παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος : λέγεται δὲ καὶ [ ῥικνοῦσθαι ] τὸ καμπύλον γίνεσθαι ἀσχημόνως καὶ κατὰ συνουσίαν καὶ
: Ῥηγίνου δειλότερος ἐπὶ τῶν καθ ' ὑπερβολὴν δειλῶν . ῥικνοῦσθαι : τὸ διέλκεσθαι καὶ παντοδαπῶς διαστρέφεσθαι κατ ' εἶδος
5755645 ἐμπεσηι
φίλα γήραος ἄχρις καὶ πόσις ἧι ἀλόχωι , μηδ ' ἐμπέσηι ἄνδιχα νεῖκος ; Μὴ δέ τις ἀμνήστευτα βίηι κούρηισι
: συγγνώμης δ ' ἄξιον , ὅταν εἰς ἐκεῖνά τις ἐμπέσηι ποτὲ τὰ μέτρα , ἅπερ ἔχει ὁμοιότητα πρὸς τὸ
5623360 βυσσον
: βιαζόμενον , καταπονούμενον . κατεπειγόμενον , σπουδάζοντα . ποτὶ βυσσόν : πρὸς τὸν βυθόν . ὑποβρυχίοισι : βυθίοις ,
Ἰκάρῳ . κνῆ τυρὸν κνήστι . ἔκοπτε τυρὸν κοπίδι . βυσσόν . πυθμένα . ἐξ ὑπογύου . παρ ' αὐτά
5525052 θαλλοντα
τοῖς αὐτοῖς δένδρα τε ἀναδραμόντα καὶ ὑπὸ τοῖς δένδρεσι λήια θάλλοντα , μᾶλλον δὲ καὶ μεμερισμένως ταῦτα δείκνυσι καὶ κατὰ
πεφύκει , κυάνεόν τε χελιδόνιον χλωρόν τ ' ἀδίαντον καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἰλιτενὴς ἄγρωστις . ὕδατι δ ' ἐν
5465900 δονακεσσιν
ὑποδιαίρεσις , ἀπὸ τούτων , τῶν χαιρόντων τοῖς ἀγκίστροις . δονάκεσσιν : καλάμοις . ἀναψάμενοι : ἀναδήσαντες , ἀνακρεμάσαντες .
δ ' ἱκόμην ἐλάταισι περὶ χλωρῇσιν ἐρεμνὰς νήσους ὑψικόμοισιν ἐπηρεφέας δονάκεσσιν . Ἡμικύνων τ ' ἐνόησα γένος περιώσιον ἀνδρῶν ,
5411555 πτυαλον
συμφέρει , καὶ βήσσειν καὶ πονέειν ἐλαφρῶς , καὶ τὸ πτύαλον λεπτύνεσθαι πρὸς τὰς δὶς ἑπτά : πυρέσσειν δὲ καὶ
τὴν κεφαλὴν , καὶ τὰ σιαγόνια οἰδίσκεται , καὶ τὸ πτύαλον χαλεπῶς καταπίνει , ἀποπτύει δὲ καὶ τὰ σίαλα σκληρὰ
5385045 αἰσαν
τέλει ' , αἰεὶ δὲ τοιαύταν Ἀμένα παρ ' ὕδωρ αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακˈρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων . σύν
καὶ ἀτερπέα , δηϊοτῆτος θεσμὸν ὑφ ' αἱματόεντα καὶ ἄγριον αἶσαν ὀλέθρου . ἔστι τις οὐ δολιχὴ μὲν ἀτὰρ πάχος
5375397 βενθος
Ἀχιλλεύς , ἢ τὸν Ἀντιλόχου . . πᾶσαι ὅσαι κατὰ βένθος ἁλὸς Νηρηίδες ἦσαν . ἔνθ ' ἄρ ' ἔην
πάντα θοαὶ σκεδάσαντο θύελλαι : αἳ δὲ καὶ ἐς μέγα βένθος ὑποβρύχιαι κατέδυσαν ὄμβρου ἐπιβρίσαντος ἀπείρονος οὐδ ' ὑπέμειναν λάβρον
5362272 ἁπαλοτητα
ἀνδρῶν κράατα βαίνει . καλῷ οὖν δοκεῖ μοι τεκμηρίῳ τὴν ἁπαλότητα ἀποφαίνειν , ὅτι οὐκ ἐπὶ σκληροῦ βαίνει , ἀλλ
πάγχρηστον , πάντων δὲ νεώτατος , λευκός , σκιατροφίας , ἁπαλότητα ὑποδηλῶν . τῷ δ ' ἀγροίκῳ τὸ μὲν χρῶμα
5288878 ἀσβεστη
πῦρ νηῒ θοῇ : τῆς δ ' αἶψα κατ ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ . ὣς τὴν μὲν πρυμνὴν πῦρ ἄμφεπεν
. νηὶ θοῇ : τῆς δ ' αἶψα κατ ' ἀσβέστη κέχυτο φλόξ : ἡ διπλῆ ὅτι ἔστι μὲν ἐκ
5285374 ἀντρα
ἐν μυχοῖς τοῦ Δελφινίου τόπου ἤτοι τῆς Φωκίδος περὶ τὰ ἄντρα καὶ σπήλαια τοῦ Κερδώου θεοῦ ἤτοι τοῦ Ἀπόλλωνος :
Ἐρετρικήν , ὄρη , κρημνούς , φάραγγας , καταδύσεις , ἄντρα , χαράδρας , τρώγλας , χηραμούς , πάντας μυχοὺς
5284887 ἀμυδροτατον
. Φράζεο δ ' αὐαλέῃσιν ἐπιφρικτὴν φολίδεσσιν ἀσπίδα φοινήεσσαν , ἀμυδρότατον δάκος ἄλλων , [ τῇ μὲν γάρ τε κέλευθος
ὀρθιάζουσαν * φολίδεσσι : λέπεσσι * φοινήεσσαν : ἐρυθράν αἱματόεσσαν ἀμυδρότατον : ἀσθενέστατον , παρόσον ἀσθενοποιός ἐστιν ἡ πληγή .
5284182 εὐλιμενους
δ ' εἰλατίνας πλάτας , ὦ ναῦται ναῦται , πέμποντες εὐλιμένους Περσείων οἴκων Ἑλέναν ἐπ ' ἀκτάς . ἦ που
φάγρον ἐσθίειν . Δήλῳ τ ' Εἰρετρίᾳ τε κατ ' εὐλιμένους ἁλὸς οἴκους . τὴν κεφαλὴν δ ' αὐτοῦ μόνον
5277558 σκεπας
βυθός ἐστι θαλάσσης . ἔνθα τε νῆας ἦγον , ὀιόμενοι σκέπας εἶναι αὐτοφυοῦς ὅρμοιο , κακῷ δ ' ἐνέκυρσαν ἑτοίμῳ
δὲ θυμὸν ἔχουσιν ἀμήχανον ἀδρανέοντες , ὄφρα περὶ μελέεσσι νέον σκέπας ἀμφιπαγείη . ὡς δέ τις ἰητὴρ νουσαχθέα φῶτα κομίζων
5277204 ὑλαν
μὲν ἰδέαν νόῳ κατ ' ἐπιστάμαν , τὰν δ ' ὕλαν λογισμῷ νόθῳ διὰ τὸ μηδέπω κατ ' εὐθυωρίαν νοῆσθαι
πολλὰν δ ' ὄρει πῦρ ἐξ ἑνός σπέρματος ἐνθορὸν ἀΐστωσεν ὕλαν . ἀλλ ' ἐπεὶ τείχει θέσαν ἐν ξυλίνῳ σύγγονοι
5261360 πενθεα
δ ' Ἑρμῆς δύνῃσι Κρόνου βεβαῶτος ἐφ ' ὥρῃ , πένθεα γεινομένοισι τελεῖ δειλοῖς ἐπὶ τέκνοις . ἔμπαλι δ '
ἀργαλέοις : δοῖεν δὲ καὶ ἄλλοις Ἀργείοισιν ὑσμίνας ὀλοὰς καὶ πένθεα δακρυόεντα αὐτῷ τ ' Ἀτρείδῃ Ἀγαμέμνονι : μηδ '
5238821 ἀλκην
, ξίφος χάλκεον , ἔγχεϊ χαλκείῳ , τῷ χέοντι τὴν ἀλκὴν καὶ τὴν δύναμιν τῶν ἀναιρουμένων . Ἢ πειστέον μοι
εἰκότως : ἔρημοι γὰρ τῶν ἀμυντηρίων ὄντες ἀφῃρῆσθαι καὶ τὴν ἀλκὴν πεπιστεύκασιν ἐν τῷ τέως . λέγονται δὲ καὶ φυλάττεσθαι
5223739 ἀπειργει
πρὸς ἑσπέρην δὲ τῆς Ἰνδῶν γῆς ὁ ποταμὸς ὁ Ἰνδὸς ἀπείργει ἔστε ἐπὶ τὴν μεγάλην θάλασσαν , ἵναπερ αὐτὸς κατὰ
κίνδυνον εἰπών ” ξύλον ἄιδ ' ἐρύκει “ . οὐκοῦν ἀπείργει . ὁ δὲ ποιητὴς οὐκ εἰς ἅπαξ παρορίζει τὸ
5215168 βατον
Ἡλίβατον : τὸ ὑψηλὸν ὄρος , τῷ ἡλίῳ ὂν μόνῳ βατόν . Καὶ παροιμία , ἡλίβατον κακόν , ἐπὶ τῶν
ἡ ἀκτὴ καὶ ὥσπερ γεώλοφόν τι ἀποτελεῖ , οὐ πανταχόθεν βατόν τε καὶ εὐεπίδρομον οὐδὲ οἶον τοῖς ἐπ ' ἄκρου
5172858 ἠλασκουσιν
πᾶσι τριπτύχους κόρας ἴσκων παρέξειν , Κυνθίαν ὅσοι σκοπὴν μίμνοντες ἠλάσκουσιν Ἰνωποῦ πέλας , Αἰγύπτιον Τρίτωνος ἕλκοντες ποτόν . ἃς
, εἰς ὃν οἱ ἐκπεσόντες Ἄτης ἂν λειμῶνα κατὰ σκότος ἠλάσκουσιν . ἡ δὲ ἔφεσις τοῦ φεύγοντος τὸν τῆς Ἄτης
5162776 σκεπην
, ὅτι μίτοις καὶ στημονίοις σὺν ὕφει ἐσθήματα ἐργασάμενος , σκέπην ὁμοῦ ποριεῖ καὶ εὐσχημοσύνην τοῖς σώμασιν : τέκτων δὲ
τὸ πολὺ οἱ ψιλοὶ τάττονται , ὡς αὐτοῖς μὲν τὴν σκέπην ἐκ τῶν ὅπλων εἶναι , τοῖς δὲ ὁπλίταις αὖ
5161562 κραατα
πίλναται , ἀλλ ' ἄρα ἥ γε κατ ' ἀνδρῶν κράατα βαίνει . καλῷ οὖν δοκεῖ μοι τεκμηρίῳ τὴν ἁπαλότητα
, μὴ πρὶν ἐς ἀλκήν δυσμενέων ἀίδηλος ἐπιβρίσειεν ὅμιλος , κράατα δ ' εὐφύλλοις ἐστεμμένοι ἀκρεμόνεσσιν , ἐμμελέως Ὀρφῆος ὑπαὶ
5151026 εἰαρι
ἀναγκαίοις τε τόποισιν φλεγμαίνοντα πάθη καταπλάσμασι τοῖσδ ' ἀκέσαιο . εἴαρι δ ' αἶρε πόην καὶ καύματι καὶ φθινοπώρῳ .
Εἰ δέ νύ τοι κεράσαι φίλον ἔπλετο δοιὰ γένεθλα , εἴαρι μὲν πρώτιστα λέχος πόρσυνε κύνεσσιν : εἴαρι γὰρ μᾶλλον
5148701 θυμιωμενον
, καὶ διώξει τοὺς κώνωπας . ἀπελαύνει αὐτοὺς καὶ βδέλλιον θυμιώμενον . Δάφνη μετὰ ἐλλεβόρου μέλανος κοπεῖσα , καὶ μετὰ
ποιήσας θυμιάσεις . καὶ καθ ' ἓν δὲ αὐτῶν ἕκαστον θυμιώμενον ἐξελαύνει τὰ ἑρπετά . Φασὶ δέ τινες , τὸν
5127007 ὑποδεχομενης
προσγίγνεται τῷ σώματι , ὥστε ἀναγκαίως χεῖρον ἔσται τοῦτο τῆς ὑποδεχομένης οὐσίας , ἤδη οὔσης εἰδητικῆς τε καὶ προηγουμένης .
γὰρ Αἰθιοπίας ὑψηλοῖς παρὰ τὰ καθ ' ἡμᾶς ὄρεσι διεζωσμένης ὑποδεχομένης τε τὰς νεφέλας πρὸς τῶν ἐτησίων ὠθουμένας ἐκδιδόναι τὸν
5123196 στυφελοιο
, εὖτ ' ἐσίδοντο ἀνέρα λευγαλέῃσιν ἐπιστενάχοντ ' ὀδύνῃσι κεκλιμένον στυφελοῖο κατ ' οὔδεος . Ἀμφὶ δ ' ἄρ '
βήσσῃς Σιθονίῳ κούρῳ πέρι μυρίον αἰάζουσιν . καί ῥα κατὰ στυφελοῖο σαρωνίδος αὐτίκα μίτρην ἁψαμένη δειρὴν ἐνεθήκατο : ταὶ δ
5119434 ἀγυιαν
: καὶ εὐθὺς τροχάζων ἡγεῖτο . ἐπεὶ δὲ κατενόησε τὴν ἀγυιὰν τὴν πρὸς τὸ βασίλειον φέρουσαν στενοτέραν οὖσαν ἢ ὡς
καὶ πανταχοῦ χεῖρα ἐκτείναντι λαβεῖν ὑπάρχειν . οὐ γὰρ ἔστιν ἀγυιὰν οὕτως εὑρεῖν ὠλιγωρημένην οὐδ ' ἐν ὑστάτοις , ἣ
5101590 σηκους
[ ] . λέγουσι δὲ ἡρώων μὲν [ τοὺς ] σηκούς , θεῶν δὲ ναούς : Καλλίμαχος [ ] ἀεὶ
' ἐξέσσυτο ἄρσενα μῆλα , θήλειαι δὲ μέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς : οὔθατα γὰρ σφαραγεῦντο . ἄναξ δ ' ὀδύνῃσι
5098275 ἐδωδην
. . . . ὅς τέ μοι ὕπνον ἀπεχθαίρει καὶ ἐδωδὴν . * ) [ ἡ διπλῆ ὅτι ἀπεχθαίρει ἀντὶ
εἰσιν ἀπληστίας ὑπηρέται καὶ ὑπουργοί , πάνθ ' ὅσα πρὸς ἐδωδὴν τέμνοντές τε καὶ λεαίνοντες καὶ τὸ μὲν πρῶτον γλώττῃ
5086025 ἀεξει
βριάοντα χαλέπτει , ῥεῖα δ ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει , ῥεῖα δέ τ ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα
: ἠνορέη δὲ ἄπρηκτος τελέθει μέγεθός τ ' εἰς οὐδὲν ἀέξει ἀνέρος , εἰ μή οἱ πινυτὴ ἐπὶ μῆτις ἕπηται
5079080 ἀγραυλοιο
φαίδιμος Αἴας . στῆ δὲ κέρας μετὰ χερσὶν ἔχων βοὸς ἀγραύλοιο ὄνθον ἀποπτύων , μετὰ δ ' Ἀργείοισιν ἔειπεν :
μολυβδαίνῃ ἰκέλη ἐς βυσσὸν ὄρουσεν , ἥ τε κατ ' ἀγραύλοιο βοὸς κέρας ἐμβεβαυῖα ἔρχεται ὠμηστῇσιν ἐπ ' ἰχθύσι κῆρα
5072377 ἀφυσγετον
, ἀντὶ τοῦ πολύ , δαψιλές , ἀφύσιμον καὶ ἀρύσιμον ἀφυσγετόν ] δαψιλές , ἀρυόμενον δαψιλῶς δεπάεσσιν ] ποτηρίοις χεύοις
, καὶ ἐν συνθέσει ἀφυλίσαι ' . . . . ἀφυσγετόν : τὸ ἰλυῶδες ἀφυσγετός ' . . . .
5071989 παντοσε
. παρὰ τὸ οἶκος οἴκοσε , ἄλλος ἄλλοσε , παντός πάντοσε , παρά τε πάλιν τὸ ποῦ τὸ πόσε φεύγετε
τῷ μέσῳ κρήνας τέττα - ρας λαμπροῦ καὶ διαφανοῦς ὕδατος πάντοσε ἀπορρέοντος , ἅτε οὐκ ὄντος ἑτεροκλινοῦς οὐδὲ ἀνίσου τοῦ
5065650 οἰνοπεδοιο
μιν ἤνωγον τέμενος περικαλλὲς ἑλέσθαι πεντηκοντόγυον , τὸ μὲν ἥμισυ οἰνοπέδοιο , ἥμισυ δὲ ψιλὴν ἄροσιν πεδίοιο ταμέσθαι . πολλὰ
„ ὁμοίως καὶ τὴν σιτοφόρον γῆν . . ἀλωήν , οἰνοπέδοιο . . Φ . ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθα .
5053329 ὀρεσφι
ἀκαμάτοιο θοὸν μένος , εὖτ ' ἀλίαστον μαίνηται κατ ' ὄρεσφι βίη μεγάλου ἀνέμοιο , πίπτῃ δ ' αἰθομένη πυρὶ
θήσει : Ὡς δ ' ὅτε χείμαρροι ποταμοὶ κατ ' ὄρεσφι ῥέοντες ἐς μισγάγκειαν συμβάλλετον ὄμβριμον ὕδωρ : καὶ μυρία
5050748 ἀκαρπον
, τὸ ζῷον , ἔνθα ἂν οὐρήσῃ , τὸν τόπον ἄκαρπον ποιεῖ ξηραίνουσα καὶ τὴν προϋπάρχουσαν βοτάνην καὶ ἑτέραν ἀναβλαστῆσαι
ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες ἄχρηστόν με ἀποκαλεῖτε καὶ ἄκαρπον ; „ ὁ μῦθος , ὅτι οὕτω καὶ τῶν
5044698 τωὐτον
τοῖς νοσέοντι κακόν ἐστι τὸ νοσεῖν καὶ ἀγαθόν , αἴπερ τωὐτόν ἐστι τὸ ἀγαθὸν τῶι κακῶι . καδδὲ τόδε καὶ
ἀγαθὰ αὐτῶι πολλὰ κακὰ καὶ μεγάλα ἐστίν , αἴ γα τωὐτόν ἐστιν ἀγαθὸν καὶ κακόν . καὶ τάδε μὲν περὶ
5044331 προσοψιν
τὸ βλέπειν : καὶ βλοσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , . , , . . β . .
βλέπειν . καὶ † βλοσσυρῶπις , φοβερὰ καὶ καταπληκτικὴ τὴν πρόσοψιν , ὡς βοῶπις γλαυκῶπις , , . . .
5040161 ἀμπεχεσθαι
δὲ εἰδέναι τέχνην ἄνδρα Λακεδαιμόνιον οὐκ ἐξῆν . φοινικίδα δὲ ἀμπέχεσθαι κατὰ τὰς μάχας ἀνάγκη ἦν : ἔχειν δὲ τὴν
καὶ τῆς πολυτελείας ἠσκεῖτο ὡς καὶ Παρράσιον τὸν ζωγράφον πορφύραν ἀμπέχεσθαι , χρυσοῦν στέφανον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς ἔχοντα , ὡς
5038288 φθινυθει
ὀλέθρῳ ὕστερον ἐννεσίῃσιν ἀγαυοῦ Λητοΐδαο τίεται ὥς τε θεός , φθινύθει δέ οἱ οὔ ποτε τιμή . Ποίαντος δ '
ἀφύκτῳ νήματι : τῇ δ ' ὑπὸ πάντα τὰ μὲν φθινύθει , τὰ δ ' ἀέξει . Τῆς δ '
5028481 σεληναιην
κινήσιος καὶ δυνάμιος . καὶ Ἐνδυμίων μὲν τὰ ἐς τὴν σεληναίην συνετάξατο , Φαέθων δὲ τοῦ ἠελίου δρόμον ἐτεκμήρατο ,
ἐμφερέα τὴν φυήν : ἑψηθέντα δὲ ἢν ἀφῇς ἐς τὴν σεληναίην νυξὶ μεμετρημένῃσιν , αἷμα ποιήσεις . τὸ δὲ μέζον
5018339 σμηνεσι
οὐκ ἀμυδρὰ τῆσδε τῆς ἀρχῆς , ἔν τε ἀγέλαις καὶ σμήνεσι διασημαινούσης τῆς φύσεως τὴν κατὰ φύσιν τοῦ κρείττονος τῶν
δονάκεσσιν , ἢ δρυὸς ὠγυγίης κατὰ κοιλάδος ἔνδοθι σίμβλων , σμήνεσι μυριότρητα κατ ' ἄγγεα κηροδομοῦσα . καὶ τὰ ἑξῆς
5004188 ἠερα
ἀπάγει τοῦ πνεύμονος ἅμα τῷ ἠέρι . Τὸν μὲν οὖν ἠέρα χρὴ , γενόμενον θεραπείην , ἀνάγκῃ ὀπίσω τὴν αὐτὴν
, ἐπειδὰν ἁρπασθῇ καὶ μετεωρισθῇ περιφερόμενον καὶ καταμεμιγμένον ἐς τὸν ἠέρα , τὸ μὲν θολερὸν αὐτέου καὶ νυκτοειδὲς ἐκκρίνεται καὶ
5003218 ἐπιμηκεστεραν
σπανίως ἢ μηδ ' ὅλως μνημονευθέντας : ὧν οἳ μὲν ἐπιμηκεστέραν ἔσχον τὴν ἀρχήν , οἳ δὲ πρόσκαιρον τὴν δυναστείαν
καὶ τοῖς φύλλοις πλατυτέρα καὶ σκληροτέρα : τὴν δὲ κεφαλὴν ἐπιμηκεστέραν ἔχει : ἄνθος φοινικοῦν : ῥιζάρια λεπτὰ καὶ πλείονα
5001897 ἀλσεα
' ἐν ἁρμάτεσσι διφρούχοις ἐγυμνάζοντ ' ἀν ' εὔδι ' ἄλσεα πολλάκι θήραισιν φρένα τερπόμεναι , ἱερόδακρυν λίβανον εὐώδεις τε
νοήσω . ταῦροι , καλὰ νέμεσθ ' , ἵνα παρθένῳ ἄλσεα δείξω . τί ῥέζεις , σατυρίσκε ; τί δ
4991140 ἀμβροσιης
θείω . ] ” ὣς ἄρα φωνήσασα θεὰ παρέθηκε τράπεζαν ἀμβροσίης πλήσασα , κέρασσε δὲ νέκταρ ἐρυθρόν : αὐτὰρ ὁ
δ ' ἔκποθεν Οὐλύμποιο Ζεὺς ψεκάδας κατέχευεν ὑπὲρ νέκυν Αἰακίδαο ἀμβροσίης , δίῃ τε φέρων Νηρηίδι τιμὴν Ἑρμείην προέηκεν ἐς
4984572 δρεπαναις
ὡς φάσσα ὑπὸ γυπὸς ἀντὶ τοῦ Αἴαντος καὶ ὡς ἄμπελος δρεπάναις ἑλκυσθήσομαι τότε δηλονότι , ὅταν ἡ πόλις πορθηθῇ .
ὅτε ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις τῶν τρυγητῶν ζάγκλῃσι : ταῖς δρεπάναις παρὰ τὸ εἶναι λίαν ἀγκύλας ὀπώρην ] σταφυλήν ῥυσαλέην
4983324 ψιλουν
ἁπτοεπής , ὡς καθαπτομένη τοῖς ἔπεσιν . ἐμφατικώτερον δὲ τὸ ψιλοῦν : ἄαπτον γάρ ἐστι τὸ δεινόν [ . .
δασύνουσί τινες τοῦ Ἐνυὼ τὸ υ . Ἄμεινον γάρ φησι ψιλοῦν . . . ἢ καὶ διότι ἀπὸ τοῦ ἐναύειν
4978361 δασασθαι
πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι . μῆλά τε γάρ τοι ἐγώ καὶ βοῶν ξανθὰς
ὅρκον ἕλωμαι μή τι κατακρύψειν , ἀλλ ' ἄνδιχα πάντα δάσασθαι κτῆσιν ὅσην πτολίεθρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργει : ἀλλὰ τί
4977550 αὐξανηται
ἕως ἂν αὔξηται τὸ σῶμα ἔτι . Ὅταν δὲ μηκέτι αὐξάνηται , αὐτέῳ τῷ ὀφθαλμῷ σκεψάμενος τὰ βλέφαρα λεπτύνειν ,
τόπον , ὅταν δ ' ἠρεμῇ μὲν κατὰ τόπον , αὐξάνηται δὲ ἢ φθίνῃ ἢ ἀλλοιούμενον τυγχάνῃ , κατά τι
4975415 καρποιο
θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς , τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν εἰς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
ὄφρα θερείης ἀνθέων μὲν στεφάνους ἀνύσῃς τὰ δὲ πεπτηῶτα ἀκμαίου καρποῖο κιβώρια δαινυμένοισιν ἐς χέρας ἠιθέοισι πάλαι ποθέουσιν ὀρέξῃς .
4974759 κληϊδα
πονέειν ὀσφύν . Τρίτῃ πόνος τραχήλου , κεφαλῆς , κατὰ κληῗδα , χεῖρα δεξιήν : διὰ ταχέων δὲ γλῶσσα ἠφώνει
ὑπὸ τὰς φρένας ᾖ τὸ ἄλγημα , ἐς δὲ τὴν κληῗδα μὴ σημαίνῃ , μαλθάσσειν δεῖ τὴν κοιλίην , ἢ
4965001 ἠπιον
ἀμφινέμονται , πρός τε τεῶν λεχέων καὶ κουριδίης φιλότητος , ἤπιον ἔνθεο θυμόν , ἄχος δ ' ἀλεγεινὸν ἄλαλκε φάρμακ
πρὸς τὸν δῆμον γραφέντων , ὑπερήδοντο πάντες , σεμνὸν καὶ ἤπιον ἄρχοντα καὶ πατέρα , οὐ βασιλέα ἕξειν ἐλπίζοντες .
4958489 ἰθυνουσιν
δὲ φράσαιντο ἢ σταλίκων ὀδμὴν ἢ πεπταμένοιο λίνοιο , ἔμπαλιν ἰθύνουσιν , ἐπιστροφάδην δὲ φέβονται αὐτοῖς ἄντα βροτοῖσι , πόνον
ἀνὴρ μάρνανται , σκύλακες δὲ συνέμποροι ἡγεμονῆες κνώδαλα σημαίνουσι καὶ ἰθύνουσιν ἄνακτας εὐνὴν εἰς αὐτὴν καὶ ἀρηγόνες ἐγγὺς ἕπονται .
4930381 Ἀχερουσιον
. Διελθόντες δὲ καὶ τούτους εἰς τὸ πεδίον εἰσβάλλομεν τὸ Ἀχερούσιον , εὑρίσκομέν τε αὐτόθι τοὺς ἡμιθέους τε καὶ τὰς
ἑξαμέτροις , οὕτω προλέγον τὴν τελευτήν , Αἰακίδη προφύλαξο μολεῖν Ἀχερούσιον ὕδωρ , Πανδοσίην θ ' , ὅθι τοι θάνατος
4929802 ἐπεσσυμενοι
ἀρήιοι υἷες ἐυσθενέων Ἀργείων σύλεον ἐσσυμένως βεβροτωμένα τεύχεα νεκρῶν πάντῃ ἐπεσσύμενοι . Μέγα δ ' ἄχνυτο Πηλέος υἱὸς κούρης εἰσορόων
δραχμοῖσι δεδραγμένοι ἀσπαίρεσκον : τοὺς δ ' ἄρα Τρώιοι ἵπποι ἐπεσσύμενοι μετόπισθεν ἄντλον ὅπως στείβεσκον ὁμοῦ κταμένοισι πεσόντας . Καί
4928416 εὐναν
ἀκοινώνητον ἄλλου ἀνδρὸς , ἀντὶ τοῦ ἄμικτον : ἀκοινώνητον ἀνδρὸς εὐνάν : ἀντὶ τοῦ : σώφρονα καὶ μὴ ἐπικοινωνοῦσαν ἑτέρῳ
' ἀτέρμονας εἰς αὐγάς , ἐπιδέμνιος ὡς πέσοιμ ' ἐς εὐνάν . ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν : κέλευσμα δ
4928200 χροιην
ῥύσις ] ἡ ῥεῦσις πίμπραται ] οἰδαίνουσιν καὶ τὸ εἰδήνατο χροιήν , ἀντὶ τοῦ ὡμοιώθη τῷ ] τῷ φαρμακευθέντι ὁτέ
τοῦ ἀλέω ἀλεύω . Πλέξηται : περιπλακῇ , περιλάβῃ . χροιήν : ὄψιν τῆς πέτρας . ἀμφιέσηται : περιβάλληται .
4927618 νουσον
χρόνῳ ἀνάγκη κρατηθῆναι τὸ σῶμα ὑπὸ τῆς ὑπερβολῆς καὶ ἐς νοῦσον ἀφικέσθαι . Τοῖσι μὲν οὖν ἄλλοισι μέχρι τούτου ἐπικεχείρηται
καλλισφύρου ἄλκιμος υἱὸς Ἡρακλέης ἔκτεινε , κακὴν δ ' ἀπὸ νοῦσον ἄλαλκεν Ἰαπετιονίδῃ καὶ ἐλύσατο δυσφροσυνάων , οὐκ ἀέκητι Ζηνὸς
4924697 ἐπεσσυμενοιο
καὶ ἀμείλιχον : ὣς ἄρ ' Ἀχαιοὶ Μέμνονος ὄβριμον ἔγχος ἐπεσσυμένοιο φέβοντο . Καὶ τότε δὴ κρατεροῖο μόλε σχεδὸν Αἰακίδαο
ἄδην νεφέων συνιόντων θεσπεσίων , κοῖλαι δὲ περικλύζονται ἄρουραι ὄμβρου ἐπεσσυμένοιο δυσηχέος , ἀμφὶ δὲ μακραὶ σμερδαλέον βοόωσι κατ '
4923770 ἀγγεα
τεθαλυῖα , εἰρήνη τ ' ἀγαθή : ὅσα δ ' ἄγγεα μεστὰ μὲν εἴη , κυρκαίη δ ' αἰεὶ κατὰ
, ὡς παρ ' Ὁμήρῳ : νᾶεν δ ' ὀρῷ ἄγγεα πάντα . ἡ δὲ σύνταξις κατὰ μετάθεσιν , ὡς
4920259 πτησιν
, ὥσπερ τὸ ἐν Λιβύῃ Ἀμμωνιακόν : ἴσως δέ τινα πτῆσιν αἱ τρεῖς περιστεραὶ ἐπέτοντο ἐξαίρετον , ἐξ ὧν αἱ
αὐτόν . κλαγγὴν δὲ προΐεσθαι σκυλακίου . ποιεῖσθαι δὲ τὴν πτῆσιν οὐκ ἐν ἀέρι βαθεῖ ἀλλὰ περὶ τὴν γῆν ,
4916351 ὀρθοφυη
ἐπέσκεπται . Ἡ δὲ λεύκη καὶ ἡ αἴγειρος μονοειδής , ὀρθοφυῆ δὲ ἄμφω , πλὴν μακρότερον πολὺ καὶ μανότερον καὶ
ὕστερον ἐπὶ πλεῖον ὥσπερ ἀναθεωροῦντας . Ἔστι δὲ τὰ μὲν ὀρθοφυῆ καὶ μακροστελέχη καθάπερ ἐλάτη πεύκη κυπάριττος , τὰ δὲ
4912197 ὀδμην
ὀδμήν . τὸ δὲ πνεῦμα ἀναπεμπόμενον εἰς τὸν ἀέρα τὴν ὀδμὴν ἐκεράννυε , καὶ ἦν ἄνεμος ἡδονῆς . τὰ δὲ
τὸν ἐν ταῖς ὀρχήστραις θυμιώμενον τοῖς Διονυσίοις , Φρύγιον ποιεῖν ὀδμὴν τοῖς αἰσθανομένοις . Τὸ δ ' ἀρχαῖον ἡ μουσικὴ
4910481 βουπρηστιν
ἄλλοτε μόσχους πίμπραται ὁππότε θῆρα νομαζόμενοι δατέονται , τούνεκα τὴν βούπρηστιν ἐπικλείουσι νομῆες . τῷ δὲ καὶ εὐκραδέος τριέτει ἐν
νομαζόμενοι καὶ βοσκόμενοι τὸν τόπον τῶν θηρῶν θῆρα ] τὴν βούπρηστιν , δηλαδή θῆρα ] τὴν τῶν θηρίων διατριβήν τούνεκα
4909713 ὀρουειν
μὲν βόες ὀρέχθεον . ” τινὲς οὖν εἶπον ἀπὸ τοῦ ὀρούειν συνεσχηματίσθαι , ὅ φασιν εἶναι τὸ μετὰ θορύβου τὴν
ἐκ πάντων ἔχων τὴν κρᾶσιν , καὶ ὠνόμασται παρὰ τὸ ὀρούειν , ὅ ἐστιν ὁρμᾶν : προώρμησε γὰρ ὁ οὐρανὸς
4906374 ἀμφοτερωθε
μακρὰ τείχεα βαλλομένων . Κάματος δ ' ὑπεδάμνατο λαοὺς ἄσπετος ἀμφοτέρωθε , ἀλλ ' οὔ τι μενεπτολέμου Ἀχιλῆος ἄμπεχεν υἱέα
ὣς τῶν ἀλλήλοισι μετεσσυμένων ὀρυμαγδὸς ὠρώρει : δεινὸν γὰρ ἀύτεον ἀμφοτέρωθε . Σὺν δὲ μάχην ἐτάνυσσαν ἀπείριτον : ἐν δὲ
4904826 ἐρεθισμον
διὰ κενεαγγείην ἀσθενεῦνται , αἵ τε δι ' ἄλλον τινὰ ἐρεθισμὸν , αἵ τε διὰ πόνον καὶ ὑπὸ ὀξύτητος τῆς
καὶ σομφώδεις . τὸ σὸν γὰρ ἄνθος : Ταῦτα πρὸς ἐρεθισμὸν τοῦ Ἡφαίστου φασὶ τὸ Κράτος καὶ ἡ Βία ,
4902073 πρινον
τοῦ δένδρου τις , ἀποξηραίνεται . φασὶ δὲ καὶ τὴν πρῖνον οἱ περὶ Ἀρκαδίαν ἐνιαυτῷ τελειοῦν : ἅμα γὰρ τὸν
καὶ δρυός ἐστιν : καὶ ἔνιοί γε ὑπολαμβάνουσιν εἶναι θῆλυν πρῖνον : δι ' ὃ καὶ ὅπου μὴ φύεται πρῖνος
4899765 ἀγρην
Χρόνου δὲ γενομένου καὶ αἰεὶ φοιτώντων τῶν Σκυθέων ἐπ ' ἄγρην καὶ αἰεί τι φερόντων , καί κοτε συνήνεικε ἑλεῖν
κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ ῥηγμῖνας ἄγουσιν ἄγρην νόσφι πόνοιο καὶ ἄγγεα πάντ ' ἀφύῃσιν ἔν τ
4899169 ἀγρης
σφίσι τέλλεται ἄκρης ἐκ κεφαλῆς : λάβραξ δὲ φίλης κεκορημένος ἄγρης νύγματος οὐκ ἀλέγει : τὸ δέ μιν νέμεταί τε
, ] [ οὐδέ ] μιν ἰσχανόωσι κύνες δεδαημένοι [ ἄγρης ] [ δύμεναι ] ? ἕρκεα πυκνά , τεθήπασιν
4898801 βοσιν
πορεύεσθαι καὶ ὁρμᾷν : ἡ εἰς τὸ κίειν καὶ ἱέναι βόσιν ἔχουσα , τουτέστι τροφήν . . ΘΥΣΑΝΟΙ . Παρ
λέξις * ἐπὶ τῶν μελισσῶν λέγεται παρὰ τὸ τιθέναι τὴν βόσιν . καὶ Ὅμηρος ἔνθα δ ' ἔπειτα τιθαιβώσσουσι μέλισσαι
4894686 κισθος
βοτάνης γλυκιζούσης . μελίτεια : εἶδος ἄνθους γλυκώδους . ῥόδα κισθός . . . περί τε τὰ γόνατα τῶν τράγων
κατὰ τὸ ἄνθος . καὶ ὡς ῥόδα κισθὸς ἐπανθεῖ : κισθός ἐστιν εἶδος βοτάνης ἀνθώδους ἐοικυίας ῥόδοις . ἐν ἑτέροις
4893940 ἀσφοδελον
† ἀφένου , ὡς ἀσφόδελος καὶ ἀσφοδελός : κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα . καὶ ἰστέον , ὅτι λέγεται καὶ ἀρσενικῶς
δῆμον Ὀνείρων ἤισαν : αἶψα δ ' ἵκοντο κατ ' ἀσφοδελὸν λειμῶνα , ἔνθα τε ναίουσι ψυχαί , εἴδωλα καμόντων
4892974 Ἐνοσιχθων
Περικλύμενόν τ ' ἀγέρωχον ὄλβιον , ᾧ πόρε δῶρα Ποσειδάων Ἐνοσίχθων παντοῖ ' : ἄλλοτε μὲν γὰρ ἐν ὀρνίθεσσι φάνεσκεν
τῷ κινητικῷ θεῷ προσήκουσαν ἡμέρανὃς καὶ τὴν ἀκίνητον γῆν κινεῖ Ἐνοσίχθων καλούμενοςοἰκείωσαν ταῦτα τὰ ζῷα ὁρμητικὰ ὄντα , καὶ μήποτε
4892226 πιονα
σησάμοισιν ἢ ἡδύσμασι καὶ τοῖσιν ἄλλοισι τοῖσι τοιουτοτρόποισιν : καὶ πίονα ἔστω τὰ προσαγόμενα ὄψα , οὕτω γὰρ ἂν ἀπὸ
τοι ἐν Ἄργεΐ περ πολυπύρῳ ἢ βοὸς ἢ οἰὸς κατὰ πίονα μηρία καίων εὔχετο νοστῆσαι , σὺ δ ' ὑπέσχεο
4891880 ἐρεισαι
' ἐλάτῃσι , καὶ οἱ ἀνατλῆναι καὶ ἀκαμπέα γούνατ ' ἐρεῖσαι ζῳόν τ ' ἐν φθιμένοισι μολεῖν ὑπὸ κεύθεα γαίης
οὖν αὐτὸν εἰπεῖν τί ἔστι τὸ προκείμενον , ἵνα ἔχωμεν ἐρεῖσαι τὴν διάνοιαν κατὰ τίνος φέρει τὰ λεγόμενα : οὐ
4889094 ὠπα
ἔχειν . ἡ δὲ ” ἀστραπή , “ ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει , ” ἀναστρωπὴ “ ἂν εἴη , νῦν
γυναικὶ πολὺν χρόνον ἄλγεα πάσχειν : αἰνῶς ἀθανάτῃσι θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν . ἐκπέπληκται οὖν καὶ αὐτὸς ὁ Πρίαμος ἐπὶ
4887258 καλιην
Σὺ μέν , φίλη χελιδόν , ἐτησίη μολοῦσα θέρει πλέκεις καλιήν , χειμῶνι δ ' εἶς ἄφαντος ἢ Νεῖλον ἢ
καὶ κωτιλότητος : αἱμύλα κωτίλλουσα , τεὴν διφῶσα ἐμὴν κενοῦσα καλιήν . δαπάνης : ἀναλωμάτων , ἐξόδου , καινοτομίας .
4884189 ἐπικλειουσιν
τῆς ἐς Κωκυτὸν ἀφίξεως θρῆνον * ἐχιναῖον : ἔχιος * ἐπικλείουσιν : ἀκούουσιν καλοῦσιν * τοῦ : τοῦ ἔχιος τοῦ
ἕτερον ἔχει , ἀλλὰ τὸ ἄλλο , ὡς Ὅμηρος . ἐπικλείουσιν : ὀνομάζουσι , φημίζουσι , καλοῦσιν . Ἐξώκοιτον :
4883578 πλαταγωνια
' αὐτῆς μήκωνος . . . . . . ἀπὸ πλαταγώνια βάλλοις , ἄβρωτον κώδειαν ὄφρα κνώπεσσι φυλάξῃ : φυλλάσιν
ἡ ἀνθοφόρος βοτάνη . [ ἢ μάκων ' ἁπαλάν ] πλαταγώνια : τῆς μήκωνος τὰ φύλλα , ἢ παρὰ τὴν
4880287 νωτ
οἷον μαζία τινά ἔν τε ἀναθήμασιν κτλ . : . νωτ . διοπ . αι ! ! ἀνέθεσαν ! !
[ ] ! [ [ ] οδ ! [ ] νωτ ! [ [ ] εους : ὁσοτεσυ ! !
4879863 νεφελαν
χαλάξαις , ἀρχὸς οἰωνῶν , κελαινῶπιν δ ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί , γˈλεφάρων ἁδὺ κλάϊθˈρον , κατέχευας :
ἢ τὴν μελαίνουσαν τοὺς ὀφθαλμοὺς νεφέλην . ἄλλως . κελαινῶπιν νεφέλαν τὴν ἐπίχυσιν τοῦ ὕπνου φησίν . ἄλλως : ἀντὶ
4879385 βαθειαις
τῆς Σπάρτης ἐπὶ τοῦ πολέμου τοῦ πρὸς Δημήτριον τάφροις τε βαθείαις καὶ σταυροῖς τετειχισμένης ἰσχυροῖς , τὰ δὲ ἐπιμαχώτατα καὶ
μεγάλη ᾖ , ἢ ὅλον τὸ δέρμα διαιροῦντας πολλαῖς καὶ βαθείαις ἀμυχαῖς καὶ ἐάσαντας ἀπορρυῆναι τὸ αἷμα τῶν φαρμάκων ἐπιτιθέναι
4879372 δακος
δὲ ἀγαθοῖς τῶν ἀνθρώπων ἀγήραον καὶ ἄφθαρτον εὐδοξίαν ἀπένειμεν . δάκος ἀδινόν : ἰδίως τὸ δάκος ἀδινὸν εἶπεν , ἀντὶ
τόλμα : θῆλυς ἄρσενος φονεύς : ἔστιντί νιν καλοῦσα δυσφιλὲς δάκος τύχοιμ ' ἄν ; ἀμφίσβαιναν , ἢ Σκύλλαν τινὰ
4877867 μυλην
μὲν ἐπιγονατίδα , τινὲς δ ' ἐπιγουνίδα , τινὲς δὲ μύλην . Ὑπὸ τῶν ὀλίγον ἔμπροσθεν εἰρημένων ἀποφύσεων ἐπὶ τοῖς
Ταΰγετον ὀνομάζουσιν Ἀλεσίας χωρίον , Μύλητα τὸν Λέλεγος πρῶτον ἀνθρώπων μύλην τε εὑρεῖν λέγοντες καὶ ἐν ταῖς Ἀλεσίαις ταύταις ἀλέσαι
4873968 κινυμενοιο
, ὡς ἀληθῶς τινα τῶν παρόντων εἰπεῖν : τοῦ καὶ κινυμένοιο Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ
συμποσίῳ , ὡς εἰπεῖν τινα τῶν παρόντων : τοῦ καὶ κινυμένοιο Διὸς ποτὶ χαλκοβατὲς δῶ ἔμπης ἐς γαῖάν τε καὶ
4873099 οὐλομενοιο
σύμφορος ἀνδρὶ φέρειν . Ὤ μοι ἐγὼν ἥβης καὶ γήραος οὐλομένοιο , τοῦ μὲν ἐπερχομένου , τῆς δ ' ἀπονισομένης
τ ' Αἰνείας τε καὶ ὀβριμόθυμος Ἀγήνωρ ἄλλοι τ ' οὐλομένοιο δαήμονες ἰωχμοῖο , εἰρύσσαι μεμαῶτες ἐς Ἰλίου ἱερὸν ἄστυ
4867405 πενιην
' , ὡς ἐκκτεάνων τε καὶ ὄλβου Αἶσα κακὴ κρυερὴν πενίην ἐπὶ φῶτας ἀγινεῖ . κλήρων ἐξελάουσι βροτοὺς Φαίνων Πυρόεις
γάρ , ὁ ποιήσας τὰς ὑποθήκας , φησί : χρὴ πενίην φεύγοντα καὶ ἐς μεγακήτεα πόντον ῥίπτειν καὶ πετρῶν ,
4867341 λαχνην
: οἱ δέ μιν εἰσορόωντες ἀολλέες ἰθὺς ἵενται ὄρνιθες , λάχνην δὲ διαψαίρουσι πόδεσσιν , ἠΰτε κερτομέοντες : ἐπὴν δέ
μὲν ἔχειν ἵππου τοῦ τελείου , καὶ λόφον , καὶ λάχνην ἔχειν ξανθὴν , ποδῶν δὲ ἄριστα εἰληχέναι , καὶ
4862679 βλοσυροιο
μένος ἠὺ θρασύφρονος Αἰακίδαο : ἠύτ ' ἐνὶ ξυλόχοισι βόες βλοσυροῖο λέοντος ἐλθέμεν οὐκ ἐθέλουσιν ἐναντίαι , ἀλλὰ φέβονται ἰληδὸν
οὐδὲν βλαφθεὶς ἀφίκοιτό κεν ἧχι θελήσει . αἴ κε κατὰ βλοσυροῖο τύχῃ καθιεῖσα Λέοντος ἔσται τις κίνδυνος ὕπερθ ' ἁλὸς
4862228 καλαμην
. ἢ ἀπὸ τοῦ ποία ἡ βοτάνη . ἡ πρὶν καλάμην συλλέγουσα καὶ σταχυολογοῦσα . ποιολογεῦσα : ἀσταχυολογοῦσα . κυρίως
ὁμοίωσιν ἐπὶ τὸ πλεῖστον , οἷον ἧς τε πλείστην μὲν καλάμην χθονὶ χαλκὸς ἔχευεν . Αἴνιγμά ἐστι φράσις ἐπιτετηδευμένη κακοσχόλως
4858326 βρωτα
τῶν ἀπὸ φλέγματος νούσων ὠφέλιμον . Θερμοκοιλίοισιν ἰσχυρὰ ποτὰ ἢ βρωτὰ , ταρακτικά . Μελαίνης χολῆς , ὡς ὅμοιον ,
ἀθρόως μήτε χανδὸν μήτε ἄοινα . τινὲς δ ' ἐξευρήκασι βρωτὰ καὶ ποτὰ πρὸς τὰς τῶν ὑδάτων κακίας ἰάματα ,
4853813 μαψιδιως
πλεῖθ ' ὑγρὰ κέλευθα ; ἤ τι κατὰ πρῆξιν ἦ μαψιδίως ἀλάλησθε οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα , τοί τ
〚 ! ! μ ? 〛 ἄλλο [ ? ] μαψιδίως ? ? ? εμα [ ] ἐξότε ? ?
4853266 κεκρυμμενας
γῆς ὑπὸ ἀρότρου : μεταφορικῶς ἀπὸ † τοῦ βαθείας φρένας κεκρυμμένας σημαίνει . ἐκ τῶν Ῥητορικῶν , , . .
ἀνήρ ; ἀπωλόμεσθ ' ἄρ ' , ὦ φίλαι : κεκρυμμένας θήρας ξιφήρεις αὐτίκ ' ἐχθροῖσιν φανεῖ . ἄφοβος ἔχε
4850252 ἀγροιωται
: βροτοὶ δέ μιν ἀμφινέμονται Γυμνοὶ Βουονόμαι τε καὶ Ἄρκυες ἀγροιῶται , Κερκετικῶν τ ' ἀνδρῶν φῦλον , Σινδῶν τ
θεοῦ κατὰ μοῖρα πέδησε δεσμοί τ ' ἀργαλέοι καὶ βουκόλοι ἀγροιῶται . ἀλλ ' ὅτε δὴ μῆνές τε καὶ ἡμέραι
4845748 δρυς
ἀποθρώσκωσιν , ἐπ ' ἀλλήλαις δὲ πέσωσι , πολλαὶ δὲ δρῦς ὑψίκομοι , πολλαὶ δέ τε πεῦκαι αἴγειροί τε τανύρριζοι
χαρὰν καλοῦσιν . . . . , : Ἡ γὰρ δρῦς ἱερὰ τῆς Ῥέας , ὥς φησιν Ἀπολλόδωρος ἐν τρίτῳ
4844153 οὐλον
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
λειμῶνα . πολυγνάπτῳ τε σελίνῳ : πολύγναπτον λέγεται , ὅτι οὖλόν ἐστιν , ὡς καὶ καμπάς τινας ἔχειν . μαλακῶς
4837063 ὀμματ
ὕπερθ ' ἁλός , αὐτὰρ Ἰήσων δακρυόεις γαίης ἀπὸ πατρίδος ὄμματ ' ἔνεικεν . οἱ δ ' , ὥστ '
προπετῶς φύλλα τινασσόμενοι , οὓς δακρύοις κατέβρεξα : κάτομβρα γὰρ ὄμματ ' ἐρώντων . ἀλλ ' ὅταν οἰγομένης αὐτὸν ἴδητε
4831151 ὀγμον
. οἱ δ ' ὥς τ ' ἀμητῆρες ἐναντίοι ἀλλήλοισιν ὄγμον ἐλαύνωσιν : ἡ διπλῆ ὅτι τὸ ἐλαύνωσι τύπτωσι :
ἐρώτων ἕδνα τελεσσιγόνοιο χέων ἐπὶ δέμνια γαίης ἐλπίσιν εὐαρότοισι φερέσβιον ὄγμον [ ] ἀφάσσει : καί τις ὀρεσσινόμων ἀγεληκόμος [
4824889 μεσση
Θαργηλιῶνος . . . νὺξ δ ' ἀρ ' ἔην μέσση , λαμπρὴ δ ' ἐπέτελλε σελήνη . . .
[ ] ? [ ] οι , τῶν δέ τε μέσση ? [ ] [ λεχωιὰς ] Ὠγυγίη χθών [

Back