] . καὶ ἐὰν μὲν ἀπόνως ἐκβάλῃ , ἐργασάμενος καὶ πορίσας : ἐὰν δὲ ἐπὶ τῇ ἐκβολῇ ἀλγεῖν νομίσῃ , | ||
ὧν . . δέη : Τινὸς χρείαν ἔχεις . . πορίσας : Δούς . Θ . εὖ πεπεμμένον : Καλῶς |
δὲ Διόνυσον παράγοντα καθ ' ἕνα τῶν αἰχμαλώτων καὶ διδόντα σπονδὴν οἴνου πάντας ἐξορκῶσαι συστρατεύειν ἀδόλως καὶ μέχρι τελευτῆς βεβαίως | ||
δὲ κόρην Λευκίππην οὖσαν ἐγνώρισα . εἶτα κατὰ τῆς κεφαλῆς σπονδὴν περιχέαντες περιάγουσι τὸν βωμὸν κύκλῳ , καὶ ἐπηύλει τις |
Θήβαις τοῦ φόνου καθαίρεται . καθαρθεὶς * δὲ * σὺν Κρέοντι καὶ Κεφάλῳ καὶ Πανοπεῖ κατὰ Λυκόφρονα καὶ σὺν ἑτέροις | ||
ἀγαθοῦ τάττεται . δύναται καὶ ἡμῖν συνήθως παρόσον ὄνειδος τῷ Κρέοντι , εἰ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ὑπὸ γυναικὸς ἀπολεῖται : |
τάχει . ἄλλο . αἰγὸς βοσκάδος ἄφοδον ξηράνας , κόψας σῆσον , δὸς νήστει λουσαμένῳ , οἴνῳ εὐώδει κυάθους δʹ | ||
ἐν χύτρᾳ καινῇ , τὰ δὲ λοιπὰ ξηράνας κόψον καὶ σῆσον . κεχρήσθωσαν δὲ διηνεκῶς λουόμενοι . ὅτε δὲ ἄρξονται |
βύσμα δ ' ἂν εἴη τῶν χρησίμων , Ἀριστοφάνους εἰπόντος βύσμα καὶ γευστήριον . τοῦτο δὲ βύστραν ἕτεροι κεκλήκασιν , | ||
' εἰς τὸν οἶνον ἀμφορέα κενὸν λαβὼν τῶν ἔνδοθεν καὶ βύσμα καὶ γευστήριον , κἄπειτα μίσθου σαυτὸν ἀμφορεαφορεῖν . ὀβολῶν |
' ὀβολοὺς μισθὸν φέρων . Ἱεροὺς Ἀφροδίτης χρυσόφρυς Κυθηρίας . Κύαθον ἐπριάμην παρὰ Δαισίου . Τροχιλίαισι ταῦτα καὶ τοπείοις ἱστᾶσιν | ||
' ἐν τῇ ἐνάτῃ τῶν ἱστοριῶν καὶ ποταμόν τινα ἀναγράφει Κύαθον καλούμενον περὶ Ἀρσινόην πόλιν Αἰτωλίας . τῷ δὲ ἀκρατέστερον |
ἔσται . Ἦ ῥα , καὶ Αὐτομέδοντι φίλῳ ἐκέλευσεν ἑταίρῳ οἰσέμεναι κλισίηθεν : ὃ δ ' ᾤχετο καί οἱ ἔνεικεν | ||
, δὴ τότ ' ἐγὼν ἑτάρους προΐην ἐς δώματα Κίρκης οἰσέμεναι νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα . φιτροὺς δ ' αἶψα ταμόντες |
' ἢ μίαν , τί σοὶ διαφέρει τοῦτο ; παράθες σημίαν . οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν , οὐδ ' οἷα | ||
ἢ μίαν , τί σοι διαφέρει τοῦτο ; παράθες [ σημίαν . ] οὐκ ἔστι κανδύλους ποιεῖν οὐδ ' οἷα |
δοκεῖ ὥσπερ τὸν οἶνον τοῦ θέρους καθεικέναι . Δίφιλος : ψῦξον τὸν οἶνον , Δωρίων . Πρωταγορίδης περὶ ἐπιτεχνήσεως ψυχρῶν | ||
δύο δραχμῶν καὶ λαγωοῦ πυτίας δύο δραχμῶν καὶ τοῦτο λειάνας ψῦξον καὶ ἀπ ' αὐτοῦ δραχμῆς τὸ βάρος κόψας δὸς |
καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπὶ δεξιὰ καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην , ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε | ||
κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοι - ούτων πόσεων |
: ἀσχημοσύνης γὰρ γίνετ ' ἐνίοις αἴτιος . προπίνων Θηρικλείαν τρικότυλον πρὸς τὸ πρᾶγμ ' ἔχω κακῶς . ἐπαριστέρως γὰρ | ||
ἰδόντα αὐτὸν πλέον ἢ ὀκτὼ κοτύλας χωροῦντα . Ἄλεξις : τρικότυλον ψυγέα . ἐν ἄλλοις δὲ καὶ ψυκτήριον αὐτὸ καλεῖ |
ἀπάρτι . χεσείω ] ὀρέγομαι χεσεῖν : αἰολικῶς , ἐπιθυμῶ χέσαι . , παίζω . . ⌈ χεσείω ⌈ αἰολικὸν | ||
. καὶ εἰ εὐσεβές ἐστι καὶ εἰ μὴ εὐσεβές , χέσαι ἔχω . ὡς ὑπὸ τοῦ φόβου προειλημμένος καὶ μὴ |
τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον ἴσῳ μετανιπτρίδα μεγάλην , ἐπειπὼν τῆς Ὑγιείας τοὔνομα . Φιλόξενος δ | ||
. Καλλίας δ ' ἐν Κύκλωψι : καὶ δέξαι τηνδὶ μετανιπτρίδα τῆς Ὑγιείας . Φιλέταιρος Ἀσκληπιῷ : ἐνέσεισε μεστὴν ἴσον |
μετὰ ἀλφίτου καὶ ἐλαίου καὶ ὕδατος ποίει μαζία , καὶ δελέαζε : ἐκ δὲ τοῦ αὐτοῦ διαμασσώμενον ἐμπύτιζε εἰς τὸ | ||
πολύπους καὶ σηπίας . κγʹ . χέλυας καὶ ὀστρακώδη οὕτως δελέαζε . κδʹ . δέλη πρὸς πάντα ἰχθὺν ἐν παντὶ |
ν σπερχόμενος . ἔστι δὲ ἐπειγόμενος . | συριγγῶδες : κατατετρημένον . σάφα : σαφῶς , ὡς Εὐριπίδης ἐν Ὀρέστῃ | ||
πλάτος δὲ πεντεκαίδεκα ἐν παραλληλογράμμῳ σχήματι , ξύλινον περίβολον ἔχουσαν κατατετρημένον ὥστε διὰ τῶν ὀπῶν τοξεύειν : προκεῖσθαι δὲ καὶ |
μαντικήν . ἐπώπτευσας ] εἶδες . φοιτὰς ] μανική . ἐκπράξας ] ἤγουν φονεύσας . ἀντεπίξηνον ] ἐναντίον , διάδοχον | ||
ὀφειλέτω : πραττέσθω δὲ ὁ ταμίας τῆς θεοῦ , μὴ ἐκπράξας δὲ αὐτὸς ὀφειλέτω καὶ ἐν ταῖς εὐθύναις τοῦ τοιούτου |
πίνειν , ἀλλὰ τὴν σκευασίαν τοῦ οἰνελαίου ἀκριβῶς σκευάσας καὶ χλιάνας πυρίαζον μετὰ σπόγγων τὸν στόμαχον . ἄλλο . θέρμων | ||
οἴνῳ λειώσας κατάπλασσε : ἢ σῦκα λεῖα μετ ' ἐλαίου χλιάνας ἐπιτίθει : ἢ στυπτηρίαν καὶ ἄλευρον ἴσα τρίψας ἐν |
οὐδενός . θάρρει οὖν , ὦ Ξανθίππη , καὶ μηδὲν καταβάλῃς τῶν Σωκράτους καλῶν , εἰδυῖα ὡς μέγα τι ἡμῖν | ||
οὐκ ἀποπίπτουσιν , εἰ περὶ τὴν ῥίζαν κόψας ἁλὸς χοίνικα καταβάλῃς , καὶ τῇ γῇ καταχώσῃς . Τὰ σῦκα οὐ |
, καὶ ὁ παρὰ τῇ συνηθείᾳ λεγόμενος . Ἑταῖρος ὁ συμπολίτης . Ξένος δὲ ὁ ἀφ ' ἑτέρας χώρας φίλος | ||
τῇ νήσῳ παιδὸς ἠράσατο δελφὶς , καὶ συνῆν αὐτῷ ὡς συμπολίτης ἐν τῇ νήσῳ , καταλιπεῖν δ ' οὐκ ἠνείχετο |
αʹ . καὶ χρῶ . [ Περὶ παρισθμιῶν . ] Ἰτέας φύλλα καὶ καρπὸν ἑψήσας ὕδατι ἐπιπολὺ δίδου ἀναγαργαρίζεσθαι . | ||
. ἐλαίου λίτ . α , ὅξους ξέστας στ . Ἰτέας φύλλα χλωρὰ κόψας ἐν ἡλίῳ καὶ μετὰ ταῦτα ἐμβαλὼν |
κατέχων ὀλίγον ἐν τῷ στόματι χρόνον . ἄλλο . ἕρπυλλον ἀποβρέχων οἴνῳ διακλύζου ἐπ ' ὀλίγον . [ δʹ . | ||
αἴγειον περίχριε καὶ ἰᾶται : ἢ στέαρ αἴγειον ἢ προβάτειον ἀποβρέχων εἰς ὕδωρ θερμὸν ἐπιτίθει , ἢ λινοσπέρμου χυλὸν , |
ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν ἐξέφερεν θαλάμοιο , τίθει δ ' ἐνὶ κάλλιμα δῶρα , ἐσθῆτα χρυσόν τε , τά οἱ Φαίηκες | ||
ὠκύποδας καὶ ἀρήια τεύχεα φωτῶν φάρεά τ ' εὐποίητα γυναικῶν κάλλιμα ἔργα : τοῖς ἔπι θυμὸν ἴαινε Νεοπτολέμοιο φίλον κῆρ |
αʹ . πεπέρεως κοκ - κία μʹ . συντρίψας καὶ ζυμώσας μέλιτι δίδου νήστει καὶ εἰς κοίτην . [ Κάπνισμα | ||
γλήχωνα μετ ' ὀξυκράτου προεψήσας δὸς πιεῖν , ἢ βερονίκην ζυμώσας μετὰ μέλιτος δίδου φαγεῖν , ἢ ῥαφανὴν ὀπτὴν ἐσθιομένην |
Κεδρίας κοχλιάρια δύο , ἐλαίου ὠμοτριβοῦς κύαθον ἴσα μίξας δὸς ῥοφῆσαι . τοῦτο πάντα πόνον παντελῶς ἀποθεραπεύει . ἔστι δὲ | ||
τέσσαρσιν : ὁκόταν δὲ ζέσῃ , δοῦναι δὶς ἢ τρὶς ῥοφῆσαι . Λοχεῖα καθῆραι : τῆς ἀκτῆς τὰ φύλλα ἑψήσας |
, τούτων μὲν ἐφ ' ἵππου καθήμενός ἐστιν ἑκάτερος , Μεγαπένθην δὲ τὸν Μενελάου καὶ Νικόστρατον ἵππος εἷς φέρων ἐστίν | ||
αὐτοῦ τετελευτηκότος , παραγενόμενος εἰς Τίρυνθα πρὸς τὸν Προίτου παῖδα Μεγαπένθην ἠλλάξατο , τούτῳ τε τὸ Ἄργος ἐνεχείρισε . καὶ |
πελεκίνου σπέρμα πρὸ τῆς συνουσίας ἐγκλυζέσθω . Κοχλίον θαλάσσιον τὸν ὑπόμακρον καύσας καὶ λειώσας πρόσβαλλε ὠοῦ τὸ λευκὸν ἢ ὄνειον | ||
εἰς τουτὶ τὸ κοῖλον ἐγχέας ἔπειτ ' ἄνωθεν ῥάβδον ἐνθεὶς ὑπόμακρον , γενήσεταί σοι τῶν κατακτῶν κοττάβων . Οἴμοι καταγελᾷς |
ἁμαρτάνοντά τι : δένδρον παλαιὸν μεταφυτεύειν δύσκολον . } Αἰσχύνομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι φίλῳ , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃ καὶ | ||
, ἃ Δικαίαρχος Εὐριπίδην οἴεται πρὸς Ἀρχέλαον εἰπεῖν οὐ βούλομαι πλουτοῦντι δωρεῖσθαι πένης , μή μ ' ἄφρονα κρίνῃς ἢ |
θηλὰς ἔρχεται γεννηθέντα παραχρῆμα , καὶ μέντοι καὶ τῶν οὐθάτων σπῶντα ἐμπίπλαται : πολυπραγμονεῖ δὲ τὸ τεκὸν οὐδὲ ἕν , | ||
ὀξέα μηδὲ ἄφυκτα μηδὲ ἀνιαρὰ ἐν τοῖς τραύμασι φαίνηται βιαίως σπῶντα καὶ ἀμάχως ἀντιλαμβανόμενα , ἡμᾶς μὲν ἐν τοῖς δειλοῖς |
καθαρτικὸν ἄγον φλέγμα καὶ ὕδωρ : πεπέρεωϲ πηγάνου ϲπέρματοϲ ῥινίϲματοϲ ἐλεφαντίνου εὐφορβίου ἶϲα : ἡ δόϲιϲ Γρʹ γ μετὰ μελικράτου | ||
Φιλοστέφανος . . . : Ὁ Κύπριος ὁ Πυγμαλίων ἐκεῖνος ἐλεφαντίνου ἠράσθη ἀγάλματος . . . Τὸ ἄγαλμα Ἀφροδίτης ἦν |
ἐχρήσαντο τοῖς εὐτυχήμασιν . Ὅτι ὁ Εὐμένης ξενολογήσας τά τε ὀψώνια ἅπασιν ἀπέδωκε καὶ δωρεαῖς ἐτίμησε καὶ ἐπαγγελίαις ἐψυχαγώγει πάντας | ||
συστάσεις , γνώσεις , φιλίας μεγάλων ἀνδρῶν , εὐπορίας , ὀψώνια , δωρεὰς μεγάλας , καρπῶν εὐφορίας , δικαιοσύνην , |
καὶ οὐ Λαίς . Ἰσοκράτης δὲ καὶ Λαγίσκαν τὴν ἑταίραν ἀνελάβετο εἰς τὴν οἰκίαν . Δημοσθένη δὲ τὸν ῥήτορα καὶ | ||
καὶ ἡμᾶς παίζει . ὁ δὲ θεωρήσας τὸν παῖδα αὐτοῦ ἀνελάβετο καὶ εὐθὺς ἔλαβον αὐτόν . Παλαμήδης * δὲ * |
' Ἀσιατογενής , καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια , καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων | ||
εὗρ ' Ἀσιατογενὴς ] καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπιδέξια καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων |
ὀφρῦς καὶ ὅμοιος γενόμενος λυπουμένῳ , μικρὸν δέ τι καὶ δακρύσας , “ ἀηδῶς μὲν ” εἶπεν , “ ὦ | ||
μέλλοντος , ὡς ἀφορῶν εἰς τὴν ἀκρόπολιν νέος πλούσιος καὶ δακρύσας καὶ κρινόμενος τυραννίδος ἐπιθέσεως : φαμὲν γὰρ αὐτὸν τυραννήσειν |
θέρμαυστριν , ἓξ θρόνους , χύτραν , κάννας ἑκατόν , κόρημα , κιβωτόν , λύχνον . ἔχω γὰρ ἐπιτήδειον ἄνδρ | ||
δὲ ῥῆμα κορεῖν ἂν λέγοις . καὶ τὸ μὲν σκεῦος κόρημα ὑπὸ Εὐπόλιδος εἴρηται ἐν τοῖς Κόλαξι τουτὶ λαβὼν τὸ |
Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ τῶν θυσιῶν : παρὰ τὸ | ||
ὀθνείων βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι καὶ Βύνῃ θεᾷ , θρέξεις ὑπὲρ |
ἄρα ἐστίν , ἀλλ ' ἆθλα τῶν νικᾶν ἐπισταμένων . Χρυσὸν δ ' Ἀχιλεὺς ἐκόμισσε δαΐφρων . καὶ οὐδὲν θαυμαστὸν | ||
, εἰς δὲ τὸ εὐδαιμονῆσαι λογισμοῦ δεῖ καὶ τύχης . Χρυσὸν κηλιδοῦν καὶ φιλοσοφίαν ψέγειν ταὐτόν ἐστιν . Ἐπὶ μὲν |
ἢ σκόροδον χυλώσας ἔνσταξον εἰς τὸ οὖς , ἢ πράσον χυλώσας χλιαρὸν ἢ ἕψημα χλιαρὸν , ἢ πράσου χυλὸν σὺν | ||
μυρσίνην ἀφηψημένην ἐν οἴνῳ γλυκεῖ ἔνσταζε , ἢ ἐλαίας φύλλα χυλώσας καὶ μέλιτι μίξας συνέψησον καὶ τούτῳ χρῶ . ἄλλο |
μελίσσια . εἰ μὴ Προμηθεύς εἰμι , τἄλλα ψεύδομαι . νεόφυτον : εὐτελὲς μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ | ||
μάθος μαλθακόν μάνην μελαναίων μελῳδός μικροπολιτικόν μύξαν ναύτριαι νεαλές νεανιεύεσθαι νεόφυτον Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων |
παρὰ τῶν φίλων τῆς πόλεως λαβὼν τριακοσίους στατῆρας Φωκαιᾶς , ἀνήλωσα εἰς τοὺς στρατιώτας , ἵνα πρᾶξίς τις πραχθείη καὶ | ||
ἐπὶ δὲ Εὐκλείδου ἄρχοντος κωμῳδοῖς χορηγῶν Κηφισοδώρῳ ἐνίκων , καὶ ἀνήλωσα σὺν τῇ τῆς σκευῆς ἀναθέσει ἑκκαίδεκα μνᾶς , καὶ |
τοῖς ὀρχήμασι . καὶ τῶν πρὸς εἴλην ἰχθύων ὠπτημένων ἴκτινα παντόφθαλμον ἁρπαγαῖς τρέφων [ τὴν γλῶσσαν αὐτοῦ . . . | ||
τοῖς ὀρχήμασι . καὶ τῶν πρὸς εἴλην ἰχθύων ὠπτημένων ἰκτῖνα παντόφθαλμον ἁρπαγαῖς τρέφων . μέλαινα δεινῶς πίττα Βρεττία παρῆν . |
Χαλβάνη ἕψησιν οὐδ ' ὅλως φέρει , ἀλλὰ διὰ τὸ ἀμόλυντον γενέσθαι τὴν ἔμπλαστρον αἴρειν ἀπὸ τοῦ πυρὸς δεῖ καὶ | ||
δίκαιον δὲ ὡς τὴν γνώμην τρέποντα ἐπὶ τὸ καθαρώτατον καὶ ἀμόλυντον . φιλόπολιν : εἰσὶ γάρ τινες οἱ ἐν ταῖς |
τῆς ἐντὸς θαλάσσης ἔτι ἔλειπεν . ἀνεζεύγνυ : ἀνέστρεφεν . Ἀππιανός : ὃ δὲ μετὰ πολλῆς λείας ἀνεζεύγνυ . . | ||
. . πιθανούς . πρόσριζα : σὺν ταῖς ῥίζαις . Ἀππιανός : τὰ δένδρα ἔκοπτε πρόσριζα , τοῦ μὴ πάλιν |
ἄπιστα καὶ θαμβητὰ Φηραίοις κλύειν . ὁ μὲν κρανείᾳ κοῖλον οὐτάσας στύπος φηγοῦ κελαινῆς διπτύχων ἕνα φθερεῖ , λέοντα ταύρῳ | ||
κατθανεῖν , ἑκὰς δ ' ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν τὸ σῶμά τ ' οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις |
φησι πρὸς τὸν χορὸν ἐπὶ τῆς ἀκροπόλεως ἱστάμενον : μὴ ἁρπαλίζετε ἐν κωκυτοῖς , μὴ ἁρπάζετε τὸ θρηνεῖν , ἐάν | ||
] μὴ ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] ταράσσεσθε , ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] ἁρπάζετε . ἁρπαλίζετε ] βάλλετε εἰς δειλίαν , |
οἰνομέλιτοϲ καὶ ἔα βρέχεϲθαι νύκτα καὶ ἡμέραν καὶ μετὰ ταῦτα θερμάναϲ δίδου καὶ καθαίρει . ἔπειτα καὶ τὴν κεφαλὴν δι | ||
ἤχουϲ καὶ ϲυριϲμούϲ . εὐφόρβιον μετὰ κυπρίνου ἐλαίου λειώϲαϲ καὶ θερμάναϲ χρῶ : ἐφ ' ὧν δὲ διὰ πολλὴν ϲυναίϲθηϲιν |
ὅτι εἰ μὴ ἔφυγεν ἐκ τῆς πατρίδος , οὐκ ἂν ἐστεφανώθη . ἄλλως : τί οὖν , φησιν , ὦ | ||
συνάγει τὸ συμπόσιον , ἐπεὶ τὰ παιδικὰ αὐτοῦ Αὐτόλυκος παγκράτιον ἐστεφανώθη καὶ εὐθὺς οἱ κατακλιθέντες τῷ παιδὶ προσέχουσι τὸν νοῦν |
' ] † βρέχε τοὺς ὀφθαλμούς . τέγγομαι ] † βρέχομαι τοῖς δάκρυσι . βόα ] θρήνει . νυν ] | ||
βρέχε . * τώ , ἤγουν τοὺς ὀφθαλμοὺς . * βρέχομαι τοῖς δάκρυσι δηλονότι . * καὶ ἰσόγοα ἤγουν διατόρως |
κουρίδας τε φοινικέας καὶ κωρίδας καμπίλας . Ὅτι τὸν ἐπίπλουν Φιλέταιρος ἐπίπλοιον εἴρηκεν . ἀπέχεις ἤδη τὸν ἐπίπλουν , ἵν | ||
, κρόμμυ ' , ἅλας , ἔλαιον , τρυβλίον . Φιλέταιρος Οἰνοπίωνι : ὁ μάγειρος οὗτος Πατανίων προσελθέτω . καὶ |
τὸ μηχάνημα , καὶ ἐπιμένειν τὸ πῦρ ἐμπαγέντος αὐτοῦ . Ἔπειτ ' ἄν τινες ὦσι τῆς πόλεως ξύλινοι μόσυνες ἢ | ||
τὰς γυναῖκας ἀργυρίδιον . Ἀλαβαστροθήκας τρεῖς ἔχουσαν ἐκ μιᾶς . Ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον |
ϲκευαϲθέντα καὶ ϲταλτικὰ γαϲτρόϲ : εἰ δ ' ἑψήϲαϲ μὴ ἀποχέων τὸ πρῶτον ὕδωρ , εἶτ ' ἀρτύϲαϲ ἁλϲὶν ἢ | ||
θεῖον ἄθικτον , ἕψησον πυρὶ μαλθακῷ ἀπὸ θαλλίων ζʹ : ἀποχέων εἰς οὖρον ἀφθόρου παιδὸς πρόσφατον , ἕψον αὐτὸ ἕως |
? [ ! ] [ ! ] ? [ [ καλύμμασιν ] ? [ [ ] ενοις ? υ ? | ||
πλατὺ στέγαστρον ἁγνῆς παρθένου Δηοῦς κόρης , λεπτοσυνθέτοις τρυφῶντα μυρίοις καλύμμασιν , ἢ σαφῶς πλακοῦντα φράζω σοι ; πλακοῦντα βούλομαι |
σὺ γένωμαι , ἂν μὴ κἀγὼ ποιήσω αὐτὸ ἄλλῳ . Λιμόξηρος ὕπαρχος τὸ βῆμα αὐτοῦ ἐκέλευσε πρὸς ἀρτοκοπεῖον γενέσθαι . | ||
ἑστὼς φαγεῖν , τοὺς δὲ ἐν τῇ προβολῇ καθήμενος . Λιμόξηρος κωμῳδίας ὑποκριτὴς τὸν ἀγωνοθέτην πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἄριστον ᾔτει |
καλῶ . Ἐγὼ δ ' ἐμαυτῷ τόδε λαβὼν τὸ φορτίον εἴσειμ ' ὑπαὶ πτερύγων κιχλᾶν καὶ κοψίχων . Εἶδες , | ||
ἀριθμεῖν θεατὰς ψαμμακοσίους εἰ μή τις αὐτὴν κατακλιεῖ ἔπειτ ' εἴσειμ ' , ἐνθάδε μείνας εἰς ὤμιλλαν , κἂν μὴ |
. ὅρη δρίφον , Εὐνόα , αὐτᾷ : ἔμβαλε καὶ ποτίκρανον . ἔχει κάλλιστα . καθίζευ . ὢ τᾶς ἀλεμάτω | ||
, κνέφαλα , προσκεφάλαια ὡς Δημοσθένης καὶ πολλοί . καὶ ποτίκρανον δ ' οἱ κωμικοὶ τὸ προσκεφάλαιον ἢ τὸ ὑπηρέσιον |
ἑξήκοντα κόκκους διεῖναι ἐν οἴνου κοτύλῃ καὶ ἐλαίου ἡμικοτυλίῳ , χλιήνας , κλύσον . Ἄγει δὲ ταῦτα φλέγμα καὶ κόπρον | ||
, καταμίξας , ἔασον κεῖσθαι : ἕωθεν δὲ ἀπηθήσας , χλιήνας , πιεῖν δίδου . Ἢν ἀνεμωθέωσιν αἱ μήτραι , |
ὠνούμενοι . Γ πημανεῖται ] βλάψει , λυπήσει , ὦ Δικαιόπολι . Γ ἐξομόρξεται : ἐναποψήσεται , ἐναπομάξει . ὡς | ||
. Κλάων μεγαριεῖς . Οὐκ ἀφήσεις τὸν σάκον ; Δικαιόπολι Δικαιόπολι , φαντάδδομαι . Ὑπὸ τοῦ ; Τίς ὁ φαίνων |
καὶ ὀξυνομένοις σύνεστι τὸ ς , δωρίζω δωριστί , αἰολίζω αἰολιστί . τὸ δὴ οὖν αἴτιον τῆς ὀξύτητος ς ἐν | ||
κἂν ᾖ σὺν τῷ σ , ἑλληνιστί , δωριστί , αἰολιστί . . . , . Ὅτι . τὸ προκείμενον |
. κράμβης ζωμὸν ἕψει μόνον , μετὰ δὲ ὀξυμέλιτος πότισον νηστικῷ , ἢ βάτου ῥίζαν μετ ' ὄξους ἀποτριτώσας δίδου | ||
εἰς ἄκρατον οἶνον Αἰγύπτιον καὶ δὸς ἴσον καὶ δίδου πίνειν νηστικῷ ἐπὶ ἡμέρας γʹ . [ Πρὸς τὰς ἐκ μέθης |
τραγικοὶ καὶ Ἀριστοφάνης : τὸ πρᾶγμα τοῦτο συλλαβεῖν ὑπίσχομαι . προστρόπαιος : ὁ ἱκέτης , ὁ πρός τινα δεητικῶς τρεπόμενος | ||
ἱκέτης ἔφαψαι πατρὸς ὅς ς ' ἐγείνατο . Θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῖν ἔχων κόμας ἐμὰς καὶ τῆσδε καὶ σαυτοῦ |
. , οἱ δὲ τὴν ἰσομεγέθη ὀρόβῳ ἀκροχορδόνην . οἶνον οἰνώδεα : οὐχ , ὥς τινες , τὸν ἁπαλὸν καὶ | ||
τὸ ἀπὸ τοῦ κρίμνου , καὶ μεταπίνειν οἶνον λευκὸν , οἰνώδεα , ὑδαρέα : ῥοφέειν δὲ τὸν χυλὸν τῆς πτισάνης |
ἐπιτιθήσας . αἰόλος : διὰ τὴν πανουργίαν , πανοῦργος . Ἀντιάσας : ἐξ ἐναντίας ἐλθὼν , συναντήσας τὴν νῆα . | ||
κακῆς . Ἅλμενος : πηδήσας . ἀνέσχε : ἀνῆλθεν . Ἀντιάσας : συναντήσας . Κέκλεται : σημαίνει . αὖ : |
νίκας ἐπὶ ταῖς νίκαις . * δοῦναι τῷ Ἀλκιμέδοντι καὶ Τιμοσθένει καὶ Μελησίᾳ . ποταπάς ; ταχείας . * ἀποσοβοίη | ||
ξύλων εἰληφὼς καὶ τὴν τιμὴν τῶν φιαλῶν , ὃ ἀπέτεισεν Τιμοσθένει ὑπὲρ τούτου ὁ πατήρ , καὶ ὅτι αὐτὸς ἐν |
ἡγήσατο τῆς ἐπὶ κρήνην ὁδοῦ Ὑψιπύλη , νήπιον παῖδα ὄντα Ὀφέλτην ἀπολιποῦσα , ὃν ἔτρεφεν Εὐρυδίκης ὄντα καὶ Λυκούργου . | ||
γούνατ ' ἀμπέχουσα ] μηκύνεις μακράν [ , κτανοῦς ' Ὀφέλτην ] , τῶν ἐμῶν ὄσσων [ χαράν ; ! |
καὶ περὶ αὐτὴν κοιμίζεται τὰ φλεγμήναντα τοῦ ὕδατος . “ Ἀτυχὴς ἐγώ , ὅτι τοῦτό μοι συνέβη . ” οὐμενοῦν | ||
, πυρσῶν δᾳδουχία . ἐρεῖ τις ἰδὼν τοσοῦτον κυδοιμόν : Ἀτυχὴς ὁ μέλλων γαμεῖν : ἐπὶ πόλεμον , δοκῶ μοι |
' οὐδ ' ἂν εἰπεῖν τὸ μέγεθος δύναιτό τις . πυξίον λαβὼν κάθου . κιννάβαρις ὁ μὲν γὰρ εὐφυής τις | ||
ἔχει . οὐχ ὑποστρώσεις ποτὲ τρίκλινον ; διαπαρθένια δῶρα παρακόμους πυξίον Εἶτ ' οὐ γυναικός ἐστιν εὐνοϊκώτερον γαμετῆς ἑταίρα ; |
διαμερίσας . διαπήλας ] ἀπομοιράσας . διαπήλας ] διαμοιράσας . διαπήλας ] διὰ κλήρου δούς . θ διαπήλας ] διακληρώσας | ||
διακόψας . διαπήλας ] διαμερίσας . διαπήλας ] ἀπομοιράσας . διαπήλας ] διαμοιράσας . διαπήλας ] διὰ κλήρου δούς . |
τῶν ᾠῶν τὰϲ λεκίθουϲ . ὅπωϲ δ ' ἄν τιϲ εὐκόλωϲ ἐμοίη , κατὰ τὸ πρῶτον εἴρηται βιβλίον . εἰ | ||
ὑϲτέραϲ ἔχον ἐξημμένην κροκύδα ἐπιμήκη πρὸϲ τὸ ἐπιϲπᾶϲθαι τὸν πεϲϲὸν εὐκόλωϲ , ὁπότε δοκοίη . Κηροῦ τρακτοῦ , μυελοῦ μοϲχείου |
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ | ||
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας : |
. προσεῖπε ] ἐχαιρέτισε . προσεῖπε ] ἠσπάσατο . θ κατηξιώσατο ] ἐφιλιώθη . κατηξιώσατο ] ἄξιον ἔκρινε . Ξ | ||
οὔτ ' ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος , Δίκη προσεῖδε καὶ κατηξιώσατο : οὐδ ' ἐν πατρῴας μὴν χθονὸς κακουχίᾳ οἶμαί |
ἢ χολὴν ταύρου τριπτὴν περιπλάσσειν πτερῷ , καὶ ἐς ἄλειφα ἐμβάψας αἰγύπτιον , προστιθέναι : ἢ κυκλάμινον ὅσον ἀστράγαλον ξὺν | ||
τριωβολιαίους ἐν ὀξυμέλιτι κυάθους γ καὶ δίδου καταπότια εἰς ἄπεφθον ἐμβάψας μέλι . Ἐπίθεμα τὸ διὰ σπυράθων σπληνικοῖς , ὑδρωπικοῖς |
ὕπνον προσίεσο διὰ τὸ ἀναγκαῖον . μὴ ταχέως τοὺς φίλους κτῶ . οὓς ἂν κτήσῃ φίλους κτῶ . σεαυτοῦ τὰ | ||
αὖξε δὲ τὴν πόλιν : σαυτῷ γὰρ δύναμιν περιάψεις : κτῶ δὲ αὐτῇ συμμάχους : . . . νόμιζε δὲ |
τῷδε ; ὥστε ματαία ἡ παρατήρησις τῷ Συμμάχῳ . ἐγὼ πρίωμαι τῷδε : ἴσον τῷ ὠνήσωμαι . θοαῖσιν ἵπποις : | ||
βάκχαριν . ὦ λακκόπρωκτε , βάκχαριν τοῖς σοῖς ποσὶν ἐγὼ πρίωμαι ; λαικάσομἄρα βάκχαριν ; Ἀναξανδρίδης Πρωτεσιλάῳ : μύρον τε |
θυγατέρα , ταύτην μνηστευθεὶς ἐβούλετο πρὸς γάμον . Ἐπέκειτο γοῦν βιάζων καθ ' ἑκάστην γονεῖς τῆς κόρης δοῦναι τὴν θυγατέρα | ||
καὶ γέγονεν ὕστερον . διαβληθεὶς γὰρ παρ ' Ἱπποδαμείας ὡς βιάζων αὐτὴν ἢ , ὡς οἱ πολλοί φασι , πειράζων |
Λακωνικοῦ * ἤραξε : ἔκοψε ὀποῖο : ὀπὸν νῦν τὸν Κυρηναικόν φησι , δάκρυα δὲ τὸν χυλόν . τρισσοῖς δὲ | ||
Λακωνικοῦ * ἤραξε : ἔκοψε ὀποῖο : ὀπὸν νῦν τὸν Κυρηναικόν φησι , δάκρυα δὲ τὸν χυλόν . τρισσοῖς δὲ |
δὲ μὴ ἔχῃ , μαράθρου ῥίζας κλάσας , ἐν μελικρήτῳ χλιερῷ ἀποβρέχων , δίδου . Ἕτερον : μελίης ὅσον κόκκους | ||
μέλιτι παραμίξας , ὕδατι διεὶς ὅσον δύο κοτύλῃσι , χρῶ χλιερῷ . Ἢ σικύης ὅσον παλαιστὴν , καὶ κνεώρου ὅσον |
μεσούσης ἡμέρας , καὶ καταλαβὼν αὐτὴν καθεύδουσαν , ὑποδὺς ὑπὸ θοιμάτιον καὶ παρακλιθεὶς ἠρέμα , ἀψοφητὶ ἔμενεν αὐτὸς μὲν ἀτρεμῶν | ||
αὐτῶν καταγῆναι δεῖν , κατεαγὼς ἔσται αὐτίκα μάλα , κἂν θοιμάτιον διεσχίσθαι , διεσχισμένον ἔσταιοὕτω μέγα ἐγὼ δύναμαι ἐν τῇδε |
ἐμὲ δεῖ λέγειν , εἰ ἀγαθὸς ἦν . ἀεὶ γὰρ εὐφημεῖτε αὐτὸν καὶ κοινῇ καὶ καθ ' ἕκαστον , ὅπου | ||
ἀπὸ τοῦ νῶ τὸ νήθω . ἐμπλείμην ] ἐμπλησθείην . εὐφημεῖτε ] Δικαιόπολις μέλλων ποιεῖν θυσίαν τοῦτο λέγει : τοῦτο |
ἀριστολοχίας ⋖ η . οἴνῳ αὐστηρῷ ἀναλαμβάνων χρῶ , ὄξει διαλύων δ ' ἐπίχριε . Στυπτηρίας σχιστῆς , ἀλόης , | ||
Ὅ τε στρατηγὸς Ἀσελλίων , ᾧ ταῦτα προσέκειτο , ἐπεὶ διαλύων αὐτοὺς οὐκ ἔπειθεν , ἐδίδου κατ ' ἀλλήλων αὐτοῖς |
λαβὼν ἄγει πρὸς τὴν Ἀνθίαν , ἡσθήσεσθαι νομίζων ἀνδρὶ ὀφθέντι Ἐφεσίῳ . Ἡ δὲ ἐφιλοφρονεῖτό τε τὸν Εὔδοξον καὶ ἀνεπυνθάνετο | ||
μάντις τῆς πόλεως . ἀρέσκει δὲ ταῦτα καὶ Νικοστράτῳ τῷ Ἐφεσίῳ καὶ Πανυάσιδι τῷ Ἁλικαρνασσεῖ γνωριμωτάτοις ἀνδράσι καὶ ἐλλογίμοις . |
ἐξέφερον , τότε νῶϊ βιήσατο μισθὸν ἅπαντα Λαομέδων ἔκπαγλος , ἀπειλήσας δ ' ἀπέπεμπε . σὺν μὲν ὅ γ ' | ||
? αὐτοῖς [ ] τὸν μισθόν [ , ἀλλὰ καὶ ἀπειλήσας ] | [ ] ἐξέβαλεν ” : καὶ λόγον |
ἵνα μὴ Δᾶμίς γε πύθηται . Τί φής , ὦ ἱερόσυλε Δᾶμι , θεοὺς μὴ εἶναι μηδὲ προνοεῖν τῶν ἀνθρώπων | ||
καὶ σύ με ; προπετῶς ἀπάγω τὴν θυγατέρ ' , ἱερόσυλε γραῦ ; ἀλλ ' ἦ περιμένω καταφαγεῖν τὴν προῖκά |
Ὑρκανίους καὶ τοὺς ἀμφὶ Τιγράνην : καὶ οἱ Πέρσαι δὲ ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἤδη δέ τινες τῶν προσχώρων καὶ ἵππους | ||
. οἱ δὲ Λακωνικοὶ φρουροὶ ἐν τῷ ἡμίσει τοῦ Ὠιδείου ἐξωπλισμένοι ἦσαν : ἦν δὲ ταῦτα ἀρεστὰ καὶ τῶν πολιτῶν |
σχίνου κεφαλὴν κατορύττειν . Τραπόμενον εἰς τοὔψον λαβεῖν ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . Ἤδη παροινεῖς ἢ ' μὲ πρὶν | ||
Μαρωνίᾳ τ ' ἐνὶ μέσσῃ . Ἀριστοφάνης : ὀσμύλια καὶ μαινίδια καὶ σηπίδια . Θεόπομπος : ἔντραγε τὴν σηπίαν τηνδὶ |
, ὧν ἡ ἀντίδοσις οὐχ ἕξει αἰτίαν . Τῷ μὲν Λυκίῳ Γλαύκῳ χρυσὸν δόντι καὶ λαβόντι χαλκόν , καὶ ἑκατόμβοι | ||
, ἐν Πειραιεῖ , ἐν ὁδῷ ὑπὸ πλατάνῳ , ἐν Λυκίῳ . Καὶ τὰ μὲν ἄλλα ἅπαντα ἀποποιεῖται εἰδέναι , |
: ἢ τοὺς θύοντας , ἵνα αἰτήσαντες λάβωσί τι . κρίνεσι στεφανοῖς : τουτέστιν αἱ λοιδορίαι αἱ παρὰ σοῦ στέφανοί | ||
τινὲς δέ φασι μεταπλασμὸν αὐτὸν εἶναι . μεταπλασμὸς τὸ ” κρίνεσι “ : κρίνοις γὰρ ἔδει . κρίνεσι ] ἡ |
νέα συκίδια τἄλλα θ ' ὁπός ' ἐστὶ φυτὰ προσγελάσεται λαβόντ ' ἄσμενα . Ἀλλὰ ποῦ ποτ ' ἦν ἀφ | ||
τὸ πράττειν οὕτω καὶ σκόπει . Ἐὰν τροφὴν δοὺς τὸν λαβόντ ' ὀνειδίσῃς , ἀψινθίῳ κατέπασας ἀττικὸν μέλι . Εἰ |
, ψῦχε : μάλασσε δὲ χερσὶν ἐπὶ πολύ , καὶ πλάσσε μαζία καὶ ἔα βρέχεσθαι ψυχρῷ ὅλην τὴν νύκτα , | ||
ἀγρίου ⋖ γ , ὀροβίνου ἀλεύρου ⋖ ιϚ . οἴνῳ πλάσσε τροχίσκους καὶ δίδου τριώβολον μετ ' οἴνου . Ἔμπλαστρος |
ὡς τοὺς ὑπὸ ζυγῷ ζυγίους . τὸν δὲ μαστιγίαν Ἀριστοφάνης νωτοπλῆγα ἐκάλεσεν . περὶ δὲ τοῖς νώτοις ἑπτὰ τραχύτητες ἀνεστᾶσιν | ||
βόεια νοστήσω κρέα , ἀνὴρ γέρων , ἀνόδοντος ; Καὶ νωτοπλῆγα μὴ ταχέως διακονεῖν . Τοῖς δὲ κριταῖς τοῖς νυνὶ |
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
ἐφέταις , ἤτοι τοξόταις καὶ ἡγεμόσι , τοῖς ἀπὸ τῆς χρυσονόμου γενεᾶς , ὀχυροῖς , στυφέλοις καὶ σκληροῖς ὁ ἰσόθεος | ||
* ταρακτικοῖς ἢ σκληροῖς . ἐφέταις ] * τοξόταις . χρυσονόμου ] * πλουσιωτάτης : τοιοῦτοι γὰρ οἱ Πέρσαι . |
: ἐπὶ τῶν ταχέως καὶ ὀξέως ὀφειλόντων ἕκαστα πράττειν . Ἀντιπελαργεῖν : ἀντιδιδόναι χάριτας . λέγεται γὰρ τοὺς πελαργοὺς γεγηρακότας | ||
εὐηργέτησαν πρότερον . Ἀνέμου παιδίον : ἐπὶ τῶν εὐμεταβόλων . Ἀντιπελαργεῖν : ἐπὶ τῶν χάριτας ἀνταποδιδόντων . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς |
Δείναρχος κατὰ Κηφισοκλέους . Ἀπίλλειν : Λυσίας ἐν τῇ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος , ” ἀποκλείειν “ νομίζεται . | ||
ἅπερ ἀπείρηται λέγειν εἰς ἀλλήλους δεδήλωκε Λυσίας ἐν τῷ κατὰ Θεομνήστου , εἰ γνήσιος ὁ λόγος . Ἀπορώτατος : ἀντὶ |
ἐνεψήσας εἰς ἐλαίου γο . γʹ . δίδου ἅμα καὶ διάκλυζε . ἄλλο . πήγανον ὁμοίως ἐνεψήσας ἴσῳ ἐλαίῳ , | ||
ἐλαίου τήξας εἰς ὀθόνιον κατάπλασσε . Ὕδατι ἢ γάλακτι ἐγχυματίζων διάκλυζε ἢ μέλιτι ἢ ἐλαίῳ ἔγχριε , ὥστε δάκρυον ἐκκριθῆναι |
εἰσαγομένων ἐπιστολῶν εἶναι ἐπισκόπησιν , πρὸς οὓς οἰσθήσεται πρότερον . Ὅπλα οἷς ἐστιν ἑνὸς πλείω ἀπογράφεσθαι , καὶ ἐξάγειν μηδένα | ||
ἂν καὶ ὠμῶν ἐσθίειν αὐτῶν . πάλιν οὖν ἐρωτώντων : Ὅπλα δὲ πόθεν ἔφασαν λήψεσθαι ; τὸν δ ' εἰπεῖν |
συμβαλὼν χαίρω : σὺ μᾶλλον ἢ γὺψ ἢ κόραξ με δειπνήσεις . χάριν δέ μοι δὸς ἀβλαβῆ τὲ καὶ κούφην | ||
ἄρχειν ; Οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν . Οὔποτε δειπνήσεις ἔτι τοῦ λοιποῦ ' ν πρυτανείῳ , οὐδ ' |
περίκυκλον . ἀμφιπεδήσας : περιγράψας , δεσμεύσας , περιδεσμήσας , δεσμήσας καὶ στήσας αὐτήν φησι διὰ τὸ μὴ ἐπηρεάζειν τῇ | ||
Εὐμάρας ἐκάθηρεν : ὅτε δὲ ὁ Εὐμάρας ὁ σὸς δεσπότης δεσμήσας σε ἐμαστίγωσεν , ἀκριβῶς ἐπίσταμαι . γράφεται ὅκα μάν |
Ἥρᾳ παρακοιμίζει αὐτῷ , καὶ ὕστερον ποιήσας τετράκνημον τροχὸν καὶ δεσμεύσας αὐτὸν τιμωρεῖται . εὐνομία ἡ δικαιοσύνη καὶ ἡ καλοπραγία | ||
τήνδε τὴν δωρεὰν , ἤτοι τὸ ἀναδιδάξαι με τίς ὁ δεσμεύσας σε ἐν τῷ Καυκάσῳ ; τὸ δὲ δωρεὰν ἐπὶ |
μετὰ τῶν ἄλλων πόλεων παραδίδωσι . . αὐτὸς δ ' ἠπείλησεν ἅμ ' ἠοῖ φαινομένηφιν νῆας ἐυσσέλμους ἅλαδ ' ἑλκέμεν | ||
τοὺς Μιλησίους κλονεῖν , ἀλλὰ μὴ Νικίαν ταράσσειν , ὅπερ ἠπείλησεν ὁ ἀλλαντοπώλης . ἐν Μιλήτῳ δὲ τῆς Ἀσίας μέγιστοι |
σίδηρον καυστείρης θαλφθεῖσαν ὑπὸ στέρνοισι καμίνου . ἄλλοτε φορβάδος αἰγὸς ἐνίπλειον δέρος οἴνης χραισμήσει τημοῦτος ἐπὴν σφυρὸν ἢ χέρα κόψῃ | ||
εἶθαρ χρυσείηι προχόωι κήρυκ ' ἀθανάτοισι φέρειν μέλανος οἴνοιο ἀσκὸν ἐνίπλειον κελέβειόν θ ' ὅττι φέριστον οἷσιν ἐνὶ μεγάροις κεῖται |
τῆς ΑΚ . καὶ ἔστιν ὁμοῖον τὸ ΑΗΚ τρίγωνον τῷ ΛΘΔ τριγώνῳ : μείζων ἄρα καὶ ἡ ΘΔ τῆς ΗΚ | ||
ὑπὸ ΔΛΘ ἴση , ὅμοιον ἄρα τὸ ΔΗΒ τρίγωνον τῷ ΛΘΔ . ὡς ἄρα ἡ ΗΔ πρὸς ΔΘ , ἡ |
' ἐν Ἀποκοπτομένῃ : οὐ συμποσίαρχος ἦν γάρ , ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας , κυάθους προπίνων εἴκοσιν . Διόδωρος δ | ||
τῇ τετάρτῃ : ἡμέας ἔχει φόβος τε καὶ δέος . δήμιος καὶ δημόκοινος διαφέρει . δήμιος μὲν γάρ ἐστιν ὁ |