δὲ Διόνυσον παράγοντα καθ ' ἕνα τῶν αἰχμαλώτων καὶ διδόντα σπονδὴν οἴνου πάντας ἐξορκῶσαι συστρατεύειν ἀδόλως καὶ μέχρι τελευτῆς βεβαίως
δὲ κόρην Λευκίππην οὖσαν ἐγνώρισα . εἶτα κατὰ τῆς κεφαλῆς σπονδὴν περιχέαντες περιάγουσι τὸν βωμὸν κύκλῳ , καὶ ἐπηύλει τις
7498060 πορισας
] . καὶ ἐὰν μὲν ἀπόνως ἐκβάλῃ , ἐργασάμενος καὶ πορίσας : ἐὰν δὲ ἐπὶ τῇ ἐκβολῇ ἀλγεῖν νομίσῃ ,
ὧν . . δέη : Τινὸς χρείαν ἔχεις . . πορίσας : Δούς . Θ . εὖ πεπεμμένον : Καλῶς
6896921 ἐθυσεν
ὄμβροις . τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ : τουτέστι πρώτῳ τῷ Ἀλφειῷ ἔθυσεν ὡς ἐντοπίῳ θεῷ . μετὰ δώδεκ ' ἀνάκτων :
ὑμῶν καὶ βασιλεὺς τριακοσίους ἐν Πύλαις , ἀλλ ' οὐκ ἔθυσεν : ὑμεῖς δὲ παρεστήσασθε τριακοσίους ἱερεῖα τοῖς βωμοῖς καὶ
6833236 προεπεμψεν
συμφοράν . Ὡς δὲ ἤδη παρεσκευάζοντο εἰς Συρίαν ἀπιέναι , προέπεμψεν ὁ Ἄψυρτος τὴν θυγατέρα μετὰ δώρων πολλῶν , ἐσθῆτάς
Νέμεσιν προσεκύνησε . μόνην δὲ Πλαγγόνα προσμεῖναι κελεύσασα τοὺς λοιποὺς προέπεμψεν εἰς τὴν ἔπαυλιν . ἐπεὶ δὲ ἀπηλλάγησαν , στᾶσα
6833014 σπενδουσιν
ὥς φησι Φύλαρχος ἐν τῆι ιβ τῶν Ἱστοριῶν , μέλι σπένδουσιν , οἶνον οὐ φέροντες τοῖς βωμοῖς , δεῖν λέγοντες
μόνον λόγου μέρος , καὶ τελευταίῳ κατὰ κοίτην ἰόντες Ἑρμῇ σπένδουσιν , ἐπειδὴ πάσης φωνῆς ἐστιν ὅρος ὕπνος . Οὗτος
6831247 Κρεοντι
Θήβαις τοῦ φόνου καθαίρεται . καθαρθεὶς * δὲ * σὺν Κρέοντι καὶ Κεφάλῳ καὶ Πανοπεῖ κατὰ Λυκόφρονα καὶ σὺν ἑτέροις
ἀγαθοῦ τάττεται . δύναται καὶ ἡμῖν συνήθως παρόσον ὄνειδος τῷ Κρέοντι , εἰ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὑπὸ γυναικὸς ἀπολεῖται :
6779627 γεγαθι
] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν
] ! ατώανεκόσμιον ! μάκαρες ] : τῶ δὲ νόος γεγάθι : ὁ δὲ λούπησι ] κάθεκτος [ ] χαλεπῆσιν
6754473 σκευεσι
ἀγοράζειν , οἰκοδομάς τε ποιεῖσθαι παντοίας , καινοῖς τε χρῆσθαι σκεύεσι καὶ ἱματίοις , μετάλλων τε ἐνάρχεσθαι καὶ φυτεύειν καὶ
. . τέναγος ] πηλῶδες πέλαγος . . τεύχεσι ] σκεύεσι . . ἀντὶ τοῦ εἰσπράξητε καὶ ἀπατήσαντες . .
6745282 ἀναδενδραδα
τοῦ Λυδοῦ , ὃς καὶ τῷ Δαρείῳ πρὶν ἐδωρήσατο χρυσὴν ἀναδενδράδα καὶ πλάτανον , καὶ τῷ Ξέρξῃ τότε ἐχαρίσατο ἀργυρίου
παρὰ Πυθίου , ὃς καὶ τῷ Δαρείῳ πρὶν ἐδωρήσατο χρυσῆν ἀναδενδράδα ἤγουν πλάτανον , καὶ τῷ Ξέρξῃ τότε ἐχαρίζετο ἀργυρίου
6712312 ἀπαρξασθαι
ἄρχοντας συνελθεῖν εἰς ἓν ἱερὸν καὶ τὸν θεὸν ὀμόσαντας οἷον ἀπάρξασθαι πάσης ἀρχῆς ἕνα δικαστήν , ὃς ἂν ἐν ἀρχῇ
πολλὰ δὲ καθαίρει : ὅθεν ἡ παροιμία ὑποτίθησιν ἢ μηδόλως ἀπάρξασθαι πρᾶγμά τι , ἢ ἀπαρξαμένου τούτου μὴ ἀτελὲς ἐᾶν
6665110 ἑψηματοϲ
τοῦ δένδρεοϲ τῆϲ ῥητίνηϲ καὶ ἁλῶν ἀντὶ νίτρου καὶ ὑϲϲώπου ἑψήματοϲ . καὶ ἢν ἐκ τῶνδε ϲμικρὸν ἀνέγρηται ὁ ἄνθρωποϲ
κωδυῶν δὲ ϲυντιθέμενον ἔλλειγμα , καὶ μάλιϲτα τὸ διὰ τοῦ ἑψήματοϲ , πινόμενον ὅϲον κοχλιαρίου ἢ ἑνὸϲ ἡμίϲεωϲ ποϲὸν εἰϲ
6656728 Ἀδμητωι
ἐπιφανεστάτοις . Ἄλκηστιν μὲν γὰρ τὴν πρεσβυτάτην ἐκδοῦναι πρὸς γάμον Ἀδμήτωι τῶι Φέρητος Θετταλῶι , Ἀμφινόμην δὲ Ἀνδραίμονι Λεοντέως ἀδελφῶι
θανοῦσαν ἀρτίως γυναῖκα κἀς τόνδ ' αὖθις ἱδρῦσαι δόμον Ἄλκηστιν Ἀδμήτωι θ ' ὑπουργῆσαι χάριν . ἐλθὼν δ ' ἄνακτα
6650794 ΘΒΛ
ὅλη μοιρῶν Ϙ # : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΘΒΛ γωνία . ὥστε ἐπεί , οἵων ἐστὶν ἡ μὲν
τὸ ἄρα πρίσμα τὸ περιεχόμενον ὑπὸ δύο μὲν τριγώνων τῶν ΘΒΛ , ΕΖΗ , τριῶν δὲ παραλληλογράμμων τοῦ ΕΒΖΘ καὶ
6624768 ἐριφον
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . .
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ
6623868 σπενδων
τὸ μεμοιρασμένον . ὑποκλαίων ] λείπει τίς . ὑπολείβων ] σπένδων . ἡμέτερον + δέον εἰπεῖν οὐ θέλξει τὰς ὀργὰς
τοῦ μὴ γνῶναι καθαρῶς ὑμεῖς ἐποιήσατ ' ἀναλδεῖς . καίτοι σπένδων πόλλ ' ἐπὶ πολλοῖς ὄμνυσιν τὸν Διόνυσον μὴ πώποτ
6595907 ἁγωμενος
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
, χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ .
6564695 ἐπευχεσθαι
αὐτῇ κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλαίας , τάσδ ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Τούτων ἀκοῦσαι βούλομαι : μέγιστα γάρ . Ὥς
; οὔ : ἀλλ ' εὖ ποιεῖν , συνεργεῖν , ἐπεύχεσθαι . τότ ' οὖν κακῶς πράσσει , ἄν τε
6557222 ἀπαργματα
Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ τῶν θυσιῶν : παρὰ τὸ
ὀθνείων βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι καὶ Βύνῃ θεᾷ , θρέξεις ὑπὲρ
6547325 ἐκαθισε
ἐπολιόρκησαν , συνήλασαν , συνέκλεισαν , κατέκλεισαν , προσεκάθισαν . ἐκάθισε τὸ στράτευμα , προσήδρευσεν , ἀπέκλεισεν . παρέτειναν τὸν
ἀφορμὰς εἰς τὴν ὑπὲρ τῶν ἀριστείων κρίσιν , ὁ βασιλεὺς ἐκάθισε μετὰ τῶν ταξιάρχων κατὰ τὸν νόμον . προλαβὼν οὖν
6546277 βεβακες
Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι
6545141 ἐπιτελεσας
βασιλέα διὰ φαρμάκου , αὐτὸς δὲ ἔν τινι νήσῳ θυσίαν ἐπιτελέσας , καὶ καταπλεύσαντα τὸν νεώτερον Ἀγαθοκλέα παραλαβὼν πρὸς τὴν
τὸν ἀρχιερέα πολλῷ λίπει τὴν κεφαλὴν ἀλείφει . ταῦτ ' ἐπιτελέσας εὐαγῶς ἀχθῆναι κελεύει μόσχον καὶ κριοὺς δύο : τὸν
6543407 εὐαγγελια
ἐπὶ τὰ ἔνδον . ἀνέκραγον ] ἐβόησα . εὐαγγελίσασθαι ] εὐαγγέλια λέγειν , Ἀττικῶς . Γ ὁ πόλεμος ] ὁ
αὐτὸς δ ' , ἐπειδὴ ἐκεῖνοι κατέπλεον , ἔθυε τὰ εὐαγγέλια , καὶ τοῖς στρατιώταις παρήγγειλε δειπνοποιεῖσθαι , καὶ τοῖς
6537268 βαλω
οὐδ ' ὁ Ζεὺς νικῆσαι δύναται . εἰς φυλακήν σε βαλῶ . τὸ σωμάτιον . ἀποκεφαλίσω σε . πότε οὖν
' ὅταν κεκαυμένον ἴδω νιν , ἄρας θερμὸν ἐς μέσην βαλῶ Κύκλωπος ὄψιν ὄμμα τ ' ἐκτήξω πυρί . ναυπηγίαν
6533587 δεσποτᾳ
νάκος ; εἰπέ , Κομάτα : οὐδὲ γὰρ Εὐμάρᾳ τῷ δεσπότᾳ ἦς τοι ἐνεύδειν . τὸ Κροκύλος μοι ἔδωκε ,
ἐν μάχαις . τὸ ἐπὶ Ἀμφιαράου ῥηθέν . ἀνδρὶ κώμου δεσπότᾳ : τῷ ἐγκωμιαζομένῳ . οἷον τῷ Ἀμφιαράῳ ὑπῆρξεν ,
6532603 καταθου
ὅθεν καὶ τὸ αἰγίβοτον καὶ τὸ ἱππόβοτον . ἔρειδε : κατάθου . καὶ πῶς ὦ κίναδ ' εὖ : Σικελιῶται
βούλει σπερμάτων , καὶ εἰς βάθος μὴ ἔλαττον παλαιστῶν δύο κατάθου , προϋποπάσας ἁπαλὴν κόπρον , καὶ ἀραιὰν διαθείς ,
6530638 παρεθηκ
δείξαντα δεῖν τὸ δεῖπνον εἰς τὴν αὔριον πωλεῖν ἀδείπνοις ἃ παρέθηκ ' αὐτοῖς ἰδεῖν . τὰ αὐτὰ ἰαμβεῖα φέρεται καὶ
⚖˘ – νέκυς δὲ χαμαιστρώτου ἔπι τείνας εὐρείης στιβάδος , παρέθηκ ' αὐτοῖσι θάλειαν δαῖτα ποτήριά τε , στεφάνους δ
6525669 σησον
τάχει . ἄλλο . αἰγὸς βοσκάδος ἄφοδον ξηράνας , κόψας σῆσον , δὸς νήστει λουσαμένῳ , οἴνῳ εὐώδει κυάθους δʹ
ἐν χύτρᾳ καινῇ , τὰ δὲ λοιπὰ ξηράνας κόψον καὶ σῆσον . κεχρήσθωσαν δὲ διηνεκῶς λουόμενοι . ὅτε δὲ ἄρξονται
6518299 ζυμωσας
αʹ . πεπέρεως κοκ - κία μʹ . συντρίψας καὶ ζυμώσας μέλιτι δίδου νήστει καὶ εἰς κοίτην . [ Κάπνισμα
γλήχωνα μετ ' ὀξυκράτου προεψήσας δὸς πιεῖν , ἢ βερονίκην ζυμώσας μετὰ μέλιτος δίδου φαγεῖν , ἢ ῥαφανὴν ὀπτὴν ἐσθιομένην
6509297 Δικταν
μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Ἔνθα γὰρ
μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . [ Ὧραι
6501989 ἀποστειχειν
ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς ἑκατόμβας ἀθανάτοισι θεοῖσι , τοὶ
ταῦρόν τε συῶν τ ' ἐπιβήτορα κάπρον , οἴκαδ ' ἀποστείχειν ἕρδειν θ ' ἱερὰς ἑκατόμβας ἀθανάτοισι θεοῖσι , τοὶ
6500598 λαυραν
. ὃς τῷ Σαρδέων Ἀγκῶνι Γλυκεῖ προσαγορευομένῳ τὴν παρὰ Σαμίους λαύραν ἀντεσκεύαζε στενήν τινα οὖσαν καὶ γυναικῶν δημιουργῶν πληθύουσαν καὶ
, φεῦγε μεθεὶς ὕπνου κῶμα † καταγρόμενον . Τήναν τὰν λαύραν τόθι ταὶ δρύες , αἰπόλε , κάμψας σύκινον εὑρήσεις
6489478 ἐξελθοντι
εἰσιὸν ἀνίαν ἐμποιεῖ δριμύσσον αὐτούς . ἐν δὲ τοῖς σαβάνοις ἐξελθόντι εὔκρατον κέλευε μεταλαμβάνειν ἢ πτισάνην καθ ' αὑτὴν ἢ
ἀπαιτῆσαι τὴν ἐγγύην , εἰ μὴ προπέρυσιν , ἐν τῷ ἐξελθόντι ἐνιαυτῷ : καὶ εἰ μὲν αὐτῷ ἀπεδίδουν , κομίσασθαι
6489237 ἡρωι
τοὔνομα ἀπὸ τῆς κεραμικῆς τέχνης καὶ τοῦ θύειν Κεράμωι τινὶ ἥρωι . . . . Κολωνέτας : Ὑπερείδης ἐν τῶι
τὰ μὲν ἐσθίουσιν ὡς ἀπὸ ἱερείου , τὰ δὲ ὡς ἥρωι τῶν κρεῶν ἐναγίζουσι . τῆς ἑορτῆς δέ , ἣν
6481540 χλιανας
πίνειν , ἀλλὰ τὴν σκευασίαν τοῦ οἰνελαίου ἀκριβῶς σκευάσας καὶ χλιάνας πυρίαζον μετὰ σπόγγων τὸν στόμαχον . ἄλλο . θέρμων
οἴνῳ λειώσας κατάπλασσε : ἢ σῦκα λεῖα μετ ' ἐλαίου χλιάνας ἐπιτίθει : ἢ στυπτηρίαν καὶ ἄλευρον ἴσα τρίψας ἐν
6478925 πορσαινειν
κυρίῳ δ ' ἐν μηνὶ πέμποις ' ἀμφιπόλους ἐκέλευσεν ἥρωι πορσαίνειν δόμεν Εἰλατίδᾳ βρέφος , ὃς ἀνδρῶν Ἀρκάδων ἄνασσε Φαισάνᾳ
τῷ Εἰλατίδῃ , ἤγουν τῷ Αἰπύτῳ τῷ υἱῷ τοῦ Ἐλάτου πορσαίνειν , ἤγουν ἀνατρέφειν , αὔξειν . ἀπὸ τοῦ πόῤῥω
6472313 ἀγελαρχην
ἡνιοχῶμεν ὁρμὰς μὴ ἐπιτρέποντες αὐταῖς ἀφηνιάζειν καὶ ἀνασκιρτᾶν τρόπον θρεμμάτων ἀγελάρχην οὐκ ἐχόντων . ἃς δὲ παρέχεται τοῖς ἐπὶ γῆς
ἀγέλην εἶναι , παρόσον ἀποτέτμηται ψυχῆς τὸ ἄλογον στῖφος , ἀγελάρχην δὲ τὸν ἡγεμόνα νοῦν ; ἀλλ ' ἕως μὲν
6470312 Κρονειε
ἀγρός . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι , Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν
ἀντάχον . ] Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν
6469632 ἐθυε
Σκιπίων , ἐπεί οἱ πάντα εὐτρεπῆ γεγένητο ἐν Σικελίᾳ , ἔθυε Διὶ καὶ Ποσειδῶνι καὶ ἐς Λιβύην ἀνήγετο ἐπὶ νεῶν
ὁ ἐνθάδε στρατὸς οἷα Καίσαρος υἱὸν δεξιούμενος ἀπήντα , θαρρήσας ἔθυε καὶ εὐθὺς ὠνομάζετο Καῖσαρ . ἔθος γάρ τι Ῥωμαίοις
6458439 νησας
παρήγγελλεν ἀπέτρεψαν , ἔκτεινε πάντας : ἐν δὲ ἱερῷ πυρὰν νήσας καὶ κλίνην ἐπιθεὶς ἐπὶ τῇ πυρᾷ , παρευωχήθη σὺν
κρύψει τὸν Εὐρυπύλου νεκρὸν σωρηδὸν ἐπ ' αὐτῷ τοὺς νεκροὺς νήσας . ιαʹ . Ἡ διεκπαίουσα τοῦ ποταμοῦ ναῦς ὑπὸ
6457642 ἀροσαι
τ ' ἔδωκ ' ἀρόσαι : τουτέστι ταῖς Μούσαις ἔδωκεν ἀρόσαι καὶ σπεῖραι τοὺς στεφάνους διὰ τὸν ὕμνον : ἢ
παρεωρακέναι τῆς γῆς : ὅπου γάρ τι καὶ μικρὸν ἑαυτῆς ἀρόσαι παραδέδωκεν ἡ γῆ , ἔοικεν , εἰ συνίημι ,
6454025 Κουρε
στάντες ἀείδομεν τεὸν ἀμφὶ βωμὸν οὐερκῆ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες
, θόρε κἐς Θέμιν κλειτάν [ . Ἰώ , μέγιστε Κοῦρε , χαῖρέ μοι Κρόνειε , παγκρατὲς γάνος , βέβακες
6450396 ἐπαγγειλαι
τιμωμένῳ φερούσας ; οἶσθα γὰρ ὡς ἐγὼ μὲν πολλάκις ὤκνησα ἐπαγγεῖλαι χάριν ἐνθυμούμενος , ὁπόσας λάβοιμι , σὺ δὲ τῷ
ἐκείνῳ μᾶλλον ἢ τῷ Διὶ θύσοντας : τραγῳδίαν δ ' ἐπαγγεῖλαι καὶ κιθαρῳδίαν ἀνδράσιν , οἷς μήτε θέατρόν ἐστι μήτε
6446724 μιλτον
τῇ πρὸς ἑσπέραν Ἰβηρίᾳ τῆς ὤχρας καιομένης καὶ μεταβαλλούσης εἰς μίλτον . Μίσυ παραληπτέον τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν
χορτοφόρον κρύψας ἑαυτὸν ἀπεκομίσθη εἰς τὴν ἰδίαν χώραν . Ὅτι μίλτον ὕδατι μίσγων τις δύναται πλάνην ποιῆσαι , ὡς ἤδη
6439305 θυσας
ναυμαχίᾳ νικήσας Λακεδαιμονίους καὶ τειχίσας τὸν Πειραιᾶ ἑκατόμβην τῷ ὄντι θύσας καὶ οὐ ψευδωνύμως πάντας Ἀθηναίους εἱστίασεν . Ἀλκιβιάδης δὲ
τῇ Ἀρτέμιδι , ἔνθαπερ ὅτε Ἀγαμέμνων εἰς τὴν Ἀσίαν ἐξέπλει θύσας εἷλε Τροίαν . μέγα δὲ συνεβάλλετο τῷ Πελοπίδᾳ εἰς
6435802 γαμβροις
τοῦ δ ' ἐλαύνεις ἑπτὰ πρὸς Θήβας λόχους ; δισσοῖσι γαμβροῖς τήνδε πορσύνων χάριν . τῶι δ ' ἐξέδωκας παῖδας
οὐδὲ βώμιοι πίτνοντες , αὐτοὶ τὴν δίκην ὑφέξομεν ἐν σοῖσι γαμβροῖς , οἷσιν οὐκ ἐλάσσονα βλάβην ὀφείλω προστιθεῖς ' ἀπαιδίαν
6411280 ἐπιτερπομενον
ὁ τὰ Ὀλύμπια νενικηκώς , ἦλθον αἰτήσων τὸν Δία τὸ ἐπιτερπόμενον ἐν Ποσειδανίοις ἵπποις φέρειν γῆρας εὔθυμον εἰς τελευτὴν παρισταμένων
. . Σέ τε , ὦ Ψαῦμι Ὀλυμπιόνικε , τὸν ἐπιτερπόμενον ἵπποις . Ποσειδωνίοις , ἀντὶ τοῦ ἀρίστοις , ἔχειν
6399028 Ἑορτην
Διόνυσος πολλοὶ μαρτυροῦσι κωμικοί . ὅ τ ' Ἀδωνιασμός : Ἑορτὴν γὰρ ἐπετέλουν τῷ Ἀδώνιδι αἱ γυναῖκες καὶ κήπους τινὰς
οὕτως ἐς ἀνθρώπους παρῆλθεν , ὡς ὁ Τυρίων λόγος . Ἑορτὴν δὲ ἄγουσιν ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἐκείνῳ τῷ θεῷ .
6397440 καρυξ
ἄργυρον αἰνεῖς : μακάριος ἦσθα , Τιμόθε ' , ὅτε κᾶρυξ εἶπε : νικᾶι Τιμόθεος Μιλήσιος τὸν Κάμωνος τὸν ἰωνοκάμπταν
ὦ Πανδίονος υἱὲ καὶ Κρεούσας . Νέον ἦλθεν δολιχὰν ἀμείψας κᾶρυξ ποσὶν Ἰσθμίαν κέλευθον : ἄφατα δ ' ἔργα λέγει
6395137 ἐστεφανωθη
ὅτι εἰ μὴ ἔφυγεν ἐκ τῆς πατρίδος , οὐκ ἂν ἐστεφανώθη . ἄλλως : τί οὖν , φησιν , ὦ
συνάγει τὸ συμπόσιον , ἐπεὶ τὰ παιδικὰ αὐτοῦ Αὐτόλυκος παγκράτιον ἐστεφανώθη καὶ εὐθὺς οἱ κατακλιθέντες τῷ παιδὶ προσέχουσι τὸν νοῦν
6393400 σταμνια
μετάλλου ἢ ὄρους ἢ βακτηρίας , ἀλλ ' οὐδὲ οἴνου σταμνία οὐδὲ ὄσπρια οὐδὲ τραγήματα . ταῦτα μὲν ἐπιεικῶς οἶμαι
σοὶ ἄλλο δόξῃ . πέμπω δὲ καὶ οἴνου γλυκέος δώδεκα σταμνία τοῖς παισὶ καὶ μέλιτος δύο . ἰσχάδων δὲ ὕστερον
6390746 χαλεπηνας
Ἀγησίλαον , ὡς δὲ φιλοσόφως ζῶντα καὶ κενοδοξίας περιφρονοῦντα , χαλεπήνας ὁ βασιλεὺς ἐξώρισεν εἰς Μελίτην νῆσον τοῦ Ἀδρίου ,
φρενῶν ἄλλον αἴνησε γάμον : Ἴσχυϊ γὰρ ἐμίχθη : διὸ χαλεπήνας ὁ θεὸς Ἀρτέμιδι συνέταξεν ἀνελεῖν αὐτήν . ἀποφλαυρίξασά μιν
6384547 μολπᾳ
βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ , τάν τοι κρέκομεν πακτίσι μείξαντες ἅμ ' αὐλοῖσιν
βέβακες δαιμόνων ἁγώμενος : Δίκταν εἰς ἐνιαυτὸν ἕρπε καὶ γέγαθι μολπᾷ . Ἁμῖν [ θόρε , κἐς σταμνία ] ,
6382403 κυψελην
Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ ἑξμέδιμνον κυψέλην : κυψέλη ἐστὶν εἶδος δεκτικὸν
ἢ ἵνα φαίνηται ἀγανακτῶν ἐν λόγοις . Γ ἑξμέδιμνον Γ κυψέλην Γ : ἓξ μεδίμνους χωροῦσαν Γ κυψέλην . Γ
6373599 προπιειν
καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπὶ δεξιὰ καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην , ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε
κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοι - ούτων πόσεων
6373403 ὠοις
τὴν καλιὰν ἐλθὼν ἐπιτίθεται μέν , ἢν τύχῃ , τοῖς ὠοῖς , ἐπιτίθεται δὲ τοῖς νεοττοῖς , πλημμελείας εἶδος ἀφιεὶς
δένδρεα . ” παραπλησία γὰρ τῶν σπερμάτων ἡ φύσις τοῖς ὠοῖς : πλὴν ἔδει περὶ πάντων εἰπεῖν καὶ μὴ μόνον
6368177 ταπησι
ἁπαλαῖσι κοίταις τελεῖν τὰν Ἀφροδίταν . Διὰ νυκτὸς ἐγκαθεύδων ἁλιπορφύροις τάπησι γεγανυμένος Λυαίωι ἐδόκουν ἄκροισι ταρσῶν δρόμον ὠκὺν ἐκτανύειν μετὰ
Πρὸς τοῖς εἰρημένοις . καταδαρθεῖν : Ὑπνῶσαι . . ἤτοι τάπησι . οὕτως γὰρ Ἀττικοί . . ἐν τάπησιν :
6365568 λοιβαισι
ῥείθροις δέξεται τέγγων χθόνα . οὗ σῆμα δωμήσαντες ἔγχωροι κόρης λοιβαῖσι καὶ θύσθλοισι Παρθενόπην βοῶν ἔτεια κυδανοῦσιν οἰωνὸν θεάν .
ἑστάτω . Ἡμεῖς δὲ πατρὸς τύμβον , ὡς ἐφίετο , λοιβαῖσι πρῶτον καὶ καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες , εἶτ ' ἄψορρον
6365314 λυε
. Λαβὼν τῶν ἀπομεινάντων ὠῶν τῶν ἀποσταξάντων μέρος αʹ , λύε ἅμα ἐν ᾧ τῷ ἀποσταλαχθέντι ὕδατι , καὶ βαλὼν
' ἀνθράκων καὶ ποσῶς ψύξας ἐπίχεε ἐν θυίᾳ , καὶ λύε τῷ δοίδυκι ἐπιβάλλων γάλα γυναικεῖον ἢ ὄνειον , εἰ
6365273 ἐνιπλειον
σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ χέρα κόψῃ
εἶθαρ χρυσείηι προχόωι κήρυκ ' ἀθανάτοισι φέρειν μέλανος οἴνοιο ἀσκὸν ἐνίπλειον κελέβειόν θ ' ὅττι φέριστον οἷσιν ἐνὶ μεγάροις κεῖται
6364803 δουσα
. Ἡ δὲ μετάνοια γίγνετ ' ἀνθρώποις κρίσις . Ἡ δοῦσα πάντα καὶ κομίζεται φύσις . Ἡδύ γε πατὴρ φρόνησιν
ὅτι „ βλέπω „ . κἀκείνη πειράζουσα αὐτὸν χόνδρον λιβανωτοῦ δοῦσα αὐτῷ ἐπηρώτα , τί ποτε εἴη . τοῦ δὲ
6363814 οἰσεμεναι
ἔσται . Ἦ ῥα , καὶ Αὐτομέδοντι φίλῳ ἐκέλευσεν ἑταίρῳ οἰσέμεναι κλισίηθεν : ὃ δ ' ᾤχετο καί οἱ ἔνεικεν
, δὴ τότ ' ἐγὼν ἑτάρους προΐην ἐς δώματα Κίρκης οἰσέμεναι νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα . φιτροὺς δ ' αἶψα ταμόντες
6362224 καταθυσας
ἀνωτέρω τέμνε , εἰ δὲ κρεῶν ἐπιθυμεῖς , ἅπαξ με καταθύσας τοῦ κατὰ μικρὸν βασανίζειν ἀπάλλαξον . ” πρὸς τοὺς
δὲ ὑπέσχετο ἐφ ' ᾧ τὰς βόας λήψεται . καὶ καταθύσας ταύρους δύο καὶ μελίσας τοὺς οἰωνοὺς προσεκαλέσατο : παραγενομένου
6359790 Εὐρυσθει
παρὰ τὸν τάφον τοῦ διαφθαρέντος Ἀβδήρου , τὰς ἵππους κομίσας Εὐρυσθεῖ ἔδωκε . μεθέντος δὲ αὐτὰς Εὐρυσθέως , εἰς τὸ
. Ἀσκάλαφον μὲν οὖν Δημήτηρ ἐποίησεν ὦτον , Ἡρακλῆς δὲ Εὐρυσθεῖ δείξας τὸν Κέρβερον πάλιν ἐκόμισεν εἰς Ἅιδου . μετὰ
6357812 δᾳδα
. . ἆ ἆ : Ὡς τοῦ νεανίσκου προσφέροντος τὴν δᾷδα αὐτῇ , τοῦτο λέγει : ἔστι δὲ ἐπίρρημα ἐκπλήξεως
μὴ θάπτειν : „ ὑψηλὴν ἆρον , ἄνθρωπε , τὴν δᾷδα . τί βιάζῃ καὶ κατάγεις κάτω καὶ βασανίζεις τὸ
6357421 περιθεσθαι
τελευτὴν τοῦ βασιλέως καὶ τόδε , ναύτην δέ φασιν ἐκκολυμβήσαντα περιθέσθαι τῇ κεφαλῇ τὸ διάδημα καὶ ἐνεγκεῖν ἄβροχον Ἀλεξάνδρῳ καὶ
, ὑπερησθεῖσα τῷ δώρῳ οὐ παρῃτήσατο καὶ παρόντος τοῦ Ἰάσονος περιθέσθαι τὸν κόσμον : ῥυθμίζει συντίθησι καλλωπίζεται : ἄψυχον εἰκώ
6354882 Δηϊανειραν
καὶ διὰ τοῦ Λίχα πέμψαντος αὐτὴν ὡς αἰχμάλωτον πρὸς τὴν Δηϊάνειραν , εἰς ἔννοιαν καὶ εἰς ζηλοτυπίαν ἐκινήθη ἡ Δηϊάνειρα
Δηϊάνειραν . Αὐτὸς μὲν οὖν Ἡρακλῆς τὸν ποταμὸν διῄει : Δηϊάνειραν δὲ μισθὸν αἰτηθεὶς , ἐκέλευε Νέσσῳ διακομίζειν . Ὁ
6354138 ΚΒΖ
' ἀλλήλων ἀποσχισθῆναι οὐχ ἅψονται . Ἔστω τρίγωνον ὀρθογώνιον τὸ ΚΒΖ ὀρθὴν ἔχον τὴν πρὸς τῷ Β , ἴσαι δὲ
ὥστε αἱ τέσσαρες αἱ ΒΖΚ , ΖΔΒ , ΔΒΚ , ΚΒΖ δύο τῶν ΔΒΚ , ΚΒΖ , τουτέστι τῆς ΔΒΖ
6351570 ἀποθυσαι
ἣν ηὔξαντο παρεσκευάζοντο : ἦλθον δ ' αὐτοῖς ἱκανοὶ βόες ἀποθῦσαι τῷ Διὶ τῷ σωτῆρι καὶ τῷ Ἡρακλεῖ ἡγεμόσυνα καὶ
θυγατέρας ἔφη τὰς Χάριτας διὰ τὸ Ἐτεοκλέα τὸν Κηφισοῦ πρῶτον ἀποθῦσαι Χάρισιν ἐν Ὀρχομενῷ τῷ Μινυείῳ . ἀπεχθόμενον δὲ αὐτὸν
6351059 προσδεξαμενος
τῶν Ἀθηναίων ἐπρεσβεύσαντο ἐν τῷ χειμῶνι τούτῳ . ὁ δὲ προσδεξάμενος τοὺς λόγους αὐτῶν μεταπέμπεται ἐκ Λακεδαίμονος Ἀλκαμένη τὸν Σθενελαΐδου
βασιλείαν . ὁ δὲ Πτολεμαῖος μετὰ μεγάλης ἀπαντήσεως καὶ παρασκευῆς προσδεξάμενος τοὺς ἄνδρας τάς τε ἑστιάσεις πολυτελεῖς ἐποιεῖτο καὶ τὰ
6350115 ἐκελευ
παῖδ ' ἀλείμματα παρὰ τῆς θεοῦ λαβοῦσαν εἶτα τοὺς πόδας ἐκέλευ ' ἀλείφειν πρῶτον , εἶτα τὰ νόνατα . ὡς
λέγεται τὸ προστάσσω , ὁ παρατατικὸς ἐκελόμην ἐκέλου καὶ Αἰολικῶς ἐκέλευ : οἱ γὰρ Αἰολεῖς τὴν ου εἰς ευ τρέπουσιν
6348417 ποτικρανον
. ὅρη δρίφον , Εὐνόα , αὐτᾷ : ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον . ἔχει κάλλιστα . καθίζευ . ὢ τᾶς ἀλεμάτω
, κνέφαλα , προσκεφάλαια ὡς Δημοσθένης καὶ πολλοί . καὶ ποτίκρανον δ ' οἱ κωμικοὶ τὸ προσκεφάλαιον ἢ τὸ ὑπηρέσιον
6345927 ἀζυγα
πυρετόν , καὶ πάντα κακὸν ἀποδιώκουσιν . ὠὰ δὲ ὀρνίθων ἄζυγα εἰς οὖρον ὄνου ἑψήσας δὸς φαγεῖν νεφριτικοῖς καὶ κωλικοῖς
περισσὰ , ] τὸ ἐν τῇ συνηθείᾳ λεγόμενον ζυγὰ ἢ ἄζυγα . στατῆρσι : Νομίσμασι . . . νομίσμασιν ,
6342943 κλεινοτατον
τὸν δὲ τροχὸν γαίας τε καμίνου τ ' ἔκγονον εὗρεν κλεινότατον κέραμον , χρήσιμον οἰκονόμον , ἡ τὸ καλὸν Μαραθῶνι
μειχθεὶς ἐν φιλότητι Κορωνίδι τῇ Φλεγύαο Ἰὴ Παιᾶνα Ἀσκληπιὸν δαίμονα κλεινότατον , ἰὲ Παιάν . Τοῦ δὲ καὶ ἐξεγένοντο Μαχάων
6331651 δεσμην
εἰσιόντες , ἐπᾴδουσιν ὥραν σχεδόν τι πρὸ τοῦ πυρὸς τὴν δέσμην τῶν ῥάβδων ἔχοντες , τιάρας περικείμενοι πιλωτὰς καθεικυίας ἑκατέρωθεν
τὴν λαμπάδα , οἳ δὲ τὴν ἔκ τινων ξύλων τετμημένων δέσμην . Μένανδρος Ἀνεψιοῖς : ὁ φανός ἐστι μεστὸς ὕδατος
6328513 δεπαϊ
καὶ ὑπίσχετο ἱερὰ καλά : πολλὰ δὲ καὶ σπένδων χρυσέῳ δέπαϊ λιτάνευεν ἐλθέμεν , ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί ,
ὀρθόκερως βοῦς ἤλασεν ἀπ ' ἐσχάτων γαίας Ὠκεανὸν περάσας ἐν δέπαϊ χρυσηλάτῳ βοτῆράς τ ' ἀδίκους κτείνας δεσπόταν τε †
6325835 καλυμμασιν
? [ ! ] [ ! ] ? [ [ καλύμμασιν ] ? [ [ ] ενοις ? υ ?
πλατὺ στέγαστρον ἁγνῆς παρθένου Δηοῦς κόρης , λεπτοσυνθέτοις τρυφῶντα μυρίοις καλύμμασιν , ἢ σαφῶς πλακοῦντα φράζω σοι ; πλακοῦντα βούλομαι
6324693 εὐανορα
καρπὸς τῆς ἐλαίας ἔμολε , τὸ ἔλαιον . Ἥρας δὲ εὐάνορα λαὸν τὸ Ἄργος : ὁ γὰρ Θειαῖος Ἀργεῖος .
ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ ' ἀέθλων , Ἀρκαδίαν τ ' εὐάνορα τιμᾷ : κεῖνος , ὦ παῖ Σωστράτου , σὺν
6321806 Πυθικην
οἱ ἐρέται , Χρυσόγονος μὲν ηὔλει τὸ τριηρικὸν ἐνδεδυκὼς τὴν Πυθικὴν στολήν , Καλλιππίδης δ ' ὁ τραγῳδὸς ἐκέλευε τὴν
ἔγραψεν εἰς τὴν Ὀλυμπιακὴν αὐτοῦ νίκην , καίτοι μετὰ τὴν Πυθικὴν γενομένην , ἀλλ ' εἰς τὰ Πύθια μόνον .
6320898 μετανιπτριδα
τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ
. Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον
6320389 ἐντειλαμενος
ἀπέκτεινεν , ἀπέστειλεν ἄνδρας ἐς Μεγάλην πόλιν φονεῦσαί σφισι Φιλοποίμενα ἐντειλάμενος : ἁμαρτὼν δὲ ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα ἐμισήθη πᾶσαν .
ταῦτα διέβαλλε , Δαρεῖος δὲ ἐπείθετο καί μιν ἀπίει , ἐντειλάμενος , ἐπεὰν τὰ ὑπέσχετό οἱ ἐπιτελέα ποιήσῃ , παραγίνεσθαί
6320206 Δημητερι
ἄρουραν : νειὸς ἀλεξιάρη παίδων εὐκηλήτειρα . εὔχεσθαι Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ . σχόλιον : εὐσεβεῖν διδάσκει τὸν
γὰρ Ἡσίοδός φησιν [ . ] εὔχεσθαι δὲ Διὶ χθονίῳ Δημήτερί θ ' ἁγνῇ , ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν
6319763 υἱωι
ἐκεῖ ϲοι : ποῖ με πέμπειϲ ; καὶ μάλα . υἱῶι φέροντα περὶ γάμου καὶ θυγατέρα δώϲοντ ' ; ἐὰν
κἀκεῖ προαγωγευόμενος οὐδὲν λαβὼν ἀπεστάλη . τῶι Ἐπιλύκου τοῦ Ἀμφιπολίτου υἱῶι ὄντι καλῶι Δαμίππωι * Πλεισθένους ἀνάθημα Ὀνόμαρχος ἔδωκε .
6315210 ἀργματα
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας :
6312651 συμπλουν
ἐγχειρίσασθαι , εἰ ὀμόσει αὐτὴν ἕξειν γυναῖκα καὶ εἰς Ἑλλάδα σύμπλουν ἀγάγηται . Ὀμόσαντος δὲ Ἰάσονος , νυκτὸς ἐπὶ τὸ
Πείσανδρος . φησὶ δὲ ὑπερηφάνως , ὡς οὐ φέρεις με σύμπλουν , ἀλλὰ βοηθόν . χαλίκρητον : τὸν ἄκρατον ,
6311189 Ἐλατου
οὐ μόνος , ἀλλὰ καὶ Τειρεσίας πρὸ ἐμοῦ καὶ ὁ Ἐλάτου παῖς ὁ Καινεύς , ὥστε ὁπόσα ἂν ἀποσκώψῃς εἰς
ἐκεῖσε τελευτᾷ . Ὀρφεὺς Οἰάγρου παῖς Θρᾷξ Ἀστερίων Κομήτου Πολύφημος Ἐλάτου Ἴφικλος Φυλάκου Ἄδμητος Φέρητος Εὔρυτος Ἑρμοῦ Ἐχίων Ἑρμοῦ Γνωτὸς
6309850 ἀγορασαι
: ” σωματέμπορόν με ὄντα ἐρωτᾷς εἰ βούλομαι σωμάτιον εὔωνον ἀγοράσαι ; “ ὁ δέ : ” ἐλθὲ πρὸς τὰ
δὲ ἡ νὺξ ἐδόκει μακρά , τοῦ μὲν δὴ σπεύδοντος ἀγοράσαι , τοῦ δὲ πωλῆσαι . Τῇ δὲ ὑστεραίᾳ ὁ
6307935 ὀνθον
καθῆκεν . ὁ δὲ Ζεὺς ἀναστὰς ἐφ ' ᾧ τὴν ὄνθον ἀποτινάξασθαι καὶ τὰ ὠὰ διέρριψεν ἐκλαθόμενος : ἃ καὶ
προσέπλεξε κολακεύων τὴν ἑταῖραν . ἀπὸ τοῦ κατασκευάζειν δὲ τὴν ὄνθον εἰς εἶδος μήλου ὀνομάζεται ἡ μηλολόνθη . πρὸς τὴν
6306412 ἀνθεμοεσσαν
πολύστονα γυῖα πεδήσῃ : βρώμην μέν τ ' ὀρέγουσιν ἐΰδροσον ἀνθεμόεσσαν , δρεψάμενοι στομάτεσσι : ποτὸν δ ' ἄρα χείλεσιν
ἔργων μνησάμεναι Δηοῖ πολυωπέας ἤνυσαν ὄμπας βοσκόμεναι θύμα ποσσὶ καὶ ἀνθεμόεσσαν ἐρείκην . δήποτε δ ' ἢ ῥοδέοιο νέον θύος
6305597 Ἀτυχης
καὶ περὶ αὐτὴν κοιμίζεται τὰ φλεγμήναντα τοῦ ὕδατος . “ Ἀτυχὴς ἐγώ , ὅτι τοῦτό μοι συνέβη . ” οὐμενοῦν
, πυρσῶν δᾳδουχία . ἐρεῖ τις ἰδὼν τοσοῦτον κυδοιμόν : Ἀτυχὴς ὁ μέλλων γαμεῖν : ἐπὶ πόλεμον , δοκῶ μοι
6305163 αἰγειαν
βʹ . τὴν σταφίδα κόψον καὶ εἰς κύστιν προβατείαν ἢ αἰγείαν τοῦ οὔρου ἔτι ἐνόντος καθεὶς ποίησον ὑποξηρανθῆναι , εἶτα
εἴη , περιπλασθήτω τὸ τραῦμα γῇ λεπτοτάτῃ , μίξας κόπρον αἰγείαν ἢ προβατείαν , καὶ περίδησον . εἶτα περίσκαλον τὸ
6303115 Δηω
Δηώ : γῆ : σωματοποιεῖ τὴν γῆν ὡς θεάν . Δηὼ ὁ θεὸς παρὰ τὸ δαίω τὸ καίω , δηὼ
, ἁρπαγείσης ὑπὸ τοῦ Πλούτωνος , ἡ μήτηρ αὐτῆς ἡ Δηὼ νῆστις περιήρχετο ζητοῦσα αὐτήν , καὶ δὴ περιερχομένη καὶ
6302538 ἑλομενην
, τέλος δὲ ἐκέλευε Πηνελόπην συνακολουθεῖν ἑκοῦσαν ἢ τὸν πατέρα ἑλομένην ἀναχωρεῖν ἐς Λακεδαίμονα . καὶ τὴν ἀποκρίνασθαί φασιν οὐδέν
ψυχῆς δὲ τάξιν οὐκ ἐνεῖναι διὰ τὸ ἀναγκαίως ἔχειν ἄλλον ἑλομένην βίον ἀλλοίαν γίγνεσθαι : τὰ δ ' ἄλλα ἀλλήλοις
6302294 συνωμολογει
δὲ ἥμισυ διορθούμενος . τὸ μὲν γὰρ φίλους εὖ ποιεῖν συνωμολόγει , τοὺς δὲ ἐχθροὺς οὐ βλάπτειν , ἀλλὰ φίλους
ἔφασαν ἀποδώσειν ἐφ ' ᾧ μὴ καίειν τὰς οἰκίας . συνωμολόγει ταῦτα ὁ Ξενοφῶν . ἐν ᾧ δὲ τὸ μὲν
6300564 Λαβουσα
οὐκ ἂν ἔλθοιμι , οὔτε ἂν τοιαῦτα πεισθείην κελευούσῃ . Λαβοῦσα ταῦτα τὰ γράμματα ἡ Μαντὼ ἐν ὀργῇ ἀκατασχέτῳ γίνεται
ὑός . Ἀπὸ τηγάνου τ ' ἔφασκεν ἀφύας φαγεῖν . Λαβοῦσα μὲν τῆς χοίνικος τὸν πύνδακ ' εἰσέκρουσεν . Τὸ
6298919 Χλοην
μακραῖς ἐπήλειψε : καὶ ἐκαθέζετο τὸ ἐντεῦθεν ὄρνιθας καὶ τὴν Χλόην μεριμνῶν . Ἀλλ ' ὄρνιθες μὲν καὶ ἧκον πολλοὶ
ῥοίζῳ πολλῷ τὰς αἶγας εἰς τὴν νομήν : καὶ τὴν Χλόην φιλήσας καὶ τὰς Νύμφας προσκυνήσας κατῆλθεν ἐπὶ θάλασσαν ,
6298571 ἐπισπεισαι
. ἔστι δ ' ἀπὸ οἴνου σπονδή , σπεῖσαι ἀποσπεῖσαι ἐπισπεῖσαι , ἀπόσπονδος ἄσπονδος ἔνσπονδος ὁμόσπονδος ἡμίσπονδος ἐνσπονδότατος ἀσπονδότατος ,
' ἡσυχίας : ἐπὰν δὲ παύσωνται δειπνοῦντες , αἰτήσαντα φιάλην ἐπισπεῖσαι κατὰ τῆς τραπέζης καὶ μνηστεύεσθαι τὴν παῖδα πολλὰ ἐπαινοῦντα
6294839 ἐκτινων
τῆς ἐκείνων λήξεως ἤδη . τῇ μητρὶ γῇ τὸ χρέος ἐκτίνων τὸν ναυηγὸν θάπτει . ἰδὼν ναυηγοῦ σῶμα ἐρριμμένον ἀκηδῶς
; οὐκ ἀμοιβάς , ὡς ἄν τις ὑπολάβοι , μόνον ἐκτίνων τῆς παιδείας , ἀλλὰ καὶ τὴν πανταχοῦ νεότητα ,
6294708 φυρασας
τὸ μέτωπον καὶ κροτάφους . ἐπίθεμα πρὸς ταυτά . κάρδαμον φυράσας ὄξει καὶ ῥοδίνῳ καὶ ποιήσας κηρωτῆς τὸ πάχος ἐπιτίθει
, λιθάργυρον σὺν ὀλίγῳ χυλῷ , τὸ δ ' ὑπόλοιπον φυράσας τῷ κριθίνῳ ἔα δύο ἢ τρεῖς ὥρας , καὶ
6285050 εὐωχιαν
. Πάχνη δὲ δρόσος χιονώδης . Ἑστιάτωρ , ὁ εἰς εὐωχίαν καὶ εὐφροσύνην καλῶν : Δαιτυμόνες δὲ οἱ ἀριστηταί .
σάρκας παρέθετο , τῷ δὲ Διῒ μόνα τὰ ὀστᾶ πρὸς εὐωχίαν παρέθετο , ὁ δὲ ὀργισθεὶς κατ ' αὐτοῦ οὕτως
6283608 ἑλοντα
ἔτι καὶ νῦν Ἀπόλλωνι Φενεᾶται καὶ Ἀρτέμιδι θύουσιν , Ἡρακλέα ἑλόντα Ἦλιν τὸ ἱερὸν λέγοντες ποιῆσαι . ἔστι δὲ αὐτόθι
Θέτις : τὸν γάρ ῥα φόνῳ ἔπι Πρωτεσιλάου πολλῶν θυμὸν ἑλόντα κατέκτανε Πηλέος υἱὸς πρῶτον ἀριστήων , Τρῶας δ '
6282338 σπεισας
ταῦ ? [ λέγεις . περιρρανάμενος ἤδη παραγαγών [ , σπείσας τε καὶ λιβανωτὸν ἐπιθείς [ τὴν κόρην μέτειμι .
ταύρους τε σφάξας τῷ Ποσειδῶνι ἀφῆκεν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ σπείσας ἐπὶ τῇ θυσίᾳ τήν τε φιάλην χρυσῆν οὖσαν καὶ

Back