, ἠ κατ ' ἐλλειψιν του φθεγμα ὡν θηριων οὐδεν φθεγμα ἐστιν ὀνομα : οὐ γαρ δηπου λεγοι ἀν μη
παρεσκευασμενον σε ὁρων ξυμμετρως , δει δε και προς το φθεγμα του βασιλεως παρεσκευασθαι σε και προς το δυστροπον του
9999897 γεγραφθω
, και δια των Α , Λ σημειων μεγιστος κυκλος γεγραφθω ὁ ΑΛ . και ἐπει ἐν σφαιρᾳ δυο κυκλοι
ΖΚ και ἡ ΖΔ , περι δε την ΚΔ τμημα γεγραφθω , ὁ δεχεται την ὑπο των ΚΖΔ . ἐφαψεται
9999896 σμικροτητι
ἀλληλων και του ὁλου , ἀλλ ' ἠ μεγεθει και σμικροτητι ; Ἐκεινως μοι φαινεται , ὠ Σωκρατες , ὡσπερ
μεν και κουφον και μαλακον και σκληρον και μεγεθει και σμικροτητι και τῳ μανῳ και πυκνῳ , θερμον δε και
9999893 χαλκευτικη
μεταλλευτικη και ὑλοτομικη : παρασκευαστικαι γαρ εἰσιν . ἡ δε χαλκευτικη και ἡ τεκτονικη μετασχηματιστικαι εἰσιν : ἐκ μεν γαρ
ἀμφω : ἀναγκαιαι μεν και χρησιμοι , ὡς οἰκοδομικη και χαλκευτικη , και γεωργια και ῥητορικη : ψυχαγωγικαι δ '
9999891 ἐβουλομεθα
ὀντας και τα ὁπλα ἐχοντας ἐν χερσιν , οὐτε προτερον ἐβουλομεθα μαχην συναπτειν οὐτε νυν ἐτι θαρσουμεν ἐπι τοιουτοις συμμαχοις
δη γελοιοτατον , πασαι γαρ ἐπι ταὐτον ἀνισταμεναι ἀλληλας λανθανειν ἐβουλομεθα : θατερᾳ δε οἱ ἀνθρωποι ὑπο την λοχμην παρηρχοντο
9999890 τρισκαιδεκα
οὑς ἀποκτεινων ὁ Οἰνομαος ἀνεβαλλετο τον της θυγατρος γαμον ἐπι τρισκαιδεκα ἠδη νεοις . ἀλλα ἡ γη νυν ἀνθη φυει
ἀπερχεται μισθον οὐκ ὀλιγον της ἀγγελιας προλαβων . ἑωθεν δε τρισκαιδεκα ἡκουσιν κομιζοντες , ἑκαστος ὡς πολλα εἰπε και ὡς
9999888 ἐδηλωσεν
] * Δια του εἰπειν δελφινων το ἐν νησῳ οἰκειν ἐδηλωσεν : ἐν γαρ τῃ θαλασσῃ ἡ νησος , της
αὐτην δυναμιν ἐχει : ἀλλα περι ἑνος εἰπων περι παντων ἐδηλωσεν . οὐ γαρ δηπου ἐαν μεν τις πατραλοιαν ἠ
9999888 θατερῳ
ὁ δημηγορων δε Ἀθηνησιν ἐστεφανουτο και ὁτε ἐπαυετο , παρεδιδου θατερῳ και ὁποτε εἰποι , ὀρθως ἐτιματο στεφεσθαι . ὁ
Καλλιμαχου λαμπρων ἀριστειαν αἰτει ὡστε και τουτο τον λογον τῳ θατερῳ παρασχειν . δυναμεως ἐστιν ἐργον , οὐκ ἐπιδειξεως :
9999887 ἐργαζομεθα
συναπτωμεν , και το ὁλον τουτο , ὁπως , ἁ ἐργαζομεθα , εὐχωμεθα και εὐχωμεθα , ἁ ἐνεργουμεν , συναψας
ἀλληλων και κεχωρισται τα ζητηματα , συναπτειν μεν ἐπιχειρουντες συγχυσιν ἐργαζομεθα : διαιρουντες δε εὐκρινη και σαφη τον λογον παρεξομεθα
9999887 ἐλαλησε
ἡττον γινονται ἐκ των προηγησαμενων : ἐνθεν εἰπου τις πολλα ἐλαλησε και ἀσθενεστερον ἐποιησε τον λαρυγγα , ἐκει μαλλον ἐπεσυρατο
μετα των πατερων αὐτου . Ἀντιγραφον διαθηκης Ἀσηρ , ἁ ἐλαλησε τοις υἱοις αὐτου ἑκατοστῳ εἰκοστῳ ἐτει ζωης αὐτου .
9999885 ἐτυγχανες
και μαλιστ ' εἰ και προτερος αὐτος εὐ ποιησας τουτον ἐτυγχανες . εἰθ ' ὡν οὐκ ἀν ποτ ' αὐτος
οὐ γαρ οἰδα τι ἀν δεινοτερον ἐπασχομεν , εἰ ἀπων ἐτυγχανες , οὑ νυν παροντος βλαπτομεθα . εἰ δ '
9999885 κολλωδες
και μιξαντες τον καρπον του παλιουρου . Τουτου γαρ συμμιγεντος κολλωδες μεν το παν πολυ μαλλον γινεται , δοκει δ
οἰνον , ἠ ἐμβληθηναι εἰς τους πιθους , παχυ και κολλωδες ᾐ το γλευκος , μονιμωτερος ἐσται ὁ οἰνος :
9999884 ἐξεπλευσε
ἐπεδειξατο , ὁστις παραλαβων πασας πολεις ἐφ ' ἁς ἀρξων ἐξεπλευσε στασιαζουσας δια το τας πολιτειας κινηθηναι , ἐπει Ἀθηναιοι
της γυναικος ἀναιρεσιν και του Περδικκου , τον στολον ἀναλαβων ἐξεπλευσε και κατηντησεν εἰς Τυρον . ὁ δε της πολεως
9999884 Παραδειγμα
ἀδοξα ἀσυστατα : τα δε μη προς ὑπερβολην συνισταται . Παραδειγμα ἀλλο του ἀπιθανου . Περικλης τῃ Ἀσπασιᾳ συνοντα Σωκρατη
ἀφεις το ὁριζεσθαι ἐπι το ὁμοιον αὐτο δεικνυναι μεταβαινει . Παραδειγμα ὁρου , τον μη ὁλοκληρον μη ἱερασθαι , μη
9999884 κολοκυνθης
τον στομαχον κυστιν πληρωσας ὑδατος ψυχρου ἠ χιονα ἐπιβαλλε ἠ κολοκυνθης ξεσματα . Ἐκκαιομενοις ἀδιψον καταποτιον : σικυου ἡμερου σπερματος
λεκιθων , καρυων , ζωμου , πολφων , οἰνου , κολοκυνθης . Εἱς οἰωνος ἀριστος ἀμυνεσθαι περι δειπνου . ὡς
9999882 βραχυν
ἀπο γονης , και προς των νομεων ἀναιρεθεις ἐκτραφειη , βραχυν ἐπισχων χρονον , εἰτε ὑποτυπωθεις τι των ἀληθων εἰτε
ἐς το κοινον ἐπεσκοπειτο , ἀλλ ' ἐξιων του ὁμιλου βραχυν καιρον . φθεγμα δε ἠν αὐτῳ λαμπρον και ἐπιτονον
9999882 φλεγμονηϲ
των ἐν ταιϲ θερμαιϲ και ξηραιϲ κραϲεϲι γιγνομενων πυρετων χωριϲ φλεγμονηϲ και ϲηψεωϲ . ὁϲοι την κραϲιν πικροχολοι και την
ἠ φοινικων ἠ μυξων ἠ φακηϲ : ἐνδιδουϲηϲ δε τηϲ φλεγμονηϲ ἠ ἀκμαζουϲηϲ μικτεον αὐτοιϲ το μελι , ὁ ἐν
9999881 ἐθαυμαζεν
μελλοντα χειμωνα ἐκ της παρουσης αἰθριας προηπιστατο ἐξεπληξε : και ἐθαυμαζεν Ἱερων αὐτον , και Νικαευσι τοις Βιθυνοις συνηδετο ὁτι
. του δε δουλου κατωθεν τρησαντος και τον οἰνον αἰροντος ἐθαυμαζεν , ὁτι των σημαντρων σωων ὀντων ὁ οἰνος ἐλαττουται
9999881 αἰσθητη
γαρ ἐνεργεια μεν ᾐ της φυσεως και ἀνεμποδιστος , μη αἰσθητη δε , οὐκ ἐσται ἡδονη , οἱον ἡ ἀναδοσις
ὁρον και λογον , οἱον της συνθετου , ἐαν τε αἰσθητη ἐαν τε νοητη ᾐ : ἐξ ὡν δ '
9999881 σκιασμα
ὁτι αἱ της σεληνης ἐκλειψεις γινονται κατα την εἰς το σκιασμα της γης ἐμπτωσιν : προς λογον γαρ της κατα
κρασει τα ἐπι γης γιγνεσθαι : σεληνην ἐκλειπειν εἰς το σκιασμα της γης ἐμπιπτουσαν : την ψυχην και ἐπιδιαμενειν και
9999881 ὁριζομεθα
ὁροι : και τοσαυτα περι της ἐξηγησεως του λογου εἰποντες ὁριζομεθα την ῥητορικην , ὡς ἡ ῥητορικη ἐστι δυναμις ἀνασκευαστικη
λογος γενους τινος του ὁριστου , οὐκ αὐτου τουτου ὁ ὁριζομεθα . το γενος δε του οἰκειου εἰδους ἑτερον και
9999881 ἐργωδες
; ἐν ᾡ ὁτι πανταχοθεν οὐτε ἀσυμφορον , οὐτε ὁλοκληρον ἐργωδες το ἐγχειρημα , ἀλλα και ὀλιγα ἀρκεσει χρηματα :
Το δε και ταυτας ἐκθεσθαι πολυχουν τε ταις δειξεσιν και ἐργωδες ἐν τοις ἐπιλογισμοις μη ὡρισμενων καθ ' ἑκαστην των
9999881 νομισθειη
ψυχρον ἀν νομισθειη , προς δε το ψυχρον συγκρινομενον θερμον νομισθειη ἀν : οὑτως οὐν και κατα τον αὐτον τροπον
τουτι το πνευμα φαινεσθαι , τις ἀν μαλλον προσηκουσα ὡδε νομισθειη διαιτα , εἰ μη ἡ μετριως ψυχουσα και ξηραινουσα
9999880 αἰσθητικη
περιελκεται και συρεται ὑπο της ἐπιθυμιας , ἀλλ ' ἡ αἰσθητικη , ἠτοι ἡ μερικη δοξα ἡτταται ὑπο της ἐπιθυμιας
' ἁπλως τα καθ ' ἑκαστα και ἐν οἱς ἡ αἰσθητικη γνωσις ἐνεργειν πεφυκεν . εἰ γαρ τις περι τησδε
9999880 σιγμα
ἱν ' ἐν τῃ συνεχει καθ ' εἱρμον ἐπιφορᾳ το σιγμα συναπτηται τῳ ἑπτα . ὡστε λεληθοτως ἐκφωνεισθαι σεπτα .
ὡς πολλων τουτῳ προσκρουοντων δια το ἀδυνατον εἰναι ἀποσχεσθαι του σιγμα και δια το μη δοκιμαζειν , ἐποιησε : πριν
9999880 ἀπελυσε
τοξευσας τον ἀετον ἀπεκτεινε , τον Προμηθεα δε κακης μεριμνης ἀπελυσε . ταυτα δε ἠν πασχων ὁ Προμηθευς δια δυο
παρεσπονδηκοτων ὑμων και ἐς πρεσβεις ἁμαρτοντων , ἡ τε πολις ἀπελυσε , κἀγω καταχθεντας ἐς το στρατοπεδον προς ὑμας ἠδη
9999880 μαθησεσθε
δη του αὐτου λογου την τε δικην οὐκ εἰσαγωγιμον οὐσαν μαθησεσθε , και την ὁλην ἐπιβουλην και πονηριαν τουτουι του
ἀν δυνωμαι δια βραχυτατων τους λογους . ὁθεν οὐν ῥᾳστα μαθησεσθε περι αὐτων , ἐντευθεν ὑμας και ἐγω πρωτον πειρασομαι
9999879 ἐθελωσι
ἐν ταις προτερον ξυνθηκαις ὁπλα μη ἐπιφερειν , ἠν δικας ἐθελωσι διδοναι , αὐτοι οὐχ ὑπηκουον ἐς δικας προκαλουμενων των
ἐφεται , ἀκοντα κτειναι , ἐσεσθων οἱ φρατερες , ἐαν ἐθελωσι , δεκα : τουτους δε οἱ πεντηκοντα και εἱς
9999879 Ἀλεξανδρε
κρινων . τον δ ' εἰπειν : ἀλλα μην , Ἀλεξανδρε , | οὐ βασιλικον ἐστι [ ψευδεσθαι ] .
ἀλλως τε και τουτο , ὁ χρησιμον ἐφης , ὠ Ἀλεξανδρε , το δια τουτο κρατειν ῥᾳδιως , πολυ της
9999878 Κρατηρ
ἐκτεταμενας τας χειρας ἀνω και ὁ νωτος της Ὑδρας και Κρατηρ και Κυμβαλα και οἱ Φρυγιοι Αὐλοι και τα μεσα
Ὑδρος [ τε και Κρατηρ ] ἑως Κορακος . παρειται Κρατηρ . Ἰχθυων ἀνατελλοντων ἀνατελλει νοτιος Ἰχθυς οὐχ ὁλος Ἀνδρομεδας
9999878 ἐνομισθη
δαιμων δε οὑτος ὁ Τυφων . Ἡ Ἰσις ἡ αὐτη ἐνομισθη τῃ Ἰοι τῃ ἁρπασθεισῃ ὑπο του Διος . ὁ
πατριδι μικρον ἐμπροσθεν ἐφανη και τοις ἀλλοις Φοινιξι και ῥητωρ ἐνομισθη : νυν δ ' ἐπελθειν ἐθελων την Παλαιστινην ,
9999878 κοιλιᾳ
ἀληθως ἐστι θειος : „ ἐπι τῳ στηθει και τῃ κοιλιᾳ πορευσῃ „ : περι μεν γαρ τα στερνα ὁ
πιτταν . εἰχον γαρ οἱ Λακεδαιμονιοι τριηρεις . κενῃ τῃ κοιλιᾳ : ἀντι του πενης ὠν ἀναξιως ἐκ των κοινων
9999877 ῥητορικα
ὡςτε μηδεν ἡμας δυνασθαι διαφυγειν . τα τοινυν ἰδια και ῥητορικα ἠθη τουτοις διαιρειται : κατα ἐθνη , γενη ,
, οἱον ῥητορσι τε και γραμματισταις , αὐτους δε τα ῥητορικα ἠ τα γραμματιστικα οὐκ ἐργαστεον . τῳ γαρ ὀντι
9999877 ἐξεταζε
οὐδεις ἀφαιρειται . σκεπτου προ του πραττειν και ἁ πραττεις ἐξεταζε , ἱνα μηδεν ποιῃς ὁ μη δει . ὁ
. βουλει δικαιος μοι γενεσθαι κριτης ; μη το συμβαν ἐξεταζε μονον , την ὁθεν ἐγενετο προφασιν κρυπτων μηδε των
9999877 ἐλαιῳ
κυαμους τριψας λειον , διπλασιον δε ἐστω της ῥαφανου , ἐλαιῳ διειναι , ὁσον τεταρτημοριον κοτυλης , τουτο ἐγχειν χλιαρον
τῳ δε της ἀγριας μαλαχης χυλῳ εἰ τις χρισαιτο συν ἐλαιῳ , οὐτε ὑπο σφηκων πληγησεται , και τον φθασαντα
9999875 σανιδες
δυο ὑποκεισθωσαν ἀπο ιδ ποδων . Ἐσονται οὐν περικειμεναι αἱ σανιδες : ἡ μεν μια ιβ ποδων ἡ φαινομενη :
το καταστρωμα . τα δε ξυλα ἐφ ' ὡν αἱ σανιδες ἐπικεινται , κανονια και σταμινες . το δε συνεχον
9999875 Σικελια
Μαρκιανος . Σικελια ἡ νησος Σικανια προτερον ὠνομαζετο , εἰτα Σικελια ἐκληθη , ὡς φησι Ἑλλανικος Ἱερειων της Ἡρας β
δε Κυκλαδων κρατιστη ἐστιν ἡ Ναξος : διο μικρα λεγεται Σικελια . Ἐκ δεξιων δε αἱ Σποραδες . Ἡ δε
9999873 θυμιαμα
και ἐκειθεν ὁμοιως ἐκφερεται τα προειρημενα φορτια [ και ] θυμιαμα το λεγομενον μοκροτου . Οἱ δε κατοικουντες ἐμποροι σκληροτεροι
θυμιατε μινδακα . Ἀκηκοας συ δεσποτ ' ἠδη πωποτε το θυμιαμα τουτο ; Εἰς την ἑσπεραν χορταζομεσθα πασιν ἀγαθοις .
9999873 λογιζεσθε
. το δε φιλομμειδης Ἀφροδιτη , κἀν ἐγω παραλειψω , λογιζεσθε . ὁ δε Ἐρως και ἀνεκαγχασεν εὐστοχως την Αἰητου
ἠ διειναι , ὡς ἀν τις μηδετερου δικαιως τυχοι . λογιζεσθε γαρ , εἰ μεν , ὠ ἀνδρες Θηβαιοι ,
9999872 ἐτολμησεν
ὑπνος . Πυθαγορας δε ὁ Σαμιος πρωτος ἐν τοις Ἑλλησιν ἐτολμησεν εἰπειν , ὁτι αὐτῳ το μεν σωμα τεθνηξεται ,
βασιλικων ἁπαντων , ἐγνωσαν πολεμιους ὀντας . εἱς οὐν ἐκεινων ἐτολμησεν ἀγνοων ἐξοπισθεν βαλειν τον Κυρον ἀκοντιωι : της δε
9999872 βραχειᾳ
κονδος ἐπιθετον και ὁ μυνδος . Τα εἰς ΔΟΣ ὑπερδισυλλαβα βραχειᾳ παραληγομενα προπαροξυνεται : ὀμαδος κελαδος Τενεδος κορυδος , ὁπερ
ἐστι χρησιμος , ὁμοιως ταις ῥιζαις αὐταις γλυκυς ὑπαρχων ἁμα βραχειᾳ τινι στυψει . εἰη ἀν οὐν ἡ φυσις αὐτης
9999872 βουλῃ
βουλην τους κυριους , και εἰσαγγειλας και ἑλων ἐν τῃ βουλῃ , ἀποχρην ἡγησαμην τα μεν σκευη ἀπολαβειν ἁπλα ,
κεμμας , ἑῳ δ ' ἰσα φιλατο νεβρῳ μαζον ὑποσχομενη βουλῃ Διος : οὐ γαρ ἐῳκει ἐκγονον Ἡρακληος ὀιζυρως ἀπολεσθαι
9999872 ἐναλλαγη
δε γινεται το ζητημα : οὑτως οὐν ἡ των πραγματων ἐναλλαγη ποιει τα ἐσχηματισμενα , και οὐχ ἡ των προσωπων
κλεμμα λεγων , ἀλλ ' οὐ κατορθωμα . δωροδοκημα ] ἐναλλαγη των παρισουσων συλλαβων . και τοτε και νυν ἀει
9999871 ἀρχωμεθα
τον αὐτον ἐχειν μελλοντα : ἐαν δε ἀπο του ἐνεστωτος ἀρχωμεθα , οὐδεν ἀμφιβολον γινεται : και γαρ του λειβω
τους αἰωνας . Ἀμην . Νυν αὐθ ' ὁπλοτερων ἀνδρων ἀρχωμεθα , Μουσαι ἐκ γαρ δωρων πολλα κακ ' ἀνθρωποισι
9999871 ἀφεισα
ἡμων . „ και εἰπεν αὐτοις ἡ συκη : ” ἀφεισα την γλυκυτητα μου και το γεννημα μου το ἀγαθον
καταδυσα παλιν ] ἀνηβᾳ τε και ἐγειρεται , δακρυα τε ἀφεισα και θρηνους , κωμαζειν τε και χορευειν ἀρχεται ,
9999871 ἐρωτατε
ἡμιν . † περικαλυπτεις ἀλλουμεμνησθε ] † ἠγουν περι ἀλλου ἐρωτατε τονδε ] τον περι της του Διος πεπρωμενης καιρος
εἰη . Ἰτε νυν , ἐφη ὁ Ἀγησιλαος , και ἐρωτατε : ἀπαγγελλετε δ ' αὐτοις και ταυτα , ὁτι
9999870 κοινῳ
ἐσθ ' ὁτε , και αὑται μεν αἱ ἀλλοιωσεις τῳ κοινῳ δη λογῳ γινονται , του παντος ἀλλοιωθεντος σωματος .
ἐστι δημοσιᾳ βλαβος εἰ τις ψευδεται , ἐν δε τῳ κοινῳ μη χρησθαι τῳ νομῳ τουτῳ την πολιν την αὐτην
9999869 δενδρῳ
τε ] ἀνδραχνου το ὑπολοιπον : τραφηναι δε ὑπο τῳ δενδρῳ τον Ἑρμην τουτῳ νομιζουσιν . οὐ πορρω δε θεατρον
. ὁταν δε ἐμπαλαχθωσιν αὐτῳ , προσαραττουσι την οὐραν ἠ δενδρῳ ἠ τοιχῳ ἠ αἱμασιᾳ : παιομενοι δε οἱ σφηκες
9999869 βραχιονι
τορμους ἠ κονδυλους . και του πηχεως την ὑπο τῳ βραχιονι συμβολην κατα μεν την ἐνδοθεν κοιλοτητα ὀλεκρανον καλεισθαι νομιζουσιν
μασχαλην , βροχος ὁ καρχησιος ἠ ἀλλος ἰσοτονος περιτιθεσθω τῳ βραχιονι , και αἱ του βροχου ἀρχαι ἀγεσθωσαν κατω και
9999869 ἡμιφωνα
ἑαυτα φωνειται και μεθ ' ἑτερων και ἐστιν αὐτοτελη : ἡμιφωνα δ ' ὁσα μετα μεν φωνηεντων αὐτα ἑαυτων κρειττον
το θ : οὐδενος δε πεφυκε προταττεσθαι των ἀφωνων τα ἡμιφωνα . τουτοις ἐπιφερεται τριτον κωλον τουτι πολυβατον οἱ τ
9999869 μακροτατη
θερινας τροπας ὁ ἡλιος κατα κορυφης γινεται , ἡ δε μακροτατη ἡμερα ὡρων ἰσημερινων ἐστι τρισκαιδεκα και ἡμιωριου , ἐν
ἀποφηνω ὁτι των παιδιων γινεται ἡ διακρισις των μελεων ἡ μακροτατη ἐπι μεν τῃ κουρῃ ἐν τεσσαρακοντα και δυοιν ἡμερῃσιν
9999869 Ἡρακλεα
ἐπι τῳ κατηγορειν , Βουσιριν δε ἐπι τῳ ξενοκτονειν και Ἡρακλεα παλιν ἐπι τῳ ἀθλειν , παραιτητεον . . .
ἠχθη πρωτη . βʹ . Ὀσορχω ἐτη ηʹ , ὁν Ἡρακλεα Αἰγυπτιοι καλουσι . γʹ . Ψαμμους ἐτη ιʹ .
9999869 Φρυγια
, λιθουργιαι , λιθοτομιαι . πολλα δε εἰδη λιθων , Φρυγια , Λακαινα , Λιβυσσα , Εὐβοϊς , Θετταλη ,
μαλιστα δηλουντα την της οὐσιας αἱρεσιν ἀηρ και ὑδωρ . Φρυγια δ ' ἰδιως εἰρηται δια το θρησκευεσθαι παρα τοις
9999868 μαρτυριᾳ
το ἁρμοζον ζῳδιον τῃ ἀποδημιᾳ ἐφαρμοζειν αὐτο τῃ των ἀγαθοποιων μαρτυριᾳ προς αὐτο τε και τα κεντρα και οὑτω καταρχεσθαι
, οὐχι ψιλῃ εἰκασιᾳ ἀλλα πειρᾳ και τῃ των ἀποτελεσματων μαρτυριᾳ πειθομενος . και ὁσα σπερματωδεστερα και οὐκ ἐξειργασμενα οἱ
9999868 ἀσωδεες
σημαινει πτυελου πληθος ἐν τῳ πλευμονι . Οἱ φρικωδεες , ἀσωδεες , κοπιωδεες , ὀσφυαλγεες , κοιλιας καθυγραινονται . Τα
τῃσι κινησεσι μετα ἀδυναμιης κατακεκλασμεναι , περι κρισιν ἐνοχληθεισαι , ἀσωδεες , ἐφιδρουσι πολλῳ : κοιλιαι καθυγρανθεισαι ταυτῃσι , κακον
9999868 Καρχηδονιοι
, και τησδε παρα τας συνθηκας ἐφιεμενος . οἱ δε Καρχηδονιοι πεζοις μεν δισμυριοις και πεντακισχιλιοις , ἱππευσι δε πολιτικοις
και την ὁλην εὐνοιαν , Φιλινῳ μεν παντα δοκουσιν οἱ Καρχηδονιοι πεπραχθαι φρονιμως , καλως , ἀνδρωδως , οἱ δε
9999868 θεραπευθῃ
καθαιρειν την κεφαλην και καιειν τας φλεβας : κἠν ἀρχομενος θεραπευθῃ ταυτα , ἱσταται το κακον και οὐ χωρεει ἐπι
ἐπιδεχεται . τα δε χρονιζοντα ἐν τῳ πνευμονι ἑλκη κἀν θεραπευθῃ ποτε , καταλειπει γε τι λειψανον ἐν αὐτῳ τυλωδεϲ
9999868 ἀφαιρεισθω
Φιλισκος ἀφῃρεθη το εἰναι ἀτελης , αἱδε ἐγενοντο , μη ἀφαιρεισθω δε αὐτον τα περι τῳ βλεμματι και τῳ φθεγματι
. ἐστω ἑξ και ἑξ : ἀπο θατερου των ἑξ ἀφαιρεισθω τυχον τρια και προστεθεισθω θατερῳ [ β ] :
9999867 θαυμασιε
Ἀπολλωνος : εἰς ἁ ἀποβλεψας ὁ βασιλευς εἰπεν : ὠ θαυμασιε λυτικε , ἐαν ἀφελῃς του Σωτηρος το σω ,
σοι φερονται νεοττοι , κατοκνεις ; ἀλλ ' , ὠ θαυμασιε , μη τουτο ποιου κωλυμα μηδ ' οὑτως οἰου
9999866 λαμβανῃς
συμβουλευομενος καταμανθανεις τους φρονιμους , οὑτω και των θεων πειραν λαμβανῃς θεραπευων , εἰ τι σοι θελησουσι περι των ἀδηλων
προς το ὀα στιξον , ἱνα προς το ἀπυων ἐξωθεν λαμβανῃς ἐσται λογιζομενος καθολικον το γυναικοπληθης ὁμιλος δια πασας τας
9999866 ἀπελαβε
τα περατα καταμετρησῃ τῳ λογισμῳ . . Ἡ μεν σαρξ ἀπελαβε τα περατα της ἡδονης ἀπειρα , και ἀπειρος αὐτην
παραδους δ ' αὑτον και την βασιλειαν Ἀλεξανδρῳ παλιν ταυτην ἀπελαβε δια την του κρατουντος ἐπιεικειαν . ὁ δε Σωπειθης
9999866 χολωδεσι
πλειους αὐτων . τοιαυτα μεν οὐν τα γνωρισματα της ἐπι χολωδεσι και θερμοις χυμοις γινομενης κωλικης διαθεσεως . θεραπευειν οὐν
πληθει χυμων ὠμων συγκοπτομενους διαγινωσκειν χρη . Τους δε ἐπι χολωδεσι και λεπτοις χυμοις συγκοπτομενους ἐνεστι σοι διαγινωσκειν οὑτω :
9999866 Αἰγυπτοιο
ἐς πατριδα γαιαν , πριν γ ' ὁτ ' ἀν Αἰγυπτοιο , διιπετεος ποταμοιο , αὐτις ὑδωρ ἐλθῃς ῥεξῃς θ
στοματων εἱλιγμενος εἰς ἁλα πιπτει , ὑδασι πιαινων λιπαρον πεδον Αἰγυπτοιο . οὐ γαρ τις ποταμων ἐναλιγκιος ἐπλετο Νειλῳ ,
9999866 φαλαγγια
' ἡμερας πεντηκοντα ἐκ των ᾠων πουλυποδια ἐξερπει ὡσπερ τα φαλαγγια πολλα . ὁ δε θηλυς πουλυπους ὁτε μεν ἐπι
περι θηριων και Ἀριστοτελης φησιν ὁτι ἐν γυργαθοις γεννωσι τα φαλαγγια , τικτει δε ὑπερ τα τριακοντα , γεννηθεντα δε
9999866 Ἀρκαδες
πολιν , ἡν ὀνομαζουσι και ἐς ἡμας ἐτι Πτολιν οἱ Ἀρκαδες : ἐκειθεν δε Ἀντινοη Κηφεως του Ἀλεου θυγατηρ κατα
. . . . . δʹ , : Πυλιοι και Ἀρκαδες περι γης ὁρων ἐπολεμουν περι το καλουμενον Ἀγκαιον ὀρος
9999865 μαλακῃ
γης ἐστρωμενα περι τον καυλον και τον πυθμενα , ἐλαιᾳ μαλακῃ ὁμοια , στενοτερα δε και μακροτερα : καυλια σπιθαμης
ὑστερον δε τῳ χρονῳ παραφθαρεντος του ὀνοματος τηβεννος ἐκληθη . μαλακῃ δε και πολυτελει ἐσθητι χρησθαι πλουσιοις μεν ἀγαθον και
9999865 Ὀλυμπιασι
Προμαχος ὁ Δρυωνος , ἀνελομενος παγκρατιου νικας , την μεν Ὀλυμπιασι , τρεις δ ' Ἰσθμιων και Νεμεᾳ δυο :
: οὐ καλως . ἀκουοι Ὀλυμπιασι . ἀλλαχου : ἀκουσαι Ὀλυμπιασι . [ ἀν ] ἀγνωτες . το ἀν ἐν
9999865 ἀρτηριᾳ
ϲτυψεωϲ : ὁθεν και τραχυτηταϲ ἐκλεαινει , οὐ ταϲ ἐν ἀρτηριᾳ μονον , ἀλλα και ἐν ψωρωδει κυϲτει : ἐϲτι
ἐν τῃ τραχειᾳ ἀρτηριᾳ ἑλκων , ὁϲα ἐν τῃ τραχειᾳ ἀρτηριᾳ γιγνεται ἑλκη κατα τον ὑπαλειφοντα αὐτην ἐνδον ὑμενα και
9999865 Ἑλληνικῃ
την οἰκησιν ἐν ᾡ βουλονται χωριῳ , και χρησασθαι δυναμει Ἑλληνικῃ συμμαχῳ μαλλον ἠ διαφορῳ : ἀμφοτερους δε το ὀναρ
το ἀνηγκακα βαρβαρον ἐστιν : οὐχ εὑρισκεται γαρ ἐν χρησει Ἑλληνικῃ , ὡς λεγει Ἡρωδιανος : ἐν μονῃ γαρ τῃ
9999865 Ἀγαμεμνονα
ἐστι , και των ἀγαθων τηι πολει μεταδωσομεν και τον Ἀγαμεμνονα ἀκινδυνως θρηνησομεν . και τοτε ] ὁταν ἀπαλλαγωμεν .
ὀργην οὑτω πολιτικως ἐσχες ὡστ ' οὐδ ' αὐτον τον Ἀγαμεμνονα ᾠου δειν τεθναναι : μεγα τουτου τεκμηριον : οὐκουν
9999864 τετταρες
, οἱπερ δη και ἀκριβως ἀναδεικνυνται τῳ ταυτῃ δερματι , τετταρες εἰσι τον ἀριθμον . ἐκ μεν των ἀνωθεν μερων
ἐστι γενναια γυνη . ἠσαν ἀνθρωποι δε πεντε και γυναικες τετταρες . θολος Ἰδου κατοπτρον : εἰπε μοι τουτῳ τι
9999864 ϲωματοϲ
φλεγμαινοντων , ὡϲ εἰ γε φλεγμαινοιεν ὠμων χυμων πεπληρωμενου του ϲωματοϲ ἀνελπιϲτοϲ ὁ καμνων ἐϲτιν των ϲφυγμων οὑτω τραπεντων .
, και ὁμοιωϲ ὑδρωπικοιϲ περιτεινεται αὐτοιϲ ἡ ἐπιφανεια ὁλου του ϲωματοϲ , τα τε οὐρα ἐπεχεται . βοηθει δε αὐτοιϲ
9999864 χειλεα
: των δ ' ἐλεησαντων κοτυλην τις τυτθον ἐπεσχε : χειλεα μεν τ ' ἐδιην ' , ὑπερῳην δ '
και των δ ' ἐλεησαντων κοτυλην τις τυτθον ἐπεσχε και χειλεα μεν τ ' ἐδιηνε και δακρυοεις δε τ '
9999863 κληθειη
της δε του γενους αὐτου ἀξιας , και ἀπορων ποιας κληθειη ἀνηρ , ἐρωτησε ποιᾳ γυναικι χρησαιτο : του δε
πενεστερας και του γενους αὐτου ἀξιας , και ἀπορων ποιας κληθειη ἀνηρ , ἠρωτησε ποιᾳ χρησεται γυναικι : του δε
9999863 χρυσα
περιουσιαν και τα ἐπι Θρᾳκης κτηματα και ἐν Σκαπτησυλῃ μεταλλα χρυσα . δοκει οὐν τισιν ὑιδους εἰναι του Μιλτιαδου ἠ
φορων σχιαστας δια μαργαριτων και κλαβια ἀνα πεντε , και χρυσα ψελια εἰς τας χειρας αὐτου , ἐν δε τῃ
9999863 ἑψηματοϲ
κεκαθαρμενων ἀνα # αϲ ὀροβων λευκων λελεπιϲμενων λειοτατων # β ἑψηματοϲ και μελιτοϲ το ἀρκουν : εἰϲ ἀναληψιν διδου κοχλιαριον
αὐτηϲ βαλων ἐν αὐτῃ χωριϲ του ϲπερματοϲ και πληϲαϲ αὐτην ἑψηματοϲ ἠ οἰνου γλυκεοϲ παλαιου ἐα βρεχεϲθαι ἡμεραν και νυκτα
9999863 Ἀργειᾳ
Νυκτεως του Ἀντιοπης πατρος . εἰσι δε και ἐν τῃ Ἀργειᾳ Ὑσιαι κωμη [ ] , οἱ δ ' ἐξ
Ἀθηνα αὐτῃ ἐχαρισατο , ἁ και δεδωκε τῃ θυγατρι Ἀδραστου Ἀργειᾳ . ὁθεν Εὐριπιδης ταις δυο ἱστοριαις ἐχρησατο , ἐνταυθα
9999862 φυλασσε
λαοφθορον . ἀλλα συ , Φοιβε , ἱλαος ἡμετερην τηνδε φυλασσε πολιν . Ἠλθον μεν γαρ ἐγωγε και εἰς Σικελην
μετα σου , δειξω σοι . τας ἐντολας του κυριου φυλασσε και ἐσῃ εὐαρεστος αὐτῳ και ἐνγραφησῃ εἰς ἀριθμον των
9999862 ἡδοιτο
ἐπιδεξιως και συμπαρακαθεζεσθαι και συμβαδιζειν , και δηλον γενεσθαι ὁτι ἡδοιτο ὁρωμενῳ . μεταδιωκτεον δε και ἐν ἀγορᾳ τοπον οὑ
πριν ἀμφιεννυσθαι καθ ' ἑκαστον λουτρον . εἰ μεν οὐν ἡδοιτο τῳ γαλακτι , και μετα το δευτερον λουτρον δωσομεν
9999862 τερεβινθινη
λεια ἐν οἰνῳ και ῥοδινῳ προστιθεσθωσαν : ἀγαθον δε και τερεβινθινη μετα σμυρνης και κροκου και μελιτος . τουτο δε
βολβοϲ κρομμυον ϲκορδον μαλιϲτα κοϲτοϲ ἀμωμον ναρδοϲταχυϲ θειον ϲτυραξ χαλβανη τερεβινθινη ϲμυρνα ὀποπαναξ ϲκιλλα ὀριγανον γληχων ὑϲϲωπον ἀβροτονον βρυωνιαϲ ῥιζα
9999862 ἠκολουθησε
, και ὁτι κοινον ἐστι και τῃ κλισει των θηλυκων ἠκολουθησε : τα γαρ εἰς υξ θηλυκα μη ὑποπιπτοντα ἑτεροις
ἐχοις λεγειν , ὡς ἐγω μεν ἁπλως αὐτο ἐπραξα , ἠκολουθησε δε τι τελος ἀλλως χρηστον , ἐμου μη θελησαντος
9999862 δυνησῃ
το προσταχθεν ἀκριβως εἰργασαι προσωπον , ἐκ τινος ἑτερου παραστησαι δυνησῃ ; Και μην ὀρχηστης μεν ἠ τραγῳδιας ὑποκριτης ἠ
τε γαρ του μυθου ἐκβησῃ και τα ὁμογενη τουτοις συνοραν δυνησῃ : μαλιστα δε σεαυτον ἀποδος εἰς την των ἀρχων
9999862 Ἀλεξανδροιο
' ἐμμεμαυια δι ' οὐρεος , ἡχι και ἀλλαι Νυμφαι Ἀλεξανδροιο νεκυν περικωκυεσκον . Τον δ ' ἐτι που κρατερον
τῃ δ ' ἀρα διφρον ἑλουσα φιλομειδης Ἀφροδιτη ἀντι ' Ἀλεξανδροιο θεα κατεθηκε φερουσα : ἐνθα καθιζ ' Ἑλενη κουρη
9999861 ἡμισειᾳ
τῳ ΑΕΖ τριγωνῳ , ἡ ἀρα ΑΒ τῃ ΕΗ τῃ ἡμισειᾳ της ΕΖ ἰση ἐστιν , ὡς ἐν τῳ προ
τῃ ΗΘ ἰση : ἡ ἀρα ΑΗ ἰση ἐστι τῃ ἡμισειᾳ της ΖΘ . ἐαν ἀρα δια των ΖΘ ,
9999861 νομιζε
δε τινα φλογα λεπτην δια των τρηματων ἰδῃϲ , τοτε νομιζε ὡϲ ἀριϲτα αὐτα ὠπτηϲθαι , και οὑτωϲ βαϲταϲαϲ ἀπο
ποιει τας πολεις , ἡδυ το πονειν ἡγου , κερδος νομιζε την δοξαν . ἀν ταυτα φυλαττῃςφυλαξεις δε , και
9999861 ἐμφυσα
ψολοεντος ἐχιδνης , ἡνικα θορνυμενου ἐχιος θολερῳ κυνοδοντι θουρας ἀμυξ ἐμφυσα καρην ἀπεκοψεν ὁμευνου : οἱ δε πατρος λωβην μετεκιαθον
διαψα : ἠ ὀνιδα καυσας την [ αὐτην ] σποδον ἐμφυσα : ἠ χυλισας την ὀνιδα ἐνσταζε τον χυλον :
9999860 ἀφωνα
, βρεφη δ ' ἐν αὑτῃ περιφερει τα γραμματα : ἀφωνα δ ' ὀντα ταυτα τοις πορρω λαλει οἱς βουλεθ
βρεφη σῳζους ' ὑπο κολποις αὑτης , ὀντα δ ' ἀφωνα βοην ἱστησι γεγωνον και δια ποντιον οἰδμα και ἠπειρου
9999860 λαχανα
κοπρῳ ὀν , ] οὑτω ταχεως θηραθησεται . Παντα τα λαχανα ὠφελει καθολου εὐζωμον τουτοις παρασπειρομενον . Χηνων ἀφοδευμα ἁλμῃ
ἐρεθιϲτικων εἰϲ καθαρϲιν λαμβανουϲαν , οἱα ἐϲτι τα τε εὐωδη λαχανα και τα δριμεα , οἱον ϲκανδικα , κρηθμον ,
9999860 Ἀμαζονες
: Νεπτουνις ἡ Ἱππολυτη ἐκαλειτο ἀφ ' ἡς και αἱ Ἀμαζονες Νεπτουνιδες . ἐπεστρατευσαν δε τῃ Ἀττικῃ αἱ Ἀμαζονες και
γαρ και ἀρσενικως , ὡς παρα Κρατινῳ : ἱν ' Ἀμαζονες ἀνδρες ἐασιν : ἀλαζων ἀλαζονος : το γαρ ἐθνικον
9999860 τερμινθινη
μηδεν ἐχοντι στυψεως . των δε φαρμακων ἐπιτηδειος ἐστι ῥητινη τερμινθινη καθ ' ἑαυτην ἐπι παιδων , γυναικων και ἁπαλοσαρκων
ἐχοντι στυψεως . των δε φαρμακων ἐπιτηδειος ἐστι ῥητινη ἡ τερμινθινη , καθ ' ἑαυτην μεν ἐπι παιδιων και γυναικων
9999860 ἐνικησε
των Κορκυραιων , ἱνα μη τοις πολεμιοις ὑποχειριοι γενωνται . ἐνικησε δε και πεζῃ τους ἐπι τῃ γῃ λοφον τινα
τῳ Κλαυδιῳ . τους μεν οὐν Τιγυριους ὑποστρατηγος αὐτου Λαβιηνος ἐνικησε , τους δε ἀλλους ὁ Καισαρ , και Τρικουρους
9999860 κορυν
Τι οὐν οὐχι και συ , ὠ Ἀθηνα , την κορυν ἀφελουσα ψιλην την κεφαλην ἐπιδεικνυεις , ἀλλ ' ἐπισειεις
προθελυμνῳ : ἀσπις δ ' ἀσπιδ ' ἐρειδε , κορυς κορυν , ἀνερα δ ' ἀνηρ , ψαυον δ '
9999860 ἐλαχε
σαββατον , μηνων τε ὁ ἑβδομος κατα παν ἐτος ἑορτων ἐλαχε την μεγιστην , ὡστ ' εἰκοτως και ὁ ἑβδομος
ταυτην ἐξεβαλε , πολλακις δε αὐτῳ τυχης νευσασης ἀμεινονος οἰκον ἐλαχε πλουσιον ἐκ πενεστερου . Ἐρχεται δε και ἐφ '
9999859 ῥυτηρα
σῳ παιδι : Ἑρμου γαρ και Πηνελοπης ὁ Παν . ῥυτηρα : ἐλευθερωτην , ῥυστην : τῃ Τιτανομαχιᾳ λεγει ,
. . παραθερμανθεις ] ὑπο μεθης δηλονοτι . . . ῥυτηρα ] νυν μεν ἱμαντα . . . . κυριως
9999859 Ἀντιγονη
' ἐν ἡμεραι τεκνοιν ] . ὠ τεκνον ἐξελθ ' Ἀντιγονη δομων παρος . [ οὐκ ἐν χορειαις οὐδε παρθενευμασιν
διπλα λεγειν και διπλα ὁραν παρεστι , δια τουτο φησιν Ἀντιγονη και αὐθις ὁτι ταδε τα παροντα κακα πλησιον τοιουτων
9999859 δραμα
οὐκ οἰδα ποθεν δαιμων ἐπικωμασας ἐμοι και βασκηνας του ἐρωτος δραμα καινον ἐπι την ἐμην ἐτολμησεν οἰκιαν . και σιωπω
ἐμφερεις εἰναι τους του χορου , ἐξ ὡν και το δραμα : οἱ ὁτε μεν ἠσαν νεοι , πικρως ταις
9999859 φαλαγγες
νηας , στησε δ ' ἀγων ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες . ἐς δε την Ὀδυσσειην ταδε ἐποιησεν , ὡς
„ στησε δ ' ἀγων , ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες ” , „ μαρτυρι χρησασθαι τῳ ποιητῃ του την
9999859 λαμβανῃ
ποτον ἰσχῃ ] την ποσιν πινῃ . περιφραστικως ἰσχῃ ] λαμβανῃ λεπτα ] τα ἰσχνα διαστειλας ] ἀποπεμψας , κωλυσας
των θερμων ἐαν μη ἀρτιβλαστη ᾐ ἠ και ἐν ἀνθησει λαμβανῃ : τοτε γαρ ἀποκαει τα ψυχρα καθαπερ εἰρηται .
9999859 κανθαρῳ
βουλομενος οὐν το γενος το των ἀετων σπανισθηναι συνεβουλευε τῳ κανθαρῳ διαλλαγας προς τον ἀετον θεσθαι . του δε μη
ἠσθιεν ” : ἀποθανων γαρ ἠν ὁ Κλεων . τῳ κανθαρῳ : οὐχ ὡς πινοντος του κανθαρου , ἀλλ '
9999859 γραμμη
ἀλλ ' οὐχ ἡνωμενον : οὐδε γαρ τα πολλα σημεια γραμμη . Ὁλως δε ἠ αὐτοτελες τουτο το ἑν ἠ
τμηματων περιεχομενοις ὀρθογωνιοις : ὁπερ ἐδει δειξαι . Ἐαν εὐθεια γραμμη τμηθῃ , ὡς ἐτυχεν , το ὑπο της ὁλης
9999857 κινδυνωδες
, κακιον γιγνεται : το τε γαρ ξανθον ἀκρητον ἐον κινδυνωδες , το δε λευκον και γλισχρον και στρογγυλον ἀλυσιτελες
. ἐνθεν τοι και ἀνθρωπῳ δηγμα ἀνθρωπου μιαρον ἐστι και κινδυνωδες οὐδενος θηριου μειον . Ἐν ὡρᾳ θερειῳ , ἀμητου

Back