αὐτῷ ὥ περ ἐγενέσθην ἄμφω ἄπαιδε ἐτελευτησάτην : τοῖν δὲ ἀδελφαῖν τῇ μὲν ἑτέρᾳ , ᾗ [ ὁ ] Χαιρέας
τῷ πρὸς Τ . : Καταλειφθέντων γὰρ τούτων , δυοῖν ἀδελφαῖν , ὀρφανῶν καὶ πρὸϲ πατρὸϲ καὶ πρὸϲ μητρὸϲ καὶ
7727005 ταυταιν
καθήκει ἐς τὸν ὀφθαλμὸν διὰ τοῦ ὀστέου ἑκάτερον : διὰ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου διηθέεται τὸ λεπτότατον τοῦ
μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα θήσεις : ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν . Ἀλλ ' ἐς τί τρέψῃ ; Τόνδ
5884788 παλλακη
καὶ οἱ φαῦλοι . φησὶ γοῦν ὅτι Θαμνά , ἡ παλλακὴ Ἐλιφὰς τοῦ υἱοῦ Ἠσαῦ , ἔτεκε τῷ Ἐλιφὰς τὸν
βασιλεὺς Σαρδίων μούνῃ οὐ περιήνεικε τὸν λέοντα τόν οἱ ἡ παλλακὴ ἔτεκε , Τελμησσέων δικασάντων ὡς περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ
5672673 ἁβρα
] ! ων ποσὶν α [ [ ] ! ορος ἁβρὰ β [ [ ] αρμαν [ [ ] ωναι
[ [ αὐλητῆρος ] ? ? ἀειδο [ [ ] ἁβρὰ παντῶς [ ] ? [ [ ] ! ος
5402689 καρρων
. ὅσιον χωρίον Δαμάσκιος : Ὄσιρις Διόνυσος , . . κάρρων ᾤμην αὐτὸν κεκραγέναι καταβάντα εἰς γένεσιν : “ ἐγὼ
ἔχε τὸ δελήτιον . φέρε τὸ θαύμακτρον κἠπιθυσιῶμες . ναὶ κάρρων ὁ βῶς . ἐγὼ δὲ σίτου μὲν οὐδὲν ὀζαίνομαι
5362866 μητηρ
φρονήσειν Χαιρέαν , ὅταν πλουτῇ μὲν αὐτός , ἡ δὲ μήτηρ γάμον πολυτάλαντον ἐξεύρῃ αὐτῷ ; μνησθήσεται ἔτι , οἴει
δὲ ὁ τοῦ ἀνδρὸς πατὴρ τῇ νύμφῃ καὶ ἑκυρὰ ἡ μήτηρ , οἷον τῇ Ἑλένῃ , φησίν , ὁ Πρίαμος
5327318 ταιν
ῥᾷστα τῇ ὁδῷ ἐπιμελούμενον † † : εὐχερὲς δὲ τὸ ταῖν χεροῖν ταχέως ἐπιτελεσθέν : εὐπετὲς δὲ τὸ συμπεσὸν εἰς
' ] δέον ἦν εἰπεῖν “ κατακοιμῶ ” . κατὰ ταῖν κόραιν ] ἤγουν ἐν τοῖς ὀφθαλμοῖς . κορυβαντιᾶν τὸ
5307088 θατερος
γέλως μακάρεσσι θεοῖσιν . οἱ γὰρ τοὺς μονομαχοῦντας βλέποντες καὶ θάτερος θατέρῳ σπουδάζων * * * καὶ ὁ γαμῶν καὶ
, οὐδ ' ὑπὸ τὸ αὐτὸ γενικώτατον ἀναγόμενοι , ἀλλὰ θάτερος τούτων , ὑπ ' ἄλλο καὶ ἄλλο γένος ταττόμενοι
5283826 γαμειται
πρασς ! [ χωρὶς θανόντων [ εἰ δ ' αὖ γαμεῖται μ ? [ ὡς ἀνδρὶ ? δώσειν [ μηδὲ
' ἑαυτῆς μετέστρεψεν . γαμεῖ μὲν γὰρ ὁ ἀνὴρ , γαμεῖται δὲ ἡ γυνή : ἐπικατηραμένη τοῖς σοῖς οἴκοις :
5256553 εὐναιου
τε κράτιστος Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος , γυίων τρυφερωτάτη ἕδρα : εὐναίου δὲ λέχους ἔξοχα κάλλος ἔχει Μίλητός τε Χίος τ
. . . Θεσσαλικὸς δὲ θρόνος γυίων τρυφερωτάτη ἕδρα . εὐναίου δὲ λέχους † κάλλος ἔχει Μίλητός τε Χίος τ
5173538 ὠδινει
ἑκάστοτε ἐν ὠδῖσίν ἐστιν , ὅτε χρημάτων ἐρᾷ , [ ὠδίνει , ] ὅτε δόξης , ὅτε ἡδονῆς , ὅτε
βληχητά , ἃ δὴ καὶ μαρυκᾶσθαι λέγουσιν . Ὁ γαλεὸς ὠδίνει διὰ τοῦ στόματος ἐν τῇ θαλάττῃ , πάλιν τε
5146838 γοοιο
δάκρυα κεῦθεν . ἡ δ ' ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο , ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε : “ νῦν
ὄρινε . τῇσι δ ' ἔπειθ ' Ἑλένη τριτάτη ἐξῆρχε γόοιο : Ἕκτορ ἐμῷ θυμῷ δαέρων πολὺ φίλτατε πάντων ,
5133346 Λαιδος
Ὕκκαρον ὀνομάσαι τὸ χωρίον . . , / . : Λαίδος δὲ τῆς ἐξ Ὑκκάρωνπόλις δ ' αὕτη Σικελική ,
τῆς Ἀρετῆς εἰσῆγεν . ὁ δ ' Ἀρίστιππος ἐπὶ τῆς Λαίδος ἔλεγεν : ἔχω καὶ οὐκ ἔχομαι . καὶ παρὰ
5085359 ἀρρην
, καὶ καίει τῆς θηλείας τὸ ἄρθρον . ὁ οὖν ἄρρην τὰ κοινὰ τέκνα ἐσθίων εἰς ἑτέρων παίδων πόθον κινήσας
ἐπονείδιστος οὗτος : ἐκεῖνος Ἑλληνικός , βαρβαρικὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἄρρην , ἁπαλὸς οὗτος : ἐκεῖνος ἑστώς , πτηνὸς οὗτος
5062004 θηλεια
ἥξω φέρων δεῦρο τὸν Πάρνηθ ' ὅλον . Ἔστι φύσις θήλεια βρέφη σώζους ' ὑπὸ κόλποις αὑτῆς , ὄντα δ
νεμόμενοι δ ' ἐν ταῖς ὕλαις ἀγεληδόν , εἰ φανείῃ θήλεια , διίστανται καὶ πολεμοῦσιν ἀλλήλοις , καὶ γίνεται τοῦ
5033861 υἱω
, ἀλλ ' Ἀγαμέμνων γαμβρὸς ἐὼν ἐμνᾶτο κασιγνήτωι Μενελάωι . υἱὼ δ ? ' Ἀμφιαράου Ὀϊκλείδαο ἄνακτος ἐξ ? ?
υἱοῦ ἐπώνυμον / Ἀβδήρου . καὶ Ζάταν καὶ / Κάλαιν υἱὼ ? ? ? Βορέα ? ? τοῦ Θραικὸς ?
5028246 Ῥαχηλ
' ἣν συμβαίνει τὰ πρεσβύτερα καὶ ἡγεμονεύοντα ἀγαθὰ καρποῦσθαι , Ῥαχὴλ δέ , καθ ' ἣν τὰ ὡς ἂν ἐκ
ὁρᾷς ὅτι καὶ τῇ ἐπὶ τῶν εἰδώλων καθεζομένῃ αἰσθήσει τῇ Ῥαχὴλ νομιζούσῃ ἐκ τοῦ νοῦ τὰ κινήματα εἶναι ἐπιπλήττει ὁ
5018336 προσδραμουσα
ὕδωρ , ὥσπερ ὁρμιάν : εἶτα ἐπιτηροῦσιν εἴ τις ἔγχελυς προσδραμοῦσα δάκοι τὸ ἔντερον , παραχρῆμά τε αὐτὸ φυσήσαντες ἐξογκοῦσι
διεξελθεῖν ἐθέλων ἠχήσει , τῷ κτύπῳ δ ' ἡ γέρανος προσδραμοῦσα τήν τε κεφαλὴν καθεῖσα καὶ ἑλοῦσα τὸν κάνθαρον καὶ
4996045 Τω
τῇ 〛 περὶ ἀντωνυμιῶν διδασκαλίᾳ εἰ θεῷ φίλον μαθησόμεθα . Τὼ χαρίεντε , τοῖν χαριέντοιν , ὦ χαρίεντε . Οἱ
ὁ Αἴας ὦ Αἴας , ὁ κοχλίας ὦ κοχλίας . Τὼ Πάριδε , τοῖν Παρίδοιν , ὦ Πάριδε . Οἱ
4993902 γραυς
ἢ τῆς ἑσπέρας σαπροὺς ἅπαντας ἀποφέρωσιν οἴκαδε . κἀνταῦθα καὶ γραῦς καὶ γέρων καὶ παιδίον πεμφθεὶς ἅπαντες ἀγοράσουσι κατὰ τρόπον
πρεσβῦτις : ἡ Γοργώ φησιν , ὅτι χρησμοὺς ἀποφοιβάσασα ἡ γραῦς ἀπῆλθεν . πάντα γυναῖκες ἴσαντι : ἴσασι , ὅπως
4979563 εὐειδης
οὐ μὲν ἔτι ζώοντα καταυτόθι τέτμον ἄνακτα Ὕλλον , ὃν εὐειδὴς Μελίτη τέκεν Ἡρακλῆι δήμῳ Φαιήκων : ὁ γὰρ οἰκία
προσώπῳ . Καθῆστο δὲ ἐπ ' ἄκρας τῆς κορυφῆς παρθένος εὐειδὴς μὲν οὔ , ὡραία δέ , ἀληθινοῦ καὶ ἀρχαίου
4969212 καταλιπουσα
, καὶ πάλιν ἐπὶ τῆς Ἑλένης , ὡς οὐχ ἥμαρτε καταλιποῦσα τὸν ἄνδρα καὶ τὴν θυγατέρα καὶ τὸν οἶκον ,
ὡρμήθην μετὰ σπουδῆς τὰς δεσποτικὰς σκηνὰς , τοῦ Ἀγαμέμνονος , καταλιποῦσα : † Ἑκάβη , σπουδῇ ἦλθον πρὸς σὲ λιποῦσα
4965328 τετανυστο
τούτοις : οὐδ ' ἀπὸ πασσαλόφιν κρέμασαν , ὅθι περ τετάνυστο σκινδαψὸς τετράχορδος ἀνηλακάτοιο γυναικός . μνημονεύει αὐτοῦ καὶ Θεόπομπος
δ ' ἀργύρεον νώμα βιόν , ἀμφὶ δὲ νώτοις ἰοδόκη τετάνυστο κατωμαδόν : ἡ δ ' ὑπὸ ποσσίν σείετο νῆσος
4936939 ἠρασσατο
καὶ ἡ Φρυγία . . . . τάων καὶ Βορέης ἠράσσατο : ἡ διπλῆ ὅτι ἐλλείπει τὸ τινῶν , τούτων
γείνατο δὲ ῥαδαλῇς ἐναλίγκιον ἀρκεύθοισι Βυβλίδα . τῆς ἤτοι ἀέκων ἠράσσατο Καῦνος . * * * * * * *
4920591 Ἀργειη
: δοιαὶ μὲν Μενελάῳ ἀρηγόνες εἰσὶ θεάων Ἥρη τ ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη . ἀλλ ' ἤτοι ταὶ νόσφι
' αὖτις πρὸς δῶμα Διὸς μεγάλοιο νέοντο Ἥρη τ ' Ἀργείη καὶ Ἀλαλκομενηῒς Ἀθήνη παύσασαι βροτολοιγὸν Ἄρη ' ἀνδροκτασιάων .
4917985 κινυρεται
ποθεῖ Πάρος , ἀντὶ δὲ Σαπφοῦς εἰσέτι σεῦ τὸ μέλισμα κινύρεται ἁ Μιτυλήνα . . . . . . .
ἐνὶ ξυλόχοισι βοτῆρες , ἣ δ ' ἄρα μακρὰ βοῶσα κινύρεται ἀχνυμένη κῆρ : ὣς τῆμος Πριάμοιο πάις περικωκύεσκε δυσμενέων
4914083 Γυλλις
νέαι μένοιεν , ἔστ ' ἂν ἐνπνέηι ? [ ] Γυλλίς . ἄνδρες δικασταί , τῆς γενῆς μὲν ? [
παρεῦσάν με . καλεῖ τίς ἐστιν ; Γυλλίς . ἀμμίη Γυλλίς . στρέψον τι , δούλη . τίς σε μοῖρ
4909946 πορνευομενη
καὶ ἄλλας ἑταίρας ἐν τούτοις : Φιλύρα γέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη [ καὶ ] ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ
ἐν τῷ πρὸς Λαίδα φησί : Φίλυρα δέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη νέα ἔτι οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια
4895322 θατερᾳ
δάκρυα . δυοῖν δὲ ἐπιθυμίαιν μαχομέναιν ὁ τῆς αἰσχύνης φόβος θατέρᾳ προσγενόμενος ἐκεῖσε ἐποίησε τὴν ῥοπήν , ὥστε ἔδει νοσοῦντα
δ ' αὐτὰς δύο ταράττετόν τινε ἀεὶ συνοῦσαι : δημοκρατία θατέρᾳ ὄνομ ' ἐστί , τῇ δ ' ἀριστοκρατία θατέρᾳ
4891606 ἐγκαταλιπηις
: ἀντιβολῶ , Κράτεια , σέ , μή μ ' ἐγκαταλίπηις ? [ ] ? ? : παρθένον ς '
' ἐμοί ; τεθνηκότα πεύσει μ ' ἐάν μ ' ἐγκαταλίπηις : οὐδ ' ἀπόκρισις ? . τί πότ ?
4889315 ἰδυιας
μώνυχες ἵπποι . δώσω δ ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας Λεσβίδας , ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλεν αὐτὸς ἐξελόμην
. . . δώσω δ ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας : ἡ διπλῆ ὅτι χωρὶς τοῦ σ γραπτέον :
4884868 εἰξαντος
Ἀρταξέρξην , καὶ τὸ ἐκ τῆς λύπης ἰάσατο πάθος , εἴξαντος τοῦ βασιλέως τῇ κηδεμονίᾳ καὶ τῇ παραμυθίᾳ πεισθέντος συνετῶς
τὸ θῆλυ , διὰ τὸ ἀσθενές , οὐκ ὀρθῶς τοῦτο εἴξαντος τοῦ νομοθέτου δύστακτον ὂν ἀφείθη . διὰ δὲ τούτου
4867598 δαμαρτος
δ ' Ἄρης ἕλοι , οὐ παῖδας εἶδον , οὐ δάμαρτος ἐν χεροῖν πέπλοις συνεστάλησαν , ἐν ξένηι δὲ γῆι
Ὀδυσσέα οἷα τυτθὸν ἀπτῆνα σπόρον ἤγουν μικρὸν ἄπτερον νεοσσὸν τῆς δάμαρτος καὶ τῆς θηλείας τοῦ κηρύλου καὶ ἄρρενος ἀλκυόνος βαλεῖ
4845901 τεος
ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας . οὐ γὰρ μείλιχος ἔσκε πατὴρ τεὸς ἐν δαῒ λυγρῇ : τὼ καί μιν λαοὶ μὲν
διὰ τὸ εἶναι αὐτὸν παγκρατιαστήν . ἤτοι μεταΐξαντα καὶ νῦν τεὸς μάτρως ἀγάλλει : μήτρως ἢ ὁ τῆς μητρὸς ἀδελφὸς
4839430 ἱλαοι
ταύτας τὰς λιμνάδας , ὠγαθέ , Νύμφας , αἵτε μοι ἵλαοί τε καὶ εὐμενέες τελέθοιεν , οὔ τευ τὰν σύριγγα
, ὥσπερ πολλάκις αὐτὸν ἐλοιδόρησας ; Εὐτάκτων θνητῶν βιοτῇ θεοὶ ἵλαοί εἰσιν , εὐσεβέων θ ' ἁγίας θυσίας τιμάς τε
4836914 ἐτημελει
, Πυλάδης δὲ ἀφρόν τ ' ἀπέψα σώματός τ ' ἐτημέλει πέπλου τε προὐκάλυπτεν εὐπήνους ὑφάς , οὐκ ἐραστοῦ μόνον
ἀνεῖχες αὐτὸν ὥσπερ εἰκὸς ἦν . Οὕτως τι τἀπόρρητα δρᾶν ἐτημέλει . Γίγνωσκε τὸν ἄλεισόν τε καὶ τὰ γράμματα .
4836051 ἀμπεχομενη
τε γὰρ αὐτόθεν ἰδόντι δήλη τὴν ὁμόγνιον ποιηταί φασι πανοπλίαν ἀμπεχομένη καὶ γλαυκὸν ὑπὸ τῆς κόρυθος ὁρῶσα ξὺν ἀρρενωπῷ τε
καὶ ὤφθη Καλλιρόη μὲν ἐπὶ χρυσηλάτου κλίνης ἀνακειμένη , Τυρίαν ἀμπεχομένη πορφύραν , Χαιρέας δὲ αὐτῇ παρακαθήμενος , σχῆμα ἔχων
4826412 τοιν
, ἀδὴν ὧδε καὶ τρίχες : ἀδένες δὲ καὶ κατὰ τοῖν οὐάτοιν ἔνθα καὶ ἔνθα ἑκατέρωθεν κατὰ τὰς σφαγὰς τοῦ
ὦς . Δυϊκά . Τὼ φῶτε , τὼ ὦτε . τοῖν φώτοιν , τοῖν ὤτοιν . ὦ φῶτε , ὦ
4822622 ἐριθακους
θέεις . Λευκῷ λίθῳ λευκὴ στάθμη . Μία λόχμη δύο ἐριθάκους οὐ τρέφει . Μηδικὴ τράπεζα . Μέλιτος μύελον :
ἥσθη καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς . Μία λόχμη οὐ τρέφει δύο ἐριθάκους : ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ τινος κερδαίνειν σπουδαζόντων .
4816995 ἀπαιδας
δυοῖν θεαῖν Κόρης τε καὶ Δήμητρος , οἰκτίρουσα μὲν πολιὰς ἄπαιδας τάσδε μητέρας τέκνων , σέβουσα δ ' ἱερὰ στέμματ
πιοῦσα δοριπετῆ φόνον ἀλόχους τ ' ἀνάνδρους γραῦς τ ' ἄπαιδας ὤλεσεν πολιούς τε πατέρας . εἰ δὲ τοὺς λελειμμένους
4816295 Βοιβιας
καὶ Εὐρώπης . . . . , : Ἡ δὲ Βοιβιὰς καὶ Νεσωνὶς ἐλέγετο , ὥσπερ Ἀρχῖνος ἐν Θεσσαλικοῖς .
Βοιβιὰς καὶ Νεσσωνὶς ἐλέγετο , ὥσπερ Ἀρχῖνος ἐν Θεσσαλικοῖς : Βοιβιὰς δὲ ἐκλήθη ἀπὸ μιᾶς τῶν νυμφῶν Βοιβηΐδος . κρημνοῖσι
4810440 κτυπειτε
τέκεα καὶ τὸ καλλίνικον κάρα . ἑκαστέρω πρόβατε , μὴ κτυπεῖτε , μὴ βοᾶτε , μὴ τὸν εὔδι ' ἰαύονθ
Σίγα , σίγα : λευκὸν ἴχνος ἀρβύλης τιθεῖτε , μὴ κτυπεῖτε : ἄπο πρόβατ ' ἐκεῖσε : ἄπο πρό μοι
4802976 ψυκτηριδιον
, τἀκπώματα ἦγεν δύο δραχμάς , κυμβίον δὲ τέτταρας , ψυκτηρίδιον δὲ δέκ ' ὀβολούς , Φιλιππίδου λεπτότερον . Ὁ
' ἀνὰ χοίνικα μάττει . Ἄλεξις δ ' ἐν Ἱππίσκῳ ψυκτηρίδιον καλεῖ διὰ τούτων : ἀπήντων τῷ ξένῳ εἰς τὴν
4792331 ὑπερτερος
πᾶσι κομῶν τοῖς καλοῖς : φρονήσει γὰρ τῶν ἡλίκων ἁπάντων ὑπέρτερος καὶ ἀνδρικώτατος εἴπερ τις ἄλλος καὶ ταῖς στρατηγικαῖς ἐντραφεὶς
ὀψίζω , αἰαί αἰάζω , καὶ παρὰ πρόθεσιν , ὑπέρ ὑπέρτερος , πρό πρότερος , πάλιν καὶ τῆς τῶν ῥημάτων
4782497 λεκτρων
φυλάσσετε . μάκαρες οἳ μετρίας θεοῦ μετά τε σωφροσύνας μετέσχον λέκτρων Ἀφροδίτας , γαλανείαι χρησάμενοι μαινομένων οἴστρων , ὅθι δὴ
τοῦ τε πρόπαντος ἁμετέρου πότμου κλεινοῖς Λαβδακίδαισιν . Ἰὼ ματρῷαι λέκτρων ἆται κοιμήματά τ ' αὐτογέννητ ' ἐμῷ πατρὶ δυσμόρου
4777401 ληψει
πέλας ἀγκυλοκώλων . κἀν Θάσῳ ὀψώνει τρίγλην , κοὐ χείρονα λήψει ταύτην : ἐν δὲ Τέῳ χείρω , κεδνὴ δὲ
αἳ παρῆσαν αὐτῷ , κομίσαντες ἐσκόπουν ὅπως μετριώτατα ἢ ὁμήρων λήψει ἢ ἄλλῳ τῳ τρόπῳ καταπαύσουσι τὴν ἐπιβουλήν . καὶ
4775761 κιρνασθαι
τῶν μὲν πλέον οἴνου , τῶν δὲ ἴσον ἴσῳ φασκόντων κίρνασθαι , καὶ εἰπόντος τινὸς Ἄρχιππον εἰρηκέναι ἐν δευτέρῳ Ἀμφιτρύωνι
ἄλλοις κρητῆρι δὲ οἶνον ἔμισγον , οὐ σημαίνει τὸ ὕδατι κίρνασθαι , ἀλλ ' ὅτι τὸν τῶν Τρώων καὶ τῶν
4769740 δαμνα
δυσχερὴς τοῖς προσπελάζουσι . δαῶμεν μάθωμεν . δάσονται φάγονται . δάμνα ἐδάμαζεν . δάσονται μερίζουσιν . δαρδάπτουσι κατεσθίουσι . καὶ
, μή μ ' ] ἄσαισι [ μηδ ' ὀνίαισι δάμνα , [ ] πότνια ] , θῦμον [ ,
4763166 δολοπλοκε
μελοποιοῦ . Ποικιλόθρον ' ἀθάνατ ' Ἀφροδίτα , παῖ Διὸς δολοπλόκε , λίσσομαί σε , μή μ ' ἄσαισι μηδ
ἂν μὴ Κυπρογενὴς δῶι λύσιν ἐκ χαλεπῶν . Κυπρογενὲς Κυθέρεια δολοπλόκε , σοὶ τί περισσόν Ζεὺς τόδε τιμήσας δῶρον ἔδωκεν
4760527 θηλαζει
πρόσωπον δὲ μόσχου βοός . γεννᾷ ὥσπερ τὰ τετράποδα καὶ θηλάζει . ἔχει δὲ δυνάμεις πολλάς . Ταύτης ἡ πυτία
τῶν πτητικῶν ζῳοτόκον . τίκτει γὰρ σκυμνία , καὶ ταῦτα θηλάζει ἅμα πετομένη , ὑπὸ τὰς μασχάλας αὐτὰ ἔχουσα .
4755562 γυνη
ἀτρεκέως ταῦτα : περὶ δὲ τῆς λειότητος , εἰ ἑτέρη γυνὴ ψαύσειε τῶν μητρέων κενεῶν ἐουσέων , οὐ γὰρ ἄλλως
ἔχει δὲ οὕτως : “ σὲ δ ' ἄλλη τις γυνὴ κεκτήσεται , σώφρων μὲν οὐκ ἂν μᾶλλον , εὐτυχὴς
4749640 Δεινα
δώσω πιεῖν : ἀμυγδαλῆ μὲν παιζέτω παρ ' ἀμυγδαλῆν . Δεινὰ δεινὰ κοὐκ ἀνασχετὰ ἐν τῇ πόλει πράττουσιν οἱ νεώτεροι
τὰς Νίκας ἔοικεν οὕτως ῥηθέν , ἀλλὰ συμμάχους μεταποιοῦντι . Δεινὰ δὲ καὶ τὰ Δημάδεια , καίτοι ἴδιον καὶ ἄτοπον
4746893 κρυβδα
. αὐτοῖσιν ἡμῖν κάρτα προσφερὴς ἰδεῖν . μῶν οὖν Ὀρέστου κρύβδα δῶρον ἦν τόδε ; μάλιστ ' ἐκείνου βοστρύχοις προσείδεται
ὡσείτε φθιμένου δνοφερόν ἐν δώμασι θηκάμενοι μίγα κωκυτῷ γυναικῶν , κρύβδα πέμπον σπαργάνοις ἐν πορφυρέοις , νυκτὶ κοινάσαντες ὁδόν ,
4744246 ληξει
, κἂν πάντα ποιῇ , δι ' αἰῶνος ἀναπαυόμενον οὔποτε λήξει : ὥστε οἰκειότατον μόνῳ θεῷ τὸ ἀναπαύεσθαι . ἐδείχθη
τοῦ ἡμετέρου . Ἡμεῖς μὲν οὖν μαίνεσθαι αὐτὸν ἡγούμεθα τῇ λήξει , οὐκ ἄν ποτε οἰόμενοι τὸν αὐτὸν ἄνδρα τοτὲ
4743981 καθημενη
– – ] [ – – – ˘˘˘ – – καθημένη ] [ – – – ] υοπ˘⚔˘μας ? [
Φερεκράτης Κοριαννοῖ : ἀδράφαξυν ἕψους ' , εἶτ ' ὀκλὰξ καθημένη . ἀδύνατα εἶναι : ἀντὶ τοῦ ἀδύνατον . πολλάκις
4738529 ἀλκυονος
ἡδεῖα , καὶ περὶ ἐρώτων δὲ καὶ ἔαρος καὶ περὶ ἀλκυόνος , καὶ ἅπαν καλὸν ὄνομα ἐνύφανται αὐτῆς τῇ ποιήσει
ἡ μέλιττα θαυμαστὴ τῆς τῶν ἑξαγώνων συνθέσεως , τῆς δὲ ἀλκυόνος τὴν καλιὰν ἥκιστα ἂν ὕδωρ λυμαίνοιτο . πολλὰ ἂν
4738495 ἀθρησας
ἆραι βούληται ἐπιτρεπόντων , δεῦρο κἀκεῖσε περιβλεψάμενος , καὶ σκεύη ἀθρήσας διάφορα , σάκκους καὶ στρώματα καὶ γυργάθους , ἕνα
τεθοίναται σέθεν φίλους ἑταίρους ἀνοσιώτατος Κύκλωψ ; δισσούς γ ' ἀθρήσας κἀπιβαστάσας χεροῖν , οἳ σαρκὸς εἶχον εὐτραφέστατον πάχος .
4734765 βουτας
πολέμους , οὐ δάκρυα , Πᾶνα δ ' ἔμελπε καὶ βούτας ἐλίγαινε καὶ ἀείδων ἐνόμευε καὶ σύριγγας ἔτευχε καὶ ἁδέα
' : ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμήχανος ἐσσί . βούτας μὲν ἐλέγευ , νῦν δ ' αἰπόλῳ ἀνδρὶ ἔοικας
4731628 συνῳκει
τῆς δόσεως ἔχειν αὐτήν , ἔλαβεν ὁ Εὔξενος γυναῖκα καὶ συνῴκει μεταθέμενος τοὔνομα Ἀριστοξένην . καὶ ἔστι γένος ἐν Μασσαλίᾳ
ἀδελφαῖν τῇ μὲν ἑτέρᾳ , ᾗ [ ὁ ] Χαιρέας συνῴκει , οὐκ ἦν ἄρρεν παιδίον οὐδὲ ἐγένετο πολλὰ ἔτη
4729944 ἐτικτεν
δὲ αὐτῇ τοῦ Διὸς , ὑφ ' Ἥρας ζηλοτυπουμένην ἃ ἔτικτεν ἀπολύναι : διόπερ ἀπὸ τῆς λύπης δύσμορφον γεγονέναι ,
Ζεύς , ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο , Ἕλλην ' ἔτικτεν ἣ πρῶτα μὲν τὰ θεῖα προυμαντεύσατο χρησμοῖσι σαφέσιν ἀστέρων
4723830 Κλυμενη
Ἑλένῃ εἰς Τροίαν ἦλθε . καὶ Ὅμηρος Αἴθρη Πιτθῆος θυγάτηρ Κλυμένη τε βοῶπις . ὅθεν αἰχμάλωτον εἶπεν αὐτὴν ὡς αἰχμαλωτισθεῖσαν
τὴν ἔλασιν : ἐπεὶ δὲ κατελιπάρησε δακρύων καὶ ἡ μήτηρ Κλυμένη μετ ' αὐτοῦ , ἀναβιβασάμενος ἐπὶ τὸ ἅρμα ὑπεθέμην
4719688 ἐκληθην
ἐγκαταλίπηις : παρθένον ς ' εἴληφ ' ἐγώ , ἀνὴρ ἐκλήθην πρῶτος , ἠγάπησά σε , ἀγαπῶ , φιλῶ ,
τελέσας μητρί τ ' ὀρείαι δᾶιδας ἀνασχὼν μετὰ Κουρήτων βάκχος ἐκλήθην ὁσιωθείς . πάλλευκα δ ' ἔχων εἵματα φεύγω γένεσίν
4716337 οἰνοποτης
Χαλκιδικῆς κατὰ τὸν τοῦ πολέμου καιρὸν ἐφιλοτιμήσατο γῆμαι αὐτήν , οἰνοπότης ὢν καὶ μεθύαις χαίρων : ἦν δὲ αὐτὴ Κλεοπτολέμου
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀπὸ τοῦ ἔθους : εἰ μὲν γὰρ οἰνοπότης ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὑγείας ἐτύγχανε , πλείονα αὐτὸν
4715978 ἀδελφω
Πούπλιός τε Κορνήλιος Σκιπίων καὶ Γναῖος Κορνήλιος Σκιπίων , ἀλλήλοιν ἀδελφώ , λαμπρὰ ἔργα ἀποδεικνυμένω θνήσκετον ἄμφω πρὸς τῶν πολεμίων
ἐπ ' ὠφελείᾳ πεποιημένοις ἐπὶ βλάβῃ χρῆσθαι ; καὶ μὴν ἀδελφώ γε , ὡς ἐμοὶ δοκεῖ , ὁ θεὸς ἐποίησεν
4714927 Νιοβιδων
παρθένων ] Ὁ Ἀριστόδημος οὐδαμοῦ ἐν ταῖς Θήβαις φησὶ τῶν Νιοβιδῶν εἶναι τάφον , ὅπερ ἐστὶν ἀληθές : ὡς αὐτοσχεδιάζειν
νῦν ἔοικεν ὁ Εὐριπίδης . περὶ δὲ τοῦ πλήθους τῶν Νιοβιδῶν αὐτός φησιν ὁ Εὐριπίδης ἐν Κρεσφόντῃ [ . ]
4713026 ἐρυθρη
αὖ κητοφάγοιο , μητρόθεν Ἰδογενής , πατρὶς δέ μοί ἐστιν ἐρυθρή Μάρπησσος , μητρὸς ἱερή , ποταμός τ ' Ἀιδωνεύς
, ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ ἐκ πυρὸς οἷον ἐρυθρή . ἣ μὲν ἔην μέσση , ἐκέκαυτο δὲ πᾶσα
4712354 ᾀσει
' Αἷμον ἢ Ἄθω ἢ Ῥοδόπαν ἢ Καύκασον ἐσχατόωντα . ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο τὸν αἰπόλον εὐρέα
κηρίων πεπληρωμένην εὗρεν . ἄνακτα δέ φησι τὸν δεσπότην . ᾀσεῖ δ ' ὥς ποκ ' ἔδεκτο : τὶς αἰπόλος
4701517 νεμομενη
εἶχε αὐτὴ τοῦ παιδὸς τὰ γέρεα ἐν Κυρήνῃ καὶ τἆλλα νεμομένη καὶ ἐν βουλῇ παρίζουσα : ἐπείτε δὲ ἔμαθε ἐν
πεδίον . ὅθεν λεῖα , ἡ τῶν τετραπόδων κτῆσις ἡ νεμομένη τὰ λήϊα . Λαγὼς καὶ λαγωὸς , παρὰ τὸ
4700524 πρεσβυτερας
τὰς ἐξ ἀμφοῖν καὶ τὰς οὐ νεωτέρας μόνον ἀλλὰ καὶ πρεσβυτέρας καὶ ἰσήλικας : καὶ δίδυμοι γὰρ πολλάκις ἐγεννήθησαν ,
ὅλη νεωτέρα καὶ κάλλει ἐκπρεπεστάτη , μόνας δὲ τὰς τρίχας πρεσβυτέρας εἶχεν : ἱλαρὰ δὲ εἰς τέλος ἦν καὶ ἐπὶ
4692933 κατειδες
δ ' εἰργάσω , φίλα , κασίγνητον οὐ θέλοντα . κατεῖδες οἷον ἁ τάλαιν ' ἔξω πέπλων ἔβαλεν ἔδειξε μαστὸν
σκόπει δὲ καὶ Ἡσιόδου φρόνημα , εἰ ἄρα πρότερον μὴ κατεῖδες . ἐκεῖνος γὰρ ἀρξάμενος τῆς θεογονίας καὶ τὰς Μούσας
4690563 χηρα
ἡ ἐν ταῖς βασιλείαις ἐντυγχάνουσα τῷ προφήτῃ γυνὴ χήρα : χήρα δ ' ἐστίν , οὐχ ἥν φαμεν ἡμεῖς ,
τὸν πρωτόγαμον ἄνδραν , ἀλλὰ τὸν δευτερόγαμον , εἰ γυνὴ χήρα πέλει : ἐν δὲ Τοξότῃ , Ὑδροχῷ , πρὸς
4690384 ἀλεκτωρ
] μακάριος ἀνδράσιν τοῖς φιλοτρόφοις . Ψυχομαχῶ : ὁ γὰρ ἀλέκτωρ [ ] ἠστόχηκέ μου , καὶ θακοθαλπάδος ἐρασθεὶς ἐμὲν
σφόνδυλος ἀχεῖ πῖθ ' ἑλλέβορον . πτήσσει Φρύνιχος ὥς τις ἀλέκτωρ τάχα βαλλήσει . σκέλος οὐρανίαν ἐκλακτίζων . πρωκτὸς χάσκει
4684357 ἐστον
συνδυασθεὶς πρὸς τὴν θήλειαν πεπράυνται , καὶ μέντοι καὶ συννόμω ἐστόν . εἶτα ταύτης παραδραμούσης καὶ τῆς θηλείας κυούσης ,
μὲν αὐτὸ τοῦτο περὶ ἀμφοτέρων ἦ διανοῇ , ὅτι ἀμφοτέρω ἐστόν ; Ἔγωγε . Οὐκοῦν καὶ ὅτι ἑκάτερον ἑκατέρου μὲν
4682797 χροιης
οὔρων ὁκοῖα ἂν ἔῃ , καὶ οἵη τις σύμπτωσις , χροιῆς ἀπάλλαξις , πνεύματος μινύθησις , καὶ τἄλλα μετὰ τούτων
ἀλγήσαντες . Ἀλλὰ παραπλήσια τοῖσι πρόσθεν πάσχουσι , πλὴν τῆς χροιῆς , καὶ γὰρ ὠχρὸς γίνεται οἷον σίδιον , καὶ
4681370 συνοικει
ἄλλῳ τινὶ τοιοῦτον ἀτύχημα : τὸ γὰρ κακόν μοι καὶ συνοικεῖ . ” καὶ ὁ Κλεινίας , “ Ληρεῖς ,
ἐκ γῆς καὶ θαλάττης ἐστεφανωμένη : τάξει δὲ τῇ βελτίστῃ συνοικεῖ καὶ οὔτε αὐθάδειαν οὔτ ' ἄγαν δουλείαν ἔχοι τις
4680552 τεκων
πατὴρ τέκεν : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς μοῦνον ἔμ ' ἐν μεγάροισι τεκὼν λίπεν , οὐδ ' ἀπόνητο . τῶ νῦν δυσμενέες
οὔτ ' αὐτὸς ἀκούσας οὔτε παρακούσας , ἀλλ ' αὐτὸς τεκὼν καὶ αὐτὸς ὑφήνας . ἔπειτα ἄχθῃ δῆθεν πρὸς τὸν
4675160 ἑκους
στίχων εἰσὶν ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων λζʹ , ὧν τελευταῖος : ἑκοῦς ' ἀνάγκηι τῆιδε καίνισον ζυγόν . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι
τ ' οὐκ ἀξίω . ἡ μὲν γὰρ ἁρπασθεῖς ' ἑκοῦς ' ἀπώλετο , σὺ δ ' ἄνδρ ' ἄριστον
4670745 μισουμενη
ἀνθρώπῳ δύο γυναῖκες , μία αὐτῶν ἠγαπημένη καὶ μία αὐτῶν μισουμένη , καὶ τέκωσιν αὐτῷ καὶ γένηται υἱὸς πρωτότοκος τῆς
κακοὶ , δύσκολοι , καὶ οἱ διεστραμμένοι . Ἐχθομένη : μισουμένη , μεμισημένη . σκολόπενδρα : ψαλίς . ὀσμύλος :
4667547 ὠδισι
ἐπιστρέψασιν ὡς ἐπὶ τὴν πόλιν Ξενοδίκης μνῆμά ἐστιν ἀποθανούσης ἐν ὠδῖσι : πεποίηται δὲ οὐ κατὰ τὸν ἐπιχώριον τρόπον ,
ἂν αἱ τέχναι , ἄνθρωποι δὲ οὐκ ἂν ἦσαν ἐν ὠδῖσι διαφθειρομένων τῶν τε φερουσῶν ἅ τε φέροιτο : κοινὸς
4666433 ὠδισιν
ὡς ἐγέννησεν οὕτως ἐκφέρῃ , συμπνέων τε καὶ ὁμοπαθῶν ταῖς ὠδῖσιν , ἀλλ ' ἕτεροι λαμβάνοντες ἐν ταῖς χερσὶν ἀπαριθμοῖεν
ἑκάστη δὲ ἄρα εὑρίσκει τῶν ἔνδον , εἴτε ἐπ ' ὠδῖσιν εἴη εἴτε ἤδη λεχώ , φυκία πολλὰ τῶν ἐν
4660804 κατακορης
ὡσαύτως σφοδροτέρας ; ἢ πάμπαν ἀπολείπει ταῦτα αὐτόν , ἂν κατακορής τις τῇ μέθῃ γίγνηται ; Ναί , πάμπαν ἀπολείπει
ἔχουσα μὲν ἐκ καταῤῥόου καὶ πρότερον , τότε δὲ ἦν κατακορής : καὶ ἄγρυπνος , καὶ δυσφόρως φέρων τὸν πυρετὸν
4654016 ποκα
αὐτὸς τὸν σφῆνα ἐκρατήθη ἐκεῖ καὶ οὕτως ἐτελεύτησε . καὶ πόκα τῆνος : καὶ πότε ἐκεῖνος ἔλαιον εἶδεν , ὃ
μηδ ' ἀνίαισι δάμνα πότνια θυμόν : ἀλλὰ τύ δελφὲ πόκα τ ' ἔρωτα τὰς ἐμὰς αὐδὰς ἀίοις : ἀπόλυ
4649746 κατοικιδιους
οὔτ ' ἂν ἐν σίμβλοις παραχειμάσαιεν , οὔτε κατὰ τοὺς κατοικιδίους μῦς ἐν ὀρόφοις τε καὶ ταῖς τῶν τοίχων ὀπαῖς
. κασίαν μετὰ ῥοδίνου ἔνσταζε . ἄλλο . σίλφας τὰς κατοικιδίους μετὰ ῥοδίνου θερμαίνων ἔνσταζε . [ ηʹ . Πρὸς
4647833 ἐουσῃ
. Ὣς φάτο : ταὶ δ ' ἐπίθοντο παλαιοτέρῃ περ ἐούσῃ , ὑσμίνην δ ' ἀπάνευθεν ἐσέδρακον . Ἣ δ
ἀναδινέει , καὶ ζοφοειδὲς ὁρῇ . Γυναικὶ δὲ ἐκ τόκου ἐούσῃ ἡ κάθαρσις ἐπὴν ᾖ , οὐκ εὐμαρέως χωρέει ,
4646808 Σκιωνη
: Φίλυρα δέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη νέα ἔτι οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ ἄλλαι . ὅτι Ναίδι
. Φιλύρα γέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ Ψαμάθη καὶ Λαγίσκα καὶ
4644744 Γερων
στόμα : ὁ γὰρ σιωπῶν ἔνδον ἐγκρύπτει δόλον . } Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν : ἄλλον γὰρ ἕξει :
κλαυθμάτων παραίτιος . Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται . Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη . Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς
4633700 παρθενικαι
κατατεθνηώτων νύμφαι τ ' ἠίθεοί τε πολύτλητοί τε γέροντες , παρθενικαί τ ' ἀταλαὶ νεοπενθέα θυμὸν ἔχουσαι : πολλοὶ δ
τε φηγοί ῥιζόθι δινήθησαν ἀνέστησάν τε χορείαν , οἷά τε παρθενικαί . Ἄλλως . Ῥησκύνθιον δὲ ὄρος Θρᾴκης , ἐν
4631929 σειρην
ἄστυ ὀψέ περ οἰκτείραντες . Ἀγειρόμενοι δ ' ἄρα πάντες σειρὴν ἀμφεβάλοντο θοῶς περιμήκεϊ ἵππῳ δησάμενοι καθύπερθεν , ἐπεί ῥά
ἐκέλευσεν [ υἱὸς Λαέρταο , πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς : ] σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον ' ἀν '
4631823 ὡτε
τε καὶ ᾥτινι δηλονότι φέρω τοῦτο . εἰ δὲ τὸ ὧτε ἀντὶ τοῦ ὥσπερ δωρικῶς νοήσεις , οὕτως ἐρεῖς :
ψευδής εἰμι μάρτυς ἐγὼ τοῖς ἐπὶ νεοπτολέμῳ λεχθεῖσιν : Ὕδατος ὧτε ῥοάς . ἄγων , φησί , καὶ φέρων εἰς
4625661 ἐχῃσι
ἄν : καὶ ἐν Ὀδυσσείᾳ τῶν κέν τις τόδ ' ἔχῃσι . . . . . . . . .
περ στέρνοισι μάλ ' ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσιν , ἄτρομον ἦτορ ἔχῃσι λίην καὶ χάλκεος εἴη . Κρύβδα δ ' ἀνάλκιδες
4617968 ἀμπλακιαισι
ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός . ἁ δ ' ἀποφλαυρίξαισά νιν ἀμπλακίαισι φρενῶν , ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός , πρόσθεν
ἀλίθιος γίνεται παίδων Διός . ἁ δ ' ἀποφλαυρίξαισά νιν ἀμπλακίαισι φρενῶν , ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός , πρόσθεν
4613989 μητρῃσιν
γενομένων τῶν παιδίων τοιοῦτον γένηται , δῆλον ὅτι ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐνόσησε τὸ ἔμβρυον , καὶ ἀπὸ τῆς μητρὸς ,
μὴ ἀποπατήσῃ ὁ ἄνθρωπος . Πολλὰ γὰρ γίνεται ἐν τῇσι μήτρῃσιν ἐόντι τῷ παιδίῳ τρόπῳ τοιῷδε : ἐπὴν γένηται πῦος
4608021 μητρυιη
. Ἄλλοι κάμον , ἄλλοι ὤναντο , ὅμοιον . Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρη , ἄλλοτε μήτηρ : ἐπὶ τῶν ποτὲ
: ὅτι δεῖ χώρας ἑκάστης μιμεῖσθαι τὰ ἔθη . Ἄλλοτε μητρυιὴ πέλει ἡμέρα , ἄλλοτε μήτηρ : ἐπὶ τῶν ποτὲ
4598682 κυανοιο
οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηντο , αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο , ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ ἐκ πυρὸς
οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηνται : αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο , ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ ἐκ πυρὸς
4592369 ἑκατερᾳ
, ] δειχθήσεται δὲ ἑκατέρα τῶν ΒΧ , ΧΓ ἴση ἑκατέρᾳ τῶν ΒΥ , ΥΦ οὕτως : ἐπεζεύχθωσαν ἀπὸ τῶν
ἡ ΑΗ τῇ ΗΕ , σύμμετρός ἐστι καὶ ἡ ΑΕ ἑκατέρᾳ τῶν ΑΗ , ΗΕ . ὑπόκειται δὲ καὶ ἡ
4590381 Νιοβη
ὑπερδισύλλαβα μὴ παραληγόμενα τῇ ΟΙ διφθόγγῳ βαρύνεται : Ἀλύβη καλύβη Νιόβη ἀστράβη Ἑκάβη . τὸ δὲ ἀμοιβή ὀξύνεται , ὡς
ἓξ μὲν ἄρρενας , ἓξ δὲ θηλείας . ἡ οὖν Νιόβη ὑπερβολικῶς τὰ ἑαυτῆς τέκνα φιλοῦσα ἐπῄνει αὐτὰ πρὸς τὴν
4590376 γραιας
τὰς μηδέπω δὲ πλευσάσας παρθένους εἴρηκε , τὰς δὲ πλευσάσας γραίας . Θ ὦ παρθένοι ] τὰς οὔπω δὲ πλευσάσας
. καὶ ἐς τίνος οὐκ ἐπέρασα , ἢ ποίας ἔλιπον γραίας δόμον ἅτις ἐπᾷδεν ; ἀλλ ' ἦς οὐδὲν ἐλαφρόν
4588987 ὠρανον
γᾶς βασιλέα δύνασθαι μηδεμιᾷ τῶν ἀρετῶν ἐλαττοῦσθαι τῶ κατ ' ὠρανὸν βασιλέως : ἀλλ ' ὥσπερ αὐτὸς ἀπόδαμόν τι ἐντὶ
ἅ τε Μελιξοῦς σάμερον , ἁνίκα πέρ τε ποτ ' ὠρανὸν ἔτραχον ἵπποι Ἀῶ τὰν ῥοδόεσσαν ἀπ ' ὠκεανοῖο φέροισαι
4588200 ἀπηχηματα
κατά ἀντὶ τῆς πρός , πρὸς πνεύματα , ὅ ἐστιν ἀπηχήματα τοῦ αὐλοῦ : † λωτοῦ : πάνυ ἡδέως λωτὸν
ἀμετάθετον οἴκοθεν ἔχοντες , ἅτε καὶ τοῦ ἐνεργείᾳ ὄντες νοῦ ἀπηχήματα τῇ ψυχῇ , καθὰ καὶ νοερὰ ἡ ψυχὴ λέγεται
4586041 πελειας
λεών , δράκοντας ὥς τις τέκνων ὑπερδέδοικεν λεχαίων δυσευνήτορας πάντρομος πελειάς . τοὶ μὲν γὰρ ποτὶ πύργους πανδημεὶ πανομιλεὶ στείχουσιν
μεταλαμβάνει καὶ εἰς τὰ ἑξῆς καί φησι : φοβοῦμαι ὡς πελειάς . ζωπυροῦσι ] κρύπτουσιν ἐντός . ζωπυροῦσι ] ἀναφλέγουσι
4584328 γλαυκοιο
Τιτυοῖο μεγασθενέος τέκε κούρη : κεῖνος ἀνὴρ καὶ πόντου ἐπὶ γλαυκοῖο θέεσκεν οἴδματος , οὐδὲ θοοὺς βάπτεν πόδας , ἀλλ
πέντε δέ οἱ ζῶναι περιηγέες ἐσπείρηντο , αἱ δύο μὲν γλαυκοῖο κελαινότεραι κυάνοιο , ἡ δὲ μία ψαφαρή τε καὶ

Back