πλασάμενοι γράμματα καὶ ταῦτα παρασκευάσαντες ἀναδοθῆναι σφίσιν ὑπ ' ἀνδρὸς ἀγνῶτος καθημένοις ἐν ἀγορᾷ , ὡς διῆλθον αὐτά , παίοντες | ||
καὶ ἀγνώς ὀξύνονται , τὸ δὲ ἱδρῶτος καὶ ἀπτῶτος καὶ ἀγνῶτος προπερισπῶνται : καὶ πάλιν τὸ μὲν ἱδρῶτες καὶ ἀπτῶτες |
μοι ἀπειλητῆρες Ἀχαιΐδες οὐκέτ ' Ἀχαιοί : ἦ μὲν δὴ λώβη τάδε γ ' ἔσσεται αἰνόθεν αἰνῶς εἰ μή τις | ||
κατ ' αἶσαν : καὶ πινυτὸν δεδάηκ ' ἐρεθιζέμεν ἀνέρα λώβη , πολλάκι δ ' ἤπιος ἄνδρα καὶ ἄφρονα μῦθος |
? δ ' αυτο [ εκεινοι ] κ [ ] εμο [ ! ! ] κει ? και λαπι ? | ||
〛 [ [ ] ονανδρω ? [ [ ] ! εμο ? ! ? ? [ . . . . |
σαφῆ δείσας ὄλεθρον οὕτως εἶπεν : “ ὦ λύκε , θνῄσκω , μέλλω τ ' ἀποπνεῖν . σοὶ δὲ συμβαλὼν | ||
δὲ ἐλευθερίας εἰσάγει δι ' ὧν φησιν : „ ἑκοῦσα θνῄσκω , μή τις ἅψηται χροὸς τοὐμοῦ : παρέξω γὰρ |
' ἐντεῦθεν εἰς τὰς τῆς φύσεως ἀνάγκας . ἥμαρτες , ἠράσθης , ἐμοίχευσάς τι , κᾆτ ' ἐλήφθης . ἀπόλωλας | ||
μαθητήν σου ἴσθι με γεγενημένον καὶ ζηλωτὴν τοῦ ἔρωτος ὃν ἠράσθης , ἰδεῖν τὴν Ἑλλάδα , καὶ κατά γε τὴν |
δὲ ἐξηγητὴς ἔστω ἅμα ἐξηγητὴς καὶ ἐπιστήμων . ἔστι δὲ ἐξηγητοῦ μὲν ἔργον ἡ ἀνάπτυξις τῶν ἀσαφῶν ἐν τῇ λέξει | ||
δὲ τὸ δέοι . Πλάτων Εὐθύφρονι : ” πευσόμενοι τοῦ ἐξηγητοῦ τί χρείη ποιεῖν . ” Χρυσῆ εἰκών . Ὤμνυον |
ἐξισωτέον τὸ γοῦν ἴς ' ἀντιλέξαι : τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ : οὐ γάρ τι σοὶ ζῶ δοῦλος , ἀλλὰ | ||
τὸ κρατήσας καὶ κόψας : παρὰ τὸ ἔχω : τὸ κρατῶ : ὁ παθητικὸς πα - ρακείμενος εἶχμαι : καὶ |
ἀέξων † εχθει μηδ ' εχθει † , μηδὲ φίλους ἀνία , μηδ ' ἐχθροὺς εὔφραινε . θεῶν δ ' | ||
. Ἀνιγρός : ὁ λυπηρὸς καὶ βλαβερός . παρὰ τὸ ἀνία ἀνιαρός καὶ κατὰ συγκοπὴν καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ ἀνιγρός |
καὶ Αἰσχύλος ὁ τῆς τραγῳδίας ποιητὴς λέγων δέδοικα μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Ὁ δὲ κίγκλος ζῷόν ἐστι πτηνὸν ἀσθενὲς | ||
. Μέμνηται καὶ αὐτοῦ Αἰσχύλος εἰπών : Δέδοικα μωρὸν κάρτα πυραύστου μόρον . Εἴρηται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἑαυτοῖς |
μέν εἰσι ταῖς φωναῖς , τοῖς δὲ δηλουμένοις ἐλάττονες , ἀρκετὴ ἡ ἐξ ἑνὸς ἑκάστου ἰσοδυναμοῦντος ἀπόδειξις . περισσὸν γὰρ | ||
τὸ ε . Ἀλλ ' ἡ τοῦ δασέος πνεύματος μονὴ ἀρκετὴ εἰς ὑπόμνησιν τῆς συνθέσεως , ἐπεὶ τὰ τρίτα τῶν |
ταυρηδὸν ὑποβλέψας αὐτὸν „ μαίνῃ „ , ἔφη ” ὦ κάθαρμα . ” τοῦ δ ' οὐ μόνον πρὸς ὀργὴν | ||
βάραθρον . ” καὶ ὁ Ξάνθος : „ παῦε , κάθαρμα : ἦ οὐκ οἶσθ ' ὅτι ταύ - την |
ἐγκοίτιον , καὶ ἐνευναίων τῶν ἐγκοιμησομένων . ἐνηέος προσηνοῦς , προσφιλοῦς . ἔνθα ἐπὶ μὲν τοῦ τότε χρονικῶς “ ἔνθ | ||
. καὶ δὴ μιμουμένη τὸ ἐκείνης ἦθος ἀντὶ μὲν τοῦ προσφιλοῦς μειδιάματος ταπεινὸν ἐσεσήρει καὶ ὕπουλον , ἀντὶ δὲ τοῦ |
τῶν πολεμίων τείνει καὶ τείνεται ἀλκὴ καὶ βοήθεια ἡμῶν καὶ ἀποσόβησις τῶν πολεμίων δι ' ὀλίγου : τίς δέ ἐστιν | ||
φθόνου , καταλειφθήσονται τοῖς θνητοῖς ἀνθρώποις : τοῦ κακοῦ δὲ ἀποσόβησις οὐκ ἔσται . ΙΤΟΝ , ἀντὶ τοῦ ἐλεύσονται . |
! ! ! ! ] ! ε ? τῶν ? γεω [ ! ! ! ! ! ! ] ηϲ | ||
, καὶ τοῦτο πιστοῦται δι ' ἐπαγωγῆς : ὁ γοῦν γεω - μέτρης ἕνα πείθων καὶ πολλοὺς δύναται πεῖσαι καὶ |
δὲ μόνον ὁ κατάγελως : ὁ γὰρ χλευασμὸς καὶ ἡ χλευασία καὶ τὸ διασύρειν δηλοῖ , ὥσπερ καὶ ὁ χλευαστικὸς | ||
, ἄνεσις προσώπου , καγχασμός : καὶ ἑτέρας χρείας χλευασμός χλευασία , κατάγελως . γελᾶν , μειδιᾶν ὑπομειδιᾶν ἐπιμειδιᾶν , |
εἰς ως καὶ καταβιβαζομένου τοῦ τόνου : κλίνεται δὲ τοῦ τετυφότος , ὡς ἱδρῶτος : καὶ τὸ μὲν ἱδρὼς φυλάττει | ||
οἷον Ἀραρώς Ἀραρότος Ἀραρόσιν , Ὑποδεδιώς Ὑποδεδιότος Ὑποδεδιόσιν , τετυφώς τετυφότος τετυφόσι , πεποιηκώς πεποιηκότος πεποιηκόσι : ταῦτα γὰρ οὐ |
κἂν μελανθῆναι φθάσῃ γυμνωθείσης δὲ τῆς σαρκὸς τοῦ δέρματος , δύσκολος ἡ ἐπούλωσις γίνεται , δακνομένου καὶ ῥυπουμένου τοῦ ἕλκους | ||
τῶν ὅρων λήψει . παρὰ γὰρ τοῦτο πολλάκις χαλεπὴ καὶ δύσκολος ἡ ἀγωγὴ γίνεται τῷ μὴ εὑρίσκεσθαι τῶν ὅρων ὀνόματα |
τῆς τύχης γὰρ ῥεῦμα μεταπίπτει ταχύ . Εὐκαταφρόνητόν ἐστι , Γοργία , πένης , κἂν πάνυ λέγῃ δίκαια : τούτου | ||
. οὐκοῦν ὡδὶ γίγνεται „ Δοκεῖ τοίνυν μοι , ὦ Γοργία , εἶναι ἐπιτήδευμα τεχνικὸν μὲν οὒ , ψυχῆς δὲ |
ὁ δὲ θεὸς εἷς , ὁ δὲ εἷς ὀνόματος οὐ προσδέεται : ἔστιν γὰρ ὁ ὢν ἀνώνυμος . ἀμήτορα . | ||
, τὰ μὲν ἄλλα ἰητρεύειν χρὴ , ὡς προείρηται : προσδέεται δὲ τοῖσι πλείστοισι καὶ τοῦ ἱμάντος πρὸς ἄκρην τὴν |
, χεῖρας καὶ πόδας καὶ τὴν κεφαλήν . ἄλλως : δεύτατα , ἢ τὰ ἔσχατα , ἢ τὰ βεβρεγμένα τῷ | ||
ἐν τῇ τραπέζῃ τὰ δεύτερα μέλη ἔθηκαν καὶ ἔφαγον . δεύτατα : δεύτατα ὄντα τοῦ σώματος : τουτ - έστι |
Τελχίς Τελχῖνος Τελχίν , Σαλαμίς Σαλαμῖνος Σαλαμίν , ῥίς ῥινός ῥίν , θίς θινός θίν , διατί τὸ τίς κλινόμενον | ||
ἐφ ' ὧν τὸ ὕψωμα τῆς ῥινὸς ἐπιδέσεως χρῄζει . ῥίν . Θέντες τὴν ἀρχὴν ἐπὶ ἰνίον ἄγομεν τὴν ἐπείλησιν |
αὐτοῦ γαστέρα , οὐχὶ πρὸς ἁγνὰν ἄρουραν , τουτ - έστιν πρὸς ὁσίαν καὶ νομίμην γυναῖκα : ἡ δὲ ἄνοια | ||
μονὰς καὶ ἕνλέγουσι δὴ καὶ τὸ ἕν , τουτ - έστιν ἡ πρώτη καὶ νοητὴ οὐσία τοῦ ἑνός , ἑκάστου |
: ἀσπάσω ἀσπάσιος : ἀλέξω ἀλέξιος : κτήσω κτήσιος : μνήσω μνήσιος : τὸ δεξιὸς καὶ ἀνεψιὸς κατὰ τόνον μόνον | ||
' ἐμόγησα ἀμφ ' αὐτῷ καὶ παισὶν ἀεικέα τειρομένοισι , μνήσω ἀκηχεμένη , ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνω . Ὣς |
τί σοι κακόν ἐστιν ἐνταῦθα ; οἷα λέγεις ; πέτεσθαι πέφυκα ὅπου θέλω , ὕπαιθρον διάγειν , ᾄδειν ὅταν θέλω | ||
ἐξετείνοντο ἐπὶ συγκεκροτημένοις καὶ ὄγκον ἔχουσι μέλεσιν , ἀπὸ τοῦ πέφυκα παρακειμένου , ἐνεστὼς πεφύκω , ὡς ἀπὸ τοῦ δέδοικα |
, δριμέα : ταχὺ τηκόμενοι καὶ κακούμενοι : ἀπόσιτοι πάντων γευμάτων διὰ τέλεος : ἄδιψοι : καὶ παράληροι πουλλοὶ περὶ | ||
τροφῆϲ , ἀηθείῃ δὲ ποικίληϲ ἐδωδῆϲ : ὄκνοϲ δὲ πάντων γευμάτων . ἢν δὲ καὶ λάβωϲί τι τῶν ξένων , |
γενική , οὐ συνούσης τῆς ὑπό προθέσεως , ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί | ||
τοῦ ἄνασσε σύνταξις τὴν γενικὴν ἀπῄτησεν . οὕτως ἔχει τὸ κυριεύω , δεσπόζω , κρατῶ , ἄλλα πλεῖστα τῆς ἴσης |
με , ἐγὼ δ ' οὔτε πεινῶ οὔτε διψῶ οὔτε ῥιγῶ , ἀλλ ' ἀφ ' ὧν αὐτοὶ πεινῶσιν ἢ | ||
ἤγουν τρέμοντος . Ῥιγόω , ῥιγῶ τὸ ψύχομαι : ῥιγέω ῥιγῶ τὸ φρίσσω . . . ΑΥΤΟΣ ΔΕ ΣΠΕΥΔΟΝΤΙ . |
καὶ ὅλον τὸ ϲῶμα , ὡϲ ῥανίϲιν δοκεῖν καταρραντίζεϲθαι , ϲκληρότηϲ ἄρθρων , προϲώπου διαϲτροφή , λῆμαι περὶ τοὺϲ ὀφθαλμοὺϲ | ||
, ἡ πικρὰ χολὴ πλείϲτη , φλεβῶν εὐρύτηϲ τε καὶ ϲκληρότηϲ , οὕτω δὲ καὶ τὸ ϲύμπαν ϲῶμα ξηρόν τε |
τίς ἕδρα , τίν ' ἔχει στίβον , ἔναυλον ἢ θυραῖον ; Οἶκον μὲν ὁρᾷς τόνδ ' ἀμφίθυρον πετρίνης κοίτης | ||
μὴ δόκει μ ' ἄν , εἴπερ ἦν πέλας , θυραῖον οἰχνεῖν : νῦν δ ' ἀγροῖσι τυγχάνει . Ἦ |
ἰτητέον . τί ταῦτ ' ἔχων στραγγεύομαι ἀλλ ' οὐχὶ κόπτω τὴν θύραν ; παῖ , παιδίον . βάλλ ' | ||
. ῥῆμα ἐστὶ δαδύσσω : δαίω γὰρ τὸ μερίζω καὶ κόπτω , ὅθεν καὶ δαιτρὸς ὁ μάγειρος : οὗ ὁ |
τος κλίνεται : ἔρως ἔρωτος , γέλως γέλωτος , Νέπως Νέπωτος : τὰ δὲ μακρὰν τὴν παραλήγουσαν ἔχοντα οὐκέτι διὰ | ||
τὰ μὲν διὰ τοῦ τος κλίνονται , ὡς τὸ Νέπως Νέπωτος , ἔρως ἔρωτος , τὰ δὲ διὰ καθαροῦ τοῦ |
μοι ] * Πρῶτον περὶ τοῦ Ἀλκμᾶνος λέγων , ὅτι στέφω αὐτὸν καὶ ῥαίνω ἐν ὕμνῳ , εἶτα διὰ μέσου | ||
, χρωματίζω , κιχρῶ , εὐτρεπίζω ὠνοῦμαι , δεσμεύω , στέφω , κραδαίνω , φιλοποιῶ διαλλάσσω , πατῶ , συγκροτῶ |
δέ ἐστιν ἡ τοῦ στόματος τῆς γαστρὸς ὀδύνη τε καὶ δῆξις . καρδίαν γὰρ ἐκάλουν οἱ παλαιοὶ τὸ στόμα τῆς | ||
, βουβώνων , κεφαλῆς , ὀφθαλμῶν , ἄρθρων , στομάχου δῆξις , περίψυξις , περιίδρωσις , λειποθυμία , ποτὲ δὲ |
ὀξυτόνων . Πρόσκειται ἀνωτέρω ὑπὲρ μίαν συλλαβήν διὰ τὸ ὁ Ζάς καὶ ὁ Πράς : ταῦτα γὰρ ἀρσενικὰ μόνα εἰσὶν | ||
περισπωμένων . Τῶν δὲ ὀξυτόνων εἰσὶ παραδείγματα ταῦτα , οἷον Ζάς Ζαντός , Πράς Πραντός , Φθάς Φθάντος : τοῦτο |
μὴ δυνατὸν ὂν λαθέσθαι , ἠρώτα . αἰεί τοι δὴ νηλὴς σύ : Πρὸς τὸν Δία τοῦτό φησιν , οὐ | ||
] τὸ παρακούειν δειμαίνεις ] φοβῇ πλέον ] τῆς συγγενείας νηλὴς ] ἀπηνής , ἀνηλεής καὶ θράσους ] ἤγουν θρασύς |
ἀναγιγνωσκομένων . Ἀναγίγνωσκε τούσδε αὐτοῖς . Δοκεῖ ἂν ὑμῖν ὁ μεμαρτυρηκὼς ἐγγυῆσαι ἐπιτρέψαι ἄν τι τούτων γίγνεσθαι καὶ οὐκ ἂν | ||
αὐτῷ , ἀποδέδεικται ὑμῖν , ὥστε κατὰ μὲν τοῦτο ψευδῆ μεμαρτυρηκὼς Ἀνδροκλῆς ἀποδέδεικται : ἐπειδὴ δὲ προσδιαμεμαρτύρηκεν [ ὡς ] |
] ἠλλοιωμένος , διεφθαρμένος , ἐφθαρμένος , κατακεκομμένος . , λελυπημένος , ὠχρὸς ὤν . ἄρα ] λοιπόν . τὴν | ||
ἔγγιστα . καὶ δηλοῖ ὡς ἐν τῷ τοιούτῳ ἐπιμερισμῷ ἔσται λελυπημένος καὶ ποιήσει ἐξουσιαστῇ τινι δουλείαν τινὰ δι ' ἧς |
καὶ λόγον ὑπὲρ μεγάλων γενέσθαι μὴ μικρόν , ὅπως μὴ ἐλεούμενος εὖ πάσχῃς μόνον , ἀλλὰ καὶ θαυμαζόμενος . Τῇ | ||
ἐκένωσε τὸν οἶκον , ὥστε ὁ πατὴρ οὑμὸς ἀδελφὰς ἐπιγάμους ἐλεούμενος ἔτρεφε . τῷ δ ' αὖ πρὸς μητρὸς πάππῳ |
ταλαίπωρον εἶπεν αὐτόν : εἰ γὰρ καὶ πρὸς τῶν ἄλλων μισεῖται θεῶν , ἀλλ ' οὗτος συλλυπούμενος ὡς φίλος αὐτῷ | ||
, τάδε , προσεποιεῖτο πρόφασιν καὶ μανίαν , εἰδὼς ὅτι μισεῖται παρὰ τῶν πολιτῶν . διὸ καὶ βακτηρίαν ἔχων περιῄει |
: οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν , ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσί . ἦ οὐκ ἀΐεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος | ||
προσλαμβάνει , ταῦτα ἀφαιρέσει τοῦ τ δασύνεται , τόσοςὅσος , τηλίκος ἡλίκος : καὶ ἐπεὶ τούνεκα , οὕνεκα δασέως . |
ἢ ἄδηλον . εἰ μὲν οὖν πρόδηλον , οὐδὲ τοῦ ἐκκαλύψοντος δεήσεται , ἀλλὰ συγκαταληφθήσεται αὐτῷ , καὶ οὐκ ἔσται | ||
μὴ ἔχοντος ὃ ἐκκαλύψει , τοῦ δὲ μὴ χρῄζοντος τοῦ ἐκκαλύψοντος . τὰ δὲ αὐτὰ λεκτέον καὶ περὶ τῆς λειπομένης |
εἰ ζῇ : ἐγὼ πρὶν τοῦ ἀποθανεῖν ὑπὸ τῶν κακῶν τέθνηκα : ἄπαγε καλύψας τοῖς ἱματίοις διὰ τὸ κόσμιον : | ||
, τέθνηκα ἡμιθνής ἡμιθνῆτος : τοῦτο δέ , φημὶ τὸ τέθνηκα , τῇ μὲν φωνῇ ἐστιν ἐνεργητικόν , τῷ δὲ |
βλέπεις [ βλέμμα ] καὶ ἀναστένεις ; πέπαυσο , Κέκροψ ἄθλιε , καὶ τρέπου κατὰ σεαυτόν , ὦ πρέσβυ , | ||
. Ἀλλ ' ἔμελλες καὶ αὐτὸς οὐκ εἰς μακρὰν , ἄθλιε , τῆς παρανομίας κομίσασθαι τὰ ἐπίχειρα οὕτω σοι τῆς |
καὶ νῦν , ἐὰν μή μοι ἐθέλῃ Ἱππίας ἀποκρίνεσθαι , δέου αὐτοῦ ὑπὲρ ἐμοῦ . Ἀλλ ' , ὦ Σώκρατες | ||
” αὐτὰ „ εἶπεν „ αὐτὰ δηλώσει καὶ μηδὲν ἐμοῦ δέου , πέραινε δέ , ἃ ὀρθῶς ἐβουλεύσω ” . |
θεραπεύωνται εὐθέως , αἱ πλεῖσται θνήσκουσιν , ἡ κοιλίη δὲ αἰτίη . Τῆς ἀκτῆς οὖν τὰ φύλλα ὡς ἁπαλώτατα ἐν | ||
πάγοϲ . ἥδε ἐϲτὶ ἡ ξυνὴ θανάτου καὶ τοῦ πάθεοϲ αἰτίη . ἀτὰρ οὐδὲ ἴϲχει τέκμαρ οὐδὲν ἡ ἀρχὴ τῆϲ |
δόξα δὲ μήτ ' ἀτρεκής : ἀντὶ τοῦ : μὴ σχῶ μεγάλην δόξαν μήτε μικράν , ἀλλὰ μέσην καὶ καλήν | ||
μῆνα μένων ἀπὸ ἧς ἀλόχοιο ἀσχαλάᾳ . ἢ παρὰ τὸ σχῶ σχάλλω καὶ ἀσχάλλω , ὃ ἐπέχειν οὐ δυνάμεθα . |
συνήθους καὶ ἡ συνήθης τῆς συνήθους , ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους καὶ ἡ κακοήθης τῆς κακοήθους , οὕτω καὶ ὁ | ||
τὸ πεντάετες οὐδετέρως , ὥσπερ ἀπὸ τοῦ ὁ κακοήθης τοῦ κακοήθους τὸ κακόηθες οὐδετέρως : εὕρηται παρὰ τῷ συγγραφεῖ καὶ |
αὖ ἐνεδειξάμην ὅτι ἐμοὶ θανάτου μὲν μέλει , εἰ μὴ ἀγροικότερον ἦν εἰπεῖν , οὐδ ' ὁτιοῦν , τοῦ δὲ | ||
τὸν φίλτατον ἡμῖν Δατιανὸν αἴσθῃ δυσκόλως ἔχοντα καὶ μεμνημένον τινῶν ἀγροικότερον πεπραγμένων ἢ πάντα παῦε τὸν θυμὸν ἢ ὅσον ἔξεστιν |
ὁ μέλλων φάσω γίνεται φαρὸς καὶ πλεονασμῷ τοῦ υ γίνεται ἀφαυρὸς , ὁ μὴ δυνάμενος δι ' ἀσθένειαν εἰπεῖν τι | ||
μοῖραν ἐδωδῆς : τοῖς ὁ γέρων πάντεσσιν , ὅτις καὶ ἀφαυρὸς ἵκοιτο , ἔχραεν ἐνδυκέως , πολέων δ ' ἀπὸ |
πολλὰ δ ' ἀθρῆσαι : τοίαν φρίκην παρέχεις μοι . Αἰαῖ , αἰαῖ , δύστανος ἐγώ , ποῖ γᾶς φέρομαι | ||
ξένοι , μείνατε , πρὸς θεῶν . Τί θροεῖς ; Αἰαῖ αἰαῖ , δαίμων δαίμων : ἀπόλωλ ' ὁ τάλας |
βασιλέα τὸν αὑτοῦ μεγαλωστὶ μέμφομαι : Ἀλέξανδρον δὲ τῆς συμφορᾶς οἰκτείρω , ὅτι δυοῖν κακοῖν ἐν τῷ τότε ἡττημένον ἐπέδειξεν | ||
ἄκρητον ἀφειδῶς ἔσπασας , ὥστε φρενῶν ἐκτὸς ὄλισθες ἑῶν ; οἰκτείρω δ ' οὐ τόσσον , ἐπεὶ θάνες , ἀλλ |
μελληϲμοῦ δὲ ϲημήϊα βάροϲ τοῦ θώρηκοϲ , ὄκνοϲ ἐϲ τὸ ξύνηθεϲ ἔργον , ἀτὰρ ἠδὲ ἐϲ ἅπαϲαν πρῆξιν , δύϲπνοια | ||
τελευτᾷ . πολλοὶ δὲ καὶ δίχα ὕδρωποϲ ἐκτακέντεϲ ὤλοντο . ξύνηθεϲ δὲ μειρακίοιϲι καὶ νέοιϲι , καὶ τοιϲίδε ἀϲινέϲτερον : |
κατὰ τὴν Ἡρώων πόλιν , εἰς ὃν ἐκ Πηλουσίου ἡ ὑπέρθεσις ἐπιτομωτέρα : δι ' ἐρήμων δὲ καὶ ἀμμωδῶν χωρίων | ||
βασιλεῖ , τῷ Ξέρξῃ δηλονότι . κατὰ δὲ τινάς ἐστιν ὑπέρθεσις ἐν τῷ Ἀρταφρένης διὰ τὸ μέτρον . . ὕποχοι |
ἀνίατον , ὥϲ που καὶ Ἱπποκράτηϲ ἀπεφήνατο : παρηγορεῖν δὲ ὅμωϲ αὐτὰϲ ἐγκαθίϲμαϲι μὲν τοῖϲ διὰ τήλεωϲ καὶ μαλάχηϲ καὶ | ||
καὶ γὰρ καὶ γεώδειϲ ἀμφότεροι καὶ θερμοί . διαφέρουϲι δὲ ὅμωϲ ἀλλήλων οὐκ ἀϲαφεῖ διαφορᾷ ἐν τῷ λελεπτύνθαι μὲν καὶ |
! ! [ Ἀλλ ' ἐκ πονηρῶν μὴ ? ? πόριζε [ τὸν ] βίον [ ! ! ! ! | ||
ὦναξ Παιάν , ἔξευρε μηχανάν τιν ' Ἀδμήτωι κακῶν . πόριζε δὴ πόριζε : καὶ πάρος γὰρ † τοῦδ ' |
τὸν Τηλαύγη διήγησις ἀπορίαν παράσχοι ἄν , εἴτε θαυμασμὸς εἴτε χλευασμός ἐστι . τὸ δὲ τοιοῦτον εἶδος ἀμφίβολον , καίτοι | ||
: τὸ μὲν οὖν ἐπὶ τῶν πέλας καλεῖται μυκτηρισμὸς καὶ χλευασμός , τὸ δὲ ἐφ ' ἡμῶν ἀστεϊσμός . Σαρκασμός |
τῶν Ἑλλήνων , ἀποχρῆσθαι δὲ τῷ ἀδελφῷ πάντα καὶ τυγχάνοντα προθύμου τε καὶ εὔνου τοῦ Ἀγαμέμνονος ὅμως βασκαίνειν αὐτῷ καὶ | ||
τὰς γειτνιάσεις γεύεται καὶ ἀπολαύει γείτονος γείτων δεξιοῦ τε καὶ προθύμου , τί ἂν εἴποιμεν τῷ φιληθέντι τὸν φιλήσαντα ; |
ἀπεκρύψω ὅτι μέλλεις ἄρα πορρωτέρω ἀποδημεῖν , καὶ αὐτὸς δὲ ἄρχομαι ποθεῖν σε νὴ τὸν Δία τὸν Ὀλύμπιον . ἀλλὰ | ||
οἷον συνεχῶς ἀναγιγνώσκω , ἀρκτικῇ , οἷον ἄρχομαι ζέειν , ἄρχομαι θερμαίνεσθαι . Ἐγκλίσεις πόσαι εἰσίν ; πέντε , ὁριστική |
ταῖς Ἡροδότου καθυστερούσαις τῶν χρόνων Εὐριπίδου ; σταθμός ] στρατιωτικὴ κατάλυσις . σταθμὸς καὶ αἱ καταλύσεις καὶ τὰ καταγώγια τῶν | ||
ἀλλ ' ἀπαλλαγάς . τίς οὖν ἡ βεβαία τοῦ πολέμου κατάλυσις ἔσται καὶ τί παρασχόντες εἰς τὰ πράγματα ἑκάτεροι νῦν |
ἧς ἐναντία : Ἔννους ὁ μακρὸς λῆρος ἡ παροιμία . Ἀνδρὸς γέροντος ἀσταφὶς τὸ κρανίον : ἐπὶ τῶν εἰς μηδὲν | ||
ὠὰ ἀφανίζει κυλίων . Ἀνδρὸς γέροντος αἱ γνάθοι βακτηρία . Ἀνδρὸς καλῶς πράσσοντος ἔγγιστα φίλοι . Ἀνδρὸς κακῶς πράσσοντος ἐκποδὼν |
θέλομεν λιμαγχονῆσαι τὸ σῶμα , ἵνα ἀποθάνῃ . οὐδὲ γὰρ τήκω τὰς σάρκας , ἵνα ἰσχνότητα ποιήσω . ταῦτα μὲν | ||
] ἀντικρύ . ἐκτήξαιμι ] κατακαύσαιμι , διαλύσαιμι . . τήκω τὸ φθείρω καὶ ἀφανίζω : κυρίως δὲ λέγεται ἐπὶ |
ὅτι δμηθεῖεν ὑπ ' ἠέρι νυμφευτῆρι ; ἔπλετο γὰρ κείνη κενεὴ φάτις , ὡς τόδε φῦλον θῆλυ πρόπαν τελέθει καὶ | ||
ὀξεῖα χρόῃ , λυχνὶς ἠδὲ θρυαλλίς , οὐδὲ μὲν ἀνθεμίδων κενεὴ γηρύσεται ἀκμή οὐδὲ βοάνθεμα κεῖνα τά τ ' αἰπύτατον |
δ ' οὐχὶ σόν . Εἴπερ γ ' Ὀρέστου σῶμα βαστάζω τόδε . Ἀλλ ' οὐκ Ὀρέστου , πλὴν λόγῳ | ||
οἱ ἀπολλύμενοι ἐμακαρίζοντο . ἀντὶ τοῦ βαστάσω . . ἐγὼ βαστάζω . . ὠὸπ , παραβαλοῦ : Ἐλατικὸν ἐπίφθεγμα τὸ |
πόροισι : τόποις . Χηρωθέν : μονωθέν . ἀρηγόνος : βοηθοῦ . ἡνιόχοιο : ὁδηγοῦ . Ἔκελσε : ἔδραμεν , | ||
; πῶς δὲ δοκιμάζει τοὺς χυλούς , εἰ μὴ διὰ βοηθοῦ τῆς γεύσεως ; πῶς δὲ αὖ τὰ μαλακὰ καὶ |
λοιπὸν πλεονάσαν τὸ ι ἐφύλαξε τὴν αὐτὴν κλίσιν καὶ ἐγένετο εἵλως εἵλωτος . Ἰστέον δὲ ὅτι οἱ Λακεδαιμόνιοι πάντας τοὺς | ||
, οἷον Μίνως Μίνωος , ἥρως ἥρωος . Σεσημείωται τὸ εἵλως εἵλωτος , ὅτι μακρᾷ παραληγόμενον διὰ τοῦ τος ἐκλίθη |
, τὸ δὲ βαρύτερον ὑπὸ τοῦ βαρυτέρου , τῆς αὐτῆς κατατομῆς ἐφ ' ἑκατέρου παρατιθεμένης . Νοείσθω γὰρ τὸ προκείμενον | ||
τμημάτων συμβαίνοντος , ἅτε καθόλου τῆς τῶν ὀξυτέρων τεσσάρων φθόγγων κατατομῆς ὑποβιβαζομένης τοῖς τοῦ διὰ πέντε λόγοις ἡμιολίοις παρὰ τὴν |
χαίρουσι διαφερόντως ἅμα μὲν ἡδόμενοι , ἅμα δὲ ἀπατώμενοι τοῦ λυπηροῦ . αἱ δὲ θεωρητικαὶ καὶ εἴ τινές εἰσιν αὐτῆς | ||
τῶν αἰσχίστων , ἀδύνατος δὲ ἀπώσασθαι λύπην , ἐνίοτε μηδενὸς λυπηροῦ παρόντος , οὐ δυνάμενος δὲ ὑπομεῖναι πόνους , οὐδὲ |
περὶ τοὺς ὀδόντας , κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι | ||
περὶ τοὺς ὀδόντας , κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι |
κατειργασμένον γνώρισμα , καὶ διὰ τὸ τοῦ ἤθους ἀπαίδευτον μᾶλλον ἐλεεῖται . Σωπάτρου . Ἀπὸ τῶν εὐπορωτέρων ἐπὶ τὰ ἀπορώτερα | ||
Ἡ σωφροσύνη πάρεστιν , ἂν μετρῇς σεαυτόν . Ὁ πένης ἐλεεῖται , ὁ δὲ πλούσιος φθονεῖται , Ὁ μέσως δὲ |
κεφαλαλγεῖν , ὡς ἂν λυπηθῇ καὶ αὐτὴ ἡ Γαλάτεια . φασῶ τὰν κεφαλάν : προφασισθῶ καὶ πρόφασιν ποιήσομαι , φησί | ||
γάρ μοι Μεγαρικά τις μαχανά : χοίρως γὰρ ὑμὲ σκευάσας φασῶ φέρειν . Περίθεσθε τάσδε τὰς ὁπλὰς τῶν χοιρίων : |
ἐν ἱεραῖς βίβλοις ἱλαστήριον . τούτου μῆκος μὲν καὶ πλάτος μεμήνυται , βάθος δ ' οὐδέν , ἐπιφανείᾳ γεωμετρικῇ μάλισθ | ||
ἅπερ ἐν τοῖς γραφεῖσι περὶ τοῦ κατ ' αὐτὸν βίου μεμήνυται , τεττάρων ἄθλων ἐξαιρέτων τυγχάνει , [ τυχὼν ] |
ἂν ἢ μόνῳ ἐκείνῳ ποιῇ τις ἢ ἄριστα ; Οὐ μανθάνω , ἔφη . Ἀλλ ' ὧδε : ἔσθ ' | ||
μανθάνειν σημαίνει καὶ τὸ νοεῖν , ὥσπερ εἰώθαμεν λέγειν ὅτι μανθάνω τὰ λεγόμενα ἀντὶ τοῦ νοῶ , σημαίνει δὲ τὸ |
τῆς διαθέσεως ἀνίατον καθίσταται , παντὸς μὲν τοῦ λεπτοῦ μέρους διαφορηθέντος , ἐμμείναντος δὲ τοῦ γεωδεστάτου καὶ δυσδιαιρέτου : διὰ | ||
κατεργασθείσης τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ἐν αὐτῷ ἀτμώδους καὶ φυσώδους διαφορηθέντος , ὡς ἀκραιφνέσιν ἤδη τέγγεσθαι τὸν ἐγκέφαλον ἀναδόσεσιν , |
ἀφ ' οὗ . Δόλου : παρὰ τὸ δέω τὸ δεσμῶ τοὺς ἁλισκομένους , ὡς τό : ἀλλά σφωε δόλος | ||
προστακτικόν ἐστι καὶ κανονίζεται οὕτω : δέω , δῶ τὸ δεσμῶ : δέομαι , δοῦμαι : ἐδεόμην , ἐδούμην : |
τὴν ἐντολὴν ταύτην . Λέγει μοι : Ἁπλότητα ἔχε καὶ ἄκακος γίνου καὶ ἔσῃ ὡς τὰ νήπια τὰ μὴ γινώσκοντα | ||
ὀξυτόνων προπαροξύνονται : δμητός ἄδμητος , κτητός δορίκτητος , κακός ἄκακος . τὰ δὲ παρασύνθετα καὶ φυλάττει καὶ ἀναβιβάζει : |
, καθαρτέον . ϲυνελθόντων δὲ ἀμφοῖν , ἀμφοτέραιϲ χρηϲτέον ταῖϲ κενώϲεϲι , φλεβοτομήϲαϲ πρότερον , ἔπειτα καθάραϲ . εἰ δὲ | ||
ἀλλὰ καὶ αἱ ϲφηνώϲιεϲ τῶν λίθων χαλῶνται τῇϲι τῶν ἀγγείων κενώϲεϲι , ἀτὰρ ἠδ ' ἐν οὐρήϲει διεκθείουϲι οἱ λίθοι |
ὅτι φιλεῖ καὶ εἴωθεν ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἔμπορος καὶ μέτοχος καὶ συνήθης ἐστὶ κακῶν , πάντα δειμαίνειν καὶ φοβεῖσθαι | ||
ὤμοις ὑποκινούμενος καὶ ἅμα πράως κεκυφὼς μεγαλονοίας καὶ ἀνδρείας καλῶς μέτοχος . ὁ δὲ ἐν τοῖς ὤμοις ὑποκινούμενος , ὀρθὸς |
, πωτῶ : τὸ σώχω : τρώχω : κλώσω : σκώπτω : οὐ ταύτης τύχοντα τῆς παραγωγῆς , διὰ τοῦ | ||
τοῦ αο εἰς ω μέγα , ὦχρος : σεσημείωται τὸ σκώπτω διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον : τὸ ὤκλασα : |
φῆμις , ἄση ἄσις . οὕτως Ἡρωδιανός . τὸ δὲ ἄση γέγονε παρὰ τὸ ἄω , ἄσω , ὅθεν : | ||
ἔλαβεν ὀξὺς , ξυνεχὴς μετὰ πόνου : δίψα πουλλή : ἄση : πότον κατέχειν οὐκ ἠδύνατο : ἦν δὲ ὑπόσπληνός |
κιόντας , ἐσσυμένως ὥρμηνεν ἐπ ' ἀμφοτέροισι τανύσσαι ἀλγινόεντα βέλεμνα χόλου μεμνημένος αἰνοῦ , οὕνεκά μιν τὸ πάροιθε μέγα στενάχοντα | ||
, ἀνέρχονται , ἀναβλαστάνουσιν . Πικραί : γράφεται πυκναί . χόλου : ὀργῆς . πυρόεντος : καυστικοῦ , καυστικωτάτου . |
κύαμοι . κάϲτανα οὐ κακόχυμα , ϲῦκα πέπειρα καὶ ϲταφυλὴ πέπειροϲ , ἡ δὲ κρεμαϲθεῖϲα ἄμεμπτοϲ . ἰϲχάδεϲ ἀναδοθεῖϲαι μὲν | ||
καρπὸν φέρει μετρίωϲ ϲτύφοντα μετὰ γλυκύτητοϲ . ὁ μὲν οὖν πέπειροϲ καρπὸϲ καὶ γλυκὺϲ μᾶλλον ὑπέρχεται κατ ' ἔντερον , |
. . ἢ ἀπὸ τοῦ ἄω , τὸ βλάπτω , ἄσω ἆτος καὶ ἄατος . . . . , . | ||
Σωσικράτης Σωσίβιος , ἀρκέσω Ἀρκεσίλαος , οὕτως καὶ παρὰ τὸ ἄσω καὶ φηλῶσαι γίνεται ἀσίφηλος καὶ ἀσύφηλος , ὡς δίφρος |
ὁ δέ φησι νοῦν αὐτῇ ἐντίθημι . ἀναμνησθεῖσα δὲ ἡ μωρὰ ὅτι καθ ' ἑκάστην ἡ μήτηρ αὐτῆς νοῦν αὐτὴν | ||
Λουκιανὸς τάδ ' ἔγραψα παλαιά τε μωρά τε εἰδώς , μωρὰ γὰρ ἀνθρώποις καὶ τὰ δοκοῦντα σοφά . οὐδὲν ἐν |
πικρὰν δουλείαν ἀπολοφυράμενος ἐξῆλθεν . εἶτα , τί λέγει ; παιδισκάριόν με , φησίν , καταδεδούλωκ ' εὐτελές , ὃν | ||
παρθένος Νίκη μεθ ' ἡμῶν εὐμενὴς ἕποιτ ' ἀεί . παιδισκάριόν με καταδεδούλωκ ' εὐτελές , ὃν οὐδὲ εἷς τῶν |
πᾶς : εἰ δὲ περιττοσυλλάβως κλίνοιτο μονογενῆ ὄντα ὀξύνεται : Πράς Ζάς Φθάς κράς . τὸ μέντοι πᾶς παντός τριγενές | ||
καὶ ὦ Πράν , ἀλλ ' ὦ Ζάς καὶ ὦ Πράς ὁμοφώνως τῇ εὐθείᾳ : τὰ γὰρ εἰς ας ὀξύτονα |
ἀπώλειαν τῶν ἀνθῶν ἰδὼν αὐτὸς ἔφη παραιτήσεσθαι τὸν πατέρα καὶ κατηγορήσειν τῶν ἵππων , ὡς ἐκεῖ δεθέντες ἐξύβρισαν , καὶ | ||
ἀντώμνυον οἱ διώκοντες καὶ οἱ φεύγοντες , οἱ μὲν ἀληθῆ κατηγορήσειν , οἱ δὲ ἀληθῆ ἀπολογήσεσθαι . Ἀνωρθίαζον : Ἀνδοκίδης |
τῇ φρονήσει εὐβουλία : εὐλογιστία : ἀγχίνοια : νουνέχεια : εὐστοχία : εὐμηχανία . Εὐλογιστία δέ ἐστιν ἐπιστήμη συγκεφαλαιωτικὴ τῶν | ||
φάσις ἀπηρτισμένη : οὔτε τοίνυν ἐπιστήμη ἐστιν ἡ εὐβουλία οὔτε εὐστοχία οὔτε δόξα . ἀλλ ' ἐπεὶ ὀρθότης ἐστὶ βουλῆς |
τοιήδε ἐπικουρίη κοτὲ καὶ ἐϲ τὴν ἡμέρην ϲημαϲίην διώϲατο . πολλοῖϲι δὲ φόβοϲ ἐϲτὶ ὡϲ ἐπιόντοϲ θηρίου , ἢ ϲκιῆϲ | ||
ἐϲ πάντα παρέτουϲ . ἥδε ἡ νοῦϲοϲ ὁδὸϲ ἐϲ παράλυϲιν πολλοῖϲι γίγνεται . κῶϲ γὰρ οὐκ ἂν τῶν νεύρων ἤδη |
ἑταίρων δυνάμεις ὠφελείας φέροιεν . τά τε οὖν αὐτοῦ σωτηρίας τυγχανέτω καὶ τὰ τῆς ἀδελφῆς Στρατωνίδος ἀπὸ τῆς αὐτῆς ἀνάγκης | ||
ὑπηρέτας . ἔγγραφε δὴ τὸν ἄνδρα μεθ ' ἡδονῆς καὶ τυγχανέτω χρηστοῦ τινος διὰ τὸν θεῖον καὶ τῷ δοῦναι χάριν |
κτητικαὶ τὸ γένος παρεμφαίνουσι μόνον τοῦ κτήματος , τοῦ δὲ κτήτορος οὐκέτι . ὡς ἐπὶ τοῦ ἐμός , ἡμέτερος : | ||
: προφανὲς γὰρ ὅτι ἓν καὶ τὸ αὐτὸ πρόσωπον τοῦ κτήτορος , διάφορα δὲ τὰ κτήματα ἐν γένει . ὁ |
τάχα δ ' ἂν τούτοις συντάττοιτο ἐρῶ τοῦ πράγματος , ἀμφισβητῶ ὑπεραμφισβητῶ , μέτειμι , μεταδιώκω : ἡ γὰρ ἀμφισβήτησις | ||
ὁπότερος ἄμεινον λέγει . Ὦ Ἱππία , ἐγώ τοι οὐκ ἀμφισβητῶ μὴ οὐχὶ σὲ εἶναι σοφώτερον ἢ ἐμέ : ἀλλ |
μὴ ἀπὸ κεφαλῆϲ ἡ νοῦϲοϲ ᾖ . ἐνθάδε γὰρ τῆϲ ζωῆϲ ἐϲτὶ ἡ ἀρχή : κεφαλὴ δὲ χῶροϲ μὲν αἰϲθήϲιοϲ | ||
πολλὸν διαρκέϲει : τῇδε γὰρ ἡ τῆϲ ἀναπνοῆϲ καὶ τῆϲ ζωῆϲ ἀρχή . αἰτίη δὲ ψῦξιϲ καὶ ὑγρότηϲ τοῦ πνεύμονοϲ |
δὲ οἰέσθω τὸ Τυφῶν καὶ Τυφῶς καὶ ταῶν καὶ ταῶς δικατάληκτα εἶναι : τὰ γὰρ δικατάληκτα τὴν αὐτὴν ἔχουσι κλίσιν | ||
δικαταληκτεῖ , τῶν ἄλλων μιᾷ καταλήξει χρωμένων : τὰ δὲ δικατάληκτα διὰ τοῦ νος κλίνεται . Περὶ τῆς κλητικῆς εἴπομεν |
διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τινος ὑπόνοια , ὑφόρασις δὲ δόξα ἐπὶ τὸ χεῖρον ταχθεῖσα . ὑπόσχεσις ἐπαγγελίας | ||
διαφέρει . ὑποψία μὲν γάρ ἐστι κακοῦ τις ὑπόνοια , ὑφόρασις δὲ δόξα ἐπὶ τὸ χεῖρον . ὑπάρξαι τό τε |
χαλῶ , γυμνάζω , νύσσω , κνήθω , ξύω , σμῶ , βρέχω , τύπτω , παίω , λούω , | ||
σεσημείωται τὸ σμώνη ἡ τοῦ ἀνέμου πλήγη , ἀπὸ τοῦ σμῶ ῥήματος γενόμενον , καὶ διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενον |
σοῦ . Πῶς ; Ὅπως ; οὐκ ἔσθ ' ὅπως ὠνήσεται δήπουθεν , ἢν σὺ μὴ παρὼν αὐτὸς διδῷς τἀργύριον | ||
. Τὸν ἄριστον βίον πωλῶ , τὸν σεμνότατον . τίς ὠνήσεται ; τίς ὑπὲρ ἄνθρωπον εἶναι βούλεται ; τίς εἰδέναι |
μολύνεται τὸ ἔμφυτον θερμὸν καὶ ὁ ζωτικὸς τόνος καὶ ἐντεῦθεν κακόχρουν γίνεται τὸ πρόσωπον , ἢ δι ' ἀσθένειαν ἐνδεὴς | ||
ἐνδεὴς γίνεται ἡ τοῦ ἐμφύτου θερμοῦ ἀνάδοσις καὶ διὰ τοῦτο κακόχρουν γίνεται τὸ πρόσωπον . ἀλλὰ καὶ τὸ ἧπαρ σημαίνει |
καὶ Λιβάνιος : ” ὡς τὰ αὐτὰ ἐφροντίζομεν “ . τελῶ λέγεται τὸ πληρῶ , ἀφ ' οὗ καὶ τέλος | ||
καὶ τελευτὴ ὁ θάνατος : τελῶ καὶ τὸ γίνομαι , τελῶ καὶ τὸ μυοῦμαι καὶ τὸ διδάσκομαι , ὡς ἐνταῦθα |
ϲκληρὸν ἷζον ἐϲ ϲκίρρον ἱδρύεται . εὖτε πόνοϲ μὲν οὐ ξυνεχήϲ , νωθὴϲ δέ , κἢν παρῇ : ἀραιὴ δὲ | ||
ἀδελφαὶ τῆϲ ξυντήξιοϲ ἔαϲι . ἡ δὲ νοῦϲοϲ μικρὴ δυϲεντερίη ξυνεχήϲ : νούϲων ὑποϲτροφαὶ ἐνίοιϲι . εὐϲιτίη μὲν γάρκαίτοι καὶ |
τῆς λεύκης εἰ ἄρα ἐστὶ μεταβολὴ γινομένη τις ἂν εἴη παχυνομένου τοῦ δένδρου μᾶλλον ὃ συμβαίνει διὰ τὴν ἡλικίαν : | ||
, στελλομένου δ ' ἀέρος εἰς ὕδωρ καὶ συνίζοντος , παχυνομένου δ ' ἔτι μᾶλλον ὕδατος κατὰ τὴν εἰς γῆν |
πάντως τὸν αὐτόν : ἰδοὺ γὰρ τὸ μὲν ἱδρώς καὶ ἀπτώς καὶ ἀγνώς ὀξύνονται , τὸ δὲ ἱδρῶτος καὶ ἀπτῶτος | ||
Τὰ ἀπὸ παρακειμένου συντεθέντα διὰ τοῦ ΤΟΣ κλινόμενα ὀξύνεται : ἀπτώς ἀγνώς . Τὰ εἰς ΩΣ σύνθετα ἀπὸ τῶν εἰς |