ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων ὑφείλετο : ἔκλεψεν ἱμονιοστρόφου : σχοινιοπλόκου ἢ | ||
μὴ ἀποκάμνοντα . ὀψαμᾶτα : νωθρέ , ὀψὲ καὶ βραδέως ἀμῶν : ἢ ὄψιμε καὶ γηραιέ . ἀτεράμνου : λιθίνης |
. κα ? [ ὁ τοὐμὸν ε ? ! [ τἀλλότριον . ὡϲ ! [ φυλάττομεν ! ! [ φυλάττετε | ||
οἰκεῖον κτῆμα ἡ λέξις σημαίνει : ἀποδίδωσι μὲν γάρ τις τἀλλότριον , παραχωρεῖ δὲ τῶν ἰδίων . καὶ τὸ Φιλίππῳ |
φυτόν , ἀλοῆσαι τοὺς πυρούς , σκάψαι τὴν γῆν , τρυγῆσαι τὰς ἀμπέλους , συναγαγεῖν τοὺς καρπούς , θημῶνας ἐγεῖραι | ||
, Χαρίκλεις , μήπω μοι μαρανθῇς : μὴ παραδῷς εὔμορφον τρυγῆσαι ῥόδον ἀμόρφῳ γεωργῷ . ” καὶ ὁ Χαρικλῆς , |
ἐκ δένδρων καὶ θάλλοντας καὶ φύλλων κομῶντας καὶ εἰρίοις πολυχρόοις ἀναδεδεμένους , οὓς καὶ εἰρεσιώνας ἐκάλουν . τρόπον οὖν τινα | ||
, κόφινον , κιλίκιν , φαλκίδιν , μαρτζοβάρβουλον , τριβόλους ἀναδεδεμένους λεπτοῖς σφηκώμασι καὶ ἐν ἥλῳ σιδηρῷ ἀποκρατουμένας , διὰ |
δὴ τότε μυρία δῶρα μετὰ πρώτῃσι θεάων λοιβάς τ ' εἰλαπίνας τε παρέξομεν εὐμενέοντες . ” Ὧς φάτο λισσόμενος ἀδινῇ | ||
ἀπὸ τοῦ τραχήλου ἀποβαλέσθαι : λόφος γὰρ ὁ τράχηλος . εἰλαπίνας : νῦν θυσίας . ἀδινῇ : ἀσθενεῖ , διὰ |
' ἐπιχεῖσθαι τὰς κριθὰς δεῖ , πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , ἁνεῖν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , | ||
' ἐπιχεῖσθαι τὰς κριθὰς δεῖ , πτίσσειν , φρύγειν , ἀναβράττειν , αἵνειν , ἀλέσαι , μᾶξαι , πέψαι , |
Νεμείοις παγκρατίου στέφανον , οὔπω γένυσι φαίνων τερείνας ματέρ ' οἰνάνθας ὀπώραν , ἐκ δὲ Κˈρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς | ||
τοῦ γάρ . ἐπεὶ Λαομέδοντα τῆς τειχοδομίας μισθὸν ᾔτησεν τὰς οἰνάνθας : Οἰνάνθη ἡ πρώτη ἔκφυσις τῆς σταφυλῆς . 〚 |
καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀναψήσασθαι καὶ κύλικ ' εὔζωρον , ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ . τὴν εἰρεσιώνην ] | ||
μέλι τε ὡς κάλλιστον λειχέτω , καὶ οἶνον αὐτίτην πινέτω εὔζωρον . Ἢν δὲ τοῦ εἰλεοῦ ἀφέντος πυρετὸς αὐτὸν ἐπιλάβῃ |
ἰχθύων , πάντων τῶν τοιούτων ἁπλῶς ξηραντήριον . ὄζων ] ἀποπνέων . τρυγός ] οἴνου . τρασιᾶς ] ὀσμῆς . | ||
ἀνόητε . . , μωρέ . Κρονίων ὄζων ] μωριῶν ἀποπνέων , μωρίας βρωμῶν . , παλαιῶν μωριῶν . μωρίας |
ἔξω μέρεσιν ἀβροχίαν , ἐν δὲ Λέοντι καρπῶν ἀφθονίαν καὶ ὄψιμον τὴν ἀνάβασιν , ἐν δὲ Παρθένῳ τὰ ἐν Συρίᾳ | ||
τίλις , καὶ μεταφυτεύεται γόγγυλα τῆς ἀγρίας , καὶ ἔντυβον ὄψιμον , καὶ σεῦτλον ἰδίως , καὶ μολόχιν ἰδίως : |
Λυκόφρων : ἀπαρκτίαις πρηστῆρος αἴθωνος πνοαῖς . . . . ἀπάργματα : αἱ μεγάλαι ἀπαρχαὶ τῶν θυσιῶν : παρὰ τὸ | ||
ὀθνείων βρόχων ληῖτιν ἐμπταίσασαν ἰξευτοῦ πτερῷ , Θύσῃσιν ἁρμοῖ μηλάτων ἀπάργματα φλέγουσαν ἐν κρόκῃσι καὶ Βύνῃ θεᾷ , θρέξεις ὑπὲρ |
ἐπηνθρακωμένα ἰχθύδια . εἴποι δ ' ἄν τις ζωμοὺς καρύκην καρυκεύματα , καταχύσματα , ἀβυρτάκην , παροψίδα : ἔστι δὲ | ||
: ἔθος εἶχον ποιεῖν πλακοῦντας ἢ ἄρτους καὶ ἐπιπάσσειν τινὰ καρυκεύματα ἁλμυρά , καὶ διὰ τοῦτο ἔφη τὰ ἐπίπαστα . |
, κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι | ||
, κριῶν ἀγρίων κέρατα εἰς λεπτὰ κόψας βάλε εἰς τὰς πρασιάς , καὶ ἄρδευε . τινές φασι παραδοξότερον , ὅτι |
χήνεια τὰ μὲν ἕψοντες , τὰ δ ' ὀπτῶντες ἀνεκλείπτως χορηγοῦσι , τοῖς δ ' ὠμοφάγοις πολλὰ τῶν ὀρνέων θηρεύοντες | ||
οὐ διαλείπουσι : στρωμνάς τε τὰς πολυτελεστάτας καὶ κόσμον εὐπρεπῆ χορηγοῦσι : καὶ τῶν συνουσιῶν ὅπως τυγχάνηι κατὰ φύσιν φροντίδα |
δὲ πλείους ἐπάρδοιεν , ἀφθονίαν τοῦ ῥεύματος ὁρῶν , ὡς φιλοτησίας τινὸς ἐξ αὐτῶν μεταλαμβάνει , καὶ πίνει ἡδέως . | ||
γινομένας ἐν τοῖς συμποσίοις Λακεδαιμονίοις οὐκ ἦν ἔθος ποιεῖν οὐδὲ φιλοτησίας διὰ τούτων πρὸς ἀλλήλους ποιεῖσθαι . δηλοῖ δὲ ταῦτα |
' αὐτοῖς καὶ τοὺς παῖδας μέχρι τῆς τῶν ἐφήβων ἡλικίας ἁλουργίδας τε φορεῖν καὶ πλοκαμῖδας ἀναδεδεμένους χρυσοφορεῖν . Ἐπιχωριάζειν δὲ | ||
ἔθος δὲ παρ ' αὐτοῖς καὶ τοὺς παῖδας μέχρι ἐφήβων ἁλουργίδας φορεῖν καὶ πλοκαμῖδας ἀναδεδεμένους χρυσοφορεῖν . ἐπιχωριάζειν δὲ παρ |
παῦε παῦε , μὴ λέγε : ὄζει κάκιστον τοὐνύπνιον βύρσης σαπρᾶς . εἶθ ' ἡ μιαρὰ φάλλαιν ' ἔχουσα τρυτάνην | ||
μάλιστ ' Ἀθηναίων πολύ . πίνων οὖν ποτε παρά τινι σαπρᾶς οὔσης τῆς οἰκίας ἐνταῦθα , φησί , δειπνεῖν δεῖ |
σπίνοις ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ΚΟΨΙΧΟΙ . Νικόστρατος | ||
καὶ τοῖς εἴδεσι καρτεροὶ ὅλμους λιθίνους παρειληφότες ὑπέρῳ σιδηρῷ πτίσσουσιν ἐπιστρεφῶς , καὶ ποιήσαντες τὸ μέγιστον τρύφος ὀρόβῳ παραπλήσιον πρὸς |
Ἑλλάς . Τὸ Ο πρὸ τοῦ Τ ψιλοῦται : ὀτρηρός ὀτοτύζειν ὄτλος . οὐ μάχεται τὸ ὅτε καὶ ὅτι δασυνόμενα | ||
τῇδε : τίς ἐνταῦθα ἀμώμητα : κάλλιστα ἀποφῆναι : ἀποδεῖξαι ὀτοτύζειν : θρηνεῖν ἐπισχεῖν : βραδύνειν ἀπάρχου : ἀρχὴν ποιοῦ |
αὐτοῦ , καλὸς ἔτι ὤν , ὑπολειφθεὶς καὶ προσδραμών , Ξένον σε , ἔφη , ὦ Ἀγησίλαε , ποιοῦμαι . | ||
πολλοὺς τρόπους . Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε , μὴ καθυστέρει . Ξένον ἀδικήσεις μηδέποτε καιρὸν λαβών . Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν |
θερμότητι καὶ τῆς πιμελῆς συντηξάσης . Ἐπί γε μὴν τῶν ἥσυχον καὶ ἀγύμναστον μετιόντων βίον τά τε οὖρα τοῦ συμμέτρου | ||
παρασκευήν . οἱ μὲν γὰρ δὴ διαφερόντως ὄντες κόσμιοι τὸν ἥσυχον ἀεὶ βίον ἕτοιμοι ζῆν , αὐτοὶ καθ ' αὑτοὺς |
πολεμιστήρια . ἄραξε συνέτριψε , κατέβαλεν . ἀράρισκεν ἥρμοζεν . ἄργματα ἀπαρχάς . ἀρετήν τὴν κατὰ πόλεμον ἀνδρείαν . ὁτὲ | ||
παρὰ τὸ ἄρχω ἦργμαι ἄργμα καὶ ἄπαργμα : Ὅμηρος : ἄργματα θῦσε θεοῖς αἰειγενέτῃσι . . . . ἀπαιωρήσας : |
γινόμεναι ἐπισεύονται καὶ ἐφέλκονται ἔφηλιν . ὁ Πλούταρχος τὰς πικρὰς ἀμυγδάλας φησὶν τὰς τοῖς προσώποις ἐξαίρειν ἐφηλίδας . * ἀργινόεσσαν | ||
δὲ τὸν Χείρωνα πεποιηκὼς τὸν εἰς Φερεκράτην ἀναφερόμενόν φησιν : ἀμυγδάλας καὶ μῆλα καὶ μιμαίκυλα καὶ μύρτα καὶ σέλινα κἀξ |
συκᾶς συκάζειν : ἐπὶ δὲ πάσης ὀπώρας τὸ ὀπωρίζειν , βωλοκοπεῖν , ὀνηλατεῖν , ἀμπελουργεῖν , καὶ ὄνῳ κοπροφόρῳ ἕπεσθαι | ||
καὶ ἀμπελοστατεῖν , κηπουρεῖν , ἀλσοκομεῖν , ἐλαιοκομεῖν : καὶ βωλοκοπεῖν δὲ Ἀριστοφάνης λέγει . τὰ δὲ ἐν μέρει τούτων |
αὐτοῦ , ἀφ ' οὗ καὶ ἡ αἱμασιὰ κέκληται . αἵνειν : τὸ ἀναδεύειν καὶ ἀνακινεῖν τὰς κριθὰς ὕδατι φύροντα | ||
α . . Αἵνειν : . , ; . , αἵνειν : τὸ ἀναβράττειν ἀληλεσμένον σῖτον . . . οἱ |
ἐμὸν νόον ἁπλώσας θιάσωι τέρπομαι κούρων . ὅτ ' ἐγὼ πίω τὸν οἶνον , τοῦτ ' ἐμοὶ μόνωι τὸ κέρδος | ||
ὃ γὰρ ἂν λαβόν μου καταφάγῃ τὴν καρδίαν , ὅταν πίω τοῦτ ' , εὐθὺς ὑγιὴς γίγνεται . Ἀσκληπιὸς κατέβρεξεν |
ἡ Ἀμεινώ τῆς Ἀμεινῶς τῇ Ἀμεινῷ , . Ἀμείδητος : ἀμειδήτους : ᾧ ἐν ἀμειδήτους ἁγίας ηὐλίζετο νύκτας , τὰς | ||
, ὀργιάσαι , στῆσαί τε χοροὺς ἄντροιο πάροιθεν ᾧ ἐν ἀμειδήτους ἁγίας ηὐλίζετο νύκτας : ἐξ οὗ Καλλίχορον ποταμὸν περιναιετάοντες |
ὑπωροφίοισι χελιδών ἄψορρον ταχινὰ πέτεται βίον ἄλλον ἀγείρειν : ὠκυτέρα μαλακᾶς ἀπὸ δίφρακος ἔπτετο τήνα ἰθὺ δι ' ἀμφιθύρω καὶ | ||
ἢ ζητήσεως ἄξιον ἐκ τοῦ μῶ τὸ ζητῶφέρει δηλονότι . μαλακᾶς : παρόσον αἱ γυναῖκες μαλακῶς κάθηνται , καθὼς ἐν |
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . γενναῖος ἴσθ ' , ὦ οὗτος , ὀλίγον | ||
μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , δενδαλίδας , ταγηνίας . Πάμφιλος δὲ τὸν ΑΤΤΑΝΙΤΗΝ καλούμενον ἐπίχυτόν φησι καλεῖσθαι |
καὶ διαίτης ἀναπληροῦμεν . καὶ ὅτι καὶ αὐτὴν τὴν γυναῖκα παρασκευάζομεν , εὐχύμῳ τροφῇ κεχρῆσθαι κυοφορούσῃ καὶ μὴ ἀμέτρῳ κενώσει | ||
. ἡμεῖς δ ' οὔτε τῶν ἐκείνου πραγμάτων οὐδὲν στασιάζειν παρασκευάζομεν , οὔτε ξενοτροφεῖν ἐθέλομεν , οὔτε στρατεύεσθαι τολμῶμεν . |
, καὶ καλεῖται κερκίων , ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς διασείει τὸν ὄῤῥον , ὥσπερ οὖν καὶ οἱ κίγκλοι . Κεστρεὺς νηστεύει | ||
πάντες χρῶνται αὐτῷ . ξυρομένους τὴν ὑπήνην φησὶ καὶ τὸν ὄῤῥον . συνεσπασμένοι καὶ κακοπινεῖς οὐ μόνον τοῖς ἤθεσιν ἀλλὰ |
ἡ ΚΔ τῇ ΕΘ : ἴση ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΚΔΕ , τουτέστιν ἡ ὑπὸ ΚΕΔ γωνία τῇ ὑπὸ ΔΕΘ | ||
καὶ ἔστιν εὐθεῖα ἡ ΓΝ : εὐθεῖα ἄρα καὶ ἡ ΚΔΕ . Λέγω δὴ ὅτι καὶ τὸ ὑπὸ ΚΕΛ ἴσον |
τῆς ἡμέρας , πρωΐ τε καὶ περὶ ἐνάτην ὥραν , ἱερουργούντων ἐπὶ τοῦ βωμοῦ , καὶ μηδ ' εἴ τι | ||
. Λίνδιοι τὴν θυσίαν : ἐπὶ τῶν σκωπτόντων καὶ δυσφήμως ἱερουργούντων . Ἡρακλῆς γὰρ ἥρπασε τὸν βοῦν τινὸς τῶν Λινδίων |
δέ εἰσιν ἀποδέοντες πλούτῳ , καὶ χῆνας καὶ ὄρνιθας τὰς μελεαγρίδας : οἰσὶ δὲ ἐς τὴν θυσίαν οὐ νομίζουσιν οὐδὲ | ||
ἥπατα ἔχειν Θεόπομπος λέγει . τὰς δ ' ἐν Λέρῳ μελεαγρίδας ὑπὸ μηδενὸς ἀδικεῖσθαι τῶν γαμψωνύχων ὀρνέων λέγει Ἴστρος . |
καὶ περιμαχήτους εὐπραγίας ὑπηκόους ἀποφαίνουσιν ὡς ἡγεμόνι τῷ νῷ , προσιούσας μὲν δεχόμενοι πρὸς ἐπανόρθωσιν , μακρὰν δὲ ἀφεστηκυίαις οὐ | ||
τὸ δαιμόνιον μὴ τιμᾶν , μηδ ' ὡς οὐδέποτε πάλιν προσιούσας ἑνὶ καιρῷ πολλὰ δαπανᾶν . περὶ δὲ τῆς πρὸς |
: ἀντὶ τοῦ καταπόντισον . ἐπὶ τῶν ὀλέθρου ἀξίων . Βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρὸν οὔποθ ' εὑρήσεις : ἐπὶ τῶν τὰ | ||
. Βοῦς ὑπὸ ζυγόν : ἐπὶ τῶν ἀεὶ μοχθούντων . Βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ ' εὑρήσεις ποτόν : ἡ |
. ἄλλο . φύλλα μήκωνος καὶ σιδία σὺν παιπάλῃ κριθίνῃ ἐπιτίθετι . ἄλλο . ῥόδα ἑψήσας καὶ τρίψας κατάπλασσε . | ||
ἐπιτίθει . ἄλλο . ἄρτον μετὰ περδικιάδος χλωρᾶς ἅμα κηρωτῇ ἐπιτίθετι τὴν ἡμέραν . ἄλλο . ἄρτον σὺν μελικράτῳ ἢ |
αἵπερ ἐπειδὰν ἀκούσωσι τῶν ἐν Βαβυλῶνι ἵππων χρεμετιζόντων , εὐθὺς συλλαμβάνουσιν . εἴ σοι πρὸς τοῦτο πάρεστι σοφία , ἐπίδειξαι | ||
ἐστιν εὔχρηστος . ἀμέλει τινὲς μὲν ἐξ ὅλου μὴ κεκαθαρμέναι συλλαμβάνουσιν , αἱ δὲ πρὸ τῆς καθάρσεως συλλαμβάνουσαι μετὰ τὴν |
ὅλη μοιρῶν Ϙ # : ὀρθὴ ἄρα ἐστὶν ἡ ὑπὸ ΘΒΛ γωνία . ὥστε ἐπεί , οἵων ἐστὶν ἡ μὲν | ||
τὸ ἄρα πρίσμα τὸ περιεχόμενον ὑπὸ δύο μὲν τριγώνων τῶν ΘΒΛ , ΕΖΗ , τριῶν δὲ παραλληλογράμμων τοῦ ΕΒΖΘ καὶ |
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις | ||
ἥδιστον ἕψειν ἐν ἐπινικίοις κρέας . κεφαλάς τ ' ἀρνῶν κωλᾶς τ ' ἐρίφων βαλανεὺς δ ' ὠθεῖ ταῖς ἀρυταίναις |
θέαν , Ζύμῃ τε καὶ στέατι καὶ ταύτην φυρῶν , Ποιῶν τε κολλούρια τὰς μύας τρέφε , Καὶ γίνεται κώνειον | ||
Δυστυχῶν . . κακῶς : Ἤγουν δυστυχῶς . πράττων : Ποιῶν . . εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος : εἶδος φαύλου |
τρίτην μισθόν , τὰ ὐπέρθυρ ' ὀπτά . δεῦρο , Μυρτάλη , καὶ σύ : δεῖξον σεωυτὴν πᾶσι : μηδέν | ||
, μὴ πάντα δέ . Νῦν με ἀποκλείεις , ὦ Μυρτάλη , νῦν , ὅτε πένης ἐγενόμην διὰ σέ , |
δὲ θηρίον ἁλίσκεται . μήδεα : αἰδοῖα . Ἠχήεις : ἠχητικός . ὀρυμαγδός : ἦχος , βοὴ , φωνή . | ||
καὶ βυθός , . , . , . Βύκτης : ἠχητικός , ὁ μεγάλως ἠχῶν : Ὅμηρος : ἔνθα δὲ |
ὁδόν . δύναται δὲ πρὸς ἑαυτὴν λέγειν ἀντὶ τοῦ : ἄνεχε καὶ φέρε : ὦ Ὑμὴν Ὑμέναι ' : πρὸς | ||
] ἐκ Τρῳάδων Εὐριπίδου . Γ Κασάνδρα φησίν : “ ἄνεχε , πάρεχε , φῶς φέρω , φλέγω , σέβω |
αὐτῇ κλῶνας ἐξ ἀμφοῖν χεροῖν τιθεὶς ἐλαίας , τάσδ ' ἐπεύχεσθαι λιτάς Τούτων ἀκοῦσαι βούλομαι : μέγιστα γάρ . Ὥς | ||
; οὔ : ἀλλ ' εὖ ποιεῖν , συνεργεῖν , ἐπεύχεσθαι . τότ ' οὖν κακῶς πράσσει , ἄν τε |
, κιναιδίας , ἀκαθαρσίας . ποιεῖ δὲ καὶ ἀγάμους καὶ χηρείας , ὀρφανίας , ἀτεκνίας . τοὺς δὲ θανάτους ἀποτελεῖ | ||
τὴν Ἰταλίας ἐρημίαν κατωδύροντο , πλεῖσται δὲ γυναῖκες ἀνδρῶν ἐστερημέναι χηρείας ἀτυχοῦς ἐλάμβανον πεῖραν . ἡ δὲ σύγκλητος μεγαλοψύχως φέρουσα |
δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . γράφει δὲ οὕτως : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι | ||
δὲ τὸ ὑπόσφαγμα , ὡς Ἐρασίστρατός φησιν ἐν Ὀψαρτυτικῷ , ὑπότριμμα . φησὶ γάρ : ὑπόσφαγμα δ ' εἶναι κρέασιν |
. σικύδιον δ ' ὑποκοριστικῶς εἴρηκε Φρύνιχος ἐν Μονοτρόπῳ : κἀντραγεῖν σικύδιον . Θεόφραστος δέ φησι σικυῶν τρία εἶναι γένη | ||
δὴ κατακλινῶ : σὺ δὲ τράπεζαν ἔκφερε , καὶ κύλικα κἀντραγεῖν , ἵν ' ἥδιον πίω . ἰδοὺ κύλιξ σοι |
' ὡς ἐνέργεια τῆς φύσεως . κατὰ συμβεβηκὸς δὲ αἱ ἀναπληρώσεις καὶ ἀποκαταστάσεις , αἵ εἰσιν εἰς τὴν φύσιν ἡδεῖαι | ||
καὶ οἱ κάμνοντες καὶ οἱ παρὰ φύσιν διακείμενοι διώκουσιν : ἀναπληρώσεις γάρ εἰσι πᾶσαι . συναπτέον δὲ οὕτως τὴν λέξιν |
τοῦ τῶ , τὸ ζητῶ . Πολλὰ γὰρ ζητοῦσιν οἱ ἀκόρεστοι . Δεδήει , ἀντὶ τοῦ ἐμερίζετο . Κανονίζεται δὲ | ||
τὰς αὐτῶν ἀδελφάς . ἀτρύμονες : ἀκμῆτες , τῶν καιρῶν ἀκόρεστοι : ταῦτα λέγει ὁ χορὸς πρὸς τὸν Ἐτεοκλῆν καὶ |
αὐτὴν μὴ ταὐτὸν εἶναι τῇ εὐδαιμονίᾳ ἀλλὰ παρακολουθεῖν ὥσπερ τοῖς ἀκμαίοις τὴν ὥραν . σημεῖον δὲ τοῦ μὴ εἶναι τοῦτ | ||
χρῷτο κώλοις τε καὶ τοῖς ἄλλοις πᾶσιν ἢ τισὶ κεκαλλωπισμένοις ἀκμαίοις τε καὶ σεμνοῖς . καὶ μὴν καὶ τὸ πρὸ |
. Κεἴ τις δορυξὸς ἢ κάπηλος ἀσπίδων , ἵν ' ἐμπολᾷ βέλτιον , ἐπιθυμεῖ μαχῶν , ληφθείς γ ' ὑπὸ | ||
ἢ ἵνα πορίζῃ πλεῖον . Γ συνήθως νῦν τὸ “ ἐμπολᾷ ” ἀντὶ τοῦ “ πωλεῖ ” . πολλάκις δὲ |
παραστήσασθαι . ἀναθρέψαι τὸ φυτόν , ἀλοῆσαι τοὺς πυρούς , σκάψαι τὴν γῆν , τρυγῆσαι τὰς ἀμπέλους , συναγαγεῖν τοὺς | ||
ζευγάριον βοεικόν , εἰ γὰρ ἐμοὶ παυσαμένῳ τοῦ πολέμου γένοιτο σκάψαι κἀποκλάσαι τε καὶ λουσαμένῳ διελκύσαι τῆς τρυγὸς ἄρτον λιπαρὸν |
ἐστὶ , τρέφεται , ἐγκάθηται , ὑπάρχει , βόσκεται . διεράς : διΰγρους . γονάς : τέκνα , γενεάς . | ||
, ᾗχί θ ' ἕκαστα ἐννέμεται , διερούς τε γάμους διεράς τε γενέθλας καὶ βίον ἰχθυόεντα καὶ ἔχθεα καὶ φιλότητας |
ἄλλους δέ τινας κόσμους ὀνομάζουσιν οἱ κωμῳδοδιδάσκαλοι , λῆρον , ὀχθοίβους , ὄλεθρον , ἑλλέβορον , πομφόλυγας , βάραθρον , | ||
κάτοπτρον , ψαλίδα , κηρωτήν , λίτρον , προκόμιον , ὀχθοίβους , μίτρας , ἀναδήματα , ἔγχουσαν , ὄλεθρον τὸν |
καὶ δριμέα καὶ οὐρητικά : διαιτῆσθαί τε τῆς τε πτισάνης καθέφθῳ τῷ χυλῷ , καὶ πᾶσι τοῖσι μαλακοῖσι καὶ κούφοισιν | ||
πυρετὸς ἔχῃ ἤν τε μή . Ῥοφήμασι δὲ χρεέσθω πτισάνῃ καθέφθῳ , μέλι παραχέων : πινέτω δὲ μέλι καὶ ὕδωρ |
ἀρραβάσσειν , ὅ ἐστιν ὀρχεῖσθαι . ἀρρενωπάδες : ἀνδρόγυνοι . ἄρριχος : κόφινος ἐπιτήδειος εἰς συγκομιδὴν σταφυλῶν . τὸ δὲ | ||
' Ἱππώνακτι : † ἀριχῶμαι . ἄλλως οὖν ἐσχημάτισται : ἄρριχος λέγεται ὁ κόφινος , ἐν ᾦ κομίζουσι τοὺς βότρυς |
σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ΚΟΨΙΧΟΙ . Νικόστρατος ἢ Φιλέταιρος : τί οὖν | ||
πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς , πίνειν τε πολλὰς κύλικας εὐζωρεστέρας . ἐπεὶ δὲ σηκῶν περιβολὰς ἠμείψαμεν , ὕδωρ τε |
καταθῦσαι ταύτην . Ἡ δὲ ἐθρήνει ταῦτα οὕτως βοῶσα : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , ὅπως σοι κἀγὼ | ||
καταθῦσαι . Ἡ δ ' ἱκέτευεν αὐτὸν λέγουσα οὕτως : Ἔασόν με ζῆν , κυνηγέτα περδίκων , κἀγὼ δέ σοι |
ὅτι ἀπέλθῃ ὁ πόνος . [ Περὶ αἰγίλωπος . ] Χολὴν βοὸς καὶ ὑγρόπισσον καὶ ὄξος ἑνώσας ποίει ἔμπλαστρον καὶ | ||
οὐ διψήσει . [ Πρὸς δυσηκοΐας καὶ κωφώσεις . ] Χολὴν αἰγείαν πρόσφατον ἴσα μίξας μέλιτι ἀκάπνῳ χλιαρὸν ἔνσταζον εἰς |
γεωργικοῖς αὐτοῦ φησιν , ὅτι καλῶς ἐγκεντρίζεται τὰ μῆλα εἰς δαμασκηνά , καὶ ὅτι τὸ μῆλον εἰς κίτριον ἐγκεντριζόμενον σχεδὸν | ||
καὶ ἀπὸ παρασπάδων φυτεύεσθαι , ἔστι ταῦτα : βερικόκκια , δαμασκηνά , ἀμύγδαλα , φοῖνιξ , πιστάκιον . Ὀρύξας βόθρον |
τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις κοινῇ τε χναύειν τευθίσιν σηπίδια πιλεῖν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας | ||
τε φάττας καὶ κίχλας ὁμοῦ σπίνοις ὁμοῦ τε χναύειν μαινίσιν σηπίδια πιλοῦν τε πολλὰς πλεκτάνας ἐπιστρεφῶς πίνειν τε πολλὰς κύλικας |
' ἐπ ' ἀκταῖς νομάδα κυματοφθόρον ἁλιαίετον : τὸν παῖδα χερσεύειν μόρος . εἰ μὲν γὰρ ἐκ γῆς εἰς θάλασσαν | ||
ὁμοίως ἀρδευομένη δαψίλειαν οἴνου τοῖς ἐγχωρίοις παρασκευάζει . οἱ δὲ χερσεύειν ἐάσαντες τὴν χώραν τὴν ἐπικεκλυσμένην καὶ τοῖς ποιμνίοις ἀνέντες |
: κρεάγραν : θυΐαν : τυρόκνηστιν παιδικήν : στελεόν : σκαφίδας τρεῖς : δορίδα : κοπίδας τέτταρας : οὐ μὴ | ||
ταύτην ἐν ταῖς Ὁλκάσιν ἂν λέγοι , συντάξας οὕτω , σκαφίδας μάκτρας . ἐν δὲ τοῖς Δημιοπράτοις εὑρίσκεται σκάφη μακρὰ |
, ἵκεο † καθ ' ἱέρ ' ἢ † Σκύθας ἀφίξεαι . χρυσὸν λέγει Πύθερμος ὡς οὐδὲν τἆλλα . εἴ | ||
μύθοισι βροτούς , καὶ πάντα κομίζων ὅσσα κεν αἰτήσειας , ἀφίξεαι οἴκαδε χαίρων . καὶ νούσῳ κάμνοντα σαωθῆναι θέμις ἐστίν |
, ἀπώλεια , ζημία ζημιῶδες , ἐπιβλαβές , ἐπιζήμιον , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς , ἐπιζημίως , βλαβερὸς ἐπιβλαβής , ζημιώδης ἐπιζήμιος | ||
, ζημία βλαβερά ἐπιβλαβής καὶ τὰ ὅμοια ἐπιζήμιος ζημιώδης , βλαβερῶς ἐπιβλαβῶς ἐπιζημίως : τὸ γὰρ ζημιωδῶς δύσφθεγκτον , εἰσενεγκεῖν |
ἀποσύρματα ῥοῦς ἐρυθρὸς καταπλασσόμενος λεῖος σὺν μέλιτι , σχίνου κόμη καεῖσα καὶ σὺν μέλιτι ἐπιτεθεῖσα . Πρὸς δὲ τὰ ἐξ | ||
, ἣν ἔνιοι ζμαρίδα καλοῦσι . ταύτης ταριχηρᾶς ἡ κεφαλὴ καεῖσα , ἕλκη στέλλει ὑπερσαρκοῦντα , καὶ νομὰς ἵστησι , |
θύμβρᾳ , κοριάννῳ χλωρῷ τε καὶ ξηρῷ καὶ γητίῳ καὶ κρομμύῳ καθαρῷ πεφωσμένῳ ἢ μήκωνι καὶ σταφίδι ἢ μέλιτι καὶ | ||
ῥώσεως ἀνάτριβε συνεχῶς ἤτοι νίτρῳ ἢ βολβῷ ἢ ἐπὶ βραχὺ κρομμύῳ ὡς μὴ ἑλκωθῆναι , καὶ ξύρα τὸν τόπον συνεχῶς |
εἰς δίαιταν καὶ ὅσα εἰς διάγνωσίν τε καὶ πρόγνωσιν τοῦ ἀρρωστήματος ἀναφαίνονται . διὰ τοιαύτης γὰρ ἀναγόμενος τῆς μεθόδου βραχύ | ||
ἤτοι γέλωτες , ἢ ἀγριότητες αὐτοῖς , τὸ τέλος τοῦ ἀρρωστήματος , ὧν τὸ μὲν μανία λέγεται τὸ δ ' |
' ἐκλείπω λέγων κακῶν ἃ Πέρσαις ἐγκατέσκηψεν θεός . ὦ δυσπόνητε δαῖμον , ὡς ἄγαν βαρὺς ποδοῖν ἐνήλου παντὶ Περσικῷ | ||
] ἡ τύχη . . ὦ δυσπόνητε ] ὦ δαῖμον δυσπόνητε καὶ χαλεποὺς πόνους ἡμῖν ἐμποιήσας , ὡς λίαν βαρὺς |
ψίχες μετ ' ἀπομέλιτος ἢ ὑδρομήλου διδόμεναι , τὸ δὲ ὑδρόμηλον τὸ Κιβυρατικὸν οὐ δεῖ διδόναι αὐτοῖς , ἀλλ ' | ||
ἡ πολέμου μήτηρ γεννᾶται . οἰνόμελι δὲ καὶ μελίμηλον καὶ ὑδρόμηλον καὶ μυρτίτην καὶ πάντα τὸν ἐσκευασμένον οἶνον πίνειν πλουσίοις |
πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν . Γίγνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν ὅπου τρέχεις . Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει . Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐστι | ||
πολύν οὐ κεκραμένον σὺ πίνεις μεστὸς ὢν κοὐκ ἐξεμεῖς ; Γυναιξὶ δ ' ἀρκεῖ πάντ ' ἐὰν οἶνος παρῇ πίνειν |
ἑκατὸν θύσανοι . ἀμίτρους : ἀζώστους , μὴ διαπεπαρθενευμένας . μίτρας γὰρ ἐζώννυντο , ἃς ἔλυον ὅταν ἔμελλον διαπαρθενεύεσθαι , | ||
κατάστειλόν με τὰ περὶ τὼ σκέλει . Κεκρυφάλου δεῖ καὶ μίτρας . Ἡδὶ μὲν οὖν κεφαλὴ περίθετος , ἣν ἐγὼ |
τοῦ σέρφου καὶ ἐν Ὄρνισιν : εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους ἐξηγοῦνται καρπὸν τὸν σέρφον : ἔστι δὲ θηρίδιόν τι | ||
Ἀλλ ' ἀρτίως νὴ τὸν Δία εὕδει καταφαγὼν μύρτα καὶ σέρφους τινάς . Ὅμως ἐπέγειρον αὐτόν . Οἶδα μὲν σαφῶς |
ρʹ ἢ καὶ ςʹ , δράγματα δέ εἰσιν ὅσα ὁ θερίζων λαμβάνει ἐν τῇ ἀριστερᾷ χειρί , παρὰ τὸ δράττειν | ||
πίθον . ἐργάζεται δ ' ἐλαφρὰ πρὸς τὰ σιτία ὄγμον θερίζων : τῇ μιᾷ δ ' ἐν ἡμέρᾳ † δαινυσίτ |
καὶ ἔλαιον μίξας ἐπιβάλῃς . Φλωρεντῖνος ἐν τοῖς γεωργικοῖς αὐτοῦ πρώϊμον καὶ θηριακὸν λέγει γενέσθαι σῦκον , τῇ θηριακῇ ἀντιδότῳ | ||
τινα πρωῒ μάλ ' ἠΐθεον , τουτέστι πρόωρον . καὶ πρώϊμον τὸ πρόωρον . ὁρᾶν τοῦ ὑπερορᾶν διαφέρει . ὁρᾶν |
ἔστενε καὶ ὑπεδάκρυε , καὶ εἴ ποτε πιοῦσα παραδοίην τῷ Γανυμήδει τὸ ἔκπωμα , ὁ δὲ ᾔτει ἐν αὐτῷ ἐκείνῳ | ||
. Γανυμήδεα : εὔχεται , φησίν , ὁ κριτὴς τῷ Γανυμήδει , ἵν ' ἐπιτήδειον ἔχῃ τὸ στόμα πρὸς τὸ |
[ σεαυτοῦ καὶ πάντων ? [ τῶν ] σου . θῦσον [ . Φιλέας εἶπεν : Φειδόμενος [ ] ἐμαυτοῦ | ||
ἐδείπνησε , προσελθὼν τῷ σιτευταρίῳ ἔλεγεν : Ἕωλον μοι ὄρνιν θῦσον . Σχολαστικὸς ἀπὸ πολλῶν μιλίων χωρίον ἔχων , ἵν |
φωτὸς καὶ λαμπάδος ἐπιτελεῖσθαι αὐτοῦ τὰ μυστήρια . δαίμων δὲ Ἐνόρχης ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις : φασὶ δύο ἀδελφοὺς συμμιγέντας | ||
ἰδίου ὀνόματος . λέγεται δὲ ἐξ ᾠοῦ γεννᾶσθαι . δαίμων Ἐνόρχης ὁ Διόνυσος παρὰ Λεσβίοις . φασὶ γὰρ δύο ἀδελφοὺς |
τῇ τῶν ἀλεκτρυόνων οὐρᾷ . καμινώ : ἡ πολύλαλος . κάπραινα : γυνὴ ἡ ὀργῶσα πρὸς μείξεις . καπρῶντας : | ||
θυμιάσω τοῦ τέκνου σεσωσμένου . Ὦ σαπρὰ καὶ πασιπόρνη καὶ κάπραινα . Ἐνέβαινε σιγῇ Πείσανδρος μέγας αὐτός ὥσπερ Διονυσίοισιν οὑπὶ |
δὲ κατὰ ποιότητα ψιλὴν , ἀλλὰ καὶ καθ ' ὕλην ἐπίρρυτον ὡσαύτως συνίσταται παντὸς τοῦ ἐπιρρέοντος χυμοῦ ἢ θερμὴν ἢ | ||
μέθῃ , νῦν δὲ ὅπου πεδίον ἑώρα μέγα τε καὶ ἐπίρρυτον καὶ φέρον ἅπαντα ὅσα φύουσιν ὧραι . οὕτως ἄρα |
διὰ τῆς ἀποβάθρας κατιών ἐστιν , ὑδρίαν ἔχων χαλκῆν . καταλύουσι δὲ καὶ τοῦ Μενελάου τὴν σκηνὴν οὐ πόρρω τῆς | ||
Καιρὸς γάρ ἐστι τῶν νόμων κρεῖττον πολύ . Καιροὶ δὲ καταλύουσι τὰς τυραννίδας . Κρίνειν δίκαιον μὴ τὸ συμφέρον θέλε |
ἐπαγκρατίαζε , καὶ τὴν μάχην τοῦ σοφοῦ ἔνιοι τῶν ἐπιτυχόντων φορτικῶν ἀνδρῶν διέλυον . ἔδει δέ , εἴπερ ἀρετῇ συνετέθραπτο | ||
ἁπάντων καὶ τρυφάτω μόνος καθ ' ἑαυτὸν κολακείας καὶ ἐπαίνων φορτικῶν ἀπηλλαγμένος : καὶ θεοῖς θυέτω καὶ εὐωχείτω μόνος , |
τὸ κοντάριον . μάζας ψωμῶς : ἀπὸ τοῦ μάσσω τὸ μαλάσσω : τροπῆ τοῦ δύο σσ μάζα : μυττωτὸν τρίμμα | ||
: ὅμοιος . Ἀνδροείκελος : ἀνδρὶ ὅμοιος . Μάσσω : μαλάσσω . Ἄισσω : ὁρμήσω : ἀπὸ τοῦ ἀΐσσω . |
λεκίθους ὠῶν βʹ . ἢ γʹ . σὺν οἴνῳ μίξας κατάπλασον . [ Πρὸς λεπριῶντας ὄνυχας θειότατον βοήθημα . ] | ||
μεγάλων ῥευμάτων ῥόδα καὶ μελίλωτα ἑφθὰ μετὰ ἀμύλου τοὺς ὀφθαλμοὺς κατάπλασον . [ Πρὸς ὀδονταλγίαν . ] Μελάνθιον σὺν ὄξει |
νόμους Ἕλληνας , ἔμαθον γράμματ ' , ἐμυήθην θεοῖς ; τετρακότυλον δὲ κύλικα κεραμεᾶν τινα τῶν Θηρικλείων , πῶς δοκεῖς | ||
γάλα , τρίτον μέρος μελικρήτου παραμίσγων , τὸ ἑωθινὸν , τετρακότυλον κύλικα : διδόναι δὲ καὶ ἑφθοῦ τοῦ αἰγείου δύο |
ἠστραγάλιζον , μᾶζαι δ ' ἐν ταῖσι παλαίστραις Αἰγιναῖαι κατεβέβληντο δρυπεπεῖς βώλοις τε κομῶσαι . Κράτης δ ' ἐν Θηρίοις | ||
, ἀρμενιακά , πραικόκκια , ἐλαῖαι , καὶ μάλιστα αἱ δρυπεπεῖς , λεπτοκάρυα , καὶ μᾶλλον τὰ βασιλικὰ κάρυα , |
δαῖτα παρέθεσαν παντοίαν , οἶνόν τε ἥδιστον πίνειν ἐπέχεον , ἀκρατέστερον ἐπίτηδες , ὡς μεθυσθείη . Καὶ ἐπεὶ ἄδην εἶχεν | ||
καὶ διουρητικὸν ὡς βέλτιστον πλείω μιγνύναι τῷ πινομένῳ , καὶ ἀκρατέστερον ποιοῦντα τὸ πᾶν ὑγρὸν μὴ πολὺ λαμβάνειν , πρὸς |
τρυφοκαλάσιριν , ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , | ||
, ἐλλέβορον , κεκρύφαλον , ζῶμ ' , ἀμπέχονον , τρύφημα , παρυφές , ξυστίδα , χιτῶνα , βάραθρον , |
ὧδε κακὸς χόλος ἔμπεσε θυμῷ . ταῦτά μ ' ἀγειρόμενοι θάμ ' ἐβάζετε : νῦν δὲ πέφανται φυλόπιδος μέγα ἔργον | ||
αὐτοῖν ἐκ τῶν ὡρῶν εἰς τὰς ὥρας ξυνεπευχόμενος τοιαῦτα μέλειν θάμ ' ἑαυτῷ . Ὅρμα χώρει , κοῦφα ποσίν , |
ῥηματικὸν λαλὴ , καὶ πλεονασμῷ τοῦ λ , λάλλαι . λάλλαι δὲ αἱ ψῆφοι αἱ ὑπὸ τῶν κυμάτων κινούμεναι , | ||
πέτρῃ , ὕδατι πεπληθυῖαν ἀκηράτῳ : αἱ δ ' ὑπένερθε λάλλαι κρυστάλλῳ ἠδ ' ἀργύρῳ ἰνδάλλοντο ἐκ βυθοῦ : ὑψηλαὶ |
οὐχ αἱ φιλίαι μόνον διαφέρουσιν ἐνταῦθα , ἀλλὰ καὶ αἱ φιλήσεις πρὸς τὰς ἀντιφιλήσεις . ἑτέρα γὰρ ἑκατέρου τούτων τῶν | ||
' ὅτι θαυμάσῃ , θαυμάζων δὲ οἶδ ' ὅτι καὶ φιλήσεις κατ ' αὐτό γε τὸ θαῦμα καὶ ὅτι γε |
μελίσσια . εἰ μὴ Προμηθεύς εἰμι , τἄλλα ψεύδομαι . νεόφυτον : εὐτελὲς μὲν γὰρ τὸ ὄνομα , κέχρηται δὲ | ||
μάθος μαλθακόν μάνην μελαναίων μελῳδός μικροπολιτικόν μύξαν ναύτριαι νεαλές νεανιεύεσθαι νεόφυτον Νωνακριεύς νωτοπλῆγα ξειρης Ὀλυμπίειον ὀνηλατεῖν ὀνυχίζεται οὐδαμᾷ Παμβωτάδαι πέδων |
βίῳ εὐκορεῖ ἀντὶ τοῦ κόρους κορώνας παρατρέποντες ἔνιοί φασιν ἐκκόρει κόρει κορώνας . αἰσχύνων : ἐξευτελίζων . ἔδει εἰπεῖν ὅπερ | ||
' ἄριστον φίλων . Τουτὶ λαβὼν τὸ κόρημα τὴν αὐλὴν κόρει . Ἔνδοθι μέν ἐστι Πρωταγόρας ὁ Τήϊος , ὃς |
τινὰ μεθύουσιν οἱ νήφοντες τὰ ἀγαθὰ ἀθρόα ἠκρατισμένοι καὶ τὰς προπόσεις παρὰ τελείας ἀρετῆς δεξάμενοι , οἱ δὲ τὴν ἀπὸ | ||
ἐστι πίνειν τὴν αὐτὴν οἰνοφόρον κύλικα , μηδ ' ἀποδωρεῖσθαι προπόσεις ὀνομαστὶ λέγοντα , ᾧ προπιεῖν ἐθέλει . εἶτ ' |
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ | ||
] ? [ Ἀρετῆς ἁπάσης σεμνὸς ] ἡγεῖται τρόπος . Βέβαιόν ἐστι κτῆμα παιδεία ] μόνη . Γέροντα τίμα τοῦ |
ἄρτους , μᾶζαν , ἀθάρην , ἄλφιτα , κόλλικας , ὀβελίαν , μελιτοῦτταν , ἐπιχύτους , πτισάνην , πλακοῦντας , | ||
ὠπτᾶτο . Ἀριστοφάνης : εἴτ ' ἄρτον ὀπτῶν τυγχάνει τις ὀβελίαν . ἐκαλοῦντο δὲ καὶ ὀβελιαφόροι οἱ ἐν ταῖς πομπαῖς |
παῖδας καὶ τὰς παρθένους ἐν πόνοις τε καὶ γυμνασίοις καὶ καρτερίαις ταῖς προσηκούσαις τρέφειν , τροφὴν προσφέροντας τὴν ἁρμόττουσαν φιλοπόνωι | ||
τινὲς δὲ ταῖς δυνάμεσι τῶν σωμάτων καὶ ταῖς τῶν ψυχῶν καρτερίαις ὑπομένοντες πολυχρόνιον ἔχουσι τὴν ταλαιπωρίαν : αἱρετώτερος γὰρ αὐτοῖς |
ἐλπίδα κατορθούντων . Αἰεὶ κολοιὸς πρὸς κολοιόν : καί : Αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς πρὸς τὸν ὁμοῖον . Ἀμαλθείας | ||
: ἐν λογισμοῖς . πιστώσαιτο : πιστεύσει , πιστωθῇ . Αἰεὶ γάρ : γνώμη : ὁ νοῦς τῶν μὴ ἐχόντων |
Ἐπὶ δόρυ ἐπίστρεφε , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ περίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπὶ δόρυ ἐκπερίσπα , ἀποκατάστησον . Ἐπ ' | ||
εὔοσμον ἐξικνούμεθα : καταλαμβανόμεθα ὑφέσθαι : παραχωρεῖν ἀποπρίω : ἀγοράσας ἀποκατάστησον διακναίσῃ : διαφθείρῃ συχνοί : πολλοί ἀμῶν : θερίζων |
τὸ μηχάνημα , καὶ ἐπιμένειν τὸ πῦρ ἐμπαγέντος αὐτοῦ . Ἔπειτ ' ἄν τινες ὦσι τῆς πόλεως ξύλινοι μόσυνες ἢ | ||
τὰς γυναῖκας ἀργυρίδιον . Ἀλαβαστροθήκας τρεῖς ἔχουσαν ἐκ μιᾶς . Ἔπειτ ' ἐπὶ τοὔψον ἧκε τὴν σπυρίδα λαβὼν καὶ θυλακίσκον |