πάντα ὁμοίῳ σοι . Ἀλλ ' ἐγὼ τὰ χαμόθεν οὐκ ἀγαπῶ , ἀλλὰ τὸν ἄνωθεν ἐπιζητῶ χαρακτῆρα , κἀκεῖθεν ἐσπούδακα
πρεσβύτερος ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῆς , οὓς ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ , καὶ οὐκ ἐγὼ μόνος ἀλλὰ καὶ
Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι , οἰκείως ἔχω πρὸς αὐτόν
τοῖς κλίμασιν τῆς Ἀχαΐας . διὰ τί ; ὅτι οὐκ ἀγαπῶ ὑμᾶς ; ὁ θεὸς οἶδεν . Ὃ δὲ ποιῶ
7288738 ἐντρεπομαι
: γεννῶ . Ὠλένες : αἱ χεῖρες . Αἰδοῦμαι : ἐντρέπομαι . Αἰζηός : νέος . Αἱμύλος : ἀπατηλός .
ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ ' αὐτοῦ ταῦτα λαλῶ εἰς τὸν κόσμον . οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα
, κλαίω , ὁμολογῶ σοφιστεύω , ὑπισχνοῦμαι , νομίζω , ἐντρέπομαι , ἐνατενίζω , εὐλαβοῦμαι . : περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι
δέξασθέ με , ἵνα κἀγὼ μικρόν τι καυχήσωμαι . ὃ λαλῶ οὐ κατὰ κύριον λαλῶ , ἀλλ ' ὡς ἐν
7174656 οἰσω
, καὶ ἐν ῥήμασιν ἑτερόκλιτα , ἔσθω ἔφαγον , φέρω οἴσω . Εἰ αἱ σύνθετοι τῶν λέξεων διηνεκὲς ἔχουσι τὸ
παρῃτημένον . καὶ ἕτερος εἶπεν , Γυναῖκα ἔγημα καὶ διὰ τοῦτο οὐ δύναμαι ἐλθεῖν . καὶ παραγενόμενος ὁ δοῦλος ἀπήγγειλεν
οὗ φέρεται ἡ ναῦς . οἴω , τὸ φέρω , οἴσω * * * . . . , : ὀρρωδῶ
τὴν γυναῖκα , ἀλλὰ γυνὴ διὰ τὸν ἄνδρα . διὰ τοῦτο ὀφείλει ἡ γυνὴ ἐξουσίαν ἔχειν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς διὰ
6995829 ἀποκτενω
ποιήσομεν . Καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ υἱὸς Φαραώ : ἐγὼ ἀποκτενῶ τὸν πατέρα μου τῇ νυκτὶ ταύτῃ , διότι ὁ
ἐμοῦ , καὶ οἶδα ὅτι ἀληθής ἐστιν ἡ μαρτυρία ἣν μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ . ὑμεῖς ἀπεστάλκατε πρὸς Ἰωάννην , καὶ
ἡ ἀντιστρέφουσα τῇ προαποδεδομένῃ , ἧς ἡ ἀρχὴ “ ὡς ἀποκτενῶ κέκραχθε ” , τέλος δὲ τῆς πρώτης “ οὐ
ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ . ἔλεγον οὖν
6973287 ἀποδιδωμι
τὸ χρέος . ὥσπερ ἀποτίω ⌈ καὶ [ τὸ ] ἀποδίδωμι ⌈ τὸ τὸ ⌈ ὀφειλόμενον [ κεχρεωστημένον ] ⌈
εἰ μὴ Ἰάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ κυρίου . ἃ δὲ γράφω ὑμῖν , ἰδοὺ ἐνώπιον τοῦ θεοῦ ὅτι οὐ ψεύδομαι
μεμένηκε . διὸ θρεπτήρια οὔσῃ μοι πατρίδι πρὸς μητρὸς ταῦτα ἀποδίδωμι αὐτῇ Ἐπειδὴ κατὰ δαίμονα καὶ τὴν τοῦ κρατίστου Κασσίου
, πατέρες , ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ ' ἀρχῆς . γράφω ὑμῖν , νεανίσκοι , ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν .
6883338 θεραπευω
, . . . Ἀνήκεστον : ἀθεράπευτον : ἀκῶ τὸ θεραπεύω , οἷον : ἀλλ ' ἀκεώμεθα θᾶσσον : ὁ
ἡ ἄμπελος , ὑμεῖς τὰ κλήματα . ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ οὗτος φέρει καρπὸν πολύν , ὅτι
τῶν νοσημάτων : καὶ γίνεται ἐκ τοῦ παίω , τὸ θεραπεύω , παίων καὶ παιάων , ὡς Μαχάων , καὶ
. [ καὶ ] λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς , Τί ἐμοὶ καὶ σοί , γύναι ; οὔπω ἥκει ἡ ὥρα
6861653 τιμω
. νῦν μὲν οὖν σε ὅπῃ τε καὶ ὅπως ἔχω τιμῶ , ὡς ἂν μὴ ἀγέραστος τὸ γοῦν ἐμὸν παρέλθῃς
οὐδεὶς κενώσει . ἐὰν γὰρ εὐαγγελίζωμαι , οὐκ ἔστιν μοι καύχημα : ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται : οὐαὶ γάρ μοί
. ἀντὶ τοῦ : πολλή τις οὖσα , τοὺς μὲν τιμῶ , τοὺς δὲ σφάλλω . πρεσβεύω δὲ τὸ προτιμῶ
ἐπιγνώσεσθε , καθὼς καὶ ἐπέγνωτε ἡμᾶς ἀπὸ μέρους , ὅτι καύχημα ὑμῶν ἐσμεν καθάπερ καὶ ὑμεῖς ἡμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ
6857616 στεργω
σπερμάτων σωτηρίαν . τῶν δ ' εὐσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις . στέργω γάρ , ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην , τὸ τῶν δικαίων
κύριον αὐτοῦ . ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ , καὶ ὁ δοῦλος ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ
ἑτέρας ἐστὶ χρείας . Φιλῶ τὸν δεῖνα , ὑπερφιλῶ , στέργω , ὑπερστέργω , ἀγαπῶ , ὑπεραγαπῶ , ἄγαμαι ,
οἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες τῷ Πέτρῳ καὶ εἶπαν , Ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ τελεῖ τὰ δίδραχμα ; λέγει , Ναί
6838460 φιλω
ὅπως παρῇ τὰ προσόντα , ἐπιγένηται δὲ τὰ ἀπόντα τῷ φίλω ἀγαθά . τινὲς μὲν τοὺς τοιούτους λέγουσιν εἶναι φίλους
Λάβετε , τοῦτό ἐστιν τὸ σῶμά μου . καὶ λαβὼν ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς , καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες
ἀεὶ γὰρ ἐγὼ καὶ ὁ σὸς πατὴρ ἑταίρω τε καὶ φίλω ἦμεν , καὶ πρότερον ἐκεῖνος ἐτελεύτησε , πρίν τι
, ὑπὲρ ἡμῶν ἐστιν . Ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν ὀνόματι ὅτι Χριστοῦ ἐστε , ἀμὴν λέγω
6832854 φιλτατη
τήνδε [ τὴν ] ψυχὴν [ ] ἅπαξ σοί , φιλτάτη τεκοῦσα , παρεθέμην [ ] μολών ? [ :
' οὔτε αἰθίοψ ἢ διάφορα πρόσωπα : ἀλλὰ πάντες ἀναστήσονται μιᾶς εἰδέας καὶ μιᾶς ἡλικίας : πᾶσα φύσις ἀνθρωπίνη ἀσώματοι
ὧν ἕνεκα ἤθλουν , καὶ φημὶ πρὸς αὐτήν , Ὦ φιλτάτη , δεῖξόν μοι μαγγανεύουσαν ἢ μεταμορφουμένην τὴν δέσποιναν :
ἔργου ἐπιθυμεῖ . δεῖ οὖν τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίλημπτον εἶναι , μιᾶς γυναικὸς ἄνδρα , νηφάλιον , σώφρονα , κόσμιον ,
6738605 ἐλεω
καὶ χρηματιστικῶν , αὐτός τε ἄχθομαι ὑμᾶς τε τοὺς ἑταίρους ἐλεῶ , ὅτι οἴεσθε τὶ ποιεῖν οὐδὲν ποιοῦντες . καὶ
Διδάσκαλε , δέομαί σου ἐπιβλέψαι ἐπὶ τὸν υἱόν μου , ὅτι μονογενής μοί ἐστιν , καὶ ἰδοὺ πνεῦμα λαμβάνει αὐτόν
„ εἶπεν „ οἱ κοινωνοῦντες ἐμοὶ ταυτησὶ τῆς στέγης , ἐλεῶ ὑμᾶς , ὡς ὑφ ' αὑτῶν ἀπόλλυσθε , οὔπω
ὑμῖν ἐτήρησα καὶ τηρήσω . ἔστιν ἀλήθεια Χριστοῦ ἐν ἐμοὶ ὅτι ἡ καύχησις αὕτη οὐ φραγήσεται εἰς ἐμὲ ἐν τοῖς
6738000 εὑρηκα
' ἔδει : νῦν δ ' οὐκ ἔχεις : κενὸν εὕρηκα τὸ φάρμακον πρὸς τὸ κενόν : οἰήθητι δ '
τοῦ θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω : οὐδὲ γὰρ ἀπ ' ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα , ἀλλ ' ἐκεῖνός με ἀπέστειλεν . διὰ
ἄλλα τὰ ὁμο - γενῆ τούτοις ἁπλῶς ὑπὸ οὐδενὸς νενοημένα εὕρηκα . πάντα δὲ τὰ λεχθέντα , ὅσοις οὐκ ἐντέτευχα
ἡ μαρτυρία ἀληθής ἐστιν . ἐγώ εἰμι ὁ μαρτυρῶν περὶ ἐμαυτοῦ καὶ μαρτυρεῖ περὶ ἐμοῦ ὁ πέμψας με πατήρ .
6717170 ἐμαυτῳ
γὰρ ξυνῆν μὲν ἡλικιώταις ἡδόμενος ἡδομένοις ἐμοί , συνῆν δὲ ἐμαυτῷ , ὁπότε ἡσυχίας ἐπιθυμήσαιμι , διῆγον δ ' ἐν
κατελήμφθην ὑπὸ Χριστοῦ [ Ἰησοῦ ] . ἀδελφοί , ἐγὼ ἐμαυτὸν οὐ λογίζομαι κατειληφέναι : ἓν δέ , τὰ μὲν
ἑώρων τοὺς μὲν ἄλλους παρασκευαζομένους ὅπως θύσωσι καὶ εὐωχήσωνται , ἐμαυτῷ δὲ οὐ πάνυ ἑορτάσιμα ὄντα . καὶ δὴ προσελθὼν
πάντων ὧν ἐγκαλοῦμαι ὑπὸ Ἰουδαίων , βασιλεῦ Ἀγρίππα , ἥγημαι ἐμαυτὸν μακάριον ἐπὶ σοῦ μέλλων σήμερον ἀπολογεῖσθαι , μάλιστα γνώστην
6704152 ἀποστρεφομαι
: περιπλέκομαι , ἐπιλαμβάνομαι ἐπιφύομαι , ἐπιτυγχάνω , παραχρῶμαι , ἀποστρέφομαι , ἄγχομαι , [ φλυαρῶ , περιβάλλομαι , ]
, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπεν , Τί θέλετέ μοι δοῦναι κἀγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν ; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα
, , : κολακεύω , ξενίζομαι , ἐναντοιοῦμαι ζημιῶ ἀντιδικῶ ἀποστρέφομαι , ζηλῶ φθονῶ , χαλκολογῶ , ἀλογοῦμαι , διαμάχομαι
, ἵνα γνῶτε καὶ γινώσκητε ὅτι ἐν ἐμοὶ ὁ πατὴρ κἀγὼ ἐν τῷ πατρί . Ἐζήτουν [ οὖν ] πάλιν
6691201 μαρτυρομαι
ὑμῶν ἀποθανεῖν . καταρῶμαι οὖν ὑμῶν τὴν πατρίδα καὶ θεοὺς μαρτύρομαι , οἳ ἐπακούσουσί μου ἀδίκως ἀπολλυμένου καὶ ἐκδικήσουσί με
ὑμῶν οἰκοδομῆς . φοβοῦμαι γὰρ μή πως ἐλθὼν οὐχ οἵους θέλω εὕρω ὑμᾶς , κἀγὼ εὑρεθῶ ὑμῖν οἷον οὐ θέλετε
τέκνα τοῦ θαλασσίου θεοῦ νόσῳ βιασθεὶς ἢ φίλων ἀχηνίᾳ ; μαρτύρομαι δὲ Ζηνὸς ἑρκείου . . ἐς Οἰδίπου δὲ παῖδε
, μή πως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι . Οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἀγνοεῖν , ἀδελφοί , ὅτι οἱ πατέρες
6671497 ὑπομενω
, ἀλλ ' εἰς ἐγνωσμένον ἀποστέλλεις με θάνατον : πλὴν ὑπομενῶ καὶ τοῦτο τὸ ἔργον καὶ πειράσομαι φανεὶς ψυχὴν οὐ
' αὐτούς . οὐ πεινάσουσιν ἔτι οὐδὲ διψήσουσιν ἔτι , οὐδὲ μὴ πέσῃ ἐπ ' αὐτοὺς ὁ ἥλιος οὐδὲ πᾶν
γινώσκεις παροῦσαν ] ἐμοί ἀντλήσω ] καρτερήσω † ἀνατλήσω , ὑπομενῶ Διὸς φρόνημα ] † ἤγουν ὁ Ζεὺς περιφραστικῶς λωφήσῃ
πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν καρδία καὶ ψυχὴ μία , καὶ οὐδὲ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι ,
6641150 αἰτω
μέν σοι δοῦναι δίκην , ἐμὲ δὲ γέρας εὑρέσθαι . αἰτῶ δή σε τὸν πατέρα σῴζειν δι ' ἐμὲ ἢ
τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε : ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν . ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι , Μήτι ἀποκτενεῖ
μήπω τετελεσμένον , ἀτέλεστον δὲ τὸ μὴ δυνάμενον τελεσθῆναι . αἰτῶ καὶ αἰτοῦμαι διαφέρει . τὸ μὲν γὰρ αἰτῶ ἐπὶ
ἐὰν δὲ ἄλλῳ ἀποκαλυφθῇ καθημένῳ , ὁ πρῶτος σιγάτω . δύνασθε γὰρ καθ ' ἕνα πάντες προφητεύειν , ἵνα πάντες
6627509 εἰκαζω
καὶ στόνου καὶ παιᾶνος . Τὸν δὲ ἕτερον αὖ βίον εἰκάζω ἀνδρὶ ἐν καθαρῷ φωτὶ διαιτωμένῳ , λελυμένῳ τὼ πόδε
αὐτοῦ λόγου , ὥστε παραδοῦναι αὐτὸν τῇ ἀρχῇ καὶ τῇ ἐξουσίᾳ τοῦ ἡγεμόνος . καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες , Διδάσκαλε
δηλονότι . τοὺς γὰρ ἐναντίους εἰκάζω . . . : εἰκάζω , φησί , τοὺς ἐναντίους , καταφρονοῦντας ἡμῶν καὶ
ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες , Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς ; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν
6585323 λυσω
αὐτὸς διὰ τοῦ τος ; ἀλλ ' ἐγὼ μέν σοι λύσω τὴν ἀπορίαν καὶ ὑποδείξω τὸν τρόπον , δι '
ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν
τοὺς εἶμ ' ὀψομένη , καί σφ ' ἄκριτα νείκεα λύσω : ἤδη γὰρ δηρὸν χρόνον ἀλλήλων ἀπέχονται εὐνῆς καὶ
τοῦ χοϊκοῦ , φορέσομεν καὶ τὴν εἰκόνα τοῦ ἐπουρανίου . Τοῦτο δέ φημι , ἀδελφοί , ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα
6574108 ἐμαυτου
μάλα : ἐγὼ δὲ τὸν ἐπιχώριον ὀμοῦμαί σοι ἐν τῷ ἐμαυτοῦ λόγῳ . Ἴστω τοίνυν ὁ Ζεὺς ὁ Φίλιος ,
κόσμον ἀλλ ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον . ὁ ἀθετῶν ἐμὲ καὶ μὴ λαμβάνων τὰ ῥήματά μου ἔχει τὸν κρίνοντα
τῆς ἐκείνων σοφίας ᾤμην προσήκειν ἐμοί , μέμνημαί τε τῶν ἐμαυτοῦ διδασκάλων καὶ περίειμι διδάσκων , ἃ ἐκείνων ἤκουσα ,
ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ , Κύριε , ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ ; ἕως ἑπτάκις
6557137 ζηλω
καὶ τοῖς ἀνδράσι τὸν πώγωνα προσέθηκεν . ἐκείνους οὖν ἐγὼ ζηλῶ τοὺς παλαιοὺς καὶ ἐκείνους μιμεῖσθαι βούλομαι , τοὺς δὲ
' ἑαυτῶν ἱκανοί ἐσμεν λογίσασθαί τι ὡς ἐξ ἑαυτῶν , ἀλλ ' ἡ ἱκανότης ἡμῶν ἐκ τοῦ θεοῦ , ὃς
ΟΥ δίφθογγον ἢ τὸ Ε ἐν δισυλλάβῳ : καλῶ χαλῶ ζηλῶ δηλῶ αὐλῶ πολῶ πωλῶ ἀπειλῶ βουκολῶ ἀμελῶ ὠφελῶ .
διδάσκειν δὲ γυναικὶ οὐκ ἐπιτρέπω , οὐδὲ αὐθεντεῖν ἀνδρός , ἀλλ ' εἶναι ἐν ἡσυχίᾳ . Ἀδὰμ γὰρ πρῶτος ἐπλάσθη
6550703 ἀποδημω
? μὲν τεθνᾶσι ἐγὼ δὲ σὺν τῇ λοιπῇ οἰκίᾳ | ἀποδημῶ καὶ τὸ τῆς ἀνάγκης ἅμα | ἰσχυρὸν προσγέγονεν ,
ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ τοῖς προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ . τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς
? ? ? ? [ ἐν τιμῇ ] ιζ εἰ ἀποδημῶ ιη εἰ συναλλάξαι συμφέρει μοι ? ? ? ιθ
κύριος εἶπεν , Θάρσει , ὡς γὰρ διεμαρτύρω τὰ περὶ ἐμοῦ εἰς Ἰερουσαλὴμ οὕτω σε δεῖ καὶ εἰς Ῥώμην μαρτυρῆσαι
6547045 συνοιδα
ἕνα σε νομίζει καλῶς ὑπειληφώς . ἐγὼ γάρ σοι ταύτην σύνοιδα τὴν εὐχήν . ἀλλ ' οἶμαι , τὸ μὲν
λαμβάνοντες καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου θεοῦ οὐ ζητεῖτε ; μὴ δοκεῖτε ὅτι ἐγὼ κατηγορήσω ὑμῶν πρὸς τὸν
προῖκα γὰρ ἐμαυτὸν ἐπαινεῖν ἀξιῶ , καὶ ταῦθ ' ἃ σύνοιδα : ὡς δ ' οὐ πολλάκις αὐτὸ δρῶ ,
καὶ οὐδεὶς ἐξ ὑμῶν ποιεῖ τὸν νόμον . τί με ζητεῖτε ἀποκτεῖναι ; ἀπεκρίθη ὁ ὄχλος , Δαιμόνιον ἔχεις :
6540888 πιστευω
αὐτὸν τῷ μεταλαβεῖν ; Ναί : ἀλλ ' ἐγὼ σοὶ πιστεύω , σὺ ἐμοὶ οὐ πιστεύεις . Πρῶτον μὲν οὐδὲ
ὁ Ἰησοῦς : νεύει οὖν τούτῳ Σίμων Πέτρος πυθέσθαι τίς ἂν εἴη περὶ οὗ λέγει . ἀναπεσὼν οὖν ἐκεῖνος οὕτως
οὕτως οὖν καὶ ἐνταῦθα τὸ νομίζω ἀντὶ τοῦ κρίνω καὶ πιστεύω . τὸ δὲ ὑμᾶς πολλὴν ἔμφασιν ἔχει , ὡς
κύριος τῷ κυρίῳ μου , Κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποκάτω τῶν ποδῶν σου ;
6526085 δεχομαι
ὑπὸ σκότει κείμενος . Ἐγγύη . παρὰ τὸ γῶ τὸ δέχομαι : ἔνθεν γωρητός . τοῦ γῶ παράγωγον τὸ γνῶ
τοῦ κυρίου . Οὐ καλὸν τὸ καύχημα ὑμῶν . οὐκ οἴδατε ὅτι μικρὰ ζύμη ὅλον τὸ φύραμα ζυμοῖ ; ἐκκαθάρατε
, : ἐγγυαλίζω : ἔστι γῶ , τὸ χωρῶ καὶ δέχομαι : τοῦτο κατὰ παραγωγὴν γύω , καὶ ἐξ αὐτοῦ
καὶ ὑμεῖς ἦτε . καὶ ὅπου [ ἐγὼ ] ὑπάγω οἴδατε τὴν ὁδόν . Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς , Κύριε ,
6516507 αἰσθανομαι
θέλειν ἰέναι αὐτοῖς ἀνταγωνιουμένους : οὕς , ἔφη , ἐγὼ αἰσθάνομαι ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἡμετέρων φίλων τούτων ἡγουμένους δεῖν τὸν
πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητοῦσιν : οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων . ζητεῖτε
ὄψεαι πίτνοντα . ἰὼ ἰώ : τί κεκίνηται , τίνος αἰσθάνομαι θείου ; κοῦραι , λεύσσετ ' ἀθρήσατε : δαίμων
τοῦ πατρὸς ποιεῖτε . Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν αὐτῷ , Ὁ πατὴρ ἡμῶν Ἀβραάμ ἐστιν . λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ,
6496933 παυσω
κλίνην , ἐγὼ γὰρ ὑμᾶς τῶν ἐπὶ τῇ κόρῃ δακρύων παύσω . „ καὶ ἅμα ἤρετο , ὅ τι ὄνομα
ψεύδει , ἵνα κριθῶσιν πάντες οἱ μὴ πιστεύσαντες τῇ ἀληθείᾳ ἀλλὰ εὐδοκήσαντες τῇ ἀδικίᾳ . Ἡμεῖς δὲ ὀφείλομεν εὐχαριστεῖν τῷ
δ ' ἐμὴ ἐμόν . ἐγὼ οὖν τὸ μὲν ἐμὸν παύσω ἐξ ἅπαντος , ἐπ ' ἐμοὶ γάρ ἐστιν :
δόξαν , οὓς καὶ ἐκάλεσεν ἡμᾶς οὐ μόνον ἐξ Ἰουδαίων ἀλλὰ καὶ ἐξ ἐθνῶν ; ὡς καὶ ἐν τῷ Ὡσηὲ
6477871 γενησομαι
. Εἰπέ μοι , καὶ πῶς ἐγὼ ἀλλαντοπώλης ὢν ἀνὴρ γενήσομαι ; Δι ' αὐτὸ γάρ τοι τοῦτο καὶ γίγνει
, διαμαρτυρόμενος ἐνώπιον τοῦ θεοῦ μὴ λογομαχεῖν , ἐπ ' οὐδὲν χρήσιμον , ἐπὶ κατα - στροφῇ τῶν ἀκουόντων .
Κομιδῇ μὲν οὖν . Οὔκουν ἐγώ τε οὐδὲν ἄλλο ποτὲ γενήσομαι οὕτως αἰσθανόμενος : τοῦ γὰρ ἄλλου ἄλλη αἴσθησις ,
μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ ' αὐτήν , καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον , καὶ
6440442 ἐμεωυτου
εἰμὶ παῖς , ὀνομάζομαι δὲ Ἄδρηστος , φονεύσας δὲ ἀδελφεὸν ἐμεωυτοῦ ἀέκων πάρειμι ἐξεληλαμένος τε ὑπὸ τοῦ πατρὸς καὶ ἐστερημένος
ἐπιποθεῖ τὸ πνεῦμα ὃ κατῴκισεν ἐν ἡμῖν ; μείζονα δὲ δίδωσιν χάριν : διὸ λέγει , Ὁ θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται
πατρίδι κάλλιον . καὶ ἐγὼ δὲ οὐ πάντα περὶ τοὺς ἐμεωυτοῦ μύθους , ἀλλὰ καὶ ἐν πολέμοις , οὓς διαφέρουσιν
αὐτῷ . βάψας οὖν τὸ ψωμίον [ λαμβάνει καὶ ] δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτου . καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε
6436948 ἀμειψασθαι
δὲ γᾶ , ὅ ἐστιν : ἱκανή ἐστιν ἡ πόλις ἀμείψασθαι τὰς εὐεργεσίας : εὔκολα : † χώρει σὺ καὶ
ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν , καὶ αἷμα αὐτοῖς δέδωκας πιεῖν : ἄξιοί εἰσιν . καὶ ἤκουσα τοῦ θυσιαστηρίου
φοιτῶντος , καὶ παραμείνας χρόνον ἔτυχεν ἰάσεως . ὑπὲρ τούτου ἀμείψασθαι τὴν εὐεργεσίαν βουλόμενος ἔγραψεν ἓξ λόγους τοὺς ἱεροὺς λεγομένους
καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός , ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον . αὕτη δέ ἐστιν
6426015 ἐργαζομαι
, ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς
κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου . λέγω ὑμῖν , μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν Ἰωάννου οὐδείς ἐστιν : ὁ δὲ
, ἀπαιτήσεις , ἀπαιτεῖς . . πράττω τὸ ποιῶ καὶ ἐργάζομαί τι , ὅθεν καὶ πρᾶξις : πράττομαι δὲ παθητικῶς
καὶ φιλονεικία ἐν αὐτοῖς , τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων . ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς , Οἱ βασιλεῖς τῶν
6411174 ἐλπιζω
πόλει . Περὶ μὲν οὖν τῆς ὅλης κατηγορίας μετρίως μοι ἐλπίζω προειρῆσθαι : περὶ δὲ αὐτῶν τῶν νόμων οἳ κεῖνται
, ἀλλ ' Ὁ ποιήσας αὐτὰ ζήσεται ἐν αὐτοῖς . Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου γενόμενος ὑπὲρ
, ἐν τῷ παρόντι λόγῳ δηλώσας , μέγα τι τοῦτο ἐλπίζω εἰς ἅπασαν τὴν τέχνην συγγεγραφέναι . καίτοι φήσει τις
δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν , ὅ ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν , ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης : ὃν
6408130 λεξω
ὄναρ φανερὸν εἶδόν ποτε ὥσπερ ἐπὶ τῆς παρελθούσης νυκτός . λέξω δέ σοι τοῦτο . ἰστέον δὲ ὅτι Ἰάονες οἱ
, ἐν μέσῳ ἐκκλησίας ὑμνήσω σε : καὶ πάλιν , Ἐγὼ ἔσομαι πεποιθὼς ἐπ ' αὐτῷ : καὶ πάλιν ,
ἐπέσχον : συγκλείσας : τὰ μαντικά : τὸ ἑξῆς : λέξω δέ σοι : τὸ δὲ νοσεῖ ἀντὶ τοῦ στασιάζει
πέμψασιν ἡμᾶς : τί λέγεις περὶ σεαυτοῦ ; ἔφη , Ἐγὼ φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ , Εὐθύνατε τὴν ὁδὸν
6399669 ἀρνουμαι
. καὶ γὰρ εἰ πράττει κακῶς , τοῦτό γε οὐκ ἀρνοῦμαι , ἄλλως θ ' ὅτε ἀδικεῖ μὲν οὐδέν ,
δέ , ἀδελφοί , μὴ ἐγκακήσητε καλοποιοῦντες . εἰ δέ τις οὐχ ὑπακούει τῷ λόγῳ ἡμῶν διὰ τῆς ἐπιστολῆς ,
ἐκ τοῦ πράγματος γιγνομένας πρὸς ἑτέρους φιλονεικίας καὶ μάχας οὐκ ἀρνοῦμαι μὴ οὐχὶ συμβεβηκέναι μοι . Περὶ δὲ τῶν ποιημάτων
διηπόρουν περὶ αὐτῶν τί ἂν γένοιτο τοῦτο . παραγενόμενος δέ τις ἀπήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι Ἰδοὺ οἱ ἄνδρες οὓς ἔθεσθε ἐν
6394388 μακαριε
. Πῶς γὰρ οὔ ; Οὐδέποτ ' ἄρα , ὦ μακάριε Θρασύμαχε , λυσιτελέστερον ἀδικία δικαιοσύνης . Ταῦτα δή σοι
; καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ ' ἑαυτὴν μερισθῇ , οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη : καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ
, ἐπεὶ δοκεῖ γέ σοι ὡς ἐγὼ λέγω . Ὦ μακάριε , ῥητορικῶς γάρ με ἐπιχειρεῖς ἐλέγχειν , ὥσπερ οἱ
, Ταῦτα τὰ ῥήματα οὐκ ἔστιν δαιμονιζομένου : μὴ δαιμόνιον δύναται τυφλῶν ὀφθαλμοὺς ἀνοῖξαι ; Ἐγένετο τότε τὰ ἐγκαίνια ἐν
6390373 παρειμι
εἰ δ ' ἐγὼ [ ] ι τι προσέχεσθεμ [ πάρειμι τοῦτον πά [ ] α [ ! ] ἐγώ
τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον , κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ : ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθής ἐστιν βρῶσις
οὐδ ' ἀνάγκῃ πρὸς σὲ παρεγενόμην , ἀλλ ' αὐθαίρετος πάρειμι . ἀνάσχου δέ μου μικρὸν ἀκοῦσαι . ἀνήρ τις
πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν , κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ . ἔστιν γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις , Καὶ
6383026 δειξω
Τροίᾳ , ἐκάθησθε : ἕνεκα τῶν ἐν Τροίᾳ γεγενημένων : δείξω δ ' ἐγώ σοι : ἐγώ σε ποιήσω αὐτοῖς
εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον : ἄξιος γὰρ ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ . εἰς ἣν
ταῖς τῶν πατέρων τιμαῖς ἡ τῶν παίδων ἀνδραγαθία κρίνεται , δείξω τὸν λόγον . Καλλιμάχου γὰρ πατὴρ ὢν παντὸς ἄλλου
ἥμαρτον εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐνώπιόν σου , οὐκέτι εἰμὶ ἄξιος κληθῆναι υἱός σου : ποίησόν με ὡς ἕνα τῶν
6381426 ταλαιν
λόγοις . φθέγξαι τι , δεῦρ ' ἄθρησον . ὦ τάλαιν ' ἐγώ , γυναῖκες , ἄλλως τούσδε μοχθοῦμεν πόνους
σεαυτοῦ μαρτυρεῖς : ἡ μαρτυρία σου οὐκ ἔστιν ἀληθής . ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς , Κἂν ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ
δάμαρ νιν ἐξέπεμπε δωμάτων ἄλαις : πίτνει δ ' ἁ τάλαιν ' ἐς ἅλμαν φόνωι τέκνων δυσσεβεῖ , ἀκτῆς ὑπερτείνασα
δεδουλεύκαμεν πώποτε : πῶς σὺ λέγεις ὅτι Ἐλεύθεροι γενήσεσθε ; ἀπεκρίθη αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι
6357431 ἐσομαι
ἐάσατέ με σὺν αὐτῇ : μόνος ἐγὼ περιπτυξάμενος αὐτῇ δεσμὸς ἔσομαι : μαινέσθω κατ ' ἐμοῦ . τί γάρ με
: καὶ οὐχ εὕρισκον τὸ τί ποιήσωσιν , ὁ λαὸς γὰρ ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων . Καὶ ἐγένετο ἐν μιᾷ
τοὺς ἀδικοῦντας δεῖ τοῖς ἴσοις ἀμύνεσθαι καὶ προσθέντες ὅτι ὄφελος ἔσομαι πολλοῖς ἀνθρώποις σωθείς , ἀποθανὼν δ ' οὐδενί ,
Πέτρῳ , Ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ , καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ . τότε ἤρξατο
6349469 πραττω
. , . * . Ἀδρανής : δραίνω , τὸ πράττω , δρανῶ ἔδρανον δρανής , καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ
καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος . οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς , ἐμὲ δὲ μισεῖ , ὅτι ἐγὼ
γάρ , ὥστε ὁρᾶν ἐξέσται αὐτῇ ὅ τι ἂν ἐγὼ πράττω . Ὥρα ἄν , ἔφη , συσκευάζεσθαι ὑμῖν εἴη
τὸν κόσμον . ἐν τῷ κόσμῳ ἦν , καὶ ὁ κόσμος δι ' αὐτοῦ ἐγένετο , καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν
6347529 θησω
καὶ καταρχὰς προσόδῳ τοῦ ε . Τέθεικα παρακείμενος ἀπὸ τοῦ θήσω μέλλοντος γίνεται τροπῇ τοῦ σω εἰς κα καὶ προσόδῳ
Ἰησοῦς , Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν . ὁ δὲ ἔφη , Πιστεύω , κύριε
. : Ἀθηνᾶ : . . . ἢ παρὰ τὸν θήσω μέλλοντα τὸν δηλοῦντα τὸ θηλάσω , οἷον „ γυναῖκά
. ὁ δὲ ἀπεκρίθη αὐτοῖς , Ὁ ποιήσας με ὑγιῆ ἐκεῖνός μοι εἶπεν , Ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει
6342011 μακαριζων
ἀντὶ τοῦ θαυμαστὴν ἡγῇ , τουτέστιν : θαυμάζων διατελεῖς , μακαρίζων ἐπ ' αὐτῇ σεαυτόν . ἢ σέβεις τιμᾷς .
ἐμοὶ βοηθός , [ καὶ ] οὐ φοβηθήσομαι : τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος ; Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν , οἵτινες
ὦ Ἐχέκρατες : ὃ μὲν γὰρ ἤρετο ὡς θαυμάζων καὶ μακαρίζων τὸν παραγενόμενον , ὃ δὲ ἀποκρίνεται σεμνυνόμενος καὶ μεγαφρονῶν
εἶπεν , Μὴ κωλύετε αὐτόν , οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί
6337567 ποιουμαι
δίκαιον ἀποδιδόναι τοῖς συνιεῖσιν αὐτοῦ τῆς διανοίας . τί τούτου ποιοῦμαι τεκμήριον ; μόνος σπουδάσας περὶ αὐτὴν ἐξ ἁπάντων ἀδελφῶν
τοῖς κατοικοῦσιν ἐπὶ τῆς γῆς ποιῆσαι εἰκόνα τῷ θηρίῳ ὃς ἔχει τὴν πληγὴν τῆς μαχαίρης καὶ ἔζησεν . καὶ ἐδόθη
ἐνθένδε ἀκόντων Ἀθηναίων ἐμὲ ἀπιέναι : ὡς ἐγὼ περὶ πολλοῦ ποιοῦμαι πείσας σε ταῦτα πράττειν , ἀλλὰ μὴ ἄκοντος .
ἀναστάσει τῇ πρώτῃ : ἐπὶ τούτων ὁ δεύτερος θάνατος οὐκ ἔχει ἐξουσίαν , ἀλλ ' ἔσονται ἱερεῖς τοῦ θεοῦ καὶ
6335434 ἀπειμι
' οὖν , ἔφη , ἐπίστω , ὅτι νῦν τε ἄπειμι ὡς ἂν δύνωμαι τάχιστα ἐκ τῆς σῆς χώρας ,
ἡ συκῆ ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς , Ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε
” Συνέθεντο ταῦτα , καὶ ὁ μὲν Χαιρέας πέμψας “ ἄπειμι ” φησὶν “ εἰς ἀγρόν : ” ὁ δὲ
αὐτῷ τὸ Ναί : διὸ καὶ δι ' αὐτοῦ τὸ Ἀμὴν τῷ θεῷ πρὸς δόξαν δι ' ἡμῶν . ὁ
6328506 μαινομαι
δίμετρον Ἀνακρεόντειον , οἷόν ἐστι τὸ , καὶ μαίνομαι κοὐ μαίνομαι . ἐφ ' ἑκάστῳ συστήματι παράγραφος : ἐπὶ δὲ
εἰς ἐμὲ λογίσηται ὑπὲρ ὃ βλέπει με ἢ ἀκούει [ τι ] ἐξ ἐμοῦ καὶ τῇ ὑπερβολῇ τῶν ἀποκαλύψεων .
βραχέος εἰς τὸ α μακρόν . . 〚 μᾶλλον ἢ μαίνομαι . οἱ μὲν , φασὶν , ἐκτείνουσιν : οἱ
εἶ ; εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Τὴν ἀρχὴν ὅ τι καὶ λαλῶ ὑμῖν ; πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν
6325270 δυνηθω
πορευθῶ ἐν αὐτοῖς καὶ δουλεύσω αὐτοῖς , ἵνα ἐργασάμενος αὐτὰ δυνηθῶ σωθῆναι . Ἄκουε , φησί , καὶ τῶν ἀγαθῶν
τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε , εἰδότες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε κύριον ἐν οὐρανῷ . Τῇ προσευχῇ προσκαρτερεῖτε , γρηγοροῦντες
τὸ συνειδὸς ἐλλαμβανόμενον ὀρθοῖς ὄμμασιν οὐκ ἐάσει προσβλέπειν , κἂν δυνηθῶ λανθάνειν : λήσομαι δ ' οὐδαμῶς : εἰσὶ γὰρ
τὴν πίστιν ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπην ἣν ἔχετε εἰς πάντας τοὺς ἁγίους διὰ τὴν ἐλπίδα τὴν ἀποκειμένην
6312416 ὀμνυω
ἐάμ ποτ ' οἶνον ἔτι τ ? [ ἀλλ ' ὀμνύω ϲοι τοῦτο [ οὐκ οἶϲθα πρὸϲ ὕδωρ ? ?
. Πίστει Ἑνὼχ μετετέθη τοῦ μὴ ἰδεῖν θάνατον , καὶ οὐχ ηὑρίσκετο διότι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ θεός : πρὸ γὰρ
: καὶ ὑμεῖς εἰς κατάραν μεγάλην παραδοθήσεσθε . καὶ νῦν ὀμνύω ὑμῖν τοῖς φρονίμοις καὶ οὐχὶ τοῖς ἄφροσι , ὅτι
καὶ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ , ὃς ἐν μορφῇ θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα θεῷ , ἀλλὰ ἑαυτὸν
6298930 ὠφελον
ἐκεῖνοι μὲν τῆς μάχης ἤδη κεκριμένης ἀφίκοντο , ὡς μήποτε ὤφελον : οἱ σφενδονῆται δὲ οὐδὲ ὅλως παρεγένοντο , διόπερ
οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρωνεἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα , εἴτε ἐκτὸς τοῦ σώματος οὐκ οἶδα , ὁ
γέ - γονεν εἰδὼς οὐδὲ γινώσκων , ὡς μηδὲ νῦν ὤφελον . καὶ μὴν καὶ τὸ θαυμάζειν τι πρᾶγμα ἠθικὸν
, καὶ ἐν τούτῳ χαίρω : ἀλλὰ καὶ χαρήσομαι , οἶδα γὰρ ὅτι τοῦτό μοι ἀποβήσεται εἰς σωτηρίαν διὰ τῆς
6296295 ἀσπαζομαι
ὦ φίλη γῆ , διὰ χρόνου πολλοῦ ς ' ἰδὼν ἀσπάζομαι : τουτὶ γὰρ οὐ πᾶσαν ποιῶ τὴν γῆν ,
τις ὑμᾶς καταδουλοῖ , εἴ τις κατεσθίει , εἴ τις λαμβάνει , εἴ τις ἐπαίρεται , εἴ τις εἰς πρόσωπον
, ὦνδρες δημόται , ἀρχαῖον ἤδη προσαγορεύειν καὶ σαπρόν : ἀσπάζομαι δ ' ὁτιὴ προθύμως ἥκετε καὶ συντεταμένως κοὐ κατεβλακευμένως
ἐμά ἐστιν : διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λαμβάνει καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν . Μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με
6285449 γινομαι
ἀτόμους διαλύομαι , ὕδωρ γίνομαι , [ καὶ ] ἀὴρ γίνομαι , πῦρ γίνομαι : εἶτα μετ ' ὀλίγον οὔτε
λέγει , Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου . οὗτός ἐστιν ὑπὲρ οὗ ἐγὼ εἶπον
πεπίστευκ ' : ἐμβλέπων γὰρ αὐτόθι τοῖς ἰχθυοπώλαις λίθινος εὐθὺς γίνομαι : ὥστ ' ἐξ ἀνάγκης ἔστ ' ἀποστραφέντι μοι
σοι ἄνωθεν : διὰ τοῦτο ὁ παραδούς μέ σοι μείζονα ἁμαρτίαν ἔχει . ἐκ τούτου ὁ Πιλᾶτος ἐζήτει ἀπολῦσαι αὐτόν
6285143 εἰμ
' , ὦ πάτερ . νῦν δ ' ἄθλιος μέν εἰμ ' ἐγώ , τλήμων δὲ σύ , οἰκτρὰ δὲ
τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ . ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστιν , γινώσκετε ὅτι καὶ πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ
λάβηι σε , θάνατος ξένιά σοι γενήσεται . εὔνους γάρ εἰμ ' Ἕλλησιν , οὐχ ὅσον πικροὺς λόγους ἔδωκα δεσπότην
ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον . ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ θεοῦ : πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ
6281218 Φαιδιμε
] τουτονὶ μὲν οὖν ὁρῶ ] ν χαῖρε πολλά , Φαίδιμε ] ! γ ' ἀκούϲαϲ ὅτι πάρει : εὐθύϲ
λόγος σαπρὸς ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν μὴ ἐκπορευέσθω , ἀλλὰ εἴ τις ἀγαθὸς πρὸς οἰκοδομὴν τῆς χρείας , ἵνα δῷ
ὥϲ φηϲι παῦϲαι , μηθὲν εἴπηιϲ , πρὸϲ θεῶν , Φαίδιμε . τί δ ' ἐϲτί ; μεταμελήϲει [ ϲοι
δέσμιος τοῦ Χριστοῦ [ Ἰησοῦ ] ὑπὲρ ὑμῶν τῶν ἐθνῶν εἴ γε ἠκούσατε τὴν οἰκονομίαν τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ τῆς
6276306 γιγνωσκω
ξυμβάλλω ἐμπόροις , οὐδὲ τὴν δραχμὴν ὅ τι ἐστί , γιγνώσκω , ἀλλὰ βοῦν σίτου καὶ οἴνου τράγον καὶ τοιαῦτα
ἔλεγον μετ ' ἀλλήλων ἐν τῷ ἱερῷ ἑστηκότες , Τί δοκεῖ ὑμῖν ; ὅτι οὐ μὴ ἔλθῃ εἰς τὴν ἑορτήν
κατακεκομμένα , τὰ δὲ κατακεκαυμένα . εἰ οὖν ἐγὼ μὴ γιγνώσκω μήτε τὰ ὅσια μήτε τὰ δίκαια , ὑμεῖς δὲ
καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί , ἐγὼ μᾶλλον : περιτομῇ
6274526 ἐοικα
ἄμβροτος , οὐκέτι θνητὸς πωλεῦμαι μετὰ πᾶσι τετιμένος , ὥσπερ ἔοικα , ταινίαις τε περίστεπτος στέφεσίν τε θαλείοις : τοῖσιν
ὑμῖν , ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει , καὶ μείζονα τούτων ποιήσει , ὅτι
τὸ σχῆμα , καὶ σκέψαι μ ' ὅτῳ μάλιστ ' ἔοικα τὴν βάδισιν τῶν πλουσίων . ὅτῳ ; δοθιῆνι σκόροδον
πόδας ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ , Ὃ ἐγὼ ποιῶ σὺ οὐκ οἶδας ἄρτι , γνώσῃ δὲ μετὰ ταῦτα
6266116 κερδαινω
πένης ἦν : ὅτι δὲ ταῦτα πολλά ἐστι , τοσοῦτον κερδαίνω , πλείω μὲν φυλάττειν δεῖ , πλείω δὲ ἄλλοις
οὖν αὐτοῖς [ ὁ ] Ἰησοῦς καὶ εἶπεν , Ἡ ἐμὴ διδαχὴ οὐκ ἔστιν ἐμὴ ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με :
ἀναβιβάζω , παλαίω , ἐμπαίζω , ἀσωτεύομαι , ἐνθεάζομαι , κερδαίνω , ἱλαρεύομαι , λούομαι , νοσφίζομαι , μηχανῶμαι ,
μὴ παραδοθῶ τοῖς Ἰουδαίοις : νῦν δὲ ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐντεῦθεν . εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος
6261371 βοηθω
στενῶ , προσαγορεύω , ὁπλίζω , σφίγγω , λευκαίνω , βοηθῶ , βαστάζω , καταφιλῶ , πολεμῶ , μακαρίζω ,
ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ ' ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . οὐ γὰρ ἀπέστειλεν ὁ θεὸς τὸν
, . . α . * . Ἀρκῶ : τὸ βοηθῶ : οὐδ ' ἤρκεσε θώρηξ χάλκεος , ὃν φορέεσκε
, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν , ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν ; ἐὰν
6253667 κλυω
ἒ ἕ , ἒ ἕ , ὄτοβον ἁρμάτων ἀμφὶ πόλιν κλύω : ὦ πότνι ' Ἥρα . ἔλακον ἀξόνων βριθομένων
ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν ; ὁ δὲ ἀκούσας εἶπεν , Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ ' οἱ κακῶς
! ! ! ! ! ! ] Φοῖβε , τίνα κλύω τὸν α ? [ ὁ θυηπόλος [ ! !
; καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς [ ὅτι ] Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ ἀλλ ' οἱ κακῶς
6251176 πεποιθα
. ἢν δ ' ἀνσπάσωμαί γ ' ὃν μετέρχομαι βόλον πέποιθα δ ' : ἢ χρὴ μηκέθ ' ἡγεῖσθαι θεούς
τὸ ὄνομα αὐτοῦ , καὶ ἔλεγον ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐγήγερται ἐκ νεκρῶν , καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις
ἀποτύχοιμι μισθοῦ . τοῦτο γὰρ ὑπονοεῖν δίδωσιν ἀπὸ τοῦ εἰπεῖν πέποιθα . ὃς τὴν ἐμὴν ἐπιθυμῶν χάριν , τοῦτο τὸ
κατὰ τὰς γραφάς , καὶ ὅτι ἐτάφη , καὶ ὅτι ἐγήγερται τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ κατὰ τὰς γραφάς , καὶ
6238726 ἐγνων
τεκέεσσιν . ἔγωγε μέν , εὖτ ' ἀφίκανεν , ἀμπλακίην ἔγνων : βωμὸν δ ' ἐκέλευσα καμόντα Θυνιάδος νύμφης ,
μὲν ἕνα ἔχει ὁ ἠπίτροπος , ἡ δὲ μία μοῖρα ἔνι τοῦ ἀποθανόντος . Πληροφορήθητε , ἀδελφοὶ οἱ ἀκούοντες :
ἡγούμην οὔτε Ἀλβανοὺς οὔτε ὑμᾶς βουλεύσασθαι . ἔτι δὲ μᾶλλον ἔγνων τοῦτο καὶ πολλὴν κατέγνων ἀμφοτέρων ἡμῶν μανίαν , ἐπειδὴ
εἴ τι ἂν δώσῃ ἄνθρωπος , ἀπολαμβάνει ἑκατόν . ἐὰν ἔνι ἀσθενής , τὰ δὲ κουφίζονται καὶ τὰ ἐνενήκοντα ἀπολάβῃ
6221844 παρακαλω
σὺ γάρ μοι Τύρον ἔδωκας : περὶ δὲ τῶν ἑξῆς παρακαλῶ , μὴ ἀπολέσωμεν ἕτοιμα ἀγαθά , ὧν κοινωνόν σε
καὶ ἰχθὺν αἰτήσειμὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ ; εἰ οὖν ὑμεῖς πονηροὶ ὄντες οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν ,
. Οὐκ ἔστι γὰρ μέτρια ταῦτα : τοῦτο δέ σε παρακαλῶ ἵνα ἐπιπλεῖόν με διδάξῃς . Διὰ τί ἄνω εἶπε
δὲ οἱ θέλοντες ζῆν εὐσεβῶς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται : πονηροὶ δὲ ἄνθρωποι καὶ γόητες προκόψουσιν ἐπὶ τὸ χεῖρον ,
6221527 ἐκρινα
ἕνεκεν ὀρθοκόρυζον καλεῖσθαι πρὸς ἡμῶν καὶ τοῦ χοροῦ τῶν Διονυσοκολάκων ἔκρινα . Ὦ δαῖμον , ὅς με κεκλήρωσαι καὶ εἴληχας
ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου , ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων ἐν αὐτῷ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον . Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν
καθυστερεῖν καὶ τῆς τελείας εὐδαιμονίας ἣν σὺ κέκτησαι . διόπερ ἔκρινα προσφωνῆσαί σοι παραγενέσθαι πρὸς ἐμέ , πεπεισμένος σε μὴ
πατρός μου , ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον , καὶ ἀναστήσω αὐτὸν
6215394 ὁμολογω
' εἴρηκεν ὁ Κύνουλκος , ἀλλ ' ἐρωτικὸς μὲν εἶναι ὁμολογῶ , ἐρωτομανὴς δὲ οὔ . τίς δ ' ἔστ
ὅτι ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Ναζωραίου , ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε , ὃν ὁ θεὸς ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν ,
δείξῃ τις ἢ φωνήν τι ἢ ψυχὴν ἔχον , ἀδικεῖν ὁμολογῶ καὶ παραβαίνειν τὸν νόμον . Πῶς ἐπινεφεῖ τὸ πρῶτον
ὁ Χριστὸς φανερωθῇ , ἡ ζωὴ ὑμῶν , τότε καὶ ὑμεῖς σὺν αὐτῷ φανερωθήσεσθε ἐν δόξῃ . Νεκρώσατε οὖν τὰ
6212375 προλεγω
ἐπιμείνῃς , μετανοήσεις : κατὰ σαυτοῦ τὴν ψῆφον οἴσεις . προλέγω σοι , Καλλιρόην ἀπολέσεις . οὐκ ἐμὲ βασιλεὺς ἀλλὰ
ψῆφον λευκὴν καὶ ἐπὶ τὴν ψῆφον ὄνομα καινὸν γεγραμμένον ὃ οὐδεὶς οἶδεν εἰ μὴ ὁ λαμβάνων . Καὶ τῷ ἀγγέλῳ
τ ' ἀγρίων ναίοιμι τρόπων . τὸ δ ' ἐρᾶν προλέγω τοῖσι νέοισιν μή ποτε φεύγειν , χρῆσθαι δ '
τοῦτον οἴδαμεν πόθεν ἐστίν : ὁ δὲ Χριστὸς ὅταν ἔρχηται οὐδεὶς γινώσκει πόθεν ἐστίν . ἔκραξεν οὖν ἐν τῷ ἱερῷ
6210641 ἑωρακα
μὲν πολὺ κάλλιστος ὁ ἐμὸς πατήρ , Μήδων μέντοι ὅσων ἑώρακα ἐγὼ καὶ ἐν ταῖς ὁδοῖς καὶ ἐπὶ ταῖς θύραις
τούτου τοῦ ἄρτου ζήσει εἰς τὸν αἰῶνα : καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω ἡ σάρξ μού ἐστιν ὑπὲρ
ἐφώδευσα ἕως τῆς ἀκατασκευάστου . κἀκεῖ ἐθεασάμην ἔργον φοβερόν : ἑώρακα οὔτε οὐρανὸν ἐπάνω , οὔτε γῆν τεθέαμαι τεθεμελιωμένην ,
τοῦτον . εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς : ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μὴ
6208632 παταξω
ᾧ λέγεται : ” ἐγὼ ἀποκτενῶ καὶ ζῆν ποιήσω : πατάξω κἀγὼ ἰάσομαι ” . ἀλλὰ γὰρ οὐδὲ ἐπιπόλαιον ἔσχεν
] , πάντοτε ἀγωνιζόμενος ὑπὲρ ὑμῶν ἐν ταῖς προσευχαῖς , ἵνα σταθῆτε τέλειοι καὶ πεπληροφορημένοι ἐν παντὶ θελήματι τοῦ θεοῦ
αὐτῷ φησι τὸν θεόν : Ἀποστελῶ τὴν χεῖρά μου καὶ πατάξω τοὺς Αἰγυπτίους . καὶ ἐπὶ τοῦ γεγονότος θανάτου τῶν
ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος . βλέπετε ἑαυτούς , ἵνα μὴ ἀπολέσητε ἃ εἰργάσασθε ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβητε .
6207698 δεσποτα
, ἀφύην , ἑψητόν . Ναστὸς τὸ μέγεθος τηλικοῦτος , δέσποτα , λευκός : τὸ πάχος γὰρ ὑπερέκυπτε τοῦ κανοῦ
σύγκαμψον . Λέγω οὖν , μὴ ἔπταισαν ἵνα πέσωσιν ; μὴ γένοιτο : ἀλλὰ τῷ αὐτῶν παραπτώματι ἡ σωτηρία τοῖς
. Ἡράκλεις καὶ κέντρ ' ἔχουσιν . οὐχ ὁρᾶις ὦ δέσποτα ; οἷς γ ' ἀπώλεσαν Φίλιππον ἐν δίκηι τὸν
ἀναγκάζουσιν ὑμᾶς περιτέμνεσθαι , μόνον ἵνα τῷ σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ μὴ διώκωνται : οὐδὲ γὰρ οἱ περιτεμνόμενοι αὐτοὶ νόμον φυλάσσουσιν
6205835 βαδιζω
, τὴν μὴ ἔξω δηλονότι τοῦ δικαίου : καὶ ταύτην βαδίζω , ἤγουν κατὰ ταύτην ζῆν θέλω : μηδὲν δίκας
ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων , Ἀμὴν λέγω ὑμῖν , ἐφ ' ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων , οὐδὲ ἐμοὶ
τοῦ εμ [ γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι [ παρὰ τὸ πεζῆι βαδίζω [ νεῖν γὰρ οὐκ ἐπίϲταμαι [ οὐ παύϲει ῥαίνων
λαλῶ , ὅτι ὁ νόμος κυριεύει τοῦ ἀνθρώπου ἐφ ' ὅσον χρόνον ζῇ ; ἡ γὰρ ὕπανδρος γυνὴ τῷ ζῶντι
6199161 νικᾳς
βούλομαι κωδωνίσας πέμψαι ς ' ἀγωνιούμενον , ἵνα καὶ σὺ νικᾷς τοὺς σοφιστάς , ὦ φίλε . ὁ δὲ τοὺς
ἐστιν . ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται , καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν
? ? ? ? ? νῦν ? ? ? γ νικᾷς . ἀγωνίζου ἕως ? ? ? θανάτου ? ?
εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν , ἀνάθεμα ἔστω . ὡς προειρήκαμεν , καὶ ἄρτι πάλιν λέγω , εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ '
6198190 ὑποπτευω
λάρναξ ] κἠν ϲτέγαι κήτ ! [ } ] [ ὑποπτεύω ] γα καὶ δέδοικ ' ἐγὼν μὴ δ [
ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι Οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε . καὶ εὐθὺς ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησεν . καὶ
, ὦ Σώκρατες ; Ἐγώ σοι φράσω , ὅ γε ὑποπτεύω λέγειν καὶ συμβουλεύειν ἡμῖν τοῦτο τὸ γράμμα . κινδυνεύει
. καὶ αὐτὸς ἐπηρώτα αὐτούς , Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι ; ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ , Σὺ
6193742 εἱλομην
Ἡρακλέους μὲν γὰρ Ἀποτροπαίου ἐστί , ξυνεργὸν δ ' αὐτὸν εἱλόμην , ἐπειδὴ σοφός τε καὶ ἀνδρεῖος ὢν ἐκάθηρέ ποτε
ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν , ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα θεοῦ γενέσθαι , τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ , οἳ
τοῖς εὐνοοῦσι τῇ πόλει παραπλησίας ἑκάστοτε τιμῆς ἀπολαύων οὐδαμῶς ἂν εἱλόμην τήν τε πρὸς ὑμᾶς ὑπερθεῖναι πίστιν , καὶ τῶν
ἔσπευδεν γὰρ εἰ δυνατὸν εἴη αὐτῷ τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς Ἱεροσόλυμα . Ἀπὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς
6193414 φρασω
Σμικρίνη . λέγεις δὲ τί ; ἁδελφόςὦ Ζεῦ , πῶς φράσω ; σχεδόν τι σου τέθνηκεν . ὁ λαλῶν ἀρτίως
θεοῦ , ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ , Ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν ,
συντυχίαν πόθ ' ἥξει ] ἐλεύσεται , ἵνα αὐτῷ ἀπαλλαγὴν φράσω † πάντ ' ἐκκάλυψον : αἱ συστηματικαὶ αὗται περίοδοι
ἀποστείλῃ ἔξω τῆς χώρας . Ἦν δὲ ἐκεῖ πρὸς τῷ ὄρει ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη : καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν λέγοντες
6192411 ὠγαθε
' ἔσομαι τοιοῦτος γενέσθαι οἷοίπερ καὶ ἐκεῖνοι . Οὔκ , ὠγαθέ , ἀλλά σε λέληθεν οἷον τοῦτ ' ἔστιν ,
καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις , ἀλλ ' οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει : οὕτως ἐστὶν πᾶς ὁ
βιωσόμεθα ἀγνοοῦντες ὃ σὺ φῂς εἰδέναι . ἀλλ ' , ὠγαθέ , προθυμοῦ καὶ ἡμῖν ἐνδείξασθαιοὔτοι κακῶς σοι κείσεται ὅτι
καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσιν ; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα ; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ
6180559 μεταγνωναι
τούτων δ ' ἀμφοτέρων μέσον ἂν ἁμάρτημά τι συμβῇ , μεταγνῶναι . καὶ μὴν εἰ μὲν ὥσπερ ἡμῖν πρὸς ὑμᾶς
τοῦ κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε , καθὼς καὶ ὁ ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν δοθεῖσαν αὐτῷ σοφίαν ἔγραψεν
ἐγὼ μὲν οὖν καὶ τότε πρῶτον καὶ νῦν διαμάχομαι μὴ μεταγνῶναι ὑμᾶς τὰ προδεδογμένα , μηδὲ τρισὶ τοῖς ἀξυμφορωτάτοις τῇ
τῶν ἐν Ἱεραπόλει . ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς καὶ Δημᾶς . Ἀσπάσασθε τοὺς ἐν Λαοδικείᾳ ἀδελφοὺς καὶ
6178200 ταλαιπωρε
ταῦτα διείρηκεν , ὡς εἴπομεν . τί οὖν , ὦ ταλαίπωρε ] οἰκτείρει τὸν ἐχθρόν , ὑπεύθυνον ποιῶν τῷ ἐγκλήματι
ἐὰν προσκυνήσῃς ἐνώπιον ἐμοῦ , ἔσται σοῦ πᾶσα . καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ , Γέγραπται , Κύριον τὸν
μάθῃ ποῦ τὴν προκοπὴν ζητῇ ; ἐκεῖ ζήτησον αὐτήν , ταλαίπωρε , ὅπου σου τὸ ἔργον . ποῦ δέ σου
ἡ γυνή μου προβεβηκυῖα ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτῆς . καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἄγγελος εἶπεν αὐτῷ , Ἐγώ εἰμι Γαβριὴλ ὁ
6161410 χαιρω
γῆν . παρὰ τὸ ΛΑ ἐπιτατικόν . ὡς ἀπὸ τοῦ χαίρω χάρεια καὶ ἀνθῶ ἄνθεια καὶ κρατῶ κράτεια , οὕτως
μαθητοῦ , ἀμὴν λέγω ὑμῖν , οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ . Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων
εἶναι χωρὶς δακρύων . φιλαγαθὴς ] φιλογέλως . γήθω τὸ χαίρω . . δακρυχέων ] κινητικὸς δακρύων . ἃ ]
ἀδίκους . ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς , τίνα μισθὸν ἔχετε ; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσιν
6159918 ποιησω
ὅ τι ἂν ἅπαντες οὗτοι γνῶσι πράττειν με δεῖν , ποιήσω . καὶ πρὸς μὲν σὲ ταῦθ ' ἱκανά :
ἄνω Ἰερουσαλὴμ ἐλευθέρα ἐστίν , ἥτις ἐστὶν μήτηρ ἡμῶν : γέγραπται γάρ , Εὐφράνθητι , στεῖρα ἡ οὐ τίκτουσα :
διὰ πλατείας . . . οὐράνιον . . παιδιάν βάψας ποιήσω μέλαν . ἀκούεις ὡς στένει ; Ἀστυάναξ γέγονα .
οὐκ ἔστιν γεγραμμένα ἐν τῷ βιβλίῳ τούτῳ : ταῦτα δὲ γέγραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς
6144676 σκορδινωμαι
χεῖρας . Ἀριστοφάνης Ἀχαρνεῦσι : „ στέλω , κέχηνα , σκορδινῶμαι , πέρδομαι . „ ὅπερ καὶ περὶ τοὺς ἄλλως
κόσμου ἐπιζητοῦσιν : ὑμῶν δὲ ὁ πατὴρ οἶδεν ὅτι χρῄζετε τούτων . πλὴν ζητεῖτε τὴν βασιλείαν αὐτοῦ , καὶ ταῦτα
οἱ νεοσσοὶ κεχήνασι δεόμενοι τῆς τροφῆς . τὸ δὲ “ σκορδινῶμαι ” ἀντὶ τοῦ κλῶμαι καὶ σπασμῷ συνέχομαι . οἱ
προσδαπανήσῃς ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι . τίς τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς
6140292 ἑψομαι
πεπρωμένη , ὅποι ποθ ' ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος , ὡς ἕψομαί γ ' ἄοκνος : ἢν δέ γε μὴ θέλω
ἐραυνᾷ , καὶ τὰ βάθη τοῦ θεοῦ . τίς γὰρ οἶδεν ἀνθρώπων τὰ τοῦ ἀνθρώπου εἰ μὴ τὸ πνεῦμα τοῦ
σοί , βασιλεῦ , ἐς μέσον φέρω , αὐτὸς μέντοι ἕψομαί τοι καὶ οὐκ ἂν λειφθείην . Κάρτα τε ἥσθη
τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται . μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς , οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ
6138886 κἀγω
γῆς ἀπελήλυθε ; φυλάττεται παρὰ τίσιν ; οὐ γὰρ δὴ κἀγὼ καθάπερ ἐκεῖνος ἐν ὑποψίαις εἰμί , ὡς ἀπιστεῖσθαι .
οὐκ οἰκεῖ ἐν ἐμοί , τοῦτ ' ἔστιν ἐν τῇ σαρκί μου , ἀγαθόν : τὸ γὰρ θέλειν παράκειταί μοι
ἀλλὰ πρὸς τὰς τῶν πραγμάτων φύσεις καὶ μεταπτώσεις . οὕτω κἀγὼ καθάπερ τι φοβερὸν θηρίον κεχαρισμένοις λόγοις τιθασεύσας τὸν Ἀλέξανδρον
ἐν σαρκὶ πεποιθότες , καίπερ ἐγὼ ἔχων πεποίθησιν καὶ ἐν σαρκί . εἴ τις δοκεῖ ἄλλος πεποιθέναι ἐν σαρκί ,
6134136 ἀπωλεσα
φρένα καὶ κατὰ θυμόν : ἣ πρὶν μὲν πόσιν ἐσθλὸν ἀπώλεσα θυμολέοντα , παντοίῃς ' ἀρετῇσι κεκασμένον ἐν Δαναοῖσιν ,
, ὅτι πραΰς εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ , καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν : ὁ γὰρ ζυγός μου
“ Οἴμοι δειλαία τῶν κακῶν : καὶ γὰρ τὸν ἄνδρα ἀπώλεσα διὰ σέ , οὔτε γὰρ ἂν ἔχοιμί σε τοῦ
εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον , καὶ εὑρήσετε . ἔβαλον οὖν , καὶ οὐκέτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυον
6131454 ἐρω
τεταμένοι εἰσὶν οἱ ὑμένες , ἀντέχοντες αὐτό . Νῦν δὲ ἐρῶ τὴν διάγνωσιν , ἣν ἔφην ἀποφανέειν ὀλίγῳ πρότερον ,
οὐ τηρεῖ : καὶ ὁ λόγος ὃν ἀκούετε οὐκ ἔστιν ἐμὸς ἀλλὰ τοῦ πέμψαντός με πατρός . Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν
νεώτερος λέγω , ἀλλ ' εἰ φρονούντων τοὺς λόγους ἀνδρῶν ἐρῶ . Οὐχ αἱ τρίχες ποιοῦσιν αἱ λευκαὶ φρονεῖν ,
. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς , Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν , ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ
6130521 ἀπερχομαι
] ὅλους ἐποίει δηλονότι ἀγορητάς . ἄνειμι ] ἀνέρχομαι , ἀπέρχομαι , ἀπελεύσομαι , μετελεύσομαι , ἀνελεύσομαι . ἐντεῦθεν ]
' ἢ εἰσὶν ὡς ἄγγελοι τοῦ θεοῦ . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , ἔστιν ἐν τῷ κόσμῳ ἐκείνῳ γνωρίσαι
γὰρ ἄν με ἔπεμπον πάλιν πρὸς ὑμᾶς . νῦν δὲ ἀπέρχομαι πρὸς μὲν Λακεδαιμονίους ὑφ ' ὑμῶν διαβεβλημένος , Σεύθῃ
τότε ἀνοίσωσιν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριόν σου μόσχους . Καὶ πάλιν εἶπον : κύριε , καὶ ἀπὸ τότε τί μέλλει γενέσθαι
6111124 δεδωκας
δεοίμην : ἐγὼ δὲ φροντίζω , πῶς ἂν ὧν ἤδη δέδωκας ἀποδοίην χάριτας . καίτοι τόν γε τρόπον αὐτὸς ὑποδεικνύεις
ἁμαρτία , διὰ τοῦ ἀγαθοῦ μοι κατεργαζομένη θάνατον : ἵνα γένηται καθ ' ὑπερβολὴν ἁμαρτωλὸς ἡ ἁμαρτία διὰ τῆς ἐντολῆς
, τούτῳ δὲ τρίτου προσάψασθαι μόνον ἐπὶ τοῦ μείζονος θρόνου δέδωκας , ὃν ἔδει πλείονος , εἰ δὲ μή ,
οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται . ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσεται , οἱ
6109927 κρινω
ἀληθεύειν . οὕτως οὖν καὶ ἐνταῦθα τὸ νομίζω ἀντὶ τοῦ κρίνω καὶ πιστεύω . ἄλλως : ὅτι τὸ νομίζω καὶ
ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν : ἀλλ ' ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστιν , κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ '
, ὅ ἐστι δοκιμασίαν , ἥν , φησίν , ἐγὼ κρίνω Τιμάρχῳ . Ἄλλως . τοῦτό φησιν , ὅτι ὁ
περὶ ἐμοῦ ὅτι ὁ πατήρ με ἀπέσταλκεν : καὶ ὁ πέμψας με πατὴρ ἐκεῖνος μεμαρτύρηκεν περὶ ἐμοῦ . οὔτε φωνὴν
6106501 τὠμωι
γάμων Ἑλένης τε ; πόθεν ἦλθ ' ἐπ ' ὀλέθρωι τὠμῶι , πάτερ ; βλέψον πρὸς ἡμᾶς , ὄμμα δὸς
τὸν πατέρα : καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων . καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ
μέν , Ἡράκλεις , οὐδ ' ἐγκεχείρηκ ' , ἀλλὰ τὠμῶι δεσπότηι εἴρηχ ' , ὑπέσχηταί τ ' ἐμοὶ ?
ὁ μὴ εἰσερχόμενος διὰ τῆς θύρας εἰς τὴν αὐλὴν τῶν προβάτων ἀλλὰ ἀναβαίνων ἀλλαχόθεν ἐκεῖνος κλέπτης ἐστὶν καὶ λῃστής :
6104594 πορευσομαι
δυσανασχετοῦσα λατρείαν φύγω . δός μοι τὴν προῖκά μου καὶ πορεύσομαι „ . πρὸς ταῦτα τοῦ Ξάνθου μεμψαμένου τὸν Αἴσωπον
ὀνόματί μου δῷ ὑμῖν . ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν , ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους . Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ , γινώσκετε
] δόξης . πρότερον . δόμων ] τῶν . ἤγουν πορεύσομαι . ἤγουν τοῦ Ξέρξου . τῷ Δαρείῳ . καὶ
οἱ πατέρες αὐτῶν . Ἀλλὰ ὑμῖν λέγω τοῖς ἀκούουσιν , ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν , καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς
6103786 πασχω
ὁρᾷ οὐδὲ μετέρχεται αὐτῶν τὰς ἀσεβείας καὶ ἀσυνεσίας : † πάσχω δηλονότι : μοῦσαν οὐράνιόν φησι τὴν μεγάλην καὶ περίβλεπτον
μου τετήρηκα καὶ μένω αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ . Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμῖν ᾖ
' : ὦ τάλαιν ' ἐμὴ πατρίς , ὡς δεινὰ πάσχω . τί δέ με καὶ τεκεῖν ἐχρῆν ἄχθος τ
τῆς διδαχῆς αὐτοῦ . ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἰησοῦς , Ἐγὼ παρρησίᾳ λελάληκα τῷ κόσμῳ : ἐγὼ πάντοτε ἐδίδαξα ἐν συναγωγῇ καὶ
6101519 λειπεις
τῶν ὁριστικῶν ὁμοτονεῖ τοῖς πρώτοις , ἐὰν ἰσοσυλλαβῇ : λείπω λείπεις λείπει , ποιῶ ποιεῖς ποιεῖ . τὸ δὲ πνεῖ
ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν ; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον , εἰπεῖν , Ἀφίενταί σου αἱ ἁμαρτίαι , ἢ εἰπεῖν ,
θνῄσκεις δ ' ἐν Σικελῷ πεδίῳ , Κείῳ δὲ μνήμην λείπεις , Ἕλλησι δ ' ἔπαινον εὐξυνέτου ψυχῆς σῆς ἐπιγεινομένοις
παρεμβολὴν ὁ Παῦλος λέγει τῷ χιλιάρχῳ , Εἰ ἔξεστίν μοι εἰπεῖν τι πρὸς σέ ; ὁ δὲ ἔφη , Ἑλληνιστὶ
6095646 δειξον
Ἐλάλησε δὲ Ἱερεμίας λέγων : Παρακαλῶ σε , κύριε , δεῖξόν μοι τὶ ποιήσω Ἀβιμέλεχ τῷ Αἰθίοπι , ὅτι πολλὰς
με , καὶ καθὼς εἶπον τοῖς Ἰουδαίοις ὅτι Ὅπου ἐγὼ ὑπάγω ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν , καὶ ὑμῖν λέγω ἄρτι
εἶναι , ἄρα πῶς προκόπτεις ; Σὺ οὖν ἐνταῦθά μοι δεῖξόν σου τὴν προκοπήν . καθάπερ εἰ ἀθλητῇ διελεγόμην δεῖξόν
ὑπάγω : ὑμεῖς δὲ οὐκ οἴδατε πόθεν ἔρχομαι ἢ ποῦ ὑπάγω . ὑμεῖς κατὰ τὴν σάρκα κρίνετε , ἐγὼ οὐ
6084511 ἐπισταμαι
ἀρχὴν Σκαμανδρίῳ τῷ παιδὶ κατέλιπεν . ταῦτα δὲ ἔχοντα οὕτως ἐπίσταμαι σαφῶς ὅτι οὐδεὶς ἀποδέξεται , φήσουσι δὲ ψευδῆ πάντες
τὸ σῶμά σου εἰς γέενναν ἀπέλθῃ . Ἐρρέθη δέ , Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ , δότω αὐτῇ ἀποστάσιον
ἐκ φιλανθρωπίας κτήσασθαι δόξαν , καὶ οὕτως ἐγώ σε καλῶς ἐπίσταμαι ὥστε καὶ ὑπεσχόμην αὐτοῖς τὰ βελτίω , καὶ νῦν
ὑμῶν . Οὐαὶ ὑμῖν , ὁδηγοὶ τυφλοὶ οἱ λέγοντες , Ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ , οὐδέν ἐστιν :
6079644 Οἰμοι
πρόφασις καλῶς εὑρημένη : τὸν γὰρ γέροντα διαβαλοῦμαι τήμερον . Οἴμοι . τί [ δήποτ ' ] ἐστί ; μῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ , δι ' οὗ ἐμοὶ κόσμος ἐσταύρωται κἀγὼ κόσμῳ . οὔτε γὰρ περιτομή τί ἐστιν οὔτε ἀκροβυστία ,
ἐλύσσα . Τὸν δὲ νεβρὸς ἐξ ὕλης ἰδὼν ἔφησεν : Οἴμοι τῷ ταλαιπώρῳ : τί γὰρ μεμηνὼς οὕτως οὐχὶ ποιήσει
ἐστιν ὁ καταβαίνων ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ζωὴν διδοὺς τῷ κόσμῳ . Εἶπον οὖν πρὸς αὐτόν , Κύριε , πάντοτε
6075068 συγγονωι
δρᾶι φράσον . πάντ ' οἶδ ' , ἐρεῖ τε συγγόνωι παρόντα σε . θνήισκοιμεν ἄν : λαθεῖν γὰρ οὐχ
οὐκ ἔστιν ἐκ πίστεως , ἀλλ ' Ὁ ποιήσας αὐτὰ ζήσεται ἐν αὐτοῖς . Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας
ὧδ ' ἔχειν . σοὶ μὲν τάδ ' αὐδῶ , συγγόνωι δ ' ἐμῆι λέγω : πλεῖ ξὺν πόσει σῶι
ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ ' αὐτήν , καὶ ζήσεται . καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ
6073956 συριζω
ἐκλαλῶ , ἀλλοτριοῦμαι , ἐκπαλαίω , μυθολογῶ , λαλῶ , συρίζω , ἀπατῶ , μωραίνω , κλέπτω , κατασκευάζω ,
, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα . καὶ τοῦτο εἰπὼν ἔδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας
τ τρέπουσι , τύ λέγοντες ἀντὶ τοῦ σύ . Τὸ συρίζω τυρίσδω λέγουσιν : ἐπὶ δὲ τοῦ δευτέρου καὶ τρίτου
. καὶ ἐπὶ τῇ πίστει τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ τοῦτον ὃν θεωρεῖτε καὶ οἴδατε ἐστερέωσεν τὸ ὄνομα αὐτοῦ , καὶ ἡ
6070090 πεπονθα
. διότι . ἐχρῆν : Ἀντὶ τοῦ χρή . . πέπονθα : Ἔπαθα . . ἔπαθον . . δεινὰ :
χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν . Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς : Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ,
προτέρων φρενῶν ἀπολειφθεὶς καὶ μανείς : † ἄλλως : τί πέπονθα ἀπολειφθεὶς τῶν πρὸ τῆς μανίας φρενῶν : † ἄλλως
ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ ' ἐμοῦ ; γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε , ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν : τὸ μὲν
6066636 ἐλεξας
κοσμοῦσα , μὴ οὐ πείσηις σοφούς . Κύπριν δ ' ἔλεξας ἐλθεῖν ἐμῶι ξὺν παιδὶ Μενέλεω δόμους . οὐκ ἂν
εἶπεν δὲ Μαριάμ , Ἰδοὺ ἡ δούλη κυρίου : γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου . καὶ ἀπῆλθεν ἀπ '
Οὐδεὶς ἐρεῖ ποθ ' ὡς ὑπόβλητον λόγον , Αἴας , ἔλεξας , ἀλλὰ τῆς σαυτοῦ φρενός . Παῦσαί γε μέντοι
τὰ τέκνα τοὺς ἰδίους γονεῖς ; καὶ ἤκουσα φωνῆς λεγούσης μοι : ἄκουσον Ἰωάννη : τοῖς μὲν δικαίοις γνωρισμὸς γίνεται
6060420 ἐρωτω
. Πότερον εἰ τὴν κεφαλὴν μόνον κνησιῷἢ ἔτι τί σε ἐρωτῶ ; ὅρα , ὦ Καλλίκλεις , τί ἀποκρινῇ ,
ζῶντας καὶ τὰ μέλη ὑμῶν ὅπλα δικαιοσύνης τῷ θεῷ : ἁμαρτία γὰρ ὑμῶν οὐ κυριεύσει , οὐ γάρ ἐστε ὑπὸ
ἰσχυροτέραν ; Τοῦτ ' , ἔφη , λέγω , καὶ ἐρωτῶ γέ σε πότερον ἴσον ἂν ἑκατέρᾳ τῇ γῇ σπέρμα
οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἄρῃ , καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν . πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ
6058220 ταλαν
τοὺς κάδους ξυλλαμβάνειν ; μὴ σκῶπτέ μ ' , ὦ τάλαν , ἀλλ ' ἕπου δεῦρ ' ὡς ἐμέ .
τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου : ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι , ὑμεῖς δὲ ἐν πνεύματι βαπτισθήσεσθε ἁγίῳ οὐ μετὰ
μέλεος , ὦ τάλας ἐγὼ τάλας , ἀπὸ δὲ συγγόνων τάλαν ' ἄνομα πάθεα φῶτά τε λιτομένα , πολυδάκρυτον Ἀίδα
ἄρα οὗτός ἐστιν ὅτι καὶ τοῖς ἀνέμοις ἐπιτάσσει καὶ τῷ ὕδατι , καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ ; Καὶ κατέπλευσαν εἰς τὴν
6051345 διδαξω
. Κρόνος ] ἄφρων ⌈ καὶ παλαιός . εἴπερ ] διδάξω . λαλιὰν ] στωμυλίαν καὶ πανουργίαν . ⌈ ἐπιβάλῃς
γὰρ Οὐ μοιχεύσεις , Οὐ φονεύσεις , Οὐ κλέψεις , Οὐκ ἐπιθυμήσεις , καὶ εἴ τις ἑτέρα ἐντολή , ἐν
δὲ τοῦτ ' ἐδύνατο , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι ; ἐγὼ διδάξω . Φιλίππῳ μὲν ἦν συμφέρον ὡς πλεῖστον τὸν μεταξὺ
αὐτὴν ἐγάμησεν : ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι Οὐκ ἔξεστίν σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου .
6049173 τιθεμαι
κυρῶ καὶ βεβαιῶ , ἐξ οὗ καὶ ὁ νομοθέτης . τίθεμαι τῷ δόγματι ἀντὶ τοῦ προσέχω τὸν νοῦν τῷ δόγματι
ψυχὴν αὐτοῦ περιποιήσασθαι ἀπολέσει αὐτήν , ὃς δ ' ἂν ἀπολέσῃ ζῳογονήσει αὐτήν . λέγω ὑμῖν , ταύτῃ τῇ νυκτὶ
τὰ χρήματά μου , εἰς ἐνέχυρον ὑποτίθημι . , ἐνέχυρον τίθεμαι , εἰς τὰς χεῖρας ἐκείνων δίδωμι ἐνέχυρα , ἐνέχυρα
πολλάκις καὶ εἰς πῦρ αὐτὸν ἔβαλεν καὶ εἰς ὕδατα ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν : ἀλλ ' εἴ τι δύνῃ , βοήθησον
6047534 παλαιω
: παλαίω : παρὰ τὸ πάλλω , τὸ σείω , παλαίω . . , : παραβλώψ : παρὰ τὸν βλέψω
τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν . Ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων Ἰερουσαλήμ , τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν
ὡς τὸ κυριεύω σοῦ , καὶ δοτική , ὡς τὸ παλαίω σοί , καὶ αἰτιατική , ὡς τὸ τιμῶ σέ
ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος : οὕτως καὶ ὑμεῖς , ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα , γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις
6047057 ἡδομαι
μοι φακούς , μὰ τὸν Δί ' : οὐ γὰρ ἥδομαι . ἢν γὰρ τράγῃ τις , τοῦ στόματος ὄζει
, τὴν εἴσοδον ἡμῶν τὴν πρὸς ὑμᾶς ὅτι οὐ κενὴ γέγονεν , ἀλλὰ προπαθόντες καὶ ὑβρισθέντες καθὼς οἴδατε ἐν Φιλίπποις
ἐν Ναυπλίῳ νυμφικὸν Ἐλύμνιον . Γ # ἥδομαί γ ' ἥδομαι : κορωνίς . εἰσελθόντων τῶν ὑποκριτῶν ὁ χορὸς μόνος
Ἀδὰμ οὐκ ἠπατήθη , ἡ δὲ γυνὴ ἐξαπατηθεῖσα ἐν παραβάσει γέγονεν . σωθήσεται δὲ διὰ τῆς τεκνογονίας , ἐὰν μείνωσιν

Back