| φοιτᾷ τὸ κήρυγμα , ὅταν τὰ γυμνάσια πρὸ τῆς τραπέζης ἀσπάζηται . κελεύω δὲ ἐγὼ καὶ εἴ τις πολεμικὸς ἀνήρ | ||
| ἐγένετο : ἵνα τις , νὴ τοὺς θεούς , δικαίως ἀσπάζηται αὐτὸν χαῖρε , παράδοξε , οὐχὶ τοὺς σαπροὺς τούτους |
| ἐκεῖνα αὐτῷ προσθεῖναι ; οὐχὶ δὲ πάντας τοὺς λόγους τούτους καταπατήσας ἐπηρμένος ἡμῖν καὶ πεφυσημένος περιπατεῖ μηδ ' ἀνεχόμενος , | ||
| ἐν καλοῖς καὶ ἐπιτηδεύοι τὰ τοιαῦτα πάντα , ὡς μεγαλοπρεπῶς καταπατήσας ' ἅπαντ ' αὐτὰ οὐδὲν φροντίζει ἐξ ὁποίων ἄν |
| λεγον ; ἐπ ' αὐτοφώρωι τόνδε τὸν ζητούμενον ἔχω . γέρων οὗτός γε πολιὸς φαίνεται , ἐτῶν τις ἑξήκονθ ' | ||
| τὰ μείζω πρὸ τῶν ἐλαττόνων ζητοῦντι . εἰ δὲ ἐρῶ γέρων τε καὶ γεραιτέρου , μὴ θαυμάσῃς : ψυχῆς γὰρ |
| τιμὴν ταύτην ἁπανταχοῦ : ὑποδέχεται γὰρ ἁπάσας εἰς ἑαυτὴν καὶ προπέμπει πάλιν ἐξ αὑτῆς , καὶ κοινὴ πάντων ἐστὶ καταφυγή | ||
| . οὔνομα : πομπίλος , τὸ πομπίλον . πομπίλος , προπέμπει τὰς νο . Ἔξοχα : λίαν , ὑπερβαλλόντως . |
| μετάγων , ἔνθεν μὲν ὠνοῖτο , ἑτέρωθι δὲ ἀποδιδοῖτο , ἔμπορος οὗτος οὐδέν τι μεῖον ἢ Λάμπις ὁ Αἰγινήτης : | ||
| . εἰ δὲ ἐπίσταται εἴπῃς , συντάξεις πρὸς τὸ ὅστις ἔμπορος κυρεῖ : ἔστι δὲ ψυχρόν : τὸ γὰρ πρῶτον |
| βουλὴ καὶ ὁ δῆμος , ὅταν ἴδῃ τινὰ θρασυνόμενον , κέκραγεν ” ἐπίβαλε ” . Ἐπιδήμιος ἄρχων , ὁ δήμου | ||
| οὐ φθέγγεται μὲν ἐν τῷ βυθῷ , ἀλλ ' ἄνω κέκραγεν . ἁπλούστερον δὲ εἶπεν . τὴν πηδητικήν . . |
| λόγχην ἁρπάσας ἔδραμον ἐπὶ τὸ τεῖχος , οὗ καὶ τῶν ἐφήβων τινὰς συνεστηκότας ἑώρων . ἦν δὲ ἡ φυλακὴ τῶν | ||
| τὴν Ῥώμην ἐπείγετο , ἄγων καὶ τοὺς παῖδας ἐς ἡλικίαν ἐφήβων ἤδη τελοῦντας . ἀνύσας δὲ τὴν ὁδοιπορίαν , τά |
| ἰατρευόμενος , ὁ δέ , ἵνα ἕτεροι πολλοὶ σῴζωνται , ἀπολλύμενος . τιμὴ δ ' ἐστὶν ἡμῖν , ὡς τὸ | ||
| τὰς ἐκμελεῖς καμπὰς καὶ λήρους καὶ κυνισμοὺς καὶ ὀλέθρους ἀκλεῶς ἀπολλύμενος . ἔστι δὲ ὁ τοιοῦτος μυίας θάνατος . καὶ |
| ' ὅδε μὲν δώσει δίκην : προσέρχεται γὰρ ὁ πρύτανις χὠ τοξότης . Τουτὶ πονηρόν . Ἀλλ ' ὑπαποκινητέον . | ||
| : κοὐκ ἔστ ' ἄελπτον οὐδέν , ἀλλ ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες . Κἀγὼ γάρ , |
| , καὶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς κύνας καὶ τοὺς ἀετοὺς φοβεῖται , καὶ ζῇ βίον ἄθλιον . οὐκ οἶσθα , | ||
| μὲν ὥσπερ ἡ μήτηρ , αἰσχύνεται δὲ ὥσπερ υἱός , φοβεῖται δὲ ὡς ἂν οἰκέτης . τὸ δὲ μέγιστον τῶν |
| . καὶ χάριν μέντοι σοι ἔχω : πάνυ γὰρ καλὸς κἀγαθὸς δοκεῖ μοι εἶναι . Αἰσχύλον δὲ τὸν Φλειάσιον πρὸς | ||
| ἢ σέ ; ὅς γε οὐ μόνον αὐτὸς οἴει καλὸς κἀγαθὸς εἶναι , ὥσπερ τινὲς ἄλλοι αὐτοὶ μὲν ἐπιεικεῖς εἰσιν |
| τέγους ; ἀεροβατῶ καὶ περιφρονῶ τὸν ἥλιον . οἴμοι τάλας δείλαιος , ἀποπνιγήσομαι . ἐγὼ δὲ κακοδαίμων γε κατακαυθήσομαι . | ||
| ὡδί . Μανῆς γάρ ἐστι δειλός : Ἀποφαντικῶς ἀντὶ τοῦ δείλαιος . πρὸς ἄλλον δὲ λέγει τύπτων τὸν Μανῆν . |
| : μέλαιναι * ζοφεραί : σκοτειναί οὐδέ τις οὐδ ' οἰωνός : ἤτοι οὐδείς , φησιν , τῶν οἰωνῶν τῷ | ||
| μετήχθη . Τὰ εἰς ΩΝΟΣ ἁπλᾶ ὑπερδισύλλαβα ὀξύνεται : κοινωνός οἰωνός Γελωνός . τὰ δὲ σύνθετα προπαροξύνεται : τετράγωνος εὔφωνος |
| κόραις . . . κἀν τῷ βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων | ||
| πόλεων ἀνάγκην [ ὅ ἐστι πόλεμον ] , ὡς ἀμφιμάτορας κόρους φησὶ ὁ Εὐριπίδης : ἐκ διαφόρων γὰρ πόλεων ἦσαν |
| Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος : οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασι σωμάτων θεραπευταί , ὃ μὲν | ||
| Μίθαικος ὁ τὴν ὀψοποιίαν συγγεγραφὼς τὴν Σικελικὴν καὶ Σάραμβος ὁ κάπηλος , ὅτι οὗτοι θαυμάσιοι γεγόνασιν σωμάτων θεραπευταί , ὁ |
| ἔχον ἐκ πηλοῦ , βασιλεὺς Ἀθηναίων Ἀμφικτύων ἄλλους τε θεοὺς ἑστιῶν καὶ Διόνυσον . ἐνταῦθα καὶ Πήγασός ἐστιν Ἐλευθερεύς , | ||
| δεινὸς δὲ καὶ ὑπερημερίαν πρᾶξαι καὶ τόκον τόκου . καὶ ἑστιῶν δημότας μικρὰ τὰ κρέα κόψας παραθεῖναι . καὶ ὀψωνῶν |
| τὰς ὀφρῦς τοῦτον σκυθρωπάζοντά θ ' ἡμῖν προσλαλεῖν , ἐὰν σαπροὺς κομιδῇ δέ , παίζειν καὶ γελᾶν ; τοὐναντίον γὰρ | ||
| λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς σαπροὺς τοὺς ἰχθυηροὺς ἀργυροῦς πάρεσθ ' ὁρᾶν . Ὁ δ |
| Οὐρανίδῃ μέγ ' ἄνακτι , θεῶν προτέρων βασιλῆι . τὸν τόθ ' ἑλὼν χείρεσσιν ἑὴν ἐσκάτθετο νηδύν , σχέτλιος , | ||
| νέμεσθαι , ὄντων παίδων ἐκ τῆς γυναικὸς Φορμίωνι τουτῳί , τόθ ' ὡμολόγεις κυρίως δόντος τοῦ πατρὸς τοῦ σοῦ κατὰ |
| ὡς πρὸς Ἡρακλέα ἐρίσειεν ὁ Λεπρέος μὴ ἀποδεῖν τοῦ Ἡρακλέους ἐσθίων : ἐπεὶ δὲ ἑκάτερος βοῦν αὐτῶν ἐν ἴσῳ τῷ | ||
| τὸ τρέφω , ὁ δὲ θαλάσσιος τοὐναντίον : τρέφεται γὰρ ἐσθίων τοὺς ἀνθρώπους . ἀμφιέπει : περικάθηται , ἐπιτηρεῖ . |
| γενναῖός που κἀναφέρων ἐς τὴν ὑφ ' Ἡρακλεῖ τροφήν , θεράπων δὴ γενέσθαι τῷ Ἡρακλεῖ ὁ Φιλοκτήτης ἐκ νηπίου , | ||
| ' ἴσως . Ἀλλ ' ἐκποδὼν πτήξωμεν , ὡς ἐξέρχεται θεράπων τις αὐτοῦ πῦρ ἔχων καὶ μυρρίνας , προθυσόμενος , |
| η , καὶ ὅσα παρ ' αὐτό : ἔφηβος : ἄνηβος . πάρηβος . Πρῶρα τὸ πρω μέγα : παρὰ | ||
| αὐτῷ ἱματίῳ κατακείμενος , ἐκώμαζε δὲ μεθ ' ἡμέραν , ἄνηβος ἑταίραν ἔχων , μιμούμενος τοὺς ἑαυτοῦ προγόνους , καὶ |
| , καὶ προσέτι γε καὶ ἀλήτης [ ] | Ἴρου πτωχότερος , τὴν εὐψυχίαν καὶ [ θάρσος ] | ἐνδείκνυται | ||
| προσκρούεται : ὅταν τὸ κακὸν ὑπὸ κακοῦ θεραπεύεται . Παύσωνος πτωχότερος : οὗτος ζωγράφος ἦν καὶ ἐπὶ πενίᾳ διατεθρύλλητο . |
| παρὰ τῷ αὐτῷ Ἀλκαίῳ ἐν ἑβδόμῳ : σὺ δὲ σαύτῳ τομίας ἔσῃ . ἀλλὰ σαύτω μετέχων ἄβας πρὸς πόσιν . | ||
| οὐρανία , κριὸς τομίας , κάπρος ἐκτομίας , ὗς οὐ τομίας , δέλφαξ , δασύπους , ἔριφοι , . . |
| ἐμαυτοῦ νομίζω , καὶ γὰρ εἶ κοινὸν ἀγαθὸν πάσης Σικελίας εὐτυχῶν . δὸς οὖν μοι σχολάζοντα σεαυτὸν καὶ ἀκούσῃ μεγάλα | ||
| παιδαρίου γνώμην ἔχει . κοινὸν ἀγαθόν ἐστι τοῦτο , χρηστὸς εὐτυχῶν , πόλει . εἴπερ τὸν ἀδικοῦντα † μενως ἠμύνετο |
| η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο | ||
| η : οἷον , συνήγορος : κατήγορος : θεήγορος : δημήγορος . Τὰ παρὰ τὸ χέω συγκείμενα διὰ τοῦ ο |
| γε ἢ ἐκείνοις ἐστὶν οὓς ἂν αὐτὴ προτιμήσασα ἡ Ἶσις καλέσῃ σφᾶς δι ' ἐνυπνίων . τὸ δὲ αὐτὸ καὶ | ||
| ἕπεταί τις , ὥστε μαρτυρεῖ , ἵνα αὐτοὺς εἰς δίκην καλέσῃ . υ υ υ : ἐπίρρημα θαυμαστικόν : ὡς |
| καὶ πλέον θρήνου ἄπεστιν ἢ βίος τε εὐκλεὴς καὶ θάνατος ὡραῖος ; ἐγκωμίων δὲ τί ἀξιώτερον ἢ νῖκαί τε αἱ | ||
| περὶ τοῦ ἐπιθέτου κάλλους ἐν λόγῳ . Ὁ δὲ λεγόμενος ὡραῖος λόγος καὶ ἡ ἁβρότης οὐ τούτου τοῦ κάλλους , |
| ξυνὸν δὲ κακὸν πολέεσσι φέρουσιν . τὸ στάδιον δὲ λαγωὸς ἀποίσεται , ἐν δὲ διαύλῳ δορκὰς ἀριστεύσει : μερόπων δ | ||
| δόξαι βάσκανος , ὁ δὲ τοὺς πονηροὺς κολακεύων ἐπαίνοις αὐτὸς ἀποίσεται τὴν αἰτίαν τῶν ἁμαρτηθέντων σφίσιν , οἱ γὰρ κακοὶ |
| μὲν τὴν φύσιν παράνομος , πρὸς δὲ τὰ ζῷα αὐτὰ ὑβριστής , πρὸς δὲ τὰς τέχνας ἀμαθής , πρὸς δὲ | ||
| ἐς τὴν ὑστεραίαν δικασόμενοι ἄμφω , καὶ ὁ μὲν ἀποδόμενος ὑβριστής τε ἠλέγχετο καὶ θυσίας ἐκλελοιπώς , ἃς ἔδει τοῖς |
| ἀκλεὴς , τῷ μόχθῳ βραχὺ δέδωκε τερπνὸν , τουτέστι βραχὺ ἐτέρφθη παραχρῆμα , οὐκέτι δὲ τελευτήσαντος αὐτοῦ μέμνηταί τις . | ||
| ἀπόλωνται . ἐπεὶ δὲ εἶδεν αὐτοὺς ἀγχομένους ὑπὸ ἡρακλέους , ἐτέρφθη ὡς ἐκφυγόντων τὸν κίνδυνον τῶν παίδων : διὸ καὶ |
| συνήθως δὲ τῶν ζακόρων ἔξωθεν τὴν θύραν ἐφελκυσαμένων ἔνδον ὁ καινὸς Ἀγχίσης καθεῖρκτο . καὶ τί γὰρ ἀρρήτου νυκτὸς ἐγὼ | ||
| ὄξους καὶ μάννης λεανθέντες . ἀρήγει δὲ θαυμαστῶς καὶ σπόγγος καινὸς ὑγροπίσσῃ δευόμενος , εἶτα καιόμενος καὶ λεῖος προσ - |
| ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς | ||
| , οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο |
| φάσκων . γράφει δ ' οὕτως : Εὐκράτης ὁ Κόρυδος πίνων παρά τινι σαθρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησίν | ||
| τὰ τῶν φίλων . . . . . πολλὸν δὲ πίνων καὶ χαλίκρητον μέθυ , οὔτε τῖμον εἰσενέγκας οὔτε . |
| Μηριόνης θεράπων ἀγαπήνορος Ἰδομενῆος . οἳ δ ' ἴσαν ὑλοτόμους πελέκεας ἐν χερσὶν ἔχοντες σειράς τ ' εὐπλέκτους : πρὸ | ||
| Ὀδυσῆος οἴκου ἀποσχήσει : νῦν γὰρ καταθήσω ἄεθλον , τοὺς πελέκεας , τοὺς κεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσιν ἵστασχ ' ἑξείης |
| ΙΛΗ ὑπερδισύλλαβα βαρύνεται : παστίλη . . . . . μαρίλη μυστίλη . τὸ μέντοι ὠτειλή καὶ ἀπειλή καὶ ὀφειλή | ||
| ἄνθρακες οὕτως ὑπό τινων καλοῦνται . μᾶλλον δὲ ἡ θερμοσποδιὰ μαρίλη λέγεται , ὡς καὶ Ἀριστοφάνης ἐν Ἀχαρνεῦσί φησιν : |
| δακτύλιος : ἐπὶ τῶν πολυμηχάνων καὶ πανούργων . Γύγης γὰρ βουκόλος ὢν γῆς ὑπὸ σεισμοῦ ῥαγεί - σης νεκρὸν εὑρὼν | ||
| πρέπον ἂν καὶ ἡμῖν χορεύειν τῷ γάμῳ . ἅπτεται καὶ βουκόλος ἐν νάπαις σύριγγος , ὅταν ἴδῃ μόσχον , ὃν |
| καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο . ὀρχουμένης δὲ αὐτῆς καὶ παιζούσης ὁ τράγος μεμφόμενος αὐτὴν καὶ ὀνειδίζων ὡς τὰς ὁμο - λογίας | ||
| ἄρτων καὶ οἱ μὴ καλῶς ἐσκευασμένοι παχύχυμοι καὶ ὁ καλούμενος τράγος καὶ τὰ διὰ γλεύκους καὶ σεμιδάλεως πέμματα καὶ λάγανα |
| ἄλλως τοῖς ἐπὶ Τροίαν φέρουσιν ἀνέμοις ἐντύχωσιν οἱ Ἕλληνες . χὡ μὲν πατήσει χῶρον : ὁ μὲν οὖν Ἀχιλεὺς φησὶ | ||
| εὖ μεταλλάσσουσιν : ὃς γὰρ ἂν σφαλῇ εἰς ὀρθὸν ἔστη χὡ πρὶν εὐτυχῶν πίτνει . ἔστι καὶ παρὰ δάκρυσι κείμενον |
| ἐμέθεν , δόμων ἃς κατεῖδον ἄτας : ποτανὸν μὲν δίωγμα πώλων , τεθριπποβάμονι στόλωι Πέλοψ ὅτ ' ἐπὶ πελάγεσι διεδίφρευσε | ||
| ελλ ? [ ἐπ ' ⌊ ἁρμάτων τε καὶ Θρεϊκίων πώλων λευκῶν ⌊ † ὀείους κατεγγὺς † Ἰλίου πύργων ἀπηναρίσθη |
| χαλεπωτέρα , καὶ πρὶν ἡσθῆναι καθαρῶς , ἀλγοῦσι τὴν μὲν ἀπιοῦσαν οὐ δυνάμενοι κατασχεῖν , τὴν δ ' ἐπιοῦσαν φρίττοντες | ||
| ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου τινός |
| ἀπορρήξας κορυφὴν ὄρεος μεγάλοιο , κὰδ δ ' ἔβαλε προπάροιθε νεὸς κυανοπρῴροιο [ τυτθόν , ἐδεύησεν δ ' οἰήϊον ἄκρον | ||
| ' εὐρυτάτῃς μὲν ἐπὶ πλευρῇς ἀραρυῖαν γαστέρα κοιλήνας , ὁπόσον νεὸς ἀμφιελίσσης ὀρθὸν ἐπὶ στάθμην μέγεθος τορνώσατο τέκτων . αὐχένα |
| ὁ μισθώσας οὐ κομιζόμενος τὴν θύραν ἀφέλῃ , τὸν κέραμον ἀφέλῃ , τὸ φρέαρ ἐγκλείσῃ , οὕτω , φησί , | ||
| , οὔτε θεοῖς πρέπον οὔτε ἄλλως βασιλικόν : ἢν γοῦν ἀφέλῃ τις τῶν συμποσίων τὰς κομψείας ταύτας , ἀπάτην καὶ |
| θεοῦ : ἡνίκα δὲ Αἴγυπτος τὰς ὑπὲρ τῶν ἀσεβηθέντων δίκας ἐκτίνει , τοῦ βασιλεύοντος τῆς χώρας Φαραὼ θεός . διὰ | ||
| δύσμαχα δ ' ἐστὶ κρῖναι . φέρει φέροντ ' , ἐκτίνει δ ' ὁ καίνων . μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν |
| γε μή , ὦ ἑταῖρε , ὁ σοφιστὴς ἐπαινῶν ἃ πωλεῖ ἐξαπατήσῃ ἡμᾶς , ὥσπερ οἱ περὶ τὴν τοῦ σώματος | ||
| διὰ τὴν ἀσωτίαν ἑαυτοὺς εἰς τὸ φονευθῆναι πιπράσκουσιν : καὶ πωλεῖ μὲν ἑαυτὸν ὁ πεινῶν , ὁ δὲ πλουτῶν ὠνεῖται |
| δ ' υἱός , ὃν Ἀθηναῖον ἐπεποήμεθα , ἤρα φαγεῖν ἀλλᾶντας ἐξ Ἀπατουρίων , καὶ τὸν πατέρ ' ἠντεβόλει βοηθεῖν | ||
| . τὰ σκεύη ] τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔφερε τοὺς ἀλλᾶντας . Γ πρόσκυσον : προσκύνησον . ἰδού : πεποίηκεν |
| οὐκ εἰς μακρὰν οἰμωξόμενον μετὰ τὴν κραιπάλην , ὥσπερ ἐν Κρονίοις . φύεται δὲ αὐτόματος καὶ ἐκτρέφεται ὥσπερ ἐν σμήνει | ||
| παρεπιδημήσας ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου |
| ἂν ἀφίκοιντό σοι πρὸ τοσούτων ἐτῶν ἀποθανόντες ; Ῥᾳδίως , ἤνπερ σὺ μὴ ὀκνήσῃς ἀποκρίνασθαί τί μοι . Ἐρώτα μόνον | ||
| ἀργυρίου , μηδὲ τοῦτο ἔτι ἔχοντας , ἢ αὐτοὺς λαμβάνειν ἤνπερ κρατῶμεν , μέτρῳ χρωμένους ὁπόσῳ ἂν ἕκαστος βούληται . |
| ποιοῦντος συλλαβήν , οἷον μέσος μέσσος , ἔδεισεν ἔδδεισεν , τόσος τόσσος , ὅτι ὅττι , νήεσι νήεσσι , ἔνεπεν | ||
| : Θάσος Κάσος δρόσος πίσος μέσος ἴσος πόσος [ ὅσος τόσος ] . Τὰ εἰς ΣΟΣ δισύλλαβα τῷ Η παραληγόμενα |
| δ ' ὅτε τις μυίῃσι περὶ γλάγος ἐρχομένῃσι χεῖρα περιρρίψῃ κοῦρος νέος , αἳ δ ' ὑπὸ πληγῇ τυτθῇ δαμνάμεναι | ||
| οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν : εἰ τότε κοῦρος ἔα νῦν αὖτέ με γῆρας ὀπάζει . ἀλλὰ καὶ |
| τὰ ἴχνη καὶ οὐ δυσζήτητος , ἀλλ ' εὐεύρετος ὁ λαγώς , καθότι καὶ τῇ δασύτητι τῶν ὑπὸ τοὺς πόδας | ||
| πόλιν . περὶ τῶν σελίνων μαχόμεθ ' ὥσπερ Ἰσθμίοις . λαγώς τις εἰσελήλυθ ' , εὐθὺς ἥρπακας . πέρδικα δ |
| . Κεστρῖνοι : Ὑπερείδης ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρίχους . κεστρῖνος ἰχθύς . ἐπισκεπτέον δὲ εἰ διαφέρει τι κεστρέως . | ||
| : Ὑπ . ἐν τῷ περὶ τοῦ ταρ . . κεστρῖνος ἰχθύς . . ναύκληροϲ . . . . Παλληνεύϲ |
| μέσον οὐρανὸν ἄλλοτε μέν τε τέχνας δῶκε βροτοῖσι βαναύσους ἔργα βίοιο : ὁππότε δ ' εὐεργῶν ἐπιμαρτυρίῃσι σὺν ἄστρων δέρκηθ | ||
| ἔτισας , ὃς μακρόν γέ μ ' ἔθηκας ἔχειν αἰῶνα βίοιο ἑπτά τ ' ἐπὶ ζώειν γενεὰς μερόπων ἀνθρώπων . |
| ὗς ἐπὶ νομὴν καιρός ἐστιν ἐξάγειν ; Εἰς τὰς Ἀθήνας παρεπιδημήσας ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν | ||
| ' ἔξεστί σοι . εἶναι δοκῶν αὐτόμολος ἄνθρωπος ξένος καὶ παρεπιδημήσας Ἀθήνησίν ποτε τὴν Μανίαν μετεπέμψαθ ' , ὅσον ᾔτησε |
| τέλος κατὰ τοῦ τέγους ἁλόμενος διέφυγε , ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος . εἶτα μειράκιόν τι ὡραῖον διαφθείρας τρισχιλίων ἐξωνήσατο παρὰ | ||
| θεραπαινίδες δεδήσονται , ὁ μοιχὸς δὲ ἀπολεῖται ῥαφάνοις τὴν ἕδραν βεβυσμένος , ἡ μιαρὰ δὲ γυνὴ τίσει τὴν ἀξίαν τῆς |
| ὁμαίμοσι δηριόωσιν ἢ θείοις , ἐν δ ' αὖτε Κρόνου γενέτας κεν ἐφεύρῃς ἢ πάππους ἢ τοῖσιν ἐοικότας ἔκ τε | ||
| γὰρ ἐπ ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας , δειναὶ δ ' ἅμ ' ἕπονται Κῆρες ἀναπλάκητοι |
| , ἀπαγορεύει δὲ τοῖς συνήθεσιν . καὶ ἢν μὲν φύσει γεννάδας ᾖ , κἂν ἀφῇς τὸν χαλινόν , ὀρθῇ τῇ | ||
| καὶ οὐρὰς ἅπαντες . ὁρᾶτε οἵους ἡμῖν θεοὺς ποιεῖ ὁ γεννάδας ; Εἶτα θαυμάζομεν εἰ καταφρονοῦσιν ἡμῶν οἱ ἄνθρωποι ὁρῶντες |
| ' ἀναβακχεύει : τινὲς στίζουσιν εἰς τὸ ὅ ς ' ἀναβακχεύει , ἵν ' ᾖ ὅπερ σε , τὸ αἷμα | ||
| τίς φόνιος οὗτος ἀγὼν , ματέρος αἷμα σᾶς ὅ σε ἀναβακχεύει , ἔρχεται θοάζων σε τὸν μέλεον , ᾧτινι , |
| . Δημοκράτης ὁ παλαιστὴς καὶ αὐτὸς νοσήσας τοὺς πόδας , παριὼν ἐς τοὺς ἀγῶνας καὶ στὰς ἐν τῷ σταδίῳ , | ||
| εἷς δυνήσεται ἁπλῶς διελθεῖν τὸν στενωπὸν τουτονί : ὁ δὲ παριὼν πᾶς εὐθέως πρὸς τὴν θύραν ἑστήξετ ' ἀχανής , |
| τί φὴς ἰδὼν ἔνθεν γε πᾶς δ ' ἐλευθερῶν † ἀπῆλθες εὐθὺς ὡς ταχύ . σιωπῇ φασι τούτῳ τῷ θεῷ | ||
| ' ἐλευθέραν τὰς πλησίον Νύμφας στεφανοῦσαν , Σώστρατε , ἐρῶν ἀπῆλθες εὐθύς ; εὐθύς . ὡς ταχύ . ἦ τοῦτ |
| , πανταχόθεν αὐτοὺς ἐκκόπτοντες . εἰσὶ δὲ οἳ καὶ τὰς παλαίστρας ὥσπερ ἀντιτειχίσματα ταῖς ἰδίαις ἀκροπόλεσιν ἐνεπίμπρασάν τε καὶ κατέσκαψαν | ||
| , ἵνα γένηται κατήγορος ἀδικημάτων ἀληθής . Τοιοῦτος ἐξ ἀγαθῆς παλαίστρας ἀγωνιστὴς γίγνεται , λόγων μεστὸς ἀκολακεύτων , καὶ ἠσκημένων |
| τὰ ὄστρεα καὶ ἄλλ ' ἄττα παρόμοια , κόχλους καὶ στρόμβους καὶ ἀφύας καὶ ὄστρακα , γόνον αὐτοφυῆ καὶ ἀμήτορα | ||
| : κυρτίδας ἔκ τινων πυκνῶν σχοινίων ὥσπερ καλαθίσκους ὑφήναντες , στρόμβους τε ἐν αὐταῖς βαλόντες κατὰ τῆς θαλάττης ῥιπτοῦσιν : |
| λαλῶν καὶ ῥόδα προσσεσηρώς : ὦ φιλῶν μὲν ἀμάρακον , προσκυνῶν δὲ σέλινα , γελῶν δ ' ἱπποσέλινα καὶ κοσμοσάνδαλα | ||
| νομίζων οὐδαμοῦ τότ ' ηὔχετο λιταῖσι , γαῖαν οὐρανόν τε προσκυνῶν . ἐπεὶ δὲ πολλὰ θεοκλυτῶν ἐπαύσατο στρατός , περᾷ |
| πτολίεθρον ἑῷ μέγα κάρτεϊ θύων . Δάμνατο δ ' ἠὺν Ἄβαντα : βάλεν δ ' ὑπὸ δούρατι μακρῷ υἷα Περιμνήστοιο | ||
| ἐπὶ Ἴλιον ἦλθεν . Ἐλεφήνωρ ὁ Χαλκώδοντος παῖς καὶ Μελανίππης Ἄβαντα τὸν ἑαυτοῦ πάππον οὗ γυνὴ Ἀγλαΐα ἰδὼν ἀμελῶς χειραγωγούμενον |
| δ ' ἐγγὺς ἠοῦς ἡνίκ ' οὐδέπω φάος οὐδ ' ἀμβλὺς ὄρθρος ἀμφὶ ἄνακτας ἀναρσίας ἀπροσδόκητοι καὶ ἄνοπλοι πορθούμεθα αὐτοφρόνων | ||
| μῶλος μωλύς . καὶ κατὰ στέρησιν ἀμωλύς : καὶ συγκοπῇ ἀμβλὺς πλεονασμῷ τοῦ β . Αὖρα , παρώνυμον κατὰ ἀναστροφὴν |
| ἀρχῆς ἁλιευόμενος καὶ σωληνοθήρας ὤν : ἀφορμῆς δὲ λαβόμενος καὶ ἐμπορευσάμενος βίον ἐκτήσατο . ” Ἐρωτικὰ παθήματα . Περὶ Ἱππαρίνου | ||
| ἀρχῆς ἁλιευόμενος καὶ σωληνοθήρας ὤν . ἀφορμῆς δὲ λαβόμενος καὶ ἐμπορευσάμενος βίον ἐκτήσατο . τῶν δὲ κτενῶν ἁπαλώτεροι οἱ λευκοί |
| μέμφομαι : τελευτὰς δ ' ἐν χρόνῳ πατὴρ ὁ παντόπτας πρευμενεῖς κτίσειεν . σπέρμα σεμνᾶς μέγα ματρός , εὐνὰς ἀνδρῶν | ||
| ' ὡς πάρος δέσποινα Δήμητρος κόρη Ἥφαιστέ τ ' ἔστε πρευμενεῖς δόμοις ἐμοῖς . τάλαιν ' ἐγώ , τάλαινα , |
| ἧ μακάριόν σε καὶ περίβλεπτον ἅπασι πεποίηκεν . ἤδη δὲ μεθύων ὁ Μιθριδάτης τί δὲ ταῦτ ' ἔστιν , ὦ | ||
| ὅσα ἡ νεωτεροποιὸς ἐν αὐτῷ κακία πρότερον εἰργάζετο , ἃ μεθύων ἀδυνάτως καταλαβεῖν εἶχε . τίνι μέντοι καταρᾶται , σκεπτέον |
| - ται . ἢ οὕτως : εἴ τις καὶ πρὶν τεθνηκὼς ἢ νῦν ὢν ἴσχεν ἐξαίρετόν τι , τοῦτο ἔσχον | ||
| λέγειν . ἔγνων ποτὲ καὶ Ἰόλαον : ὁ γὰρ Ἰόλαος τεθνηκὼς ἐπειδὴ ἔμαθεν Εὐρυσθέα ἐξαιτούμενον παρ ' Ἀθηναίων τοὺς Ἡρακλείδας |
| ] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν | ||
| σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει |
| κατὰ χωρίου , εἴτε κατὰ φοσσάτου ἐχθρῶν , εἴτε κατὰ ἀγέλης , εἴτε κατὰ τούλδου ἢ ἑτέρου τινὸς ἡ ἐπέλευσις | ||
| πάγῃ : ὃ δὲ τῶν ἀγρίων κορυφαῖος ἀντᾴσας πρὸ τῆς ἀγέλης μαχούμενος ἔρχεται . ὁ τοίνυν τιθασὸς ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖ |
| δέοντι θεωρεῖν καὶ δράματα κωμικὰ παρα - σκευάζουσιν ἀπαγγέλλειν , δέδοικε δὲ οὐδείς , μὴ λάθῃ γύννις καὶ θηλυδρίας ὁ | ||
| εἰς δικαστήριον ἕλκειν : μερίζεται τὴν γνώμην ὁ χορὸς : δέδοικε γὰρ μὴ ὕστερον ἐγκληθῇ ὡς κρύψας : . ὁ |
| οὐδ ' ὀργὴν εὑρεθήσεται ἔχων , ἐφ ' οἷς ὁ βδελυρὸς οὗτος καὶ ἀναιδὴς βιάζεται , ὅς , ὦ μιαρώτατε | ||
| τις ἦν ἐν τοῖς Ἕλλησιν ἢ τοῖς βαρβάροις λάσταυρος ἢ βδελυρὸς ἢ θρασὺς τὸν τρόπον , οὗτοι σχεδὸν ἅπαντες εἰς |
| , πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
| , πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
| χρείαν ἐπιτήδειά τε καὶ ἀνεπιτήδεια ὅπως ἔχει , οὕτως ἑαυτὸν ἐπισκεψάμενος , ὁποῖός ἐστι πρὸς τὴν ἀνθρωπίνην χρείαν , ἔγνωκε | ||
| ' ὅτε μαστιγωθῆναι καὶ μετὰ τούτων πάντων νικηθῆναι . ταῦτα ἐπισκεψάμενος , ἂν ἔτι θέλῃς , ἔρχου ἐπὶ τὸ ἀθλεῖν |
| , ἧς πάρα Κύπριδι ταῦτα μύροις ἔτι πάντα μυδῶντα κεῖνται παρθενίων ὑγρὰ λάφυρα πόθων , σάνδαλα καὶ μαλακαί , μαστῶν | ||
| ὅτε ζυγίους ζεύξασα θεὰ σατίνας τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων χορῶν ἔξω παρθενίων † μετὰ κουρᾶν δ ' † ˘˘˘ – ἀελλόποδες |
| ζαθέων πιθακνῶν ἀφύσαντες ὄλπαις οἶνον ὑπερφίαλον κελαρύζετε ἀθίκτους κόρας ἰήιος κυδρός ψαλάσσων ἴθι μοι δόμον , οἰκέτα , κλεῖσον ὑπόπτερος | ||
| τὸ ἔχθος ἐχθηρὸς , καὶ συγκοπῇ ἐχθρὸς , ὡς κῦδος κυδρός . οἱ δὲ διὰ τοῦ κ γράφοντες φασὶν εἶναι |
| [ ] τιν η θυέλλα [ [ ] υ ? παύρους ? [ [ ] ν μὲν ἴσθι σ [ | ||
| ναίειν δ ' ἀθανάτοισι συνέστιον , εἴ κ ' ἔτι παύρους ἐξανύσῃ : τῶ μή τι ποθὴ κείνοιο πελέσθω . |
| βάλλειν ποιεῖ : πολὺς γὰρ εἰς ἓν μικρὸν ἀγγεῖον χυθείς ὑποσκελίζει ῥᾷστα τοὺς πεπωκότας . Ἑρμῆς ὁ Μαίας λίθινος , | ||
| τῶν ἀνταγωνιστῶν καταπαλαισθεὶς τοῦ Θανάτου , μηδὲ συνεὶς ὅπως αὐτὸν ὑποσκελίζει ; κᾆτα οἰμώξεται ἡμῖν δηλαδὴ μεμνημένος τῶν στεφάνων τούτων |
| αὐτῇ Δαίδαλος ἤσκησεν ὡς ἀνεγνωκότι σοι παρίημι , καὶ τοὺς ὀρχηστὰς δὲ τοὺς δύο οὓς ἐκεῖ ὁ ποιητὴς κυβιστητῆρας καλεῖ | ||
| ἢ κωμικοὺς ἢ διά τινων μίμων ἀκράτου γέλωτος δημιουργοὺς οὐδὲ ὀρχηστὰς οὐδὲ χορευτὰς , πλήν γε τῶν ἱερῶν χορῶν , |
| καὶ τοῦ ἀγγέλου τῆς πονηρίας τὰ ἔργα . πρῶτον πάντων ὀξύχολός ἐστι , καὶ πικρὸς καὶ ἄφρων , καὶ τὰ | ||
| ἀντὶ τοῦ : διαπαντὸς ὀξύθυμός ἐστιν . δριμεῖα χολά : ὀξύχολός ἐστι , παραδείκνυσιν αὐτοῦ τὸ ὀξύχολον . τὰ Δάφνιδος |
| εἴποι , ναυμαχοῦντος αὐτοῦ , κρείττων Ἑρμοκράτους ὁ ἔκγονος : ἡσθήσεται μὲν γὰρ καὶ ὁ πάππος ἔχων τῆς ἀρετῆς διάδοχον | ||
| ] οἷς γὰρ ἕκαστος χαίρει πραττομένοις , οὗτος καὶ λεγομένοις ἡσθήσεται ἐμφρόνως καὶ τοῦτο καὶ φιλοσόφως φησίν : καὶ γὰρ |
| γὰρ ἀντέθηκας ἀνθρώπων τιν ' ; ὅστις εὐθὺς θύννεια θερμὰ καταφαγών , κᾆτ ' ἐπιπιὼν ἀκράτου οἴνου χοᾶ κασαλβάσω τοὺς | ||
| ἐπάγει μετὰ ταῦτα περὶ ταὐτοῦ λέγων μακάριος ἐκεῖνος δέκα τάλαντα καταφαγών . τὸ μέντοι τῶν ὀβολῶν ὄνομα οἱ μὲν ὅτι |
| κράσει τοῦ αε εἰς α μακρόν . . . . αἱρείτω : κατασχέτω . . . . αἰρόπινον : τὸ | ||
| ! ! ] ηι γυναι ? [ ] τεκνος θυμὸν αἱρείτω ? [ ] οὐ γάρ τις ἀνθρώπῳ ? [ |
| καὶ ἀμπεχόνῃ καὶ φωνῇ καὶ βαδίσματι : ὁ μὲν ὡς ἥδιστος ἰδεῖν ὤν , ὁ δὲ ὡς ἀληθέστατος : καὶ | ||
| ' ἀλλήλων μὴ ἡδεῖς ὄντας , οὐχ οἷόν τε . ἥδιστος δὲ ὁ φίλος τῷ φίλῳ . διὰ τοῦτο δὲ |
| τὴν πυγμὴν εἱστήκει , νεφέλη ἐς τὸ στάδιον καταρρήγνυται καὶ διψῶν ὁ Πλούταρχος ἔσπασε τοῦ ὕδατος , ὃ ἀνειλήφει τὰ | ||
| πράξεις ἐπιζεύγνυσθαι . ὥσπερ γὰρ ἐν τοῖς ὕπαρ ὁ μὲν διψῶν ἀρυόμενος ποτὸν ἥδεται , ὁ δὲ θηρίον ἢ ἄλλο |
| σκάρος , λάβραξ , μύραινα , κεστρεύς , χρύσοφρυς , γόγγρος , μελάνουρος , ἀνθίας , σφύραινα : ταύτην δὲ | ||
| δ ' ὁ μὲν κεστρεὺς ὑπὸ λάβρακος , ὁ δὲ γόγγρος ὑπὸ μυραίνης . ἡ δὲ λεγομένη παροιμία κεστρεὺς νηστεύει |
| χροιῇ , τὰς ὅ γ ' ἀναπλώσας ὡσεί τέ τις ὠκύαλος νηῦς χρυσείου ταλάροιο περίσκεπε χείλεα ταρσοῖς . τοῖος ἔην | ||
| βοήσας , ῥίμφα διώκοντες , τὰς δ ' οὐ λάθεν ὠκύαλος νηῦς ἐγγύθεν ὀρνυμένη , λιγυρὴν δ ' ἔντυνον ἀοιδήν |
| οὐδὲ κλῶνα μυρσίνης ἔλαβε , πυρὰ δὲ χέρσος ἀγλαϊσμάτων . μέθηι δὲ βρεχθεὶς τῆς ἐμῆς μητρὸς πόσις ὁ κλεινός , | ||
| ἤμην λάθραι πειρῶν καὶ κλεπτομένην ἀπόλαυσιν ἁρπάζων καὶ νυκτὶ καὶ μέθηι καὶ θεράποντι ? καὶ τιθηνῶι κοινούμενος τὸ πάθος · |
| γοῦν ἐκείνων τοὺς πονηροὺς ἀλιτηρίους ἐκάλουν . καὶ ἄλλως : ἀλιτήριος λέγεται , ὅτι λιμὸς ἐγένετο ἐν Ἀθήναις καὶ οἱ | ||
| νικήσῃ καθ ' ἡμῶν ὁ τῆς ἀληθείας ἐχθρός , ὁ ἀλιτήριος δαίμων : μὴ δὴ τοσοῦτον δυνηθείη ἡ ἡμετέρα κακία |
| ἔθος Ῥωμαίων Ῥωμαῖοι διαφυλάττοντες : ὃ οὐ μόνον διατετήρηκεν ὁ μακάριος ὑμῶν ἐπίσκοπος Σωτὴρ , ἀλλὰ καὶ ἐπηύξηκεν : ἐπιχορηγῶν | ||
| : Ἐὰν ᾖς νοήμων καὶ ποιήσῃς ὡς γέγραπται , ἔσῃ μακάριος : νικήσεις γὰρ μεθόδῳ πενίαν , τὴν ἀνίατον νόσον |
| ἑξῆς τοὺς ἅπαντας ἐρρωμενέστατα ἐμαυτοῦ διετέθην , ἐξ ἕω τε ἀνιστάμενος καὶ βαδίζων μακρὰ καὶ πολλάκις τῆς ἡμέρας , καὶ | ||
| ἐς τοὺς χηραμούς τε καὶ φωλεοὺς ἕρπουσαι . ὁ οὖν ἀνιστάμενος οὔτε ἐμβαίνει τινὶ αὐτῶν οὔτε περιπίπτει . Ὁ κροκόδειλος |
| θῆρας : οὕτως ἦν ἶσος ἀνέμοις . δολίων θ ' ἑρκέων : τῶν λίνων . ἕρκεα γὰρ τὰ λίνα , | ||
| ' ἔπη , οὐ μνημονεύεις οὐκέτ ' οὐδέν , ἡνίκα ἑρκέων ποθ ' ὑμᾶς οὗτος ἐγκεκλῃμένους , ἤδη τὸ μηδὲν |
| ἔσται πρεσβύτης καὶ ῥυπαρός , Ἄρεως δὲ καὶ νεώτερος καὶ ὀργίλος , τοῦ δὲ Διὸς πλού - σιος καὶ ἀγαθός | ||
| παντὸς πονηροῦ καὶ ἀπὸ παντὸς ὁμοίου αὐτοῦ . Μὴ γίνου ὀργίλος : ὁδηγεῖ γὰρ ἡ ὀργὴ πρὸς τὸν φόνον : |
| ἐπιγραφὴν ἔχουσα ” ἤτοι μὲν τόδε καλὸν „ ἀκουέμεν ἐστὶν ἀοιδοῦ τοιοῦδ ' , οἷος ὅδ ' ἐστί , θεοῖς | ||
| μετὰ μέλους τινὸς προέφερεν αὐτὸ ἡ Σφίγξ . διὸ καὶ ἀοιδοῦ Σφιγγός εἶπεν . φονεύσας δὲ ἀντὶ τοῦ φόνου καὶ |
| ὤτρυνα νέεσθαι . οἱ δ ' ὕβρει εἴξαντες , ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ , αἶψα μάλ ' Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς | ||
| ὤτρυνα νέεσθαι : οἱ δ ' ὕβρει εἴξαντες , ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ , αἶψα μάλ ' Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς |
| τέ εἰσιν ἵπποι καὶ ἡνίοχοι δύο , ἑκατέρῳ τῶν ἵππων παρεστὼς ἀνὴρ ἡνίοχος : ὁ μὲν δὴ πρότερος τῶν ἵππων | ||
| . Ἐπειδὴ δὲ τὸν βίον μεταλλάττειν ἤμελλεν ὁ διδάσκαλος , παρεστὼς ὁ τυφλὸς ἐδεῖτο βοηθεῖν αὐτῷ ὅ τι ἔχοι . |
| τούτων ἐμπύροις δυνάμεσιν αὐαινόμενος . τίνα οὖν ἄκη τοῦ καύματος πετραίη σκιά ; τοιαύτη δὲ ἡ ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐν | ||
| τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' ἤδη εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ βίβλινος οἶνος μάζα τ ' ἀμολγαίη |
| τὰ παράδοξα ἐκεῖνα τὰ ἐν ἐμοὶ παίγνια ἐν τῷ δείπνῳ παρετίθει . ὁ δὲ ἐμὸς ἐπιστάτης πρόσοδον εὗρεν ἐξ ἐμοῦ | ||
| βρῶμα διδοὺς ἆθλα τοῦ πορισθέντος οὐχ ἑτέραις ἡδύνων ταῦτα τιμαῖς παρετίθει , πολὺ δὲ μᾶλλον αὐτὸς ἀπολαύων αὐτῶν , νοῦν |
| δ ' ἄρα οὔ , οὐδὲ πολεμική , ἡ δὲ ἀπόλεμος καὶ οὐ φιλογυμναστική ; Οἶμαι ἔγωγε . Τί δέ | ||
| κρεισσόνων [ θεῶν ] ἔρως ἄφυκτον ὄμμα προσδράκοι με . ἀπόλεμος ὅδε γ ' ὁ πόλεμος , ἄπορα πόριμος : |
| μᾶλλον πέφυκε τἀνθρώπῳ . Ὁ δ ' αὖ οὐ πάνυ πονηρὸς καθέστηκεν ἀπὸ τῆς τῶν χρωμάτων τεκμαιρομένων ἡμῶν οἰκειότητος . | ||
| ἔλυσε τοὺς νόμους : εἰ δ ' ἐκβαλεῖν ἀπάτην ἣν πονηρὸς ἄνθρωπος ἐνέθηκέ σοι , μένει μὲν Ἱεροκλῆς ἐν τῷ |
| δὲ εὐφράνας ἀπῆλθεν ἓν τοῦτο ἐγκαλούμενος , ὅτι πρὸς ἀγροὺς ἀποτρέχει . οὗτος ὁ Μάξιμος ξένος μοι γίγνεται πάλαι καὶ | ||
| γάρ εἰσιν ἡμῶν ὤνιοι , ὁ πριάμενός τε πτωχὸς εὐθὺς ἀποτρέχει . Τοὺς Χαιρεφίλου δ ' υἱεῖς Ἀθηναίους , ὅτι |