οὐκ εἰς μακρὰν οἰμωξόμενον μετὰ τὴν κραιπάλην , ὥσπερ ἐν Κρονίοις . φύεται δὲ αὐτόματος καὶ ἐκτρέφεται ὥσπερ ἐν σμήνει
παρεπιδημήσας ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου
7130173 Γναθαινης
τοὺς προλόγους ἐμβάλλομεν . μαστιγίας μώλωπας ὑψηλοὺς ἔχων μετὰ τῆς Γναθαίνης ἀπὸ τύχης ἀνεπαύετο . περιλαμβάνουσα δ ' αὐτόν ,
, Λύκος καὶ Ἐλεύθερος ; Ἐπὶ δὲ τὴν θυγατέρα τῆς Γναθαίνης πτωχῶν ἐραστῶν κωμαζόντων , καὶ ἀπειλούντων κατασκάψειν τὴν οἰκίαν
6544014 Γναθαινιον
δωρεὰν θέλοντ ' ἔχειν . πανηγύρεως οὔσης ποθ ' ἡ Γναθαίνιον εἰς Πειραιᾶ κατέβαινε πρὸς ξένον τινὰ ἔμπορον ἐραστὴν εὐτελῶς
σὺν τοῖς ὀναρίοις , φησί , καὶ ταῖς ἀστράβαις . Γναθαίνιον δ ' εἶπ ' ὦ τάλαν , μὴ δῆτ
6277769 καθεζομενην
ὡς ἔνιοι Γλαυκίδος , ἥν φασι τὴν πρώτην ἡλικίαν ἡταιρηκέναι καθεζομένην ἐν οἰκήματι πρὸς τῷ τοῦ Καλαμίτου ἡρῴῳ , ἔπειτα
τοῦ οἴκου . ἔδοξέ τις τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἐπὶ πορνείου καθεζομένην ἐν ἱματίοις πορφυροῖς ὁρᾶν , καὶ ἐποιησάμεθα τὴν κρίσιν
6199277 ἀπιουσαν
χαλεπωτέρα , καὶ πρὶν ἡσθῆναι καθαρῶς , ἀλγοῦσι τὴν μὲν ἀπιοῦσαν οὐ δυνάμενοι κατασχεῖν , τὴν δ ' ἐπιοῦσαν φρίττοντες
ξένος σατράπης πάνυ γέρων ὡς ἐνενήκοντ ' ὢν ἐτῶν Κρονίοις ἀπιοῦσαν εἶδε τὴν Γναθαίνιον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἐξ Ἀφροδισίου τινός
6079010 Σιδονιος
εἶναι δίκαιον σφάζεσθαι ἧπαρ παρέχοντα καὶ οὖθαρ καὶ νεφρία . Σιδόνιος σοφιστὴς κατὰ πρώτην ἄνοιξιν τοῦ βαλανείου λουόμενος καὶ μηδένα
δὲ μανεὶς ἀπεκρίνατο : Ἔχει τὸ στῆθός σου καρκίνους ; Σιδόνιος ἑκατόνταρχος τοῖς στρατιώταις ἔλεγεν : Σήμερον πολλὰ καθίσατε :
6055093 Χαλκιδεως
ὑπῆρχον δὲ αὐτῷ καὶ ἐκ τῶν πέντε νεῶν στρατιῶται ὑπὸ Χαλκιδέως ἐς πεντακοσίους ξὺν ὅπλοις καταλειφθέντες . ἐπαγγελλομένων δέ τινων
' ἐμοῦ Ἑλλήνων ἀντειλῆφθαι φιλοσοφίας , ἀκουστὴς μὲν γεγονὼς τοῦ Χαλκιδέως πρεσβύτου , θεραπεύων δὲ οὐ τὴν νέαν ᾠδήν ,
5956978 διαστελλομενης
λέγω τὸ μὲν μέσον σημεῖον κατὰ τὴν σύμπτωσιν τῆς ἀρτηρίας διαστελλομένης οὑτωσοῦν ἐπὶ τὰ ἔξω ῥεῖν καὶ πάλιν ἀπὸ τῶν
τῆς ἀποθεραπείας τρόπος οὐκ ἔναιμος , ἀλλὰ συσσαρκωτικὸς ἐπαγέσθω , διαστελλομένης σφόδρα τῆς διαιρέσεως ἢ τῶν διαιρέσεων πρὸς τὸ μὴ
5910963 ἀμων
ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων ὑφείλετο : ἔκλεψεν ἱμονιοστρόφου : σχοινιοπλόκου ἢ
μὴ ἀποκάμνοντα . ὀψαμᾶτα : νωθρέ , ὀψὲ καὶ βραδέως ἀμῶν : ἢ ὄψιμε καὶ γηραιέ . ἀτεράμνου : λιθίνης
5890346 φαγουσα
μεσημβρίας : νοσώδη γὰρ εἶναι τότε . Εὔβουλος : ἠσθένουν φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . Νικοφῶν : ἐὰν δέ
τὸν Δί ' ἠσθένουν γάρ , ὦ βέλτιστε σύ , φαγοῦσα πρῴην σῦκα τῆς μεσημβρίας . ἔστι λαλῶν ἄγλωσσος ,
5881939 θεριζων
ρʹ ἢ καὶ ςʹ , δράγματα δέ εἰσιν ὅσα ὁ θερίζων λαμβάνει ἐν τῇ ἀριστερᾷ χειρί , παρὰ τὸ δράττειν
πίθον . ἐργάζεται δ ' ἐλαφρὰ πρὸς τὰ σιτία ὄγμον θερίζων : τῇ μιᾷ δ ' ἐν ἡμέρᾳ † δαινυσίτ
5860395 ἐμπορου
Ἀρτέμιδι , εἰ βασιλεύσειε , τὸν οἶκον ἅπαντα καθιερώσειν τοῦ ἐμπόρου . Ἦν δέ τις Κροίσῳ φίλος , ἀνὴρ Ἴων
ἡ δὲ πόλις Σῖρις νῦν Πόλιον λέγεται ἀπὸ Πόλιδος Κασέως ἐμπόρου . Σῖρις πόλις Σικελίας πλησίον τοῦ Μεταποντίου καὶ ποταμός
5857839 περικοπης
τὴν μίαν καὶ τὰς δύο διὰ τῆς παρὰ τοῖς ἀκρωμίοις περικοπῆς ἀναιρεῖν . εἰ δὲ μείζονος τοῦ κεφαλίου ὑπάρχοντος ἡ
περὶ τῶν ἄλλων ἀπολογῶμαι . Περὶ δὲ τῶν ἀναθημάτων τῆς περικοπῆς καὶ τῆς μηνύσεως , ὥσπερ καὶ ὑπεσχόμην ὑμῖν ,
5813349 ἐξελθοντι
εἰσιὸν ἀνίαν ἐμποιεῖ δριμύσσον αὐτούς . ἐν δὲ τοῖς σαβάνοις ἐξελθόντι εὔκρατον κέλευε μεταλαμβάνειν ἢ πτισάνην καθ ' αὑτὴν ἢ
ἀπαιτῆσαι τὴν ἐγγύην , εἰ μὴ προπέρυσιν , ἐν τῷ ἐξελθόντι ἐνιαυτῷ : καὶ εἰ μὲν αὐτῷ ἀπεδίδουν , κομίσασθαι
5806910 μειρακυλλιον
νὴ τὼ θεώ . . . . λέγουσι Ποντικόν τι μειρακύλλιον ἀναπαυόμενον μετὰ τῆς Γναθαίνης ἀξιοῦν πρῷον γενόμενον , ὥστε
οἰκέτην θ ' ἕνα πατρῶιον . ἤδη δ ' ἐστὶ μειρακύλλιον ὁ παῖς ὑπὲρ τὴν ἡλικίαν τὸν νοῦν ἔχων :
5801912 ἑψητον
σῖτος πολὺς καὶ οἶνος φοινίκων καὶ ὄξος [ καὶ ] ἑψητὸν ἀπὸ τῶν αὐτῶν . αὐταὶ δὲ αἱ βάλανοι τῶν
δεδείπναμεν . Ὃν χρὴ δεδειπνάναι πάλαι . Ἀγαπῶν τε κἂν ἑψητὸν ἐν τεύτλοις ἕνα διὰ δωδεκάτης ἑψόμενον ἡμέρας ἴδῃ .
5799589 γελωτοποιου
προσώπου . Καὶ ὁ μὲν Διόνικος οὐ μεῖον εὐδοκιμήσας τοῦ γελωτοποιοῦ ἐπὶ τῇ διηγήσει πλησίον τοῦ Ἱστιαίου παραβύσας ἑαυτὸν ἐδείπνει
φύσιν : πόρρω δ ' ἐν ὑστάτοις ἰδεῖν τὴν τοῦ γελωτοποιοῦ Θερσίτου πίθηκον ἐνδυομένην . κατὰ τύχην δὲ τὴν Ὀδυσσέως
5793819 ἐρανου
σκευασία ρμθʹ . Θυμιάματος μυρεψικοῦ καλοῦ σκευασία ρνʹ . Θυμιάματος ἐράνου σκευασία ρναʹ . Θυμίαμα τῆς κυρίας Ῥωμύλου ρνβʹ .
χρόνον τοῦτον ὃν ἀφεῖται , κἂν τύχῃ γ ' , ἐράνου τινός , πανηγυρίσας ἥδιστ ' ἀπῆλθεν οἴκαδε . οἱ
5786368 δαμασκηνα
γεωργικοῖς αὐτοῦ φησιν , ὅτι καλῶς ἐγκεντρίζεται τὰ μῆλα εἰς δαμασκηνά , καὶ ὅτι τὸ μῆλον εἰς κίτριον ἐγκεντριζόμενον σχεδὸν
καὶ ἀπὸ παρασπάδων φυτεύεσθαι , ἔστι ταῦτα : βερικόκκια , δαμασκηνά , ἀμύγδαλα , φοῖνιξ , πιστάκιον . Ὀρύξας βόθρον
5784581 ληκυθου
λευκὸν ἐπρίω τῇ θεῷ εἰς τὰς τριόδους ; τῆς μυρηρᾶς ληκύθου πρὶν κατελάσαι τὴν σπαθίδα , γεύσασθαι μύρου φέρ '
χορεύων ληκύθιον ἀπώλεσεν . Οἴμοι πεπλήγμεθ ' αὖθις ὑπὸ τῆς ληκύθου . Ἀλλ ' οὐδὲν ἔσται πρᾶγμα : πρὸς γὰρ
5772824 κοιμησεως
οὐκ ἀπελπίζω κοιμωμένοις ἐπιστάντα δυνατῶς ἕξειν ἐκ τοῦ τρόπου τῆς κοιμήσεως γνῶναι , ποία τις ἡ τοῦ καθεύδοντος διάθεσις ,
τῶν πνευμάτων , ἀλλὰ παρέμειναν τὰ πνεύματα αὐτοῖς μέχρι τῆς κοιμήσεως αὐτῶν . καὶ εἰ μὴ ταῦτα τὰ πνεύματα μετ
5753559 ἀντλιας
δείξω μόνον παραθῶ τε δεῖπνον ὄζον αὔρας Ἀττικῆς . ἐξ ἀντλίας ἥκοντα καὶ γέμοντ ' ἔτι φορτηγικῶν μοι βρωμάτων κἀγωνίας
κατεσκεύαστο δὲ καὶ οἰκήματα πλείω τοῖς ἐπιβάταις καὶ τοῖς τὰς ἀντλίας φυλάττουσιν . ἱππῶνες δὲ ἦσαν ἑκατέρωθεν τῶν τοίχων δέκα
5744905 Μανιαν
Διφίλου . μετὰ ταῦτα δ ' ἡ Γνάθαινα πρὸς τὴν Μανίαν ἐλοιδορεῖτο καὶ λέγει , Τί τοῦτο , παῖ ;
ἤθελον . αἰτουμένην λέγουσι τὴν πυγήν ποτε ὑπὸ τοῦ βασιλέως Μανίαν Δημητρίου ἀνταξιῶσαι δωρεὰν καὐτόν τινα . δόντος δ '
5737191 Εὐτραπελος
ἔλεγεν : Ἐκεῖ ὄρυττε καὶ μὴ παρὰ τὰ ἐμά . Εὐτράπελος χοῖρον κλέψας ἔφευγεν . ἐπεὶ δὲ κατελαμβάνετο , θεὶς
ἐνέπω . ἔπω δὲ ἔπος , ὡς τεύχω τεῦχος . Εὐτράπελος . παρὰ τὸ τρέπω ῥῆμα , οὗ βʹ ἀόριστος
5726828 πυριασθαι
καὶ γυμναζόμενοι πάντα , καθάπερ Ἠλεῖοι νομίζουσι . τὸ δὲ πυριᾶσθαι καὶ ξηραλοιφεῖν , ἐπειδὴ τῆς ἀγροικοτέρας γυμναστικῆς ἔχεται ,
' ἱκανῶς , μάλιστα εἰ καὶ διαχωρήσαι , λούεσθαι καὶ πυριᾶσθαι καὶ σιτίον ἐσθίειν ὀλίγον καὶ πόμα ὑδαρὲς πίνειν .
5720092 Ἀσπασιας
, . Ἀντισθένης δ ' ὁ Σωκρατικὸς ἐρασθέντα φησὶν αὐτὸν Ἀσπασίας δὶς τῆς ἡμέρας εἰσιόντα καὶ ἐξιόντα ἀπ ' αὐτῆς
ἑτέρωθεν χρὴ τὸ σύμβολον ζητεῖν : οὐδέ γε ὑπὲρ μὲν Ἀσπασίας διαφέροντα τῶν Ἑλλήνων αὐτὸν ἔδει προσειπεῖν , τῷ δὲ
5704191 καταπλευσαντος
τῆς Ναξίας ἐπὶ τὸν προειρημένον τόπον , ἅμα καὶ Μάγωνος καταπλεύσαντος . προσφάτως δὲ πυρὸς ἐκραγέντος ἐκ τῆς Αἴτνης μέχρι
καὶ πρὸς τοὺς πολίτας φιλανθρώπως . Μετὰ δὲ ταῦτα Νικάνορος καταπλεύσαντος εἰς τὸν Πειραιᾶ κεκοσμημένῳ τῷ στόλῳ τοῖς ἀπὸ τῆς
5703591 σωμασκιας
λουτρὸν τὸν νεανίαν ἐπηγγείλατο αὐτάρκη αὐτῷ ἐφόδια εἰς τὴν τῆς σωμασκίας ὑποτροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν διηνεκῶς παρέξειν , εἰ διαδέξαιτο αὐτοῦ
πλείστης ἐπιμελείας δεῖσθαι τὸ πάθος τοῦτο καὶ φυλακῆς τε καὶ σωμασκίας οὐ τῆς τυχούσης . τὸ μὲν γὰρ κενωθέντος τοῦ
5696097 ἐμπιπτωσι
„ νὴ Δί ' , ” εἶπεν ” ἵνα μὴ ἐμπίπτωσι τῇ ποίμνῃ οἱ λύκοι . „ τί δ '
καὶ ὁ ἀργέστης . Γίνονται δὲ ἐκνεφίαι ὅταν εἰς ἀλλήλους ἐμπίπτωσι πνέοντες μάλιστα μὲν μετοπώρου τῶν δὲ λοιπῶν ἔαρος .
5684293 ἐτυφλωθη
καὶ βιαζόμενος τὴν θεὸν ὑπὸ Διὸς ἐκεραυνώθη . Οὐαλέριος Οὐηστῖνος ἐτυφλώθη ὑπὸ Λευκίου Οὐμβρίου διὰ τὸν τοῦ υἱοῦ Ῥουστίκου θάνατον
ὑπὸ λῃσταῖς ἔγραψε περὶ λύτρων : ἡ γυνὴ αὐτοῦ δακρύουσα ἐτυφλώθη , ὁ παῖς ἐξελθὼν δέδωκεν ἑαυτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς
5683269 διαπαιζων
; ὁπότε καὶ Ἀντιφάνης ὁ κωμῳδιοποιὸς ἐν Οἰνομάῳ ἢ Πέλοπι διαπαίζων ἔφη : τί δ ' ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι ,
, ” γενώμεθα τῆς Πελοποννήσου , ποιήσομεν ” διαχλευάζων καὶ διαπαίζων αὐτοὺς τῆς ἀβουλίας καὶ ἀκαιρίας : τότε γὰρ ἔδει
5672253 ἰχθυδιου
καὶ αὐτῶν ἐσθίουσιν , οἱ δὲ καυκαλίδας ὡσαύτως μετά τινος ἰχθυδίου ἑφθὰς καὶ μάραθρα ὁμοίως , οἱ δὲ τεῦτλα καὶ
ἀφυῶδες μὲν χρῶμα λέγεται τὸ λευκοπέλιον ἀπὸ τῆς ἀφύης τοῦ ἰχθυδίου ὠνομασμένον . μετάρσιον δὲ κυρίως μὲν τὸ ὑψηλὸν λέγεται
5660830 ΘΒΛ
ὅλη μοιρῶν Ϙ # : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΘΒΛ γωνία . ὥστε ἐπεί , οἵων ἐστὶν ἡ μὲν
τὸ ἄρα πρίσμα τὸ περιεχόμενον ὑπὸ δύο μὲν τριγώνων τῶν ΘΒΛ , ΕΖΗ , τριῶν δὲ παραλληλογράμμων τοῦ ΕΒΖΘ καὶ
5660817 Πανιας
Ἀλήιον πεδίον . τὸ ἐθνικὸν Πανιεύς , καὶ τὸ θηλυκὸν Πανιάς . ἔστι δὲ καὶ Πάνιον σπήλαιον Παλαιστίνης , ἀφ
. . . . . ξζ δʹ λγ Ϛʹ Καισάρεια Πανιάς . . . . . . . ξζ γοʹ
5659748 νεοφυτον
μελίσσια . εἰ μὴ Προμηθεύς εἰμι , τἄλλα ψεύδομαι . νεόφυτον : εὐτελὲς μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ
μάθος μαλθακόν μάνην μελαναίων μελῳδός μικροπολιτικόν μύξαν ναύτριαι νεαλές νεανιεύεσθαι νεόφυτον Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων
5655026 Ἀντιγενη
τὸ μῆκος στρατιωτῶν οὐκ ὀλίγων οἱ περὶ τὸν Εὐμενῆ καὶ Ἀντιγένη ἠξίωσαν τὸν Πευκέστην ἐκ τῆς Περσίδος μεταπέμψασθαι τοξότας μυρίους
κατεκρήμνισαν αἰκισάμεναι . καὶ αὐτὸς δὲ τοὺς ἰδίους ἀνεῖλε κυρίους Ἀντιγένη καὶ Πύθωνα . περιθέμενος δὲ διάδημα καὶ πάντα τὰ
5654270 πολεμουμενον
γὰρ εἶναι τοὺς ἀφῃρημένους τὴν γῆν , ἄλλον δὲ τὸν πολεμούμενον . καὶ εἶναι δεινόν , εἰ ὁ μὲν προσερεῖ
περιποθήτου πᾶσιν ἔτι ὄντος , εἰσηγήσατο καλεῖν ἐξ Ἰβηρίας , πολεμούμενον ἔτι πρὸς τῶν Καίσαρος στρατηγῶν , ἀντί τε τῆς
5651767 θοινης
ἔχει : τίς γὰρ ἐκεῖ χρεία μουσικῆς αὐτῶν τῶν ἀπὸ θοίνης τερπόντων : τείνουσι δὲ βοήν , ἀντὶ τοῦ ᾄδουσι
: τὸ εἰρηνικὸν καὶ εὔνομον τῆς διαίτης σημαίνει . ἄγευστος θοίνης καὶ τροφῆς καὶ τῶν ὁμοίων . κατὰ γενικὴν τίθεται
5642885 σαπρας
παῦε παῦε , μὴ λέγε : ὄζει κάκιστον τοὐνύπνιον βύρσης σαπρᾶς . εἶθ ' ἡ μιαρὰ φάλλαιν ' ἔχουσα τρυτάνην
μάλιστ ' Ἀθηναίων πολύ . πίνων οὖν ποτε παρά τινι σαπρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησί , δειπνεῖν δεῖ
5642269 Καλεσας
Χεβρὼν μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ . Ἀντίγραφον λόγων Ἰσάχαρ . Καλέσας τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ , εἶπεν αὐτοῖς : Ἀκούσατε ,
' οἰκίας , οἷς δὲ μή , ἐν τάξει . Καλέσας δὲ καὶ ὁ Φεραύλας τὸν Σάκαν τὸν δόντα τὸν
5642106 Τεισιας
Φεῦ , δεινῶς γ ' ἔοικεν ἀποκεκρυμμένην τέχνην ἀνευρεῖν ὁ Τεισίας ἢ ἄλλος ὅστις δή ποτ ' ὢν τυγχάνει καὶ
πολλῶν οἷον ἐκ διαδοχῆς κατὰ μέρος προαγαγόντων οὕτως ηὐξήκασι , Τεισίας μὲν μετὰ τοὺς πρώτους , Θρασύμαχος δὲ μετὰ Τεισίαν
5638139 Ἰουδαιου
Ἰούδα καὶ Ἰδουμαία , ὡς δὲ Κλαύδιος Ἰόλαος , ἀπὸ Ἰουδαίου Σπάρτωνος ἐκ Θήβης μετὰ Διονύσου ἐστρατευκότος . : Λάμπη
: οἷς δ ' αὐτὸς παρατυχεῖν φησιν ὑπ ' ἀνδρὸς Ἰουδαίου κατὰ τὴν στρατείαν γενομένοις , τοῦτο παραθήσομαι . λέγει
5622666 παγκρατιαστου
. Φιγαλεῦσι δὲ ἀνδριάς ἐστιν ἐπὶ τῆς ἀγορᾶς Ἀρραχίωνος τοῦ παγκρατιαστοῦ , τά τε ἄλλα ἀρχαῖος καὶ οὐχ ἥκιστα ἐπὶ
Νέμεα νικήσαντος καὶ τοῦ ἀλείπτου αὐτοῦ Μελησίου , ὥς τινες παγκρατιαστοῦ . τοῖς γὰρ τρισί , φησιν ὁ Δίδυμος ,
5612081 Ἠλεκτρυονος
τὴν οἰκειότητα τοῦ σημείου αὐτοῦ : ἄλλως : ἢ ἀπὸ Ἠλεκτρυόνος τοῦ πατρὸς Ἀλκμήνης ἢ ἀπὸ Ἠλέκτρας τῆς Ἀμφίονος .
τὴν οἰκειότητα τοῦ σημείου αὐτοῦ : ἄλλως : ἢ ἀπὸ Ἠλεκτρυόνος τοῦ πατρὸς Ἀλκμήνης ἢ ἀπὸ Ἠλέκτρας τῆς Ἀμφίονος .
5609234 κιθαρῳδιας
αἱ Μοῦσαι γενόμεναι , καὶ τῶν ὀμμάτων αὐτὸν καὶ τῆς κιθαρῳδίας ἐστέρησαν . Θᾶττον ἢ Βούτης : τῶν ἐπὶ τῇ
τινὲς ἐπὶ τὸ γελοῖον παρῳδὰς ἐξεῦρον , οὕτω καὶ τῆς κιθαρῳδίας πρῶτος Οἰνώπας , ὃν ἐζήλωσαν καὶ ἄλλοι . καὶ
5603165 Σαβακων
προβασιλευσάντων . πολλοῖς δ ' ὕστερον χρόνοις ἐβασίλευσε τῆς Αἰγύπτου Σαβάκων , τὸ μὲν γένος ὢν Αἰθίοψ , εὐσεβείαι δὲ
: Πέμπτη καὶ εἰκοστὴ δυναστεία Αἰθιόπων βασιλέων τριῶν . αʹ Σαβάκων , ὃς αἰχμάλωτον Βόχχωριν ἑλὼν ἔκαυσε ζῶντα , καὶ
5600099 ἀναχωρησασα
μανιῶν , ἵν ' ᾖ : ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου : μέσον μ ' ὀχμάζεις : συνέχεις ἐπαίρεις
μανιῶν , ἵν ' ᾖ : ἄνες με τῆς μανίας ἀναχωρήσασά μου : μέσον μ ' ὀχμάζεις : συνέχεις ἐπαίρεις
5597790 ἀναλωσε
, ἔλεγεν : ὦ καταισχύνας τὸ γένος . πάντα γὰρ ἀνάλωσε τὰ πατρῷα εἰς ἀσωτίαν . ἐπιδόσεων δέ ποτε γινομένων
ὑπὲρ εὐνοίας τῆς πόλεως τριηραρχῶν καὶ τὰ τοιαῦτα ἄλλα ποιῶν ἀνάλωσε τὴν οὐσίαν . . . . στρατεύεσθαι ] ἀντὶ
5594304 προπιειν
καὶ προπόσεις ὀρέγειν ἐπὶ δεξιὰ καὶ προκαλεῖσθαι ἐξονομακλήδην , ὧι προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοιούτων πόσεων γλώσσας τε
κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' ἀπὸ τοι - ούτων πόσεων
5593094 ἀστραγαλων
οὐκ ἀσήμου Κλεισώνυμον , ἢ ὥς τινες Αἰάνην , περὶ ἀστραγάλων ὀργισθεὶς ἀπέκτεινεν : ἐπὶ τούτωι δὲ φυγὼν εἰς Φθίαν
, ὥσπερ ἐν ταῖς τῶν παίδων ἀγέλαις αἱ περὶ τῶν ἀστραγάλων διαμάχαι καὶ ῥητορικαί , ἀφαιρουμένων ἀλλήλους , καὶ ἀδικούντων
5583901 ΔΒΗ
ΑΒΔ : λοιπὴ ἄρα ἡ ὑπὸ ΛΒΑ λοιπῇ τῇ ὑπὸ ΔΒΗ ἐστὶν ἴση . ἀλλὰ καὶ ἡ ὑπὸ ΒΔΗ τῇ
ἡμίσειά ἐστιν ὀρθῆς : ἡ ἄρα ὑπὸ ΔΗΒ τῇ ὑπὸ ΔΒΗ ἐστιν ἴση : ὥστε καὶ πλευρὰ ἡ ΒΔ πλευρᾷ
5583082 ἀποπνεων
ἰχθύων , πάντων τῶν τοιούτων ἁπλῶς ξηραντήριον . ὄζων ] ἀποπνέων . τρυγός ] οἴνου . τρασιᾶς ] ὀσμῆς .
ἀνόητε . . , μωρέ . Κρονίων ὄζων ] μωριῶν ἀποπνέων , μωρίας βρωμῶν . , παλαιῶν μωριῶν . μωρίας
5580282 λαληθρον
ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς
κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν
5577365 ἐπιλειπουσης
. τῆς γὰρ ἔξω τροφῆς δῃουμένης , τῆς δὲ ἔνδον ἐπιλειπούσης ἑώρων μέν , ὡς οὐκ ἔνεστιν ἕτερον τρόπον ἐλευθέρως
στήλαις ἔξωθεν φερόμενοι , τοσῷδ ' ἰσχναίνονται πλέον τῆς τροφῆς ἐπιλειπούσης : εἶναί τε παρὰ θαλάττιον ὗν τὸ ζῷον τοῦτο
5576247 Βαλιος
, . . . . + . . , . Βαλιός : ὄνομα τοῦ ἵππου τοῦ Ἀχιλλέως . σημαίνει δὲ
, . . . . + . . , . Βαλιός : ὄνομα τοῦ ἵππου τοῦ Ἀχιλλέως . σημαίνει δὲ
5574656 θρεψομεν
ὀλίγου ϲὺν ἐλαίῳ ναρδίνῳ : περὶ δὲ τὴν τετάρτην ἡμέραν θρέψομεν τοῖϲ ῥοφήμαϲι ϲὺν ὀλίγῳ μέλιτι , μετὰ δὲ τὴν
Μή ποτ ' αὐτῶν τι ἀτελὲς ἐπιχειρῶσιν ἡμῖν μανθάνειν οὓς θρέψομεν , καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί , οἷ πάντα
5570941 ἀμφιπολοιο
ἀλλ ' οὐδ ' ὧς ἀπίθησεν , ὅτ ' ἔκλυεν ἀμφιπόλοιο μῦθον ἀνώιστον , διὰ δ ' ἔσσυτο θαμβήσασα ἐκ
ἐστὶ κριβάνων ἑδώλια . Καί κ ' ἐπιθυμήσειε νέος νῆς ἀμφιπόλοιο . Κοιτὼν ἁπάσαις εἷς , πύελος δὲ μί '
5569320 διαχριεσθω
τῷ κόλπῳ ἰσχάδας μετὰ νίτρου ἤ τι τῶν παραπλησίων ἢ διαχριέσθω κεδρίᾳ μετ ' ἐλαίου παλαιοῦ . Ἁπλοῦν δὲ ἐστὶ
ἢ λυκίου ἀφεψήματι ἀναγαργαριζέσθω , ἢ τρυγὶ οἴνου μετὰ μέλιτος διαχριέσθω . ἢ μυρίκης καρπὸν λειώσας μετὰ μέλιτος διάχριε .
5564418 ἀρεσασθαι
ἡ ἐπὶ πρόθεσις . ἑπέτις : ἀκόλουθος ἦν νεάζουσα . ἀρέσασθαι : πεῖσαι . θευμορίη : ἐκ θεῶν μεμοιραμένη νόσος
λιμένων καὶ ἔργων ἀργυρείων καὶ συμμάχων , βουλόμενος καὶ πλουσίους ἀρέσασθαι καὶ πένητας οἰκειώσασθαι , ἵνα συμψήφους λάβῃ περὶ τῆς
5564313 ἐαθηναι
ἀλλ ' οὐκ ἄξιον εὔχεσθαι μὴ χωρὶς ἐπιστάτου καὶ ἡγεμόνος ἐαθῆναι τὸ συγγενὲς καὶ συμφυὲς ἡμῶν ἑκάστῳ ποίμνιον , ὡς
πέρδικά τις ἀγρεύσας ἤθελε ταύτην καταθῦσαι . ἡ δὲ παρεκάλει ἐαθῆναι καὶ πολλὰς πέρδικας προσάξει τῷ κυνηγέτῃ . ὁ δὲ
5563787 βασκανιον
τῶν ἐν θαλάττῃ τὴν ἐργασίαν καὶ τὸν βίον ποιουμένων . βασκάνιον : ὃ οἱ ἀμαθεῖς προβασκάνιον . ἔστι δέ τι
κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως . τί δῆτά σοι δράσω ,
5560065 Νεανισκος
εἶπεν : Ἀκούσατε , ὦ ἄνδρες , διηγήματος τερπνοῦ : Νεανίσκος ποτὲ ὄνον ἐμισθώσατο Ἀθήνηθεν Μέγαράδε : μεσημβρίας δὲ καταλαβούσης
οὕτως ἀνέλθω . βιαζόμενος οὖν πάλιν τὰ στρώματα κατετίλησεν . Νεανίσκος πρὸς τὴν γυναῖκα οὖσαν ἀσελγῆ εἶπε : Κυρία ,
5559270 ἐκαθευδε
ὅτε δὴ λέγεται καθεύδειν ὁ Πὰν ἐκλελοιπὼς τὴν θήραν . ἐκάθευδε δ ' ἄρα πρότερον μὲν ἀνειμένος τε καὶ πρᾷος
[ ἡ διπλῆ περιεστιγμένη ὅτι ] Ζηνόδοτος [ γράφει ] ἐκάθευδε . . γ . Α . . Ο .
5558339 ϲηϲαμῳ
βολβῶν Ἄφρων ἴϲα ὄξει ϲυλλεάναϲ ἐπιτίθει . φλεγμονῆϲ δὲ γενομένηϲ ϲηϲάμῳ λείῳ κατάπλαϲϲε ἢ χόνδρῳ ϲὺν ὄξει ἑφθῷ . ἐλαφρὰ
αὐτοὺϲ γύρει ϲὺν λινοϲπέρμῳ ἢ τήλει μεθ ' ὑδρομέλιτοϲ ἢ ϲηϲάμῳ μετὰ μέλιτοϲ ἢ βουτύρῳ λελειοτριβημένῳ . παραιτεῖϲθαι δὲ δεῖ
5552057 κατεγελασε
ἐς τοῦ Ἡφαίστου τὸ ἱρὸν ἦλθε καὶ πολλὰ τῷ ἀγάλματι κατεγέλασε . Ἔστι γὰρ τοῦ Ἡφαίστου τὤγαλμα τοῖσι Φοινικηίοισι Παταΐκοισι
φυλάττει τὰ ἔνδον καὶ εἰσελθεῖν ἡμῖν οὐκ ἐπιτρέπει . ” κατεγέλασε Θήρων , δειλὸν εἰπὼν καὶ νεκρότερον τῆς τεθνεώσης .
5543086 Ἐπικρατης
ὑπὸ τούτων τῶν τριχῶν εἱλκόμην , κονδύλους ἔλαβον . ” Ἐπικράτης : Ἰσαῖος ἐν τῷ περὶ τῶν ἐν Μακεδονίᾳ ῥηθέντων
ἐν τῷ περὶ τῆς πρεσβείας . ἕτερος δ ' ἐστὶν Ἐπικράτης οὗ μνημονεύει Λυκοῦργος ἐν τῷ περὶ διοικήσεως , λέγων
5542257 παιδισκης
εἰσῆλθε μὲν εἰς τὴν οἰκίαν τὴν ἑαυτοῦ : τῆς δὲ παιδίσκης , ἣν εἶχεν ἐλευθέραν οὖσαν ἐκ Μεγάλης πόλεως ἀνειληφὼς
' ἐξ ἐφήβων ἐγένετο , ἀγαγεῖν αὐτὸν ἐπ ' οἴκημα παιδίσκης καὶ φάναι τοῦτον αὐτῷ πατρῷον εἶναι τὸν γάμον :
5537439 Φιλοξενου
μὴ πίνειν ὕδωρ . Ὅτε τοῦ παρασιτεῖν πρῶτον ἠράσθην μετὰ Φιλοξένου τῆς Πτερνοκοπίδος νέος ἔτ ' ὤν , πληγὰς ὑπέμενον
καταφρονῆσαι τῶν καλῶν ἐκείνων , ἐν οἷς ἀνετράφη , τὰ Φιλοξένου δὲ καὶ Τιμοθέου ἐκμανθάνειν , καὶ τούτων αὐτῶν τὰ
5534125 ἐξωρμησε
χρησμοῦ δοθέντος Ὀβόδᾳ κληθεῖσα ὑπὸ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἀρέτα . ἐξώρμησε γὰρ Ἀρέτας εἰς ἀναζήτησιν τοῦ χρησμοῦ : ὁ δὲ
ξυνέμιξεν , ὥστε ἀποτραπόμενος Ἀλέξανδρος ἐς τὸ διώκειν αὖθις Δαρεῖον ἐξώρμησε : καὶ ἐδίωξεν ἔστε φάος ἦν : καὶ οἱ
5531157 λιθιασιν
ἐδέσματα τοιούτου πού τινος γένους : καὶ γὰρ ὕδερον ἢ λιθίασιν ἐπάγουσι τοῖς ἐπὶ πλέον αὐτοῖς χρησαμένοις γέρουσιν , ἐμφραχθέντος
πιεῖν μετὰ οἴνου εἰς κοίτην . [ Εἰς δυσουρίαν καὶ λιθίασιν . ] Λινοσπέρμου , πεπέ - ρεως , πετροσελίνου
5529117 ἐμισθωσατο
. κόμματα τὰ παραχαράγματα . γραῦς ἐστι τις , ἥτις ἐμισθώσατο πρώην νεανίσκον δίκαιον ἐπὶ τῷ γαμεῖν : οὗτος δὲ
ἔλαβεν , οὔτε τέκτονας οὔτε λιθοξόους οὔτε τοὺς ἄλλους δημιουργοὺς ἐμισθώσατο , ἀλλὰ κατὰ τῆς δούσης πόλεως μισθὸν τοῖς δορυφόροις
5528378 χωριζομενους
ἰδίων ὅπλων , ἀνυπονοήτους δὲ ἔξω τοῦ χάρακος περιστήσας τοὺς χωριζομένους ἁλίσκεσθαι προσέταττεν καὶ ἀνερευνᾶσθαι . Ὅτι καὶ Πομπίσκος κατασκόπους
ἡμέραν . καὶ μὴ μέχρι τῶν δεκαπέντε ἢ εἴκοσι μιλίων χωριζομένους ἐπιποιεῖσθαι τὰς τοιαύτας αἰφνιδίους ἐπελεύσεις , ἵνα φθάζουσιν ἀμφότεροι
5527764 Ἀμαρυνθος
νγʹ Ϛʹʹ ληʹ Ἐρέτρια νγʹ ∠ ʹʹγʹʹ λζʹ ∠ ʹʹγʹʹ Ἀμάρυνθος νδʹ ιβʹʹ λζʹ ∠ ʹʹδʹʹ Λέων ἄκρα νδʹ δʹʹ
ἄλκιμα τέκνα , Λυγκεὺς καὶ Βαλίος πόδας αἰνετὸς ἠδ ' Ἀμάρυνθος : τοὺς δὲ μέτ ' ἄλλοι πολλοὶ ἐπέσσυθεν ἐμμεμαῶτες
5526169 οἰνανθας
Νεμείοις παγκρατίου στέφανον , οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ ' οἰνάνθας ὀπώραν , ἐκ δὲ Κˈρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς
τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς . 〚
5520162 ἐπησθιεν
: πρὸ τοῦ δ ' ὑπὸ τῆς πενίας ἅπαντ ' ἐπήσθιεν . Καὶ μὴν πρὸ τοῦ γ ' ὁσημέραι ,
δὲ λεπτῷ χρωτὶ πολεμιώτατον . κρέασι βοείοις χλωρὰ σῦκ ' ἐπήσθιεν ἄμους ' ὑλακτῶν ὥστε βαρβάρῳ μαθεῖν . τὸ μὴ
5519221 Μυρτιου
ἂν ἐγένετο , μηδ ' οὕτω μανείην , ὡς ἐκλαθέσθαι Μυρτίου , καὶ ταῦτα ἤδη μοι κυούσης παιδίον . Ἐμάνης
. αἱ δὲ κάλλισται τῶν οἰκιῶν , φησίν , οὐ Μυρτίου καὶ Μνησίδος καὶ Ποθεινῆς προσαγορεύονται ; καίτοι Μνησὶς μὲν
5517995 Τριοπαν
ἄλλῳ τῶν θησαυρῶν . Κνίδιοι δὲ ἐκόμισαν ἀγάλματα ἐς Δελφοὺς Τριόπαν οἰκιστὴν τῆς Κνίδου παρεστῶτα ἵππῳ καὶ Λητὼ καὶ Ἀπόλλωνά
Ὄχιμον , Κέρκαφον , Μάκαρα , Ἀκτῖνα , Τενάγην , Τριόπαν , Κάνδαλον , θυγατέρα δὲ μίαν , Ἠλεκτρυώνην ,
5517654 πανδημου
περιφανὲς τὸ τοῖς μαθηταῖς ἐνδιδόναι μικρὰν ἐντεῦθεν ἔχειν ῥᾳστώνην εἴτε πανδήμου τινὸς ἑορτῆς ἀγομένης εἴτε σύγγραμμα νέου πεπληρωκότος , ἐφ
κατεῖχε καὶ σκότος . Ἑταίρα ὄνομα , οὐκ ἐκ τοῦ πανδήμου καὶ ἀσελγοῦς ἐπιτηδεύματος . αἰσχύνασαι τὴν λατρείαν τὴν περὶ
5511820 ἐνειματο
κοινωνὸν ὄντα τῆς ἀρχῆς τὸ μέρος ἀφείλετο καὶ οὐδέτερα αὐτῶν ἐνείματό σοι . ” Λοιπὸς δ ' ἐς τὴν περιπόθητον
κοινωνὸν ὄντα τῆς ἀρχῆς τὸ μέρος ἀφείλετο καὶ οὐδέτερα αὐτῶν ἐνείματό σοι . ” Λοιπὸς δ ' ἐς τὴν περιπόθητον
5509924 ἐκτινει
θεοῦ : ἡνίκα δὲ Αἴγυπτος τὰς ὑπὲρ τῶν ἀσεβηθέντων δίκας ἐκτίνει , τοῦ βασιλεύοντος τῆς χώρας Φαραὼ θεός . διὰ
δύσμαχα δ ' ἐστὶ κρῖναι . φέρει φέροντ ' , ἐκτίνει δ ' ὁ καίνων . μίμνει δὲ μίμνοντος ἐν
5509441 Μυουντος
τοῦ συμβεβηκότος περὶ τὸν Διόνυσον : εἰ δὲ καὶ ἀπὸ Μυοῦντός τινος Ἀττικοῦ , ὃν ἐν κυνηγίῳ διαφθαρῆναι Ἀπολλόδωρος λέγει
τοῦ συμβεβηκότος περὶ τὸν Διόνυσον : εἰ δὲ καὶ ἀπὸ Μυοῦντός τινος Ἀττικοῦ , ὃν ἐν κυνηγίῳ διαφθαρῆναι Ἀπολλόδωρος λέγει
5509371 Τεταρτῳ
δεξιὸν αὐτῶν ἄχρι τοῦ στρατοπέδου , καὶ πολλὰς καταβαλεῖν . Τετάρτῳ δὲ μηνὶ συνθήκας γενέσθαι διὰ τῆς Ἱππολύτης : Ἱππολύτην
τῶν ἀρίστων ὡς ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα στρατευσομένων καὶ παρασκευαζομένων . Τετάρτῳ δὲ ἔτεϊ Αἰγύπτιοι ὑπὸ Καμβύσεω δουλωθέντες ἀπέστησαν ἀπὸ Περσέων
5505577 ἐδυσχεραινε
Πολύβιος ἱστορεῖ ἐν τῇ πρώτῃ καὶ τριακοστῇ τῶν ἱστοριῶν , ἐδυσχέραινε καὶ ἐκεκράγει , ὅτι τινὲς τὰς ξενικὰς τρυφὰς εἰσήγαγον
ὄνομα δὲ τὸ Χαιρέου πολλὰ ἀνέκλαυσε καὶ πρὸς τὴν δίκην ἐδυσχέραινε . “ τοῦτο γὰρ ” φησὶ “ μόνον ἔλιπέ
5502032 δεπα
ἔνοπλοι κοῦροι ποτὶ τὰν Ἄρεως κίνασιν . τὺ ? ? δεπα ? ? [ πέφαται ? παν ? [ μετάδος
. . . . . . . . . . δεπα . . . . . . . . .
5501760 ἁβρας
, εἰ νόμους ἔγραψεν αὐτοῖς ἐναγωνίους ἐξ Ἰωνίας ἥκων τῆς ἁβρᾶς . κατὰ δὲ τὴν τρίτην καὶ τριακοστὴν Ὀλυμπιάδα παγκράτιον
σχεῖν τὴν προσηγορίαν λέγων : χλιδῶν τε πλόκαμος ὥστε παρθένου ἁβρᾶς : ὅθεν καλεῖν Κουρῆτα λοιπὸν ᾔνεσαν . Ἀγάθων δὲ
5495891 κεκληκας
, τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι . οἷον Ῥοδίους κέκληκας : εἰσιοῦσι δὸς εὐθὺς ἀπὸ θερμοῦ τὴν μεγάλην αὐτοῖς
εἴ τις ὃν καλέσεις ἤρετό με , τοῦτον ἂν ὃν κέκληκας εἶπον . ἔμελλες γὰρ δή - που ζητήσειν ἀγχίνουν
5494767 συναρπασας
πόλεμος ἢ οὐκ οἰκεῖος , ὁ δὲ τοῦτο ὥσπερ ὁμολογούμενον συναρπάσας ἀπὸ τῶν δευτέρων ἄρχεται . τοῦτο δὲ πεποίηκε καὶ
μηδέπω γὰρ συστήσας πότερον αὐτὸν ἢ Κτησιφῶντα ἀπολογήσασθαι δεῖ , συναρπάσας τοῦτο ὡς ὁμολογούμενον ἀξιοῖ τοὺς ἀκούοντας ἐπιτρέπειν αὑτῷ καθ
5494168 γελασειεν
φύσεως πάσης ἐπανιόντα τῆς τῶν σωμάτων , ταχὺ καὶ σφόδρα γελάσειεν ἂν καὶ οὐκ ἂν ἄλλους εἴποι λόγους ἢ τοὺς
γελάσαι θέλοντα . Γελοῖον . ἐφ ' ᾧ τις ἂν γελάσειεν , ἤγουν καταγέλαστον . Γένεθλα , γεννήματα . Γενέθλια
5488242 Νομιτωριου
ὡς οὔτ ' αἰτίαν οὐδεμίαν εἶχεν ὑποβολῆς εὔλογον . ἡ Νομιτωρίου μὲν ἀδελφή , Οὐεργινίου δὲ γυνή , παρθένος γαμηθεῖσα
εἰσαχθεὶς εἰς τὸν δῆμον ὑφ ' ἑτέρου τῶν δημάρχων Ποπλίου Νομιτωρίου καὶ τυχὼν ἀπολογίας ἁπάσαις ἁλίσκεται ταῖς ψήφοις καὶ παραδοθεὶς
5487496 προσνευσεως
τῶν τὸ αἴτιον ποιούντων πρὸς τὰ κέντρα καὶ τὰς ἐπαναφορὰς προσνεύσεως . Καὶ ἡ ἀξιωματικὴ δὲ τύχη συνῆπτε ὥσπερ ταῖς
μὲν τοῦ ζῳδιακοῦ τὸ Ε σημεῖον , τὸ δὲ τῆς προσνεύσεως τοῦ ἐπικύκλου τὸ Ζ , καὶ πρὸς ὀρθὰς ἡ
5484295 συνταξαμενον
. τὸν δ ' οὖν Λίνον φασὶ τοῖς Πελασγικοῖς γράμμασι συνταξάμενον τὰς τοῦ πρώτου Διονύσου πράξεις καὶ τὰς ἄλλας μυθολογίας
τιμηθέντα τὴν Ἡσιόνην καὶ τὰς ἵππους παραθέσθαι τῷ Λαομέδοντι , συνταξάμενον μετὰ τὴν ἐκ Κόλχων ἐπάνοδον ἀπολήψεσθαι , αὐτὸν δ
5481201 ΕΙΟΝ
πορθμεῖον στοιχεῖον ἀγγεῖον γραφεῖον ᾠδεῖον σημεῖον . Τὰ διὰ τοῦ ΕΙΟΝ ὑπὲρ τρεῖς συλλαβὰς μὴ ὄντα ἐπὶ μηνῶν ἢ κύρια
κύρια ὄντα : Βούδειον Χλούνειον Σίγειον . Τὰ διὰ τοῦ ΕΙΟΝ τρισύλλαβα προπαροξύνονται , εἰ ἡ πρὸ τέλους συλλαβὴ εἰς
5480336 Ψαμμητιχον
ὑπερβολὴν τῆς ἀνομίας εἰς μύθου πλάσμα καταχωρισθεῖσα . Μετὰ δὲ Ψαμμήτιχον ὕστερον τέτταρσι γενεαῖς Ἀπρίης ἐβασίλευσεν ἔτη δυσὶ πλείω τῶν
θεῷ , κρατήσειν αὐτὸν πάσης τῆς Αἰγύπτου : τὸν δὲ Ψαμμήτιχον , ἐξενέγκαντος ἐκ τοῦ ἱεροῦ τῶν ἱερέων τινὸς φιάλας
5479726 τυφογερων
τῶν λόγων ταραχθεὶς ἀηδίᾳ . ἐμέσω ] ἰδιωτικῶς ξεράσω . τυφογέρων ] ματαιογέρων , ἀλαζὼν γέρων : ἢ κατάξηρος ,
[ ἵνα ] ἐμέσω ⌈ δηλονότι : βλασφημεῖ γάρ . τυφογέρων ] μάταιος ⌈ γέρων / . κἀνάρμοστος ] ἀηδής
5478071 ἀσημου
γὰρ τὸν θροῦν δεινὸς | ὢν ἐκ φωνῆς ἀνάρθρου καὶ ἀσήμου στοχάσασθαι ψυχῆς ἀδήλων καὶ ἀφανῶν τοῖς ἄλλοις παθῶν ἰδιότητας
καὶ Τάλαϊς , ἀστυγείτονες αὐτῶν , Βορείου παῖδες ἀνδρὸς οὐκ ἀσήμου , βοηθήσαντες αὐτῷ τὰς θυγατέρας ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως
5475930 Δηιανειρας
ἐκ τῶν Θεσπίου θυγατέρων , ἐκ δὲ τῶν ἄλλων , Δηιανείρας μὲν τῆς Οἰνέως Ὕλλος Κτήσιππος Γληνὸς Ὀνείτης , ἐκ
νυμφῶν . ἢ ἀπὸ Ὕλλου [ τοῦ Ἡρακλέους ] καὶ Δηιανείρας . ἔστι δ ' ὡς Φῶκος Φωκεύς , Αἴολος
5470111 καταπεπωκεν
λοπάς ἐστιν . Ἄρχιππος Ἰχθύσι : καὶ τὴν μὲν ἀφύην καταπέπωκεν ἐντυχὼν ἑψητός . Εὔπολις Αἰξίν : ὦ Χάριτες ,
ἤδη ὁ αἰὼν Χρυσίππους , πόσους Σωκράτεις , πόσους Ἐπικτήτους καταπέπωκεν . τὸ δ ' αὐτὸ καὶ ἐπὶ παντὸς οὑτινοσοῦν
5468289 Δωριων
βρίγκος , τρίγλη , κόκκυξ . ΣΚΕΠΙΝΟΣ . τούτου μνημονεύων Δωρίων ἐν τῷ περὶ ἰχθύων καλεῖσθαί φησιν αὐτὸν ἀτταγεινόν .
ἑαυτοῦ : ” εἰπέ μοι , „ ἔφη „ ὦ Δωρίων , τί Πολέμων ἐνταῦθα ; ” καὶ ὁ Δωρίων
5462630 Γλυκεραν
τὴν Ἰωνίαν , τὰς Κυκλάδας πάσας ; ἀφεὶς ταῦτα καὶ Γλυκέραν μετ ' αὐτῶν εἰς Αἴγυπτον ἀπέλθω χρυσὸν λαβεῖν καὶ
[ ' : ἀλλ ] ' ἔθυον ὑπὲρ εὐπραξίας [ Γλυκέραν ] ἀνευρηκυῖαν οὓς [ πυθόμενος . ὀρθῶς γὰρ λέγεις
5459934 Διονυσιακη
] μαίνεται . ἀλκὴν ] πόλεμον . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . φόβον βλέπων ] ἤγουν ἐκ μόνης τῆς θέας
πέντε ἐτῶν πυῤῥιχίζειν . ἡ δὲ καθ ' ἡμᾶς πυῤῥίχη Διονυσιακή τις δοκεῖ ἐπιεικεστέρα οὖσα τῆς ἀρχαίας . ἔχουσι γὰρ
5457299 διωθειτο
τοῦ Ἀλεξάνδρου τῆς τοῦ ἀκράτου κύλικος εἰς αὐτὸν ἐλθούσης ὡς διωθεῖτο , εἰπόντος τέ τινος αὐτῷ διὰ τί οὐ πίνεις
ὅντινα τρόπον αὐτῷ συνίασιν οὗτοι παροξύνοντες ἐπὶ Ἀντώνιον , οὐ διωθεῖτο , ὅπως αὐτῶν τὴν βοήθειαν φυλακήν τε ἐρρωμενεστέραν περὶ

Back