ἐπιστρέψασιν ὡς ἐπὶ τὴν πόλιν Ξενοδίκης μνῆμά ἐστιν ἀποθανούσης ἐν ὠδῖσι : πεποίηται δὲ οὐ κατὰ τὸν ἐπιχώριον τρόπον ,
ἂν αἱ τέχναι , ἄνθρωποι δὲ οὐκ ἂν ἦσαν ἐν ὠδῖσι διαφθειρομένων τῶν τε φερουσῶν ἅ τε φέροιτο : κοινὸς
7068011 ὠδισιν
ὡς ἐγέννησεν οὕτως ἐκφέρῃ , συμπνέων τε καὶ ὁμοπαθῶν ταῖς ὠδῖσιν , ἀλλ ' ἕτεροι λαμβάνοντες ἐν ταῖς χερσὶν ἀπαριθμοῖεν
ἑκάστη δὲ ἄρα εὑρίσκει τῶν ἔνδον , εἴτε ἐπ ' ὠδῖσιν εἴη εἴτε ἤδη λεχώ , φυκία πολλὰ τῶν ἐν
6744410 γοναις
, Εὐμενίδων γενέτειρα , ὑποχθονίων βασίλεια , ἣν Ζεὺς ἀρρήτοισι γοναῖς τεκνώσατο κούρην , μῆτερ ἐριβρεμέτου πολυμόρφου Εὐβουλῆος , Ὡρῶν
καὶ φρύγετρον , τὸ μὲν φρύγετρον Πολυζήλου εἰρηκότος ἐν Διονύσου γοναῖς , οὗπερ αἱ χύτραι κρέμανται καὶ τὸ φρύγετρόν γε
6673036 εὐναις
καὶ λείαν τε πολλὴν ἔλαβε καὶ αὐτῶν ἔτι ἐν ταῖς εὐναῖς ὄντων πολλοὺς κατέκτεινεν : οἱ δὲ ἀπέφυγον ἐς τὰ
ὅτε καὶ περὶ βαθὺν ὄρθρον , ἔτι τῶν ἄλλων ἐν εὐναῖς ὄντων , μηδενὶ φανεὶς τὸ παράπαν ἔξω τείχους προῄει
6563431 κοραις
. Γῆ δὲ ἐλεοῦσα τὸ πάθος φυτὰ εὐθαλῆ ὅμοια ταῖς κόραις ἀνῆκε , τέρψιν ἀνθρώποις καὶ μνήμην ἐπ ' αὐταῖς
ἐκείνην εὐπρεπεστέρας . ἀλλὰ κἂν εἰ νόμος ἐδίδου φανῆναι ταῖς κόραις , ὡς μᾶλλον ἐντεῦθεν ἐμὲ πρὸς τὸν ἀγῶνα πλεονεκτεῖν
6474655 ἀταις
τῆς ἀβουλίας . . ΑΤΑΣΘΑΛΑ . Τὰ θάλλοντα ἐν ταῖς ἄταις , ἤγουν βλάβης ἀνάμεστα . . ΤΟΙΣΙΝ Δ '
ὀλεθρίαις * ἀλεξητήριον : ἀποτρόπαιον βοήθημα ἴαμα θεραπείαν βοήθειαν * ἄταις : βλάβαις * ἐν : ἐν τούτοις σὺν τούτοις
6455705 ἀγκαλαις
καὶ μάλα πεινῶσι συμμάχων : ὥστε μόνον οὐκ ἐν ταῖς ἀγκάλαις περιεφέρομεν αὐτοὺς ἀγαπῶντες . μετὰ δὲ τοῦτο ἐπεὶ ἑάλω
' ἠδὲ μέγας Ὠκεανός , ὃς πέριξ [ γᾶν ὑγραῖς ἀγκάλαις ] ἀμπέχει . Τότε λιπὼν Κυνθίαν νῆσον ἐπέβα [
6440714 ἐγκυμων
ὑπ ' αὐτοῦ πάθῃ κατὰ τὸ τῆς μητρυιᾶς ὄνομα , ἐγκύμων οὖσα δίδωσιν ἑαυτὴν Τυρρηνῷ τινι συοφορβίων ἐπιμελητῇ βασιλικῶν ,
. δεῖ δὲ τὴν πόαν χυλίζειν ὅταν ἀκμαιοτάτη ἐϲτὶ καὶ ἐγκύμων τοῦ ἄνθουϲ . δίδοται δὲ τοῦ χυλοῦ ϲὺν #
6437778 νεαις
τὴν ἀκμὴν διακορευομέναις . λέγει δὲ ὅτι κλαυθμοῦ ἄξιον ταῖς νέαις διαμεῖψαι ὁδὸν αἰχμαλωσίας καὶ δωμάτων ὠμοδρόπων , ἤγουν ἐν
, ταῖς δὲ ἐναντία τὰ ἰσχυρότερα : καὶ ταῖς μὲν νέαις τὰ ἁπλούστερα , ταῖς δὲ προβεβηκυίαις τὰ εὐτονώτερα :
6415850 ἀρουραις
καὶ ἐπὶ σκοπὸν εἷναι ὀιστόν Εὔρυτος ἐκ πατέρων μεγάλαις ἀφνειὸς ἀρούραις . αὐτὰρ ἀοιδὸν ἔθηκε καὶ ἄμφω χεῖρας ἔπλασσεν πυξίνᾳ
Πύθια νικήσας . τρίτον ἐπὶ στέφανον πατρῴαν βαλὼν ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραις : ὅτι τὴν Φωκίδα χώραν ἀφνεὰν ἄρουραν Πυλάδου εἴρηκε
6371776 ἁγνη
θεοὶ ῥεῖα ζώοντες , ἕως μιν ἐν Ὀρτυγίῃ χρυσόθρονος Ἄρτεμις ἁγνὴ οἷς ' ἀγανοῖσι βέλεσσιν ἐποιχομένη κατέπεφνεν . ὣς δ
πρὸ τοῦ ἱεροῦ ὦ μεγίστη θεῶν , μέχρι μὲν νῦν ἁγνὴ μένω νομιζομένη σή , καὶ γάμον ἄχραντον Ἁβροκόμῃ τηρῶ
6332260 κομαις
ζυγὸν ὅταν θέλωσι , νυμφίους ἀρνούμεναι , τοὺς Ἑκτορείοις ἠγλαϊσμένους κόμαις , μορφῆς ἔχοντας σίφλον ἢ μῶμαρ γένους , ἐμὸν
νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ . Νοῦς οὐκ ἔνι ταῖς κόμαις ὑμῶν , ὅτε μ ' οὐ φρονεῖν νομίζετ '
6285552 χειμαζεται
καὶ Σοφοκλῆς ἐν Ποιμέσιν : ἔνθ ' ἡ πάροικος πηλαμὺς χειμάζεται , πάραυλος Ἑλλησποντίς , ὡραία θέρους τῷ Βοσπορίτῃ :
' αὑτοῦ γόνον . οἴμοι , δόμων σῶν ὄλβος ὡς χειμάζεται . τί κρᾶτα κρύψας , ὦ γέρον , δακρυρροεῖς
6258857 Μεγαλαις
θυγατρός , Ἀκουσίλαος [ ] δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις [ . . ] φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς
τῆς Αἰήτου θυγατρός : Ἀκουσίλαος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις φασὶν ἐξ Ἰοφώσσης τῆς Αἰήτου . καὶ οὗτος
6254461 παγαις
τὸ Αἰσχύλου . τοῖς ἑαυτοῦ πτεροῖς περιπεσὼν καὶ ἐνσχεθεὶς ταῖς πάγαις , ἃς ἄλλοις ὑφῆκε , τὰ ἐκ τοῦ νόμου
τοῦ καλλιερῆσαι βουλεύονται . Ἀλλ ' οὐκ αὖθις ἀλώπηξ : πάγαις ἁλώσεται λείπει : παρόσον ἅπαξ διαφυγοῦσα πάγας , δεύτερον
6237190 μιγεισα
καὶ ἤδη μελανθέντα ῥάφανος καταπλασσομένη καὶ ἄρου ῥίζα τεθεῖσα καὶ μιγεῖσα μέλιτι καταπλασσομένη . τὰ δὲ μετὰ φλεγμονῆς ὑπώπια πυριῶν
περὶ πάντων Οὐρανιώνων γείνατ ' ἄρ ' αἰγιόχοιο Διὸς φιλότητι μιγεῖσα . λοισθοτάτην δ ' Ἥρην θαλερὴν ποιήσατ ' ἄκοιτιν
6220162 ἐτικτε
σανορες ? ! ! [ [ ] μαι ? τὸν ἔτικτε Κόω ! [ [ Κρονίδαι ] μεγαλωνύμωι ? [
ἄκοιτιν : ἡ δ ' Ἥβην καὶ Ἄρηα καὶ Εἰλείθυιαν ἔτικτε μιχθεῖς ' ἐν φιλότητι θεῶν βασιλῆι καὶ ἀνδρῶν .
6215292 ἀγελαις
ἔχουσι τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα παραπλησίως ταῖς τῶν θρεμμάτων ἀγέλαις , ἡδονῆς δὲ καὶ πόνου τὴν φυσικὴν μόνον ἀντίληψιν
ἐπιτρέπει τε ταῖς γνώμαις καθαραῖς ἀπολαύειν . αὗται φόβους νέων ἀγέλαις λύουσι διττούς , ὧν ὁ μὲν ἐκ διδασκάλων ,
6180954 μεθαις
ἐπιφερομένης ὕλης αἱματικῆς τε καὶ πνευματικῆς : ἐν δὲ ταῖς μέθαις καὶ ταῖς ἀπεψίαις πᾶς ἀτμὸς ἔφθαρται καὶ συντεθόλωται καὶ
ψυχικῶν , σωματικῶν μὲν , ἐν κόποις καὶ στεγνώσεσι καὶ μέθαις , ψυχικῶν δὲ , ἔν τε φροντίσι καὶ λύπαις
6175346 ἀκανθαις
Ἰδίοισιν ἀγριοῦται ὁ λέων τυπεὶς βελέμνοις : Παφίη δὲ ταῖς ἀκάνθαις πολὺ μᾶλλον ἠγριώθης . Γενεὴν τεὴν οἰδάσκεις , ἵνα
Μεθόδιος . . . . ἀκανθίς : στρουθίον ἐν ταῖς ἀκάνθαις καθήμενον , ὡς λέγουσιν . οὕτως Ὠρίων . .
6168535 Ἠοιαις
Ϛʹ φησί . πεπηρῶσθαι δὲ Φινέα φησὶν Ἡσίοδος ἐν Μεγάλαις Ἠοίαις , ὅτι Φρίξῳ τὴν ὁδὸν ἐμήνυσεν , ἐν δὲ
Ἑκάτην ἀλλὰ Κράταιιν . . . ἐν δὲ ταῖς Μεγάλαις Ἠοίαις Φόρβαντος καὶ Ἑκάτης ἡ Σκύλλα . Στησίχορος δὲ ἐν
6164461 χαιρουσα
κεφαλῇ περιθεῖσα καθαπερεὶ κόσμον ὁμοῦ τε ᾄδει καὶ ἄπεισιν οἴκαδε χαίρουσα : οὐ μὴν δὲ ἀφιᾶσιν οἱ θηραταὶ , ἀλλὰ
οἱ μὲν πάντες ἰῷ κίον ἤματι κείνῳ . ” καγχαλόωσα χαίρουσα , διὰ τὸ ἐν χαλάσματι εἶναι τὴν ψυχήν ,
6136315 πολια
ἡλικίαν τοῖς βρέφεσι συμβαίνει πονηρά , ἄρσεσι μὲν πώγων καὶ πολιά , θηλείαις δὲ γάμοι καὶ τοκετοὶ καὶ τὰ ἄλλα
μόνον τοῦ ἀνθρώπου , ὥσπερ καὶ τὸ γελᾶν . πόθεν πολιά ; παρὰ τὸ λευκὴ εἶναι : τὸ δὲ λευκόν
6126699 νυμφαις
αἱ πανηγύρεις ἀμπελόεις ] τῆς ἀμπέλου ἕλικας ] τὰ κλήματα νύμφαις ] ὕδασι ἴσως καὶ βατόεντα : ὁμοίως καὶ τοὺς
μὲν καὶ νάπας Πανί , λειμῶνας δὲ καὶ τεθηλότα χωρία νύμφαις , ἀκτὰς δὲ καὶ νήσους πελαγίοις δαίμοσι , τῶν
6123199 ἐγεινατο
, σύγγονος . ἀλλ ' ἡ Λάκαινα Τυνδαρίς ς ' ἐγείνατο ; Πέλοπός γε παιδὶ παιδός , οὗ ' κπέφυκ
μὰ τὴν ἄνασσαν ἱππίαν Ἀμαζόνα , ἣ σοῖς τέκνοισι δεσπότην ἐγείνατο , νόθον φρονοῦντα γνήσι ' , οἶσθά νιν καλῶς
6111684 Σεμελα
ἄλλα τάδ ' [ ἦν ⋮ ⚕⚖ ⚕⚖ Κάδμωι : Σεμέλα ? [ δ ' ⋮ ⚕⚖ ⚕⚖ τῶι ?
ἀγαθῶν . ζώει μὲν ἐν Ὀλυμπίοις ἀποθανοῖσα βˈρόμῳ κεραυνοῦ τανυέθειρα Σεμέλα , φιλεῖ δέ νιν Παλλὰς αἰεί καὶ Ζεὺς πατήρ
6073676 θαλιαις
: ἔργα δὲ καρποῦνται , ἀπολαύουσι , διὰ φροντίδος ὄντα θαλίαις , εὐωχίαις , ἤγουν θαλερὰ καὶ εὐθηνούμενα : τὸ
τῶν λίθων ἀποπίπτουσαν . Ἀπολλωνίαις : ταῖς τοῦ Ἀπόλλωνος ἀλεξιμβρότοις θαλίαις , ἀπὸ κοινοῦ βαδιστὴν ἐποίησεν . ἀλεξιμβρότοις δὲ ,
6068213 φθισει
ὅν ῥα πατὴρ Κρονίδης ἐπὶ γήραος οὐδῷ αἴσῃ ἐν ἀργαλέῃ φθίσει κακὰ πόλλ ' ἐπιδόντα υἷάς τ ' ὀλλυμένους ἑλκηθείσας
χρόνοις : Κἂν ᾖς ἐν ἀκμῇ , τῆς σελήνης ἐν φθίσει : Ἂν δ ' ὑπέρακμος , τῆσδε τὸ πλῆρες
6053058 θαλλουσα
ἐκ τοῦ λιμοῦ βλάβην , καὶ τοὺς παῖδας ἥδουσα καὶ θάλλουσα . κουφίζουσαν δὲ ἄρουραν ἀντὶ τοῦ κεκουφισμένην , ἁπαλήν
μου : ἐν δὲ τῇ ἀμπέλῳ τρεῖς πυθμένες καὶ αὐτὴ θάλλουσα ἀνενηνοχυῖα βλαστούς : πέπειροι βότρυες σταφυλῆς . καὶ τὸ
6046408 παρθενος
. . ὡς ὄφελεν καὶ Φρίξον , ὅτ ' ὤλετο παρθένος Ἕλλη , κῦμα μέλαν κριῶι ἅμ ' ἐπικλύσαι :
εὔδαιμον γένος κυοφορεῖν , Ἰσαάκ . ἡ δ ' ἀεὶ παρθένος ὑπὸ ἀνδρός , ᾗ φησι , συνόλως οὐ γινώσκεται
6038791 φθιμενης
ὀρφανιεῖς , ἀλλ ' ἄνα , τόλμα . σοῦ γὰρ φθιμένης οὐκέτ ' ἂν εἴην , ἐν σοὶ δ '
ἀμφιβαλὼν ἅρπην Κυλληνίδα λευκανίῃσι . Τῆς δ ' ἄρα καὶ φθιμένης περ ὀλέθριος ἔσκεν ὀπωπή , καὶ στυγεροῦ Κρονίδαο μολεῖν
6031766 ὑμεναιοις
εἰς Ἀίδαο κατοιχομένου Κορύθοιο ὅν τε καὶ ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖς ' ὑμεναίοις Τυνδαρὶς αἴν ' ἀχέουσα κακὸν γόνον ἤρατο βούτεω .
ἀκλινέως κατέμαρψαν ἐοικότε Βελλεροφόντῃ , μήνην ? ? ἀμφιέπουσιν ἀγαλλομένην ὑμεναίοις [ πυροφόρου ] ? ? ? χαρίεντας ἐπ '
6029116 Ἀθαναις
οἵ τ ' ἄστεος ὀμφαλὸν θυόεντ ' ἐν ταῖς ἱεραῖς Ἀθάναις οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ ' εὐκλέ ' ἀγοράν : ἰοδέτων
κοὐ λήξω τοὺς βόσκοντας θεραπεύων . οὐκ ἐν ταῖς ζαθέαις Ἀθάναις εὐκίονες ἦσαν αὐλαὶ θεῶν μόνον οὐδ ' ἀγυιάτιδες θεραπεῖαι
6022197 κορυφαις
ἐπισκεψάμενος δὲ αὐτὸ ὅπη διανίσταται καὶ ὅπη θολοῦται καὶ ὁπόσαις κορυφαῖς ᾄττει καί που καὶ ἐφαπτόμενος τοῦ πυρός , ὅπη
ἄκουε τοῦ Πανός , ὡς τὸν Διόνυσον ᾄδειν ἔοικεν ἐν κορυφαῖς τοῦ Κιθαιρῶνος ὑποσκιρτῶν τι εὔιον . ὁ Κιθαιρὼν δὲ
5999692 γυιοις
δὲ σαρκί πυθεδόνας κατέχευε δυσαλθέας , αἱ δ ' ἐπὶ γυίοις ἰοβόροι βόσκονται : ἀεὶ δ ' ὑπὸ νηδύσιν ὕδρωψ
τελίσκει : ἀντὶ τοῦ ὑγραίνων καὶ σκορπίζων τὸν σπόρον τοῖς γυίοις ἤγουν τοῖς μέλεσιν , ἀποτελεῖ ἀγόνους τοὺς φαρμακευθέντας ,
5998906 ῥοαις
αἱ ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἐκπεμπόμεναι . γράφεται προσέλκοι . καλλιρόοισι ῥοαῖς : ταῖς ἀπὸ τῶν ὀργάνων ἀναφερομέναις τῶν μετ '
πόντος : πέλαγος . ῥώμη : ἰσχύς , δύναμις . ῥοαῖς : τοῖς ῥέουσιν ὕδασιν . ῥυπτόμενον : καθαιρόμενον .
5997303 Ναϊς
ὅντινα τὸν Ὑψέα ποτὲ ἐν ταῖς ἐξοχαῖς τῆς Πίνδου ἡ Ναῒς εὐφρανθεῖσα τῇ τοῦ Πηνειοῦ μίξει ἐγέννησε Κρέουσα Γῆς οὖσα
' ἔλακεν – – ˘ αἰάγμασι στένουσα νύμφα τις οἷα Ναῒς ὄρεσι † φυγάδα γάμων † ἱεῖσα γοερόν , ὑπὸ
5984609 κακαις
: ἐγώ . ἀθεμίστερον : ἀδικώτερον . Κακοφροσύνῃ : καὶ κακαῖς καὶ ἀγρίαις φρεσὶ , μωρίᾳ , κακίᾳ . προβεβηκότα
] ῳ τε κοίτωι ? [ ] ? ? καὶ κακαῖς δυσαυλίαις [ ] ? ? ? ? ? ]
5977487 τροφος
τροφῆς θρέψαι τραφῆναι , τροφεύς , εὔτροφος ἔντροφος σύντροφος , τροφός τρόφιμος , παρατρέφεσθαι συντρέφεσθαι ἀποτρέφεσθαι ὑποτρέφεσθαι . ἀπὸ δ
δὲ ἡ μὲν συγγενὴς Αἰνείου λέγεται γενέσθαι , ἡ δὲ τροφός . τελευτῶντες δὲ ἀφικνοῦνται τῆς Ἰταλίας εἰς Λωρεντόν ,
5969131 γυναιξιν
τήν γ ' ἐπέγειρε : σὺ δ ' ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν ἐλθέμεν , αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο . ”
ἀποκτείνοι , τοῖς θεοῖς εἰδότας χάριν ; Ἀλλὰ μὴν καὶ γυναιξὶν ἔστιν ἔπιπλα . γυναῖκας δ ' οὐδ ' ἂν
5955405 νυμφη
ἡ τροφὸς Ποσειδῶνος . . . εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη πρότερον Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ
: νύμφη , τροφὸς Ποσειδῶνος , εἴρηται δὲ Ἄρνη ἡ νύμφη Σινόεσσα καλουμένη , ὅτι τὸν Ποσειδῶνα λαβοῦσα παρὰ τῆς
5951249 θηλυτερης
: δὴν δὲ κατικμάζων ἄγονον σπόρον ἄλλοτε φωτός , πολλάκι θηλυτέρης , σκεδάων γυίοισι τέλεσκε . ἀλλὰ σὺ τῷ βατράχοιο
' ] ποτέ τότ ' ] ἄλλοτε σταγόνεσσι ] σταλαγμοῖς θηλυτέρης γὰρ πώλοιο : νέας γυναικός φησι , καὶ οὐ
5937500 φροντισιν
τρόπον . Ὡς δεινὸν ἡνίκ ' ἄν τις ὢν ἐν φροντίσιν εἰκῆ θεατὴν τὸν τυχόντα λαμβάνῃ . Οὐκ ἔστ '
, εἴ σοι κατά τι τὸν νοῦν ὑπὸ γλυκυτάταις ἐποίησε φροντίσιν , ἤγουν τὴν γλυκυτάτην φροντίδα , τῶν ἐγκωμίων δηλονότι
5918674 διναις
. φρεσὶν ] ἤγουν λογισμοῖς . τελεσφόροις ] τετελεσμένοις . δίναις ] στροφαῖς , ἤγουν πολλοὺς λογισμοὺς ἀνελίσσει καθ '
αὐτοῦ καθίησιν ἐς τὸ ὕδωρ , καὶ εἰλεῖται ἐν ταῖς δίναις στρεφόμενον , τό γε μὴν τέλος διὰ χειρῶν ἔχει
5914852 τεθραμμενη
διπλασίως . εἰ μὴ γὰρ ἐν γυναιξίν ἐστιν ἡ κόρη τεθραμμένη μηδ ' οἶδε τῶν ἐν τῶι βίωι τούτων κακῶν
' αὖ βέμβρας κακοδαίμων . Ἀριστοφάνης : ταῖς πολιόχρωσι βεμβράσι τεθραμμένη . ἐν δὲ ταῖς Εὐπόλιδος Αἰξὶν εὕρηται καὶ διὰ
5909150 θηραις
σαλπῶν . ὠφέλιμος : χρήσιμος . ἔπλετο : ὑπάρχει . θήραις : ἄγραις . Ἔξοχα : πλέον . Πτοιαλέον :
τὰς ὑπάντρους , καὶ εἰκότως : ταῖς γὰρ ὀρείοις ἔτι θήραις ἐπιθαρρεῖν ἀδύνατός ἐστι . πῦρ δὲ ὀρρωδεῖ . ὅστις
5899730 αὐγαις
διαχυθῆναι . θεοῦ ] τοῦ ἡλίου . . φλέγων γὰρ αὐγαῖς ] ὁ γὰρ λαμπρὸς κύκλος τοῦ ἡλίου , περιφραστικῶς
' ἔθ ' ἅρματα λεύσσων ἀελίου τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας ; τῶν μὲν ἐμῶν τεκέων φανερὸν κακόν
5898638 κρατουσα
. Οὕτω συμβουλευσαμένη ἡ Ἀθηνᾶ ἀνέβη εἰς τὸν δίφρον , κρατοῦσα ἐν ταῖς χερσὶ νίκην καὶ δόξαν , τουτέστι ,
δύναται . εἰ δ ' ἐπὶ πλέον ἡ θερμασία φαίνοιτο κρατοῦσα , καὶ τὴν τῶν ψυχόντων δύναμιν ἐπιτείνειν σε χρὴ
5896960 πολυμορφου
μὲν οὖν προτέρα γίνεται κατ ' ἀσθένειαν , εἶδος τῆς πολυμόρφου καὶ πολυτρόπου λέπρας οὖσα : ὅταν γὰρ ἡ ὄψις
ἡμίσειαν λαβόντες εὑρήσετε τὸ συνεχὲς ζητούμενον ἐκ τῆς ἀληθείας καὶ πολυμόρφου φύσεως . παντὸς γὰρ εἴδους ἡ μὲν ἀρχὴ μονομερὴς
5891352 ἁγνου
φλόγα τήκει πετραίαν χιόνα : πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν . . Αἰγύπτιος
φλόγα τήκει πετραίαν χιόνα : πᾶσα δ ' εὐθαλὴς Αἴγυπτος ἁγνοῦ νάματος πληρουμένη φερέσβιον Δήμητρος ἀντέλλει στάχυν ἀπάτης δικαίας οὐκ
5887942 γαμηλιος
' οἶστρος ποτὶ μῶλον ἐπώρορεν εὐνητῆρας μάρνασθαι , πολλὴ δὲ γαμήλιος ἵστατ ' Ἐνυώ . ἀλλ ' ὅτ ' ἀριστεύσας
' ἂν ἔγχελυν φάγοις , οὐδ ' ἐν νεκροῖσι πέττεται γαμήλιος . Ὁ μάγειρος οὗτος Πατανίων προσελθέτω . Πλείους Στρατονίκου
5883282 ἀραιαις
χειμεριναῖς ἐαριζούσης τροπαῖς καὶ τῶν μὲν πρὸς θαλάττῃ μόναις ψεκάσιν ἀραιαῖς λιπαινομένων , τῶν δ ' ὑπὲρ Μέμφιν , τὸ
. ὃς δ ' ἤτοι ῥυπόεις μὲν ὑπ ' ὀστλίγγεσσιν ἀραιαῖς τευθίδος ἐμφέρεται νεαλὴς γόνος ἢ ἅτε τεύθου , οἷά
5864761 βρυουσα
, † νυχία , πανδερκής , φιλάγρυπνε , καλοῖς ἄστροισι βρύουσα , ἡσυχίηι χαίρουσα καὶ εὐφρόνηι ὀλβιομοίρωι , λαμπετίη ,
τελεσφόρε , παντολέτειρα , αὐξιθαλής , φερέκαρπε , καλαῖς ὥραισι βρύουσα , ἕδρανον ἀθανάτου κόσμου , πολυποίκιλε κούρη , ἣ
5864037 τερπεται
καὶ οὐχ ἕξει σύστασιν : ἡ γὰρ φύσις τὴν φύσιν τέρπεται , καὶ ἡ φύσις τὴν φύσιν νικᾷ . Αὐτῇ
ὕσω ὕεσθαι , ὅ ἐστι βρέχεσθαι : ἐπεὶ τοῖς ὕδασι τέρπεται , καὶ πλεονασμῷ τοῦ σ , ὡς σῖτος ,
5861064 παρθενοις
οὐ γίνεται , προϋπαντῶντος διὰ τὴν ἵλεω φύσιν ἑαυτοῦ ταῖς παρθένοις χάρισι καὶ ἐπιδεικνυμένου ἑαυτὸν τοῖς γλιχομένοις ἰδεῖν , οὐχ
αὐτὸς ἐνδιδοὺς τὸ σύνθημα , ὥσπερ ὁ θεὸς ταῖς Διὸς παρθένοις ταῖς Μούσαις . ἵππειον Ποσειδῶνα τιμῶσιν Ἕλληνες καὶ θύουσιν
5849454 αἰξιν
: τράγοι . ἐφιππεύουσι : καλλικεύουσιν . χαμαίραις : ταῖς αἰξίν . Θαμαληπολέοντι : δουλέοντι . Ἄρμενα ἁρμόδια . ἔξοχα
προσελθόντα τῷ χάσματι καὶ κατιδόντα οἷόνπερ ἦν ταὐτὸ παθεῖν ταῖς αἰξίν : ἐκείνας τε γὰρ ὅμοια ποιεῖν τοῖς ἐνθουσιάζουσι καὶ
5847253 χηλαις
[ ] , τὰς δὲ * ἰσημερίας ἐν κριῶι καὶ χηλαῖς . καθόλου δὲ ἐν ὧι ἂν ἦι ζωιδίωι ὁ
καὶ ἠρέμα τῷ τοῦ Ἄρεως : οἱ δὲ ἐν ταῖς χηλαῖς τῷ τε τοῦ Κρόνου καὶ τῷ τοῦ Ἑρμοῦ :
5841272 εὐτυχιαις
, ὅταν κακῷ ἀνδρὶ παρείη : ἐπὶ τῶν ἐν ταῖς εὐτυχίαις ἀφορήτων . Τί κόθορνος καὶ ῥόπαλον ξυνηλθέτην : ἐπὶ
εἰκὸς καὶ τοὺς ἄλλους μεμνῆσθαι . ἀλλ ' ἐν ταῖς εὐτυχίαις ταῖς κοιναῖς ; ἀλλ ' ἱκανὸν λυπῆσαι , τῶν
5827578 ἀναγκαις
συγκείμενον καὶ συνεστὼς φύσει καὶ πάσχον καὶ δρῶν εἰς αὐτὸ ἀνάγκαις . Ἡμᾶς δὲ διδόντας τὸ μέρος αὐτῶν εἰς τὸ
περὶ τοὺς μὴ ἀναγκασθέντας καὶ ψόγοι περὶ τοὺς ἐνδόντας ταῖς ἀνάγκαις . λεκτέον δὲ βίαια ἁπλῶς μὲν καὶ κυρίως ,
5826851 λαμπει
καὶ γοητείας , ἵν ' ἀνατείλῃ , ἀλλ ' εὐθὺς λάμπει καὶ πρὸς ἁπάντων ἀσπάζεται , οὕτω μηδὲ σὺ περίμενε
, κράτει δὲ προσέμειξε δεσπόταν , Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα : λάμπει δέ οἱ κλέος ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ :
5822189 μοριαις
πραγματίου γλισχραντιλογεξεπιτρίπτου , ἀλλ ' εἰς Ἀκαδήμειαν κατιὼν ὑπὸ ταῖς μορίαις ἀποθρέξει στεφανωσάμενος καλάμῳ λευκῷ μετὰ σώφρονος ἡλικιώτου , σμίλακος
, πολλὰ ἐν ἐκείνῳ τῷ χρόνῳ δασέα ὄντα ἰδίαις καὶ μορίαις ἐλάαις , ὧν νῦν τὰ πολλὰ ἐκκέκοπται καὶ ἡ
5819768 ἀλγεσι
, ἡ ὀδύνη ἀνίησιν : ἔπειτα αὖθις ἐν τοῖσιν αὐτοῖσιν ἄλγεσι κέεται : ὁκόταν δὲ οὐρέῃ , καὶ τὸν καυλὸν
ἀμενοῦς πολλοῦ τε χρόνου ζώσης μέτρα δὴ καταλειβομένης τ ' ἄλγεσι πολλοῖς . τί γὰρ ἂν μεῖζον τοῦδ ' ἔτι
5817255 φιλαρετοις
ἵνα συγκινηθεῖσα ἡ ψυχὴ σκέψηται , τίς ὁ μαρτυρῶν ταῖς φιλαρέτοις διανοίαις ἐστί . τούτου χάριν ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὰ
πατρὸς αὐτῶν ἐπικέλευσιν : εἶθ ' ὁμοδίαιτοι καὶ ὁμοτράπεζοι ταῖς φιλαρέτοις γενόμεναι ψυχαῖς σπείρουσιν ἐν αὐταῖς γένος τὸ εὔδαιμον ,
5810704 μιχθεις
ἐκ θαλάττης ἀμείβων , | “ ἑτάρους ἐρίηρας ἀγείρας , μιχθεὶς ἀλλοδαποῖσι | γυναῖκ ' εὐειδέα ” διαφθείρων , ἢν
ἐνὶ μεγάροισι Δυμᾶνά τε ] Πάμφυλόν ? ? τε ? μιχθεὶς ] ! θεῖ ? τὴν ? ? περὶ πάσης
5810206 κατεχευεν
δ ' ὁ αὐτὸς εἶναι τῷ πέπλῳ : πέπλον μὲν κατέχευεν ἑανὸν πατρὸς ἐπ ' οὔδει . ἔνιοι δέ φασι
βώλῳ Αἰθιόπων , οἵην τε πολύστομος εἰς ἅλα Νεῖλος πλησάμενος κατέχευεν ἄσιν προὔτυψε δὲ πόντῳ . δοιοὶ δ ' ἐν
5803001 χρυσοφαης
ἄλλως : οὐ προσηνὴς ὡς χρυσός , ἀλλὰ τὸ εἶδος χρυσοφαής : φύσιν ὀρεσκόων : φύσιν ἔχων θηρός , ἀντὶ
Εἰ δέ τις ἀπορήσειε , πῶς οὖν τὸ παμφαής καὶ χρυσοφαής καθαριεύοντα οὐκ ἔχουσι συνῃρημένην εὐθεῖαν , λέγομεν ὅτι ὡς
5799053 θαλλει
' ἅμα , δι ' ὧν βρότειον ζῇ τε καὶ θάλλει γένος . καὶ ὁ σεμνότατος δ ' Αἰσχύλος ἐν
εἶδος ἄνθους σαμψύχῳ ὅμοιον . μάλιστα δὲ παρὰ τοῖς ὕδασι θάλλει . μέμνηται καὶ Θεόφραστος . βοτάνη εὔοσμος , ἣν
5798749 ταφαις
πόμπιμον φλόγα νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ Πυθίων ἀνακτόρων ῥυσίοισιν ἐν ταφαῖς σαρκήρη στάχυν ? × σαυροβριθὲς ἔγχος σηματίζονται πέδον τετραέλικτον
] τὸ κρυπτόμενον καὶ τὸ ἔνδον νοούμενον : ἐν ταῖς ταφαῖς τίλλεσθαι , ἤγουν ἐν καιρῷ συνουσιασμοῦ τὰς τρίχας ἐκτίλλειν
5796329 ἀναγωγαις
, ῥίζης καππάρεως : θώρακι δ ' ἐν μὲν αἵματος ἀναγωγαῖς τὰ στύφοντα , οἷον τὰ διὰ στυπτηρίας , οἰνάνθης
τοιαῦτα ἐργάζονται , καταλείποντές τε ἔκ τινος ἐπιβουλῆς ἐν ταῖς ἀναγωγαῖς ἐρήμους , καὶ σφάλματα ποιοῦντες ἐν τοῖς πελάγεσιν ἐκβάλλουσιν
5793830 ἀκτισιν
ὑποφήτορες ἐσθλῶν . εἰ δ ' ἄρα τούσδε Κρόνος μαλεραῖς ἀκτῖσιν ἀθρήσῃ , πρήξεσιν ἐν τοίῃσιν ὑποδρήσσοντας ἔθηκεν . εἰ
ὑποβλήδην ἐτέκοντο . εἰ δ ' ἄρα καὶ Πυρόεις μαλεραῖς ἀκτῖσιν ὁρῴη , πάντ ' ἀναφανδὰ πέλει , τάγε δὴ
5789601 μαλακῃσιν
μαλακῇσιν : ἐπώνυμος μάλθη : ἐπήγαγεν . ἀδρανίῃσιν : οὐ μαλακῇσιν ἐπώνυμος ἀσθενείαις . Ἀργαλέοι : λυπηροὶ , χαλεποί .
: κατ ' ἀντίφρασιν , ἀλλ ' ἰσχυρά . ἣ μαλακῇσιν : ἐπώνυμος μάλθη : ἐπήγαγεν . ἀδρανίῃσιν : οὐ
5786683 γυιων
ἐκπροφύγοι : πολλοὶ δὲ καὶ ἐς βιότοιο τελευτὴν εἰλλάδας ἀργαλέας γυίων ἐφόρησαν ὕπερθεν . ἢν δὲ σὺν ἀστέρι Μήνη ἐνηέι
σπείρημα καὶ ἀμφίκρηνα κομάων κοῦροι ἀπειπάμενοι ὀλοήν θ ' ἑρπηδόνα γυίων , ὀρθόποδες βαίνοντες ἄνις σμυγεροῖο τιθήνης ἠλοσύνῃ βρύκουσι κακανθήεντας
5772915 νεφελαις
τις ῥέζῃ , μακάρων ἰαίνεται ἦτορ , καί οἱ καρφαλέας νεφέλαις κορέσουσιν ἀρούρας : ἥδε γὰρ αὐχμηρῇσιν ἄγει πολὺν ὄμβρον
ἔμπυρος οὖσα καθάπερ αἱ πλησίον , ἀλλὰ μαλακαῖς καὶ δασείαις νεφέλαις πολλάκις κατεχομένη : ἐκ δὲ τούτων ὑετοὶ γίνονται καὶ
5772880 συννομος
παρανηχομένοις : ὁ καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τι τῶν ἰχθύων προσνέῃ , ὁ
τῶν ἰχθύων . καρκίνος δὲ αὐτῇ παραμένει σύντροφός τε καὶ σύννομος . οὐκοῦν ὅταν τις τῶν ἰχθύων προσνέῃ , ὃ
5769297 καματοις
τοῦ τληπαθέστατον , καὶ καρτερικὸν , καὶ πόνοις ἀεὶ καὶ καμάτοις προςκαρτεροῦν , ὥσπερ ὁ σίδηρος : οὐ γὰρ σιδηροῦς
μὲν πόνοις ἢ φροντίσιν διαφορουμένην , ἄλλοτε δὲ λύπαις ἢ καμάτοις ἢ νόσοις συντηκομένην , καὶ ταῖς ἐξ ἐγκαύσεως ἢ
5767586 μηνιγξιν
θρομβήια ] θρόμβος πεπηγὸς αἷμα γαστρός ] ἐκ τῆς ἐν μήνιγξιν ] ἐν τοῖς ὑμέσιν ἀνόστεα ] ἀνόστρακα ἀνόστεα ]
ὑπευνασθεῖσα νεοσσοῖς ἄλλοτε μὲν πληγῇσι νέον θρομβήια γαστρός ἔκβαλεν ἐν μήνιγξιν ἀνόστρακα , πολλάκι νούσῳ δαμναμένη δύσποτμον ὑπὲκ γόνον ἔκχεε
5767456 βακχαις
σύνταξις οὕτω : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις διαμοιρᾶσαι , ἤγουν διασπαράξαι μεληδὸν , καὶ τοῖς κυσὶ
πᾶ φέρομαι : ποῖ φέρομαι λιπὼν τὰ τέκνα μου ταῖς βάκχαις τοῦ Ἅιδου , ἤγουν ταῖς Τρωικαῖς γυναιξίν . ἐν
5754666 πνοιαι
πᾶσα δ ' ἄρ ' ὀκριόεσσα πέτρη ποταμῶν τε ῥέεθρα πνοιαί τε λιγέων ἀνέμων ἀμέγαρτον ἀέντων οἰωνοί τε θοῇσι διεσσύμενοι
ναυτίλλοντο οὔρεα Παφλαγόνων θηεύμενοι : οὐδὲ Κάραμβιν γνάμψαν , ἐπεὶ πνοιαί τε καὶ οὐρανίου πυρὸς αἴγλη μίμνεν ἕως Ἴστροιο μέγαν
5754325 μεμιγμενη
αὕτη τοίνυν , φησὶ , φερομένη παρὰ τὴν κύστιν καὶ μεμιγμένη τῷ οὔρῳ , λευκὸν αὐτὸ ποιεῖ . τοῦτο δὲ
φησίν , ἡ λύπη ἐγκάθηται εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ : μεμιγμένη οὖν ἡ λύπη μετὰ τῆς ἐντεύξεως οὐκ ἀφίησι τὴν
5745357 αὐραις
ἑκάστη κυλίνδρων ὡραΐζονται τμήμασιν , ὁ δὲ κύκλος ἀνειμένος ταῖς αὔραις τὴν ὥραν τοῦ ἔτους καὶ ἄλλως εὔχαριν οὖσαν ἡδίω
αὐτὰ ἄγαν ἁθρόως ποτίζῃ , οὐ δύναται ὀρθοῦσθαι οὐδὲ ταῖς αὔραις διαπνεῖσθαι : ὅταν δ ' ὅσῳ ἥδεται τοσοῦτον πίνῃ
5744810 εὐειδης
οὐ μὲν ἔτι ζώοντα καταυτόθι τέτμον ἄνακτα Ὕλλον , ὃν εὐειδὴς Μελίτη τέκεν Ἡρακλῆι δήμῳ Φαιήκων : ὁ γὰρ οἰκία
προσώπῳ . Καθῆστο δὲ ἐπ ' ἄκρας τῆς κορυφῆς παρθένος εὐειδὴς μὲν οὔ , ὡραία δέ , ἀληθινοῦ καὶ ἀρχαίου
5741396 παντοιην
] φωναὶ δ ' ἐν πάσῃσιν ἔσαν δεινῇς κεφαλῇσι , παντοίην ὄπ ' ἰεῖσαι ἀθέσφατον : ἄλλοτε μὲν γὰρ φθέγγονθ
ἐργάζεσθαι . φῦσαι δ ' ἐν χοάνοισιν ἐείκοσι πᾶσαι ἐφύσων παντοίην εὔπρηστον ἀϋτμὴν ἐξανιεῖσαι , ἄλλοτε μὲν σπεύδοντι παρέμμεναι ,
5739228 ἁλιοιο
Μαίας ἀγροτῆρι κούρωι ἐν δὲ μέσωι κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἁλίοιο ἵπποις ἂμ πτεροέσσαις ἄστρων τ ' αἰθέριοι χοροί ,
φίλα γυναικῶν ἀρίστα θ ' ὁπόσας ὁρᾶι φέγγος θ ' ἁλίοιο καὶ νυκτὸς ἀστερωπὸν σέλας . ὦ τάλας , ὅσον
5735850 ἀιστωσαι
Ἕλληνας κακοζήλως τῷ λέοντι προσάπτων τροφήν * στάχυας * . ἀιστῶσαι στάχυν τοὺς Ἕλληνάς φησι : λείπει δὲ τὸ ὡς
τῆς θοίνης καὶ τῆς εὐωχίας σχήσει εἰς τὸ μὴ πρόρριζον ἀιστῶσαι τὸν στάχυν κείροντα ἐν ὀδόντι καὶ λαφυστίαις καὶ τρωκτικαῖς
5732413 ἐλθουσαις
ἐπὶ νοῦν αὐτῇ βάλλει σὺν ταῖς λοιπαῖς παρθένοις ἐπὶ κρήνην ἐλθούσαις λούεσθαι . ἔνθα δὴ ὡς ἀφικόμεναι ἀπεδιδύσκοντο καὶ ἑώρων
τις συγγίγνοιτό τινι πλὴν ταῖς μετὰ θεῶν καὶ ἱερῶν γάμων ἐλθούσαις εἰς τὴν οἰκίαν , ὠνηταῖς εἴτε ἄλλῳ ὁτῳοῦν τρόπῳ
5728698 ἐνδυσα
βασιλέως στολὴν ἐνδῦναι : ἐθρήνει γὰρ ἰσχυρῶς τὸν Κῦρον : ἐνδῦσα δὲ ἐφάνη καλλίστη γυναικῶν , καὶ παραχρῆμα ὁ Ἀρταξέρξης
καὶ ἡ λυσιωιδὸς εἰσῆλθεν ἐστεφανωμένη τὸν τῆς Ἀρετῆς στέφανον , ἐνδῦσα καὶ τὴν πορφυρᾶν ἐσθῆτα . γέλωτος οὖν πολλοῦ καταραγέντος
5727495 γαιᾳ
λαμπηδόνος τὸ φῶς πρὸς αὔξησιν δὲ τὴν θέρμην πάσῃ τῇ γαίᾳ πέμπει , βλαστάνει λίαν θέων παντοῖα θερμαίνων δὲ δένδρα
τὴν κόμην αὐτῶν τὴν φαιδίμην συμφυρήσεσθαι τῇ γῇ συμβήσεται . γαίᾳ πεφυρήσεσθαι κόμαν : διὰ τοὺς ἀγῶνας τοὺς πρὸς τοὺς
5725471 μεδεουσα
ἀρετὴν διὰ τούτων ἐδήλωσεν . ὑπερφερούσης ] ὑπερβαλλούσης . Γ μεδέουσα ] βασιλεύουσα . Γ μεδέουσα ] βασιλεύουσα τῶν Ἀθηνῶν
: εἴτε σε καὶ πτερύγεσσιν ἀειρόμενον θεὸν ὄρνιν τίκτε Πάφου μεδέουσα πολυφράδμων Ἀφροδίτη , εὐμενέοις , πρηΰς τε καὶ εὔδιος
5724929 πετραις
δεινὸν μέλος ἐξηύδα ὁ Λάμαχος . ἢ πεσὼν πρὸς ταῖς πέτραις ἐθρήνει τὸ μέγα πτίλον . Γ ἔπαιξε πλάσας ὄνομα
. Κλινοπόδιον θαμνίον ἐστὶ φρυγανῶδες , δισπίθαμον , φυόμενον ἐν πέτραις , ἔχον φύλλα ἑρπύλλῳ παραπλήσια καὶ ἄνθη ὅμοια κλίνης
5724612 εὐωχιαις
' αὐτοῖς ἐστιν : ἐν γὰρ ταῖς κατὰ τοὺς γάμους εὐωχίαις οἰκείων τε καὶ φίλων κατὰ τὴν ἡλικίαν ὁ πρῶτος
τινὰς πανηγύρεις ἐποίει καὶ συνειστιᾶτο , ἀμοιβαίοις τε καὶ αὐτὸς εὐωχίαις αὐτοὺς ἐγέραιρεν . Ἐχρῆτο δὲ καὶ τοῖς ὀχήμασιν ἐκείνων
5722136 τιθηνη
κομίζῃ . ἀμφὶ δ ' ἄρ ' αὐχένι παιδὸς ἀερτάζουσα τιθήνη λᾶαν ἐρητύσει κακομήτιος ὄσσε Μεγαίρης : καὶ δέ σε
γῆρας ἑσπέραν βίου ἢ δυσμὰς βίου . . βαυβώ : τιθήνη Δήμητρος . σημαίνει δὲ καὶ κοιλίαν ὡς παρ '
5716666 λαμποντος
, ἐπιτολὴ προσκέκληται τοῖς πᾶσι φαινομένη : καὶ γὰρ Ἡλίου λάμποντος εἰ λαμπάδα προσάψῃς , οὐδ ' ὅλως ἂν φανήσεται
καὶ δυνατοῦ . ” ἡλίου δὲ παναρκέος ” τοῦ πανταχῆ λάμποντος . παναρμόνιον : πάντοθεν ἡρμοσμένον . παναρμόνιον : ἐξ
5711056 μαραινει
ἀρούραις ἐμπελάσει τῇ ἀμπέλῳ , ἢ μαραίνεται παραχρῆμα , ἢ μαραίνει τὸ κλῆμα . διὰ δὲ τὴν οὖσαν μεταξὺ αὐτῶν
ἐς ταὐτὸν ἔλθῃς ἐπιλήσεται τέλεον αὐτοῦ . παλαιὸν γὰρ ἔρωτα μαραίνει νέος ἔρως : γυνὴ δὲ μάλιστα τὸ παρὸν φιλεῖ
5708579 οἰκουσα
δὲ εἰς τὸν στενὸν δίαυλον τῆς πέτρας , ὅπου ἦν οἰκοῦσα ἡ Χάρυβδις , δηλονότι ἐπὶ τῆς πέτρας . δίαυλον
, καὶ ἐν τῇ ὕστερον δοκεύσῃ ὑποστροφῇ . Ἡ ἄνω οἰκοῦσα ἡ τῷ Θεοκλεῖ προσήκουσα , ὑπὸ πληϊάδα , πυρετὸς
5707932 κακοπαθειαις
Ζεύς . . θρασὺς ] εἶ . . δύαισιν ] κακοπαθείαις αἷς σύνει . ἐπιχαλᾷς ] ἐνδίδως . . ἐλευθεροστομεῖς
; Κἀκεῖνος ἔφη : Θεωρῶν ὡς ἐν πολλῷ χρόνῳ καὶ κακοπαθείαις μεγίσταις αὔξει τε καὶ γεννᾶται τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος
5706059 συνδρομος
νοήματά ἐστιν ὥσπερ ἀποκείμενα : ὅταν δὲ ἐνεργῇ , τότε σύνδρομος γίνεται τῷ νοουμένῳ καὶ εἰκότως ἑαυτὸν νοεῖ τηνικαῦτα :
σπινθῆρι περίρρυτα πάντα φυλάσσει . ἔνθεν πρωτογόνοιο νόου κρατέουσα θεμέθλων σύνδρομος ὑψιμέδοντος , ὅλου κόσμοιο τιθήνη , μουσοτόκος Σοφίη ,
5704209 Βακχου
ἡδεῖ . ἰδίως δὲ τέταχεν . ἢ ἀντὶ τοῦ ἡδέως Βάκχου ] τοῦ οἴνου σιλφιόεσσαν δὲ λίτρην , ἀντὶ τοῦ
τάχιστα λέγων εὖ , οἵπερ καὶ ῥήιστης εἰσὶ διδασκαλίης . Βάκχου μέτρον ἄριστον ὃ μὴ πολὺ μηδ ' ἐλάχιστον :
5690631 φιλοτητι
, ὃς μέγα χάρμα [ βροτοῖσιν ] ἐγείνατο μιχθεὶς ἐμ φιλότητι [ Κορωνίδι ] ἐν γᾶι τᾶι Φλεγυείαι , ἰὴ
Δευκαλίωνος Πανδώρη Διὶ πατρὶ θεῶν σημάντορι πάντων μιχθεῖς ' ἐν φιλότητι τέκε Γραικὸν μενεχάρμην . . ἣ δ ' ὑποκυσαμένη
5670961 ἀλγηδοσι
μὲν τῇ γενέσει τὸ Αἰγύπτιον πάθος ἔλαχεν οἰκεῖν ἡδοναῖς καὶ ἀλγηδόσι προσερριζωμένος , αὖθις δ ' ἀποικίαν στέλλεται τὴν πρὸς
βασιλείαν εἶχεν , ἐκεῖσε ὑφ ' Ἡρακλέους τοξευθέντα ταῖς μεγίσταις ἀλγηδόσι περιπεσεῖν : τὸν δὲ Ἥφαιστον , ἀπὸ τοῦ κατὰ
5662848 κουφη
Ἡ μὲν γὰρ γλίσχρα καὶ μελάγγεως ἐρέβινθον , ἡ δὲ κούφη κύαμον φέρει καλλίω , σύμμετρα γὰρ ἑκατέρῳ τὰ τῆς
καὶ ξυνεχέϲτερον ἢ τοῖϲι ἄλλοιϲι . τροφὴ ἀνὰ πᾶϲαν ἡμέρην κούφη , εὔπεπτοϲ , τὰ πολλὰ ϲιτώδηϲ : ἔϲτω δὲ
5658353 ἀρσην
, Μήνη , αὐξομένη καὶ λειπομένη , θῆλύς τε καὶ ἄρσην , αὐγάστειρα , φίλιππε , χρόνου μῆτερ , φερέκαρπε
: μήτέ τις οὖν θήλεια θεὸς τόδε , μήτέ τις ἄρσην πειράτω διακέρσαι ἐμὸν ἔπος : ἀλλ ' ἅμα πάντες

Back