μόλε , χρυσῶπα τινάσσων , ἄνα , θύρσον κατ ' Ὀλύμπου , φονίου δ ' ἀνδρὸς ὕβριν κατάσχες . πόθι
αἰωρήμασιν πέτραν ἁλύσεσι χρυσέαις , φερομέναν δίναισι , βῶλον ἐξ Ὀλύμπου , ἵν ' ἐν θρήνοισιν ἀναβοάσω γέροντι πατέρι Ταντάλωι
8166268 Ὠκεανου
χερσίν : εἶτα πάλιν ὑποβάντα λέγειν πὰρ δ ' ἴσαν Ὠκεανοῦ τε ῥοὰς καὶ Λευκάδα πέτρην / ἠδὲ παρ '
τῆς Ἡφαίστου , Σειληνὸς δὲ ἐν δευτέρῳ , Αἴτνης τῆς Ὠκεανοῦ καὶ Ἡφαίστου , κληθῆναι δὲ αὐτοὺς Παλικοὺς διὰ τὸ
8001788 ποντου
πόρον , ἤγουν πρὸς τὰ ἀριστερὰ μέρη , τοῦ Εὐξείνου πόντου ἐξ ἐναντίας τοῦ Βορυσθένους ποταμοῦ μεγαλώνυμος καὶ ἔνδοξός τις
τυρὸν καὶ σίλφιον . ἅττα τε σάρκα μὴ πίειραν ἔχῃ πόντου τέκνα , τῷδε τρόπῳ χρὴ σκευάζειν . ἤδη σοι
7975702 Ἰδης
ἐκφλῆναί με καὶ μαθεῖν λόγον ἀλλ ' ὦ Κρῆτες , Ἴδης τέκνα Φοινικογενοῦς [ παῖ τῆς Τυρίας ] τέκνον Εὐρώπης
τὸ Καΐκου λεγόμενον πεδίον , ὥστε μεταξὺ κεῖσθαι τῆς τε Ἴδης καὶ τῆς Κατακεκαυμένης , ἣν οἱ μὲν Μυσίαν οἱ
7844677 Ὠκεανοιο
τ ' ἀσφάλτῳ τε πολυφλοίσβῳ τε θαλάσσῃ ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο . ἀλλὰ μάκαρ Ἀὴρ διὰ τῶν νεφέων διάπεμψον Ἀντικύραν
ὁτὲ δὲ οὕτως : δ ' ὅσσον κοίλοιο κατ ' Ὠκεανοῖο δύηται , τόσσον ὑπὲρ γαίης φέρεται : πάσῃ δ
7830496 ὑψοθεν
θεοὶ δόσαν εὐμενέοντες : τρήρων μὲν φεύγουσα βίην κίρκοιο πελειάς ὑψόθεν Αἰσονίδεω πεφοβημένη ἔμπεσε κόλπῳ , κίρκος δ ' ἀφλάστῳ
μέλος ἢ τὸ καταχές τῆν ' ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ . αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον
7794902 αἰθερος
, φερβόμενοι κλεινοτάταν σοφίαν , αἰεὶ διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος , ἔνθα ποθ ' ἁγνὰς ἐννέα Πιερίδας Μούσας λέγουσι
. Ζεὺς δὲ ὁ αἰθήρ . τὸ δὲ θερμὸν τοῦ αἰθέρος , μιγνύμενον τῷ ἀέρι , ζωογονεῖ ὅθεν μυθεύονται τὰ
7730308 ἠλιβατου
διηγεῖσθαι : πάντων δὲ πίστιν ἔργον παρασχεῖν . Κύματος γὰρ ἠλιβάτου περὶ τὴν νῆσον αἰρομένου , καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπαντῆσαι
πολυκμήτων ἀπὸ γόμφων λυσάμενοι σκεδάσωσι διὰ ξύλα μακρὰ καὶ ὕλην ἠλιβάτου σχεδίης , πάντῃ δ ' ἀναπλήθεται εὐρὺς αἰγιαλός ,
7721946 ὀρεων
Τοὶ δ ' ἑκάτερθε μάρναντ ' ἀκμήτοισιν ἐειδόμενοι σκοπέλοισιν ἠλιβάτων ὀρέων : μέγα δ ' ἔβραχον ἀμφοτέρωθε θεινόμεναι μελίῃσι τότ
οἱ μὲν κατὰ πίονα ἔργα λιπόντες φεῦγον Ἰθωμαίων ἐκ μεγάλων ὀρέων . ὥσπερ ὄνοι μεγάλοις ἄχθεσι τειρόμενοι , δεσποσύνοισι φέροντες
7714144 τηλοθεν
ἵνα νόστιμον ἦμαρ ἴδηαι χαίρων καρπαλίμως , εἰ καὶ μάλα τηλόθεν ἐσσί . [ εἴ κέν τοι κείνη γε φίλα
σχεδίᾳ ” τὸν δ ' ἐξ Αἰθιόπων ἀνιὼν κρείων Ἐνοσίχθων τηλόθεν „ ἐκ Σολύμων ὀρέων ἴδεν . „ τάχα δὲ
7692409 Ἀχεροντος
ἔστιν ἐν ἀπονίᾳ καὶ ἀλυπίᾳ πάσῃ . Γοργύραν δὲ τοῦ Ἀχέροντος γυναῖκα προσανέπλασαν , ἀπὸ τοῦ γοργὰ φαίνεσθαι τοῖς πολλοῖς
κόραν Πριάμου Κασσάνδραν πολιῷ χαλκῷ σὺν Ἀγαμεμνονίᾳ ψυχᾷ πόρευ ' Ἀχέροντος ἀκτὰν παρ ' εὔσκιον νηλὴς γυνά . πότερόν νιν
7643316 Ζηνος
Ψαμάθης Νηρεΐδος καὶ αὐτοῦ Αἰακοῦ . ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνός : Τελαμὼν καὶ Πηλεύς : Κρόνου μὲν γὰρ Χείρων
Κρῆτες , Ἴδας τέκνα Φοινικογενοῦς τέκνον Εὐρώπης καὶ τοῦ μεγάλου Ζηνός , ἀνάσσων Κρήτης ἑκατομπτολιέθρου : ἥκω ζαθέους ναοὺς προλιπών
7638826 πεδον
στεφάνοισι κάρη παρὰ δαῖτα πυκάζου παντοδαποῖς , οἷς ἂν γαίης πέδον ὄλβιον ἀνθῇ , καὶ στακτοῖσι μύροις ἀγαθοῖς χαίτην θεράπευε
ΜΥΚΑΙ . Ἀριστίας : μύκαισι δ ' ὠρέχθει τὸ λάινον πέδον . Πολίοχος : μεμαγμένην μικρὰν μελαγχρῆ μᾶζαν ἠχυρωμένην ἑκάτερος
7628280 Νυκτος
καὶ ᾠδὰς εἰς τὰς Νύμφας , παλαιῶν ποιμένων ποιήματα . Νυκτὸς δὲ ἐπελθούσης αὐτοῦ κοιμηθέντες ἐν τῷ ἀγρῷ , τῆς
λοιπὸν εὐάνδροισι συμφοραῖς πρέπῃ . βᾶτε νόμῳ , μεγάλαι φιλότιμοι Νυκτὸς παῖδες ἄπαιδες , ὑπ ' εὐθύφρονι πομπᾷ , γᾶς
7627411 πειρασιν
ἐπιβῆναι Ἀχαιίδος ἡρώεσσιν , ὄφρ ' ἔτι καὶ Λιβύης ἐπὶ πείρασιν ὀτλήσειαν : ἤδη μὲν † ποτὶ κόλπον ἐπώνυμον Ἀμβρακιήων
] μυχον ημ [ ! ! ! ! ! ] πείρασιν ἄντρου ἀραιεγ [ [ ] ου λώβαν τα ?
7618306 οἰδμα
! ! ! ! ! ! ] ως ? ? οἶδμα ? ? πολυπλάγκτοιο θαλάσσης [ ] [ ! !
νησιάζεται γὰρ , ὡς καὶ ἑξῆς [ ] : Τύριον οἶδμα λιποῦς ' ἔβαν ἀκροθίνια Λοξίᾳ Φοινίσσας ἀπὸ νάσου :
7602618 γαιης
: [ βορέης ] τε νότος τ ' ἐν πείρασι γαίης [ ] οισι μινυνθάνει : ἀγλαὸν ἥβην [ ´πησι
καὶ ὁ Κολοφώνιος Ξενοφάνης : φησὶ γάρ : πάντες γὰρ γαίης τε καὶ ὕδατος ἐκγενόμεσθα . ἐκ γῆς δὲ καὶ
7598389 ἑδος
τίμιον ἕδος ] τὴν ἀκρόπολιν , τίμιον ἕδος . τίμιον ἕδος ἱκόμαν : διὰ τοῦτο λέγονται τὰ τείχη τῆς πόλεως
' αὐτῆς ἄγχι θαλάσσης . τῇς δ ' ἐπὶ Κομμαγεηνὸν ἕδος Συρίης τε πόληες θινὸς ἔπι στρεπτῆς περιμήκεες : ἀμφὶ
7578763 νιφοεντος
ὅπλα ἐκάλεσεν ὁμοίως ἡμῖν νῦν . . παρ ' Οὐλύμπου νιφόεντος . : Ν . τέκνον ἐμόν , τοῦτον μὲν
μόνη , οὐδέ τις ἄλλος ἀθανάτων , οἳ ἔχουσι κάρη νιφόεντος Ὀλύμπου , καὶ Διὸς ὄμμα τέλειον : ἐπεί γ
7568276 ποταμοιο
παχείῃ : Τρωγλοδύτης δ ' ὡς εἶδεν ἐπ ' ὄχθῃσιν ποταμοῖο , σκάζων ἐκ πολέμου ἀνεχάζετο , τείρετο δ '
. κεῖθι δ ' ἂν ἀθρήσειας ὑπειράλιον πτολίεθρον Ἄσπενδον , ποταμοῖο παρὰ ῥόον Εὐρυμέδοντος , ἔνθα συοκτονίῃσι Διωναίην ἱλάονται .
7540186 ματρος
ἄρα Ὀρφεὺς ὁ Καλλιόπας κατὰ τὸ Πάγγαιον ὄρος ὑπὸ τᾶς ματρὸς πινυσθεὶς ἔφα , τὰν ἀριθμῶ οὐσίαν ἀίδιον ἔμμεν ἀρχὰν
πλάνους . γάλακτι δ ' οὐκ ἐπέσχον οὐδὲ μαστῶι τροφεῖα ματρὸς οὐδὲ λουτρὰ χειροῖν , ἀνὰ δ ' ἄντρον ἔρημον
7524202 Οὐλυμποιο
στερεμνίῳ οὐρανὸς καλεῖται . . . . ἀκροτάτῃ κορυφῇ πολυδείραδος Οὐλύμποιο : ἡ διπλῆ , ὅτι ὄρος ὁ Ὄλυμπος ,
Τιτῆνες ἀγαυοί , οἱ δ ' ἄρ ' ἀπ ' Οὐλύμποιο θεοὶ δωτῆρες ἐάων οὓς τέκεν ἠύκομος Ῥείη Κρόνῳ εὐνηθεῖσα
7494987 δωματα
[ – – × – ] ! βαῖνε Λαερτίου πρὸς δώματα ? ? [ ] καουτονηστης ? [ ] !
καὶ κῆρα φυτεύσω , δὴ τότε μοι χαίροντι φέρειν πρὸς δώματα χαίρων . ” ὣς εἰπὼν ξεῖνον ταλαπείριον ἦγεν ἐς
7490812 Ἀθαναν
Ἡρακλέους αὐλὴν , ἤτοι τὰς Θήβας . εὐωνύμων ἀπ ' Ἀθανᾶν : ἐνδόξων , ὀνομαστῶν . ἄδηλον δὲ ποῖον ἀγῶνα
' ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα καὶ λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ ' Ἀθανᾶν , Θήβαις τ ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ ' Ἀμφιτρύωνος
7468817 τοθι
? ? ἀφίκοντο θεῶν ] ? περικαλλέα [ νᾶσον ] τόθι ] Ἑσπερίδες παγχρύσεα [ ] ? δώματ ] ?
ἑσπερίου ζεφύρου πανεπήτριμα χευαμένοιο , κεύθετ ' ἐνὶ σπήλυγγι , τόθι σκέπας ἄρκιον εὕρῃ , καὶ βόσιος χατέουσα πόδας χεῖράς
7464776 ἠερος
νεφέλην μόρφωσεν : ὀπιπευτῆρι δὲ κύκλωι ἀνδρομέη τροχάουσα δι ' ἠέρος ὄμματος ἀκτὶς Ἠέλιον βλεφάροισιν ἴδε ζωστῆρα κατόπτρου : καὶ
, αἳ δ ' ἔτι φύζης μνωόμεναι πολιοῖο δι ' ἠέρος ἐσσεύοντο : τῇσι δ ' ἐφ ' Ἡρακλέης κεχολώμενος
7461175 χθονα
ἐν ταῖς Βάκχαις ὁ Διόνυσος ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα : οὔποτ ' ἐκ φρενῶν : τὸ ἑξῆς :
ὁρκωμοτεῖν . ὁ δ ' ὅρκος ἔσται μήποτ ' Ἀργείους χθόνα ἐς τήνδ ' ἐποίσειν πολέμιον παντευχίαν ἄλλων τ '
7460705 κολωνας
Αἰθίοψι τόποι ὑψηλοὶ , οὓς καὶ τέμπεα καλεῖ Διονύσιος καὶ κολώνας . Ἔνθεν πιοτάτοιο ] Τῶν τῆς Σελήνης ὀρῶν κάτεισιν
μύθοις , εὖτε Ποσειδάων [ μὲν Ἀγαμμάδας ] | ἀμφὶ κολώνας λαΐνεον πυργ ? [ . . | καρτύνατο ]
7457124 οὐρεος
πρόχυσις χθονὸς ἐκτετάνυσται , ἔνθα δ ' Ἀμαζονίδεσσιν ἀπ ' οὔρεος Ἀρμενίοιο λευκὸν ὕδωρ προΐησιν ἐνυάλιος Θερμώδων , ὅς ποτ
πλῆρες . ἀληθῶς οἵη δ ' Ἄρτεμις εἶσι κατ ' οὔρεος ἰοχέαιρα , ἢ κατὰ Τηΰγετον περιμήκετον ἢ Ἐρύμανθον ,
7438876 χθονος
μελάθροισιν ὑποχθονίη ἐπορούσῃ λάβρος , ἄφαρ δέ τε πάντα κατὰ χθονὸς ἀμφιχέηται ἐκ θεμέθλων , μάλα γάρ ῥα περιτρομέει βαθὺ
Οἰδίπου ; σήμαινέ μοι . τὰ μὲν πρὸ πύργων εὐτυχήματα χθονὸς οἶσθ ' : οὐ μακρὰν γὰρ τειχέων περιπτυχαί [
7425249 εὐνηθεισα
, πόντον , ἄτερ φιλότητος ἐφιμέρου : αὐτὰρ ἔπειτα Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ ' Ὠκεανὸν βαθυδίνην . καὶ ταῦτα εἰπὼν οὐδὲ
ἀκαμάτους λέγεσθαι , οἷον : Σπερχειῷ ἀκάμαντι , γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα : Ὠκεανοῦ δὲ υἱὸν τὸν Οὐρανόν . οἱ δὲ
7419011 ἡχι
? ⌋ [ ] ! ! ν ? βου [ ἧχι πολυκροκάλοιο ] ⌊ [ παρ ' ἀνδήροισι ⌋ Νεμείης
τῶν δ ' ἰξύας ἄχρις ἱκέσθαι αἰδοίων ἐφύπερθε διαμπερές , ἧχι μάλιστα Ἄρεος ἀκαμάτοιο πέλει πολυώδυνος αἰχμή . Πάντῃ δ
7411867 γαιας
, κρύψω τόδ ' ἔγχος τοὐμόν , ἔχθιστον βελῶν , γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται : ἀλλ ' αὐτὸ
μηδὲ τὸ παρθένιον πτερόν , οὔρειον τέρας , ἐλθεῖν πένθεα γαίας Σφίγγ ' ἀπομουσοτάταισι σὺν ὠιδαῖς , ἅ ποτε Καδμογενῆ
7397761 Τηθυος
, ἐπίρρημα καταθετικὸν , καὶ οὐαί . . τῆς πολυτέκνου Τηθύος ] τῆς παμμήτορος γῆς . . περὶ ] τὴν
καὶ οὕτως λέγονται οἱ ποταμοὶ παῖδες Τηθύος . παλαιόν . Τηθύος παῖδές εἰσιν οἱ ποταμοί : ὁ Οὐρανὸς γὰρ μιγεὶς
7394296 οὐρανοθεν
δι ' ἔλεον τοῦ γένους ἡμῶν εἰς νοῦν τὸν ἀνθρώπινον οὐρανόθεν ἀποστέλλει . παραμένοντος γὰρ ἐν ψυχῇ τοῦ θεοειδεστάτου καὶ
. . . . . Μ . ὀρώρει δ ' οὐρανόθεν νύξ . νύκτα οὐδέποτε ἐξ Ὀλύμπου ἐρεῖ γεγονέναι ὁ
7387330 γας
κάλοι δέ ς ' ἆγον ὤκεες ] στροῦθοι [ περὶ γᾶς μελαίνας πύκνα ] δίννεντες [ πτέρ ' ἀπ '
καὶ ὁ ἅλιος φερόμενος διὰ τῶ ζῳοφόρω διανέμει τοῖς ἐπὶ γᾶς πᾶσι καὶ γενέσιος καὶ τροφᾶς καὶ βιοτᾶς τὰν ποθάκουσαν
7379387 γαν
ἔστω πάσᾳ νεολαίᾳ . καρποτελῆ δέ τοι Ζεὺς ἐπικραινέτω φέρματι γᾶν πανώρῳ : πρόνομα δὲ βότ ' ἀγροῖς πολύγονα τελέθοι
παθεῖν τάδε , φεῦ , ἐμὲ παλαιόφρονα , κατά τε γᾶν οἰκεῖν , ἀτίετον , φεῦ , μύσος . πνέω
7362416 Αἰης
οὐδέ κοτ ' ἂν μέγα κῶας ἀνήγαγεν αὐτὸς Ἰήσων ἐξ Αἴης τελέσας ἀλγινόεσσαν ὁδόν , ὑβριστῆι Πελίηι τελέων χαλεπῆρες ἄεθλον
ὧλλοι ἥρωες , Φινῆος ὃ δὴ πλόον ἄλλον ἔειπεν ἐξ Αἴης ἔσσεσθαι : ἀνώιστος δὲ τέτυκτο πᾶσιν ὁμῶς . Ἄργος
7348770 Ἀτλαντος
ἀφ ' ἧς αἰτίας δόξαι τὸν σύμπαντα κόσμον ἐπὶ τῶν Ἄτλαντος ὤμων ὀχεῖσθαι , τοῦ μύθου τὴν τῆς σφαίρας εὕρεσιν
ἔνι Λάδων εἰσέτι που χθιζὸν παγχρύσεα ῥύετο μῆλα χώρῳ ἐν Ἄτλαντος , χθόνιος ὄφις , ἀμφὶ δὲ νύμφαι Ἑσπερίδες ποίπνυον
7346027 ἱερης
οὐκ ἔστι γυνὴ κατ ' Ἀχαιΐδα γαῖαν , οὔτε Πύλου ἱερῆς οὔτ ' Ἄργεος οὔτε Μυκήνης , [ οὔτ '
δέ τις ἐκ Σαλαμῖνος ἄγεν τρισκαίδεκα νήσσας , λίμνης ἐξ ἱερῆς , μάλα πίονας , ἃς ὁ μάγειρος θῆκε φέρων
7343534 βαθυρροου
μοι μετέπειτα χολώσεαι , αἴ κε σιωπῇ οἴχωμαι πρὸς δῶμα βαθυρρόου Ὠκεανοῖο . Τὸ δὲ καὶ τοὺς ἐξιόντας ἐπὶ πόλεμον
ὄνομα ποταμοῦ , ὁ Ὠκεανός , οἷον : ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο . . . . ἐκ τούτου γίνεται ἤκαλος
7343350 ποντοιο
ἀελλόποδες δέ μιν ἵπποι , ὡς ἐτεόν , σπεύδοντες ὑπὲρ πόντοιο φέρεσκον χρυσείῃ μάστιγι πεπληγότες : ἀμφὶ δὲ κῦμα στόρνυτ
βαλλόμενον , κἂν λίθος εἴη : “ ὡς καὶ νῦν πόντοιο δὲ βαλὼν βέλος ἤγαγε νῆα . ” βεβολημένος ὥσπερ
7342197 ἀμβροτον
Παρνησσὸν νιφόεντα θοοῖς διὰ ποσσὶ περήσας , ἵκετο Κασταλίης Ἀχελωΐδος ἄμβροτον ὕδωρ . τλῆ μὲν Δημήτηρ , τλῆ δὲ κλυτὸς
Καὶ τίνα ἐπομόσωμαί γε ; Ὑψιμέδοντα θεόν , μέγαν , ἄμβροτον , οὐρανίωνα , υἱὸν ἐκ πατρός , πνεῦμα ἐκ
7341170 ὀρφνην
' ἔχω , τούσδ ' ἔμαρψα κλῶπας οἵτινες κατ ' ὄρφνην τόνδε κινοῦσι στρατόν . τίς ὁ λόχος ; πόθεν
δ ' ὀράων κρυφίους ποθέοντες ἀέθλους πολλάκις ἠρήσαντο μολεῖν θαλαμηπόλον ὄρφνην . Ἤδη κυανόπεπλος ἀνέδραμε νυκτὸς ὀμίχλη ἀνδράσιν ὕπνον ἄγουσα
7339871 οὐρεα
τὸ Ὁμήρειον ἐκεῖνο λέγων ἔπος τὸ ἦ μάλα πολλὰ μεταξὺ οὔρεά τε σκιόεντα θάλασσά τε ἠχήεσσα . Ἡ τοῦ ιδʹ
τέκμαρ ἔχουσιν ἄστρα , σεληναίης τε καὶ ἠελίοιο κέλευθοι : οὔρεά θ ' ὡς ἀνέτειλε , καὶ ὡς ποταμοὶ κελάδοντες
7333776 Πελοπος
ταῦτα ἔρχεται πρὸς Οἰνόμαον ὁ Μυρτίλος , καὶ τὰ παρὰ Πέλοπος διηγήσατο : ὁ δὲ τὸν στρατὸν ἁλίσας καὶ αὐτὸς
τῶν Ἀσωποῦ θυγατέρων καὶ τῶν Αἰακῷ γενομένων υἱῶν . Περὶ Πέλοπος καὶ Ταντάλου καὶ Οἰνομάου καὶ Νιόβης . Περὶ Δαρδάνου
7331557 ἠπειροιο
: ὡς ἔχει ταυτί ῥόχθει γὰρ μέγα κῦμα ποτὶ ξερὸν ἠπείροιο . αὐτὸς δὲ κλάγξας πέτετο πνοιῇς ἀνέμοιο . αἰγιαλῷ
δέ τις αἰπεῖα Προποντίδος ἔνδοθι νῆσος τυτθὸν ἀπὸ Φρυγίης πολυληίου ἠπείροιο εἰς ἅλα κεκλιμένη , ὅσσον τ ' ἐπιμύρεται ἰσθμός
7321614 ὀρεος
εἰσανέβησαν , ὅ μιν τότε κουρίζοντα Δίκτῃ ἐν εὐώδει , ὄρεος σχεδὸν Ἰδαίοιο , ἄντρῳ ἐγκατέθεντο καὶ ἔτρεφον εἰς ἐνιαυτόν
Ἀνόπαια : τείνει δὲ ἡ Ἀνόπαια αὕτη κατὰ ῥάχιν τοῦ ὄρεος , λήγει δὲ κατά τε Ἀλπηνὸν πόλιν , πρώτην
7311079 ἀισσοντα
πάγοισιν ἰλλόμενος χαλκέῃσιν ἀλυκτοπέδῃσι Προμηθεύς αἰετὸν ἥπατι φέρβε παλιμπετὲς † ἀίσσοντα : τὸν μὲν ἐπ ' ἀκροτάτης ἴδον ἑσπέρου ὀξέι
ὅτε σήματα λυγρὰ κατὰ πτόλιν εἰσενόησεν εἰς ἓν ἅμ ' ἀίσσοντα , μέγ ' ἴαχεν , εὖτε λέαινα ἥν ῥά
7308567 αἰγλης
ἐν εὐστέρνοις χοάνοισι τῶν δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε νήστιδος αἴγλης , τέσσαρα δ ' Ἡφαίστοιο : τὰ δ '
ῥηθεῖσι : “ τὰς δύο τῶν ὀκτὼ μερέων λάχε Νήστιδος αἴγλης , τέσσαρα δ ' Ἡφαίστοιο , τὰ δ '
7297934 Παλλαδος
γάρ σε φυγεῖν Κέκροπος πόλις : ἀλλὰ σὺ μέν που Παλλάδος ἄστυ φύγες , Πλουτέα δ ' οὐκ ἔφυγες .
κελαινὸν εἰς ἕδρανα λάϊνα δάπεδά τε , φονέα πατρίδι , Παλλάδος θέσαν θεᾶς . ἐπὶ δὲ πόνωι καὶ χαρᾶι νύχιον
7297389 Ἀθηναιης
ἀπειλήσω τό γε θυμῷ : αἴ κεν ἄνευ ἐμέθεν καὶ Ἀθηναίης ἀγελείης Ἥρης Ἑρμείω τε καὶ Ἡφαίστοιο ἄνακτος Ἰλίου αἰπεινῆς
εἴκων , ξὺν ἐμῇ γενεᾷ θαλλοὺς στέψας , ἐπ ' Ἀθηναίης βωμοῦ ἱκέτης ἵδρυμαι , τίς ἐὼν χρὴ λέγειν τοῖς
7283541 πεφορητο
' ὑπεδέξατο γαῖα σῶμα : κάρη δ ' ἀπάτερθε κυλινδομένη πεφόρητο ἱεμένου φωνῆς : ταχέως δ ' ἅμ ' ἀπέπτατο
' αὐτὸς πρηνής : ἐκ δέ οἱ αἷμα διὰ στόματος πεφόρητο ἀθρόον : αἶψα δ ' ἄναλκις ἀπὸ μελέων φύγε
7283466 Ἠελιοιο
, ἥ μοι μάλα πόλλ ' ἐπέτελλε νῆσον ἀλεύασθαι τερψιμβρότου Ἠελίοιο : ἔνθα γὰρ αἰνότατον κακὸν ἔμμεναι ἄμμιν ἔφασκεν .
φρένες , οὐ μὲν ἕκητι μαργοσύνης . ἴστω ἱερὸν φάος Ἠελίοιο , ἴστω νυκτιπόλου Περσηίδος ὄργια κούρης : μὴ μὲν
7281187 Ληδης
εἰς οἰκίον , οὐκ ἐπὶ πόντον ? [ , ] Λήδης λέκτρα ? [ φέρεις , ἀλλ ' οὐ ]
Ζεύς Εὐρώπης διὰ κάλλος ἀκούεται εἰσέτι ταῦρος [ ] καὶ Λήδης δι ' ἔρωτας ἀκούεται εἰσέτι κύκνος . Εὐρώπην σὺ
7274361 Ἑλικωνος
καὶ ἡλίκην σφῦραν . καὶ ταῦτα ᾄδοντι αὐτῷ ἐκ τοῦ Ἑλικῶνος τὰ ὦτα ὑπεῖχον οἱ Ἕλληνες καὶ ἐκηλοῦντο καὶ ᾤοντο
Μούσας ἐκ Πιερίας καλεῖ , ἐν δὲ τῇ Θεογονίᾳ ἐξ Ἑλικῶνος . Διπλᾶς ἐγὼ τὰς Πιερίας καὶ τοὺς Ἑλικῶνας γινώσκω
7272610 ἀντολιας
: ὃς δὲ περιστρέφεται πύματον πόντον τε καὶ αἶαν φαίνων ἀντολίας , δύσιάς θ ' ὑπὸ βένθεσι κεύθων , ὅς
ἕκαστος . Ἡ δὲ κατ ' ὀρφναίοιο πόλου χρυσήνιος ἠὼς ἀντολίας ἤνοιγεν , ἐδέχνυτο δ ' οὐρανὸς ὄρθρον : καὶ
7270233 Ἀλφειου
οἷον ἀναπνοὴ διὰ τὸ ἀπορρῶγα καὶ οἷον στόμα εἶναι τοῦ Ἀλφειοῦ τὴν αὐτόθι Ἀρέθουσαν , ἥ ἐστι κρήνη : ὥστε
τοῦ πελάγους ἀφίκοντο δι ' ἡμέρας ἕκτης ἐπὶ τὰς τοῦ Ἀλφειοῦ ἐκβολάς , ἀφ ' ὧν ὁ ποταμὸς οὗτος Ἀδρίᾳ
7266691 ἀνασσων
θαλίαις καὶ κώμοις ἡδέσιν ὀνομαστὴν ἀποδεικνύειν . Λύκιε καὶ Δάλοιο ἀνάσσων : ὦ Λύκιε Ἄπολλον καὶ τῆς Δήλου βασιλεύων καὶ
Ἄρης ἀνθεῖ νέων οὐλίαις αἰχμαῖσιν ἀνδρῶν . ὕπατ ' εὐρὺ ἀνάσσων Ὀλυμπίας , ἀφθόνητος ἔπεσσιν γένοιο χρόνον ἅπαντα , Ζεῦ
7260613 νησοιο
Κόλχων παρθενικήν , Μινύῃσι φέρων χάριν : ἐγγύθι Ἄργος ἡμετέρης νήσοιο καὶ ἀνέρες Αἱμονιῆες , Αἰήτης δ ' οὔτ '
' ὁ μὲν ἐς χαλκεῶνα καὶ ἄκμονας ἦρι βεβήκει , νήσοιο Πλαγκτῆς εὐρὺν μυχόν , ᾧ ἔνι πάντα δαίδαλα χάλκευεν
7253652 ποντος
θηρῶν ἀνόητα γένη , σοὶ δὲ καὶ χθὼν πᾶσα καὶ πόντος καὶ ὁ παμμήστωρ Ἄρης . καίτοι γε πόσῳ κρεῖττόν
παρεῖχ ' ἄφερτον Ἰδαία χιών , ἢ θάλπος , εὖτε πόντος ἐν μεσημβριναῖς κοίταις ἀκύμων νηνέμοις εὕδοι πεσών τί ταῦτα
7248490 χευμα
, τόν ῥ ' ὑποκυσσαμένη τέκεν Ἀπόλλωνι ἄνακτι Ἀμφρύσου παρὰ χεῦμα Φερητιὰς Ἀντιάνειρα . Τῷ καὶ μαντοσύνην ἔπορεν καὶ θέσφατον
ἀπολέσθαι . . . Μηδέ ποτ ' ἐκ λήθης ῥεύσωμεν χεῦμα ταπεινόν . ἧς κατασύρονται πολλοὶ σκολιοῖσι ῥεέθροις . .
7246801 ἑλισσομενος
κράτος αἰὲν ἀείσω . σοὶ δὴ πᾶς ὅδε κόσμος , ἑλισσόμενος περὶ γαῖαν , πείθεται , ᾗ κεν ἄγῃς ,
ἕτεραι δὲ τῶν λοιπῶν μερῶν , καταπηδῶν δὲ καὶ ἄτακτα ἑλισσόμενος ποτὲ μὲν εἰς τὸ βάθος κάτεισι , ποτὲ δ
7245572 γαιαν
, ἐπεί κε τέκωσι , τοκῆες . εἰπὲ δέ μοι γαῖάν τε τεὴν δῆμόν τε πόλιν τε , ὄφρα σε
εὐωδία : οὗ κινυμένου Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶμα ἔμπης εἰς γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἵκετ ' ἀυτμή . καὶ στρωμνὰς
7232243 Ἰρις
, οὐκ εἰς αἰκίαν . ὅταν μὲν οὖν ὕστερον ἡ Ἶρις εἴπῃ τῷ Ἀχιλλεῖ , ὅτι βούλεται ὁ Ἕκτωρ τὸν
ὅττί κεν εἴπω . Ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα , βῆ δ ' ἐξ Ἰδαίων ὀρέων
7222304 ἐκλυεν
ἀπέραντον ὁδόν , τοῦτο Νεοκλῆος πινυτὸν τέκος ἢ παρὰ Μουσέων ἔκλυεν ἢ Πυθοῦς ἐξ ἱερῶν τριπόδων . εἰσόμεθα δὲ καὶ
πάντα ἐπήκοα ἦν . Δῆλον τοῦτ ' ἐστὶν ὅτι ὄρνεα ἔκλυεν αὐτοῦ ὡς οἱ τῶν ἱερῶν γράμμ ' ἀναλεξάμενοι φάσκουσίν
7217496 ἀγαρροος
Αὐτὰρ Θρήϊκας ἦγ ' Ἀκάμας καὶ Πείροος ἥρως ὅσσους Ἑλλήσποντος ἀγάρροος ἐντὸς ἐέργει . Εὔφημος δ ' ἀρχὸς Κικόνων ἦν
ὀρέων ἀλεγεινὰ μεμιγμένος ἔρχεται ὄμβρῳ , ἀέναός περ ἐὼν καὶ ἀγάρροος , οὐδέ νυ τόν γε εἴργουσιν προβλῆτες ἀάσπετα παφλάζοντα
7208571 προχοαις
δεύτερον , ἢ περὶ Ποσειδῶνος γαμοῦντος τὴν Τυρὼ ἐν ταῖς προχοαῖς Ἐνιπέως , [ ποταμὸς δὲ Θετταλίας ὁ Ἐνιπεύς ,
ὡς εὐτελῆ καὶ ἀνάξια παιδευτικῆς Μούσης : μὴ οὐρεῖν ἐν προχοαῖς ποταμῶν ἐπὶ κρηνῶν μηδ ' ἀποπατεῖντοῦτο γὰρ τὸ ἀποψύχεινἴσως
7208194 Ποσειδαωνος
τοῖς μέγας , ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε , Ποσειδάωνος ὑποδμώς . καρῖδές θ ' , αἳ Ζηνὸς Ὀλυμπίου
Πρωτεὺς Αἰγύπτιος , ὅς τε θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδε , Ποσειδάωνος ὑποδμώς : τὸν δέ τ ' ἐμόν φασιν πατέρ
7205117 Ὀλυμπον
πάντων , ἦ τι μέγ ' ἀθανάτους μάκαρας , τοὶ Ὄλυμπον ἔχουσιν , ἤλιτεν Ἀμφιτρύων , ὅτ ' ἐυστέφανον ποτὶ
Ἄρη φησὶ κατασχεῖν , ὠκύτατόν περ ἐόντα θεῶν , οἳ Ὄλυμπον ἔχουσιν , ἠΰτ ' ἀράχνια λεπτά , τά γ
7202362 εὐρυχοροιο
ἕσσαντο περὶ χροῒ νώροπα χαλκόν , ἁθρόοι ἠγερέθοντο πρὸ ἄστεος εὐρυχόροιο . τοῖσιν δ ' Εὐπείθης ἡγήσατο νηπιέῃσι : φῆ
. καρπαλίμως δ ' ἀίδηλον ἀνὰ στίβον ἔκτοθι πύργων ἄστεος εὐρυχόροιο φόβῳ ἵκετ ' , οὐδέ τις ἔγνω τήνγε φυλακτήρων
7200467 ὑπερθε
ντ [ . . . ἀργυρέαν τεπ ? [ χρυσῶι ὕπερθε [ ἐκ Δαρδανιδ ! ! [ Πλεισθενίδας ! [
τοκεῦσι , τὰ ματρόθεν μὲν κάτω , τὰ δ ' ὕπερθε πατˈρός . θεὸς ἅπαν ἐπὶ ἐλπίδεσσι τέκˈμαρ ἀνύεται ,
7199216 προχοας
ἀντωνυμίας τὸ ὄνομα : οὐ γὰρ εἶπεν εἰς τὰς ἑαυτοῦ προχοάς : ἡ διπλῆ οὖν παράκειται πρὸς τὸ τῆς ἑρμηνείας
δὲ τῆς Παταληνῆς ἣν ὁ Ἰνδὸς ποιεῖ σχισθεὶς εἰς δύο προχοάς . Ἀριστόβουλος μὲν οὖν εἰς χιλίους σταδίους διέχειν ἀλλήλων
7194803 Αὐταρ
ὁππόσα τοῖσιν ἔοικεν σχήματα δυσγενέων δμώων τεύχει λυγρὰ φῦλα . Αὐτὰρ ἐγὼ μάλα μὲν πυκιναῖς πραπίσιν δεδάηκα * * *
, ἥμισυ δ ' ἤδη ἐσχατιαὶ βάλλουσι κατερχομένου Στεφάνοιο . Αὐτὰρ ὅγ ' ἐξόπιθεν τετραμμένος ἄλλα μὲν οὔπω γαστέρι νειαίρῃ
7190596 χθον
τὸ ἡδὺ , καὶ τὸ ἠρεμαῖον τῆς ῥεύσεως . . χθόν ' ] γῆν . ἀκοιμήτῳ ] ἀπαύστῳ . .
νεφέλην δ ' ὑποσχὼν νιφάδι γογγύλων πέτρων „ ὑπόσκιον θήσει χθόν ' , οἷς ἔπειτα σὺ βαλὼν ” διώσει ῥᾳδίως
7176902 Αἰγυπτοιο
ὡς δ ' ὅτ ' ἀπ ' Αἰθιόπων τε καὶ Αἰγύπτοιο ῥοάων ὑψιπετὴς γεράνων χορὸς ἔρχεται ἠεροφώνων , Ἄτλαντος νιφόεντα
' Ὁμήρου διιπετέα φάσκοντος τὸν Νεῖλον ἂψ δ ' εἰς Αἰγύπτοιο διιπετέος ποταμοῖο . . εἰσὶ δέ τινες , οἵ
7170563 ἀκρης
μετ ' ἀντολίηνδε Χελιδόνιαι γεγάασι τρεῖς νῆσοι μεγάλης Παταρηΐδος ἔνδοθεν ἄκρης . Κύπρος δ ' εἰς αὐγὰς Παμφυλίου ἔνδοθι κόλπου
νήιος ἐκ κοτίνοιο φάλαγξ , θαλέθει δέ τε φύλλοις , ἄκρης τυτθὸν ἔνερθ ' Ἀχερουσίδος . εἰ δέ με καὶ
7164479 δινηεις
. . . . . . . . . . δινήεις προΐησιν ἀεξόμενος Διὸς ὄμβρῳ . Υἱὸς δ ' αὖτ
σημαίνει δ ' ὅμως καὶ τὸ περικυκλούμενον ὡς ἐνταῦθα . δινήεις δ ' ὑπένερθεν : ὁ ῥοῦς , φησί ,
7162668 ἠλιβατοιο
: ὡς δ ' ὁπότ ' ἐξεριπόντος ἀπ ' οὔρεος ἠλιβάτοιο πέτρου ἀπειρεσίοιο , τὸν ὑψόθεν ἀκάματος Ζεὺς ὤσῃ ἀπὸ
καὶ Σάμος ἱμερόεσσα , Πελασγίδος ἕδρανον Ἥρης , καὶ Χίος ἠλιβάτοιο Πελινναίου ὑπὸ πέζαν . κεῖθεν δ ' Αἰολίδων ἀναφαίνεται
7157158 θετο
στάδα λίμνην κλάδα χρυσεόκαρπον ἁμὲς δὲ ϝειρήναν : τόδε γὰρ θέτο Μῶσα λίγεια , τῶι γὰρ Ἰθωμάται καταθύμιος ἔπλετο Μοῖσα
οὐδ ' ἐδάμασσεν . ἔνθ ' ἀπὸ Τυνδαρίδης μὲν ἐύστιπτον θέτο φᾶρος λεπταλέον , τό ῥά οἵ τις ἑὸν ξεινήιον
7153667 τηλου
. καὶ γὰρ ἐγὼν ἐπίκουρος ἐὼν μάλα τηλόθεν ἥκω : τηλοῦ γὰρ Λυκίη Ξάνθῳ ἔπι δινήεντι , ἔνθ ' ἄλοχόν
Σοφοκλῆς τὸ αὐτὸ περὶ Φιλοκτήτου λέγει . : Εἰς τὸ τηλοῦ τὸν ὅρον ἔχον , ὅ ἐστι πόρρω : τουτέστι
7151617 ἀνακτος
Κύπρις , ἁ δὲ δορὶ Παλλάς , Ἥρα δὲ Διὸς ἄνακτος εὐναῖσι βασιλίσιν , κρίσιν ἐπὶ στυγνὰν ἔριν τε καλλονᾶς
οὔτε τις ἄντην ὄσσε βαλεῖν τέτληκεν , ὑποπτώσσουσι δ ' ἄνακτος τηλόθεν ἅλματα δεινὰ καὶ ἄσθματα φυσιόωντος . οἱ δ
7148573 ἐνεπουσιν
καὶ ἀνιγρούς ἑρπηστὰς ἔχιάς τε καὶ ἄχθεα μυρία γαίης Τιτήνων ἐνέπουσιν ἀφ ' αἵματος , εἰ ἐτεόν περ Ἀσκραῖος μυχάτοιο
πόδας Εὐφήμοιο Εὐρωπηιάδαο , τὸν ἐν πολυηχέι πόντῳ ὦκα θέειν ἐνέπουσιν ὁδῷ πεφορημένον ὑγρῇ , οὐδ ' εἴ σοι πτερύγεσσιν
7146835 Ἐφυρης
ἡ Σαρωνικὴ , καὶ ἡ μὲν Κορινθία ἐξ ἐναντίας τῆς Ἐφύρης , ὃ ἔστι τῆς Κορίνθου πόλεως πρὸς δύσιν ἐστὶν
' ἐφόρει γυάλοισιν ἀρηρότα : τόν ποτε Φυλεύς ἤγαγεν ἐξ Ἐφύρης , ποταμοῦ ἀπὸ Σελλήεντος ὅς οἱ καὶ τότε παιδὸς
7135617 τεκ
[ ] [ ] ! ! ! ! ! εροπας τεκ ! [ ] [ ] ! πέρσε δὲ πάντα
ἐπιμνα ! [ ! ! ] το ? πέφαννέ ? τεκ [ ! ! ! ] ξηι δὲ θᾶς ?
7133131 Πηλιου
φησὶ , μετὰ γαμικῶν ᾀσμάτων καὶ σὺν λαμπάσι ταῖς ἀπὸ Πηλίου ὄρους τεμνομέναις εἰς τὸν οἶκον ἐπορευόμην τὴν χεῖρα τῆς
Πελασγικῶν πεδίων πρὸς τὴν Μαγνησίαν , ἃ παρατείνει μέχρι τοῦ Πηλίου σταδίους ἑκατὸν ἑξήκοντα . ἐπίνειον δὲ τῶν Φερῶν Παγασαὶ
7129115 Φοιβου
ὀνείρασι καὶ τὸ ὁρῶ δὲ φεύγοντ ' αἰετὸν πρὸς ἐσχάραν Φοίβου . ὅμως δ ' ἐπειδὴ ἡ ὑμετέρα , τοῦ
ἄλλοι δ ' ἄλλο μέλαθρον ἀνίαχον : εἰ δέ με Φοίβου χρὴ λέξαι πινυτὰν ἀμφαδὰ μαντοσύναν , πάτρα τοι τελέθει
7124635 πολυμηλου
τῶν εἰσιν ἀμείνονες , οἵτε μεσηγύ Τίρυνθος ναίουσι καὶ Ἀρκαδίης πολυμήλου , Ἀργεῖοι λινοθώρηκες , κέντρα πτολέμοιο . ὑμεῖς δ
εἰσιν ἀμείνονες , οἳ τὰ μεσηγύ Τίρυνθος ναίουσι καὶ Ἀρκαδίης πολυμήλου , Ἀργεῖοι λινοθώρηκες , κέντρα πτολέμοιο : ὑμεῖς δ
7123454 Ἑλικης
Δύμη : εἶτα προσελάμβανόν τινας τῶν δώδεκα πλὴν Ὠλένου καὶ Ἑλίκης , τῆς μὲν οὐ συνελθούσης τῆς δ ' ἀφανισθείσης
Βούρας , θυγατέρα δ ' αὐτὴν Ἴωνος τοῦ Ξούθου καὶ Ἑλίκης εἶναι . ὅτε δὲ Ἑλίκην ἐποίησεν ἄδηλον ἐξ ἀνθρώπων
7116454 κοσμοιο
πόσι , σεμνὲ Προμηθεῦ , ὃς ναίεις κατὰ πάντα μέρη κόσμοιο , γενάρχα , ἀγκυλομῆτα , φέριστε : κλύων ἱκετηρίδα
φύσις αἰθερόπλαγκτος ὀρθὰ τεκμαιρομένοισι διώρισεν ἀνδράσιν ἄστρα , οἷς πλαγκτὴ κόσμοιο βροτοκλώστειρα χορείη δόγματος ἐξ ἱεροῖο σαφῆ πρὸς ἔλεγχον ἰοῦσα
7107357 ἀνασσαν
' ἀποκταμένων . Ἄγε δ ' εἰς ἑὰ δώματ ' ἄνασσαν , καί μιν προφρονέως τίεν ἔμπεδον , εὖτε θύγατρα
Λάκαινα , πρεπτὸν ἁμὶν κλέωἁ τὸν Ἀμύκλαις σιὸν καὶ Χαλκίοικον ἄνασσαν , Τυνδαρίδας τ ' ἀγασώς , τοὶ δὴ πὰρ
7105724 ὀσσαν
λῆξιν ὀρινομένων ἀνέμων : συνέηκε δὲ Μόψος ἀκταίης ὄρνιθος ἐναίσιμον ὄσσαν ἀκούσας . καὶ τὴν μὲν θεὸς αὖτις ἀπέτραπεν ,
: Ὦτα . Ἀπολλόδωρος μὲν , ἀπὸ τοῦ δέχεσθαι τὴν ὄσσαν . : Μέλασμα : τὸ βάμμα τῆς κεφαλῆς .
7105717 κελευθον
κρημνῶν οὐ τρέχοντι μᾶλλον ἀλλὰ πετομένῳ ἐοικώς . ἣν γὰρ κέλευθον ἀνὴρ δι ' ἵππων ἀμοιβῆς αὐθημερὸν οὐκ ἔσθενε δρᾶσαι
αἶα καλύψει , οὐ μὲν ἄρ ' ἐκτελέσαντας ὁμὴν βιότοιο κέλευθον , οὐδ ' οἵην τις ἕκαστος ἐέλδεται , οὕνεχ
7100186 Ἡρακληος
' Ἀχαιοῖς . Ἀλλὰ σύ , πρὸς μεγάλοιο καὶ ὀβρίμου Ἡρακλῆος τῷ μέγεθός τε βίην τε καὶ ἀγλαὸν εἶδος ἔοικας
' ἐελδομένοισι θεοὶ μέγα πήματος ἄλκαρ ἤγαγον Εὐρύπυλον κρατεροῦ γένος Ἡρακλῆος : καί οἱ λαοὶ ἕποντο δαήμονες ἰωχμοῖο πολλοί ,
7098473 ἀπειριτον
, μίτου κρατερῆς ὑπ ' ἀνάγκης . Ἠέριον μετὰ φέγγος ἀπείριτον ἀστεροπληθὲς ἄχραντον πολὺ δῶμα θεοῦ λίπον , ἠδ '
κάλλιπε τυτθὸν ἐνὶ μεγάροις ἔτι παῖδα , ᾧ ἔπι κυδιάασκον ἀπείριτον , ᾧ ἔπι πολλὰ ἐλπομένην ἀπάφησε κακὴ καὶ ἀτάσθαλος
7096815 Πιεριην
” Ἥρη δ ' ἀίξασα „ λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ” ἐρατεινὴν σεύατ '
. . Ἥρη δ ' ἀίξασα λίπεν ῥίον Οὐλύμποιο , Πιερίην δ ' ἐπιβᾶσα καὶ Ἠμαθίην ἐρατεινήν ἡ διπλῆ ὅτι
7095590 Νυξ
βουλήν . ἐκ Χάεος δ ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο . Γαῖα δέ τοι πρῶτον μὲν ἐγείνατο ἶσον
σεύεσθ ' ἐν τεύχεσσιν ἑοῦ πατρός : ἀλλά μιν ἔσχε Νὺξ ἥ τ ' ἀνθρώποισι λύσιν καμάτοιο φέρουσα ἔσσυτ '
7090827 χειματος
ἀρηρομένῃ δ ' ἐνὶ γαίῃ καὶ θέρεος βαρύθουσι πόδες καὶ χείματος ὥρῃ ἄχρις ἐπισφυρίων ὀλοὴν κρηπῖδα φέρουσιν . Ἤν ποτ
! ! ! ! ] ν ! ἐλπὶς ὡρίου ] χείματος [ ] [ ! ! ! ! ] ερ
7088671 ἀστραπτουσα
ἔρχεται , ἀκρόπολις μὲν αὕτη τοσαύτη τὸ μέγεθος , πόρρωθεν ἀστράπτουσα ἀπὸ πάσης εἰσόδου , ὥσπερ κοινή τις κορυφὴ τοῦ
ἐπίσταται ὡς ἁπαλὸς παῖς ἕσθαι πανδήμου Κύπριδος ὠκὺ βέλος ἵμερον ἀστράπτουσα κατ ' ὄμματος , † ἠδ ' ὑπὲρ ὤμων
7086098 θεμεθλα
στόμα λαύρης , ” τὸ τῆς θύρας χάσμα . στομάχοιο θέμεθλα τὴν φάρυγγα , στόμα τῆς κοιλίας . στροφάλιγγι τῇ
[ ] μενων [ Θήβης ] τὰ τείχη [ καὶ θέμεθλα τοῦ ] Νείλου [ τύχης ] αμαρα [ ]
7085535 Ἡρους
ἀλλὰ πυριβλήτοισι δαμεὶς ἀδόκητον ὀιστοῖς οὐκ ἔθελες ζώειν περικαλλέος ἄμμορος Ἡροῦς . σὺν βλεφάρων δ ' ἀκτῖσιν ἀέξετο πυρσὸς Ἐρώτων
δ ' οὐχ εὗρον ὀπωπῆς . αὐτίκα τεθναίην λεχέων ἐπιβήμενος Ἡροῦς . οὐκ ἂν ἐγὼ κατ ' Ὄλυμπον ἐφιμείρω θεὸς

Back