπόρθμευσας δόλωι . ἐγὼ δὲ λεπτῶν ὄμμα διὰ
. ἀλλ ' ἥκομεν γὰρ εἰς ἀναγκαίας τύχας , θυγατρὸς αἱματηρὸν ἐκπρᾶξαι φόνον . πῶς ; τίς δ ' ἀναγκάσει
6029822 καραι
ὕπο . κόμιζ ' , Ὀδυσσεῦ , μ ' ἀμφιθεὶς κάραι πέπλους , ὡς πρὶν σφαγῆναί γ ' ἐκτέτηκα καρδίαν
] ὑπό . Ἐναγής , φησίν , ὢν ἐν τῶι κάραι αὐτοῦ ἕτερον μιάστορα λήψεται , καὶ οἱ ἐξ αὐτοῦ
6027333 πτεροεις
τό γε σῶμα , νόος δέ οἱ ἐμπεπύκασται : καὶ πτερόεις ὅσον ὄρνις ἐφίπταται ἄλλον ἐπ ' ἄλλῳ , ἀνέρας
μή μιν Φρίξοιο θεὰ σὺν παισὶ φέβεσθαι ὦρσεν ἀτυζομένην . πτερόεις δέ οἱ ἐν φρεσὶ θυμός ἰάνθη , μετὰ δ
6025429 γοον
διὰ τὸν μόρον τῶν οἰχομένων αἴρω καὶ κινῶ πολυπενθῆ δηλονότι γόον . λείπει δὲ τοῦτο . . αἴρω ] φέρω
δ ' Ἀγαμεμνόνιον κρᾶτ ' ἐνέγκοι Ἑλέναι κακόγαμβρον ἐς χέρας γόον , ὃς ἐπὶ πόλιν , ὃς ἐπὶ γᾶν Τροΐαν
6024062 ὑπνον
οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ , ὡς ἑνὸς ὅστε μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδήν . ἵνα δὲ μὴ φαίνηται μηδενὸς
ἐξ ὕπνου εἰς ἀγρυπνίαν , ἀλλ ' ἐξ ἀγρυπνίας εἰς ὕπνον . οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὴν ἥττονα δέχου μεταβολὴν ,
6022085 κλυδωνα
δὲ τοῖς θείοις ὅροις ἐμμένοντες τὸν τῆς ἀλογίας ἂν ἀποφύγοιμεν κλύδωνα . ἀπὸ ταύτης γὰρ δεῖ καθήρασθαι τὴν λογικὴν ἡμῶν
μηδέποτε εἴκειν τὸν ὄγκον μηδὲ κοιλαίνεσθαι μηδὲ ἦχον τυμπανώδη ἢ κλύδωνα γίνεσθαι κατὰ τὸν τῆς χειρὸς ῥαπισμόν , ὥσπερ ἐπὶ
6018899 Εἰλειθυιης
μήτε βαρυτλήτων λαγόνων περὶ φόρτον ἄγουσαν μήτε πόνον τρομέουσαν ἀγάστονον Εἰλειθυίης , ἀλλ ' ἧσθαι βασίλειαν ἀφαυρῶν θηλυτεράων ψυχῆς ὄμμα
. ὄρος Ἀρκαδίας τὸ Παρράσιον ἀπὸ Παρράσου τοῦ Λυκάονος . Εἰλειθυίης ἤγουν γεννήσεως . οὔτε ἑρπετὸν οὔτε γυνὴ χρῄζουσα τοῦ
6018745 παμφαες
, πολυόργιον , Ἠρικεπαῖον , ἄρρητον , κρύφιον ῥοιζήτορα , παμφαὲς ἔρνος , ὄσσων ὃς σκοτόεσσαν ἀπημαύρωσας ὁμίχλην πάντη δινηθεὶς
τ ' ἀνθεμουργοῦ ] τῆς ἐξ ἀνθέων ἐργαζομένης μελίσσης . παμφαὲς ] λαμπρὸν , καθαρόν . . λιβάσιν ] σταλαγμοῖς
6016482 φλογα
. τελευταῖον διά τινος μηχανῆς πῦρ μετά τινος ἐνθουσιασμοῦ καὶ φλόγα διὰ τοῦ στόματος ἠφίει , καὶ οὕτω τὰ μέλλοντα
δοκεῖν ἐρυθρὸν εἶναι : καὶ τὴν ἀπὸ τῶν χλωρῶν ξύλων φλόγα πεφοινιγμένην διὰ τὸ πολὺν αὐτῇ καταμεμῖχθαι καπνόν . κατὰ
6014560 ἀπληστον
ταῦτα ἀναπαιστικά εἰσι δίμετρα καὶ μονόμετρα ηʹ τὰν δ ' ἄπληστον κακῶν ] ἀντιστροφὴ τῆς ἄνω στροφῆς . τὰ δὲ
σύστημα ἕτερον κώλων ηʹ . . . † τάνδ ' ἄπληστον : ἡ ἀντιστροφὴ αὕτη τῆς ἄνω ἐστὶ στροφῆς ,
6009124 ἐννυχιον
, λύχνον , Ἔρωτος ἄγαλμα : τὸν ὤφελεν αἰθέριος Ζεὺς ἐννύχιον μετ ' ἄεθλον ἄγειν ἐς ὁμήγυριν ἄστρων καί μιν
πολύυμνον θεόν , εἰ παρὰ Καλλιχόροισι παγαῖς λαμπάδα θεωρὸς εἰκάδων ἐννύχιον ἄυπνος ὄψεται , ὅτε καὶ Διὸς ἀστερωπὸς ἀνεχόρευσεν αἰθήρ
6005844 ἀδρανιη
, εὐμαθίην ᾐτεῖτο διδοὺς ἐμέ . οὕτως ἔχει καὶ τὸ ἀδρανίη τόδε πολλόν . παρὰ δὴ τὸ προκείμενον ὄνομα παρείπετό
οὔρεα , τὴν δ ' ἀλεγεινῶς ἀχθομένην ἄνεμός τε καὶ ἀδρανίη ποτικλίνει ἔρνεσιν εὐθαλέεσσι , φέρουσι δέ μιν βαρέουσαν :
6005698 χερσον
ἐχόμενα , τὰ δὲ καὶ ὑπὸ χειμώνων σκληρῶν ἐς τὴν χέρσον ἐξωθέεσθαι , καὶ οὕτω δὴ καὐτὰ σηπόμενα ἀπόλλυσθαί τε
. ὅταν οὖν τὰ ἀεροπόρα αἰθεροβατεῖν ὀφείλοντα καταβαίνῃ , πρὸς χέρσον ἀφικνούμενα τῷ κατὰ φύσιν ἀδυνατεῖ χρῆσθαι βίῳ . τοὐναντίον
6000688 ἐβα
ἁ πτεροῦσσα παρθένος τιν ' ἀνδρῶν . χρόνωι δ ' ἔβα Πυθίαις ἀποστολαῖσιν Οἰδίπους ὁ τλάμων Θηβαίαν τάνδε γᾶν τότ
ἄλοχον πάιδάς τε φίλους , ὃ δ ' ἐς ἄλσος ἔβα δάφναισι κατάσκιον ποσὶν πάις Διός . καὶ Ἀντίμαχος δ
5997578 φλεγων
σκεδασθῆναι ] διαχυθῆναι . θεοῦ ] τοῦ ἡλίου . . φλέγων γὰρ αὐγαῖς ] ὁ γὰρ λαμπρὸς κύκλος τοῦ ἡλίου
ἐνιδρυμένος ἢ κατὰ συστάδην μαχόμενος ὁ Ζεὺς ἀπὸ τῆς χερὸς φλέγων καὶ ἀνάπτων καὶ ἐκπέμπων τὸν κεραυνόν , καὶ οὐδαμῶς
5994066 Ἁιδας
, κοὔποτ ' αὖθις , ἀλλά μ ' ὁ παγκοίτας Ἅιδας ζῶσαν ἄγει τὰν Ἀχέροντος ἀκτάν , οὔθ ' ὑμεναίων
ξυνωιδοὶ κακοῖς , ἴτ ' ὦ ξυναλγηδόνες , χορὸν τὸν Ἅιδας σέβει : διὰ παρῆιδος ὄνυχι λευκᾶς αἱματοῦτε χρῶτα φόνιον
5990698 μυραιναν
λέοντι τίς αἰετὸν ἀντιβάλοιτο ; ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι , ἢ θῶας κίρκοις , ἢ ῥινοκέρωτας ἐχίνοις
βράγχια ἔχειν καὶ ὀλίγον δέχεσθαι τὸ ὑγρόν : καὶ τὴν μύραιναν καὶ εἴ τι ἄλλο τοιοῦτον , ἢ καὶ τὸ
5990636 κοιταν
φᾶρος στέλλων , ἐπὶ τάνδε συθεὶς τέκνων ἐμῶν φύλαξ ὀλέθριον κοίταν ; ὦ τλῆμον , ὥς σοι δύσφορ ' εἴργασται
τῷδ ' ἀσεβεῖ θανάτῳ βίον ἐκπνέων , ὤμοι μοι , κοίταν τάνδ ' ἀνελεύθερον δολίῳ μόρῳ δαμεὶς δάμαρτος ἐκ χερὸς
5982141 αὐχεν
περ γάρ κε βλεῖο πονεύμενος ἠὲ τυπείης οὐκ ἂν ἐν αὐχέν ' ὄπισθε πέσοι βέλος οὐδ ' ἐνὶ νώτῳ ,
ἔτνους χρὴ δεῦρο τρύβλιον φέρειν καὶ τῆς ἀθάρης . τὸν αὐχέν ' ἐκ γῆς ἀνεκὰς εἰς αὐτοὺς βλέπων . ἁλτῆρσι
5981567 ἑα
δ ' ἀγορὴν αἰψηρήν . οἱ μὲν ἄρ ' ἐσκίδναντο ἑὰ πρὸς δώμαθ ' ἕκαστος , μνηστῆρες δ ' ἐς
ἀηδόνος αἰολοφώνου , ἠὲ καὶ εἰαρινῇσι χελιδόσιν ἐγγὺς ἔκυρσε μυρομέναις ἑὰ τέκνα , τά τε σφίσι ληΐσσαντο ἐξ εὐνῆς ἢ
5979984 ὑπερβιον
φυσικοῖς ὀνόμασι χρῆται . λώβην : κάκωσιν , ὕβριν . ὑπέρβιον : μέγα καὶ θαυμαστόν : οἶδε γὰρ αὐτὸ δεινὸν
ὅπερ . θράσος : ἀναίδειαν . Καταπτήσσουσιν : φοβοῦνται . ὑπέρβιον : ὑπερηρμένον , δυνατὸν , ἰσχυρόν . ἡγητῆρα :
5976661 προφυγων
, ὁππότε κεν πρῶτον πελάσῃς εὐεργέα νῆα Θρινακίῃ νήσῳ , προφυγὼν ἰοειδέα πόντον , βοσκομένας δ ' εὕρητε βόας καὶ
δώματα καὶ φθιμένων βασιλῆα πανδοκέα [ ] [ ] μεν προφυγὼν θάνατον θρασυαίγιδα ? ? ταν [ ! ! !
5972417 κυρτοιο
φιλοτησίῃ ἀμφαγέρονται , ἀμφί τε λιχμάζουσι καὶ ἐξερέουσιν ἁπάντῃ μαιόμενοι κύρτοιο κατήλυσιν : αἶψα δ ' ἵκοντο εἰσίθμην εὐρεῖαν ἀνέκβατον
ἐφίμερον ἀνδράσιν ἄγρην . Ἄλλοι δ ' αὖ θήλειαν ἔσω κύρτοιο κελαινοῦ ζωὴν ἐγκαθιέντες ὑπὸ σπιλάδεσσι τίθενται κείναις , ᾗσι
5970053 αὐλακα
που τοῦ φρουρίου τοῦ Ἀετοῦ καλουμένου καὶ τὸν ἐκεῖσε ὑπερβὰς αὔλακα ἐχώρει διὰ τῆς πεδιάδος . Ἀλλ ' οὐκ ἔλαθε
κέρας σκληρὸν νένευκεν , ἀντὶ δὲ Κρίσης ὅρων Κροτωνιᾶτιν ἀντίπορθμον αὔλακα βοῶν ἀροτρεύσουσιν ὁλκαίῳ πτερῷ , πάτραν Λίλαιαν κἀνεμωρείας πέδον
5966285 λαβροις
ἐν πυρὶ τὴν χθόνα θάλπει . Ἀρχαῖς γὰρ τρισὶ ταῖσδε λάβροις δουλεύει ἅπαντα . . . . κρηνήϊος ἀρχή .
ἐν δὲ τῷ πέμπτῳ τῶν Σαπφοῦς μελῶν ἔστιν εὑρεῖν ἀμφὶ λάβροις λασίοις εὖ ἐπύκασσεν : καὶ φασὶν εἶναι ταῦτα σινδόνια
5965951 νυχιον
ἅ νιν ἔβασεν Ἑλλάδ ' ἐς ἀντίπορον δι ' ἅλα νύχιον ἐφ ' ἁλμυρὰν Πόντου κλῆιδ ' ἀπεράντου . Κορίνθιαι
τοῖς ὅρκοις πεισθεῖσα ἠκολούθησεν Ἰάσονι : δι ' ἅλα δὲ νύχιον ἐφ ' ἁλμυρὰν πόντου , ἀντὶ τοῦ δι '
5964780 Ἀϊδα
τανισφύρου , καρχαρόδοντα κύν ' ἄξοντ ' ἐς φάος ἐξ Ἀΐδα , υἱὸν ἀπλάτοι ' Ἐχίδνας : ἔνθα δυστάνων βροτῶν
ἐν τῷ βίῳ . ἁρμόδια αὐτῷ ἤτοι καλά . . Ἀΐδα τοι λάθεται ἄρμενα πράξας ἀνὴρ ] εἰς κατασκευὴν τοῦ
5963118 φλεγουσαν
' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα γόον φλέγουσαν . ἰὼ μοίρας ἄτεγκτε δαίμων : ὦ κατάρατος ἐγώ
βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι καὶ Βύνῃ θεᾷ , θρέξεις ὑπὲρ Σκάνδειαν
5960315 δροσερα
ἕλειος καὶ λειμωνία βοτάνη δαψιλὴς οὖσα τῶν τε ὀργάδων ἡ δροσερὰ καὶ κατάρρυτος ἄπειρος ὅση θέρει νέμεται καὶ παρέχει διὰ
μελέτη ; τί δὲ κρηναίων νασμῶν ἔρασαι ; πάρα γὰρ δροσερὰ πύργοις συνεχὴς κλειτύς , ὅθεν σοι πῶμα γένοιτ '
5957795 γαν
ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ . καρποτελῆ δέ τοι Ζεὺς ἐπικραινέτω φέρματι γᾶν πανώρῳ : πρόνομα δὲ βότ ' ἀγροῖς πολύγονα τελέθοι
παθεῖν τάδε , φεῦ , ἐμὲ παλαιόφρονα , κατά τε γᾶν οἰκεῖν , ἀτίετον , φεῦ , μύσος . πνέω
5957540 πνεους
ἐμῷ κάρᾳ πληγεῖς ' ἐναυάγησεν ὀστρακουμένη , χωρὶς μυρηρῶν τευχέων πνέους ' ἐμοί . καὶ Σοφοκλῆς δὲ ἐν Ἀχαιῶν συνδείπνῳ
ἐτήτυμος Διὸς κόραΔίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοὶ τυχόντες καλῶς ὀλέθριον πνέους ' ἐν ἐχθροῖς κότον : τάπερ ὁ Λοξίας ὁ
5957088 δαλον
. Ἀλθαία δὲ λυπηθεῖσα ἐπὶ τῇ τῶν ἀδελφῶν ἀπωλείᾳ τὸν δαλὸν ἧψε , καὶ ὁ Μελέαγρος ἐξαίφνης ἀπέθανεν . οἱ
ἅλις ἐλᾳδίῳ διεὶς ἐσπαργάνωσα περιπάσας ὀρίγανον ἐνέκρυψά θ ' ὥσπερ δαλὸν εἰς πολλὴν τέφραν . ἀφύαν θ ' ἅμ '
5956969 χρυσοπεδιλον
Ῥώμην ὃς ἔπεμψεν ἐμὲν βασιλείαν ἀθρῆσαι καὶ βασίλισσαν ἰδεῖν χρυσόστολον χρυσοπέδιλον : λαὸν δ ' εἶδον ἐκεῖ λαμπρὰν σφραγεῖδαν ἔχοντα
δμηθεῖσα Κρόνῳ τέκε φαίδιμα τέκνα , Ἱστίην Δήμητρα καὶ Ἥρην χρυσοπέδιλον , ἴφθιμόν τ ' Ἀίδην , ὃς ὑπὸ χθονὶ
5948579 Σκυθιην
[ ] ? αν ! [ δακρύεται βρέφη μ [ Σκυθίην ποτὲ γ ? [ καὶ μανεῖσα γέγον [ ἀχάριστον
' ἀποκλινθεὶς παιδὸς ἐς ἀγκαλίδας μακρὸν ἔτεινεν ὕπνον . Ἐς Σκυθίην Ἀνάχαρσις ὅτ ' ἤλυθε πολλὰ μογήσας , πάντας ἔπειθε
5943736 πρηστηρα
ὅταν δὲ ἄθρουν ἐκπέσῃ τὸ πνεῦμα καὶ ἧττον πεπυρωμένον , πρηστῆρα γίνεσθαι : ὅταν δ ' ἔτι ἧττον ᾗ πεπυρωμένον
, βίαιον καὶ πνευματώδη ἢ πνεῦμα καπνῶδες ἐρρωγότος νέφους : πρηστῆρα δὲ νέφος περισχισθὲν πυρὶ μετὰ πνεύματος . σεισμοὺς δὲ
5942153 ἀλυξας
δ ' ἔχεν ἀρχήν . Μῦς ποτε διψαλέος γαλέης κίνδυνον ἀλύξας , πλησίον ἐν λίμνῃ λίχνον προσέθηκε γένειον , ὕδατι
, ὅτι Σῶσος ἐσώθη . Χειμερίην νιφετοῖο κατήλυσιν ἡνίκ ' ἀλύξας Γάλλος ἐρημαίην ἤλυθ ' ὑπὸ σπιλάδα , ὑετὸν ἄρτι
5940571 ἑλισσομενην
δαΐδας : τοὶ δὲ τρείουσιν ἰδόντες ἔλλοπες , οὐδὲ μένουσιν ἑλισσομένην ἀμαρυγήν : ὣς καὶ θῆρες ἄνακτες ἐπιμύουσιν ὀπωπάς .
Νεῖλός σε . ἀντίστροφον ] τὴν ἐξ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἑλισσομένην , ὅ ἐστιν ἀμφιέλισσαν . βροτιοσα ροσαται ] ἡ
5938669 Ἀιδεω
τὰ γὰρ περιώσια πάντα χρήματ ' ἔχων οὐδεὶς ἔρχεται εἰς Ἀίδεω , οὐδ ' ἂν ἄποινα διδοὺς θάνατον φύγοι οὐδὲ
γραφῇ φησι : δι ' ἑκκαίδεκα καὶ διηκοσίων ἐτέων ἐξ Ἀίδεω παραγεγενῆσθαι ἐς ἀνθρώπους . . . . τοῦτο κατὰ
5933027 ἀκατου
ὄλβος . κατέκλυσε γὰρ αὐτὸν δαίμων τις , ὡσεὶ λαῖφος ἀκάτου θοᾶς τινάξας κατέκλυσε τοῖς ὀλεθρίοις καὶ λάβροις κύμασι πόντου
: ὡς δὲ πόντου λάβροις ὀλεθρίοις ἐν κύμασι δαίμων τις ἀκάτου θοᾶς λαῖ - φος κατέκλυσεν , οὕτως καὶ τὸν
5932888 ζευγλης
θυμῷ . Τοὺς δὲ μέγ ' ἀσθμαίνοντας ἄφαρ θεράποντες ἔλυσαν ζεύγλης : οἳ δὲ καὶ αὐτοὶ ἀελλόποδας λύον ἵππους πάντες
ἔργοις , οἷσιν ἕκαστος ἐπίσκοπον ἤρατο τιμήν . Δηὼ μὲν ζεύγλης τε βοῶν ἀρότοιό τε γαίης πυρῶν τ ' εὐκάρποιο

Back