| Χαλκιδικῆς κατὰ τὸν τοῦ πολέμου καιρὸν ἐφιλοτιμήσατο γῆμαι αὐτήν , οἰνοπότης ὢν καὶ μεθύαις χαίρων : ἦν δὲ αὐτὴ Κλεοπτολέμου | ||
| ἀλλὰ μὴν καὶ ἀπὸ τοῦ ἔθους : εἰ μὲν γὰρ οἰνοπότης ἐν τῷ καιρῷ τῆς ὑγείας ἐτύγχανε , πλείονα αὐτὸν |
| καὶ ἄλλας ἑταίρας ἐν τούτοις : Φιλύρα γέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη [ καὶ ] ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ | ||
| ἐν τῷ πρὸς Λαίδα φησί : Φίλυρα δέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη νέα ἔτι οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια |
| ἡ δὲ ἀκμαστικὴ , ἡ δὲ παρακμαστικὴ , ἡ δὲ γεροντική . καὶ τῶν ὡρῶν ἡ μὲν ἐαρινὴ , ἡ | ||
| ὑπερκείμενος προσεχῶς τοῦ Ἄρεως : καὶ ἔστιν ἡ τοιαύτη ἡλικία γεροντική . διὰ τοῦτο γὰρ οἱ ἄνθρωποι τηνικαῦτα καταλιμπάνουσι τοὺς |
| , οὐκ ἐτήρησας δ ' , ὦ γενναῖε , γευσάμενος Σικελικᾶς πολυτελείας , ἇς οὐκ ἐχρῆν τυ γενέσθαι δεύτερον . | ||
| , οὐκ ἐφύλαξας δέ , γευσάμενος , ὦ γενναῖε , Σικελικᾶς πολυτελείας , ἇς οὐκ ἐχρῆν τοι γενέσθαι δεύτερον . |
| καθήκει ἐς τὸν ὀφθαλμὸν διὰ τοῦ ὀστέου ἑκάτερον : διὰ ταύταιν ταῖν φλεβοῖν ἀπὸ τοῦ ἐγκεφάλου διηθέεται τὸ λεπτότατον τοῦ | ||
| μεῖζον ἆρα ῥύσιον πόλει τάχα θήσεις : ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν . Ἀλλ ' ἐς τί τρέψῃ ; Τόνδ |
| πρὶν Διὸς σωτῆρος . ᾑματῶσθαι τάδ ' οὐ Κόρινθος οὐδὲ Λαΐς , ὦ Σύρε , οὐδ ' εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων | ||
| ἐν Κορίνθῳ . τούτου δὲ προσεποιεῖτο ἐρᾶν διὰ τὸν πλοῦτον Λαΐς . αὕτη δὲ θυγάτηρ ἦν Τιμάνδρας , ἥτις ἐξ |
| οἷον ἐπὶ ἰαμβικοῦ χαίροισα νύμφα , χαιρέτω δ ' ὁ γαμβρός : ἐνταῦθα γὰρ ἡ βρος τελευταία συλλαβὴ ἀντὶ ὅλου | ||
| , γάμος γαμηρὸς , συγκοπῇ καὶ προσθέσει τοῦ β , γαμβρός . Γαστήρ , ὅτι γαστρίζει ἡμᾶς ἐπιχορηγοῦσα τὴν τροφήν |
| Πέρσαις τις ὄνομα Τυρραστιάδας , τὸ γένος ὢν Κυμαῖος , φιλόκαλος δὲ καὶ τὸν τρόπον ὢν ἀγαθός , διαδρὰς ἐκ | ||
| γένεσιν ἀνδρὸς φιλοκάλου , ἵνα μὴ ὁ τίκτων ᾖ ὁ φιλόκαλος ἀλλ ' ὁ γεννώμενος . ὅτι δὲ μετὰ τὴν |
| . ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ τρίτου γεννώμενος ἔσται σχέτλιος , εὐσχήμων , πλουσιόψυχος , πολύφιλος καὶ ἐν δημοσίαις ἀσχολίαις : | ||
| σοφίαν . , . . τετράγωνος σεμνὸς δὲ ἦν καὶ εὐσχήμων τὰ πάντα καὶ τετράγωνος ἄνευ ψόγου τεταγμένος , ὡς |
| νυμφίον ; ἐγὼ δέ εἰμι μὲν τῶν ὡς μάλι - στα χαιρόντων τῷ σωφρονεῖν καὶ κάλλιστον ἡγοῦμαι κτῆμα τοῖς ἔχουσιν | ||
| οὓς ἔγραψεν ἐβεβαιώσατο ; ἐπὶ τίνος ἂν ἐκφανέστερον ἄρι - στα ἔδειξεν εἰρημένον τὸ πειθοῖ μᾶλλον ἢ φόβῳ χρηστέον ἐπὶ |
| τὸν καρκίνον εἰσφοιτῶσαι αἱ κύνες . . . καρκίνος . Φιλύρα γέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη | ||
| ὁ κωμικὸς ἐν Φιλύρᾳ , ἑταίρας δ ' ὄνομα ἡ Φιλύρα : πότερον ἐγὼ τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμὼν ἕψω ; |
| ἐν ἀρχαιολογίαις γέγραφεν , ἀνὴρ τῶν κατὰ τὴν αὐτὴν ἡλικίαν ἀκμασάντων πολυπειρότατος . ἔπειτα , ὅτι τῶν ἄλλων φαύλως πως | ||
| δέοι , ὕστερον ἐπιθήσομεν τῷ λόγῳ . χυμῶν δέ τινων ἀκμασάντων τῷ χρόνῳ διά τινα πλημμελήματα , ταῖς ἐναντίαις μὲν |
| . . ἐγχέλειον : παρατέθεικε τῷ πατρί . τευθὶς ἦν χρηστή , πατρίδιον : πῶς ἔχεις πρὸς κάραβον ; ψυχρός | ||
| φόνου : ἐνταῦθα γὰρ μία μὲν ὑπόληψις περὶ τὴν γυναῖκα χρηστή , ὅτι τῆς νίκης αἰτία , ἣν χρὴ βεβαιῶσαι |
| , κατεπτηχώς , ἀγεννής , εὐλαβής , περίφοβος , φιλόψυχος φιλοσώματος , ἄτολμος , καταπλήξ : ὁ γὰρ ἄψυχος ἰδιωτικόν | ||
| φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος , φιλοκυνηγέτης |
| . Ἵππαρχος ὁ υἱὸς Πεισιστράτου παιδιώδης ἦν καὶ ἐρωτικὸς καὶ φιλόμουσος , Θεσσαλὸς δὲ νεώτερος καὶ θρασύς . τοῦτον τυραννοῦντα | ||
| φιλοκερδής , φιλόδωρος , φιλόπαις φιλότεκνος φιλόστοργος φιλογύνης , φιλόθηρος φιλόμουσος , φιλοσώματος φιλόψυχος , φιλόξενος φιλοικτίρμων φιλόπλουτος , φίλυπνος |
| ἀκουσίων ἐργάζεται παραίτησιν . ὁ μὲν οὖν οὕτως ταπεινὸς Λάμεχ ἔκγονος μέν ἐστι Σήθ , πατὴρ δὲ τοῦ δικαίου Νῶε | ||
| τοῦ ἀδελφοῦ μου υἱός ἐστι , φησὶ τοῦ πατρός μου ἔκγονος . ἔκγονος γὰρ τοῦ Ἀτρέως Ὀρέστης : ἄλλως : |
| αἰσχρουργὸς αἰσχροπαθὴς ἀχρώματος ἄμετρος ἄπληστος ἀλαζὼν δοκησίσοφος αὐθάδης βάναυσος βάσκανος φιλεγκλήμων δύσερις διάβολος χαῦνος ἀπατεὼν ἀγύρτης εἰκαῖος ἀμαθὴς ἀναίσθητος ἀσύμφωνος | ||
| συμμάχοις χρώμενοι ταῖς λογικαῖς . ἐὰν μέντοι τις βάσκανος καὶ φιλεγκλήμων αἰτιώμενος φάσκῃ : πῶς οὖν ποιμενικὴν τέχνην διαπονοῦντες καὶ |
| Ὕκκαρον ὀνομάσαι τὸ χωρίον . . , / . : Λαίδος δὲ τῆς ἐξ Ὑκκάρωνπόλις δ ' αὕτη Σικελική , | ||
| τῆς Ἀρετῆς εἰσῆγεν . ὁ δ ' Ἀρίστιππος ἐπὶ τῆς Λαίδος ἔλεγεν : ἔχω καὶ οὐκ ἔχομαι . καὶ παρὰ |
| : τότ ' ὄρη λαλεῦσι φωναῖς , φιλέρημος δὲ νάπαισιν λάλος ἀνταμείβετ ' ἀχώ : πιθαναὶ δ ' ἐργατίδες σιμοπρόσωποι | ||
| συμ - φέρει εἰ καὶ ἡ γαμηθεῖσα λοίδορός τις καὶ λάλος καὶ μοιχάς , φυλάσσεσθαι δὲ δεῖ οἰκοδομεῖν . τὰ |
| ἐλέγχου δεῖσθαι . ἐνδεῖ δὲ τῇ λέξει τὸ ῥᾳδία ἡ ἀπάντησις : ἔξωθεν γὰρ αὐτὸ προσυπακουστέον : πρὸς δὲ τοὺς | ||
| . Οὐ κατ ' ἐπιστήμην , φησίν , ἡ δευτέρα ἀπάντησις : καθόλου γὰρ ἀεὶ τὸ ἀποδεικτόν ἐστι πρόβλημα , |
| καὶ σιμὴν , ἐσθλοί . Χαροποὶ , μεγάλοι , κεφαλὴ σμικρὴ , αὐχὴν λεπτὸς , στήθεα στενὰ , εὐάρμοστοι . | ||
| εἰ ἔχοι , ἐρυθρὰ ἐπιφαινόμενα ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε : γαστὴρ σμικρὴ , ἄλλοτε μεγάλη , οἷον , βήσσουσα γὰρ ἐτύγχανεν |
| ἐν αʹ Δευκαλιωνείας Ἐρυσίχθονά φησι τὸν Μυρμιδόνος , ὅτι ἦν ἄπληστος βορᾶς , Αἴθωνα κληθῆναι . Πολέμων δ ' ἐν | ||
| σωφρόνως οἰκεῖν οἰκίαν . τοῦ δ ' αὐτὸς αἴτιος ἦν ἄπληστος καὶ πολυτελὴς ὤν , προχείρως ἅπαντα ποιῶν καὶ κτώμενος |
| τῶν συνεργουμένων ὑφ ' ἑνὸς καὶ πλειόνων . ὁ γὰρ ὑπερήφανος οὔτε συνπαραληπτικὸς ἑτέρων , ἅμα μὲν ὑπ ' οἰήσεως | ||
| ' ἐναντία μισόπολις , μισόδημος , ὑπερόπτης , μεγάλαυχος , ὑπερήφανος , τυραννικός , ὀλιγαρχικός , μικροπρεπής , δύσνους , |
| οἷον παιών παιῶνος , πλειών πλειῶνος , αἰών αἰῶνος , λυμεών λυμεῶνος , ἀπατεών ἀπατεῶνος , Καρνειών Καρνειῶνος , Ἐλεών | ||
| * ὁ λυμεὼν ὁ Ὀδυσσεύς , τῶν Τρώων δὲ ὁ λυμεών . * ἑκουσίαν σμώδιγγα : διὰ τοῦτο ἔμεινεν ἀστένακτος |
| Εἶτα τῇ διανοίᾳ , καὶ δῆλον ἐξ ὧν πρὸ τούτου φιλόπαις ἦν καὶ φιλόστοργος , καὶ πρὸς τὴν παῖδα χρηστὸς | ||
| παρ ' Ἑλλήνων φησὶν Ἡρόδοτος μαθεῖν τὸ παισὶν χρῆσθαι . φιλόπαις δ ' ἦν ἐκμανῶς καὶ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς . |
| ὁ μισθός : ἐπὶ τῶν εἰς κάλλος ἠσκημένων . Ἀπαιδευτότερος Φιλωνίδου τοῦ Μελιτέως : οὗτος ὁ Φιλωνίδης οὐ μόνον μέγας | ||
| . ταράττουσαν , μιγνύουσαν . Θ . . ἑταίρους τοῦ Φιλωνίδου : ἢ τῷ διαβεβλημένῳ ὡς ὑώδης . καὶ ταῦτα |
| δικαιοσύνης . λέγεται τοίνυν ἄδικος ὅ τε παράνομος καὶ ὁ πλεονέκτης καὶ ὁ ἄνισος , ὥστε καὶ δίκαιος ἂν εἴη | ||
| δὲ τὸ παράνομον καὶ τὸ ἄνισον . ἐπεὶ δὲ καὶ πλεονέκτης ἐστὶν ὁ ἄδικος , ἡ δὲ πλεονεξία περὶ τί |
| ὑπ ' αὐτοῦ πάθῃ κατὰ τὸ τῆς μητρυιᾶς ὄνομα , ἐγκύμων οὖσα δίδωσιν ἑαυτὴν Τυρρηνῷ τινι συοφορβίων ἐπιμελητῇ βασιλικῶν , | ||
| . δεῖ δὲ τὴν πόαν χυλίζειν ὅταν ἀκμαιοτάτη ἐϲτὶ καὶ ἐγκύμων τοῦ ἄνθουϲ . δίδοται δὲ τοῦ χυλοῦ ϲὺν # |
| πατρωνύμιον ] τὸ πατρωνύμιον γένος , ἤτοι ὁ κατὰ πατέρα συγγενὴς ἡμῖν , τουτέστιν ὁ ἐκ προγόνων ἰθαγενής . . | ||
| κείμεθα . φιλήδονος δ ' ἦν καὶ Σπεύσιππος ὁ Πλάτωνος συγγενὴς καὶ διάδοχος τῆς σχολῆς . Διονύσιος γοῦν ἐπιστείλας αὐτῷ |
| δ ' ἡ πόλις εὐτυχῆσαί ποτε , καὶ νῦν οὐκ ἀδοξεῖ διά τε εὐκαρπίαν καὶ τὰ λιθουργεῖα καὶ τὴν ὕλην | ||
| ἔφησε παραπλησίαν εἶναι . Ἐκείνη τε γὰρ , ἔφησεν , ἀδοξεῖ τήμερον χωρισθεῖσα ἐμοῦ , χθὲς δὲ πασῶν ἦν ἐνδοξοτάτη |
| λύκος ὅμοιον κυνί , οὕτω καὶ κόλαξ καὶ μοιχὸς καὶ παράσιτος ὅμοιον φίλῳ . πρόσεχε τοιγαροῦν , μὴ ἀντὶ κυνῶν | ||
| μὲν προσιστάμενον δὲ λυπεῖ πανταχῇ . Κληθεὶς ἐπὶ δεῖπνον ὁ παράσιτος Ἀρχεφῶν ὑπὸ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως ἡνίκα κατέπλευσεν εἰς Αἴγυπτον |
| περισχισμὸν τοῦ σπέρματος . , πόθεν γίνονται τῶν γονέων αἱ ὁμοιώσεις καὶ τῶν προγόνων ; Ἐ . ὁμοιότητας γίνεσθαι κατ | ||
| χρώμενος καὶ αὐτός , οὐκέτι δὲ διὰ παραβολῆς ἀντιπαρατιθεὶς τὰς ὁμοιώσεις , ἔμμετρος καὶ ἐναρμόνιος , γνήσιος τῶν ἀνδρῶν τούτων |
| φιλοσοφία καὶ ἡ πρὸς ταύτην αἰδώς , καὶ διὰ τοῦτο μετριώτερός ἐστιν ὑμῖν καὶ φορητὸς ἔτι . φέρει γάρ τινα | ||
| τέκτων ἢ κάπηλός τις συμπερινοστῶν τῇ στρατιᾷ . πλὴν ἀλλὰ μετριώτερός γε ὁ ἰδιώτης οὗτος ἦν , αὐτὸς μὲν αὐτίκα |
| χάρακα : οἱ δ ' ἠκολούθουν , καὶ τάς τε σημαίας αὐτῶν ἀφαιροῦνται καὶ τοὺς τραυματίας συλ - λαμβάνουσι καὶ | ||
| οἱ ἀετοὶ λαφύξουσι τῶν ἐλεφάντων τὰ σπλάγχνα , δείξας τὰς σημαίας . ὁπόταν δὲ προσίωσι κινδυνεύσοντες , λίπα ἀλείφονται . |
| οὐ μὰ τοὺς κάτω κούρους , οὐκ ἦν ἐς ἄνδρας μάχλος οὐδὲ δημώδης . Πολυκράτης δὲ τὴν γενὴν Ἀθηναῖος , | ||
| τὸ γόνος , οἱονεὶ λαγόνης ὁ λίαν πολύγονος . ] μάχλος δέ , [ ἀφ ' οὗ καὶ ἡ κατὰ |
| ὁμογενής ὁμόγονος , ὁμοειδής , ὁμομήτωρ ὁμοπάτωρ , ὁμοθυμαδόν , ὁμολογία : ὁ γὰρ ὁμόλογος βίαιόν τε ὁμοῦ καὶ εὐτελές | ||
| καὶ ὅτι τοῦτό ἐστιν * * * . ἐπὶ τέλει ὁμολογία τῆς ἀληθινῆς ἐπιβολῆς : ἀλλ ' , Ἀχιλεῦ , |
| αὐτῷ ὥ περ ἐγενέσθην ἄμφω ἄπαιδε ἐτελευτησάτην : τοῖν δὲ ἀδελφαῖν τῇ μὲν ἑτέρᾳ , ᾗ [ ὁ ] Χαιρέας | ||
| τῷ πρὸς Τ . : Καταλειφθέντων γὰρ τούτων , δυοῖν ἀδελφαῖν , ὀρφανῶν καὶ πρὸϲ πατρὸϲ καὶ πρὸϲ μητρὸϲ καὶ |
| διὰ πέντε ἐτῶν . καὶ ἀγωνίζεται παῖς Ἰσθμικοῦ πρεσβύτερος καὶ ἀγένειος καὶ ἀνήρ . τῷ δὲ νικῶντι διδόασιν ἔλαιον ἐν | ||
| καὶ σφηνοπώγων φιλολόγοις μόνοις συμφέρει , ὁ δὲ τετράγωνος καὶ ἀγένειος οὐδὲ τούτοις συμφέρει : τὸ γὰρ περικεκομμένον αὐτοῦ τῶν |
| τὸ ποτήριον , καταχρηστικῶς δ ' ἐνταῦθα τὸ ἔλυτρον . Ἀλκή : δύναμις , πόλεμος , μάχη . μέγα νεῖκος | ||
| , ἅτινα , ἤως ὁ πλοῦτος καὶ ἡ ἀγλαΐα . Ἀλκή : δύναμις , ἀλλά τι ὑπάρχει . γένυες : |
| αὐτόχθονας πηγὰς ἐχόντων , ἃς ἀνίησιν ἡ κακία πολύχυτος καὶ δαψιλὴς οὖσα τοῖς πάθεσιν . . . , . οὕτω | ||
| παρ ' αὐτοῖς . Κτήνη τε πολλὰ παμμιγῆ , καὶ δαψιλὴς ἡ τούτων νομή . Διὸ καλῶς ἔβλεψαν , ὅτι |
| πολύποδα φαγὼν ἐπιθεμένης αὐτῷ τῆς γαστρὸς ἀπέθανε . καὶ περὶ Ὑπερίδου δὲ τοῦ ῥήτορος ὅτι ὀψοφάγος ἦν δηλοῖ Τιμοκλῆς λέγων | ||
| Ἰσοκράτους μὲν τὰ ἐγκώμια , Πλάτωνος δὲ καὶ Θουκυδίδου καὶ Ὑπερίδου καὶ Λυσίου τοὺς ἐπιταφίους , καὶ Θεοπόμπου τὸ Φιλίππου |
| ιδ ∠ ʹ : ὁ καλούμενος Αἲξ ἑῷος δύνει . Μητροδώρῳ καὶ Εὐκτήμονι καὶ Καλλίππῳ χειμῶνος περίστασις . Δημοκρίτῳ βρονταί | ||
| χειμὼν κατὰ θάλασσαν . λʹ . Εὐδόξῳ ἐτησίαι πνέουσιν . Μητροδώρῳ καὶ Καλλίππῳ ἀνεμώδης κατάστασις . αʹ . Αἰγυπτίοις ζέφυρος |
| δ ' εἰσὶν αὐτῷ Μεγίστη , Ἀγαλλίς , Θαυμάριον , Θεόκλεια , Ληναιτόκυστος , Ἄστρα , Γνάθαινα καὶ ταύτης θυγατριδῆ | ||
| καὶ ] ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ Ψαμάθη καὶ Λαγίσκα καὶ Ἄνθεια καὶ Ἀριστόκλεια . |
| εἶχε αὐτὴ τοῦ παιδὸς τὰ γέρεα ἐν Κυρήνῃ καὶ τἆλλα νεμομένη καὶ ἐν βουλῇ παρίζουσα : ἐπείτε δὲ ἔμαθε ἐν | ||
| πεδίον . ὅθεν λεῖα , ἡ τῶν τετραπόδων κτῆσις ἡ νεμομένη τὰ λήϊα . Λαγὼς καὶ λαγωὸς , παρὰ τὸ |
| ἐν τῷ περὶ τῆς μεταστάσεως ” περὶ τοίνυν “ ὧν Ἀπόληξις κατηγόρηκεν , ὡς στασιώτης ἦν ἐγὼ καὶ ὁ πάππος | ||
| οὐδὲν φρονεῖ νεώτερον , ἀλλ ' οἷά τις Λάχης ἢ Ἀπόληξις αὐστηρός ἐστι τοὺς τρόπους καὶ οὐκ ἐπιτρέπει τῇ γαστρὶ |
| τοῖς δ ' ἄλλοις ὅμοιος : καὶ ὁ κόραξ ἱέρακος σκληρότερος . οὐρανοσκόπος δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ | ||
| ὧν ὁ μείων ἡδύτερος . λάβραξ ἐξαλλάσσεται , ὅσον αὔξεται σκληρότερος γινόμενος : ἄριστος ὁ μηνῶν δυεῖν , εὐστόμαχος , |
| : Φίλυρα δέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη νέα ἔτι οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ ἄλλαι . ὅτι Ναίδι | ||
| . Φιλύρα γέ τοι ἐπαύσατο πορνευομένη ἔτι νέα οὖσα καὶ Σκιώνη καὶ Ἱππάφεσις καὶ Θεόκλεια καὶ Ψαμάθη καὶ Λαγίσκα καὶ |
| ἀπέθετο . Γ τυννουτονί : συλλαβὼν τοὺς δακτύλους φησί . Φαεινὸς δὲ ἀντὶ τοῦ μικρόν . ΓΓΘ τυννουτονί ] κόμμα | ||
| ἀντιγραφεύς . τὰ γὰρ ἐν τούτοις λεγόμενα ἔγραφον ἀμφότεροι . Φαεινὸς οὖν τὸν Φανὸν ἀπὸ τοῦ φαίνειν καὶ φανερὰ ποιεῖν |
| ἥλιον μεγέθους ἐπὶ τοσοῦτον . Ὅτι δὲ μηδὲ ἡ σελήνη τηλικαύτη ἐστίν , ἡλίκη φαίνεται , ἔνεστι μὲν καὶ ἐκ | ||
| αὐτῆς τοσοῦτος ὀδυρμὸς ἐκ τῶν παρουσῶν γυναικῶν ἐγένετο , καὶ τηλικαύτη κατέσχε τὸν οἶκον οἰμωγή , ὥστ ' ἐπὶ πολὺ |
| πίσσης ἢ τροχοῦ πρὸς τὸ ἐξειπεῖν ἃ οἶδεν , ἀλλὰ παιδισκαρίου νευμάτιον , ἂν οὕτως τύχῃ , ἐκσείσει αὐτόν , | ||
| δέ μοι εἰπέ : οὐδέποτ ' ἠράσθης τινός ; οὐ παιδισκαρίου , οὐ παιδαρίου , οὐ δούλου , οὐκ ἐλευθέρου |
| ἥκουσιν Μεγα - ρόθεν , εἰσὶ δέ / Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῆι | ||
| ; νυνὶ μὲν ἥκουσιν Μεγαρόθεν , εἰσὶ δὲ Κορίνθιαι : Λαὶς μὲν ἡδὶ Μεγακλέους . Τίμαιος δ ' ἐν τῇ |
| καὶ οὐδὲν ἐλάττονος ἢ τούτου ; ἵνα τὴν ὅτ ' ἀδωροδόκητος ὑπῆρχε προαίρεσιν αὐτοῦ τῆς πολιτείας ἀναμνησθέντες , ὡς προβεβλημένη | ||
| λέγειν ὕστερον ὡς μόνος εἴη Ξενοκράτης τῶν πρὸς αὐτὸν ἀφιγμένων ἀδωροδόκητος . ἀλλὰ καὶ πρεσβεύων πρὸς Ἀντίπατρον περὶ αἰχμαλώτων Ἀθηναίων |
| , εἶς τῶν υἱῶν αὐτοῦ , λέγεται νεώτερος τελευτῆσαι , Τηλαύγης δὲ ὁ ἕτερος διεδέξατο . καὶ Αἰσάρα καὶ Μυῖα | ||
| ὡς Κρόνῳ , γαμετήν τε Θεανώ , ἐξ ἧς παῖδες Τηλαύγης ὁ σχολαρχήσας μετ ' αὐτὸν καὶ Δάμων ἢ ὥς |
| . κακὸς μὲν γὰρ ὁ πανοῦργος , πονηρὸς δὲ ὁ δραστικὸς κακοῦ . κακοήθεια μέν ἐστι κακία κεκριμμένη , κακοτροπία | ||
| τοὺς ἐσχάτους κινδύνους κατέστησεν . ἦν γὰρ ὁ ἀνὴρ οὗτος δραστικὸς καὶ μετὰ συνέσεως πολλῆς θρασὺς καὶ παραβόλοις πράξεσι χρώμενος |
| Νόμος δὲ τοῖσι Λακεδαιμονίοισι κατὰ τῶν βασιλέων τοὺς θανάτους ἐστὶ ὡυτὸς καὶ τοῖσι βαρβάροισι τοῖσι ἐν τῇ Ἀσίῃ : τῶν | ||
| καὶ ὕμνεον ἆισμα αἰδοίοισιν , ἀναιδέστατα εἴργαστ ' ἄν : ὡυτὸς δὲ Ἀίδης καὶ Διόνυσος , ὅτεωι μαίνονται καὶ ληναΐζουσιν |
| παιδίον ἐς Μυσίαν Τεύθραντι τῷ βασιλεῖ . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν τὴν μὲν Αὔγην γυναῖκα ποιεῖται , τὸν δὲ | ||
| πατρός , ἀποδοχῆς ἐτύγχανε τῆς μεγίστης . ὁ δὲ Τεύθρας ἄπαις ὢν ἀρρένων παίδων τὴν θυγατέρα Ἀργιόπην συνῴκισε τῷ Τηλέφῳ |
| ἔσται πρεσβύτης καὶ ῥυπαρός , Ἄρεως δὲ καὶ νεώτερος καὶ ὀργίλος , τοῦ δὲ Διὸς πλού - σιος καὶ ἀγαθός | ||
| παντὸς πονηροῦ καὶ ἀπὸ παντὸς ὁμοίου αὐτοῦ . Μὴ γίνου ὀργίλος : ὁδηγεῖ γὰρ ἡ ὀργὴ πρὸς τὸν φόνον : |
| ἢ Ῥαδάμανθυς ἢ Μίνως ἦν ὁ κατηγορῶν , ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος , περίτριμμα ἀγορᾶς , ὄλεθρος γραμματεύς . μέθοδος δέ | ||
| Αἰακὸς ἢ Ῥαδάμανθυς ἢ Μίνως ὁ κατηγορῶν , ἀλλὰ μὴ σπερμολόγος περίτριμμα ἀγορᾶς ‚ [ ἀρουραῖος Οἰνόμαος , παράσημος ῥήτωρ |
| τὸν μέγαν δάκτυλον κάμπτων τοῦ ποδός , ἕτερος δ ' ἰσχνὸς τὸν μικρὸν ἐκτὸς ἀπάγων , ὁ δέ γε τρίτος | ||
| εὔσαρκος , ἀγαθογνώμων . ἐὰν δὲ ὁ τοῦ Ἑρμοῦ ἔσται ἰσχνὸς ὁ κλέπτης , ὑπόξηρος , σύμμετρος , οὐλόθριξ , |
| ἐστι τὸ λεγόμενον : νεκρὸς γὰρ οὐ μαρτυρεῖ : ὁ λωποδύτης ὁμοίως , ὁ τυμβωρύχος , ὁ προδότης , τἄλλα | ||
| ἀλλ ' ἀφείης ἂν τὸν αὐτὸν τρόπον , ὅτι οὐ λωποδύτης ὀνομάζεται . οὐδ ' εἴ τις παῖδα ἐξαγαγὼν ληφθείη |
| ἕωθεν ἡλίου ἀνίσχοντος , οὓς ἂν † ζῶντας † καταλαμβάνῃ ὑπομιμνήσκουσα τῶν ἔργων . ἔστιν οὖν ἀγαθὴ καὶ πρὸς ἔργα | ||
| ὠδινήσασα προὔτεινέ σοι τὸν μαστὸν ἐκ τῶν χρυσοϋφῶν ἱματίων γαλακτοτροφίας ὑπομιμνήσκουσα καὶ παρὰ σοῦ ἔλεον διὰ τούτου θηρωμένη , σὺ |
| πρὸς δὲ τῷ ναῷ τῆς Ἀθηνᾶς ἔστι μὲν † εὐήρις πρεσβῦτις ὅσον τε πήχεος μάλιστα , φαμένη διάκονος εἶναι Λυσιμάχης | ||
| ἐρωμένας εἶχεν , ὧν ἡ μὲν νέα , ἡ δὲ πρεσβῦτις . καὶ ἡ μὲν προβεβηκυῖα αἰδουμένη νεωτέρῳ αὐτῆς πλησιάζειν |
| μὲν τῷ πρώτῳ οἰκιστῇ , ἀδελφὸς δὲ Στησαγόρου ὁμομήτριος καὶ ὁμοπάτριος . οὗτος οὖν , ὄντων αὐτῷ παίδων ἐξ Ἀττικῆς | ||
| καὶ ἀληθῶν ἐπιστωσάμεθα : οὑτοσὶ δ ' ἐκείνου συγγενής , ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος ἀδελφὸς καὶ τρόπον τινὰ δίδυμος , καθ |
| δ ' ἐν μακάρων σέ φασιν εἶναι , ἵνα περ ποδώκης Ἀχιλεὺς Τυδεΐδην τέ † φασι τὸν ἐσθλὸν † Διομήδεα | ||
| γοργούμενος , σοβαρός , εὔτολμος , πολεμικός , στρατιωτικός , ποδώκης , ἥμερος , πρᾶος , εὐπειθής , εὐάγωγος , |
| : τὸ δὲ πέρας , οὐ πόλιν ὅλην φυλὴν δὲ μαλακὸς ἀνατρέπει : ἐπεὶ κατὰ μέρος τὰς πόλεις , ὦ | ||
| καὶ τὸ τυρῶδες τοῦ γάλακτος ἐμπλαστικόν ἐστι , καὶ ὁ μαλακὸς καὶ νεοπαγὴς τυρός . καὶ ἡ τοῦ ὑὸς πιμελή |
| λογισμὸν ἡ φωνή . θεοῦ δὲ τοῦτο . πρόσταξις ἧκεν ἀδελφὴ τῆς προτέρας προστιθεῖσα θαλαττίῳ χλαμύδος βαφῇ λιθοκόλλητον ταινίαν φέρουσάν | ||
| . Παλεῦσαι γὰρ τὸ ἀπατῆσαι φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς |
| τούτων ἐμπύροις δυνάμεσιν αὐαινόμενος . τίνα οὖν ἄκη τοῦ καύματος πετραίη σκιά ; τοιαύτη δὲ ἡ ὑπὸ ταῖς πέτραις ἐν | ||
| τε χρὼς ὑπὸ καύματος : ἀλλὰ τότ ' ἤδη εἴη πετραίη τε σκιὴ καὶ βίβλινος οἶνος μάζα τ ' ἀμολγαίη |
| χιόνος καὶ ὀμίχλης ταννητις , καταβάτω σου ὁ ἄγγελος ὁ ἀπαραίτητος καὶ ἐκκρινέτω τὸν περιπτάμενον δαίμονα τοῦ πλάσματος τούτου , | ||
| οὔτε ψευσαμένωι συγγνώμην δοτέον οὐδαμῶς : πικρὸς γὰρ γεγονὼς καὶ ἀπαραίτητος ἐπιτιμητὴς τῶν πέλας εἰκότως ἂν καὶ ὑπὸ τῶν πλησίον |
| πόρνη ἡ κατωφερής . δοκεῖ δὲ ἡ τοῦ Νηλέως θυγάτηρ ἀσελγὴς γενέσθαι καὶ ὑπό τινος τῶν βαρβάρων φθαρῆναι . τῷ | ||
| τὴν μητρυιὰν προσηυκαίρει κυνηγίαις . Ἀποτυχοῦσα δὲ τῆς προαιρέσεως ἡ ἀσελγὴς κατεψεύσατο τοῦ σώφρονος , ὡς βιάσασθαι αὐτὴν θελήσαντος . |
| ' ἕτερον ὄνομα , τιμωρῶν πατρί . ἡ σὴ δὲ θυγάτηρ ἰδίοισιν ὑμεναίοισι κοὐχὶ σώφροσιν ἐς ἀνδρὸς ἤιει λέκτρ ' | ||
| * τμηθῇ , ἣν αὐτῷ ἐχαρίσατο . τούτου τοῦ Πτερελάου θυγάτηρ ὑπῆρχε Κομαιθὼ καὶ ἄρρενες παῖδες Χρόμιος , Τύραννος , |
| , ἀετῶν νεοττοὺς τέτταρας συλληφθῆναι κελεύει . συλληφθέντας οὖν οὕτως ἔθρεψεν , ὡς λέγεται , καὶ ἐπαίδευσεν , ὅπερ οὐ | ||
| , ὡς θεᾶς βρέτας ἀπεστράφη πάλιν . σοφήν ς ' ἔθρεψεν Ἑλλάς , ὡς ἤισθου καλῶς . καὶ μὴν καθεῖσαν |
| πανδίκως ] πανδικαίως . ψευδώνυμος ] ψευδῶς ὀνομαζομένη δίκη . ψευδώνυμος ] ψευδῶς ἔχουσα τὸ ὄνομα . ψευδώνυμος ] ψευδομένη | ||
| παραπετάσματος . οὕτω δὴ βασιλεὺς ὁ τῷ ὄντι καὶ οὐ ψευδώνυμος αὐτὸς τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἐνδείκνυσθαι ἐπιθυμήσας φιλοσοφίαν τῷ λόγῳ |
| . μὰ τοὺς πρόσωθεν ὁ δ ' Ἀναξαγόρου τρόφιμος χαιοῦ στρυφνὸς μὲν ἔμοιγε προσειπεῖν καὶ μισόγελως καὶ τωθάζειν οὐδὲ παρ | ||
| ἀρόσαι δὲ οὐκ εὐδαίμων καὶ ἁμαξεῦσαι ἄπορος . ὁ δὲ στρυφνὸς καὶ ἐν ὠμῷ τῷ γήρᾳ γεωργὸς νοείσθω , Θειοδάμαντα |
| ἄλλα μακρῷ ἀναγκαιότερα ἑκὼν ἐγὼ νῦν παρίημι . ὡς καὶ αὐλητρὶς ἧκεν ἐκ τῆς πλησίον κώμης αὐτοῖς καὶ ὡς δῶρα | ||
| ὡς ἐν θαύματι ἀργύριον ἐλάμβανεν . ἐπεὶ δὲ αὐτοῖς ἡ αὐλητρὶς μὲν ηὔλησεν , ὁ δὲ παῖς ἐκιθάρισε , καὶ |
| , πλούσιος μὲν σφόδρα , ὡς κακόβιος δέ τις καὶ φιλοχρήματος καὶ σκνιφὸς κωμῳδεῖται , ὅστις ἕνεκα τῆς φειδωλίας οὐδένα | ||
| , πάσας δὲ ἐν τῷ ὀργάνῳ , οὕτως καὶ ὁ φιλοχρήματος οὐδὲν τῶν πέλας ἕνεκα οἰκονομεῖ , ἕλκει δὲ ἐφ |
| , φιλοφροσύνη , τάχα καὶ φιλόφρων ἀπ ' αὐτῆς καὶ φιλοχωρία , ἴσως καὶ φιλόχωρος , φιλοτεχνία φιλότεχνος . Ἀριστοφάνης | ||
| χωρικῶς , καὶ κατὰ χώραν ἔμεινεν , καὶ φιλοχωρεῖν καὶ φιλοχωρία , καὶ χωροφιλεῖν παρὰ Ἀντιφῶντι , ἦ που δὲ |
| οὐ δεῖ προσθεῖναι τὸ φίλῳ . ἐκ δὲ τούτων ἐστὶ φιλέταιρος , πολυέταιρος , φιλία καὶ ἑταιρεία , ἐπιτηδειότης , | ||
| ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει . τόλμα μὲν γὰρ ἀλόγιστος ἀνδρεία φιλέταιρος ἐνομίσθη , μέλλησις δὲ προμηθὴς δειλία εὐπρεπής , τὸ |
| μέρει τινὶ ἔβλαψαν τὴν πόλιν , ἐγὼ δὲ τοῖς ἅπασι φανοῦμαι , εἶτα ἡ ἀντίθεσις ἐν τοῖς πράγμασιν . Ἄλλο | ||
| τε χρήιζους ' : εἰ δὲ μὴ βουλήσομαι , κακὴ φανοῦμαι καὶ φιλόψυχος γυνή . τί γάρ με δεῖ ζῆν |
| ὁρισμός . . ἔχει τέλος ] ἔχει πλήρωμα . . ἄτολμος ] δειλὸς , ἀπρόθυμος . . δειλὸς οὐ τολμῶ | ||
| ἑαυτοῦ δύναμιν , τῶν προσόντων καλῶν ἀποσφαλῆναι πεποίηκεν ἡ ψυχὴ ἄτολμος οὖσα καὶ τῆς χειρὸς αὐτὸν εἰς τοὐπίσω ἕλκουσα , |
| τῶν ἀργῶν : ἢ ὅτι οἴκοι γυναῖκας μένειν χρή . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν | ||
| . Γυπὸς σκιά : ἐπὶ τῶν μηδενὸς λόγου ἀξίων . Γυνὴ εἰς Ἡρακλέους οὐ φοιτᾷ : πρὸς τοὺς ἀναξίους τινῶν |
| πάθος ἐνιζήσειεν . Ἡ θήλεια δὲ πεντάκις τεκοῦσα παύεται τοῦ παιδοποιεῖν : τὸ δὲ παρὰ πολλῶν θρυλλούμενον , ὡς ἄρα | ||
| καὶ παλαιῶν , φησί , λόγος φάσκει μέγαν τελεσθέντα ὄλβον παιδοποιεῖν συμφορὰν καὶ ἐξ ἀγαθῆς τύχης βλαστάνειν τῶι γένει ταλαιπωρίαν |
| , οὐδ ' ἂν ἄλλον ἐάσαιμι τῶν ἐμῶν οὐδένα . Ἄπειρος ἄρ ' εἶ παντάπασι τῶν ἀνδρῶν ; Καὶ εἴην | ||
| τοὺς δὲ τοιούτους καὶ καυχηματίας λέγουσιν , . . . Ἄπειρος : ὁ μὲν ἀμαθής , παρὰ τὸ μὴ ἔχειν |
| αἰχμῇ : τρώσει : παραδοξόλογος . Πηλοῖσι : βορβόροις . ἐφέστιος : ἐγκάτοικος . ὠμοφάγος : ἀπηνὴς εἰς τὴν βρῶσιν | ||
| . στείχοιμ ' ἄν : ἐλθὼν δ ' ἐς δόμους ἐφέστιος σκευῆι πρεπόντως σῶμ ' ἐμὸν καθάψομαι , κἀκεῖθεν ἥσω |
| . Βέβαιος : ὁ ἀσφαλής : παρὰ τὸ βιβῶ γίνεται βίβαιος , ὡς τιμῶ Τίμαιος καὶ πηδῶ Πήδαιος , καὶ | ||
| καὶ χρήματα μὲν ὑπόκειται μᾶλλον φρουραῖς ἀνθρωπίναις , οὐ μὴν βίβαιος φύλαξ ἔσῃ τοῦ κάλλους . δεῖ γὰρ ἐπιοῦσάν τε |
| ἔδωκαεἰ . τὰ τέλη τῶν συνθέτων ἐπικρατεῖ , καὶ τὸ εὔτακτος ὄνομα καὶ τὸ χειρογραφῶ ῥῆμα , πῶς οὐχὶ γέλοιον | ||
| δράματι καὶ σκώπτοντας τοὺς φαλακρούς . σώφρων ] ἐπαινετή , εὔτακτος , κοσμία . . σκέψασθ ' ] ἴδετε . |
| σατράπης κατέστη . ἦν δὲ ὁμοπατρία αὐτῶι ἀδελφὴ Ῥωξάνη , καλὴ τῶι εἴδει καὶ τοξεύειν καὶ ἀκοντίζειν ἐμπειροτάτη : ἐρῶν | ||
| περὶ τοῦ μὴ δεῖν δανείζεσθαι “ τὴν δὲ τράπεζαν ἡ καλὴ Αὐλὶς . . . ἀργύρων . . . δυσχερές |
| καὶ ἑτέρας εἶναι χρείας κομψός χαρίεις στωμύλος , καὶ ἄλλης φιλοσκώμμων εὐσκώμμων σκωπτικός , τωθαστικός . καὶ τὰ ἐπιρρήματα φιλοπαιγμόνως | ||
| δὲ ἰδιώτης , φησίν , ἦν , φιλοπότης ἦν καὶ φιλοσκώμμων καὶ οὐ κατεσπουδασμένος ἀνήρ . Νικόλαος δὲ Σύλλαν φησὶ |
| τοὺς ἐν ταῖς ἄνω σατραπείαις ἡγεμόνας ἦν μὲν καὶ πρότερον ἀπεσταλκὼς τὰς παρὰ τῶν βασιλέων ἐπιστολάς , ἐν αἷς ἦν | ||
| προστεθεῖσαν ἔπεισεν τοὺς πεζοὺς αὑτοῦ , ὡς αὐτὸς εἴη τούτους ἀπεσταλκὼς χάριν προδοσίας τῶν πολεμίων . οἱ δὲ θαρρήσαντες καὶ |
| ὅτι οὐδὲν ἔχω , οὐδενὸς δέομαι : ἴδετε , πῶς ἄοικος ὢν καὶ ἄπολις καὶ φυγάς , ἂν οὕτως τύχῃ | ||
| εἰς ος δισύλλαβα προπερισπώμενα ἐν τῇ συνθέσει προπαροξύνονται , οἶκος ἄοικος , κοῦρος ἐπίκουρος : οὕτως καὶ πῶλος αἰολόπωλος , |
| εἰ γὰρ συνετάχθη τῷ πρεσβυτάτῳ χρηστὰ καὶ φιλάνθρωπα βουλευομένῳ , νεώτερος μὲν ἐκείνου , τῶν δ ' ἄλλων πρεσβύτερος ὤν | ||
| ὦ βουλή , καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι , ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ . ἐγὼ δὲ |
| γὰρ ἄλλην , ἣν σῴζειν τὰς πολιτείας νενόμικεν . ἡ σεμνή . ὡς εὐδοκιμοῦσα μᾶλλον τῶν ἄλλων τῆς μουσικῆς εἰδῶν | ||
| , ὀλβιόμοιρε , ἣ κατέχεις ὀρέων δρυμούς , ἐλαφηβόλε , σεμνή , πότνια , παμβασίλεια , καλὸν θάλος , αἰὲν |
| εἴωθε γεννᾶσθαι χυμός , οὐ μόνον χρηστός , ἀλλὰ καὶ γλίσχρος , ἐξ οἵου δεῖ μάλιστα γίνεσθαι τὸν πῶρον . | ||
| κισσῷ , μαλακός , ἐν τῇ γεύσει δριμὺς ἠρέμα καὶ γλίσχρος : ῥίζα δ ' ἄχρηστος . φύεται ἐν τραχέσι |
| , καὶ τὸ ἰούλοις ὑποσκιαζόμενος ἤδη , καὶ τὸ πρῶτος ὑπηνήτης . Ὤ . θαυμαστικόν . τῆς παρελθούσης κτλ . | ||
| ἦν παρώνυμον ἀπὸ τοῦ αἰχμή , ὤφειλε βαρύνεσθαι ὥσπερ ὑπήνη ὑπηνήτης , κώμη , ἡ πόλις , κωμήτης , κορύνη |
| τῇ ἀγορᾷ . Οὐδὲ ἄν γε νῦν , ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος , ὦ Σώκρατες , ἑώρας , εἰ μὴ ξένους | ||
| τῶν δένδρων φυτεία ; Ἔστι γὰρ οὖν , ἔφη ὁ Ἰσχόμαχος . Πῶς ἂν οὖν , ἔφην ἐγώ , τὰ |
| ἡ Μιλησία Πασιφίλα ἐπεκαλεῖτο . Ἀρχίλοχος : συκῆ πετραίη πολλὰς βόσκουσα κορώνας , εὐήθης ξείνων δέκτρια Πασιφίλη . Φιλήμονος δὲ | ||
| . Σχοινῆος : τῆς . Συμβόλος : ἡ τοὺς σύας βόσκουσα . Νυκτερίους : τοὺς νυκτερινούς . νυχίην : νυκτερινήν |
| ἀξιῶν ἑαυτόν , οὐ πάντῃ χαῦνος . ἐλλείπων δὲ ὁ μικρόψυχος : ἔστι γὰρ μικρόψυχος ὁ πολλῶν μὲν ἄξιος ἐλαττόνων | ||
| λόγου φαίνονται οἱ μεγαλόψυχοι περὶ τιμὴν εἶναι . ὁ δὲ μικρόψυχος , φησίν , ἐλλείπει καὶ πρὸς ἑαυτὸν καὶ πρὸς |
| τοιαύτη * : ἐν Νεμέᾳ χώρᾳ τοῦ Ἄργους λέων ἦν ἄτρωτος σιδήρῳ καὶ βολαῖς παντοίαις , ὃν Ἡρακλῆς συνθλάσας ταῖς | ||
| φρονήματος ἀπελθεῖν βραχὺ φροντίσαντα τοῦ κελεύοντος μένειν . ὁ γὰρ ἄτρωτος ἐξ ὧν διῴκησε παντὸς εἰκότως ὑπερορᾶν βεβούλευται . τοῖς |
| διεχρήσαντο , αἱ δὲ εὐθαρσῶς τῇ φλογὶ προστρέχουσαι διεφθείροντο . Ἀξιοθέα δὲ στρατηγὸς ἦν ἐν τοῖς δεινοῖς ἀρίστη : ὅτε | ||
| καὶ Ζήνωνι τῷ Κιτιεῖ καὶ τῷ γεωργῷ τῷ Κορινθίῳ . Ἀξιοθέα μὲν γὰρ ἐπιλεξαμένη τι τῶν συγγραμμάτων ἃ Πλάτωνι πεποίηται |
| δὲ ἐς ἀργίην καὶ ῥᾳθυμίην . Τὰς ἀναξίους οὖν καὶ δυστήνους ψυχὰς ὁρεῦντες καὶ τοσαύτας , πῶς μὴ χλευάσωμεν τὸν | ||
| : κόλαξ , πού φησι , καὶ ἄνθρωπος δὲ γόης δυστήνους λόγους μελετῶν κυκᾷ τε καὶ ταράσσει , τυρβάσας , |
| ταῖς ἐνδείαις τε καὶ ἀτροφίαις ἡ φύσις ἀποροῦσα χυμοῦ τοῦ θρέψαντος , ἐλλείπει καὶ κατὰ τὰ παρυφιστάμενα , τῆς γάρ | ||
| οἰκείων ὅμηρά ἐστιν ἐνθάδε , καὶ αὐτοῦ νὴ Δία τοῦ θρέψαντος αὐτοὺς ἐδάφους ὁ πόθος , ἀναγκαῖος ὢν ἅπασι καὶ |
| μὲν ἀνυπόκριτος πρὸς τοὺς προήκοντας , πρὸς δὲ τοὺς ὁμήλικας ἄπλαστος ὁμοιότης καὶ φιλοφροσύνη , συνεπίτασις δὲ καὶ παρόρμησις πρὸς | ||
| . . ἄπλαστος καὶ ἅμα αὐτοῖς ἐπιθέουσα σεμνότης ἡδεῖα καὶ ἄπλαστος αἰδὼς ἐπέστρεφεν ἱκανῶς τὸν φιλόσοφον καὶ ἤδη γνώριμον ἐποίει |