τι ἐψιθύριζεν , ἐπιπολῆς ψαύουσά μου τῶν χειλέων . κἀγὼ κατεφίλουν σιωπῇ , κλέπτων τῶν φιλημάτων τὸν ψόφον , ἡ | ||
, οἱ δὲ ἄνθρωποι , μηκέτι ἔχοντες Καλλιρόην ὁρᾶν , κατεφίλουν τὸν δίφρον . βασιλεὺς δὲ ὡς ἤκουσεν ἀφῖχθαι Διονύσιον |
φιλόσοφος τῇ αὔριον μέλλει γυναικὶ συζευχθῆναι . “ ὁ δὲ δρομαίως ἀναβὰς ἀπήγγειλε ταῦτα τῇ τοῦ Ξάνθου γυναικί . ἡ | ||
μέσῳ κείμενον , εἰσελθοῦσα διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἀραμένη τοῦτο δρομαίως ᾤχετο . οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὴν καὶ ἀναστῆναι μὴ |
ἐΰπλεκτόν τε ποδάγρην , ἅμματά τε στάλικάς τε πολύγληνόν τε σαγήνην . Ἵππους δ ' εἰς θήρην μέγα κυδήεντας ἀγέσθων | ||
παρετήρει τὰ ὑπ ' αὐτῶν γινόμενα . καὶ δὴ τὴν σαγήνην ἐάσαντες μικρὸν ὑπεχώρησαν τοῦ φαγεῖν , καταβὰς δὲ αὐτὸς |
ἐσημάνθη οἷς εἴρητο οὓς ἔδει ἀποκτεῖναι , σπασάμενοι τὰ ξίφη ἔπαιον τὸν μέν τινα συνεστηκότα ἐν κύκλῳ , τὸν δὲ | ||
εἰσιέναι τῶν μὴ τετιμημένων : μαστιγοφόροι δὲ καθέστασαν , οἳ ἔπαιον εἴ τις ἐνοχλοίη . ἕστασαν δὲ πρῶτον μὲν τῶν |
μὲν πολίτας σφίσι παίουσιν ἐς θάνατον , τοὺς δὲ ξένους ἡσυχῆ καὶ ὅσον παρασχεῖν ὀδαξησμόν , ἐμοὶ δοκεῖν τοῦ Ξενίου | ||
ὕδατα ἔχουσα τὰ μὲν πολλὰ ἁλυκὰ , ἓν δ ' ἡσυχῆ μὲν ὑπόπλατυ , τῇ δὲ χρείᾳ ὑγιεινὸν καὶ ψυχρὸν |
γὰρ αἰτῶν , οὐδὲ λοπάδ ' αἰτούμενος βάκηλος εἶ κιγκλισμός παρυφές πόσθων τοῦτον εὐτυχέστατον λέγω , ὅστις θεωρήσας ἀλύπως , | ||
ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , |
ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε , καθεζόμενός τε ἔκλαιε . Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου , τί τὸ | ||
λυπεῖν τὸν ἀδελφὸν δακρύοις : ἄλλως : σεαυτὴν ἀποκάλυπτε : ἔκλαιε γὰρ κρᾶτα θεῖς ' εἴσω πέπλων [ ] : |
τοῦθ ' , ὅτι νῶϊν ἀνήκεστος χόλος ἔσται . ” ἀνέκραγον ἀνεφώνουν : “ ἀλλ ' ἐπεὶ οὖν τὸ πρῶτον | ||
τῆς ὀργῆς αὐτῶν : καὶ τοὺς ἀνθρώπους εὐθὺς ἐξέπληττον οἷς ἀνέκραγον ὥστε οἱ μὲν αὐτῶν περιτρέχοντες ἐδέοντο , οἱ δὲ |
κλεῖν ἐφέλκεται . κἀγὼ τούτων οὐδὲν ἐνθυμούμενος οὐδ ' ὑπονοῶν ἐκάθευδον ἄσμενος , ἥκων ἐξ ἀγροῦ . ἐπειδὴ δὲ ἦν | ||
' ἐπεποιήκειν αὐτό , παραγαγὼν τὸν στροφέα παρεισῆλθον ἀψοφητί . ἐκάθευδον δὲ πάντες , εἶτα ἐπαφώμενος τοῦ τοίχου ἐφίσταμαι τῇ |
[ ] ? ? . φίλος μὲν ἦσθα κἀπ ' ἔριφον κάλην καὶ χοῖρον : οὔτω τοῦτο νομίσδεται . . | ||
Θάσια τέτταρα , μύρον , στεφάνους , τραγήματ ' , ἔριφον , ταινίας , ὄψον , μάγειρον , τὰ μετὰ |
σιαγόσι . σχήσει δὲ πῶς ; τὸ ἴχνος ἐμπλέξας τοῖς λύγοις . λύγους δὲ νῦν εἶπε τῆς ἀμπέλου τὰ κλήματα | ||
τυφλοῖ . ὕστερον δὲ αὐτοὶ σώζονται δε - θέντες ἐν λύγοις ὑπὸ ταῖς κοιλίαις τῶν προβάτων . * μονογλήνου τοῦ |
τρίτην μισθόν , τὰ ὐπέρθυρ ' ὀπτά . δεῦρο , Μυρτάλη , καὶ σύ : δεῖξον σεωυτὴν πᾶσι : μηδέν | ||
, μὴ πάντα δέ . Νῦν με ἀποκλείεις , ὦ Μυρτάλη , νῦν , ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ , |
οὔτ ' ἐκεῖ οὔτ ' ἐνθάδε δεῖ ξενίζεσθαι . ὅτι ἐνδυσάμενος καὶ ἐλθὼν εἰς τὰς γυναῖκας κατάδηλος ἐγενόμην . τὸ | ||
' ἐξοχῶν καὶ πετρῶν εὑρισκόμεναι τῇδε κἀκεῖσε , ὁ ἁλιεὺς ἐνδυσάμενος δέρμα αἴγειον τοῖς κροτάφοις ἑαυτοῦ ἐμβάλλει κέρατα , εἰκόνα |
δὲ ὀλίγων ὑπαρχόντων οὐ μόνον μεταδιδοὺς ἑτέροις , ἀλλὰ καὶ ῥίπτων φανήσομαι πολλάκις . ἡδονὴν δὲ ποίαν ἐθηρώμην , ὁπότε | ||
τοῖς τῶν κογχυλίων σαρκιδίοις , τὰ ὄστρακα ἐκτὸς τῶν θαλαμῶν ῥίπτων : ὅθεν διαγινώσκουσιν οἱ θηρεύοντες . ὀχεύει δὲ συμπλεκόμενος |
παρηγορεῖν ἀνιαρῶς ἔχοντα . περὶ δὲ πρώτην νυκτὸς φυλακὴν πάντας ἐπιτηρήσας καθεύδοντας πρόειμι τὸ ξίφος ἔχων , ἐπικατασφάξων ἐμαυτὸν τῇ | ||
τις τὴν θρυαλλίδα ἡμμένην εἰσπέμψειεν ἂν εἰς τὰ νεώρια , ἐπιτηρήσας βορέαν πνέοντα , καὶ οὕτω καύσει τὰς ναῦς . |
: πέρπερος εἰσηγησάμην : ἔδειξα λογισμόν : διάνοιαν ἀπεδήδοκεν : κατέφαγεν μαμμάκυθοι : μωροί μελιτίδαι : μωροί μοχθηροτέρους : δυστυχεστάτους | ||
ἡ γῆ καὶ οὓς διεμερίσαντο τὰ θηρία , καὶ οὕσπερ κατέφαγεν τὸ πῦρ διὰ τοὺς ἐμοὺς λόγους : νῦν ἔγνωκα |
διέτριβον , τὰ δὲ τελευταῖα μονονουχὶ τοὺς παριόντας ἠρέμα καὶ πεφεισμένως κατὰ τῶν ἱματίων δάκνοντες εἶτα εἷλκον ἐπὶ τὸ πάθος | ||
ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀναγκαίοις ἀποτόμως τῷ λόγῳ χρώμενος , ἀλλὰ πεφεισμένως καὶ σχηματιζόμενος τὰ πρέποντα , ὁ δ ' ἀνδρὶ |
κολλὺς γὰρ ἡ θρὶξ ἡ ἐπὶ τοῦ ἄκρου , ἣν ἐφύλαττον ἀκούρευτον θεοῖς ἀνατιθέντες : καταχρηστικῶς καὶ ἐπὶ τοῦ ἀπογεγυμνωμένου | ||
στάσεως ἐπαύσαντο , τὰς δὲ αὑτῶν τάξεις ἀναλαβόντες τὸν χάρακα ἐφύλαττον . Παυσίστρατος , ναύαρχος Ῥοδίων , παρήγγειλεν ἀριθμὸν καὶ |
γῆν κάτω αὐτοῖς πτεροῖς . Φασὶν δὲ καὶ Καρχηδόνιον νεανίαν ἀγρεῦσαι λέοντα ἄρτι ἐκ γάλακτος , καὶ ἡμερῶσαι τοῦτον παρανόμῳ | ||
ὅ τι λέγοιεν . οἱ δέ φασιν ἐν ἁλείᾳ μὲν ἀγρεῦσαι μηδέν , ἐφθειρίσθαι δέ , καὶ τῶν φθειρῶν οὓς |
σὲ τοῦ πάθους : βλάπτεσθαι γὰρ ἐκ τοῦ τοιοῦδε τὸν ἀρρωστοῦντα . ὡς δ ' ἠρρώστεις παῖδες ἔλεγον ἰατρῶν . | ||
ἐνομίζετο , ὥσπερ τὸν λέοντα , ὃν ἐποίησεν Αἴσωπος , ἀρρωστοῦντα ἐν τῷ σπηλαίῳ ἡ κερδὼ ἐρεσχελεῖ εἰσιόντων τὰ ἴχνη |
φησί . : ἀπέδιλος ] Γείτονες ἄζωστοι ἔκιον . : ὄχῳ πτερωτῷ ] Ταῖς πτέρυξιν δι ' ὧν ἐπωχοῦντο οἱ | ||
δ ' ἀπέδιλος ] ἦλθον δὲ καὶ ὥρμησα , ἁπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ , ἤγουν τῇ δι ' ἀέρος πτήσει . |
τὸ ξίφος . ἔθαψάν τε ἐκείνους αὐτόθι σεμνῶς τε καὶ σοβαρῶς ἐπιστήματα ἐπέστησαν . νεανία ἤστην , ὃ μὲν ἤδη | ||
. τῇ πέμπτῃ δὲ ὁ Δομίτιος ἐξέτασσεν αὖθις καὶ ἐπέβαινε σοβαρῶς . οὐκ ἀντεπιόντος δὲ τοῦ Ἀντιόχου τότε μὲν ἐγγυτέρω |
δέ , εἴ τι μέρος οἱ βάρβαροι τῆς ἀφῃρημένης λείας παρέφερον , ἀδοκήτως αὐτοῖς ἐπέθετο καὶ πολλοὺς διαφθείρας ἔλαβε τὴν | ||
τῶν ἐληλυθότων μετ ' αὐτῆς : ἄλλαι δὲ μυριάδες ἀνδρῶν παρέφερον λίθους , οἱ μὲν ἐκ τοῦ βυθοῦ , οἱ |
φαρμάκων ] θεραπευμάτων . παιωνίων ] θεραπευτικῶν . κέαντες ] καύσαντες . τεμόντες ] ἐν ξυρῶι . εὐφρόνως ] εὐτέχνως | ||
τὰ οὖλα καὶ ὀδόντας λευκαίνουσι καὶ στεροῦσι , γῆν ἐρετριάδα καύσαντες καὶ λειώσαντες χρῶνται : λευκαίνει τοῦτο τοὺς ὀδόντας σφόδρα |
' ἑκάστην ἡμέραν . Στέλλεται : πλέει , πορεύεται , ἀγρεύεται . ἀνίησιν : ἀφίησιν . Δεῖπνα : τροφάς . | ||
ἕρπων ἐσθίει τὰς ῥίζας τῶν φυτῶν καὶ ξηραίνει αὐτά . ἀγρεύεται δὲ δόλῳ καὶ παγίσι . λέγεται δὲ εἶναι Φινεὺς |
οἶκον φίλον προσλαβεῖν ἀγαθόν τι μέγα : περισπούδαστος δὲ καὶ Χλόη , καλὴ καὶ ὡραία κόρη καὶ πάντα ἀγαθή : | ||
φανερῶς ἐπὶ τὴν δρῦν , ἐν ᾗ ἐκαθέζετο Δάφνις καὶ Χλόη , παραγίνεται καὶ ἀκριβῶς μιμησαμένη τὴν τεταραγμένην , σῶσόν |
διωλύγιον , καὶ δάκρυα ἐξέρρεον ? [ ] ἀθρόα : κατερρήξατό τε τὸν χιτῶνα ? ? . ἐπεμελεῖτο δὲ ὁ | ||
διωλύγιον , καὶ δάκρυα ἐξέρρεον ? [ ] ἀθρόα : κατερρήξατό τε τὸν χιτῶνα ? ? . ἐπεμελεῖτο δὲ ὁ |
, ὁ δὲ καταχεῖ μέλος τῆς σύριγγος , ἄλλος δρεπάνῃ κείρει τὰ δράγματα , ἕτερος ἀρότρῳ χρυσέῳ ἐργάζεται , οὗ | ||
, ᾧ δὴ πολλὰ περὶ ῥόπαλ ' ἀμφὶς ἐάγῃ , κείρει τ ' εἰσελθὼν βαθὺ λήϊον : οἳ δέ τε |
: ὑποκάτω αὐτῶν κάπνισον λαγοῦ κεφαλήν . ζ . ψυχρὰ τρώγοντα κατακαίεσθαι : σκίλλαν εἰς ὕδωρ χλιαρὸν βρέξας δὸς αὐτῶι | ||
γάρ , φαγόντα κόνυζαν , ἀποθνήσκει δίψῃ κατασχεθέντα . Ἄνθρωπον τρώγοντα βουλόμενοι σημῆναι , κροκόδειλον ζωγραφοῦσιν , ἔχοντα τὸ στόμα |
τῶν προβάτων ἀγέλην κράτιστος νέμειν ; τί ὄνομα αὐτῷ ; Ποιμήν . Οἱ τοῦ ποιμένος ἄρα νόμοι ἄριστοι τοῖς προβάτοις | ||
ἔστι δὲ καὶ χωρίον Κυζίκου . τὸ ἐθνικὸν ὁμοίως . Ποιμήν , ὄρος τῆς Ποντικῆς , ἀφ ' οὗ καταρρεῖ |
πότνια μήτηρ ὄσσε καθαιρήσουσι θανόντι περ , ἀλλ ' οἰωνοὶ ὠμησταὶ ἐρύουσι , περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες . αὐτὰρ ἔμ | ||
φωλεόν . οἳ δ ' αὖ προγεννήτειραν : οἱ δὲ ὠμησταὶ Ἕλληνες τοῖς βύκταις καὶ τοῖς ἀνέμοις θυσιάσουσι τὴν Ἰφιγένειαν |
παροινίας μαρτυρόμενοι καὶ τῷ νυμφοστολήσαντι κακῶς ἐπαρώμενοι , ἐσύστερον δὲ κλαίοντες τρόπον τινὰ καὶ πηδῶντες ἀκάθεκτα ταῖς ἀντικειμέναις πέτραις τὰς | ||
τῷ αἰγιαλῷ τῷ δεχομένῳ τὰ κύματα ἐφιλοκαλοῦμεν τοὺς ἵππους , κλαίοντες ἐπὶ τῇ φήμῃ τῆς ἐξορίας τοῦ Ἱππολύτου : ψήκτραισιν |
ἔλαφον δ ' Ἀχαιῶν χερσὶν ἐνθήσω φίλαις κεροῦσσαν , ἣν σφάζοντες αὐχήσουσι σὴν σφάζειν θυγατέρα ὦ θερμόβουλον σπλάγχνον διαβάλλω δείξας | ||
. σάκος ἀπὸ τοῦ Σάκοι ἔθνους . θιγγάνοντες ] αὐτοχείρως σφάζοντες . θιγγάνοντες ] ἁπτόμενοι . θιγγάνοντες ] προσψαύοντες . |
: καὶ Ὅμηρος : ἄχρις ἀπηλοίησεν , ἀντὶ τοῦ ἀκριβῶς ἀπέκοψεν . ἄχρι δὲ χωρὶς τοῦ σ χρονικὸν ἐπίρρημα . | ||
ἐκεῖ Κρόνον τὸ δρέπανον ἀποκρύψαι , ᾧ τὰ τοῦ πατρὸς ἀπέκοψεν αἰδοῖα . Νίκανδρος ἐν τῷ ηʹ Σικελίας „ καί |
τοῦ σώματος συνταράττεται καὶ διαλύεται : ἢ γὰρ ἐπιθέμενον θηρίον διεσπάραξεν ἢ λίθος ἐμπεσὼν ἐπάταξεν : ἐνίοτε δὲ πολλὰ πεπωκὼς | ||
θανάτου . φασὶ γὰρ ὅτι λύσαντος τοῦ Οἰδίποδος τὸ αἴνιγμα διεσπάραξεν ἑαυτὴν ἡ Σφίγξ : ἐξότε : ἀσαφοῦς : ξυνετὸν |
ἀνέσταν : ἡ διπλῆ ὅτι ἥμονες οἱ ἀκοντισταὶ ἀπὸ τοῦ ἱέναι . τινὲς δὲ ἀνέγνωσαν ῥήμονες , οἰόμενοι τοὺς ῥήτορας | ||
δρόμῳ , ὥστε μὴ ἐφορᾶν ἔτι αὐτόν , τὰς σκύλακας ἱέναι . ἐὰν γὰρ ὁμόθεν καλὰς τὰ εἴδη οὔσας καὶ |
ἐπιφέρει δὲ καὶ τὸ τὰ ἔρια ξαίνει κείρειν : ταὐτὸ πέξαι καὶ ὁ πόκος . δηλοῖ δὲ καὶ τὸ καταξάνασα | ||
: ἐπὶ τῶν ἀνυπόστατα ζητούντων . Παρόσον τὴν ὄνον οὔτε πέξαι τὶς δύναται οὔτε κεῖραι . Λέγεται δὲ καὶ Ὄνον |
, διέβη τε παρὰ δόξαν πεζῇ τὸν Εὐφράτην , καὶ προσῆγε τὸν στρατὸν τῇ πόλει , ἐν ᾗ τάς τε | ||
πολὺ κρατίστη τῶν ἄλλων ἔσται πολιτειῶν . ἐπαρθεὶς δὲ τούτοις προσῆγε τοὺς ἀρίστους καὶ συνεφάπτεσθαι παρεκάλει , κρύφα διαλεγόμενος τοῖς |
τὰ πρέμνα εἰς κορμοὺς μείζονας , ἐπιτιθέασι τῷ βόθρῳ τοὺς κορμοὺς ἔχοντας τὸν φλοιὸν ἄνω , καὶ προσχώσαντες τῇ γῇ | ||
θανοῦσαν ἐκ χερῶν φύλλοις ἔβαλλον , οἱ δὲ πληροῦσιν πυρὰν κορμοὺς φέροντες πευκίνους , ὁ δ ' οὐ φέρων πρὸς |
ῥαιδίως ἄνευ πόνου . οὐδέ σου συνῆψε χεῖρας δεσμίοισιν ἐν βρόχοις ; ταῦτα καὶ καθύβρις ' αὐτόν , ὅτι με | ||
ὑπεμπίμπραται καὶ τῶν ἐθάδων διατριβῶν , ἀμέλει καὶ εἴ ποτε βρόχοις ἁλῷ καὶ εἰς χῶρον ἕτερον ἀπενεχθῇ πρὸς τῶν ἀγρευτῶν |
τρίβειν τοὺς ὀδόντας τοὺς ἀλλοτρίους καί τι τῶν ἀναγκαίων ποιήσαντα ἀπονίζειν ἐκεῖνα τὰ μέρη . τῷ ὄντι θαυμαστόν ἐστι φιλεῖν | ||
λυχνοῦχον ἔκφερ ' ἐνθεὶς τὸν λύχνον . νυνὶ δ ' ἀπονίζειν τὴν κύλικα δός τ ' ἐμπιεῖν : ἔγχει δ |
σημείων κατέκρυψεν . ὁρᾷς γὰρ ὡς τῶν λέξεων τὰ πρῶτα ἐχάραξεν γράμματα : λέγει γὰρ Α ἀποβάς , Β βήματα | ||
χροιῆς γλαυκῶν φοινίσσοντο λίθων ἑλίκεσσιν ὀπωπαί . ἀργυφέους δ ' ἐχάραξεν ἐπὶ γναθμοῖσιν ὀδόντας ἄκρα δακεῖν σπεύδοντας ἐυστρέπτοιο χαλινοῦ : |
ἐν ταῖς τέχναις , οὐδὲ ἐν τοῖς σπέρμασι χωλεία . Ποδῶν δὲ χωλεία ἡ δὴ ἐν τῇ γενέσει οὐ κρατήσαντος | ||
Ἀπήμων ] Ἀπαθής . Σοφοῖς ] Ἤγουν τοῖς ποιηταῖς . Ποδῶν ἀρετᾷ ] Ταχυτῆτι . Τυχόντα ] Μετασχόντα . Βρότεον |
τὴν Περσικὴν ἐνεδύετο στολήν . ὁ δὲ Σικελίας τύραννος Διονύσιος ξυστίδα καὶ χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ περόνῃ μετελάμβανε τραγικόν . Ἀλέξανδρος | ||
οἱ ἁ μεγάλοιτος ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα κἀμφιστειλαμένα τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας . φράζεό μευ τὸν ἔρωθ ' ὅθεν |
γὰρ τὸ τὴν δυσχέρειαν παρέχον δυσκατέργαστον ὄν , μετὰ ταῦτα κόπτουσιν ἐν τῷ ὅλμῳ καὶ διαττήσαντες λεπτὰ ἐπιπάττοντες ἐφ ' | ||
τρόπον , οἷον ἐπὶ τῶν γαμούντων ὅτι σήσαμον ἢ κριθὰς κόπτουσιν οἰωνιζόμενοι , ἐπεὶ πολύγονά ἐστι . κατ ' ἐναντίον |
Χλόη μὲν εἰς τὴν ὕλην ὡς εἰς ἕλος κρύπτεται , Δάφνις δὲ λαβὼν τὴν Φιλητᾶ σύριγγα τὴν μεγάλην ἐσύρισε γοερὸν | ||
' ἄναλλα γένοιτο , καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι , Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει , καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι , |
παρήγγελλεν ἀπέτρεψαν , ἔκτεινε πάντας : ἐν δὲ ἱερῷ πυρὰν νήσας καὶ κλίνην ἐπιθεὶς ἐπὶ τῇ πυρᾷ , παρευωχήθη σὺν | ||
κρύψει τὸν Εὐρυπύλου νεκρὸν σωρηδὸν ἐπ ' αὐτῷ τοὺς νεκροὺς νήσας . ιαʹ . Ἡ διεκπαίουσα τοῦ ποταμοῦ ναῦς ὑπὸ |
τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , | ||
, ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , |
ὅπως ἂν ἀποδῶ μηδενί . ἴθι νυν καλύπτου , καὶ σχάσας τὴν φροντίδα λεπτὴν κατὰ μικρὸν περιφρόνει τὰ πράγματα ὀρθῶς | ||
ὁδὸς ἐπὶ τὰ σαφῶς ἔχοντα ἄγει σε * . μηρίνθου σχάσας ἀντιστρόφως εἴρηκεν : ἔδει γὰρ εἰπεῖν ἐγὼ δ ' |
τὴν ψυχήν τε τῇ ὄψει προσαφιᾶσι καὶ κατατήκονται πρὸς τῷ θεάματι , τὰ σύμβολα τοῦ κάλλους μᾶλλον ἢ τὸ κάλλος | ||
συνεχεῖ τῆς θέας , ἀλλὰ τὴν ὄψιν αὐτοῦ συγκεράσαιτο τῷ θεάματι , ὥστε ἐν αὐτῷ ἤδη τὸ ὁρατὸν πρότερον ὄψιν |
. ” Ταῦτα φιλοσοφήσασα ἔλυε τὰ δεσμὰ καὶ τὰς χεῖρας κατεφίλει καὶ τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τῇ καρδίᾳ προσέφερε καὶ εἶπεν | ||
Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν κατεφίλει . Οἱ δὲ παρ ' ἐλπίδα ἰδόντες τοσοῦτον ἀργύριον |
τῆς μὲν πεδιάδος γῆς ἐκχωρήσαντες τὴν ἐκ τῆς ἐργασίας κακοπάθειαν ἐξέκλιναν , τὴν δ ' ὀρεινὴν νεμόμενοι καὶ βίον ἔχοντες | ||
ἔδεισαν , μὴ κυκλωθεῖεν , καὶ ἐς Φουλκίνιόν τι χωρίον ἐξέκλιναν , ἑξήκοντα καὶ ἑκατὸν σταδίους τῆς Περυσίας διεστηκός : |
συλλαβὴ λύει τὴν αἰτίαν , ἵνα ᾖ : τῆνον ἂν ἔκλαυσεν , εἰ ἐν Σικελίᾳ λέων ἦν . πολλαί οἱ | ||
καὶ αὐτὸς σφόδρα : καὶ Μιχαὴλ ἰδὼν αὐτοὺς κλαίοντας , ἔκλαυσεν καὶ αὐτός : καὶ ἔπεσαν τὰ δάκρυα Μιχαὴλ ἐπὶ |
Ἀταλάντης γόνος τυφὼς πύλαισιν ὥς τις ἐμπεσὼν βοᾶι πῦρ καὶ δικέλλας , ὡς κατασκάψων πόλιν : ἀλλ ' ἔσχε μαργῶντ | ||
' αὐτὸ μηδὲ κοῖλα σκεύη φέρειν , πελέκεις δὲ καὶ δικέλλας , ἵν ' ἐκκόψαντες γυμνόν τε σκεύους ἀράμενοι τὸ |
καί μοί τινες ἀπειλοῖεν , εἴ που λήψονταί με , διαφθερεῖν . μηχανῶμαι δή τινα τοιάνδε σωτηρίαν . πέμπω παρ | ||
πολλῶν γυναικῶν , αἳ τοὺς ἄνδρας ἤλπιζον ἐν τῇ ἐπαναστάσει διαφθερεῖν , συνώμνυτό τισιν ἀπὸ τῆς βουλῆς καὶ τῶν καλουμένων |
ψάμμου μαλθακῆς . Ἐν τῷδε τῷ ἀγρῷ νέμων αἰπόλος , Λάμων τοὔνομα , παιδίον εὗρεν ὑπὸ μιᾶς τῶν αἰγῶν τρεφόμενον | ||
αἵδε ὑμῖν τρισχίλιαι . Μόνον ἴστω τοῦτο μηδείς , μὴ Λάμων αὐτὸς οὑμὸς πατήρ . Ἅμα τε ἐδίδου καὶ περιβαλὼν |
παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον . τὰ μέγιστα δ ' οὐκ εἴρηκα τούτων . | ||
παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , ἔγκυκλον , κομμώτριον , ἕτερα θ ' ὅς ' οὐδεὶς μνημονεύσειέν ποτε |
ἦν καὶ τερπνόν ; ὅτι μὲν δρακόντων ἦν ἔφοδος καὶ νεογνὰ τὰ βρέφη δύο εἶδε καὶ ἐδυσφόρει μήποτε ἀπόλωνται . | ||
νέων τὴν βληχὴν ἔθηκεν . ὥσπερ , φησί , τὰ νεογνὰ οὐδέπω τὴν φωνὴν ἔναρθρον ἔχοντα ἀπαγόμενα πρὸς τῶν πολεμίων |
ὥρμησα ἀπέδιλος ] ἀνυπόδητος , γυμνοὺς ἔχουσα τοὺς πόδας ὄχῳ πτερωτῷ ] ἐν ἅρματι ἢ ἐν πτεροῖς : ὄχημα γὰρ | ||
τολμηρότερον ἐνταῦθα παρεῖναι : ἦλθον δὲ καὶ ὥρμησα ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ . διὰ τοῦτο δὲ δηλοῖ ὅτι σπουδαίως παρεγένοντο , |
καὶ Λευίς , διότι ἐφθόνουν οἱ ἐχθραίνοντες , καὶ ἦν Λευὶς ἐκ δεξιῶν Ἀσενὲθ καὶ Συμεὼν ἐξ εὐωνύμων . Καὶ | ||
. Καὶ ὡς ἔμελλε πατάξαι τὸν υἱὸν Φαραώ , ἔδραμε Λευὶς καὶ ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτοῦ καὶ εἶπε : μηδαμῶς |
ἀμύνουσι τὴν τῶν ῥινῶν ὕβριν . τιτρώσκουσι γὰρ αὐτοῦ τοὺς παίοντας δακτύλους , καὶ ἃ πεποίηκεν ἔπαθεν ἡ χείρ . | ||
' ἀπαρχόμενος κεφαλῆς τρίχας ἐν πυρὶ βάλλε . σκυτάλαις τε παίοντας τὰ μέτωπα τῶν ἱερείων καὶ τὰ πεσόντα θύοντας , |
' ἀμφορεαφόρος τις ἀποφορὰν φέρων . οὐχ ὁρᾶτε τὴν τροφὸν ζῶμ ' ἐνδεδυμένην ; ἔρχεται τἀληθὲς εἰς φῶς ἐνίοτ ' | ||
' , ὑπογράμματα , τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα παρυφές , ξυστίδα , |
ἀντὶ τοῦ μάρτυρα , οἷον συνθηκοφύλακα . . ἵπποις ὠκυπόδεσσιν ἐπέτρεχον : ὅτι τὰ ἅρματα ἐπέτρεχον καὶ οὐκ ἐπέτρεχεν . | ||
ἔτι ὑπήκοον ἐσβαλόντες Αὐλωνίαν τε εἷλον καὶ τὴν Βρυττίων γῆν ἐπέτρεχον καὶ Τάραντα , φρουρουμένην ὑπὸ Καρθάλωνος , ἐκ γῆς |
ξίφει ποῦ ποῦ φθεγγόμενος . Φιλομήλα μὲν δὴ Τηρεὺς ἦν βοῶσα τῷ φόβῳ , Πρόκνη δὲ τὸν Ἴτυν θρηνοῦσα Ἴτυ | ||
περιόντα καταλήψομαι , κτείνειν . ἧκεν εὐθὺς ἡ Φήμη πολλὴ βοῶσα τὸ προσδοκώμενον καὶ πάντα διηγουμένη , ὡς ἡ μὲν |
εἶδες , ὦ Νότε ; Τίνα ταύτην λέγεις , ὦ Ζέφυρε , τὴν πομπήν ; ἢ τίνες οἱ πέμποντες ἦσαν | ||
ἐμπεσόντες ἄλλο ἄλλος τοῦ πελάγους μέρος διεκυμαίνομεν . Ὦ μακάριε Ζέφυρε τῆς θέας : ἐγὼ δὲ γρῦπας καὶ ἐλέφαντας καὶ |
. ἀναλωθέντος δὲ τοῦ οἴνου , τὴν τρύγα βάλε εἰς κύθραν καινήν , καὶ περιχρίσας ὀπτήσας τε καὶ κόψας καὶ | ||
, καὶ διαστείλας τῷ πυρὶ καὶ ζέσας βάλλει εἰς τὴν κύθραν ἀντὶ τοῦ κλαπέντος . ὁ Ξάνθος , ὑποπτεύσας μὴ |
στίχος . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρόν ἐνθήσω , μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι | ||
πόντον . αὐτὰρ ἐγὼ σῖτον καὶ ὕδωρ καὶ οἶνον ἐρυθρὸν ἐνθήσω μενοεικέ ' , ἅ κέν τοι λιμὸν ἐρύκοι , |
Ταῦτα περὶ τῆς ἑβδόμης διαταξάμενος ταῖς νουμηνίαις φησὶ δεῖν θύειν ὁλόκαυτα δέκα τὰ σύμπαντα : μόσχους δύο , κριὸν ἕνα | ||
δέκα , ἄρνες δὲ δυοῖν δεόντων ἑκατόν , ἅπαντα ζῷα ὁλόκαυτα . προστέτακται δὲ καὶ τὴν ὀγδόην ἱερὰν νομίζειν , |
, πρῶτος δὲ διάφορα ἐς τοσοῦτο μέλη ἐπ ' αὐλοῖς ηὔλησε τοῖς αὐτοῖς . λέγεται δὲ ὡς καὶ τοῦ προσώπου | ||
ἢ μὴ πιέσας τὸ στόμα θρυλιγμὸν ἢ τὴν καλουμένην ἐκμέλειαν ηὔλησε . καίτοι γ ' εἴ τις κελεύσειε τὸν ἰδιώτην |
' αὐτῶν παιδιὰ τοῖς νέοις ἐξηύρηται : ἔντερον προβάτου μακρὸν καθιᾶσιν εἰς τὸ ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν | ||
ὅτι ὁρῶντες αὐτὰς ἕτεροι ἀθλίως ἑλκομένας δακρύων σταλαγμοὺς ἐξ ὀφθαλμῶν καθιᾶσιν . θαλαμηπόλων ] νέων νυμφῶν ἢ οἰκουρῶν : θάλαμος |
Ἑλλήνων ῥιφέντα φησί : δύστηνε , κρατὸς ὥς ς ' ἔκειρεν ἀθλίως τείχη πατρῷα , Λοξίου πυργώματα , ὃν πόλλ | ||
: Εὐχαριστῷ τῷ κουρεῖ μου , ὅτι οὐδέποτέ με δήσας ἔκειρεν . Κυμαῖος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἀποδημήσαντος εἰς βαρὺ ἔγκλημα |
κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν βαθύν , ψιμύθιον , | ||
οἱ κριταί , καὶ τῷ νικήσαντι μὴ ταινίας ἀλλὰ φιλήματα ἀναδήματα παρὰ τῶν κριτῶν γενέσθαι . ἐπεὶ δὲ ἐξέπεσον αἱ |
πρὸς ἕνα , τοῦ πάθους μὴ ἐπιμένοντος , ἀλλ ' ἐπιτηρῶν ἀνέσεις , ἐπιτάσεις , πληρώσεις , κενώσεις , αἰτίων | ||
δ ' ἐν ἱστορίᾳ διαμαρτάνουσι , τὰ τοιαῦτα ἂν εὕροις ἐπιτηρῶν , οἷα κἀμοὶ πολλάκις ἀκροωμένῳ ἔδοξεν , καὶ μάλιστα |
πρὸς τὸ ἔξω . Βλέφαρα , ὅτι τὸ βλέπειν ἐστὶ φάρη . ἢ παρὰ τὸ αἴρεσθαι αὐτὰ ἐν τῷ βλέπειν | ||
νοῦ κινήματα . Φωριαμός . ἡ κιβωτός . παρὰ τὰ φάρη . ἡ τῶν φαρῶν δεκτική . Φάτνη . παρὰ |
. καὶ ὁπότε δέ τις ἀσθενήσειε τῶν θεραπεύεσθαι ἐπικαιρίων , ἐπεσκόπει καὶ παρεῖχε πάντα ὅτου ἔδει . καὶ τοῖς ἰατροῖς | ||
τοὺς εὐθαρσεῖς τε καὶ μαχιμωτάτους ἀπέκρυπτε καὶ μεγίστην ἐνέδραν καταστησάμενος ἐπεσκόπει καὶ ἀνέμενε τὸν τοῦ ἔργου καιρόν . ἐπεὶ δὲ |
ὑψόσε θύων μορμύρων ἀφρῷ τε καὶ αἵματι καὶ νεκύεσσι . πορφύρεον δ ' ἄρα κῦμα διιπετέος ποταμοῖο ἵστατ ' ἀειρόμενον | ||
ταῦτ ' ἄρ ' ἀοιδὸς ἄειδε περικλυτός : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς πορφύρεον μέγα φᾶρος ἑλὼν χερσὶ στιβαρῇσι κὰκ κεφαλῆς εἴρυσσε , |
τετληόσιν , οἳ δ ' ἐνὶ σηκῷ ἀμφί σε λεπταλέοι γοερὸν περιμηκήσωνται ; τῶν μὲν ἀκηχεμένας ἐπιτέλλεο μητέρας αἶψα λούειν | ||
καὶ τὴν Ἠχὼ λόγος ἀντηχεῖν , ὁπότε φθέγγοιτο , καὶ γοερὸν μὲν στενάζοντι γοερὸν ἀντιπέμπειν μέλος , εὐπαθοῦντι δὲ ἀνταποδιδόναι |
τὰ ἔκγονα ἀλωπεκιδεῖς κέκληνται : αὐτὴν δὲ ἡ μήτηρ καὶ κερδὼ καὶ σκαφώρη καὶ σκινδαφός . τῶν δὲ ἀγρίων ὑῶν | ||
ἀγέλην . κακῶς οὖν ὑπὸ λιμοῦ διακείμενος ἔρχεται ἐπὶ τὴν κερδὼ καὶ ξυμμαχίαν ὁμολογοῦσι . τῇ δὲ ἄρα τοσοῦτον κακουργίας |
ἡσυχία δὲ ἦν ἀκριβής , περιλαβοῦσα ἡ Ἀνθία τὸν Ἁβροκόμην ἔκλαεν ἄνερ λέγουσα καὶ δέσποτα , ἀπείληφά σε πολλὴν γῆν | ||
ἠνιᾶτο ὥσπερ εἰκὸς ἐπὶ τούτοις ἡ Ἀσπασία καὶ ἀπελθοῦσα ἔξω ἔκλαεν : ἔχουσα δ ' ἐν τοῖς γόνασι κάτοπτρον καὶ |
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος | ||
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο . |
, ὅτιπερ ἄνευ θώρακος καὶ ἀσπίδος καὶ κνημῖδος καὶ κράνους ἑκηβόλοις τοῖς ὅπλοις διαχρώμενον , τοξεύμασιν ἢ ἀκοντίοις ἢ σφενδόναις | ||
ἔκγονος , ἐπίσημ ' ἔχων οἰκεῖον ἐν μέσωι σάκει , ἑκηβόλοις τόξοισιν Ἀταλάντην κάπρον χειρουμένην Αἰτωλόν . ἐς δὲ Προιτίδας |
ἄγειν παρήγγελλον : τοὺς δ ' ἀπειθοῦντας ταῖς ἐσχάταις τιμωρίαις περιέβαλλον . εἰ δέ τις τῶν ἐκ τῆς ἑταιρίας αὐτῶν | ||
, τῆς ἁρμονίας τῇ ᾠδῇ . καὶ γὰρ μετατραπέντες ἀλλήλους περιέβαλλον , ἠσπάζοντο δακρύοις . [ . . , . |
† , κισσὸς ὃν περιστεφὴς ἑλικτὸς εὐθὺς ἔτι βρέφος χλοηφόροισιν ἔρνεσιν κατασκίοισιν ὀλβίσας ἐνώτισεν , βάκχιον χόρευμα παρθένοισι Θηβαΐαισι καὶ | ||
δὲ περιέχον αὐτὴν ὕπαιθρον μυρρίναις καὶ δάφναις ἄλλοις τε ἐπιτηδείοις ἔρνεσιν ἐγεγόνει συνηρεφές . τὸ δ ' ἔδαφος πᾶν ἄνθεσι |
ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
ὅσα ἐάν σοι δείξω . ἔμβλεπε οὖν τοῖς λοιποῖς . Εἶδον ἓξ ἄνδρας ἐληλυθότας ὑψηλοὺς καὶ ἐνδόξους καὶ ὁμοίους τῇ | ||
ποιηταί , ψευδολόγοι καὶ διὰ σχημάτων ἐξαπατῶντες τοὺς ἀκροωμένους . Εἶδον ἀνθρώπους ὑπὸ τῆς σωμασκίας βεβαρημένους καὶ φορτίον τῶν ἐν |
δ ' ἡμῶν ἁπάντων ἐν Λαρίσῃ , εἰς αὑτὸν μὲν ἔσκωπτε καὶ τὴν ἀπορίαν τὴν ἐν τῷ λόγῳ συμβᾶσαν ἑαυτῷ | ||
εἰς φιλίαν ἀγαγεῖν , προσέπαιζε πολλάκις καὶ κώνωπα ἐκάλει καὶ ἔσκωπτε τοὔνομα σὺν γέλωτι . καὶ οὗτος εἰδὼς τοῦ Σατύρου |
ἐκπεφορημένα , ἐκταραχθεὶς ἀνεπήδησε καὶ στενάξας ἀπῄει δρομαίως τὸ γεγονὸς ὀψόμενος . τῶν δὲ ὑποτυχόντων τις θεασάμενος εἶπεν : „ | ||
Κατῆλθε μετὰ ταῦτα καὶ εἰς τὸ αἰπόλιον τάς τε αἶγας ὀψόμενος καὶ τὸν νέμοντα . Χλόη μὲν οὖν εἰς τὴν |
, μανῶσιν . γάμοιο : ἀπὸ τοῦ . Ἀγρώσσουσιν : ἀγρεύουσιν , ἀγρεύονται ὑπὸ τῶν Ἰβήρων . κομόωντες : θάλλοντες | ||
δύο εἰσὶ γενεαὶ λυγκῶν : καὶ αἱ μὲν μεγάλαι ἐλάφους ἀγρεύουσιν , αἱ δὲ μικραὶ λαγωούς : καὶ αἱ μὲν |
ὅτε Τυδεΐδεω κλισίην εὔτυκτον ἵκοντο , ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ ' ἱππείῃ , ὅθι περ Διομήδεος ἵπποι | ||
. . . , : τρητοῖσιν : Ἀπίων κυρίως : ἱμᾶσι γὰρ ἐνετείνοντο αἱ κλῖναι . ὁ δὲ Ἡλιόδωρος εἰς |
ἄνθος δηλοῖ ἱμάτιον , δέρμα ' . . . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ | ||
. . . ἀωτεῖς : Ὅμηρος : τί πάννυχον ὕπνον ἀωτεῖς ; ἀντὶ τοῦ τὸ κάλλιστον τοῦ ὕπνου ἀπανθίζῃ καὶ |
τινι λόγους ἀνασπῶντες , ἔφης ὦ Σοφόκλεις , τὸν ἀνθέρικον θερίζοντες , τὸ ἐκ τῆς ψάμμου σχοινίον πλέκοντες , οὐκ | ||
χεδρόπων χειροδρόποι : ἤγουν οἱ ταῖς χερσὶ δρέποντες , ἤγουν θερίζοντες ἄνευ δρεπάνου . ἐν δὲ τοῖς τόποις τῶν ὀσπρίων |
ἀντικρὺ ἐχθρῶν καθεζομένων πρὸς ἐπίδειξιν αἰσχύνης προστάττει πάντας περιδυθέντας αἰκισθῆναι μάστιξιν , αἷς ἔθος τοὺς κακούργων πονηροτάτους προπηλακίζεσθαι , ὡς | ||
, δι ' ὧν τὰ ζεύγη ἐποτρύνουσι , καὶ ταῖς μάστιξιν ἐμπαταγούντων καὶ ἐπισοβούντων , ὡς ἂν μὴ ἐνίσχοιτο ἐν |
συμμελὲς ἀναμέλπων . ὃ δὲ ἀλεκτρύων ἑστὼς ἐπὶ θατέρου ποδὸς προύτεινε τὸν λελωβημένον καὶ κυλλόν , ὥσπερ οὖν μαρτυρόμενος καὶ | ||
μέρη πολλῶν . ἁλούσης δὲ τῆς πόλεως ὁ μὲν Δολοβέλλας προύτεινε τὴν κεφαλὴν τῷ σωματοφύλακι αὑτοῦ καὶ τεμόντα προσέταξε φέρειν |
ὃς ὤρεσι νᾶας ἔβαλλε , τοῖον νέκταρ ἔπεισε κατ ' αὔλια ποσσὶ χορεῦσαι , οἷον δὴ τόκα πῶμα διεκρανάσατε , | ||
καὶ ἐνεργάζεται κάρον μόνον προσθιγοῦσα . πάρεισι γοῦν ἐς τὰ αὔλια πολλάκις , καὶ ὅταν ἐντύχῃ τινὶ καθεύδοντι , προσελθοῦσα |
δρόμος , καὶ ξόανα τούτων ἕστηκεν ἀμφοτέρων . ἐκεῖθεν δὲ πελάγιον ποιησάμενοι τὸν πλοῦν εἰς Λευκάδα κατάγονται , κατεχόντων ἔτι | ||
, ὁμοίως δὲ καὶ αἱ παραθαλάσσιοι ἀκταὶ ἠχοῦσαι ἐν εὐδίᾳ πελάγιον ἄνεμον καταγγέλλουσι , πολλοῦ δὲ ὄντος ἀνέμου ἐὰν μὴ |
μήπω κεκορεσμένον γάλακτος : βρέφος γὰρ ἐξετέθη . φιλόμαστον ] ποθοῦντα μαστόν . βιότου προτελείοις ] ἐν ταῖς ἀρχαῖς τῆς | ||
, εἰς ἔργον ἄγε τὴν ἐπιθυμίαν . ὄψει γὰρ ποθῶν ποθοῦντα . ποθεινὸς δέ μοι γέγονας ἀπὸ τῆς νίκης ἣν |
, τὸ ἐπίγραμμα , ὥστε ἐβουλόμην αὐτὸ ἤδη ἐπιγεγράφθαι . Ἰδὼν δέ τις ἐπὶ τῶν σκελῶν αὐτοῦ οἷα τοῖς γέρουσιν | ||
ἁμαρτάνειν , γενναίων δὲ τὸ καὶ ἁμαρτάνοντας αἰσθέσθαι . „ Ἰδὼν δὲ ἐς τὸ ἕδος τὸ ἐν Ὀλυμπίᾳ „ χαῖρε |
ἀνέξω , ὁ δεύτερος ἀόριστος ἀνέχον , πλεονασμῷ τοῦ σ ἀνέσχον : ὁ μέσος δεύτερος ἀόριστος ἀνεσχόμην ἀνέσχου ἀνέσχετο ἀνασχέσθαι | ||
ἔπειτα τὸ σημεῖόν τε τοῦ πυρός , ὡς εἴρητο , ἀνέσχον , καὶ διὰ τῶν κατὰ τὴν ἀγορὰν πυλῶν τοὺς |
ξείνῳ περικαλλέα χηλὸν ἐξέφερεν θαλάμοιο , τίθει δ ' ἐνὶ κάλλιμα δῶρα , ἐσθῆτα χρυσόν τε , τά οἱ Φαίηκες | ||
ὠκύποδας καὶ ἀρήια τεύχεα φωτῶν φάρεά τ ' εὐποίητα γυναικῶν κάλλιμα ἔργα : τοῖς ἔπι θυμὸν ἴαινε Νεοπτολέμοιο φίλον κῆρ |
ἀστὴρ διᾴττουσα , εἶτα ἀπέκρυπτεν αὑτὴν διαθέουσα ἢ δρυμὸν ἢ λόχμην ἤ τι ἄλλο τῶν ἐν ὄρει δάσος . καὶ | ||
ἀλλήλας λανθάνειν ἐβουλόμεθα : θατέρᾳ δὲ οἱ ἄνθρωποι ὑπὸ τὴν λόχμην παρήρχοντο . οὕτως μικρὰ παρεμπορευσαμέναις τῆς ἀφροδίτης πάλιν συνειστήκει |
ἐγὼ γένος εἰμὶ Σελήνης ἠυκόμοιο , ἣ δεινὸν φρίξας ' ἀπεσείσατο θῆρα λέοντα ἐν Νεμέᾳ , ἀνάγους ' αὐτὸν διὰ | ||
ὅτι ῥῖνες διὰ τὸ ὀσφραίνεσθαι γεγόνασι ; καὶ πάντα μὲν ἀπεσείσατο , ἀσμένως δὲ προσῆλθε τῷ γάλακτι , καὶ ἐκ |