σαββατον , μηνων τε ὁ ἑβδομος κατα παν ἐτος ἑορτων ἐλαχε την μεγιστην , ὡστ ' εἰκοτως και ὁ ἑβδομος
ταυτην ἐξεβαλε , πολλακις δε αὐτῳ τυχης νευσασης ἀμεινονος οἰκον ἐλαχε πλουσιον ἐκ πενεστερου . Ἐρχεται δε και ἐφ '
9999899 ἐτολμησεν
ὑπνος . Πυθαγορας δε ὁ Σαμιος πρωτος ἐν τοις Ἑλλησιν ἐτολμησεν εἰπειν , ὁτι αὐτῳ το μεν σωμα τεθνηξεται ,
βασιλικων ἁπαντων , ἐγνωσαν πολεμιους ὀντας . εἱς οὐν ἐκεινων ἐτολμησεν ἀγνοων ἐξοπισθεν βαλειν τον Κυρον ἀκοντιωι : της δε
9999896 ἀπελυσε
τοξευσας τον ἀετον ἀπεκτεινε , τον Προμηθεα δε κακης μεριμνης ἀπελυσε . ταυτα δε ἠν πασχων ὁ Προμηθευς δια δυο
παρεσπονδηκοτων ὑμων και ἐς πρεσβεις ἁμαρτοντων , ἡ τε πολις ἀπελυσε , κἀγω καταχθεντας ἐς το στρατοπεδον προς ὑμας ἠδη
9999896 κοιλιᾳ
ἀληθως ἐστι θειος : „ ἐπι τῳ στηθει και τῃ κοιλιᾳ πορευσῃ „ : περι μεν γαρ τα στερνα ὁ
πιτταν . εἰχον γαρ οἱ Λακεδαιμονιοι τριηρεις . κενῃ τῃ κοιλιᾳ : ἀντι του πενης ὠν ἀναξιως ἐκ των κοινων
9999896 ἐξεπλευσε
ἐπεδειξατο , ὁστις παραλαβων πασας πολεις ἐφ ' ἁς ἀρξων ἐξεπλευσε στασιαζουσας δια το τας πολιτειας κινηθηναι , ἐπει Ἀθηναιοι
της γυναικος ἀναιρεσιν και του Περδικκου , τον στολον ἀναλαβων ἐξεπλευσε και κατηντησεν εἰς Τυρον . ὁ δε της πολεως
9999896 αἰσθητικη
περιελκεται και συρεται ὑπο της ἐπιθυμιας , ἀλλ ' ἡ αἰσθητικη , ἠτοι ἡ μερικη δοξα ἡτταται ὑπο της ἐπιθυμιας
' ἁπλως τα καθ ' ἑκαστα και ἐν οἱς ἡ αἰσθητικη γνωσις ἐνεργειν πεφυκεν . εἰ γαρ τις περι τησδε
9999895 πορρωτατω
εὑρηματα ἀνθρωπου τους νομους ἀλλα θεου χρησμους σαφεστατους εἰναι , πορρωτατω των πολεων ἀπηγαγε το ἐθνος εἰς ἐρημην βαθειαν και
ἀτομοι ἀπειροι οὐσαι , ὡς ἀρτι ἀπεδειχθη , φερονται και πορρωτατω . οὐ γαρ κατανηλωνται αἱ τοιαυται ἀτομοι ἐξ ὡν
9999894 ἐτυγχανες
και μαλιστ ' εἰ και προτερος αὐτος εὐ ποιησας τουτον ἐτυγχανες . εἰθ ' ὡν οὐκ ἀν ποτ ' αὐτος
οὐ γαρ οἰδα τι ἀν δεινοτερον ἐπασχομεν , εἰ ἀπων ἐτυγχανες , οὑ νυν παροντος βλαπτομεθα . εἰ δ '
9999894 ἐργαζομεθα
συναπτωμεν , και το ὁλον τουτο , ὁπως , ἁ ἐργαζομεθα , εὐχωμεθα και εὐχωμεθα , ἁ ἐνεργουμεν , συναψας
ἀλληλων και κεχωρισται τα ζητηματα , συναπτειν μεν ἐπιχειρουντες συγχυσιν ἐργαζομεθα : διαιρουντες δε εὐκρινη και σαφη τον λογον παρεξομεθα
9999892 ἐλαιῳ
κυαμους τριψας λειον , διπλασιον δε ἐστω της ῥαφανου , ἐλαιῳ διειναι , ὁσον τεταρτημοριον κοτυλης , τουτο ἐγχειν χλιαρον
τῳ δε της ἀγριας μαλαχης χυλῳ εἰ τις χρισαιτο συν ἐλαιῳ , οὐτε ὑπο σφηκων πληγησεται , και τον φθασαντα
9999892 ἐθαυμαζεν
μελλοντα χειμωνα ἐκ της παρουσης αἰθριας προηπιστατο ἐξεπληξε : και ἐθαυμαζεν Ἱερων αὐτον , και Νικαευσι τοις Βιθυνοις συνηδετο ὁτι
. του δε δουλου κατωθεν τρησαντος και τον οἰνον αἰροντος ἐθαυμαζεν , ὁτι των σημαντρων σωων ὀντων ὁ οἰνος ἐλαττουται
9999890 ἐβουλομεθα
ὀντας και τα ὁπλα ἐχοντας ἐν χερσιν , οὐτε προτερον ἐβουλομεθα μαχην συναπτειν οὐτε νυν ἐτι θαρσουμεν ἐπι τοιουτοις συμμαχοις
δη γελοιοτατον , πασαι γαρ ἐπι ταὐτον ἀνισταμεναι ἀλληλας λανθανειν ἐβουλομεθα : θατερᾳ δε οἱ ἀνθρωποι ὑπο την λοχμην παρηρχοντο
9999887 κολοκυνθης
τον στομαχον κυστιν πληρωσας ὑδατος ψυχρου ἠ χιονα ἐπιβαλλε ἠ κολοκυνθης ξεσματα . Ἐκκαιομενοις ἀδιψον καταποτιον : σικυου ἡμερου σπερματος
λεκιθων , καρυων , ζωμου , πολφων , οἰνου , κολοκυνθης . Εἱς οἰωνος ἀριστος ἀμυνεσθαι περι δειπνου . ὡς
9999887 αἰσθητη
γαρ ἐνεργεια μεν ᾐ της φυσεως και ἀνεμποδιστος , μη αἰσθητη δε , οὐκ ἐσται ἡδονη , οἱον ἡ ἀναδοσις
ὁρον και λογον , οἱον της συνθετου , ἐαν τε αἰσθητη ἐαν τε νοητη ᾐ : ἐξ ὡν δ '
9999886 κολλωδες
και μιξαντες τον καρπον του παλιουρου . Τουτου γαρ συμμιγεντος κολλωδες μεν το παν πολυ μαλλον γινεται , δοκει δ
οἰνον , ἠ ἐμβληθηναι εἰς τους πιθους , παχυ και κολλωδες ᾐ το γλευκος , μονιμωτερος ἐσται ὁ οἰνος :
9999886 νομισθειη
ψυχρον ἀν νομισθειη , προς δε το ψυχρον συγκρινομενον θερμον νομισθειη ἀν : οὑτως οὐν και κατα τον αὐτον τροπον
τουτι το πνευμα φαινεσθαι , τις ἀν μαλλον προσηκουσα ὡδε νομισθειη διαιτα , εἰ μη ἡ μετριως ψυχουσα και ξηραινουσα
9999886 Ἀλεξανδρε
κρινων . τον δ ' εἰπειν : ἀλλα μην , Ἀλεξανδρε , | οὐ βασιλικον ἐστι [ ψευδεσθαι ] .
ἀλλως τε και τουτο , ὁ χρησιμον ἐφης , ὠ Ἀλεξανδρε , το δια τουτο κρατειν ῥᾳδιως , πολυ της
9999885 τρισκαιδεκα
οὑς ἀποκτεινων ὁ Οἰνομαος ἀνεβαλλετο τον της θυγατρος γαμον ἐπι τρισκαιδεκα ἠδη νεοις . ἀλλα ἡ γη νυν ἀνθη φυει
ἀπερχεται μισθον οὐκ ὀλιγον της ἀγγελιας προλαβων . ἑωθεν δε τρισκαιδεκα ἡκουσιν κομιζοντες , ἑκαστος ὡς πολλα εἰπε και ὡς
9999882 Παραδειγμα
ἀδοξα ἀσυστατα : τα δε μη προς ὑπερβολην συνισταται . Παραδειγμα ἀλλο του ἀπιθανου . Περικλης τῃ Ἀσπασιᾳ συνοντα Σωκρατη
ἀφεις το ὁριζεσθαι ἐπι το ὁμοιον αὐτο δεικνυναι μεταβαινει . Παραδειγμα ὁρου , τον μη ὁλοκληρον μη ἱερασθαι , μη
9999882 σμικροτητι
ἀλληλων και του ὁλου , ἀλλ ' ἠ μεγεθει και σμικροτητι ; Ἐκεινως μοι φαινεται , ὠ Σωκρατες , ὡσπερ
μεν και κουφον και μαλακον και σκληρον και μεγεθει και σμικροτητι και τῳ μανῳ και πυκνῳ , θερμον δε και
9999881 ἐλαλησε
ἡττον γινονται ἐκ των προηγησαμενων : ἐνθεν εἰπου τις πολλα ἐλαλησε και ἀσθενεστερον ἐποιησε τον λαρυγγα , ἐκει μαλλον ἐπεσυρατο
μετα των πατερων αὐτου . Ἀντιγραφον διαθηκης Ἀσηρ , ἁ ἐλαλησε τοις υἱοις αὐτου ἑκατοστῳ εἰκοστῳ ἐτει ζωης αὐτου .
9999881 μακροτατη
θερινας τροπας ὁ ἡλιος κατα κορυφης γινεται , ἡ δε μακροτατη ἡμερα ὡρων ἰσημερινων ἐστι τρισκαιδεκα και ἡμιωριου , ἐν
ἀποφηνω ὁτι των παιδιων γινεται ἡ διακρισις των μελεων ἡ μακροτατη ἐπι μεν τῃ κουρῃ ἐν τεσσαρακοντα και δυοιν ἡμερῃσιν
9999881 Ὀλυμπιασι
Προμαχος ὁ Δρυωνος , ἀνελομενος παγκρατιου νικας , την μεν Ὀλυμπιασι , τρεις δ ' Ἰσθμιων και Νεμεᾳ δυο :
: οὐ καλως . ἀκουοι Ὀλυμπιασι . ἀλλαχου : ἀκουσαι Ὀλυμπιασι . [ ἀν ] ἀγνωτες . το ἀν ἐν
9999880 φυλαττῃ
τοις διαλογοις δεινοτητα του ἀνδρος και μαλιστα ἐν οἱς ἀν φυλαττῃ τον Σωκρατικον χαρακτηρα , ὡσπερ ἐν τῳ Φιληβῳ ,
, και εἰ τον οἰκετην δραπετην και κλεπτην , ἱνα φυλαττῃ : εἰ δε την πατριδα πονηραν και ἀχαριστον ᾐσθου
9999880 κοινῳ
ἐσθ ' ὁτε , και αὑται μεν αἱ ἀλλοιωσεις τῳ κοινῳ δη λογῳ γινονται , του παντος ἀλλοιωθεντος σωματος .
ἐστι δημοσιᾳ βλαβος εἰ τις ψευδεται , ἐν δε τῳ κοινῳ μη χρησθαι τῳ νομῳ τουτῳ την πολιν την αὐτην
9999879 βραχυν
ἀπο γονης , και προς των νομεων ἀναιρεθεις ἐκτραφειη , βραχυν ἐπισχων χρονον , εἰτε ὑποτυπωθεις τι των ἀληθων εἰτε
ἐς το κοινον ἐπεσκοπειτο , ἀλλ ' ἐξιων του ὁμιλου βραχυν καιρον . φθεγμα δε ἠν αὐτῳ λαμπρον και ἐπιτονον
9999879 λαμβανῃ
ποτον ἰσχῃ ] την ποσιν πινῃ . περιφραστικως ἰσχῃ ] λαμβανῃ λεπτα ] τα ἰσχνα διαστειλας ] ἀποπεμψας , κωλυσας
των θερμων ἐαν μη ἀρτιβλαστη ᾐ ἠ και ἐν ἀνθησει λαμβανῃ : τοτε γαρ ἀποκαει τα ψυχρα καθαπερ εἰρηται .
9999878 Εὐρωπην
τας Ἀττικας ναυς . ἐν δε ταυταις κομισθεις εἰς την Εὐρωπην προηγε συμμιξων Ἀντιπατρῳ . κατα δε τουτους τους καιρους
ταυρον . τουτον Ἀ . μεν εἰναι φησι τον διαπορθμευσαντα Εὐρωπην Διι . . . Αὐτονοης δε και Ἀρισταιου παις
9999878 ἀπηγγελλετο
: ὡς δε τοις Φωκευσιν ἡ Κριτολαου συμφορα και Ἀχαιων ἀπηγγελλετο , ἀπελθειν ἐκ της Ἐλατειας κελευουσι τους Ἀρκαδας .
. Ὁ δε εἰκοτως ὡσπερ ὑβριοπαθει ὁτι συμπαθεια τις αὐτῳ ἀπηγγελλετο μηδεν ὁλως των κακων πλημμελησαντι , εἰς ἀποκρισεις δε
9999878 Ἀμαζονες
: Νεπτουνις ἡ Ἱππολυτη ἐκαλειτο ἀφ ' ἡς και αἱ Ἀμαζονες Νεπτουνιδες . ἐπεστρατευσαν δε τῃ Ἀττικῃ αἱ Ἀμαζονες και
γαρ και ἀρσενικως , ὡς παρα Κρατινῳ : ἱν ' Ἀμαζονες ἀνδρες ἐασιν : ἀλαζων ἀλαζονος : το γαρ ἐθνικον
9999877 μαλαχηϲ
ἠρεμα και χλιαραϲ εἰϲι δυναμεωϲ , καθαπερ και τα τηϲ μαλαχηϲ . Κωνειον ὁτι τηϲ ἀκρωϲ ψυκτικηϲ ἐϲτι δυναμεωϲ ,
τῳ ἐλαιῳ . κηρωτη δε αὐτοιϲ ἁρμοϲειεν αὑτη : ἀγριαϲ μαλαχηϲ ῥιζαι ἐν Ϲικυωνιῳ ϲυν ὀλιγῳ ὑδατι ἑψονται , ἑωϲ
9999877 γραμμη
ἀλλ ' οὐχ ἡνωμενον : οὐδε γαρ τα πολλα σημεια γραμμη . Ὁλως δε ἠ αὐτοτελες τουτο το ἑν ἠ
τμηματων περιεχομενοις ὀρθογωνιοις : ὁπερ ἐδει δειξαι . Ἐαν εὐθεια γραμμη τμηθῃ , ὡς ἐτυχεν , το ὑπο της ὁλης
9999877 ἀφωνα
, βρεφη δ ' ἐν αὑτῃ περιφερει τα γραμματα : ἀφωνα δ ' ὀντα ταυτα τοις πορρω λαλει οἱς βουλεθ
βρεφη σῳζους ' ὑπο κολποις αὑτης , ὀντα δ ' ἀφωνα βοην ἱστησι γεγωνον και δια ποντιον οἰδμα και ἠπειρου
9999877 ἐνικησε
των Κορκυραιων , ἱνα μη τοις πολεμιοις ὑποχειριοι γενωνται . ἐνικησε δε και πεζῃ τους ἐπι τῃ γῃ λοφον τινα
τῳ Κλαυδιῳ . τους μεν οὐν Τιγυριους ὑποστρατηγος αὐτου Λαβιηνος ἐνικησε , τους δε ἀλλους ὁ Καισαρ , και Τρικουρους
9999877 ἐβουλετο
ἑαλωκοτα , κοινωνει τραπεζης , λυει αὐτῳ των δεσμωτων οὑς ἐβουλετο , τελευταιον και αὐτον της αἰχμαλωσιας ἐλευθεροι και συμβολα
οὐ βαλοντος οὐδε τυχοντος οὑ τ ' ἐβαλλε και ὁ ἐβουλετο και περι οὑ ἐβουλευετο και οὑ ἐφιετο . Ταυτα
9999877 Ἀλεξανδροιο
' ἐμμεμαυια δι ' οὐρεος , ἡχι και ἀλλαι Νυμφαι Ἀλεξανδροιο νεκυν περικωκυεσκον . Τον δ ' ἐτι που κρατερον
τῃ δ ' ἀρα διφρον ἑλουσα φιλομειδης Ἀφροδιτη ἀντι ' Ἀλεξανδροιο θεα κατεθηκε φερουσα : ἐνθα καθιζ ' Ἑλενη κουρη
9999877 μαλακῃ
γης ἐστρωμενα περι τον καυλον και τον πυθμενα , ἐλαιᾳ μαλακῃ ὁμοια , στενοτερα δε και μακροτερα : καυλια σπιθαμης
ὑστερον δε τῳ χρονῳ παραφθαρεντος του ὀνοματος τηβεννος ἐκληθη . μαλακῃ δε και πολυτελει ἐσθητι χρησθαι πλουσιοις μεν ἀγαθον και
9999876 κανθαρῳ
βουλομενος οὐν το γενος το των ἀετων σπανισθηναι συνεβουλευε τῳ κανθαρῳ διαλλαγας προς τον ἀετον θεσθαι . του δε μη
ἠσθιεν ” : ἀποθανων γαρ ἠν ὁ Κλεων . τῳ κανθαρῳ : οὐχ ὡς πινοντος του κανθαρου , ἀλλ '
9999875 Καρχηδονιοι
, και τησδε παρα τας συνθηκας ἐφιεμενος . οἱ δε Καρχηδονιοι πεζοις μεν δισμυριοις και πεντακισχιλιοις , ἱππευσι δε πολιτικοις
και την ὁλην εὐνοιαν , Φιλινῳ μεν παντα δοκουσιν οἱ Καρχηδονιοι πεπραχθαι φρονιμως , καλως , ἀνδρωδως , οἱ δε
9999875 κοιλιη
ἱδρωσῃ , μηδε οἱ ἡ κυστις διηθῃ , μηδε ἡ κοιλιη χαλᾳ , διαιρεται ὁ σπλην ὑπο του ποτου ,
ἀφιεναι , ἠν μη ἀσθενης ᾐ : ἠν δε ἡ κοιλιη μη ὑποχωρεῃ , ὑποκλυζειν μαλθακῳ κλυσματι , και θωρηξιων
9999874 ϲωματοϲ
φλεγμαινοντων , ὡϲ εἰ γε φλεγμαινοιεν ὠμων χυμων πεπληρωμενου του ϲωματοϲ ἀνελπιϲτοϲ ὁ καμνων ἐϲτιν των ϲφυγμων οὑτω τραπεντων .
, και ὁμοιωϲ ὑδρωπικοιϲ περιτεινεται αὐτοιϲ ἡ ἐπιφανεια ὁλου του ϲωματοϲ , τα τε οὐρα ἐπεχεται . βοηθει δε αὐτοιϲ
9999874 διεκωλυσε
ποιειν , ὁσαι μετα των ἐναντιων ἐγενοντο , ἀντειπε και διεκωλυσε , νομιζων ὁμοιον τι συμβησεσθαι τῳ την Ἑλλαδα ἐκσπονδον
τε με και διαλεχθηναι πριν ἠ της ἀρχης ἁψασθαι , διεκωλυσε δε , οἰμαι , το πληθος των φροντιδων ,
9999874 τερεβινθινη
λεια ἐν οἰνῳ και ῥοδινῳ προστιθεσθωσαν : ἀγαθον δε και τερεβινθινη μετα σμυρνης και κροκου και μελιτος . τουτο δε
βολβοϲ κρομμυον ϲκορδον μαλιϲτα κοϲτοϲ ἀμωμον ναρδοϲταχυϲ θειον ϲτυραξ χαλβανη τερεβινθινη ϲμυρνα ὀποπαναξ ϲκιλλα ὀριγανον γληχων ὑϲϲωπον ἀβροτονον βρυωνιαϲ ῥιζα
9999874 Ἀρκαδες
πολιν , ἡν ὀνομαζουσι και ἐς ἡμας ἐτι Πτολιν οἱ Ἀρκαδες : ἐκειθεν δε Ἀντινοη Κηφεως του Ἀλεου θυγατηρ κατα
. . . . . δʹ , : Πυλιοι και Ἀρκαδες περι γης ὁρων ἐπολεμουν περι το καλουμενον Ἀγκαιον ὀρος
9999874 ἐργωδες
; ἐν ᾡ ὁτι πανταχοθεν οὐτε ἀσυμφορον , οὐτε ὁλοκληρον ἐργωδες το ἐγχειρημα , ἀλλα και ὀλιγα ἀρκεσει χρηματα :
Το δε και ταυτας ἐκθεσθαι πολυχουν τε ταις δειξεσιν και ἐργωδες ἐν τοις ἐπιλογισμοις μη ὡρισμενων καθ ' ἑκαστην των
9999874 ἀγαθη
ἀποθνησκει . ἠν δε και ἡ γυνη οὐ πανυ τι ἀγαθη . και ἀλλη τον αὐτον εἰδεν ὀνειρον , και
μαλα συμφορος ἐστι φυτοισιν | ἀνδρογονος ⌊ δ ' ⌋ ἀγαθη : την ἑκκαιδεκατην , μεσην ἑκτην εἰπων , ὠφελιμον
9999873 ῥητορικα
ὡςτε μηδεν ἡμας δυνασθαι διαφυγειν . τα τοινυν ἰδια και ῥητορικα ἠθη τουτοις διαιρειται : κατα ἐθνη , γενη ,
, οἱον ῥητορσι τε και γραμματισταις , αὐτους δε τα ῥητορικα ἠ τα γραμματιστικα οὐκ ἐργαστεον . τῳ γαρ ὀντι
9999873 πτωτικα
λογου πλειονα πιπτῃ , τα δε ἀρθρα ὡς προς τα πτωτικα , τα τε ὀνοματα ἐπι τα συνοντα των ῥηματων
ποιεισθαι την των ἀρθρων ἐπενθεσιν , καθο οὐκετι τα συνοντα πτωτικα παντως ἐν ἀγνοιᾳ ἐστιν . ἡ γαρ ἐκ των
9999873 Κρητικα
. „ παλιν δ ' ἐν τοις ἑξης και τα Κρητικα συμπλεκει τουτοις „ ὠ θαλαμευμα ” Κουρητων , ζαθεοι
ὀρχηστην περ ἐοντα ἐγχος ἐμον κατεπαυσεν . ὁθεν και τα Κρητικα ὑπορχηματα : Κρηταν τε καλεουσι τον τροπον και το
9999873 τετταρες
, οἱπερ δη και ἀκριβως ἀναδεικνυνται τῳ ταυτῃ δερματι , τετταρες εἰσι τον ἀριθμον . ἐκ μεν των ἀνωθεν μερων
ἐστι γενναια γυνη . ἠσαν ἀνθρωποι δε πεντε και γυναικες τετταρες . θολος Ἰδου κατοπτρον : εἰπε μοι τουτῳ τι
9999872 ἐμφυσα
ψολοεντος ἐχιδνης , ἡνικα θορνυμενου ἐχιος θολερῳ κυνοδοντι θουρας ἀμυξ ἐμφυσα καρην ἀπεκοψεν ὁμευνου : οἱ δε πατρος λωβην μετεκιαθον
διαψα : ἠ ὀνιδα καυσας την [ αὐτην ] σποδον ἐμφυσα : ἠ χυλισας την ὀνιδα ἐνσταζε τον χυλον :
9999872 ἡμιφωνα
ἑαυτα φωνειται και μεθ ' ἑτερων και ἐστιν αὐτοτελη : ἡμιφωνα δ ' ὁσα μετα μεν φωνηεντων αὐτα ἑαυτων κρειττον
το θ : οὐδενος δε πεφυκε προταττεσθαι των ἀφωνων τα ἡμιφωνα . τουτοις ἐπιφερεται τριτον κωλον τουτι πολυβατον οἱ τ
9999872 Ἡρακλεα
ἐπι τῳ κατηγορειν , Βουσιριν δε ἐπι τῳ ξενοκτονειν και Ἡρακλεα παλιν ἐπι τῳ ἀθλειν , παραιτητεον . . .
ἠχθη πρωτη . βʹ . Ὀσορχω ἐτη ηʹ , ὁν Ἡρακλεα Αἰγυπτιοι καλουσι . γʹ . Ψαμμους ἐτη ιʹ .
9999872 ἐδηλωσεν
] * Δια του εἰπειν δελφινων το ἐν νησῳ οἰκειν ἐδηλωσεν : ἐν γαρ τῃ θαλασσῃ ἡ νησος , της
αὐτην δυναμιν ἐχει : ἀλλα περι ἑνος εἰπων περι παντων ἐδηλωσεν . οὐ γαρ δηπου ἐαν μεν τις πατραλοιαν ἠ
9999871 λογιζεσθε
. το δε φιλομμειδης Ἀφροδιτη , κἀν ἐγω παραλειψω , λογιζεσθε . ὁ δε Ἐρως και ἀνεκαγχασεν εὐστοχως την Αἰητου
ἠ διειναι , ὡς ἀν τις μηδετερου δικαιως τυχοι . λογιζεσθε γαρ , εἰ μεν , ὠ ἀνδρες Θηβαιοι ,
9999871 βελτιονα
τινα πολυταλαντα κειμηλια ἐκολπωσατο . Σου δε οὐκ ἀν ποτε βελτιονα σχειν ἀνομολογησειεν : οὐδε μειζονα της σης βασιλειας κατορθωματα
χρονογραφιαν ὑπο δυσιν κατηλθεν ἠ εἰς ἑτεραν ἀτακτον φασιν ἠ βελτιονα : και τουτων αἱ καιρικαι ἀποτελεσματογραφιαι σοι νοηθησονται .
9999871 χρυσα
περιουσιαν και τα ἐπι Θρᾳκης κτηματα και ἐν Σκαπτησυλῃ μεταλλα χρυσα . δοκει οὐν τισιν ὑιδους εἰναι του Μιλτιαδου ἠ
φορων σχιαστας δια μαργαριτων και κλαβια ἀνα πεντε , και χρυσα ψελια εἰς τας χειρας αὐτου , ἐν δε τῃ
9999870 λαμβανῃς
συμβουλευομενος καταμανθανεις τους φρονιμους , οὑτω και των θεων πειραν λαμβανῃς θεραπευων , εἰ τι σοι θελησουσι περι των ἀδηλων
προς το ὀα στιξον , ἱνα προς το ἀπυων ἐξωθεν λαμβανῃς ἐσται λογιζομενος καθολικον το γυναικοπληθης ὁμιλος δια πασας τας
9999870 μεμνησθε
προθυμως σε τους λοιπους ἡμων ἀνταφεστιαν . Ἀρ ' οὐν μεμνησθε ὁσα ὑμιν και περι ὡν ἐπεταξα εἰπειν ; Τα
ἀποκτεινῃ , εὐθυς ἐγραψεν ἀγωγιμον εἰναι . τουτο φυλαττετε και μεμνησθε , ὁτι παντων ἐναντιωτατον ἐστι τῳ κρινειν το μη
9999870 γεγραφθω
, και δια των Α , Λ σημειων μεγιστος κυκλος γεγραφθω ὁ ΑΛ . και ἐπει ἐν σφαιρᾳ δυο κυκλοι
ΖΚ και ἡ ΖΔ , περι δε την ΚΔ τμημα γεγραφθω , ὁ δεχεται την ὑπο των ΚΖΔ . ἐφαψεται
9999870 βουλῃ
βουλην τους κυριους , και εἰσαγγειλας και ἑλων ἐν τῃ βουλῃ , ἀποχρην ἡγησαμην τα μεν σκευη ἀπολαβειν ἁπλα ,
κεμμας , ἑῳ δ ' ἰσα φιλατο νεβρῳ μαζον ὑποσχομενη βουλῃ Διος : οὐ γαρ ἐῳκει ἐκγονον Ἡρακληος ὀιζυρως ἀπολεσθαι
9999869 Διονυσιῳ
την ἐπιστολην ἐπεδωκε και ” ταυτην “ εἰπε ” δος Διονυσιῳ τῳ δυστυχει , ὁν παρατιθημι σοι τε και βασιλει
χρυσῳ στεφανῳ τιμηθεντα ἐπ ' ἀθλῳ πολυποσιας τοις Χουσι παρα Διονυσιῳ , ἐξιοντα θειναι προς τον ἱδρυμενον Ἑρμην , ἐνθαπερ
9999869 δραμα
οὐκ οἰδα ποθεν δαιμων ἐπικωμασας ἐμοι και βασκηνας του ἐρωτος δραμα καινον ἐπι την ἐμην ἐτολμησεν οἰκιαν . και σιωπω
ἐμφερεις εἰναι τους του χορου , ἐξ ὡν και το δραμα : οἱ ὁτε μεν ἠσαν νεοι , πικρως ταις
9999869 φιλτατη
κελευων . Τι δε ; τοις διδασκαλοις οὐ φιλη ; φιλτατη μεν οὐν και οὐχ ἡττον γε ἠ το θερος
οὐτε δια μεσου ἠρτυμενοισι χαιρων ὡστ ' ἐπαινεσαι . Ὠ φιλτατη κλινη . Βακχις θεον ς ' ἐνομισεν , εὐδαιμον
9999868 γαλακτωδες
ἀποσπογγιστεον τε το προσωπον ὀξυκρατῳ ψυχρῳ και δοτεον καταρροφειν ὑδωρ γαλακτωδες κατα βραχυ , ὀσφραντα δε ποικιλα προσφερεσθω κυδωνιον ,
του ψυχρου δεξαμενην μη ἐχουσαν το ὑδωρ ψυχρον , ἀλλα γαλακτωδες , περιβαλλομενος δε τα σαβανα μη πανυ ἐγχρονιζετω ἐν
9999868 ἐνομισθη
δαιμων δε οὑτος ὁ Τυφων . Ἡ Ἰσις ἡ αὐτη ἐνομισθη τῃ Ἰοι τῃ ἁρπασθεισῃ ὑπο του Διος . ὁ
πατριδι μικρον ἐμπροσθεν ἐφανη και τοις ἀλλοις Φοινιξι και ῥητωρ ἐνομισθη : νυν δ ' ἐπελθειν ἐθελων την Παλαιστινην ,
9999868 σπλαγχνοισι
' ἡμιν και θυη πεττειν τινα κελευ ' , ἱνα σπλαγχνοισι συγγενωμεθα . Ἀντιφανης δ ' ἐν Ὀμφαλῃ : ἐν
ἀναγωγον δε πτυελου ἐστι και ἀδιψον : ὑποχονδριῳ δε και σπλαγχνοισι και ταυτῃ εὐμενες : και τας ἀπο μελιτος βλαβας
9999868 χαλκευτικη
μεταλλευτικη και ὑλοτομικη : παρασκευαστικαι γαρ εἰσιν . ἡ δε χαλκευτικη και ἡ τεκτονικη μετασχηματιστικαι εἰσιν : ἐκ μεν γαρ
ἀμφω : ἀναγκαιαι μεν και χρησιμοι , ὡς οἰκοδομικη και χαλκευτικη , και γεωργια και ῥητορικη : ψυχαγωγικαι δ '
9999868 μαρτυριᾳ
το ἁρμοζον ζῳδιον τῃ ἀποδημιᾳ ἐφαρμοζειν αὐτο τῃ των ἀγαθοποιων μαρτυριᾳ προς αὐτο τε και τα κεντρα και οὑτω καταρχεσθαι
, οὐχι ψιλῃ εἰκασιᾳ ἀλλα πειρᾳ και τῃ των ἀποτελεσματων μαρτυριᾳ πειθομενος . και ὁσα σπερματωδεστερα και οὐκ ἐξειργασμενα οἱ
9999868 μαθησεσθε
δη του αὐτου λογου την τε δικην οὐκ εἰσαγωγιμον οὐσαν μαθησεσθε , και την ὁλην ἐπιβουλην και πονηριαν τουτουι του
ἀν δυνωμαι δια βραχυτατων τους λογους . ὁθεν οὐν ῥᾳστα μαθησεσθε περι αὐτων , ἐντευθεν ὑμας και ἐγω πρωτον πειρασομαι
9999867 πτολεμοιο
ἀνεμοι φερον οὐρανον εἰσω . Οἱ δε μεγα φρονεοντες ἐπι πτολεμοιο γεφυρας εἰατο παννυχιοι , πυρα δε σφισι καιετο πολλα
δ ' ἀνδρες πολεμοιο δαημονες ἐστιχοωντο Ἀργειοι λινοθωρηκες , κεντρα πτολεμοιο . των δε Ἀργειων οἱ προεστηκοτες ὑπερβολῃ χαρεντες ἐπι
9999867 τραχυτηταϲ
και ταϲ κατα τον ϲτομαχον και γαϲτερα και κυϲτιν ἰαται τραχυτηταϲ : ἐν ὀξει δε ἑψηθεν ὠον εἰ βρωθειη ,
τα τε κατα θωρακα ϲυμπεττει τε και παρηγορει και ταϲ τραχυτηταϲ τηϲ ἀρτηριαϲ καταλεαινει . προκριτεον δε το νεον του
9999867 νομιζεσθω
εὐφυϊα σφαλερα . ὁ κακως εὐφυϊᾳ χρησαμενος ἀχαριστος τῃ φυσει νομιζεσθω . ἀσφαλης φυσις μεγαλων οὐτε ἀγαθων οὐτε κακων αἰτια
λογον οἰς οὐ θεμις ὁ λεγων περι θεου προδοτης θεου νομιζεσθω . λογον περι θεου σιγαν ἀμεινον ἠ προπετως διαλεγεσθαι
9999867 ἀσθενεα
προφαινεται , ἐνιῃσι δε προφανεντα οἰχεται , τα δε γενομενα ἀσθενεα τε και ὀλιγα ἠ κακιω ἠ προ του ,
ἐπην δε το μεν νοσημα ἰσχυροτερον , τον δε νοσεοντα ἀσθενεα λαβῃς , ἀσθενεσι τοισι φαρμακοισιν εὐτρεπιζειν , ἁσσα αὐτου
9999867 Ἑλληνικῃ
την οἰκησιν ἐν ᾡ βουλονται χωριῳ , και χρησασθαι δυναμει Ἑλληνικῃ συμμαχῳ μαλλον ἠ διαφορῳ : ἀμφοτερους δε το ὀναρ
το ἀνηγκακα βαρβαρον ἐστιν : οὐχ εὑρισκεται γαρ ἐν χρησει Ἑλληνικῃ , ὡς λεγει Ἡρωδιανος : ἐν μονῃ γαρ τῃ
9999866 τειχεα
ἑτερῳ Περγαμος . Ταυτῃ μεν δη παρ ' αὐτα τα τειχεα την ὁδον ἐποιεετο , ἐκ δεξιης χειρος το Παγγαιον
πολλα , του πλεονος τε ἐδεετο ἡ πολιορκιη , ἐνθαυτα τειχεα τοισι φυγασι των Ναξιων οἰκοδομησαντες ἀπαλλασσοντο ἐς την ἠπειρον
9999866 ὑδαρες
γαλα οὐκ ἐγγινεται σφισιν , εἰ μη ὀλιγον τι και ὑδαρες . Ἐπην δε το κυρτωμα το της γαστρος ἀπολυθῃ
Δι ' , ὠ παι , δος : το γαρ ὑδαρες ἁπαν τουτ ' ἐστι τῃ ψυχῃ κακον . βουβαλια
9999866 ἐρωτατε
ἡμιν . † περικαλυπτεις ἀλλουμεμνησθε ] † ἠγουν περι ἀλλου ἐρωτατε τονδε ] τον περι της του Διος πεπρωμενης καιρος
εἰη . Ἰτε νυν , ἐφη ὁ Ἀγησιλαος , και ἐρωτατε : ἀπαγγελλετε δ ' αὐτοις και ταυτα , ὁτι
9999866 σκιασμα
ὁτι αἱ της σεληνης ἐκλειψεις γινονται κατα την εἰς το σκιασμα της γης ἐμπτωσιν : προς λογον γαρ της κατα
κρασει τα ἐπι γης γιγνεσθαι : σεληνην ἐκλειπειν εἰς το σκιασμα της γης ἐμπιπτουσαν : την ψυχην και ἐπιδιαμενειν και
9999866 δενδρεα
Οἰνηος ἀλωην πολλα δ ' ὁ γε προθελυμνα χαμαι βαλε δενδρεα μακρα αὐτῃσιν ῥιζῃσι και αὐτοις ἀνθεσι μηλων . ὁτι
πολυδενδροισιν Ὀλυμπου θαλαμαις , ἐνθα ποτ ' Ὀρφευς κιθαριζων συναγεν δενδρεα μουσαις , συναγεν θηρας ἀγρωστας . μακαρ ὠ Πιερια
9999865 κρατῃ
φονευει ἠ τα αἰδοια κατεσθιει ἱνα μη ἀλλος της ἀγελης κρατῃ . ὁτι ἡνικα διωκεται , τοις ποσι λακτιζων λιθους
[ . Ὡς χαλεπον ἐστιν οἰνος [ , ἀν τἀνδρος κρατῃ . Ὡς εὐαλωτος προς το κερδος [ ἐσθ '
9999865 ὁριζομεθα
ὁροι : και τοσαυτα περι της ἐξηγησεως του λογου εἰποντες ὁριζομεθα την ῥητορικην , ὡς ἡ ῥητορικη ἐστι δυναμις ἀνασκευαστικη
λογος γενους τινος του ὁριστου , οὐκ αὐτου τουτου ὁ ὁριζομεθα . το γενος δε του οἰκειου εἰδους ἑτερον και
9999865 πλαστιγγα
της πλαστιγγος , ἀπο τουτου δε καταχρηστικως και ὁλην την πλαστιγγα σταθμην φασι . Περισσας δε λεγει , ἐπειδη ἡ
, ὡσπερ εἰπον , ἐγχεον , ἐντευθενι δε σπαρτιοις ἠρτημενην πλαστιγγα προσθες , καὐτο σοι γενησεται τα συκ ' ἐν
9999865 κομιδη
ς ' ἐχει ἀμφιπολευειν ὀρχατον , ἀλλ ' εὐ τοι κομιδη ἐχει , οὐδε τι παμπαν , οὐ φυτον ,
„ μαλα ἀνυτικως , „ [ ὡς ] και ” κομιδη ” ποτε : και ἀντι του καλως „ ὑπερευγε
9999863 ἀπιθησε
τοξων ἐϋ εἰδως . Ὡς ἐφατ ' , οὐδ ' ἀπιθησε μεγας Τελαμωνιος Αἰας . αὐτικ ' Ὀϊλιαδην ἐπεα πτεροεντα
Ἀθηναιη Δαναων ἐπεμηδετο νοστῳ . Αὐταρ ὁ γ ' οὐκ ἀπιθησε , μολων δ ' ἐκτοσθε μελαθρων χερσιν ὑπ '
9999863 δορκαδες
νεβροτοκοι και ζορκες , τουτεστιν αὐτοι οἱ ἐλαφοι και αἱ δορκαδες . * κινωπησταις : ἑρπησταις κινουμενοις ἑρπυστικως * ζορκες
μεν και ὀρνιθες , διακεινται δε λεοντες τε ὁλοι και δορκαδες και συες και τιγρεων ὀσφυες , τα γαρ λοιπα
9999863 ἀπελαβε
τα περατα καταμετρησῃ τῳ λογισμῳ . . Ἡ μεν σαρξ ἀπελαβε τα περατα της ἡδονης ἀπειρα , και ἀπειρος αὐτην
παραδους δ ' αὑτον και την βασιλειαν Ἀλεξανδρῳ παλιν ταυτην ἀπελαβε δια την του κρατουντος ἐπιεικειαν . ὁ δε Σωπειθης
9999863 Ἀγαμεμνονα
ἐστι , και των ἀγαθων τηι πολει μεταδωσομεν και τον Ἀγαμεμνονα ἀκινδυνως θρηνησομεν . και τοτε ] ὁταν ἀπαλλαγωμεν .
ὀργην οὑτω πολιτικως ἐσχες ὡστ ' οὐδ ' αὐτον τον Ἀγαμεμνονα ᾠου δειν τεθναναι : μεγα τουτου τεκμηριον : οὐκουν
9999863 Σικελια
Μαρκιανος . Σικελια ἡ νησος Σικανια προτερον ὠνομαζετο , εἰτα Σικελια ἐκληθη , ὡς φησι Ἑλλανικος Ἱερειων της Ἡρας β
δε Κυκλαδων κρατιστη ἐστιν ἡ Ναξος : διο μικρα λεγεται Σικελια . Ἐκ δεξιων δε αἱ Σποραδες . Ἡ δε
9999863 οὑνεκα
, Κρονιδαο Διος μεγαλοιο θυγατρες ἐστι τις ἠνεμοεις ὀλιγος λοφος οὑνεκα οἱ Κρονιδης ὁστε μεγα πασιν ἀνασσει ἀντρον ἐνι σκιοεν
. ἡ δ ' ἀτη σθεναρη τε και ἀρτιπος , οὑνεκα πασας πολλον ὑπεκπροθεει , φθανει δε τε πασαν ἐπ
9999863 ἡδοιτο
ἐπιδεξιως και συμπαρακαθεζεσθαι και συμβαδιζειν , και δηλον γενεσθαι ὁτι ἡδοιτο ὁρωμενῳ . μεταδιωκτεον δε και ἐν ἀγορᾳ τοπον οὑ
πριν ἀμφιεννυσθαι καθ ' ἑκαστον λουτρον . εἰ μεν οὐν ἡδοιτο τῳ γαλακτι , και μετα το δευτερον λουτρον δωσομεν
9999863 ἐλαιαϲ
τηϲ ϲτρυφνοτητοϲ ἐπι την γλυκυτητα παραγιγνονται , καθαπερ ὁ τηϲ ἐλαιαϲ καρποϲ . τῳ θερμῳ δε πεπτονται παντεϲ : διττον
ἀντι ϲχοινου ἀρωματικου καρδαμωμον . ἀντι ϲποδου Κυπριαϲ ϲποδοϲ φυλλων ἐλαιαϲ . ἀντι ϲμυρνηϲ τρωγλιτιδοϲ καλαμοϲ ἀρωματικοϲ . ἀντι ϲτεατοϲ
9999863 σαρκες
, πυτια πασα , κοπρος πασα , ὑσσωπον μετριως , σαρκες ἐχιδνων ἰσχυρως ἐπι το δερμα κινουσαι τα περιττωματα ,
των δ ' ἀλλων ζῳων , καθ ' ὁσον αἱ σαρκες εἰς ἀρετην τροφης ἀπολειπονται των ὑων , κατα τοσουτον
9999863 πυκνοτητι
δυσχεραινοντας , ᾠμην δε γε αὐτοις ὁ ἠλιθιος χαριζεσθαι τῃ πυκνοτητι , κατελυσα και ἁ προτερον ἐν πλειοσι , ταυτ
δασυμετωπους , εὐκερωτας , ὀλιγοκερωτας , σκεπομενους τα ὠτα τῃ πυκνοτητι των ἐριων , πλατυνωτους , ἐχοντας τους διδυμους μεγαλους
9999863 Φρυγια
, λιθουργιαι , λιθοτομιαι . πολλα δε εἰδη λιθων , Φρυγια , Λακαινα , Λιβυσσα , Εὐβοϊς , Θετταλη ,
μαλιστα δηλουντα την της οὐσιας αἱρεσιν ἀηρ και ὑδωρ . Φρυγια δ ' ἰδιως εἰρηται δια το θρησκευεσθαι παρα τοις
9999862 πτερυγεσσι
λεκτρα ? [ φερεις , ἀλλ ' οὐ ] ? πτερυγεσσι ? [ ] κομιζεις [ ] . νυμφιε ?
, συν τωι Λογος κιεν ἀγλαος υἱος , / λαιψηραις πτερυγεσσι κεκασμενος , αἰεν ἀληθης , / ἁγνην ἀτρεκεεσσιν ἐχων
9999862 στεφανῳ
, και ὁπως Λεοννατος ἐπι τῳδε ἐστεφανωθη προς Ἀλεξανδρου χρυσῳ στεφανῳ ἐν Μακεδοσιν . ἐνταυθα σιτος ἠν νενημενος κατα προσταγμα
και το θεατρον ἡμιν λαμπροτερον , ἐπ ' ἰσης τῳ στεφανῳ και τῳ κηρυγματι : ὡσπερ οὐν ἡ Θετις ἡ
9999862 σωφροσυνη
ἀρετας ὑπογραφειν : εἰσι δε τον ἀριθμον τετταρες , φρονησις σωφροσυνη ἀνδρεια δικαιοσυνη . ὁ μεν δη μεγιστος ποταμος ,
και ῥωμη και ὑγιεια , ψυχῃ δε σοφια φρονησις ἀνδρεια σωφροσυνη δικαιοσυνη , συναμφοτεροις δε τουτοις χρηματα φιλοι : ἀσυμφορα
9999862 ὀξυτητι
, του γενουϲ μεν ἐϲτι και οὑτοϲ των καυϲωδων , ὀξυτητι δε αὐτων διενηνοχεν . Των ϲυνεχων πυρετων ἡ μεν
στολον γαρ ἐλεγον τα ἀπωξυμμενα , οἱον συνεσταλμενα ἐν τῃ ὀξυτητι . λεγει δε χαλκηρη τον χαλκῳ περιβεβλημενον . .
9999862 βραχειᾳ
κονδος ἐπιθετον και ὁ μυνδος . Τα εἰς ΔΟΣ ὑπερδισυλλαβα βραχειᾳ παραληγομενα προπαροξυνεται : ὀμαδος κελαδος Τενεδος κορυδος , ὁπερ
ἐστι χρησιμος , ὁμοιως ταις ῥιζαις αὐταις γλυκυς ὑπαρχων ἁμα βραχειᾳ τινι στυψει . εἰη ἀν οὐν ἡ φυσις αὐτης
9999862 διῃρησθω
ὡς ἀφ ' ἑνος τετραγωνῳ . Ἀριθμος γαρ ὁ αβ διῃρησθω εἰς δυο ἀριθμους τους αγ , γβ . λεγω
του σπερματος ὀντων των καυλων . Ταυτα μεν οὐν ταυτῃ διῃρησθω . των δε ἀρτι εἰρημενων μερων πειρατεον ἑκαστον εἰπειν

Back