ὅλον ῥίψασα , καὶ εἰς πόλον ὄμμα βαλοῦσα οὐρανίου λαμπτῆρος ἀμέλγεται ὄμπνιον αἴγλην . Καὶ φλόγα κουφίζων κυρτούμενος ἵσταται Ἄτλας
δὲ σκαφίσι , ποιμενικοῖς ἀγγείοις , ἐν οἷς τὸ γάλα ἀμέλγεται . Ὅμηρος : περιγλαγέας κατὰ πέλλας πελλίσιν ] ἐν
4801866 φεγγει
νοητὸν κόσμον ἀνέφηνεν ἡνιοχούμενον . ὁ δ ' ἡνίοχος ἀκράτῳ φέγγει περιλαμπόμενος ἐν κύκλῳ δυσόρατος καὶ δυστόπαστος ἦν , ταῖς
. οὖδας ] ἔδαφος . σε ] εἰς σέ . φέγγει ] ἡμέραι . ἀφικόμην ] ἦλθον . Ἡ λέξις
4783098 σκοπελοιο
μολίβῳ ῥέεν . οὐδ ' ἔτι δηρόν εἱστήκει προβλῆτος ἐπεμβεβαὼς σκοπέλοιο : ἀλλ ' ὥς τίς τ ' ἐν ὄρεσσι
Ἑρκυνίου δρυμοῦ . Ὡς καὶ Ἀπολλώνιος : ἀλλ ' Ἥρη σκοπέλοιο καθ ' Ἑρκυνίου ἰάχησεν . Βοείῃ ] καὶ τῷ
4775207 ἀγχιτερμων
πόρρωθεν δὲ ἧττον , οὐκ ἴσον : οὕτω δ ' ἀγχιτέρμων ὁ ἥλιος λέγεται τοῖς Αἰθίοψιν , οὐχ ὡς Ὀνησικρίτῳ
ἥλιον ἀναφέροντα τὸ αἴτιον , ὅς φησιν οὕτως „ οἷς ἀγχιτέρμων ἥλιος διφρηλατῶν σκοτεινὸν ” ἄνθος ἐξέχρωσε λιγνύος εἰς σώματ
4727364 αὐγη
εἶναι καὶ ἱστίον τῷ ἅρματι , ἀφ ' οὗ καὶ αὐγή τις ἐπὶ τὸ μέτωπον καὶ τὴν κεφαλὴν ἥκει οὔπω
φαίνηται , ἀεξομένοιο διδάσκει μηνός : ὅτε πρώτη ἀποκίδναται αὐτόθεν αὐγή , ὅσσον ἐπισκιάειν , ἐπὶ τέτρατον ἦμαρ ἰοῦσα :
4615941 ἐδυ
παράγωγον δῦμι , ὁ ἀόριστος δεύτερος ἔδυν καὶ τὸ τρίτον ἔδυ καὶ ἀνέδυ καὶ κατέδυ : καρπαλίμως δ ' ἀνέδυ
. αὐτὰρ Ἀχιλλεὺς ὡς εἶδ ' , ὥς μιν μᾶλλον ἔδυ χόλος , ἐν δέ οἱ ὄσσε δεινὸν ὑπὸ βλεφάρων
4615380 δρεπονται
, αἱ δὲ βάτοι νιν ἐρχομέναν κείροντι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται : ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι ' ἄγκεα μακρὰ φορεῖται
μὲν ἐφύτευσα , σὺ δὲ ἔθρεψας , αἱ δὲ πόλεις δρέπονται . Δότε δή , θεοὶ σωτῆρες , τὸ γῆρας
4582057 νιφαδεσσι
νομόν , ἔνθα ποτὲ βˈρέχε θεῶν βασιλεὺς ὁ μέγας χρυσέαις νιφάδεσσι πόλιν , ἁνίχ ' Ἁφαίστου τέχναισιν χαλκελάτῳ πελέκει πατέρος
. νιφάδες Γ . . . . . , : νιφάδεσσι : ὁ μὲν Ἀπίων ψεκάδας , ἔστι δὲ κατὰ
4516732 ζηλοτυποι
ἔνθεον αὐτοῦ περὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἔαρος : ἣν οἱ ζηλότυποι τῶν ἀνδρῶν δρεπόμενοι ῥίπτουσι περὶ τὸν παρθένιον θάλαμον καὶ
τὸν θυμὸν ἄγριοι , φοβεροὶ τὸ μύκημα , καταπληκτικοὶ καὶ ζηλότυποι , οὔτε πάντη κατασεσαρκωμένοι καὶ πίονες , οὔτε ἰσχνόσωμοι
4469317 φεγγος
δέξαιτο δ ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος , δίκᾳ ξεναρκέϊ κοινόν φέγγος . εἰ δ ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκˈριτος ἁλίῳ σὸς
τοίνυν μηδὲ εἰς τὰς κοίτας λαμπτῆρας φέρεσθαι μηδὲ ἄλλο νυκτερινὸν φέγγος : ἤδη γάρ τινες , ἐπεὶ πάντῃ ἐξείργονται μηδὲν
4463151 σκοτος
: τὸ δὲ ὄνομα τῷ χωρίῳ Σκοτίταν [ τὸ δὲ σκότος ] οὐ τὸ συνεχὲς τῶν δένδρων ἐποίησεν , ἀλλὰ
ἀπλανὲς κύκλευμα , ἡλίου φῶς , ἡμέρα , ἄστρα , σκότος , νύξ , γῆ , ἀήρ , ὕδωρ .
4426646 φοβην
ἴσουσιν αἰσχύνῃσιν , οἷα μαίνεται πενθοῦσα καὶ κλαίουσα τὴν πάρος φόβην . Ἴδια δὲ ἄρα τῶν ζῴων καὶ ἐκεῖνα λέγεται
οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους , σιδήρωι τέμνετ ' αὐχένων φόβην . αὐλῶν δὲ μὴ κατ ' ἄστυ , μὴ
4409960 ταυροιο
τε χύτλα καὶ εὐχωλὰς μειλίγματ ' ἐνὶ χθονὶ χεύῃ θελγομένου ταύροιο κλυτοῦ μένει ἠελίοιο , καὶ τότε δὴ πεφύλαξο πόλει
μὲν πρῶτα φερέσβιος ἀλφίτου ἀκτή , αἷμα δ ' ἐπὶ ταύροιο , θαλάσσης θ ' ἁλμυρὸν ὕδωρ . Στέψασθαι δ
4405687 ἀστερωπον
εὐχόρευτος εὐπρόσωπος ἐμπρέπων ξανθῶι γενείωι . ἐς δ ' Ὄλυμπον ἀστερωπὸν ἔρχεται πανωιδὸς ἀχὼ θεῶν Ὀλυμπίων ὅμιλον ἀμβρόται ῥαίνοισα μοίσαι
περικλάσεις πεποίηκεν : ὅθεν καὶ Εὐριπίδης φησί τό τ ' ἀστερωπὸν οὐρανοῦ σέλας , χρόνου καλὸν ποίκιλμα , τέκτονος σοφοῦ
4395398 ἐλαμψεν
ἀνασελγαινόμενος ] κατακωμῳδούμενος . οὐδ ' εἰ Κλέων γ ' ἔλαμψεν : τοῦτό φησιν ὡς τοῦ Κλέωνος ἀπὸ δυσγενῶν ἐκλάμψαντος
οὖλον καὶ ἔνδοξον . καὶ ὅτε ἀνέῳξεν τοὺς ὀφθαλμούς , ἔλαμψεν ἡ οἰκία ὡσεὶ ἥλιος . καὶ ἀνέστη ἐκ τῶν
4378281 ἐξελκων
βάλοι νευροσπαδὴς ἄτρακτος , αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην , δύστηνον ἐξέλκων πόδα , πρὸς τοῦτ ' ἄν : εἴ τ
τὸν ἐγγὺς ἱππέα καὶ ὧδε ἀπέκτεινεν . ἕτερον δ ' ἐξέλκων ἐς τὸν βραχίονα ἐτρώθη καὶ ὑπεχώρησεν ἐκ τῆς μάχης
4372294 χιων
ἐν τοῖς καλοῖς συμποσίοις , ἐν οἷς πολλὴ μὲν ἡ χιών , πολλὴ δὲ ὕβρις , αἰσχραὶ δὲ ἅμιλλαι ,
καὶ διὰ τί πῦρ ] καὶ διὰ τί ψύχει ἡ χιών . . . . . . Καὶ Θεόφραστος μέντοι
4364194 πτηνος
ἱππεύειν μαθεῖν ὡς νομίζω , ἢν ἱππεὺς γένωμαι , ἄνθρωπος πτηνὸς ἔσεσθαι . νῦν μὲν γὰρ ἔγωγε ἀγαπῶ ἤν γ
ἀποτμηθείσης δὲ τῆς κεφαλῆς , ἐκ τῆς Γοργόνος ἐξέθορε Πήγασος πτηνὸς ἵππος , καὶ Χρυσάωρ ὁ Γηρυόνου πατήρ : τούτους
4361264 ὑψερεφες
τε γὰρ ἠελίου αἴγλη πέλεν ἠὲ σελήνης δῶμα καθ ' ὑψερεφὲς μεγαλήτορος Ἀλκινόοιο . χάλκεοι μὲν γὰρ τοῖχοι ἐληλέδατ '
πόθεν ἔλθοι : ἡ δὲ μάλ ' αὐτίκα πατρὸς ἐπέφραδεν ὑψερεφὲς δῶ : ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι ,
4349906 ἐδουσιν
, ὡς αὐτοὶ σοφοί . Χαἱ Προκλέους ἵπποι χλωρὰν ψαλάκανθαν ἔδουσιν . Ἐγὼ κεχόρτασμαι μέν , ἄνδρες , οὐ κακῶς
μαστῷ , λευκότερ ' αἰθερίας χιόνος . θεοὶ εἴπερ ἔδουσιν ἔδουσιν ἄλφιτα , ἐκεῖθεν ἰὼν Ἑρμῆς αὐτοῖς ἀγοράζει . ἔστι
4349372 λειμωνα
ὀφειλομένην Ἀφροδίτηι , ἣ Χαρίτων γλυκύμορφον ἐρωτοτόκων ἀπὸ κήπων δρεψαμένη λειμῶνα χελιδονίου ῥοδεῶνος κάλλος ἑὸν φαίδρυνε ῥόδων εὐώδεϊ χαίτηι :
δηλοῖ τὸ φυτόν , ὀξυτόνως δὲ τὸν τόπον : ἀσφοδελὸν λειμῶνα . ἁπλότης μωρίας διαφέρει . ἁπλότης μὲν γάρ ἐστι
4338729 ὑπνον
οὐ τόσσον ὀδύρομαι ἀχνύμενός περ , ὡς ἑνὸς ὅστε μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδήν . ἵνα δὲ μὴ φαίνηται μηδενὸς
ἐξ ὕπνου εἰς ἀγρυπνίαν , ἀλλ ' ἐξ ἀγρυπνίας εἰς ὕπνον . οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὴν ἥττονα δέχου μεταβολὴν ,
4331334 κειναις
ἄγρῃ , πρηνὴς ἐν ψαμάθοισιν ὑπ ' ὀστράκῳ εἰλυθεῖσα . κείναις δὲ πλοκαμῖσι καὶ ἡνίκα κύματα θύει χείματι πετράων ἀντίσχεται
καὶ ῥέθους βαφάς , / πεπασμέναι θρόνοισι φαρμακτηρίοις . / κείναις ἐγὼ δηναιὸν ἄφθιτος θεὰ / ῥαβδηφόροις γυναιξὶν αὐθηδήσομαι ]
4319502 βουδορα
μῆνα τὸν μεσαίτατον , ἐν ᾧ ψῦχός ἐστιν καὶ πάντα βούδορα . βούδορα δέ ἐστιν τὰ τοὺς βοῦς ἐκδέροντα διὰ
αὐτὸν λέγεινὅς ἐστιν ἡλίου τὸν Αἰγόκερων διϊόντος , καὶ τοῦ βούδορα τῷ Βουκατίῳ συνᾴδοντος διὰ τὸ πλείστους ἐν αὐτῷ διαφθείρεσθαι
4316545 ἁλικιαν
] Νεότητα . Ἁλικίαν ] * Εἰκότως δὲ εἶπε τὸ ἁλικίαν , ἐπειδὴ οἱ ἐν ἡλικίᾳ μάχονται καὶ οὐχ οἱ
⌋ ! [ ! ! ! ! ] καθ ' ἁλικίαν [ ! ! ! ! ] ραν κατεχε [
4308144 νηνεμιαν
ἐπήγαγεν εἰρήνην μὲν ἐν ἀνθρώποις , πελάγει δὲ γαλήνην , νηνεμίαν δ ' ἀνέμοις , κοίτην ὕπνον τ ' ἐνὶ
ἄστει εἶναι , καθ ' ὃ εἶναι τὰς μὲν τριακάδας νηνεμίαν , τὰς δ ' ἄλλας ἡμέρας ἄνεμον . .
4303492 ἀφωτιστον
ὑγρὰν οὐσίαν Ποσειδῶνι προσέθηκε , τρίτον δ ' Ἅιδην τὸν ἀφώτιστον ἀέρα δηλοῖ , κοινὸν δὲ πάντων καὶ ἑδραιότατον ἀπεφήνατο
ἀλλ ' ἴσως , φησίν , διὰ τὸ τῆς νυκτὸς ἀφώτιστον , ἅμα δὲ καὶ τὸ τῆς Σελήνης κατὰ τὴν
4301284 ἐφυτευσεν
γὰρ Ἀγκαῖος οὗτος υἱὸς ὢν Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυπαλαίας τῆς Φοίνικος ἐφύτευσεν ἄμπελον κατὰ Ἀριστοτέλην τὸν τοὺς Πέπλους συντάξαντα † .
[ θ ' ] ἔρξαντα καὶ ὃς τάδε πάντ ' ἐφύτευσεν οὐκ ἐθέλει νεικεῖν : ἵνα γὰρ δέος ἔνθα καὶ
4294706 σειρια
τόν γ ' ἐλθοῦσα , θεά , ὑπελύσαο δεσμῶν ἀκτὶς σειρία ἡ ἡλιακὴ ἢ τοῦ ἡλίου καταχρηστικῶς . σείριος δὲ
τόν γ ' ἐλθοῦσα , θεά , ὑπελύσαο δεσμῶν ἀκτὶς σειρία ἡ ἡλιακὴ ἢ τοῦ ἡλίου καταχρηστικῶς . σείριος δὲ
4291843 θαλπουσα
, ἀλλ ' ἐπιπόνως καὶ ταλαιπώρως ἀναδεχομένη τῶν σπαργάνων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψήχουσα καὶ πόνωι πόνον ἐκ νυκτὸς ἀλλάσσουσα τὸν
ἐκείνη τὰ τῆς Νιόβης τέκνα τιθηνεῖται : λεπτοσπαθήτων χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψήχουσα καὶ πόνωι πόνον ἐκ νυκτὸς ἀλλάσσουσα τὸν
4259515 μυχους
γὰρ τὰ τούτων ὀνόματα πᾶσαν μὲν ἤπειρον , πάντας δὲ μυχοὺς θαλάττης ἐπέρχεται καὶ ἀγροὺς καὶ καλύβας , καὶ ὅλως
ἵππων ταρακτής ἐστιν Ἰσχένου τάφος , ὁ τὴν θαλάσσης Αὐσονίτιδος μυχοὺς στενοὺς ὀπιπεύουσαν ἀγρίαν κύνα κτανὼν ὑπὲρ σπήλυγγος ἰχθυωμένην ,
4257962 Βοωτην
] ! ! [ ! ! ] ! [ ! Βοώτην ] τὸν [ Πλόκαμον ] ? [ ] ?
γάρ μιν φορέουσι . Τῶν γὰρ Χηλῶν ἀρχομένων ἀνατέλλειν τὸν Βοώτην φησὶν ὅλον ἀνατεταλκέναι καὶ τὴν Ἀργώ , τοῦ δὲ
4231050 δελετρον
, λάβρακα δὲ καρὶς πιαλέη , χάννος δὲ φίλον φάγροισι δέλετρον καὶ βῶκες συνόδοντι καὶ ἱππούροισιν ἴουλοι : τρίγλη δ
πελάσσαι : ἀλλ ' ὅτε τις προθορὼν ἑτέρης στιχὸς αἶψα δέλετρον ἁρπάξῃ , τότε καί τις ἐνὶ φρεσὶ θάρσος ἔδεκτο
4225467 ἀμυδροτατον
. Φράζεο δ ' αὐαλέῃσιν ἐπιφρικτὴν φολίδεσσιν ἀσπίδα φοινήεσσαν , ἀμυδρότατον δάκος ἄλλων , [ τῇ μὲν γάρ τε κέλευθος
ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον : ἀσθενέστατον , παρόσον ἀσθενοποιός ἐστιν ἡ πληγή .
4214232 ᾁδην
τὰ δὲ τραγικῶς , ὡς τὸ Περὶ τῶν καθ ' ᾅδην καὶ τὸ Περὶ εὐσεβείας καὶ τὸ Περὶ ἐξουσίας .
: τὸν Μάξιμον ἔφασκεν τραχηλάγχην ἐπιβαλόμενον ἕλκειν αὐτὸν εἰς τὸν ᾅδην , ὡς δικασόμενον ἐπὶ τοῦ Πλουτέως . οἱ δὲ
4213673 ἰσαντι
' , οἳ καθ ' ἁλμυρὰν ἅλα νεῖν μὲν οὐκ ἴσαντι , πεζᾷ δ ' ἐμπορεύονται μόνοι . Δημήτριος δ
τούτῳ γὰρ ἀνακοινοῦται καὶ συνδιακρίνει τὰ ὄντα πάντα . πάντα ἴσαντι νόῳ : ὅτι οὐ παρ ' ἑτέρου ἤκουσεν ,
4210997 ὀρφναιην
μογερὸν κυανοῦ πῶμα λάβοι θανάτου , ἴσην ἐντύναιο κατ ' ὀρφναίην τε καὶ ἠῶ δαμναμένοις ἱλαρὴν παρθέμενος κύλικα . καί
ἡ μὲν ἔβη ποτὶ πύργον , ὁ δ ' , ὀρφναίην ἀνὰ νύκτα μή τι παραπλάζοιτο , λαβὼν σημήια πύργου
4205075 αὐγης
γυῖα ] τὰ μέλη , τὰ κρέατα καταθρύπτῃσι ] ἑψηθῶσι αὐγῆς ] φλογός καί τε βοὸς νέα γέντα : καὶ
ἀγανακτεῖν ἑλκόμενον ; καὶ ἐπειδὴ πρὸς τὸ φῶς ἔλθοι , αὐγῆς ἂν ἔχοντα τὰ ὄμματα μεστὰ ὁρᾶν οὐδ ' ἂν
4185723 ἠελιος
οὐ κατὰ διάνοιαν ἐφάνη αὐτοῖς μέγας κτλ . εὖτε γὰρ ἠέλιος φαέθων ὑπερέσχεθε γαίης : ἡ διπλῆ ὅτι ἐξ ἡρωικοῦ
γειοτόμον δαμάλῃσιν ἐπιθύνουσιν ἄροτρον : ἢ πάλιν ἑσπερίῃσιν ὅτ ' ἠέλιος ζυγὰ κλίνει , ὁππότε σημαίνουσιν ἑαῖς ἀγέλῃσι νομῆες ,
4180145 τενδει
τένδειν γὰρ τὸ ἐσθίειν : ὅτ ' ἀνόστεος ὃν πόδα τένδει . Ἡσίοδος . οὓς ἡμεῖς σιναμώρους . καὶ παρ
ἀρχαίοις λέγονται . ὅτ ' ἀνό - στεος ὃν πόδα τένδει : ἔδει οὖν εἰπεῖν τένθει διὰ τοῦ θ :
4178522 κοιλοιο
κύκλον ἀέξονται πᾶσαι ἐπικάρπιοι ὧραι . Τοῦ δ ' ὅσσον κοίλοιο κατ ' ὠκεανοῖο δύηται , τόσσον ὑπὲρ γαίης φέρεται
περιτέμνεται ἄστρα : ὁτὲ δὲ οὕτως : δ ' ὅσσον κοίλοιο κατ ' Ὠκεανοῖο δύηται , τόσσον ὑπὲρ γαίης φέρεται
4168749 οὐρανιον
πρὸς ἄλληλα καὶ ὁμοιότητα ἔχειν πρὸς ἑαυτὰ , ὥστε τὸ οὐράνιον σῶμα ψυχὴν εἶναι ὠγκωμένην καὶ ζωὴν ἐπὶ πᾶν διεστῶσαν
πρὸς τὴν ὕλην , ἀναγωγός τε ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ καὶ ἄυλον ἀλλ ' οὐχὶ κάτω βρίθουσα περὶ
4155200 ἐρυθαινεται
καὶ ἰκτεριῶν ὠχραντικῶς ὑπὸ πάντων κινεῖται , ὁ δὲ ὀφθαλμιῶν ἐρυθαίνεται , ὁ δὲ παραπιέσας τὸν ὀφθαλμὸν ὡς ὑπὸ δυεῖν
ἤγουν τραχηλώδεις , οἱονεὶ τραχήλους ἔχοντας . * ἐνερεύθεται : ἐρυθαίνεται ὕσσωπος δὲ βοτάνη ὁμοία σαμψύχῳ . * οἴνωνις :
4151520 κρημνος
δικαίως ἀρετῆς ἕνεκα τῆς εἰς φίλους : τούτῳ γὰρ οὐ κρημνός , οὐ πῦρ , οὐ σίδηρος , οὐκ ἄλλο
. . τὸ βάραθρον : Ὁ ᾅδης . . ὁ κρημνός . . αὐτίκα μάλα : Ἤγουν λίαν συντόμως .
4149165 προσθεοντας
. ὁ δὲ Ἐτεόνικος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ ὡς εἶδον προσθέοντας τοὺς ὁπλίτας , συγκλείουσι τὰς πύλας καὶ τὸν μοχλὸν
[ δρόμῳ ] : τῶν δὲ βαρβάρων ὡς εἶδον ἕκαστοι προσθέοντας [ ] τοὺς Ἕλληνας ἔφευγον καθ ' ἅπαν τὸ
4147390 ἐνερθ
οὗ τὴν μεσότητα τῆς θέσεως καὶ Ὅμηρον εἰδέναι λέγοντα τόσσον ἔνερθ ' ἀίδαο , ὅσον οὐρανός ἐστ ' ἀπὸ γαίης
οὐκ εἶσι γαίας ἐς μελάγχιμον πέδον : τοσόνδε νύμφην τὴν ἔνερθ ' αἰτήσομαι , τῆς καρποποιοῦ παῖδα Δήμητρος θεᾶς ,
4144899 χειμεριον
δυσφεγγές , ἀνήλιον , ἄκρατον , ἄνισον ταῖς ὥραις , χειμέριον δυσχείμερον , κρυῶδες κρυμῶδες , παγετῶδες , κάτομβρον ,
ὁδὸν ψαμμώδη καὶ ἄνυδρον : εἰ γάρ τι καὶ νᾶμα χειμέριον ἦν , ἐξήραντο ὑπὸ τῆς φλογὸς τοῦ ἡλίου ,
4142127 ποικιλμα
. ὅθεν Εὐριπίδης εἶπεν : ἀστέρες δ ' ἐν οὐρανῷ ποίκιλμα τέκτονος σοφοῦ . ἐλάβομεν δὲ ἔννοιαν ἐκ τοῦ τὸν
ἐν τοῖς ἱεροφαντηθεῖσι χρησμοῖς ἀνείρηται καὶ τὸ τοῦ θεοῦ καλὸν ποίκιλμα , ὅδε ὁ κόσμος , ἐπιστήμῃ πανσόφῳ τετελεσιούργηται ,
4141948 Ἠως
ἐπὶ δὲ τῆς σωματοειδοῦς ἀλλ ' ἤτοι Κλεῖτον χρυσόθρονος ἥρπασεν Ἠώς . ἦις , ἦσθα , φησίν , διαφέρει παρὰ
φάω φάσω φαλὸς καὶ φαλιός : „ φάε δὲ χρυσόθρονος Ἠώς „ . . . . . φλόξ , ,
4139967 λιγυ
ὡς Ὅμηρος [ δ ] : ἀλλ ' αἰεὶ Ζεφύροιο λιγὺ πνείοντας ἀήτας Ὠκεανὸς ἀνίησιν ἀναψύχειν ἀνθρώπους . τὸ φύσει
λαμβάνει : διὸ καὶ ἀνεμώδης τουτέστι πνευματική . ὃς μοίσᾳ λιγὺ πᾶξεν ἰοστεφάνῳ : ὃς μουσικῶς ἔπηξε τὴν σύριγγα .
4138333 περιπεπταται
ἤκαχε μητέρα κεδνήν , ἣ δ ' ὁτὲ μὲν χήρη περιπέπταται ἀμφὶ καλιήν , ἄλλοτε δ ' εὐτύκτοισι περὶ προθύροισι
πηδῶσι , καὶ ἐμπίπτουσι τοῖς θηράτροις , ἅπερ οὖν αὐτοῖς περιπέπταται , καὶ λαμβάνουσιν οἱ Αἰγύπτιοι θήραν εὔοψον σὺν χορείᾳ
4137311 ἀπαρκτιᾳ
τὸ Ψιλὸν στόμα τοῦ Ἴστρου ἐπ ' εὐθὺ πλέοντι ἀνέμῳ ἀπαρκτίᾳ ὡς τὸ πέλαγος νῆσος πρόκειται , ἥντινα οἱ μὲν
ὁ πλοῦς , ἀλλ ' ὁ μὲν Διογένης ἐξωσθῆναι μόνον ἀπαρκτίᾳ , ὁ δὲ Θεόφιλος ἀναχθῆναι μόνον νότῳ , τὸν
4124054 αἰγλη
τὸ λίαν γίνεται αἴγλη : πάνυ γάρ ἐστιν ὁρμητικὴ ἡ αἴγλη . οὕτως εὗρον ἐν Ἐπιμερισμοῖς τοῦ Ψαλτῆρος . σημαίνει
αὐτοὺς κύματα μακρὰ φέροντο : περὶ στεροπῇσι δ ' ἀνάσσης αἴγλη μαρμαίρεσκε διὰ κνέφας ἀίσσουσα . Οἳ δ ' ἄποτον
4123123 δεμας
χωλεύουσι κακηπελίῃ βαρύθοντες . Εὖ δ ' ἂν σηπεδόνος γνοίης δέμας , ἄλλο μὲν εἴδει αἱμορόῳ σύμμορφον , ἀτὰρ στίβον
κἀκεῖθεν κατὰ τὴν δειρήν * εἰλίγγοις : συστροφαῖς στρόφοις * δέμας : σῶμα * ἄχθεται : βαρύνεται ἀλγεῖ αἶψα δὲ
4113802 βιβρωσκομενον
' ἡμέραν τὸ ἧπαρ αὐτοῦ , διὰ πάσης μὲν ἡμέρας βιβρωσκόμενον , νυκτὸς δὲ πάλιν ἀναπληρούμενον καὶ οἷον ἀνακαινιζόμενον ,
' ἡμέραν τὸ ἧπαρ αὐτοῦ , διὰ πάσης μὲν ἡμέρας βιβρωσκόμενον , νυκτὸς δὲ πάλιν ἀναπληρούμενον καὶ οἷον ἀνακαινιζόμενον :
4104959 ἀμαρυγαι
ἀμφίδυμοι πανομοίϊον ἀμφιέσαντο : ἶσαι μὲν βλεφάροισιν ὕπ ' ὀφθαλμῶν ἀμαρυγαὶ ἱμερόεν στράπτουσι : προσώπατα δ ' ἀμφοτέρῃσι φαιδρὰ πέλει
Κηφεὺς ἠῴου παρελαύνεται ὠκεανοῖο , ἦμος καὶ μεγάλοιο Κυνὸς πᾶσαι ἀμαρυγαὶ δύνουσιν , καὶ πάντα κατέρχεται Ὠρίωνος , πάντα γε
4103331 συνδυασθεντες
καὶ καθ ' ἑαυτοὺς νήχονται μέγιστοι ὄντες , οἳ δὲ συνδυασθέντες : καί ἐστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω , ἄλλοι
συμμιγέντες , συζευχθέντες , συνελθόντες εἰς συνουσίαν , ἑνωθέντες , συνδυασθέντες . ἀφροδίτη : συνουσία , μίξις . Οἶστρος :
4093693 ὑπενερθε
οὐδέν , ἀτιμάσασα πανταχῇ πέτεται κατὰ Πίνδαρον τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα , οὐρανοῦ τε ὕπερ ἀστρονομοῦσα
ἀνὰ σάρκα τιταίνει , ἥ ῥά οἱ ἐκ γένυος νεάτης ὑπένερθε πέφυκε λεπτή τ ' ἀργεννή τε , κακὴ δέ
4089951 ἠελιοιο
θεαὶ περικωκύσαντο υἱέα κυδαίνουσαι ἐυθρόνου Ἠριγενείης . Δύσετο δ ' ἠελίοιο φάος : κατὰ δ ' ἤλυθεν Ἠὼς οὐρανόθεν κλαίουσα
] [ τὸν μὲν πρῶτον ] ἔθαλψεν ? ὑπ ' ἠελίοιο ? ? [ βολαῖσιν ] [ ] πωτᾶτο φιλόδρομος
4081905 ἐλαυνεται
οἱ δὲ ἀσθματίαι , ὁπόσοις καθάπερ ἐκ δρόμου τὸ πνεῦμα ἐλαύνεται , ἄβουλοι , κακόθυμοι . . . . παντολόγοι
γαίης . καὶ δρόμον ἰσοκέλευθον ὀπιπεύουσα τοκῆος , παρθένος ἀντιπρόσωπος ἐλαύνεται οὐδ ' ἀπολήγει λοξὰ παραΐσσουσα : φιλαγρύπνοιο δὲ κούρης
4074895 ἀποκαθισταμενου
διὰ τῆς ἐν τοῖς ιβ ζῳδίοις πορείας τοῦ Ἡλίου : ἀποκαθισταμένου γὰρ αὐτοῦ εἰς τὸν ἐξ ἀρχῆς τόπον , ἀποκαθίστανται
τῇ δ ' αὐτῇ μεθόδῳ χρῶ καὶ ἐπὶ παντὸς ἀστέρος ἀποκαθισταμένου εἰς τὸν ἑαυτοῦ τόπον ἐν τῇ ἐναλλαγῇ ἢ ἐφ
4072692 ἐλαφοισιν
' ἔτισαν ποινήν , ἐκ δ ' ἐγέλασσαν ἐπὶ φθιμένοις ἐλάφοισιν , θαρσαλέαι δ ' ἀμίαι τάχα κύντερα δηρίσαντο .
πλώοντες , ὅτ ' ἐξανύουσι θάλασσαν : πρόσθε μὲν εἷς ἐλάφοισιν ἐπὶ στίχας ἡγεμονεύει , οἷα κυβερνητὴρ μεθέπων οἰήϊα νηός
4067885 ἐαρ
τῆς μουσικῆς , φησί . οὔτε γὰρ ὕπνος οὔτ ' ἔαρ ἐξαπίνας γλυκερώτερον : οὔτε ὁ ὕπνος ἡμῖν γλυκύτερος οὔτε
φέρει ὑγρὴ καὶ θερμή : τοιόνδε τὸ ὑγρὸν καὶ θερμὸν ἔαρ : δεύτερον τὸ θέροϲ , μετόπωρον ἧϲϲον , χειμὼν
4067598 ἱει
σὴν κάτω διήσει . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ πλειάδων ἔχων δρόμον .
. . . . . . . . . . ἵει δ ' ἐφ ' ἑπτὰ Πλειάδων ἔχων δρόμον .
4064732 λευγαλεοισιν
Τύμμασι : ἐν , τρώσεσι , πληγαῖς , τύψεσιν . λευγαλέοισιν : ὀλεθρίοις , ἰσχυροῖς , φονευτικοῖς . ἀμυνέμεναι :
ὃν πόδα τένδει ἔν τ ' ἀπύρῳ οἴκῳ καὶ ἤθεσι λευγαλέοισιν : οὐ γάρ οἱ ἠέλιος δείκνυ νομὸν ὁρμηθῆναι ,
4050651 ᾠκις
μνάματ ' Ἀπολλωνίας ἀνακείμεθα , τὰν ἐνὶ πόντῳ Ἰονίῳ Φοῖβος ᾤκις ' ἀκερσεκόμας : οἳ γᾶς τέρμαθ ' ἑλόντες Ἀβαντίδος
† ἡλίου κατ ' αἰθέρα , ἐλθὼν κατ ' Ἄργος ᾤκις ' Ἰνάχου πόλιν . οἱ γὰρ τρεῖς περὶ τοῦ
4045781 ἀρουραν
, τουτέστιν ἐπιμελείας καὶ σπουδῆς ἀξιῶν . Ὀρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν : προείρηται , ὅτι αὐτὸς μὲν Θηβαῖος , ὁ
ὁ ἔρως ξυναγαγόντες οἷον ἀπὸ δένδρων καρπὸν καταδρέψαντες ὡς εἰς ἄρουραν τὴν μήτραν ἀόρατα ὑπὸ σμικρότητος καὶ ἀδιάπλαστα ζῷα κατασπείραντες
4039723 φυε
δένδρεα μὲν καρπὸν χέον ἄσπετον , ἀμφὶ δὲ ποσσίν αὐτομάτη φύε γαῖα τερείνης ἄνθεα ποίης : θῆρες δ ' εἰλυούς
μύκον οὐρανοῦ καὶ τὸ τοῖσι δ ' ὑπὸ χθὼν δῖα φύε , καὶ ὅλως τὸ τὰ ἀδύνατα καὶ ἄπιστα τερατεύεσθαι
4037322 ἁλουργον
λόγους ἔχειν μὴ τοὺς αὐτούς . πολλὰς γὰρ καὶ τὸ ἁλουργὸν ἔχει διαφορὰς καὶ τὸ φοινικοῦν καὶ τῶν ἄλλων ἕκαστον
καὶ πάλιν ὀκτὼ τὰ ἁπλούστατα χρώματα , λευκὸν ξανθὸν φοινικοῦν ἁλουργὸν πράσινον φαιὸν κυανὸν μέλαν , ἑπτὰ ἑκάτερα ποιεῖ ,
4031743 ἀρουντι
καθ ' ὕλην : κατὰ τὸν δρυμόν * ἀροτρεύοντι : ἀροῦντι ὁ ἐργαζόμενος τὴν γῆν τῷ ἀρότρῳ ἐπίλοιγον δὲ ὀδόντα
μῆλα νέμοντι , τῷ ποιμένι , καὶ τῷ τὴν γῆν ἀροῦντι , καὶ τῷ τὰς ὄρνις θηρεύοντι , καὶ ὃν
4029645 βοσκονται
ἔνερθε μυχοί , εἰαρινὴν δ ' ἐφ ' ἅλωα χυτὸν βόσκονται ἀν ' ἄλσος διζόμενοι χλοεροῦ σπέρμα λαβεῖν μαράθου ,
κάτω ἀεὶ βλέποντες καὶ κεκυφότες εἰς γῆν καὶ εἰς τραπέζας βόσκονται χορταζόμενοι καὶ ὀχεύοντες , καὶ ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας
4029072 ὑποδεχομενης
προσγίγνεται τῷ σώματι , ὥστε ἀναγκαίως χεῖρον ἔσται τοῦτο τῆς ὑποδεχομένης οὐσίας , ἤδη οὔσης εἰδητικῆς τε καὶ προηγουμένης .
γὰρ Αἰθιοπίας ὑψηλοῖς παρὰ τὰ καθ ' ἡμᾶς ὄρεσι διεζωσμένης ὑποδεχομένης τε τὰς νεφέλας πρὸς τῶν ἐτησίων ὠθουμένας ἐκδιδόναι τὸν
4029061 ἀνεμος
τὴν ῥάβδον ἐκτείνει , κελεύσαντος τοῦ θεοῦ . κἄπειτ ' ἄνεμος καταράττει , νότος βιαιότατος , ὅλην τὴν ἡμέραν καὶ
ἐβουλήθησαν μὴ κατοκνῆσαι , ῥᾳδίως ἐγένετο , καὶ οὐκ ἂν ἄνεμος ἐκώλυσεν . βοηθήσαντες δὲ ἅμ ' ἡμέρᾳ πανδημεὶ οἱ
4018636 ὀμβρος
τὸν δὲ κοχλίαν μὴ φαίνεσθαι θέρους , ἀλλ ' ὁπόταν ὄμβρος γένηται ἀναδυόμενον φαίνεσθαι , διὰ τῶν φυτῶν βαίνειν ἕλκοντα
τὸν δ ' οὔτ ' ἂρ χειμὼν κρυόεις , οὐκ ὄμβρος ἀπείρων , οὐ φλὸξ ἠελίοιο δαμάζεται , οὐ νόσος
4017943 βαθυ
τοσοῦτον ἐπιστήμης ἀλλοτριωθῶμεν , ὡς ἄγνοιαν , τὸ μέγα καὶ βαθὺ σκότος , τῆς ἑαυτῶν ψυχῆς κατασκεδάσαι . διττὸν δὲ
φασὶ δὲ Ἱερώνυμόν τινα ἱστορεῖν ὅτι Τιθωνὸς ἀδελφὸς Πριάμου ἐς βαθὺ γῆρας ἐλάσας καὶ ζῆν μηκέτι ἐθέλων ᾐτήσατο παρὰ τῆς
4017795 ἀνοστεος
ἐν Ἔργοις καὶ Ἡμέραις : ἤματι χειμερίῳ , ὅτ ' ἀνόστεος ὃν πόδα τένδει ἐν τ ' ἀπύρῳ οἴκῳ καὶ
καὶ παρ ' Ἡσιόδῳ τινὲς ὀρθῶς δοκοῦσι γράφειν ὅτ ' ἀνόστεος ὃν πόδα τένθει διὰ τοῦ θ . ὀτοτύζειν ]
4013383 μαρπτων
. Εἰ δὲ πυριφλεγέθων ἑτερήμερος ἄνδρα θαμίζων , ἢ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παραδηθύνῃσιν , ἠὲ τεταρταίης πῆμα βραδὺ μήποτε λήγειν
σαώσει στέρνα δεδρυφαγμένον καὶ χεῖρας ἄκρας , αἷς κρεαγρεύτους πέτρας μάρπτων ἁλιβρώτοισιν αἱμαχθήσεται στόρθυγξι . νῆσον δ ' εἰς Κρόνῳ
4013376 ῥικνουσθαι
παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι ] τὸ καμπύλον γίνεσθαι ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ
: Ῥηγίνου δειλότερος ἐπὶ τῶν καθ ' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος
4012700 οἰνωι
' οἷς ἀγερωχία καὶ ἄκρατος , καὶ τὰ τυραννικὰ ἐν οἴνωι σπουδάζεται . ἀλλ ' ὅμως οὐδὲ Θετταλοὶ σοφίας ἠμέλουν
Πολύβιος Ἐπιμανῆ καλεῖ , τὴν κρήνην τὴν ἐν Ἀντιοχείαι κεράσαι οἴνωι , καθάπερ καὶ τὸν Φρύγα Μίδαν φησὶ Θεόπομπος ,
4012212 οἱμον
| τίκτουσα εἰς λύκον ? ? ? | μετέβαλε | οἷμον πάτον ὁμοίως | τὴν πλατεῖαν | ἆ πάντως καὶ
αἴσιον , ᾧ καὶ πάντες ἐπευφήμησαν ἰδόντες στέλλεσθαι τήνδ ' οἷμον : ἐπιπρὸ γὰρ ὁλκὸς ἐτύχθη οὐρανίης ἀκτῖνος , ὅπῃ
4010931 ἀρχομενης
προλέγουσι τὸ μέλλον αὐτοῖς ἔσεσθαι τῆς ἀναδόσεως ἐπὶ τὸν ἐγκέφαλον ἀρχομένης . γίνεσθαι συμβαίνει δὲ τὸ πάθος καὶ παιδίοις καὶ
τοξεύειν ἔταξεν . ταῦτα μὲν ἐν νυκτὶ μιᾷ διετέτακτο . ἀρχομένης δὲ ἕω οἱ μὲν ἀπὸ γῆς ἐτόξευον καὶ ἠκόντιζον
4009632 ἡιχι
πάλλε βεβαμμένον : ἄλλο δὲ τείνων ὀμβροτόκον κούφιζε μετάρσιον , ἧιχι φανέντες Ὄμβροι παῖδες ἔασι , περίπλοκον ἅμμα βαλόντες ,
πολυσπερέων δαΐδων ἀμάρυγμα τινάσσων κῶνος ἀερσιπότητος ἐλαύνεται ὀξέϊ παλμῶι , ἧιχι φαεινομένων σελάων πολυαύχενος ὁρμὴ εἰς δέκα τεμνομένη θωρήσσεται :
4004406 πολυβενθεος
: φωκάων ἁλιοτρεφέων ὀλοώτατος ὀδμή : καὶ πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν . Λαμίας ὄρχεις : Λαμία θηρίον . .
ἁθρόαι εὕδουσιν , πολιῆς ἁλὸς ἐξαναδῦσαι , πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν . ἔνθα ς ' ἐγὼν ἀγαγοῦσα ἅμ '
4003781 ἐκαλυψεν
φάρεϊ πορφυρέωι , Τυρίης βλαστήματι κόχλου , ἀενάου βουβῶνος ἄναξ ἐκάλυψεν ὀπώρην ἄχρι ποδῶν πυκάσας θαλερὸν δέμας : ἐκ δὲ
τὸ ἐπίγραμμα : τήν ῥά ποτ ' Οὐλύμποιο περὶ πλευρὰς ἐκάλυψεν ὠκὺς ἀπὸ Θρῄκης ὀρνύμενος Βορέης : ἀνδρῶν δ '
4003067 οὐρεϊ
, πέφˈνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Φλέγˈραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ , σφετέρας δ ' οὐ
αὐχένι κῦρσαι : ἀλλ ' ὥς τε ξύλον αὖον ἐν οὔρεϊ ὑλήεντι εἱστήκει , τό περ οὔτε θοαὶ Βορέαο θύελλαι
4001785 ἀλλασσουσα
σπαργάνων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψήχουσα καὶ πόνωι πόνον ἐκ νυκτὸς ἀλλάσσουσα τὸν καθ ' ἡμέραν . . . . :
χλανιδίων ἐρειπίοις θάλπουσα καὶ ψύχουσα καὶ πόνῳ πόνον ἐκ νυκτὸς ἀλλάσσουσα τὸν καθ ' ἡμέραν οἰκτρῶς θανεῖν μ ' ἄνωγε
4000220 φωσφορος
τινάσσων , Ἴακχ ' , ὦ Ἴακχε , νυκτέρου τελετῆς φωσφόρος ἀστήρ . Φλογὶ φέγγεται δὲ λειμών : γόνυ πάλλεται
αἴκα προαγέηται τῶ ἁλίω καὶ προανατέλλῃ ποτ ' ὄρθρον . φωσφόρος ὦν πολλάκις μὲν γίγνεται ὁ τᾶς Ἀφροδίτας διὰ τὸ
3999901 ἱκανεν
. Ἕκτωρ δ ' ὡς Σκαιάς τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν : ἡ διπλῆ , ὅτι τὰς Σκαιάς ὀνοματικῶς Δαρδανίας
θερμὸς ἀυτμὴ Τιτῆνας χθονίους , φλὸξ δ ' αἰθέρα δῖαν ἵκανεν ἄσπετος , ὄσσε δ ' ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ
3995169 φυει
ἐστιν ἀνθρώπου φρενῶν ὅπου τὸ τέρπον καὶ τὸ πημαῖνον † φύει † : δακρυρροεῖ γοῦν καὶ τὰ καὶ τὰ τυγχάνων
ἀέντων εἴαρος ἀρχομένου , ὅτε δένδρεα μακρὰ καὶ ὕλη φύλλα φύει , ἢ ὡς ὅτ ' ἐν ἀζαλέῃς ξυλόχοισι πῦρ
3994154 δρομον
τῇ Παρθενόπῃ καὶ δρόμον ποιῆσαι λαμπάδος ὅνπερ λαμπαδικὸν ἀγῶνα καὶ δρόμον οἱ Νεαπολῖται * ἐτησίως * ἐτέλουν . Μοψοπία δὲ
τοῦ “ διανοοῦμαι καὶ περιεργάζομαι τὸν ἥλιον καὶ τὸν τούτου δρόμον ” . ἔγκειται δὲ ἅμα καὶ τὸ τοῖς πολλοῖς
3986671 δυομενος
τῆς πάσης γῆς , οὗ μετέβημεν , ἐκ τούτου ἡμῖν δυόμενος φαίνεται , οὐδὲ πολλὴν ἐνίοτε πάνυ γῆν μεταβεβηκόσιν [
Ἥλιος δυόμενος εἰς μὴ καθαρόν . Καὶ ὡς ἂν μερισθῇ δυόμενος οὕτως αἱ ἡμέραι ἐπιτελοῦνται . Οἷον εἰ τὸ τρίτον
3985351 ἑωθινος
οὐδεὶς ἀπενενέμητο τῇ προσρήσει , οὐδὲ ὡς νῦν μόνος ὁ ἑωθινός , ὅπου γε καὶ ἐπὶ τῶν ἀπαισίων καὶ ἀπευκτοτάτων
χαλᾷ γὰρ τὸ κάρα εὐανάδοτος χαλικραίῃ νύχιος ] χαλώσῃ κάρα ἑωθινός νύχιος ] ὁ νυκτερινός δεδαμασμένος ] νενικημένος οἴνῃ ]
3982836 ὑδρος
ὁ δίυγρος , ὁ διερός , ὁ ζῶν . ἢ ὑδρὸς οἷον ἔνυδρός τις εἶναι δοκῶν . Αἰολικόν : ἀπατητικόν
ὁ δίυγρος , ὁ διερός , ὁ ζῶν . ἢ ὑδρὸς οἷον ἔνυδρός τις εἶναι δοκῶν . Αἰολικόν : ἀπατητικόν
3980819 ἀνεηκε
πικρὸν ἀπὸ μεταφοφᾶς τῆς πεύκης : πικρὰ γὰρ αὕτη . ἀνέηκε : ἀναβλῦσαι ἐποίησεν , ἀνέδωκεν , ἀνέπεμψεν . ἐξέστεψε
γε φανήμεναι ὅττι θέλοιμι . σὸς δὲ πόθος μ ' ἀνέηκε τόσην ἅλα μετρήσασθαι ταύρῳ ἐειδόμενον . Κρήτη δέ σε
3978928 ἐστηριξε
τ ' ὀλίγη μὲν πρῶτα κορύσσεται , αὐτὰρ ἔπειτα οὐρανῷ ἐστήριξε κάρη καὶ ἐπὶ χθονὶ βαίνει . Διὰ γὰρ τούτων
ἐν τῇ γῇ . ὑπὸ γὰρ τῶν καρπῶν στηριζόμεθα . ἐστήριξε δὲ Ζεὺς ἐν Πυθοῖ . πυθόμενος γὰρ ὁ σῖτος
3975674 ἀμφεχυθη
ἀπέβη κατὰ δῶμ ' Ὀδυσῆος . τὴν δ ' ἄχος ἀμφεχύθη θυμοφθόρον , οὐδ ' ἄρ ' ἔτ ' ἔτλη
κῆρ ἐς κλισίην ἀφίκανεν ἑοῦ πατρός , ἔνθά οἱ ὕπνος ἀμφεχύθη . Δαναοὶ δὲ νεῶν προπάροιθεν ἴαυον αἰὲν ἀμειβόμενοι φυλακάς
3975300 ταυρος
τῆς φωνῆς διὰ τοῦ στόματος τοῦ ταύρου , δόξῃ ὁ ταῦρος καιόμενος μυκηθμὸν ἀποτελεῖν . τούτου δὲ τὸ ἀπάνθρωπον θεασάμενος
ἀπεδόμην . ” , . . Φάσμα ὁ δὲ ἕτερος ταῦρος ἐμυκήσατο , κακὸν φώνημα Γάρμῳ : καὶ ἔδοξε τράγος
3974870 νεφεα
ἡγεμόνας Δαναῶν ἕλεν , αὐτὰρ ἔπειτα πληθύν , ὡς ὁπότε νέφεα Ζέφυρος στυφελίξῃ ἀργεστᾶο Νότοιο βαθείῃ λαίλαπι τύπτων : πολλὸν
' ἀῆται λάβροι ἐριδμαίνωσι , καὶ ὁππότε λάβρον ἀέντες σὺν νέφεα ῥήξωσι Διὸς μέγα χωομένοιο ἀνδράσιν οἵ τ ' ἐρίτιμον
3973465 ὑσι
ἐντιθέντα τῇ γαστρὶ μήτε ἴσχοντα αὐτὴν εἰκότως ἀτιμάζεται καὶ τοῖς ὑσὶ βάλλεται . ὅσα δὲ καλῶς πεπανθέντα ἐπὶ τῶν δένδρων
ἀπολείπονται τῶν ὑῶν , κατὰ τοσοῦτον καὶ τῶν ἀκρέων ἐν ὑσὶ μορίων ἐστὶ χείρω τὰ κατ ' ἐκεῖνα τὰ ζῷα
3972719 ἐρνος
ἐν θήρεσσιν ἐπ ' ἀγλαΐῃ κομόωσιν ἄρσενες εὐκέραοι , πολυδαίδαλον ἔρνος ἔχοντες : ἦ γὰρ ἐϋσχιδέων κεράων ὥρησι πεσόντων ,
, ἀπὸ τοῦ παρακολουθοῦντος : οἷον τῶν στεφάνων κατασχεῖν . ἔρνος δὲ Ἀλφειοῦ τὴν ἐλαίαν λέγει , ἀφ ' ἧς
3971683 κλαδον
ἐπιθυμία γάρ ἐστιν κεφαλὴ πάσης ἁμαρτίας . καὶ ἔκλινα τὸν κλάδον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβον ἀπὸ τοῦ καρποῦ καὶ
τὰ σαυτοῦ πρῶτον ἐπισκέπτου κακά . Μηδέποτε πειρῶ στρεβλὸν ὀρθῶσαι κλάδον : φύσιν δ ' ἐνεγκεῖν οὗ φύσις βιάζεται .

Back