ἡμων . „ και εἰπεν αὐτοις ἡ συκη : ” ἀφεισα την γλυκυτητα μου και το γεννημα μου το ἀγαθον
καταδυσα παλιν ] ἀνηβᾳ τε και ἐγειρεται , δακρυα τε ἀφεισα και θρηνους , κωμαζειν τε και χορευειν ἀρχεται ,
9999927 κοινῳ
ἐσθ ' ὁτε , και αὑται μεν αἱ ἀλλοιωσεις τῳ κοινῳ δη λογῳ γινονται , του παντος ἀλλοιωθεντος σωματος .
ἐστι δημοσιᾳ βλαβος εἰ τις ψευδεται , ἐν δε τῳ κοινῳ μη χρησθαι τῳ νομῳ τουτῳ την πολιν την αὐτην
9999913 γλυκυς
δε οὑτος γενος τι οἰνου . και ἐστιν οὑτος οὐτε γλυκυς οὐτε παχυς , ἀλλ ' αὐστηρος και σκληρος και
ἐν τινι των μελων : Ἐρως με δαὐτε Κυπριδος ϝεκατι γλυκυς κατειβων καρδιαν ἰαινει . λεγει δε και ὡς της
9999912 αἰσθητικη
περιελκεται και συρεται ὑπο της ἐπιθυμιας , ἀλλ ' ἡ αἰσθητικη , ἠτοι ἡ μερικη δοξα ἡτταται ὑπο της ἐπιθυμιας
' ἁπλως τα καθ ' ἑκαστα και ἐν οἱς ἡ αἰσθητικη γνωσις ἐνεργειν πεφυκεν . εἰ γαρ τις περι τησδε
9999910 γνωμονι
ΕΞ : ὁλον ἀρα το ΑΞ ἰσον ἐστι τῳ ΦΧΨ γνωμονι . ἀλλα ὁ ΦΧΨ γνωμων τῳ Γ ἰσος ἐστιν
τῳ τυχοντι ἀποδωσομεν , ἀλλα κατα την αὐτην ἀναλογιαν , γνωμονι χρωμενοι και οἱον κανονι τῳ μητε πλεονεκτησαντι μητε πλεονεκτηθεντι
9999910 ἀχθεισα
κατιουσα φλεψ ἐξ ἡπατος μεταξυ της γαστρος και των ἐντερων ἀχθεισα τοις ὑποκειμενοις σπονδυλοις ἐπιβεβηκεν : εἰς το αὐτο δ
παρα θεσει δεδομενην εὐθειαν εὐθεια γραμμη ἀχθῃ , δεδοται ἡ ἀχθεισα τῃ θεσει . δια γαρ δεδομενου σημειου του Α
9999909 Καρχηδονιοι
, και τησδε παρα τας συνθηκας ἐφιεμενος . οἱ δε Καρχηδονιοι πεζοις μεν δισμυριοις και πεντακισχιλιοις , ἱππευσι δε πολιτικοις
και την ὁλην εὐνοιαν , Φιλινῳ μεν παντα δοκουσιν οἱ Καρχηδονιοι πεπραχθαι φρονιμως , καλως , ἀνδρωδως , οἱ δε
9999909 πινακες
. . . . . . . . ια , πινακες . . . . . . . . .
Εὐρωπης πινακες ι , χωραι λδ πολεις ριη , Λιβυης πινακες δ , χωραι ιβ , πολεις μβ , Ἀσιας
9999906 ἑψημα
ἀντι μυροβαλανου πευκινον . ἀντι μαλαχηϲ τηλιϲ . ἀντι μελιτοϲ ἑψημα . ἀντι μαννηϲ λιβανου φλοιοϲ . ἀντι μυοχοδων μυϊαϲ
ἀμυγδαλα πικρα ἰϲχαδεϲ ϲταφιδεϲ ϲτροβιλια και μαλιϲτα τα χλωρα μελι ἑψημα γλυκυϲ οἰνοϲ καϲτοριον ὀροβιον ἀλευρον πιτυιδεϲ ἀμμωνιακον βδελλιον λιβανοϲ
9999906 νομισθειη
ψυχρον ἀν νομισθειη , προς δε το ψυχρον συγκρινομενον θερμον νομισθειη ἀν : οὑτως οὐν και κατα τον αὐτον τροπον
τουτι το πνευμα φαινεσθαι , τις ἀν μαλλον προσηκουσα ὡδε νομισθειη διαιτα , εἰ μη ἡ μετριως ψυχουσα και ξηραινουσα
9999906 ἀττικη
, πολλην , ἐξακουστον , ἀπειρον , το δε περιωσιον ἀττικη ἡ αὐξησις , ὡς το πλωϊζω πλωτον . περιωσιον
. οὑτω και το ἀναξ ὠναξ . εἰ δε ἐστιν ἀττικη συναλοιφη ἀντι του ὠ ἀναξ , περισπαται δια το
9999905 χαλασμα
κροταφοις , το δε μεσον των ἀγκυλων διπλουν της καιριας χαλασμα κατα του μετωπου , και τοτε παραλαμβανεται ἐπιδεσμος ὁ
τιλμασι διαστελλομεν , προς το μη την σαρκα φυεισαν , χαλασμα παρασχειν : τα δε ἐν τοις ὠσιν ἠ μυκτηρσιν
9999905 ἐχωρησε
Ἑβδομαιῃ δε ἐουσῃ , ἀμφι το οὐς το δεξιον πυον ἐχωρησε δυσωδες , ὑπερυθρον , πλειον κυαθου , και ἐδοξεν
Γαϊος Σκριβωνιος Κουριων Δαρδανους τε ἐνικησε και προς τας ὀχθας ἐχωρησε του ποταμου του Ἰστρου : οὑτω τε ἐπανελθων ἐθριαμβευσεν
9999905 γαλακτωδες
ἀποσπογγιστεον τε το προσωπον ὀξυκρατῳ ψυχρῳ και δοτεον καταρροφειν ὑδωρ γαλακτωδες κατα βραχυ , ὀσφραντα δε ποικιλα προσφερεσθω κυδωνιον ,
του ψυχρου δεξαμενην μη ἐχουσαν το ὑδωρ ψυχρον , ἀλλα γαλακτωδες , περιβαλλομενος δε τα σαβανα μη πανυ ἐγχρονιζετω ἐν
9999904 μαχομεθα
οὑς ἀντιλεγειν ἐξεστιν . ἠ γαρ προς αὐτους τους λογισμους μαχομεθα των ἀντιλεγοντων , δεικνυντες αὐτους σαθρους ὀντας , ἠ
δολους γαρ μελω : ὁμοιον ἐστι τῳ ” σοι παντες μαχομεθα „ τουτεστι δια σε . . . . .
9999903 νοϲηματοϲ
ἀγαθαι κριϲειϲ μαλιϲτα γινεϲθαι φιλουϲι . Παρακμηϲ διαγνωϲιϲ ὁλου του νοϲηματοϲ . ἐπι δε τηϲ παρακμηϲ του ὁλου νοϲηματοϲ τα
βοηθηματων . ψυχραϲ δε τηϲ δυϲκραϲιαϲ ὑπαρχουϲηϲ και δυϲλυτου του νοϲηματοϲ ὀλιγοϲιτια τε παραλαμβανεϲθω και τηϲ κεφαληϲ ἀλοιφη δια των
9999903 ἐρωτατε
ἡμιν . † περικαλυπτεις ἀλλουμεμνησθε ] † ἠγουν περι ἀλλου ἐρωτατε τονδε ] τον περι της του Διος πεπρωμενης καιρος
εἰη . Ἰτε νυν , ἐφη ὁ Ἀγησιλαος , και ἐρωτατε : ἀπαγγελλετε δ ' αὐτοις και ταυτα , ὁτι
9999903 πορρωτατω
εὑρηματα ἀνθρωπου τους νομους ἀλλα θεου χρησμους σαφεστατους εἰναι , πορρωτατω των πολεων ἀπηγαγε το ἐθνος εἰς ἐρημην βαθειαν και
ἀτομοι ἀπειροι οὐσαι , ὡς ἀρτι ἀπεδειχθη , φερονται και πορρωτατω . οὐ γαρ κατανηλωνται αἱ τοιαυται ἀτομοι ἐξ ὡν
9999902 θεωρητικη
και πρακτικαι , λεγομεν ὁτι κυριως μονη ἡ φιλοσοφια ἐστι θεωρητικη και πρακτικη . και θεωρητικη μεν κυριως μονη ἐστιν
: θεωρητικη , πρακτικη , ποιητικη και μικτη . Και θεωρητικη μεν λεγεται ἡ δια μονου του λογου παραδιδουσα τα
9999902 ἐθαυμαζεν
μελλοντα χειμωνα ἐκ της παρουσης αἰθριας προηπιστατο ἐξεπληξε : και ἐθαυμαζεν Ἱερων αὐτον , και Νικαευσι τοις Βιθυνοις συνηδετο ὁτι
. του δε δουλου κατωθεν τρησαντος και τον οἰνον αἰροντος ἐθαυμαζεν , ὁτι των σημαντρων σωων ὀντων ὁ οἰνος ἐλαττουται
9999901 ἐριδες
την Ἀττικην , και μαλιστα ἐξ οὑ φιλοσοφια και λογων ἐριδες ἐπεπολασαν αὐτοις : μαχομενων γαρ προς ἀλληλους και κεκραγοτων
συζευχθησεται γυναικι ἠ τεχθησεται αὐτῳ παις : πληθυνουσι δε αἱ ἐριδες αὐτου και τα κατ ' αὐτον πραγματα συνταραχθησονται και
9999901 ἐργωδες
; ἐν ᾡ ὁτι πανταχοθεν οὐτε ἀσυμφορον , οὐτε ὁλοκληρον ἐργωδες το ἐγχειρημα , ἀλλα και ὀλιγα ἀρκεσει χρηματα :
Το δε και ταυτας ἐκθεσθαι πολυχουν τε ταις δειξεσιν και ἐργωδες ἐν τοις ἐπιλογισμοις μη ὡρισμενων καθ ' ἑκαστην των
9999900 ἐβουλετο
ἑαλωκοτα , κοινωνει τραπεζης , λυει αὐτῳ των δεσμωτων οὑς ἐβουλετο , τελευταιον και αὐτον της αἰχμαλωσιας ἐλευθεροι και συμβολα
οὐ βαλοντος οὐδε τυχοντος οὑ τ ' ἐβαλλε και ὁ ἐβουλετο και περι οὑ ἐβουλευετο και οὑ ἐφιετο . Ταυτα
9999900 βαλανειῳ
, οἱ δ ' ὀφθαλμοι μενωσιν ὠχροι , διδου ἐν βαλανειῳ ὀξους δριμυτατου κοχλιαριον δια των μυκτηρων ἀνελκειν : ἀπορρει
, μετα κρασεως κονδιτου θερμανθεντος : διδοται δε ἐν τῳ βαλανειῳ , ἐν τῃ ἐμβασει του θερμου . Εὐδοκιμει ,
9999900 πυρετουϲ
ἐϲτω : ἐπιμενοντοϲ δε και παλιν του τρομου κατα τουϲ πυρετουϲ πρωτον μεν ἐμβρεχεϲθω το ϲωμα παν ἐλαιῳ Ϲαβινῳ ,
δερμα και ϲυνεργειν τῃ φυϲει δι ' ἀποϲτηματων ἐνιοτε τουϲ πυρετουϲ ἰωμενῃ . ὁταν μεντοι ϲφοδραν ὁρμην ἐχοι το ἐπιρρεον
9999900 τετταρες
, οἱπερ δη και ἀκριβως ἀναδεικνυνται τῳ ταυτῃ δερματι , τετταρες εἰσι τον ἀριθμον . ἐκ μεν των ἀνωθεν μερων
ἐστι γενναια γυνη . ἠσαν ἀνθρωποι δε πεντε και γυναικες τετταρες . θολος Ἰδου κατοπτρον : εἰπε μοι τουτῳ τι
9999899 νομιζεσθω
εὐφυϊα σφαλερα . ὁ κακως εὐφυϊᾳ χρησαμενος ἀχαριστος τῃ φυσει νομιζεσθω . ἀσφαλης φυσις μεγαλων οὐτε ἀγαθων οὐτε κακων αἰτια
λογον οἰς οὐ θεμις ὁ λεγων περι θεου προδοτης θεου νομιζεσθω . λογον περι θεου σιγαν ἀμεινον ἠ προπετως διαλεγεσθαι
9999899 τερεβινθινη
λεια ἐν οἰνῳ και ῥοδινῳ προστιθεσθωσαν : ἀγαθον δε και τερεβινθινη μετα σμυρνης και κροκου και μελιτος . τουτο δε
βολβοϲ κρομμυον ϲκορδον μαλιϲτα κοϲτοϲ ἀμωμον ναρδοϲταχυϲ θειον ϲτυραξ χαλβανη τερεβινθινη ϲμυρνα ὀποπαναξ ϲκιλλα ὀριγανον γληχων ὑϲϲωπον ἀβροτονον βρυωνιαϲ ῥιζα
9999899 χαρακτηρα
' ἀλληλων ποιησαμενους ὁμοεθνεις μηκετι διασωζειν τον αὐτον της διαλεκτου χαρακτηρα δια τας προς τους πελας ὁμιλιας : το δε
οὑτος σωσει και μετ ' ἐνιαυτον του παθητικου λογου τον χαρακτηρα . Διαιρεθησεται δε ὁ ἐπιταφιος λογος , ὁ παθητικος
9999899 ἡδοιτο
ἐπιδεξιως και συμπαρακαθεζεσθαι και συμβαδιζειν , και δηλον γενεσθαι ὁτι ἡδοιτο ὁρωμενῳ . μεταδιωκτεον δε και ἐν ἀγορᾳ τοπον οὑ
πριν ἀμφιεννυσθαι καθ ' ἑκαστον λουτρον . εἰ μεν οὐν ἡδοιτο τῳ γαλακτι , και μετα το δευτερον λουτρον δωσομεν
9999899 γυμναστικη
ἀλλο σωμα ; Ἐμοιγε δοκει . Αὑτη δ ' οὐ γυμναστικη ; Μαλιστα . Γυμναστικῃ μεν ἀρα ποδος ἐπιμελουμεθα ,
ἁπαντα δι ' αὐτης πεποιηται , και ὁπερ ἐν σωματι γυμναστικη και ἰατρικη , συναμφοτερον λεγω , τουτ ' ἐν
9999899 τειχισμα
αὐτου μειναι , ἀλλα ἀπολιποντας ἐς φυγην καταστηναι και το τειχισμα τουτῳ τῳ τροπῳ ἁλωναι . των δε φρουρων οἱ
χαρακωσεις ἐξω της ταφρου της προσεχως την παρεκτασιν παρα το τειχισμα λαμβανουσης ὀρθιαι πασαι συντελουνται παρα . . . .
9999899 σπλαγχνοισι
' ἡμιν και θυη πεττειν τινα κελευ ' , ἱνα σπλαγχνοισι συγγενωμεθα . Ἀντιφανης δ ' ἐν Ὀμφαλῃ : ἐν
ἀναγωγον δε πτυελου ἐστι και ἀδιψον : ὑποχονδριῳ δε και σπλαγχνοισι και ταυτῃ εὐμενες : και τας ἀπο μελιτος βλαβας
9999899 Λακωνικη
περι νεων καταλογου . . . : Λιται , πολις Λακωνικη . Ἀπολλοδωρος ἑβδομῳ . : Κορωνη , πολις Μεσσηνης
, προς δυσιν δε ἡ Λακεδαιμων . Ἑκατομπολις δε ἡ Λακωνικη το παλαιον , καθα και ἡ Κρητη λεγεται :
9999898 ἁρμονιᾳ
. ἁρμονικη δε κεκληται ἡ μεσοτης ὁτι σπερματικως τους ἐν ἁρμονιᾳ λογους ἐστιν ἐνιδειν αὐτῃ , οἱον ἐν τῃ γʹ
κατα τον οἰκον του ἰδοντος ἐσεσθαι σημαινουσιν , ἐπειδη τῃ ἁρμονιᾳ οὐκετι χρωνται [ και ὁταν σαλευομενοι μη ἐκπιπτωσιν ]
9999897 κολοκυνθης
τον στομαχον κυστιν πληρωσας ὑδατος ψυχρου ἠ χιονα ἐπιβαλλε ἠ κολοκυνθης ξεσματα . Ἐκκαιομενοις ἀδιψον καταποτιον : σικυου ἡμερου σπερματος
λεκιθων , καρυων , ζωμου , πολφων , οἰνου , κολοκυνθης . Εἱς οἰωνος ἀριστος ἀμυνεσθαι περι δειπνου . ὡς
9999897 ἐπληρωσε
Περσαις . οὐ κατειδως ] οὐ γινωσκων . ἠνυσεν ] ἐπληρωσε τα παροντα κακα . ἱρον ] ἱερον , θειον
ἐκεινων κομισας προς Ἀγαμεμνονα φρονηματος μετα την ὑβριν τον Φθιωτην ἐπληρωσε και δεδωκεν αὐτῳ καταλεγειν τας πολεις των Τρωων ,
9999897 Αἰγινα
ἡρωϊδος Αἰακος , ἀφ ' ἡς παρωνομασθη ἡ πολις ἡ Αἰγινα . . Τουτους ἐπιβουλους εὑρων ἑαυτου ὁ Ζευς ὀργισθεις
τον λογον προς την Αἰγιναν : σε δε , ὠ Αἰγινα , φησιν , εἰς την Οἰνοπιαν διακομισας νησον συνεκοιμηθη
9999897 ἐνικησε
των Κορκυραιων , ἱνα μη τοις πολεμιοις ὑποχειριοι γενωνται . ἐνικησε δε και πεζῃ τους ἐπι τῃ γῃ λοφον τινα
τῳ Κλαυδιῳ . τους μεν οὐν Τιγυριους ὑποστρατηγος αὐτου Λαβιηνος ἐνικησε , τους δε ἀλλους ὁ Καισαρ , και Τρικουρους
9999896 μαρτυριᾳ
το ἁρμοζον ζῳδιον τῃ ἀποδημιᾳ ἐφαρμοζειν αὐτο τῃ των ἀγαθοποιων μαρτυριᾳ προς αὐτο τε και τα κεντρα και οὑτω καταρχεσθαι
, οὐχι ψιλῃ εἰκασιᾳ ἀλλα πειρᾳ και τῃ των ἀποτελεσματων μαρτυριᾳ πειθομενος . και ὁσα σπερματωδεστερα και οὐκ ἐξειργασμενα οἱ
9999896 ἐτυραννησε
ἑως δεσποται γενωνται των ἐξαπατηθεντων . ἰδιωτατα δε παντων Ἀγαθοκλης ἐτυραννησε των Συρακοσιων , ἀφορμαις μεν ἐλαχισταις χρησαμενος , ἀτυχημασι
Ἀρη βασιλει Καππαδοκων θεμενοι . και Ταρσου δε Ἐπικουρειος φιλοσοφος ἐτυραννησε , Λυσιας ὀνομα : ὁς ὑπο της πατριδος στεφανηφορος
9999896 ὑδαρες
γαλα οὐκ ἐγγινεται σφισιν , εἰ μη ὀλιγον τι και ὑδαρες . Ἐπην δε το κυρτωμα το της γαστρος ἀπολυθῃ
Δι ' , ὠ παι , δος : το γαρ ὑδαρες ἁπαν τουτ ' ἐστι τῃ ψυχῃ κακον . βουβαλια
9999894 ἐβουλομεθα
ὀντας και τα ὁπλα ἐχοντας ἐν χερσιν , οὐτε προτερον ἐβουλομεθα μαχην συναπτειν οὐτε νυν ἐτι θαρσουμεν ἐπι τοιουτοις συμμαχοις
δη γελοιοτατον , πασαι γαρ ἐπι ταὐτον ἀνισταμεναι ἀλληλας λανθανειν ἐβουλομεθα : θατερᾳ δε οἱ ἀνθρωποι ὑπο την λοχμην παρηρχοντο
9999894 ἐνομισθη
δαιμων δε οὑτος ὁ Τυφων . Ἡ Ἰσις ἡ αὐτη ἐνομισθη τῃ Ἰοι τῃ ἁρπασθεισῃ ὑπο του Διος . ὁ
πατριδι μικρον ἐμπροσθεν ἐφανη και τοις ἀλλοις Φοινιξι και ῥητωρ ἐνομισθη : νυν δ ' ἐπελθειν ἐθελων την Παλαιστινην ,
9999894 χιονι
το ἀγγειον εἰς ὑδωρ ψυχρον : βελτιον δε εἰ και χιονι περιπλασθῃ το ἀγγειον . ἐπι δε της χρησεως μιγνυμεν
ἐξηπλωμενην , πλατυ . σκιασει : σκεπασει . νιφαδεσσιν : χιονι , χιοσι , χιονεσσιν . ἀλωην : ἀλωϊα ,
9999894 ἀπειληφθω
καθετος ἡ ΟΛΜ , και τῃ μεν ΗΛ περιφερειᾳ ἰση ἀπειληφθω ἡ ΓΒ , τῃ δε ΚΜ εὐθειᾳ ἡ ΘΔ
ὀρθας ἡ ΒΔ , και της μεν ὑπο ΔΒΓ τριτον ἀπειληφθω μερος ἡ ὑπο ΔΒΖ , της δε ὑπο ΑΒΔ
9999893 πτερυγεσσι
λεκτρα ? [ φερεις , ἀλλ ' οὐ ] ? πτερυγεσσι ? [ ] κομιζεις [ ] . νυμφιε ?
, συν τωι Λογος κιεν ἀγλαος υἱος , / λαιψηραις πτερυγεσσι κεκασμενος , αἰεν ἀληθης , / ἁγνην ἀτρεκεεσσιν ἐχων
9999893 κεντρῳ
ὑπερβολης εὐθεια ἐπιψαυῃ , ἀποτεμει ἀπο των ἀσυμπτωτων προς τῳ κεντρῳ της τομης εὐθειας ἰσον περιεχουσας τῳ περιεχομενῳ ὑπο των
ὡς δηλοι κυκλους ἐπι κυκλους ἐξυφαινων και αὐτος ἐν τῳ κεντρῳ των κυκλων ἐνεδρευων τα θηρωμενα ἱνα ἐξ ἰσου παντων
9999893 ἀμειβετο
εὐρυν Ἀχαιων . Ὡς φατο , κωκυσεν δε γυνη και ἀμειβετο μυθῳ : ὠ μοι πῃ δη τοι φρενες οἰχονθ
μεν δη ταυτα ἐκ διδαχης ἐλεγε : ὁ δ ' ἀμειβετο τοισδε . Ὠ γυναι , παντα ὁσα περ αὐτος
9999893 ἀπεστρεψε
σε : ἀποστροφη το σχημα : νυν γαρ προς Ἀλεξανδρον ἀπεστρεψε τον λογον * και φησι * και δη σε
οὐδεμιαν ἡμεραν ὑπευθυνος εἰναι φημι . ἀκουεις , Αἰσχινη ; ἀπεστρεψε τον λογον , ἱνα δοκοιη τον ἐχθρον λυπειν ,
9999893 ἐκτροπη
ταϲ των νοϲηματων ἀρχαϲ βραχεια τιϲ ἡ του κατα φυϲιν ἐκτροπη , πολυ δε το τηϲ φυϲεωϲ οἰκειον . περι
Πυρετος ἐστιν ἡ του ἐμφυτου θερμου εἰς το παρα φυσιν ἐκτροπη των σφυγμων σφοδροτερων τε και πυκνωτερων γενομενων . ἠ
9999893 γαργαρεωνα
ξηρανθειϲ δε ἡττον . το δε ἀφεψημα αὐτου ταϲ κατα γαργαρεωνα φλεγμοναϲ ἰαται διακλυζομενον . το δε κομμι του δενδρου
ξηρα καταπαϲϲειν : τα δε ὑγρα ὑγροτατα ποιεοντα ἐϲ τον γαργαρεωνα ἐγχεειν . ἠν δε αἱ ἐϲχαραι ἠδη τε ἀπολυωνται
9999893 ἐλαλησε
ἡττον γινονται ἐκ των προηγησαμενων : ἐνθεν εἰπου τις πολλα ἐλαλησε και ἀσθενεστερον ἐποιησε τον λαρυγγα , ἐκει μαλλον ἐπεσυρατο
μετα των πατερων αὐτου . Ἀντιγραφον διαθηκης Ἀσηρ , ἁ ἐλαλησε τοις υἱοις αὐτου ἑκατοστῳ εἰκοστῳ ἐτει ζωης αὐτου .
9999892 σμικροτητι
ἀλληλων και του ὁλου , ἀλλ ' ἠ μεγεθει και σμικροτητι ; Ἐκεινως μοι φαινεται , ὠ Σωκρατες , ὡσπερ
μεν και κουφον και μαλακον και σκληρον και μεγεθει και σμικροτητι και τῳ μανῳ και πυκνῳ , θερμον δε και
9999892 συγγνωμη
Πυθεου “ οὐδεις ὑπολογος βουλῃ γεγονεν ” ἀντι του οὐδεμια συγγνωμη , οὐδεμια παραιτησις . Ὑπονομευοντες : ἀντι του ὑπονομους
ὀρχησταις , μιμοις , θαυματοποιοις . ἀλλα τουτοις μεν πολλη συγγνωμη και ποιειν ὁτιουν και λεγειν , ἡμιν δ '
9999892 ἐξεπεμψεν
αὐτου μετεστη : ὁστις ὁ Σωγενης των του πενταθλου ἀγωνισματων ἐξεπεμψεν ἑαυτου το γυιον ἀνευ ἱδρωτος πριν ἐπιπεσειν την του
ἀπεστησαν , ὁ δε δημος εὐθυς δυναμιν τε την ἱκανην ἐξεπεμψεν ἐπ ' αὐτους και στρατηγον αὐτοκρατορα Γαιον Μανιον και
9999891 ξηρα
ἑξιν του ϲωματοϲ οὐκ ἐπιτηδεια ταριχευεϲθαι . ὡϲπερ γαρ τα ξηρα ϲωματα βυρϲαιϲ ὁμοια γιγνεται ταριχευθεντα , οὑτωϲ ὁϲα λιαν
ἐπανω των βοτανων χλωρα , τα δε προς ταις ῥιζαις ξηρα : τινες δε βοταναι , ὁταν ὁ ἡλιος ἐπικεκαυκει
9999891 Ἀλεξανδρε
κρινων . τον δ ' εἰπειν : ἀλλα μην , Ἀλεξανδρε , | οὐ βασιλικον ἐστι [ ψευδεσθαι ] .
ἀλλως τε και τουτο , ὁ χρησιμον ἐφης , ὠ Ἀλεξανδρε , το δια τουτο κρατειν ῥᾳδιως , πολυ της
9999891 εἱλετο
γαρ ἀν ἠ πολις πεμπουσα τον του μηδενος ἀξιον θεραπευειν εἱλετο , ἠ πρεσβευτης ἡκων προσηλθεν ἀν ποτε τουτῳ του
ἐπι δε Τρωες κελαδησαν νηπιοι : ἐκ γαρ σφεων φρενας εἱλετο Παλλας Ἀθηνη . Ἑκτορι μεν γαρ ἐπῃνησαν κακα μητιοωντι
9999891 ἐργαζομεθα
συναπτωμεν , και το ὁλον τουτο , ὁπως , ἁ ἐργαζομεθα , εὐχωμεθα και εὐχωμεθα , ἁ ἐνεργουμεν , συναψας
ἀλληλων και κεχωρισται τα ζητηματα , συναπτειν μεν ἐπιχειρουντες συγχυσιν ἐργαζομεθα : διαιρουντες δε εὐκρινη και σαφη τον λογον παρεξομεθα
9999890 δραμα
οὐκ οἰδα ποθεν δαιμων ἐπικωμασας ἐμοι και βασκηνας του ἐρωτος δραμα καινον ἐπι την ἐμην ἐτολμησεν οἰκιαν . και σιωπω
ἐμφερεις εἰναι τους του χορου , ἐξ ὡν και το δραμα : οἱ ὁτε μεν ἠσαν νεοι , πικρως ταις
9999890 εἰσηνεγκε
. Ὁτι δια των λογων ἐκκαυσας των ὀχλων την ὁρμην εἰσηνεγκε ψηφισμα πολεμειν τῳ μεν λογῳ προς Λακεδαιμονιους , τῳ
, και ἐκει δραμα την Γαλατειαν ἐποιησεν , ἐν ᾡ εἰσηνεγκε τον Κυκλωπα ἐρωντα της Γαλατειας : τουτο δε αἰνιττομενος
9999890 αἰσθητῳ
ἐνδεικνυται , χοανην μεμιμηται : διατετρηται γαρ εἰς το καταντες αἰσθητῳ πορῳ μεχρι της κατα τον ἀδενα κοιλιας : ἐπει
δη και ἡ ψυχη δια μεν του σωματος προς τῳ αἰσθητῳ γινομενη ἰλιγγιᾳ τε και ταραττεται και οἱον μεθυει ,
9999889 ἐνεπρησε
ἀπο Θηβων και τον πεφυκοτα πυργον προς τῃ Ὑδρᾳ προσελθων ἐνεπρησε , και συν ταυτῃ τῃ δυναμει ἐκπορθει αὐτους ὁ
και λιθειας πολυτελειαν ὑπο Περσων σεσυλησθαι καθ ' οὑς καιρους ἐνεπρησε τα κατ ' Αἰγυπτον ἱερα Καμβυσης : ὁτε δη
9999889 δεσποινῃ
ἀρχομενος ὑπ ' ἐκεινοισι , και ἐνερθε ἐων τοισι ἁπασι δεσποινῃ τῃ ἑωυτου συνοικεε . Ταυτα μεν ἡ Πυθιη ὑπεκρινατο
ἐξελθουσαν την γονην ἁπασαν ἀφ ' ἑαυτης και ἐφρασε τῃ δεσποινῃ , και ὁ λογος ἠλθεν εἰς ἐμε : κἀγω
9999888 θυμιαμα
και ἐκειθεν ὁμοιως ἐκφερεται τα προειρημενα φορτια [ και ] θυμιαμα το λεγομενον μοκροτου . Οἱ δε κατοικουντες ἐμποροι σκληροτεροι
θυμιατε μινδακα . Ἀκηκοας συ δεσποτ ' ἠδη πωποτε το θυμιαμα τουτο ; Εἰς την ἑσπεραν χορταζομεσθα πασιν ἀγαθοις .
9999888 ἀφωνα
, βρεφη δ ' ἐν αὑτῃ περιφερει τα γραμματα : ἀφωνα δ ' ὀντα ταυτα τοις πορρω λαλει οἱς βουλεθ
βρεφη σῳζους ' ὑπο κολποις αὑτης , ὀντα δ ' ἀφωνα βοην ἱστησι γεγωνον και δια ποντιον οἰδμα και ἠπειρου
9999888 ἐτελεσθη
; τι δ ' ἐρεξα ; τι μοι δεον οὐκ ἐτελεσθη ; ἀρξαμενος δ ' ἀπο πρωτου ἐπεξιθι και μετεπειτα
ἐρραγη . το μεν οὐν κατα κορυφην αὐτου Οὐρανος εἰναι ἐτελεσθη , το δε κατω ἐνεχθεν Γη : προηλθε δε
9999888 ἀπεδειχθη
παλιν , ἐπει το μεν της ἡλιακης ἀνωμαλιας πλειστον διαφορον ἀπεδειχθη μοιρων β κγ , το δε της σεληνιακης το
διο και την εὐτονιαν αὐταις συνεβαινεν ὑπαρχειν , καθως ἀνωτερον ἀπεδειχθη . περι μεν οὐν των χαλκοτονων και της περι
9999888 βουκολικα
ἐκπορευεσθε . σιττ ' ἀμνιδες : το σιττα και ψιττα βουκολικα ἐπιφθεγματα : εἰσι δε ἐπιρρηματα . σιττ ' ἀμνιδες
, και ἐπλησιασε τῃ κορῃ . ἐκ δε τουτου τα βουκολικα μελη πρωτον ᾐσθη , και εἰχεν ὑποθεσιν το παθος
9999888 γεωμετρικῃ
μειζονων , οἱον βʹ δʹ εʹ . ὑπηναντιωται δε τῃ γεωμετρικῃ , διοτι ἐπι μεν ἐκεινης ἠν ἡ των μειζονων
γ του δυο ἡμιολιος . ἐοικε δε και αὑτη τῃ γεωμετρικῃ ἐναντιοτητι : ἐπιστρεφει γαρ ἡ των λογων μεσοτης ὡς
9999888 Μακεδονα
Καυκασῳ . τουτον φασι διαβηναι συν ὁπλοις πρωτον Ἀλεξανδρον τον Μακεδονα , μεθ ' Ἡρακλεα τε και Διονυσον , στρατευσαντα
. παιαν δ ' ἐστιν και ὁ εἰς Κρατερον τον Μακεδονα γραφεις , ὁν ἐτεκτηνατο Ἀλεξινος ὁ διαλεκτικος , φησιν
9999887 θανατωδες
: και το κωματωδεσι νενωθρευμενοισιν ὑγρον διαχωρημα , κακιστον : θανατωδες δε και αἱμοῤῥοειν αἱματωδες πολυ θρομβωδες : λευκον τε
και ἱνα μη ταυτολογησῃ ἐν βραχει χωριῳ , δια το θανατωδες εἰπειν ἐπηγαγε “ τον κινδυνον ” , και ἐπι
9999887 ἠναγκαζετο
Ἀρευϊ καταθανειν καλον , και παλιν μιξαντες ἀλληλοισιν Ἀρευατουτου χαριν ἠναγκαζετο Ζεος εἰναι κατα την γενικην κατα ἀποβολην του υ
ἀντι μαχης ἐλαμβανεν . ὡς δε ἀληθειν ἀντι του πολεμειν ἠναγκαζετο , την παρουσαν ἐδακρυε τυχην , της δε πρωτης
9999887 ἐτρεφετο
εἰκοσι ἱππους . Κυνων δε Ἰνδικων τοσουτο δη τι πληθος ἐτρεφετο ὡστε τεσσερες των ἐν τῳ πεδιῳ κωμαι μεγαλαι ,
Ἀριστοφανης ἠξιωσε τοις πατρῳοις τοιαυτα προσθειναι χρηματα , ἀλλ ' ἐτρεφετο μεν τοις οἰκοθεν ἐν ξενῃ , το δε διαπεφευγεναι
9999887 ἀγαθη
ἀποθνησκει . ἠν δε και ἡ γυνη οὐ πανυ τι ἀγαθη . και ἀλλη τον αὐτον εἰδεν ὀνειρον , και
μαλα συμφορος ἐστι φυτοισιν | ἀνδρογονος ⌊ δ ' ⌋ ἀγαθη : την ἑκκαιδεκατην , μεσην ἑκτην εἰπων , ὠφελιμον
9999887 ϲφοδρα
και τουτεων ἐξαπτεται : βουβωνεϲ μεν οἱ λοιμωδεεϲ ἡπατοϲ και ϲφοδρα κακοηθεεϲ , ἐξ ἀλλου δε γιγνονται οὐδενοϲ : νευρων
ἰϲχυρωϲ τοιϲ καταμηνιοιϲ καθαιρομεναι . και οἱ καθαροι το ϲωμα ϲφοδρα και οἱ κατα την διαιταν ἠκριβωμενοι και οἱϲ ϲφοδρα
9999887 χρυσα
περιουσιαν και τα ἐπι Θρᾳκης κτηματα και ἐν Σκαπτησυλῃ μεταλλα χρυσα . δοκει οὐν τισιν ὑιδους εἰναι του Μιλτιαδου ἠ
φορων σχιαστας δια μαργαριτων και κλαβια ἀνα πεντε , και χρυσα ψελια εἰς τας χειρας αὐτου , ἐν δε τῃ
9999887 λαμβανῃ
ποτον ἰσχῃ ] την ποσιν πινῃ . περιφραστικως ἰσχῃ ] λαμβανῃ λεπτα ] τα ἰσχνα διαστειλας ] ἀποπεμψας , κωλυσας
των θερμων ἐαν μη ἀρτιβλαστη ᾐ ἠ και ἐν ἀνθησει λαμβανῃ : τοτε γαρ ἀποκαει τα ψυχρα καθαπερ εἰρηται .
9999887 ἐνεβαλε
καταφρακτον ἑξακισχιλιαν ἱππον ἐκταξας ἐπεδειξεν , ἡνικα εἰς την Μηδιαν ἐνεβαλε συν αὐτῳ . ταυτης δε της ἱππειας οὐ Μηδοι
ἐπορευετο δια της χωρας : ἐπει δε εἰς την Θρᾳκην ἐνεβαλε , παρα την θαλατταν ᾐει : και γαρ ἠσθενει
9999886 μεμνησθε
προθυμως σε τους λοιπους ἡμων ἀνταφεστιαν . Ἀρ ' οὐν μεμνησθε ὁσα ὑμιν και περι ὡν ἐπεταξα εἰπειν ; Τα
ἀποκτεινῃ , εὐθυς ἐγραψεν ἀγωγιμον εἰναι . τουτο φυλαττετε και μεμνησθε , ὁτι παντων ἐναντιωτατον ἐστι τῳ κρινειν το μη
9999886 ἐνοσησε
δε ἐκ γενεης , ἠ αὐξομενοισιν , ἠ ὑπο νουσου ἐνοσησε και ἐξαρθρα ἐγενετο , οὑτοι μαλιστα κακουνται δια την
ὁ ἐπικληθεις Εὐδαιμονικος κατεγελα Ἀλεξανδρου ἑαυτον ἐκθεουντος . ἐπει δε ἐνοσησε ποτε Ἀλεξανδρος . εἰτα προσεταξεν αὐτωι ὁ ἰατρος ῥοφημα
9999886 Διονυσιῳ
την ἐπιστολην ἐπεδωκε και ” ταυτην “ εἰπε ” δος Διονυσιῳ τῳ δυστυχει , ὁν παρατιθημι σοι τε και βασιλει
χρυσῳ στεφανῳ τιμηθεντα ἐπ ' ἀθλῳ πολυποσιας τοις Χουσι παρα Διονυσιῳ , ἐξιοντα θειναι προς τον ἱδρυμενον Ἑρμην , ἐνθαπερ
9999885 ἀλωπεκες
των Λακεδαιμονιων λεγομενον οἰκοι λεοντες , ἐν Ἐφεσῳ δ ' ἀλωπεκες και ἐφ ' ἡμων ἁρμοσει : ἐν σχολῃ λεοντες
: ἱππων δε τιγρητες ἐς ἐρωτα ἠλθον , κυνων δε ἀλωπεκες , ὁθεν δη φασι και ἀλωπον φυεσθαι : οἰδα
9999885 Πηνελοπην
παρατεταχθαι ἀλλα και προς ἀργυριον . Γυναικας των Ἑλληνων ἐπαινουμεν Πηνελοπην Ἀλκηστιν και την Πρωτεσιλεω , Ῥωμαιων Κορνηλιαν και Πορκιαν
Πηνελοπην Πτολιπορθην παιδα : Μαντινεων δε ὁ ἐς αὐτην λογος Πηνελοπην φησιν ὑπ ' Ὀδυσσεως καταγνωσθεισαν ὡς ἐπισπαστους ἐσαγαγοιτο ἐς
9999885 Ἰωνα
μονη οἱ παις ἠν , γυναικα αὐτῳ διδους και αὐτον Ἰωνα ἐπι τῃ ἀρχῃ παιδα ποιουμενος . και πως ταυτα
τι οὐν ὁ Σπαρτιατης ; και τον νησιωτην και τον Ἰωνα και τον Ἑλλησποντιον ἀφεις αὑτον ἐσωφρονιζε , και τα
9999885 Εὐκτημονι
Πλειαδες ἐπιτελλουσι : και ἐπισημαινει . Ἐν δε τῃ λαῃ Εὐκτημονι Ἀετος ἑσπεριος ἐπιτελλει . Ἐν δε τῃ λβῃ Εὐκτημονι
μ ἀπο τροπων και παραμενει . Ἐν δε τῃ ιζῃ Εὐκτημονι ζεφυρον ὡρα πνειν . Καλλιππῳ Ὑδροχοος μεσος ἀνατελλει :
9999885 ϲτοματοϲ
ϲκοτοδινοι ἀνατροπαι τε ϲτομαχου ϲπαραγμοι ἐμετωδειϲ ναυτιαι τε και ἀνορεξιαι ϲτοματοϲ ξηροτηϲ και πικροτηϲ ἐρυγαι ἀηδειϲ και βρομωδειϲ και πνευματοϲ
το ϲτομα ἀπερευγονται το αἱμα : ὡϲ τῃ γε ἀπο ϲτοματοϲ οὐδε ἀναχρεμψιϲ παρομαρτει . ἐμπτυϲιϲ ἡδε καλεεται : ἐπι
9999884 ἐμνημονευσε
και τα τοιαυτα . ἀλλα και διαχωρηματων διαφορας παραδεδωκεν : ἐμνημονευσε γαρ τρυζοντος διαχωρηματος και ὑφαιμου και μελανος και των
ζην αὐτον . προς ὁ λεγομεν ὁτι και ἀναγκαιως αὐτου ἐμνημονευσε κατα δυο αἰτιας : ἠ γαρ δια το τελειον
9999884 ἀπελυσε
τοξευσας τον ἀετον ἀπεκτεινε , τον Προμηθεα δε κακης μεριμνης ἀπελυσε . ταυτα δε ἠν πασχων ὁ Προμηθευς δια δυο
παρεσπονδηκοτων ὑμων και ἐς πρεσβεις ἁμαρτοντων , ἡ τε πολις ἀπελυσε , κἀγω καταχθεντας ἐς το στρατοπεδον προς ὑμας ἠδη
9999884 κολλωδες
και μιξαντες τον καρπον του παλιουρου . Τουτου γαρ συμμιγεντος κολλωδες μεν το παν πολυ μαλλον γινεται , δοκει δ
οἰνον , ἠ ἐμβληθηναι εἰς τους πιθους , παχυ και κολλωδες ᾐ το γλευκος , μονιμωτερος ἐσται ὁ οἰνος :
9999884 ὠφειλετο
, παλαι τουτῳ και δι ' ἀρετην τουτο το γερας ὠφειλετο . και γαρ τοι ἐκεινοις μεν περι της βασιλειας
κατελαμβανε , τουτο δε της τιμης , ἡ τοις ἀριστοις ὠφειλετο . λαβοντες δε οὑτω τας παρα των θεων δωρεας
9999884 ἐτυφλωσεν
της ψυχης ἀναβολην τῳ παθει : πηρωσιν : ἀντι του ἐτυφλωσεν αὑτον : ἐπει δε τεκνων : ὁτε δε ἡβησαν
, ὀπιθεν Πυρρων , μεσσος Διοδωρος τις δε ς ' ἐτυφλωσεν , τις ἀφειλετο λαμπαδος αὐγας ; ἐπει Τροιης ἱερον
9999884 πιστευω
βεβουλευμαι : σε γαρ του δεσποτου μαλλον ἠδη φιλω . πιστευω μεν οὐν Διονυσιου τῳ τροπῳ , χρηστος γαρ ἐστιν
την πανυ θαυμαστην ἐν ταις προς Ἀριστοτελην ἀντιγραφαις ἐποιησατο , πιστευω γεγραφθαι λογους τινας ὑπο του ἀνδρος εἰς δικαστηρια οὐ
9999884 εὐαγγελια
νικητηρια , ὡς ἀθλητῃ ἀθλα και χειροτεχνῃ ἐπιχειρα και ἀγγελῳ εὐαγγελια και τῳ φεροντι κομιστρα , ὡς εὐεργετῃ χαριστηρια και
ἐστεφανουτο τα τε ἀλλα και χρησαμενος ἀμηχανῳ ταχει περι τα εὐαγγελια της νικης . διαβαλλοντος δε αὐτον Δημοσθενους , ὡς
9999884 τρισκαιδεκα
οὑς ἀποκτεινων ὁ Οἰνομαος ἀνεβαλλετο τον της θυγατρος γαμον ἐπι τρισκαιδεκα ἠδη νεοις . ἀλλα ἡ γη νυν ἀνθη φυει
ἀπερχεται μισθον οὐκ ὀλιγον της ἀγγελιας προλαβων . ἑωθεν δε τρισκαιδεκα ἡκουσιν κομιζοντες , ἑκαστος ὡς πολλα εἰπε και ὡς
9999884 Ὑποκεισθω
προ ἡμων τοις μαλιστα πεπιστευμενοις ἀριστοις γεγονεναι περι ταυτα . Ὑποκεισθω δη σφαιροειδης ἡ γη συν τῃ θαλαττῃ , μιαν
: μετα δε της ΓΔ των αὐτων ιζ μδ . Ὑποκεισθω γαρ ἡ σεληνη προς δυσμας του μεσημβρινου πρωτον ἀπεχουσα
9999883 βλασφημα
ἐκπεσειται της ἀρχης ὑφ ' οὑ τεξεται παιδος και ἀλλα βλασφημα λεγοντι , παραγινεται Ἑρμης Διος πεμψαντος ἀπειλων αὐτῳ κεραυνον
της ἀρχης ὑφ ' οὑ τεξεται παιδος , και ἀλλα βλασφημα λεγοντι , παραγινεται Ἑρμης Διος πεμψαντος , ἀπειλων αὐτῳ
9999883 βλεφαρα
ἀμετρου παρουσης και ἐσχαρας οὐσης , ὡστε και νεμεσθαι τα βλεφαρα , και τῳ ἀρνογλωσσῳ τῳ μικρῳ ἠ τῳ μεγαλῳ
καιρια ὁστις φυλασσει πραγος ἐν πρυμνῃ πολεως οἰακα νωμων , βλεφαρα μη κοιμων ὑπνῳ . εἰ μεν γαρ εὐ πραξαιμεν
9999883 ἀπιθησε
τοξων ἐϋ εἰδως . Ὡς ἐφατ ' , οὐδ ' ἀπιθησε μεγας Τελαμωνιος Αἰας . αὐτικ ' Ὀϊλιαδην ἐπεα πτεροεντα
Ἀθηναιη Δαναων ἐπεμηδετο νοστῳ . Αὐταρ ὁ γ ' οὐκ ἀπιθησε , μολων δ ' ἐκτοσθε μελαθρων χερσιν ὑπ '
9999883 Εὐρωπην
τας Ἀττικας ναυς . ἐν δε ταυταις κομισθεις εἰς την Εὐρωπην προηγε συμμιξων Ἀντιπατρῳ . κατα δε τουτους τους καιρους
ταυρον . τουτον Ἀ . μεν εἰναι φησι τον διαπορθμευσαντα Εὐρωπην Διι . . . Αὐτονοης δε και Ἀρισταιου παις

Back