τὰ δριμέα τῶν ὀϲφραντῶν καὶ πληρωτικὰ τῆϲ κεφαλῆϲ καὶ τὸ ἀτενίζειν ἐξ ὕψουϲ καὶ τὸ ἐγχρονίζειν ἐν βαλανείῳ καὶ τὴν
ὁ Σωκράτης ἡμῖν καὶ Διοτίμα , μὴ οὐχὶ πρὸς σὲ ἀτενίζειν καὶ ἐπιστηρίζειν τὼ ὀφθαλμώ . καὶ δῆτα αἰσθάνομαι ἐμαυτοῦ
5933136 φρασαντες
τε καὶ Κολλατῖνος ἀποδυράσθωσαν τὰς ἑαυτῶν τύχας ἅπαντα τὰ γενόμενα φράσαντες . ἔπειτα τῶν ἄλλων ἕκαστος παριὼν κατηγορείτω τῆς τυραννίδος
Ἔρχονται δὴ πρὸς αὐτοὺς ὁ Κόρυμβος καὶ ὁ Εὔξεινος καὶ φράσαντες ἰδίᾳ τι θέλειν εἰπεῖν , ἀπάγουσι καθ ' αὑτοὺς
5927635 ἀγορασαντες
Δήλῳ διατρίβειν : τῶν δὲ Δηλίων ἀποκρινομένων αὐτοῖς ὅτι ἱερεῖα ἀγοράσαντες οἱ ἄνθρωποι διέβησαν εἰς τὴν Ῥήνειαν : διὰ τί
, ὡς ἰχθῦς πεπράκασιν , οὐ τρίποδα : οἱ δὲ ἀγοράσαντες ἔλεγον , ὡς πᾶν τὸ ἀνιὸν καὶ πᾶν ὅ
5891225 ἐβοων
: οἱ δὲ φυλάσσοντες ἐδίωκον , νομίζοντες ἀποδιδράσκειν , καὶ ἐβόων τοῖς ἐντυγχάνουσι λαβέσθαι . ἀλλ ' εἶχον οἱ πόδες
βουλεύματος τοῦ ἐν τῇ πόλει . διεβόων : ἤγουν διάτορον ἐβόων . τοῦ μέν : τοῦ Ἀστυόχου . οὐδέπω ἐν
5732766 λοχωντες
. Κἄπειθ ' ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα , ἐποίησεν ὁ Ζεὺς καπνοδόκην μεγάλην πάνυ
. κἄπειθ ' ἵνα μὴ πρὸς τοῖσι βωμοῖς πανταχοῦ ἀεὶ λοχῶντες βωμολόχοι καλώμεθα , ἐποίησεν ὁ Ζεὺς καπνοδόκην μεγάλην πάνυ
5546608 εὐφημουντες
θαλίαις , ἤγουν εὐωχίαις ἡδείαις , ἃς δηλονότι εὐωχοῦντο οἱ εὐφημοῦντες . ἤγουν τῇ παλαιᾷ συνηθείᾳ . * † ἀκολουθοῦντες
: Τοῦ Πλούτου . . ὀπίσω τοῦ Πλούτου . . εὐφημοῦντες : Τὸν Πλοῦτον . Θ . . ἐπαινοῦντες τὸν
5374600 ἐσπευδον
μ ' ἔχηι ; εἶτ ' οὐ λαθεῖν τούτους ἂν ἔσπευδον , τάλαν , αὐτός τ ' ἐκεῖνος ; ἀλλ
τοσαύτης μνήμῃ τὸν κίνδυνον ἀνερρίπτουν , καὶ συνελθεῖν τῷ ἐχθρῷ ἔσπευδον , οἳ δὲ τῆς καινῆς καὶ ἀπίστου θέας διψῶντες
5350690 πορευθεντες
ἐκ τῆς πόλεως , ὑφορώμενος αὐτῶν τὴν ἀβεβαιότητα . οἳ πορευθέντες εἰς Ἔντελλαν , καὶ πείσαντες τοὺς ἐν τῇ πόλει
εἰς ἐπιθυμίαν πονηράν , ἀλλὰ πάντοτε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἀληθείᾳ πορευθέντες , καθὼς καὶ παρέλαβον τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον .
5348292 ἀστακτι
ἀλλ ' ἢ τῶν πρὶν λήθεσο ἢ οὐκ ἐνόησας ; ἀστακτί . ἀντὶ τοῦ οὐ κατὰ σταγόνα , ἀλλ '
ἔθαλπεν , ὡς ἀτμίζειν τὸ σῶμα καὶ τὸν ἱδρῶτα χωρεῖν ἀστακτί , καθάπερ τῶν πυρὶ λουομένων , εἶτα ἔρριψαν ἑαυτοὺς
5332642 ἐδακρυον
οὐκ ἂν οὕτως ἐδημοσίευον τὴν γνώμην , ἢ οὐκ ἂν ἐδάκρυον , ἵνα ἐλεγχθῶ : ἀνάγκη μὲν , ὅτι οὐκ
, ” νόμος μὴ ἀνοίγειν τὰς πύλας , αἰχμάλωτοι φεύγοντες ἐδάκρυον , οὐκ ἤνοιξαν οἱ στρατηγοὶ , ἐπελθόντες οἱ πολέμιοι
5319858 σαγαρεις
. καὶ οἱ πεζοὶ ἔχουσι μὲν γέρρα καὶ κοπίδας καὶ σαγάρεις ὥσπερ οἱ ἐπὶ Κύρου τὴν μάχην ποιησάμενοι : εἰς
ἀκινάκην Περσικὸν ξιφίδιόν τι , τῷ μηρῷ προσηρτημένον , καὶ σαγάρεις Σκυθικάς . Ἄραβες δὲ καὶ στρουθῶν δοραῖς ἀντὶ θωράκων
5312111 εἰωθεσαν
Κρατερός , Λεωβώτης Ἀλκμαίωνος Ἀγραυλῆθεν . ἔνιοι δὲ τῶν ῥητόρων εἰώθεσαν καλεῖν καὶ τὰ μὴ μεγάλα ἀδικήματα εἰσαγγελίαν . ἔστι
περὶ τῆς Ποτιδαίας ἢ ἄλλο παράλογον : οἷον σεισμός : εἰώθεσαν γὰρ οἱ Ἕλληνες ἀναχωρεῖν τοιούτου τινὸς γινομένου οἰωνιζόμενοι καὶ
5307410 ὀδυρομενοι
ἕκαστον τῶν τούτοις ὁμοίων . Ἔτι ἔλεον κινήσομεν τὴν ἐρημίαν ὀδυρόμενοι τὴν ἑαυτῶν , οἷον ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας τις κρίνεται
κάθησθε τὰ μὲν μὴ συμβῇ τρέμοντες , τῶν δὲ συμβαινόντων ὀδυρόμενοι καὶ πενθοῦντες καὶ στένοντες : εἶτα τοῖς θεοῖς ἐγκαλεῖτε
5299299 ἐνεβαλον
. ἐξέκαιον οὖν τὸν ἄθλιον γέροντα καὶ εἰς μανίαν ἐρρωμένην ἐνέβαλον . ὁ δέ , ὡς ἂν τοῖς πλείστοις καὶ
καὶ αἱ τοῦ δέοντος παρατετραμμέναι εἰς κακότητα καὶ βλάβην ἀθρόως ἐνέβαλον πάντα ἄνθρωπον , αἵτινες καὶ πρὸς τοῦτον ἦλθον .
5294054 κατεφιλουν
τι ἐψιθύριζεν , ἐπιπολῆς ψαύουσά μου τῶν χειλέων . κἀγὼ κατεφίλουν σιωπῇ , κλέπτων τῶν φιλημάτων τὸν ψόφον , ἡ
, οἱ δὲ ἄνθρωποι , μηκέτι ἔχοντες Καλλιρόην ὁρᾶν , κατεφίλουν τὸν δίφρον . βασιλεὺς δὲ ὡς ἤκουσεν ἀφῖχθαι Διονύσιον
5262330 κρυοεντος
χθόνα βούλεθ ' ἱκέσθαι : δεινὰ δ ' ὑπεστενάχιζε φόβου κρυόεντος ἀνάγκῃ . οὐρὴν μὲν πρῶτ ' ἔπλας ' ἐφ
θαλπωρὴν , παρὰ τὸ τέρπεσθαι καὶ ἰαίνεσθαι : καὶ φόβου κρυόεντος . Φιλόξενος ἐν τῷ περὶ Ῥωμαίων διαλέκτου . Σπάργανον
5255204 κομιζουσιν
τῆς ἐλευθερίας . λέοντας τρέφουσιν ἡμέρους ἐγκλείσαντες καὶ σιτίζουσι καὶ κομίζουσιν ἔνιοι μεθ ' αὑτῶν . καὶ τίς ἐρεῖ τοῦτον
τῶν παρεστώτων τινὲς ὑπέλαβον αὐτόν : καὶ κελευσθέντες φοράδην οἴκαδε κομίζουσιν οὐδενὸς συναισθανόμενον ὑπὸ κάρου τῶν ἀθρόων κατασκηψάντων κακῶν .
5244620 ἐπινικια
: τὸ μὲν ἐν Καλλίου , ἡνίκα στεφανωθέντος Αὐτολύκου τὰ ἐπινίκια εἱστία , τὸ δὲ ἐν Ἀγάθωνος , ἃ καὶ
πρώτῃ τραγῳδίᾳ ἐνίκησεν Ἀγάθων , τῇ ὑστεραίᾳ ἢ ᾗ τὰ ἐπινίκια ἔθυεν αὐτός τε καὶ οἱ χορευταί . “ ”
5237877 κωλυματα
δεῖ , πρὶν διαφθαρῆναι τὰ ϲιτία : εἰ δέ τινα κωλύματα εἴη πρὸϲ τὸν ἔμετον , εἰ μὲν ῥυῇ ἡ
ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων διέστη . ἐπεγένετο δὲ ἄλλοις τε ἄλλοθι κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι , καὶ Ἴωσι προχωρησάντων ἐπὶ μέγα τῶν
5233133 Βρασιδαν
, κρύφα διαψηφισάμενοι , διά τε τὸ ἐπαγωγὰ εἰπεῖν τὸν Βρασίδαν καὶ περὶ τοῦ καρποῦ φόβῳ ἔγνωσαν οἱ πλείους ἀφίστασθαι
οἱ λοιποὶ ἀπεκομίσθησαν ἐς τὴν Ἠιόνα . οἱ δὲ τὸν Βρασίδαν ἄραντες ἐκ τῆς μάχης καὶ διασώσαντες ἐς τὴν πόλιν
5231157 κιστην
Κλεοπάτρᾳ τῶν γενεθλίων , τῇ πρὸ τούτων νυκτὶ θεῖναι τὴν κίστην πρὸ τῶν βασιλείων παρεσκευάσατο . οὗ συντελεσθέντος καὶ τῆς
ἀναγράψαιμι τῶν λεγομένων τὰ κεφάλαια . Γ ” ἐνεγκάτω τὴν κίστην τις “ , φησίν , ” ἵνα ἀναγράψωμαι καὶ
5223333 ἡμμενας
, οἳ τὰ ξίφη δειπνοῦμεν ἠκονημένα , ὄψον δὲ δᾷδας ἡμμένας καταπίνομεν ; ἐντεῦθεν εὐθὺς ἐπιφέρει τραγήματα ἡμῖν ὁ παῖς
τῶν Ἀπατουρίων ἑορτῇ Ἀθηναίων οἱ καλλίστας στολὰς ἐνδεδυκότες , λαβόντες ἡμμένας λαμπάδας ἀπὸ τῆς ἑστίας , ὑμνοῦσι τὸν Ἥφαιστον θύοντες
5214816 ἐμποροι
σύμμετρα , παραπλήσια ταῖς ἰδέαις μεγάλοις σπόγγοις . ταῦτα συναγοράζοντες ἔμποροι καὶ μεταβαλλόμενοι κομίζουσιν εἴς τε Δικαιάρχειαν καὶ εἰς τἄλλα
ηὔξησε κατασκαφεῖσα ὑπὸ Ῥωμαίων Κόρινθος : ἐκεῖσε γὰρ μετεχώρησαν οἱ ἔμποροι , καὶ τῆς ἀτελείας τοῦ ἱεροῦ προκαλουμένης αὐτοὺς καὶ
5200714 ἰδιογνωμονες
ποιησάμενοι τὸν λόγον . ὡς ἐπίπαν δὲ ἰσχυρογνώμονές εἰσι καὶ ἰδιογνώμονες δι ' ἡδονὴν καὶ λύπην : χαίρουσι γὰρ φυλάττοντες
μὴ εἰδέναι τὰς ἀρχὰς ὅθεν πεισθῆναι δυνατόν , οἱ δὲ ἰδιογνώμονες διὰ ἡδονὴν καὶ λύπην οὐ μεταπείθονται : ἥδονται γὰρ
5198328 ἀγχειν
κρατεῖν φιλονεικοῦσι τοῦ γέλωτος λανθάνουσι μᾶλλον ἡττώμενοι , οὕτω τοῖς ἄγχειν τὸν ὀδυρμὸν πειρωμένοις ἄμαχος ἐπιρρεῖ δακρύων φορά . ἐντεῦθεν
, δειπνεῖν ἄκλητος μυῖα , μὴ ' ξελθεῖν φρέαρ , ἄγχειν , φονεύειν , μαρτυρεῖν , ὅς ' ἂν μόνον
5185407 ἀνεζευξαν
τὴν πόλιν ἀπολώλεκας , προδοῦσα τὰ ἀπόῤῥητα : εἰ δὲ ἀνέζευξαν οἱ πολέμιοι , τῆς τύχης τὸ ἔργον : σὺ
ἄγγελοι τοιαύτας ἀποκρίσεις λαβόντες ἐχωρίσθησαν : οἱ δὲ περὶ Κλέαρχον ἀνέζευξαν πρὸς τὸν σταθμόν , ὅπου τὸ διασε - σωσμένον
5131495 ἐπαγγελλομενοι
ἄτοπον ἐξ αὐτῶν ἀνέλῃ : οὕτω γὰρ αὐτοί τε ἀρετὴν ἐπαγγελλόμενοι διδάσκειν ζηλωτοὶ ἂν ἦσαν τῆς προθέσεως καὶ τοῦ βίου
διὰ μῖσος τοῦ ὕδρου παραγενόμενοι πρὸς τὸν ἔχιν παρεθάρσυνον αὐτὸν ἐπαγγελλόμενοι καὶ αὐτοὶ συμμαχήσειν αὐτῷ . ἐνστάσης δὲ τῆς μάχης
5125228 μηρια
οὐχ ἑτέρας μᾶλλον φλογὸς ἔλπομ ' ἔγωγε ἀθανάτοις οὕτω κεχαρισμένα μηρία καίειν . Πρὸς δ ' ἔτι τοι καὶ τοῦτο
, οἳ δὲ λέβητι χρυσείῳ φορέοισιν ὕδωρ , ὃ δὲ μηρία λούει , ὃς δ ' ὄπιθεν πτερύγεσσιν ἀναψύχει τὸν
5109820 λαθρα
. καὶ συκοφάνται : Λιμοῦ γενομένου ἐν τῇ Ἀττικῇ τινὲς λάθρα τὰς συκᾶς τὰς ἀφιερωμένας τοῖς θεοῖς ἐκαρποῦντο : μετὰ
λιμῷ καταπονοῦντες : ἤδη δὲ καμνόντων οἱ εὐθαρσέστατοι τῶν ἡνιόχων λάθρα καταβαίνοντες , ὑποδύνουσιν ἕκαστος τῇ γαστρὶ τοῦ οἰκείου ὀχήματος
5103475 ἐκελευον
οἱ δ ' ἐνεπίμπρασαν , καὶ Ξενοφῶντα ὀνομαστὶ καλοῦντες ἐξιόντα ἐκέλευον ἀποθνῄσκειν , ἢ αὐτοῦ ἔφασαν κατακαυθήσεσθαι αὐτόν . καὶ
ἐστεφανώσατο τῆς πίτυος , πέμψαντες οἱ Κορίνθιοι τῶν ὑπηρετῶν τινας ἐκέλευον ἀποθέσθαι τὸν στέφανον καὶ μηδὲν παράνομον ποιεῖν . ὁ
5088987 δᾳδας
ἀεὶ φυλάττων τῆς θεοῦ . Ἀλλ ' ἐκδότω τις δεῦρο δᾷδας ἡμμένας , ἵν ' ἔχων προηγῇ τῷ θεῷ σύ
καρτερεῖν . τοιοῦτο τῶν ξένων τι καταχεῖται σκότος . Ἀλλὰ δᾷδας ἡμμένας ἐμοὶ δότω τις ἔνδοθεν , καὶ κόρους πλεκτοὺς
5086355 ὀφθαλμιωντες
πρὸς παιδαγωγὸν τὴν φιλοσοφίαν ἐπανιέναι , ἀλλ ' ὡς οἱ ὀφθαλμιῶντες πρὸς τὸ σπογγάριον καὶ τὸ ᾠόν , ὡς ἄλλος
τὸν ἥλιον λάβωσιν , εὑρήσει γινομένην ἶριν : καὶ οἱ ὀφθαλμιῶντες δὲ τοῦτο πάσχουσιν , ὅταν εἰς τὸν λύχνον ἀποβλέψωσιν
5080281 εὐτρεπιζουσιν
σώματος περιγράψαντες εἰς τὸ ἀγλαὸν τῆς μορφῆς περιχρώσαντες πρὸς γάμον εὐτρεπίζουσιν . Εἰκάσαις ἂν αὐτὸν ἰδὼν ἥρωϊ στεφανηφοροῦντι καὶ ἀναβεβλημένῳ
κατασκευάζουσιν : ῥητορικὴ ἡ λέξις : εὐτρεπίζονται , ἑτοιμάζονται , εὐτρεπίζουσιν . ὄλεθρον : ἀπὸ τοῦ ὄλλω καὶ θρόον :
5069586 πραως
κατ ' οἶκον ] μὴ λέγῃς τὸ ἅμερον ἀντὶ τοῦ πράως ὥσπερ τινὲς συνάπτοντες πρὸς τὸ νεῦσον : ἔχει γὰρ
, ὡς ἤδη εἴρηται , τὸ δὲ τὰς δαιμονίας τύχας πράως φέρειν καὶ ἰᾶσθαι δύνασθαι τοῦ μὴ συγγεννᾶσθαι τῷ σώματι
5062129 ἡσυχη
μὲν πολίτας σφίσι παίουσιν ἐς θάνατον , τοὺς δὲ ξένους ἡσυχῆ καὶ ὅσον παρασχεῖν ὀδαξησμόν , ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ Ξενίου
ὕδατα ἔχουσα τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν
5047490 καθηγητα
ὃ βούλει λέγε . “ καὶ ὁ κηπουρός : ” καθηγητά , διὰ τί τὰ παρ ' ἐμοῦ βαλλόμενα λάχανα
θαυμαστὸς ἔμπορος καὶ ἄκρος . “ οἱ σχολαστικοί : ” καθηγητά , τί ἐπαινεῖς ; τί τῆς σῆς θαυμασιότητος ἄξιον
5041644 θυμουμενοι
. ἐκ θυμοῦ ] οὐ γλώσσηι , ἀλλ ' ἔργωι θυμούμενοι . κλάγξαντες ] βοήσαντες , ἠχήσαντες . τρόπον ]
οἱ ὀργιζόμενοι , ἅτε δὴ ἧττον λογιζόμενοι , μᾶλλον δὲ θυμούμενοι , εἰς τὸ πολεμεῖν ἐπείγονται ῥιψοκινδύνως ʃ καὶ πάνυ
5038118 κλαιοντες
παροινίας μαρτυρόμενοι καὶ τῷ νυμφοστολήσαντι κακῶς ἐπαρώμενοι , ἐσύστερον δὲ κλαίοντες τρόπον τινὰ καὶ πηδῶντες ἀκάθεκτα ταῖς ἀντικειμέναις πέτραις τὰς
τῷ αἰγιαλῷ τῷ δεχομένῳ τὰ κύματα ἐφιλοκαλοῦμεν τοὺς ἵππους , κλαίοντες ἐπὶ τῇ φήμῃ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἱππολύτου : ψήκτραισιν
5034962 παρελθοντες
καὶ τέκνων ἐξέλιπον τὴν πατρίδα κατὰ τὰς συνθήκας , καὶ παρελθόντες εἰς τοὺς ἐπὶ Θρᾴκης Χαλκιδεῖς παρ ' αὐτοῖς κατῴκησαν
τοὺς τοῦ πατρὸς φονέας , παραγενόμενοί τε εἰς Ψωφῖδα καὶ παρελθόντες εἰς τὰ βασίλεια τόν τε Φηγέα καὶ τὴν γυναῖκα
5034373 ἑστιασθαι
πιστοῦται : λέγεται γάρ , φησίν , θυσίας οὔσης δημοτελοῦς ἑστιᾶσθαί τινας ἐν καταγείῳ σπηλαίῳ , μεθυσθέντας δὲ κατακοιμηθῆναι πρὸς
ἀκατάληκτα καὶ στίχος ὅμοιος τοῖς ἄνω . ἑστιώμεθ ' : ἑστιᾶσθαί ἐστι τὸ εὐωχεῖσθαι . οὐχὶ δὲ τὸ παρά τινι
5031109 λοπαδα
θεῖον καὶ τὸ αὐτὸ ποίει , ἄχρις ἂν πληρώσῃς τὴν λοπάδα , εἶθ ' ὑπόκαε : ἀναφθέντος δὲ τοῦ μολύβδου
τοιοῦτος : μετὰ τὸ ἐξυμενιάσαι τὸ στέαρ λεαίνεται καὶ εἰς λοπάδα ἐμβληθὲν τήκεται , ἁλὸς ὀλίγου καὶ λεπτοῦ προσεμπασθέντος ,
5021497 σπονδην
δὲ Διόνυσον παράγοντα καθ ' ἕνα τῶν αἰχμαλώτων καὶ διδόντα σπονδὴν οἴνου πάντας ἐξορκῶσαι συστρατεύειν ἀδόλως καὶ μέχρι τελευτῆς βεβαίως
δὲ κόρην Λευκίππην οὖσαν ἐγνώρισα . εἶτα κατὰ τῆς κεφαλῆς σπονδὴν περιχέαντες περιάγουσι τὸν βωμὸν κύκλῳ , καὶ ἐπηύλει τις
5018772 ἐνεχυρα
τὸ ἁρμόζω . οἱ ἐπὶ εἰρήνῃ καὶ ὁμονοίᾳ διδόμενοι παῖδες ἐνέχυρα . . . , : ὀμιχεῖν : τὸ οὐρεῖν
πατρός . ἢ λαβεῖν ἐμὲ ὡς ἐνέχυρον . ἐνεχυράσασθαί ] ἐνέχυρα λαβεῖν . τί δυσκολαίνεις : δυσφορεῖς , θλίβῃ ,
5018511 φευξονται
τῷ δ ' ἴσως ἄλλος τις . εἰ δὲ τοῦτο φεύξονται καὶ μὴ ' θελήσουσι ποιεῖν , σκοπεῖτ ' ,
πυκνῶς διέρχονται διάσπειρον : ἢ γὰρ τεθνήξονται φαγοῦσαι , ἢ φεύξονται . φασὶ δέ , ὅτι εἴ τις θηράσας μίαν
5018343 πηξαμενοι
πείθεσθαι οὐδεὶς ἤθελε , ἀλλ ' οἷα στρατιὴ σκηνάς τε πηξάμενοι ἐν τῇ νήσῳ ἐσκιητροφέοντο καὶ ἐσβαίνειν οὐκ ἐθέλεσκον ἐς
τῇ θεῷ θυσίας πλήθοντα βωμὸν ἐναργῆ κτίσειαν , τοῦτόν τε πηξάμενοι ἐπιθύειν τήν τε ψυχὴν τοῦ πατρὸς αὐτῆς Διὸς τέρψαιεν
5016717 ἐκαθαιρον
πηγῆς , ἀφ ' ἧς οἱ μέλλοντες θύσειν τὰς χεῖρας ἐκάθαιρον : φασὶ γοῦν διὰ τὸ αἰτίαν εἶναι καθαρμοῦ Καλλιρρόην
καὶ τὰς μὲν [ ἐν Δήλῳ ] | αὖ ταφὰς ἐκάθαιρον ? [ ] , ὡς οὐχ ὅσιον οὔτε [
5016255 ἀνεκραγον
τοῦθ ' , ὅτι νῶϊν ἀνήκεστος χόλος ἔσται . ” ἀνέκραγον ἀνεφώνουν : “ ἀλλ ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον
τῆς ὀργῆς αὐτῶν : καὶ τοὺς ἀνθρώπους εὐθὺς ἐξέπληττον οἷς ἀνέκραγον ὥστε οἱ μὲν αὐτῶν περιτρέχοντες ἐδέοντο , οἱ δὲ
5014726 ἐπισταντες
ἐξαίφνης , καὶ τῶν στρατιωτῶν οἱ μὲν παρὰ τὸ συμπόσιον ἐπιστάντες ὑπεζωσμένοι τὰ ξίφη κυκλοῦσιν αὐτὸν οὐ προϊδόμενον : ἐτύγχανε
. * κινηθέντες [ νικηθέντες . ] καὶ ταῖς ὄχθαις ἐπιστάντες χεῖράς τε ὤρεγον πόρρωθεν μετ ' ὀλοφυρμῶν καὶ βοῆς
5007957 προσκειμενοι
ἀνθρώπων καὶ τῶν θρεμμάτων οἱ μάλιστα τοῖς ἐδέσμασιν ἐγκεκυφότες καὶ προσκείμενοι δοκοῦσι μάλιστα ἀπλήστως καὶ περισπουδάστως ἐσθίειν . τῇ μεταφορᾷ
τῶν σκύμνων πράττουσι , τούς τε λύκους , ὡς ἀεὶ προσκείμενοι τῷ ἁρπάζειν ἡ μὲν θήλεια φυλάττει , ἃ ἔτεκεν
4996357 παρακαλουντες
καὶ προθυμοτέρους γενέσθαι πρὸς τὴν μάχην . καὶ Λακεδαιμόνιοι μὲν παρακαλοῦντες ἀλλήλους ἀνέβαινον εἰς τὰς ναῦς : οἱ δ '
, καὶ νομίσαντα δεῖν , ἐπειδὴ τοὺς Ἀθήνηθεν Αἰγείδας πρώτους παρακαλοῦντες διημάρτανον , τοὺς ἐκ τῶν Θηβῶν συμμάχους μετελθεῖν πρότερον
4995606 ἀνελομενοι
[ δύο ] ἡμέρας εʹ τῇ δὲ Ϛʹ μέσον ἡμέρας ἀνελόμενοι αὐτὰς ἐνθέρμους καταβάπτομεν εἰς γλεῦκος καὶ θάλασσαν ἑψημένην ἐφ
νικῶντος τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔπεσεν ἐν τῇ μάχῃ . Ἐφέσιοι δὲ ἀνελόμενοι τοῦ Ἀνδρόκλου τὸν νεκρὸν ἔθαψαν τῆς σφετέρας ἔνθα δείκνυται
4993749 παλτα
Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους οἱ μὲν παλτά , οἱ δὲ λίθους , οἱ δὲ τοξεύματα .
ὠμῶς τε καὶ ξὺν ὕβρει ἐξηγεῖτο . . . . παλτά : Ἀρριανός : ἐξηκόντιζον εἰς τοὺς προμαχομένους τοῦ τείχους
4993244 ἐμβαλλοντες
τινες τετραμναῖοι : τὰ μὲν γὰρ κύτη συντρίβουσι λίθους εὐμεγέθεις ἐμβάλλοντες , τὴν δ ' ἐντὸς σάρκα κατεσθίουσιν ὠμήν ,
τὸν οἶνον . μόνιμον ποιήσομεν τὸν οἶνον , ῥίζας ἀμπέλου ἐμβάλλοντες εἰς τὸ γλεῦκος . καὶ ἡ ἄργιλλος μετὰ τὸ
4980019 ἐπορσυνοντο
ἄλλοθεν ἄλλος ἐκέκλετο ἠδ ' ἀγόρευε . Δεῖπνα δ ' ἐπορσύνοντο πολυξείνοιο τραπέζης , Αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιο ποτοῦ θ '
' οὐκ ἀκόσμως , ἀλλὰ πειθάρχῳ φρενὶ δεῖπνόν τ ' ἐπορσύνοντο , ναυβάτης τ ' ἀνὴρ τροποῦτο κώπην σκαλμὸν ἀμφ
4968153 ἠπειλουν
, τὴν οἰκίαν οὐκ εἰδότες , ὅλον ἐμπρήσειν τὸν στενωπὸν ἠπείλουν , ὁ δ ' ὑποδεξάμενος αὐτὸς μὲν ὤκνησε μηνῦσαι
, χρυσοῦς ἔχων κικίννους ἔσειον , ᾔτουν χρήματ ' , ἠπείλουν , ἐσυκοφάντουν . εἰς τὰς τριήρεις δεῖν ἀναλοῦν ταῦτα
4962155 λειψανα
. ἔτι γοῦν καὶ νῦν τὰ μένοντα αὐτοῦ ἐρείπια καὶ λείψανα ἰδόντι θαυμάζειν ἔστι καὶ τὴν τέχνην τῶν τὴν ἀρχὴν
στιγμή . . , : τάφος : ὅπου τίθεται τὰ λείψανα . παρὰ τὸ θῶ καὶ τιθῶ , παράγωγον θάπτω
4959293 παριοντες
. στηρίζονται ἀναποδίζοντες ἐπὶ τὸν διὰ μέσου τὸν ἡλιακὸν κύκλον παριόντες πρός τε τὰ ἀρκτικὰ καὶ πρὸς μεσημβρίαν τι ,
μέν , ὦ ἄνδρες , ἐν ἑτέρῳ τῳ πράγματι οἱ παριόντες μὴ τὴν αὐτὴν γνώμην ἔχοντες πάντες ἐφαίνοντο , οὐδὲν
4955827 ποπανα
παρ ' ἡμῖν μὲν γὰρ ἀσφόδελος μόνον καὶ χοαὶ καὶ πόπανα καὶ ἐναγίσματα , τὰ δ ' ἄλλα ζόφος καὶ
, ἐπεὶ δὲ βωμῷ προθύματα καθωσιώθη Ἡφαίστου φλογὶ , καὶ πόπανα καὶ πέλανος . 〚 Ἄλλως . δέον εἰπεῖν ,
4943390 Καπιτωλιον
ὑμῶν , συνάψασθε . ” ταῦτα ἔφη καὶ ἐς τὸ Καπιτώλιον ἔθει , μηδὲν τῆς δίκης φροντίσας . εἵπετο δ
εἰ μὴ καὶ φονεῖς ἦσαν : διὸ καὶ ἐς τὸ Καπιτώλιον συνέφυγον ὡς ἐς ἱερὸν ἁμαρτόντες ἱκέται ἢ ὡς ἐς
4924843 ἐκελευ
παῖδ ' ἀλείμματα παρὰ τῆς θεοῦ λαβοῦσαν εἶτα τοὺς πόδας ἐκέλευ ' ἀλείφειν πρῶτον , εἶτα τὰ νόνατα . ὡς
λέγεται τὸ προστάσσω , ὁ παρατατικὸς ἐκελόμην ἐκέλου καὶ Αἰολικῶς ἐκέλευ : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ου εἰς ευ τρέπουσιν
4918626 ἡξουσι
καὶ αὗται αἱ ἐπιρρήσεις οὐκ εἰς μακράν , ἀλλ ' ἥξουσί σοι σὺν τῷ Δείμῳ καὶ τῇ Ἐνυοῖ , δαίμοσι
ὧν , τῶν δακρύων , εἰς πόθον καὶ εἰς μνήμην ἥξουσί μου μετὰ ταῦτα : ἄλλως : ἀντὶ τοῦ :
4910963 ἐκρεμασαν
: καὶ τὴν χλαμύδα αὐτοῦ λαβόντες οἱ Ἀλεξανδρεῖς περὶ τρόπαιον ἐκρέμασαν . τελευταῖον δ ' ἀνὰ τὸν Νεῖλον αὐτῷ γίνεται
δίκῃ ἀπέκτεινε . τοῦτον μὲν δὴ οἷς ἐτάχθη ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκρέμασαν , σατράπην δὲ Πέρσαις ἔταξε Πευκέσταν τὸν σωματοφύλακα ,
4910393 πρυμνησια
ἐδέδεντοαὐτὸς δὲ εἰς Πειραιᾶ δραμὼν νηὶ Σικελικῇ λύειν μελλούσῃ τὰ πρυμνήσια περιτυχὼν ἀπεδόμην τῷ ναυκλήρῳ τὴν προχόην . καὶ νυνὶ
πρότονοι , καλῴδια , πείσματα , ἀπόγυα , ἐπίγυα , πρυμνήσια : ἐγχωρεῖ γὰρ τῷ ὀνόματι χρῆσθαι , κἂν ᾖ
4909865 ἁψαντες
μὴ τὴν ἀλήθειαν , ἀλλὰ τὸ νόμισμα . Γραίας ἐρείκης ἅψαντες πυρί : ἐπὶ τῶν ἀχρήστως καὶ ὀξέως γινομένων .
' ὁ λαμπρὸς ἐξέλαμψεν ἥλιος ἀνὴρ ἐς οὐδὲν χρεῖος πανοῦχον ἅψαντες φλόγα χρόαν δὲ τὴν σὴν ἥλιος λάμπων φλογὶ αἰγυπτιώσει
4908768 παυσαιντο
” ἔχειν μηχανήν , ὡς ἂν εἶέν τε ἅνθρωποι καὶ παύσαιντο τῆς ἀκολασίας ἀσθενέστεροι γενόμενοι . νῦν μὲν γὰρ αὐτούς
τὸ πνεῦμα : γενέσθαι δὲ τοῦτο ἀδύνατον , εἰ μὴ παύσαιντο τείνοντες τὸν θώρακα . μέχρι γὰρ ἂν ἀναφέρηται βιαίως
4907393 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
4904553 ψαιστα
τὴν τρώγλην τὸν πελανὸν ἔνθες τοῦ δράκοντος εὐφήμως , καὶ ψαιστὰ ? δεῦσον : τἄλλα δ ' οἰκίης ἔδρηι δαισόμεθα
ἦν ἄρδονθ ' ἁπαλὴν καταπίνειν . λεκανίσκαισιν δ ' ἂν ψαιστὰ παρῆν ἡδυσματίοις κατάπαστα , ὀπταὶ δὲ κίχλαι μετ '
4902994 προσευξομαι
παραγγείλαντος ] εἰπόντος . αὖθις ] ἤγουν μετὰ ταῦτα . προσεύξομαι ] διὰ τὴν νίκην . ἀκοῦσαι ] σέ .
παρ ' αὐτὸν τὸν θάλαμον Τύχῃ καὶ Ἔρωτι καὶ Γενεθλίοις προσεύξομαι : τῷ μὲν τοξεύειν εἰς τέλος , τῇ δὲ
4899341 ἁρπαγηι
τῆς χώρας εἰς ὃν βούλεται τόπον : ἐπακολουθοῦσι δὲ τῆι ἁρπαγῆι οἱ παραγενόμενοι : ἑστιαθέντες δὲ καὶ συνθηρεύσαντες δίμηνονοὐ γὰρ
ἡ δὲ γέρανος μηχάνημά ἐστιν ἐκ μετεώρου καταφερόμενον ἐφ ' ἁρπαγῆι σώματος , ὧι κέχρηται Ἠὼς ἁρπάζουσα τὸ σῶμα τὸ
4897677 εἰξαντες
αἰρομένους περιείδετε ἀναρπασθέν - τας ὑπὸ τοῦ δήμου τοῖς ἀναγκαίοις εἴξαντες , οὐκέθ ' ὅμοια ἔγνωκα . ἐβουλόμην δ '
οὕτως κατασκευάζει γενναίους , ὡς φόβος ὧν μέλλουσι πείσεσθαι κακῶν εἴξαντες : ἡ γὰρ προσδοκία τῶν δεινῶν ἐκ τοῦ καθυφεῖσθαι
4889892 ἱερεια
θύειν τῇ Ἀρτέμιδι ὅ τι ἕκαστος εἶχε , θήλεά τε ἱερεῖα καὶ ἄρσενα ὁμοίως : καὶ ἀπ ' ἐκείνου διαμεμένηκεν
καὶ Εὐρύλοχος φέροντες : τὰ δέ ἐστι μέλανες κριοὶ τὰ ἱερεῖα . μετὰ δὲ αὐτοὺς ἀνήρ ἐστι καθήμενος , ἐπίγραμμα
4887953 ἐνεπλησθησαν
καὶ λέγουσιν ἵλεων εἶναι τὸν θεόν , διότι οἱ ἰχθύες ἐνεπλήσθησαν τῶν κρεῶν . εἰ δὲ ταῖς οὐραῖς αὐτὰ ἐς
σώματος . τὸ δὲ ναυτικὸν ἐπήρθη ταῖς ἐλπίσι καὶ φρονήματος ἐνεπλήσθησαν , ὅτι τὸν ἀνδρειότατον καὶ κάλλιστον εἶχον ἡγούμενον .
4885699 πρασιν
ἀντιβάλλοντες , ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων συμβαίνει τῶν εἰς πρᾶσιν γραφομένων βιβλίων καὶ ἐνθάδε καὶ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ . περὶ
φωνάς , οἷα βοῶντες ἀεὶ διαρρήγνυνται προσκαλούμενοι τοὺς παριόντας εἰς πρᾶσιν : δεινὴ γὰρ ἡ θέα τῶν ὄψων , κἂν
4881227 ποιμενες
τὸ ἀκόνιτον καὶ ὁρμήσωσιν ἐπὶ τὴν κόπρον , ἀνασπῶσιν οἱ ποιμένες , καὶ περιαλλόμεναι , τουτέστιν ἐπιπηδῶσαι , ἀποθνῄσκουσιν .
ἀτέχνων ἐπαινούμενος , κἂν εἰ περιστάντες αὐτὸν παῖδες συφορβοὶ καὶ ποιμένες θαυμάζοιεν καὶ κροτοῖεν , ἐπαίρεσθαι ἐπ ' αὐτῷ τούτῳ
4878792 ἀγειροντες
μὴν παρὰ Χαλδαίοις καὶ Αἰγυπτίοις καὶ Ἕλλησιν οἱ τὰς τελετὰς ἀγείροντες καὶ γοητεύειν τῶν πάλαι τελευτησάντων τὰς ψυχὰς ἐπαγγελλόμενοι καὶ
ἐπέτελλε . Πηλῆος δ ' ἱκόμεσθα δόμους εὖ ναιετάοντας λαὸν ἀγείροντες κατ ' Ἀχαιΐδα πουλυβότειραν . ἔνθα δ ' ἔπειθ
4878290 τἀπιτηδεια
εἰς οἶκον , καὶ τὸν οἰκέτην ἀπέστειλεν ἀπαγγελοῦντα τῇ γυναικὶ τἀπιτήδεια παρασκευάζειν , ὡς ἄγοντος αὐτοῦ ξένους . Ἐλθὼν δ
, πονουμένων ἐκ νυκτὸς εἰς νύκτα , καὶ μόλις ποριζομένων τἀπιτήδεια , κατοδυρομένων τε αὑτῶν καὶ πᾶσαν ἀγρυπνίαν ἀναπιμπλάντων ὀλοφυρμοῦ
4872413 σαμενοι
δώδεκα σταδίων . οἱ μὲν οὖν Ἀκαρνᾶνες , ἡγη - σάμενοι ἀσφαλὲς εἶναι διὰ τὴν βραδυτῆτα τοῦ στρατεύματος , τά
τοῦτο γινώσκουσιν , ἀλλὰ λουτροῖσί τε καὶ σιτίοισι χρη - σάμενοι ἐς περιπλευμονίην κατέστησαν τὸ νούσημα , καὶ ἐς κίνδυνον
4870101 ἠγανακτουν
. τῇ δὲ ἐπιούσῃ ἡμέρᾳ βέλτιον αὐτοῦ σχόντος , ὡς ἠγανάκτουν οἱ ἑταῖροι : Κἀγώ , ἔφη , αἰσχύνομαι ζημιουμένων
ἠρέσκοντο , ἐβαροῦντό τε αὐτῶν αὐτὴν τὴν εὐγένειαν , καὶ ἠγανάκτουν ὅτι ἄρα ἔχοιεν ἐκ συγκλήτου βασιλέας . ἐλύπουν δὲ
4860809 στρωμνην
ἐν ταῖς ἀκάνθαις * ἰός : φάρμακον * κοῖτον : στρωμνήν * αὐαλκέου [ ] : ξηραίνοντος τοῖς ἀνθρώποις [
: τῷ ξηρῷ χόρτῳ * στορέσας : στρώσας τὴν χορτώδη στρωμνήν * ἀκρέσπερος : ἐπιμελούμενος τῶν ἔργων , ὡς ἀκρέσπερον
4860320 ἀνεῳγμενην
. ἐπειδὴ δὲ γενέσθαι ἐπὶ τῇ οἰκίᾳ τῇ Ἀγάθωνος , ἀνεῳγμένην καταλαμβάνειν τὴν θύραν , καί τι ἔφη αὐτόθι γελοῖον
τὰς συνθήκας ἅπαντα ποιῆσαι δοκοῖεν , ἐπὶ πέτρας ἀπροσβάτου πύλην ἀνεῳγμένην κατεσκεύασαν . Οἱ περὶ Αἰνείαν Τρῶες φεύγοντες Ἰταλίᾳ προσέσχον
4860281 ὁλοκαυτα
Ταῦτα περὶ τῆς ἑβδόμης διαταξάμενος ταῖς νουμηνίαις φησὶ δεῖν θύειν ὁλόκαυτα δέκα τὰ σύμπαντα : μόσχους δύο , κριὸν ἕνα
δέκα , ἄρνες δὲ δυοῖν δεόντων ἑκατόν , ἅπαντα ζῷα ὁλόκαυτα . προστέτακται δὲ καὶ τὴν ὀγδόην ἱερὰν νομίζειν ,
4856335 πανοπλιᾳ
τερον μὲν γὰρ τοξεύειν μόνον ἵπποις ἐποχούμενοι ᾔδεσαν , μήτε πανοπλίᾳ φράσσοντες αὑτοὺς μήτε τῇ διὰ δοράτων καὶ ξιφῶν θαρροῦντες
τῇ τῆς περιβολῆς σκέπῃ τε ἅμα καὶ ὡς ἂν εἴποις πανοπλίᾳ . Τρωγλοδύται γένος ἀνθρώπων ὑμνεῖται , καὶ τό γε
4855926 ὑγραινουϲαν
καὶ τοῦτο τὸ βοτάνιον τὴν δύναμιν ἑλξίνῃ ψύχουϲάν τε καὶ ὑγραίνουϲαν . ἐϲτὶ γὰρ οὐϲίαϲ ὑδατώδουϲ ψυχρᾶϲ , διὸ καὶ
τινα τῶν τεμνόντων αὐτό , μετιέναι χρὴ ταχέωϲ ἐπὶ τὴν ὑγραίνουϲαν δίαιταν : διδόναι δὲ αὐτοῖϲ καὶ πέπειρα ϲῦκα πρὸ
4855577 θυματα
] ἐκ παραλλήλου . χρηστήρια ] τὰ εἰς χρείαν θυσίας θύματα ἢ μαντεύματα : διὰ γὰρ τῶν θυμάτων οἱ μάντεις
〚 αι ? ? 〛 πα ? [ | παρασταθέντα θύματα παρατετημε ! [ ! ] ? [ | καὶ
4854412 πεμπομενοι
' ἔπεμπον τοὺς θύσοντας καὶ συνεδρεύσοντας : καὶ ἦσαν οἱ πεμπόμενοι πυλαγόραι καὶ ἱερομνήμονες . λέγουσι δέ , ὅτι Πυλάδης
πρέσβεις χειροτονοῦντες καὶ πέμποντες , πρεσβεύουσι δὲ οἱ χειροτονούμενοι καὶ πεμπόμενοι ἐπὶ τὴν πρεσβείαν . πρέσβεις οἱ πρεσβευταί . πρέσβις
4849930 ἀφωνιᾳ
χρόαν κύπτων εἰς γῆν καὶ στάζων ἱδρῶτα καὶ δεινῇ κρατούμενος ἀφωνίᾳ . ἐνταῦθα μόνον ἄπορος ἦν τῆς αἰσχύνης αὐτῷ τὴν
τε ἡμεῖς καὶ οὐ κατενεχθέντες τῷ μεγέθει τῶν κακῶν ἐν ἀφωνίᾳ κείμεθα . νῦν δ ' οὐχ ὁρῶ τὸ ποιοῦν
4848564 ἐθυσαμεν
, θῦσαί θ ' ἅ σου πρὶν γενέθλι ' οὐκ ἐθύσαμεν . καὶ νῦν μὲν ὡς δὴ ξένον ἄγων ς
ἡμῶν ὁμοθυμαδὸν „ κύριε Γάιε , συκοφαντούμεθα : καὶ γὰρ ἐθύσαμεν καὶ ἑκατόμβας ἐθύσαμεν , οὐ τὸ μὲν αἷμα τῷ
4847594 φιλιπποι
ἡνίοχοι , ἀναβάται , ἀμβάται , καὶ ἱππερασταὶ δὲ οἱ φίλιπποι . Γεωργικὰ ὀνόματα : γῆ , γεωργία , ἀγροικία
τὰ ἐπὶ τῆς Κασσάνδρας αὐτῷ , ἀλλ ' , ὦ φίλιπποι Τρῶες . τοῦ δ ' Αἰσχύλου φαντασίαις ἐπιτολμῶντος ἡρωικωτάταις
4846582 Δελφιοι
κανθάρου καὶ αἰδέσθητε Δία Ξένιον καὶ Ὀλύμπιον . “ Οἱ Δέλφιοι μὴ ἀνασχόμενοι ἀπήγαγον αὐτὸν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τὸν κρημνόν
ῥίπτεσθαι ἔτι ἕτερον λόγον εἶπεν ” . . . ἄνδρες Δέλφιοι , ἠβουλόμην Συρίαν , Φοινίκην , Ἰουδαίαν μᾶλλον κυκλεῦσαι
4845303 παυσαμενοι
πέσῃ ἄλλος ἐπ ' ἄλλῳ , πρὶν δὲ σιωπῶσι . παυσάμενοι δὲ βοῆς νέκταρ ἀμέλγονται , μόνον ὄλβιον ἀνθρώποισι ,
ἐπεγένετο τῇ φλογὶ ἐπίφορος ἐς αὐτήν . Καὶ οἱ μὲν παυσάμενοι τῆς μάχης ὡς ἑκάτεροι ἡσυχάσαντες τὴν νύκτα ἐν φυλακῇ
4844281 κελευσαντες
τῷ τῶν Συρακοσίων σταυρώματι καὶ τάφρῳ , τὰς μὲν ναῦς κελεύσαντες περιπλεῦσαι ἐκ τῆς Θάψου ἐς τὸν μέγαν λιμένα τὸν
αὐτοῦ τὴν ἀρχὴν ἠξίουν ἐς τὸ δεσμωτήριον τὸν ὕπατον ἀπάγειν κελεύσαντες , τῷ δ ' ὑπάτῳ οἱ δήμαρχοι , ὡς
4839510 τελωναι
ποῖον μισθὸν ἔχετε ; τοῦτο καὶ οἱ λῃσταὶ καὶ οἱ τελῶναι ποιοῦσιν . “ Τοὺς δὲ ποιοῦντας τὸ ἀγαθὸν διδάσκει
, τούτων μάλιστ ' ἢ τὰ μέγιστ ' ἀδικοῦσιν οἱ τελῶναι , ὥστε μόνοις αὐτοῖς μὴ μεταδοῦναι τοῦ νόμου .
4839343 στειλαμενοι
λέγειν . νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους στειλάμενοι ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν . καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη
ἔτος τὸν ἕτερον τοῖς αὐτοῖς διέφθειρε τόκον . οἱ δὲ στειλάμενοι πρὸς τὴν ξένην καὶ τὸ τρίτον ἥκοντες καινόν τινα
4838535 Λακωνες
ταῖς εἰσβολαῖς χρωμένης καὶ δενδροτομούσης καὶ δῃούσης μᾶλλον ἢ οἱ Λάκωνες τὴν Ἀττικὴν ἐνέδωκα καὶ ἀπέδωκα τῷ πάθει τοὔνομα δεινῆς
καὶ πεποίηται ὁ νοῦς διὰ τὸν Μενέλαον : οἱ γὰρ Λάκωνες βραχυλόγοι : τὰ μακρὰ τῶν μικρῶν : Λακεδαιμόνιος ὁ
4836597 πεποιθοτες
ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων ἱκόμεθ ' , οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ ' ἀρόωσιν ,
ἀποστείλαντες δύναμιν . οἱ δὲ Οὐιεντανοὶ τῇ τε σφετέρᾳ δυνάμει πεποιθότες καὶ τῇ Σαβίνων νεωστὶ ἡκούσῃ καὶ τὰς παρὰ τῶν
4832374 χαιρουσιν
λεγούσης ταῦτα Πολυξένης λέγει καὶ ἡ Ἑκάβη διὰ μέσου : χαίρουσιν ἄλλοι καὶ , ἂν ζῇ Πολύδωρος , ἀπιστῶ :
εὐχαῖς νόμος ἐστὶν ἡμῖν εὔχεσθαι , οἵτινές τε καὶ ὁπόθεν χαίρουσιν ὀνομαζόμενοι , ταῦτα καὶ ἡμᾶς αὐτοὺς καλεῖν , ὡς
4831990 λαθρᾳ
καὶ κύων λαίθαργος εἶ . ” ΓΘ λαίθαργον : τὸν λάθρᾳ προσιόντα καὶ δάκνοντα . περὶ δὲ τῆς παροιμίας ἔπαιξε
ἀκόλαστα . λαγνίστατον δὲ καὶ ὁ πέρδιξ καὶ μοιχικόν . λάθρᾳ γοῦν ἐπὶ τὰς θηλείας καί πως ἀψοφητὶ λέγονται φοιτᾶν
4828564 ὡπλισμενα
, λεπὶς δὲ τὸ λεπτὸν καὶ ξεόμενον . Φρακτά : ὡπλισμένα , ἐσκεπασμένα : φρακτά : ὡπλισμένα : φράζεσθαι γὰρ
Εἰσιδέειν : ἰδεῖν . ὀλοῇ : ὀλεθρίᾳ . κεκορυθμένα : ὡπλισμένα , καθωπλισμένα . λύσσῃ : μανίᾳ , ἀγριότητι ,
4828315 ζωματα
, τοῖοι δέ οἱ ἀμφοτέρωθεν ὦμοι καὶ πόδες ἀκρότατοι καὶ ζώματα πάντα . Πάλιν δὲ παρὰ τῷ Εὐδόξῳ ἀναστρέφεται διημαρτημένως
ἄσπιδες βεβλήμεναι : πὰρ δὲ Χαλκίδικαι σπάθαι , πὰρ δὲ ζώματα πόλλα καὶ κυπάσσιδες . τῶν οὐκ ἔστι λάθεσθ '
4826238 ἀποφερειν
δὲ φανερώτερον , ἐξανίστανται δὲ πάντων ὕστατοι , πλείω δὲ ἀποφέρειν τῶν ἄλλων ἀξιοῦσιν ; οἱ δὲ ἀστειότεροι πολλάκις αὐτῶν
προεῖπε δὲ Βαβυλωνίοις μὲν τὴν γῆν ἐργάζεσθαι καὶ τοὺς δασμοὺς ἀποφέρειν καὶ θεραπεύειν τούτους οἷς ἕκαστοι αὐτῶν ἐδόθησαν : Πέρσας
4825543 ἀπολουμενοι
καὶ τὸ δεινὸν ἐκδεχόμενοι καὶ συνεργοῦντες ἐς αὐτὸ ἔνιοι ὡς ἀπολούμενοι πάντως . γενόμενον γὰρ τὸ κακὸν κρεῖσσον ἐπινοίας καὶ
, τά τε ἄλλα σημεῖα ἔχουσιν ἀσφαλέστατα : οἱ δὲ ἀπολούμενοι δύσπνοοι γίγνονται , ἀλλοφάσσοντες , ἀγρυπνέοντες , τά τε

Back