, μεγαλα παθεα , μεγαλα δ ' ἀχεα , Δαναϊδαις τιθεισα Τυνδαρις κορα . ἐγω μεν οἰκτιρω σε συμφορας κακης
ἠν ἡ δοξα αὑτη , ἡ τας ἀρετας ἐν ἀπαθειᾳ τιθεισα . και τουτο δηλον πεποιηκε δειξας ἐν μεν ἀμετριᾳ
9999966 θεισα
ἐστιν ἡ ΒΔ : ὡστε και ἡ ΒΓ δο - θεισα ἐστιν : της γαρ ΓΒ προς την ΒΔ λογος
παρατατικου ἀπο του ἐθην γεγονεν . Δυϊκα . Θεντε , θεισα . Πληθ . Θεντες , θεισαι , θεντα .
9999961 λειωθεισα
, ἠ καλαμινθης χυλος ὁμοιως χλιαρος ἐγχεομενος , ἠ σμυρνα λειωθεισα συν γαλακτι γυναικειῳ και ἐγχεομενη . [ Προς αἱμοῤῥοϊαν
τα κατα γαστερᾳ γινομενα , και ῥουν γυναικειον ἱστησι . λειωθεισα δε συν στεατι χοιρειῳ και ὑγροπισσῃ και ἑψηθεισα ἑλκη
9999953 εὐδαιμονι
οὑτω και τα ἐξωθεν ἀγαθα , προστιθεμενα τῳ καλῳ και εὐδαιμονι , συνεπικοσμει αὐτου τον βιον , και την χρησιν
ἠ ἑαυτους και τα ἑαυτων , χρεια δια τουτο τῳ εὐδαιμονι φιλων , ὁπως ὁρων τας του φιλου πραξεις και
9999952 εὐδαιμονιᾳ
σημειον δε , ὁτι ἡ εὐτυχια δοκει ταὐτον εἰναι τῃ εὐδαιμονιᾳ , ἡ δε εὐδαιμονια εὐπραξια τις και περι πραξιν
οἰονται εἰναι ἡδυν : και εὐλογως την ἡδονην συμπλεκουσι τῃ εὐδαιμονιᾳ , ὡς ἑτεραν μεν οὐσαν την ἡδονην της εὐδαιμονιας
9999951 κοιτωνα
! [ ] οἰκιαν τε ? σην μητερα [ ] κοιτωνα ? σον οἰδα [ ] θρηνους πατρος Εὐρυκλειαν ὁτι
* ὑπερπεζον : ποδιαιον λιθον * θαλαμην : οἰκον , κοιτωνα , τρωγλην * τευχων : κατασκευαζων * ἐνθα :
9999950 χαλεπωτερα
πολλης ἠ λιμενων ἠ ἀκροπολεων ἰσχυρων , ἁ ἐστι πολυ χαλεπωτερα και ἐπικινδυνοτερα κατεργασασθαι των ἰδιωτικων ἐπιθυμηματων . ἀλλα μεντοι
περιδεους Ἁρμοδιῳ και Ἀριστογειτονι ἐγενετο . τοις δ ' Ἀθηναιοις χαλεπωτερα μετα τουτο ἡ τυραννις κατεστη , και ὁ Ἱππιας
9999950 θριδακινης
προσειληφοτα χυλον ψυχουσων βοτανων , κοτυληδονος τε και ὀξαλιδος και θριδακινης και ἀτραφαξυος και ἀνδραχνης και ἀρνογλωσσου και ἀλλων μυριων
καταπλαττε παραπτομενος ῥοδινῳ , ἐξωθεν δε ἐπιτιθει φυλλα σευτλου ἠ θριδακινης . ἐνιοτε δε το ὀπιον και τον κροκον λεαναντες
9999948 ὀνομασθεισα
λιμνην : κυμα , οἰδημα τι ὀν : τινι δουλη ὀνομασθεισα προς τον οἰκον ἀφιξομαι : ἀρα , φησιν ,
τεθηναι . Χρυσαορις , πολις Καριας , ἡ ὑστερον Ἰδριας ὀνομασθεισα . Ἀπολλωνιος ἐν ἑβδομῳ Καρικων „ . . .
9999947 τεθεισα
εἰναι μετα την μιαν των παντων ἀρχην , ἡ δε τεθεισα δια καταφασεως , ὁπωσδηποτε ἀνακαθαιρομενης και παντα ἑν λεγουσης
την του ῥυθμου . ἡ γαρ αὐτη λεξις εἰς χρονους τεθεισα διαφεροντας ἀλληλων λαμβανει τινας διαφορας τοιαυτας , αἱ εἰσιν
9999946 σφαιροειδης
ὑποθεσεις εἰσαγειν και φυσικας εὐ λεγεται , και ὁτι εἰ σφαιροειδης ἡ γη καθαπερ και ὁ κοσμος , περιοικειται ,
οἰκον αἰνιττεται φιλοσοφων ψυχων , και φησιν : Οἰκος ἠν σφαιροειδης ἠ ὠοειδης ταις δυσμαις βλεπων εἰς ἁς εἰχεν την
9999945 χαλκουν
ἡ αἰθυια δε την θαλασσαν ἐντρεχει δοκους ' ὡδε κἀκεισε χαλκουν εὑρησειν . Πας ὁπερ ἀποβαλλει , και ζητει τουτο
Γαϊου , ἐν δε τῃ μεγιστῃ και περισημοτατῃ και ἀνδριαντα χαλκουν ἐποχουμενον τεθριππῳ . και τοσουτον ἠν το ταχος και
9999945 πρῳ
. . . . . ὁς δε πρωτος ἐξευρεν το πρῳ ' πιπινειν ; πολλην γε λακκοπρωκτιαν ἡμιν ἐπιστας '
ἡξων . ὁ δ ' ἐλεγεν : Ἠν αὐριον ἰῃς πρῳ , τῃ ἑτερᾳ ἀν αὐλιζοιο παρ ' ἡμιν .
9999945 θριδακινην
χολωδες τικτειν δυνηται . Λαχανων δε προσφερεσθωσαν ἰντυβον τε και θριδακινην και μαλαχην , εἰ δε ἡδεως ἐχοιεν , και
ἱερακες , εὐθυ των αἱμασιων ἰασι , και την ἀγριαν θριδακινην ἀνασπωσι , και τον ὀπον αὐτης πικρον ὀντα και
9999944 Πελοποννησιακου
ἐστι ὁ λυροποιος ἐπικαλουμενος . ἐδημαγωγησε δε τα ἐσχατα του Πελοποννησιακου πολεμου μετα την ἐν Σικελιᾳ συμφοραν . ἐν δε
δυοιν πολεμων αἰτια γεγονεναι , του τε Σαμιακου και του Πελοποννησιακου , ὡς ἐστι μαθειν παρα τε Δουριδος του Σαμιου
9999944 θερμοτητι
του ἡλιου πνειν οὐδεν κωλυει μαλλον οἱον ὁσα κατεχεται τῃ θερμοτητι και ὡσπερ ἀναξηραινεται και ἐκκαιεται . Δια τουτο γαρ
Ἐμπεδοκλεους λογον , ὁς διοριζει το θηλυ προς το ἀρρεν θερμοτητι και ψυχροτητι της ὑστερας . ̈ . , Ἐ
9999944 πρεσβυτατη
, ἐτι δε ἐκκλησιαι και βουλευτηρια , ἁ θεων ἡ πρεσβυτατη συναγει Θεμις , και πενησιν ἀφορμαι βιου και πλουσιοις
ἑξ , ἑπομενως λεκτεον . μηποτ ' οὐν ἡ μεν πρεσβυτατη και ἐχυρωτατη και ἀριστη μητροπολις , οὐκ αὐτο μονον
9999943 ἐνετελλετο
ἐθελωσι χωρην ἀσινεας . Ἐπιλεγων δε τον λογον τονδε ταυτα ἐνετελλετο , ὡς εἰ μεν ἀπωλοντο οἱ κατασκοποι , οὐτ
και γνωμας οὑτω λυσιτελεις δεδωκοτων ; Και μην οὐ μονος ἐνετελλετο σοι Πηλευς ἡμερον εἰναι και πρᾳον , ἀλλα παιδιον
9999943 χαλαρα
γαρ το ζεον πραϋνθησεται και τα διατεταμενα των σπλαγχνων ἐσται χαλαρα και δια τουτο και τα των πυρετων ἐσονται πραοτερα
: ἐπι πληθους εὐδαιμονιας . Ἀγαθωνειος αὐλησις : ἡ μητε χαλαρα μητε πικρα , ἀλλ ' εὐκρατος και ἡδιστη ,
9999942 τοιϲι
, ὡϲ ἰδειν τε εὐθυϲ και ἀρχομενῳ ἀρηξαι : ἀλλα τοιϲι ϲπλαγχνοιϲι ἐμφωλευϲαν ὁκωϲ ἀϊδηλον πυρ ἠδη τυφεται και των
, κεφαλη πρηνηϲ , ἐϲ θωρηκα ξυννενευκυια : γενυϲ ἐπι τοιϲι ϲτερνοιϲι πεπηγυια : χειρεϲ ξυνηρειϲμεναι : ϲκελεα ἐκτεταμενα .
9999942 μαλακτικα
μεν οὐ μην ϲφοδρωϲ ἁμα τῳ μηδε ξηραινειν ἰϲχυρωϲ ἐϲτι μαλακτικα . ἐϲτι δε ταυτα : αἰγειον ϲτεαρ και το
ἀναπλαττε ῥοδομελιτι και διδου προϲ δυναμιν . Ἀλοηδαρια δια ῥοδομελιτοϲ μαλακτικα κοιλιαϲ ἀλυποτατα . χρω δε αὐτοιϲ ἐπι των περι
9999941 θαυμαζει
θεων συνεθελοντων γενοιτ ' ἀν . εἰ δε τις τουτο θαυμαζει , ὁτι πολλακις γεγραπται το συν θεῳ πραττειν ,
της ὁλης Σικελιας ἐγκεχαραγμενον μεγαλως , ὁν βασιλευς ὁ Περσων θαυμαζει και φιλει , πεμπει δε αὐτῳ κατ ' ἐτος
9999941 Φαρναβαζον
πλευσας ] [ τον δε της Φρυγιας ] σατραπην [ Φαρναβαζον ] [ ] το ναυτικον [ . ] [
και την Γεργιθα . ὁ δε Μειδιας προσδοκων μεν τον Φαρναβαζον , ὀκνων δ ' ἠδη τους πολιτας , πεμψας
9999941 Φιλιπποι
πολιν ἀρχαιαν ; ἠν γαρ πολις ἀρχαια και προ Φιλιππου Φιλιπποι : δημος Ἀττικος , ἐργον Καλλιστρατου , την φωνην
Φιλιππικων . μετωνομασθη μεν - τοι ἡ πολις των Δατηνων Φιλιπποι , Φιλιππου του Μακεδονων βασιλεως κρατησαντος αὐτης , ὡς
9999941 βουλευομεθα
το προκριναι ὁ δεον γενεσθαι , οὐκετι περι του πραγματος βουλευομεθα , ἀλλα γινωσκομεν ὡρισμενως ὡς δει ποιειν : ἀναγομεν
Λακεδαιμονιοι πως ἀν Σκυθαι καλως πολιτευσαιντο , ἀλλα παντες ἀνθρωποι βουλευομεθα πρωτον περι των ἐφ ' ἡμιν : ταυτα δε
9999941 συμπληρωτικα
οἱον λευκον μελαν καθησθαι ἑσταναι . τουτων οὐν τα μεν συμπληρωτικα ἐστι της οὐσιας ἠγουν της ὑπαρξεως , το γενος
λεγειν τον τραχηλον ἠ την κεφαλην μη του ἐκτος ἀνθρωπου συμπληρωτικα εἰναι μερη , ἀλλα της ἡμετερας συμμνημονευσεως . εἰ
9999941 χαρακτηριζει
ῥηματων το προ του ἐσχατου : οὐ γαρ το ω χαρακτηριζει την συζυγιαν , ἀλλα το προ αὐτου : πολλα
ἀσυμπτωτοι , το δ ' εἰς ἀπειρον ἐκβαλλομενας μη συμπιπτειν χαρακτηριζει τας παραλληλους , και οὐδε τουτο ἁπλως , ἀλλα
9999940 Λακεδαιμονι
πολλοις δημοταις . Ὁμοτροπον δε τι τουτῳ και παλαι ἐν Λακεδαιμονι γενεσθαι . Μηνυθεισης γαρ ἐπιβουλης τοις ἀρχουσιν ὁτι ὁταν
” Ζυγιανος Ταυριανος Σκορπιανος ” . Σκοτινα , τοπος ἐν Λακεδαιμονι , ἐν ᾡ τιμαται Ζευς Σκοτινας , ὡς Παυσανιας
9999940 ἐπηκολουθησε
ἡμετεροις ἐγενετο , δισμυριων που σχεδον ἀθροων ἀπολομενων . εἰτα ἐπηκολουθησε τα περι Ἀκυληϊαν γενομενα και ἡ παρα μικρον της
ἐκ της παρεμβολης ἐκπιπτουσι μετα θορυβου και κραυγης ἑτερος μειζων ἐπηκολουθησε κινδυνος . των μεν γαρ Ἀγαθοκλει συντεταγμενων Λιβυων εἰς
9999940 ἐσωσεν
καιρον , ἀλλ ' εἰς ἁπαντα τον βιον πολλακις αὐτην ἐσωσεν ἐκ μεγαλων κακων . γυνη τις ἀφικετο προς τον
μετα ῥοδινου ἠ μηλινου καθ ' ἑκαστην ἡμεραν , πολλους ἐσωσεν . Ἀντιδοτος ποδαγρικοις λαμβανομενη ἐπ ' ἐνιαυτον κατ '
9999940 ἡμετερῳ
κἀν τε σωματα ἐστι κἀν τε μη , οὐδεν τῳ ἡμετερῳ λογῳ λυμαινεται : ὑφισταται γαρ ἐν τῃ ἡμετερᾳ διανοιᾳ
ἐων οἱον μιν ἐγω τα πρωτ ' ἐνοησα οἰκῳ ἐν ἡμετερῳ πινοντα τε τερπομενον τε , ἐξ Ἐφυρης ἀνιοντα παρ
9999940 Κυπριοι
Ἀῳος γαρ ὁ Ἀδωνις ὠνομαζετο και ἀπ ' αὐτου οἱ Κυπριοι † βασιλευσαντος . Ζωϊλος δε ὁ Κεδρασευς και αὐτον
μαχαιρας δε μεγαλας εἰχον : οὑτοι μεν οὑτω ἐσταλατο . Κυπριοι δε παρειχοντο νεας πεντηκοντα και ἑκατον , ἐσκευασμενοι ὡδε
9999940 ἐνεγραψεν
: και γαρ ἐπαιδευσεν και συναπεδημησεν και εἰς τους Ἑλληνας ἐνεγραψεν , και κατα γε τουτο χαριν ἀν εἰδειην τῳ
τρεφει , οὑς ἀρτι γαλακτος ἀπαλλαγεντας εἰς στρατιωτας ὁ βασιλευς ἐνεγραψεν , ὡν νυν ὁ καλος ἡγειται Μουσωνιος πραττων αὐτοις
9999940 τροπαιῳ
τι συμβαλεσθαι μερος . ἠν οὐν τις ἐπιγραφῃ με τῳ τροπαιῳ , μεμνησο του Μαραθωνι τροπαιου και των μη συμμεμαχημενων
λοιμου συμφοραις την πομπειαν ἀφῃρηται . το γαρ ἁμα τῳ τροπαιῳ συμπεπτωκεναι των ἀναγκαιων την ἐνδειαν , και μεχρι της
9999939 φαινεσθε
μενητε ἐν τῳ προσηκοντι κοσμῳ , φυλακην οὐδεμιαν ἀχρι τουδε φαινεσθε πεποιημενοι . και περι μεν ὑμων οὐπω ἐδεισα ,
τας δε ὠτων , σοφιαν δε οὐπω ἐμην εἰδοτες ἀναισθητοι φαινεσθε της ἐπ ' αὐτῃ δοξης , ἐγω δ '
9999939 κρατηρες
και κυλιξ αἰχμη , κομη δε τοξα , δηιοι δε κρατηρες , ἱπποι δ ' ἀκρητος και ἀλαλη μυρον .
σχημα της στρατειας Ἐγεσταιοι και Λεοντινοι παρειχον , οἱ δε κρατηρες ἀλλο τι βουλομενων ἠσαν και ἡ μεχρι Αἰγινης ἁμιλλα
9999939 καρδιᾳ
ποθεν γινεται ἡ ἐκπνοη και φησιν , ὁτι ἐν τῃ καρδιᾳ και ἐν ταις ἀρτηριαις αἱμα και πνευμα περιεχεται .
Λευις προς τον πλησιον αὐτου τον υἱον Φαραω πραειᾳ τῃ καρδιᾳ και ἱλαρῳ τῳ προσωπῳ : ἱνα τι συ ,
9999939 Ἀγαθοκλης
ὁ Σηλυμβριανος , το δε ἀρχαιον Μεγαρευς : μουσικην δε Ἀγαθοκλης τε ὁ ὑμετερος προσχημα ἐποιησατο , μεγας ὠν σοφιστης
οἱ λοιποι δυνασται βασιλεις ἑαυτους ἀνηγορευσαν . κεʹ . Ὡς Ἀγαθοκλης Ἰτυκην ἐκπολιορκησας διεβιβασε μερος της δυναμεως εἰς την Σικελιαν
9999939 κατεσκευασθη
ὁ ἡλιος ὀργανον ἐπι τοις μεταβαλλομενοις τουτοις σωμασι τῳ δημιουργῳ κατεσκευασθη . Και ταις αὐξομειωσεσι δε ἡ σεληνη , τας
δε και τα λοιπα μερη της νεως ἐν μησι ἑξ κατεσκευασθη και τοις χαλκοις ἡλοις πασα περιεληφθη , ὡν οἱ
9999938 κυνες
. . ἐκ δ ' ἀρα κολπων γαιης θρῳσκουσιν χθονιοι κυνες οὐποτ ' ἀληθες σημα βροτῳ δεικνυντες . ἠεριων ἐλατειρα
χονδρωδη δ ' οὑτω λεγεται : πολυποδες , γαλεοι τε κυνες . μαλακια δε καλειται τα τευθιδωδη . σελαχια δε
9999938 ἀλαζονες
Και πολυ γ ' , ἐφη . Ψευδεις δη και ἀλαζονες οἰμαι λογοι τε και δοξαι ἀντ ' ἐκεινων ἀναδραμοντες
βοηθεια τῳ φειδωλῳ αὐτου της ψυχης ἀφικνηται , κλῃσαντες οἱ ἀλαζονες λογοι ἐκεινοι τας του βασιλικου τειχους ἐν αὐτῳ πυλας
9999938 τραγικη
. . . σικιννις : σατυρικη ὀρχησις , ἐμμελεια δε τραγικη , κορδαξ δε κωμικη , ὡς Ἀριστοξενος ἐν πρωτῳ
καταχρηστικως νυν την εὐρυθμιαν . κυριως γαρ ἡ μετα μελους τραγικη ὀρχησις . οἱ δε , ἡ προς τας ῥησεις
9999937 κρατηρα
τας ἀγορας και τους στενωπους νεκρων , και μεγαν αἱματος κρατηρα πολιτικου στησαντες οὑτως ἀν ἐδεξαμεθα την ὀφειλομενην μοιραν .
ἐν νυκτομαχιᾳ προτερον πολεμουντες , και εἰρηνη συχνη . ἀλλα κρατηρα στησαντες οἱον ἐν εἰρηνῃ σπονδας ποιησωμεθα θεων μεν Ἑρμῃ
9999937 τελαμωνι
ὁλου του νηπιου διχα της κεφαλης : ὑστερον δε πλατυτερῳ τελαμωνι και ὡσανει πεντε δακτυλων το πλατος ὁλον περιτυλιττειν το
ὁτι φησιν οὑτος ἑωρακεναι το της Ἀθηνας ἀγαλμα ἐν Τευθιδι τελαμωνι κατειλημμενον . και ἠ Καλλιμαχος ἠ οὑτος ψευδεται :
9999937 Θουκυδιδου
πραγματων , ὡς ἐχει το [ πολλα ἠν ἑτερα περι Θουκυδιδου διεξελθειν , εἰ μη το παντα ἐρειν το των
Θουριοις κατῳκισθησαν . ἐν δε τῳ περι Ἀνδρειας Μελησιαν τον Θουκυδιδου του ἀντιπολιτευσαμενου Περικλει και Λυσιμαχον τον Ἀριστειδου του δικαιου
9999937 Αἰγυπτιοι
και ὁ Ὑδασπης οἱ ποταμοι ὀρυγας τρεφουσιν . ὁτι οἱ Αἰγυπτιοι ἱερεις σεβουσι τους ὀρυγας , ἐπειδη αὐτοι τον Σειριον
ὁ των δακτυλων ἐστι κροτος . προτεινουσι δε ἀρα οἱ Αἰγυπτιοι και ξενια αὐταις . ἐπαν γαρ ἀπο δειπνου γενωνται
9999937 ἀμεινω
του τοιουτου και ἐν τῳ χειρονι γιγνομενης ἐπιστροφης προς τα ἀμεινω , τῃ δε λεγομενῃ του παντος εἰναι το μηδ
μεν ἰδων τοιν υἱεοιν στεφανουμενον , τον δε των στεφανωθεντων ἀμεινω . ἐγω δε αὐτοιν ἠγασθην μεν και τα του
9999937 δυσχερες
θεοις ἐοικοτων , ἐκεινο δεἀλλ ' ἐγω μεν οὐδεν ἐρω δυσχερες , δεομαι δε σου τηρησαι τε ἁ ἐνομισας δικαια
ἐραν , ἀλλοτριων δε κακων ἀμνημονευτον εἰναι . ἐρωτηθεις τι δυσχερες , “ την ἐπι το χειρον , ” ἐφη
9999937 νεαρα
του σμιλιου ἀκμῃ αἱμασσεσθω , και ὁταν τα παντα γενηται νεαρα , ἠ ῥαφαις συναγεσθω τα χειλη προς την καθ
οὐσα ἀπαγηται . κατ ' ἀρχας μεν οὐν πασα ῥαγας νεαρα οὐσα αἱμασσεται , χρονιζουσα δε τυλουται , και παλιν
9999937 ἑτεροϲ
αἰ τιϲ ἐνθυμειν γα [ ληι τουθ ] ' ὁ ἑτεροϲ των ὑποκριτων ] ηι εἰϲοδωι εὐξαμενου τινα ] !
! ! ! ] ! ἐϲκεψαθ ? ? ' : ἑτεροϲ τοιϲ Ϲαμοθραιξιν εὐχεται [ τωι κυβερνητηι ] βοηθειν [
9999937 ἐλευθεριᾳ
εἰπειν θεοδμητως ἐκτισε συν ἐλευθεριᾳ , θεοδμητῳ εἰπε προς το ἐλευθεριᾳ . Φασι γαρ ὁτι , οὑς ἐγκατῳκισεν ἐν τῃ
ἑκατερου τροπος της ζωης : ὁ μεν τῳ ὀντι ἐν ἐλευθεριᾳ τε και σχολῃ τεθραμμενου , ὁν δη δει φιλοσοφον
9999937 ἐμερισε
του Βυζαντιου παντων των προς τον πολεμον χρησιμων ἑτοιμως χορηγουμενων ἐμερισε τας δυναμεις εἰς δυο μερη και τους μεν ἡμισεις
. Δια τι οὐν , ὠ πατερ , οὐ πασιν ἐμερισε τον νουν ὁ θεος ; Ἠθελησεν , ὠ τεκνον
9999937 ἐλατηρ
παρα το βω βεβοται βοτης και βοτηρ , ὡς ἐλατης ἐλατηρ , και ἐν ἐπεκτασει βωτωρ , ὡς Μεντης Μεντωρ
χρωμενων των ἡρωων : και γαρ λεγει τον δ ' ἐλατηρ ' ἀφιει ἀκαχημενον ἱππων . ἐνδεχεται δε δυω συνωριδας
9999937 δραμασι
δραμασιν ἀγωνισαμενον , και Ἀραροτα ἰδιοις τε και του πατρος δραμασι διηγωνισμενον , και τριτον , ὁν Ἀπολλοδωρος μεν Νικοστρατον
ταις πολεσιν ἀφειναι φωνην και σχηματα λαβειν γυναικων ὡσπερ ἐν δραμασι , εἰπον ἀν : ὠ μεγιστης ἀρχης , ἡδιστης
9999936 ἐμαχετο
ἠ εἰ οἱ μεν συνηκολουθουν , ὁ δε ἐλθων οὐκ ἐμαχετο τῳ ἀδελφῳ ἀλλ ' ἠ συμβας ἐβασιλευσεν ἁμα αὐτῳ
τε Ἀθηναιοι ἐλθοντες συμπαρεταξαντο ὁ τε Παυσανιας οὐ προσηγεν οὐδε ἐμαχετο , ἐκ τουτου το μεν Θηβαιων πολυ μειζον φρονημα
9999936 κοιλοτητι
κεραμος : οὑτος γαρ ἐχων κοιλοτητα και κυρτοτητα ἐν τῃ κοιλοτητι περιεχει το του οἰνου σωμα : κἀν γαρ ξεσωμεν
δε μειουμενα προς ἀκρον ὀξυ κυρτουμενα τε τοσουτον ὁσον τῃ κοιλοτητι συναρμοσαι του τοιχου και τας ἁπαντων κορυφας εἰς μιαν
9999936 δωδεκατημορια
ποικιλαι του διτονου διαιρεσεις : πρωτη μεν ἡ εἰς κδ δωδεκατημορια , δευτερα δε ἡ εἰς διεσεις ἠ τονου τεταρτημορια
και ὁσα τετραγωνιζειν λεγεται , περιεχοντα μιαν ὀρθην και τρια δωδεκατημορια και μοιρας Ϙʹ , και ἐτι ὁσα ἑξαγωνον ποιειται
9999936 λαμβανεσθω
ἠ πολτοις . και καθ ' ἑαυτο δε δις ἡψημενον λαμβανεσθω το δε πινομενον ὑδωρ ὀμβριον ἐστω και ἐφ '
ἱκανα . εἰσαγεσθω δη μετα τουτον ὁ Δημοσθενης , και λαμβανεσθω κἀκεινου λεξις ἐκ μιας των κατα Φιλιππου δημηγοριας ,
9999936 συγγνωμονικη
του φευγοντος ἀντιστατικη , ἐν ἀλλοις δε ἀν ἡ μια συγγνωμονικη , ἡ ἑτερα μεταστατικη : και το παραδειγμα ὡς
μεταληπτικη ἀντιθεσις : ἀλλ ' ἐδει δεηθηναι Ἀλεξανδρου . ΛΥσις συγγνωμονικη : ὁτι ἐφοβηθημεν μη ἀποτυχωμεν και προςελθοντες ματαιοπονησωμεν ,
9999936 πληγεισα
αἱ μεν λεπται και μαλλον τεταμεναι , οἱον ἡ νεατη πληγεισα , ὡς μη πολυν ἐχουσαι ἀερα τον ἀντιπιπτοντα ,
, ταπεινοτητα τῳ καιρῳ προσθεντες , ἀλλ ' ἐπειδηπερ προκατεδυ πληγεισα , ὑμεις οἱ λοιποι μενετε ἐν ὑμων αὐτων .
9999936 κρατησασα
ᾑ προσκειται ὁ καθηρας ἀνεμος ἐπιστρατευσασα τῃ της ταυτης ἐμπτωσεως κρατησασα νικησει : ἐπαν δε δυο ἀνεμων ἡ ἐκλειψις γενηται
των ἀλλων ἀποσταντων , ἐπι τους ἐσχατους ἀφικομενη κινδυνους , κρατησασα μεν των ἐπιοντων τροπαιον ἐστησεν , τους δε μηπω
9999936 δωρα
και φιλανθρωπος συνοικει τροπος ; τα μεν γαρ της τυχης δωρα και ἀναξιοις περιπιπτει , ἡ δε της ψυχης ἀρετη
το ἀωτον , ἀντι του τον ὑμνον , ὁς ἐστι δωρα του Ψαυμιος νενικηκοτος . τον ὑμνον δε ἀωτον των
9999936 ποιητικῳ
ληπτικῳ , εἰ και μη ὁμοιως , ἰδιον δε το ποιητικῳ εἰναι τουτων των εἰδων ἁ λαμβανει , ἀπο του
της θεου ταυτης προβλημα , εἰτ ' οὐν κρηδεμνον τῳ ποιητικῳ λογῳ εἰτε και ἀλλως πως χρη φαναι , το
9999935 κουρα
και Ἀλησιον οὐδας , και μοι τω Σκεδασου μελετον δυσπενθεε κουρα . ἐνθα μαχη πολυδακρυς ἐπερχεται : οὐδε τις αὐτην
ἱπποπειρην οὐκ ἐχεις ἐπεμβατην . κλυθι μεο γεροντος εὐεθειρα χρυσοπεπλε κουρα ἀλκιμων ς ' ὠ ' ριστοκλειδη πρωτον οἰκτιρω φιλων
9999935 ἀποτομῃ
τῃ ὁλῃ : ὁπερ ἐστιν ἀδυνατον . Τῃ ἀρα μεσης ἀποτομῃ δευτερᾳ μια μονον προσαρμοζει εὐθεια μεση δυναμει μονον συμμετρος
μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ . Μια ἀρα μονη τῃ ἀποτομῃ προσαρμοζει ῥητη δυναμει μονον συμμετρος οὐσα τῃ ὁλῃ :
9999935 Μιλτιαδης
δε φιλοσοφων και ἐν Κυνοσαργει διαλεγομενος ἰσχυσεν αἱρετιστης ἀκουσαι . Μιλτιαδης οὐν και Διφιλος Ἀριστωνειοι προσηγορευοντο . ἠν δε τις
Ἐμπεδος , Τιμασιος , Πολεμαιος , Ἐνδιος , Τυρσηνος Καρχηδονιοι Μιλτιαδης , Ἀνθης , Ὁδιος , Λεωκριτος Παριοι Αἰητιος ,
9999935 τετραδι
δυαδι δε τον τετραγωνον , τριαδι δε τον πενταγωνον , τετραδι δε τον ἑξαγωνον και πενταδι τον ἑπταγωνον και ἀει
προσθεσις . ἠ γαρ ἑαυτῃ προστιθεται ἡ μονας ἠ τῃ τετραδι ἠ τῃ ἐξ ἀμφοτερων ἀποτελουμενῃ πενταδι . οὐτε δε
9999935 ἀπελυσα
πλους σφοδρα ἀγαθος ἡμιν γιγνεται , κἀγω τους μεν ξενους ἀπελυσα ἐπαινεσας , νηα δε , ἡν παρεσχοντο μοι ,
την ἀναφοραν του ζῳδιου λζʹ : γινονται νθʹ . ταυτας ἀπελυσα ἀπο Ἡλιου , κατεληξεν Αἰγοκερῳ : ἐκει ὁ ὡροσκοπος
9999935 σωφροσι
ταλαντα ἀνηλωθη . προσεσθ ' ] τῃ ζημιᾳ περιφρονησις . σωφροσι ] τοις συνετοις και σῳζουσι τας φρενας . παντα
ἀλλα και οἱ ἡρωες τας ἑαυτων γυναικας ᾠδοις τισιν ὡς σωφροσι φυλαξι παρακατετιθεντο , καθαπερ ὁ Ἀγαμεμνων την Κλυταιμνηστραν .
9999935 ἐδωρησατο
θυγατερα και ξυλων παντοδαπων ὑλην εἰς την του ναου κατασκευην ἐδωρησατο . και Μενανδρος δε ὁ Περγαμηνος περι των αὐτων
φυροντες , ὡς δεον , ἐπειδη γλωτταν ἡ φυσις αὐτοις ἐδωρησατο , λελυμενῃ χρησθαι και ἀχαλινωτῳ προς ἁ μη θεμις
9999935 ἐφθειρετο
μεταβαλλει ψυχη : δοξασα δ ' εἰπον , ὁτι οὐδεποτε ἐφθειρετο : των γαρ ἀκουσιων οὐδεν του πασχοντος προς ἀληθειαν
σπηλαιον τουτο ἐλθουσαν ἐπι χρονον ἀπειναι πολυν . ὡς δε ἐφθειρετο μεν παντα ὁσα ἡ γη τρεφει , το δε
9999935 κατεσκευαζε
, μετα δε ταυτα και μισθοφορους ἐκ των ἀλλοεθνων ἀθροιζων κατεσκευαζε δυναμιν ἀξιοχρεων . ἐπεμψε δε και προς Ἀθηναιους πρεσβεις
του συνεχες τε εἰναι και ἀδιαιρετον ἑν εἰναι το ὀν κατεσκευαζε , λεγων ὡς εἰ διαιρειται , οὐδε ἐσται ἀκριβως
9999934 κολοκυνθιδος
σωμα ἐλαιῳ ἀνηθινῳ . εἰ δε μη πυρεττοιεν , εἰς κολοκυνθιδος κελυφος ἐμβαλων οἰνον και θερμανας διδου πιειν . ἀλλο
την ὑστεραν χρη κενουν τοις φλεγμαγωγοις ὁμοιως πεσσοις τοις δια κολοκυνθιδος σκευαζομενοις , οἱτινες ἀναγραφησονται προς τας μη συλλαμβανουσας δι
9999934 Λευκιππος
την ὑλην ἑνος τιθεασιν οἱον Ἐμπεδοκλης και Ἀ . και Λευκιππος , τουτοις δε ἑτερον [ ̈ ἀλλοιωσιν και γενεσιν
μεν πυρ και γην , οἱ δε ἀπειρα , ὡσπερ Λευκιππος και Δημοκριτος και Ἀναξαγορας . και παλιν οἱ μεν
9999934 θερμοτερῳ
. Ἀει δε γε , φαμεν , ἐν τε τῳ θερμοτερῳ και ψυχροτερῳ το μαλλον τε και ἡττον ἐνι .
προς τους παρεοντας , και τα ἐξωθεν . Ὁτι ἐν θερμοτερῳ , στερεωτερῳ , ἐν τοισι δεξιοισι , και μελανες
9999934 ἀπωλετο
πληγῃ ] ἐν ἑνι πολεμῳ . κατεφθαρται ] ἐφθαρη , ἀπωλετο . ὀλβος ] εὐδαιμονια . ἀνθος ] το ἐξαιρετον
δυστυχιαν ἐλεησας : περιπαθεις ἀγαν αἱ Φοινισσαι τῃ τραγῳδιᾳ . ἀπωλετο γαρ ὁ Κρεοντος υἱος ἀπο του τειχους ὑπερ της
9999934 συνεγραψε
Μεμφει βασιλεια ᾠκοδομησεν , ἰατρικην τε ἐξησκησε και βιβλους ἀνατομικας συνεγραψε . γʹ Κενκενης ὁ τουτου υἱος ἐτη λθʹ .
ὁς ἰατρευσεν ἐν Περσαις Ἀρταξερξην τον Μνημονα κληθεντα , και συνεγραψε Περσικα ἐν βιβλιοις κ και γ . , ,
9999934 πανακοϲ
καρπον ἑφθον μετ ' οἰνου λευκου κοτυληϲ ἡμιϲυ , ἠ πανακοϲ ῥιζαν ὁμοιωϲ ϲυμμετρον μετ ' οἰνου διδου : ϲυμφερει
, ϲτυπτηριαϲ ϲχιϲτηϲ και ϲτρογγυληϲ και ὑγραϲ και πλινθιτιδοϲ , πανακοϲ ῥιζηϲ , ἀριϲτολοχιαϲ μακραϲ και ϲτρογγυληϲ , ϲιδιων ,
9999934 Ἀναξανδριδης
κεχρηνται . τον γαρ οἰακα στρεφει δαιμων ἑκαστῳ , φησιν Ἀναξανδριδης . Ποσειδωνιος ὁ ἀπο της στοας φησι πολλους τινας
ἑρπυλλινῳ δε το γονυ και τον αὐχενα . . . Ἀναξανδριδης δε ἐν Πρωτεσιλαῳ : μυρῳ δε παρα Περωνος ,
9999934 ἀτελες
το ] κολαζειν τους προαδικησαντας , ἀμυνειν δε βοηθειν . ἀτελες και ἀτελεστον διαφερει . ἀτελες μεν γαρ [ ]
γινεσθαι ἠ κατα χρονον ἠ κατα ὑλην ἠ κατα το ἀτελες και το τελειον . κατα χρονον μεν ὡς ἐαν
9999934 Εὐρωταν
μερος σχιζομενον τους δυο ποταμους ἀπεργαζεται , προς νοτον μεν Εὐρωταν , προς δε ζεφυρον Ἀλφειον . Καδδε μεσην νησον
μελαθρων λωβαι : στενει δε και τις ἀμφι τον εὐροον Εὐρωταν Λακαινα πολυδακρυτος ἐν δομοις κορα , πολιον τ '
9999933 ἐπαινῳ
τα γραμματα σου λογοις . ὡν ἐν τοις παρουσιν ἀναγινωσκομενων ἐπαινῳ πολλῳ συ τε ἐτιμω και βασιλευς ὁ μεγας ,
τῳ μεν ἐγκωμιῳ δοξαι και εὐδοξιαι , τῳ δ ' ἐπαινῳ κλεος και εὐκλεια : δοξα μεν γαρ ἐστι το
9999933 κατεσκαψε
οἱον συνεχως ἀφισταμενην πολιν ἐπεμφθη χειρωσομενος ὁ στρατηγος : ἑλων κατεσκαψε και δημοσιων φευγει : ὁ τοινυν ὁρος : οὐ
εἰναι κρινων τους των κακων ἐκγονους και την ψευδωνυμον πολιν κατεσκαψε , και ἠφανισθησαν . Κλεοπατρα , ἐς ἡν κατολισθανει
9999933 εὑρες
, μεγα χαιρε διαμπερες : ἀξιον εὑρες νυμφιον , ἀξιον εὑρες , ὁμοφροσυνην δ ' ὀπασειεν ? ? [ ]
ἐπιστημης τον τροπον τουτον : ” τι τουτο ὁ ταχυ εὑρες , τεκνον ” ; ἀποκρινεται και φησιν : „
9999933 βουλομεθα
το ΑΒΓΔ , ἡ δε δοθεισα γωνια , ἐν ᾑ βουλομεθα ἐκκλιναι - το ἐπιπεδον , ἡ ὑπο ΕΖΗ ,
οἱς ἡ ἡδονη ἑπεται , του δε κατηγορουμενου , ὁ βουλομεθα δειξαι τινι μη ὑπαρχειν τῳ ὑποκειμενῳ , ἐκ των
9999933 ἐκομισεν
ἡν ἁρπασας ὁ Ἀπολλων , κατα Φιλοστεφανον , ἀπο Βοιωτιας ἐκομισεν εἰς τον Ποντον , και μιγεις αὐτῃ , ἐσχε
της Ἀσωπου θυγατρος Σινωπης , ἡν ἁρπασας Ἀπολλων ἀπο Ὑριας ἐκομισεν εἰς Ποντον , και μιγεις αὐτῃ ἐσχε Συρον ,
9999933 πειρωμεθα
μειζονα οὐκ ἀν ζητησαις . τον γαρ υἱον σοι ποιειν πειρωμεθα τοιουτον , οἱος ὠν τῳ παππῳ προσομοιος εἰναι δοξει
ἐχοντα , πρωτον διεξιτεον , ὁπως ταυτας ἐκποδων θεμενοι , πειρωμεθα ἐκεινας ὡν δεομεθα παραθεσθαι τε και παραθεμενοι μανθανειν .
9999933 νομισασα
ἐκστρεφουσαν τε τους ὀφθαλμους και νεκρουμενον το λοιπον σωμα , νομισασα θεου τινος εἰναι χολον το τοιουτον , ηὐξατο σωθηναι
, την δεσποτειαν και ἡγεμονιαν ταυτην ἀργαλεωτεραν της ἐπαχθους δουλειας νομισασα , μαλιστα μεν ἀδεσμῳ και λελυμενῃ και ἐλευθερᾳ χρησαι
9999933 κτηνεσι
την χωραν των οἰκητορων κατεκληρουχησαν πεδια καρποφορα και νομας τοις κτηνεσι δαψιλεις ἐκτρεφοντα . αὑτη δ ' ἡ παραλιος λιμενας
φαγειν ἡδιων , και τα ἐκ τουτου ἀχυρα ἡδιω τοις κτηνεσι . Σπουδαιοτερον δε χρη ὑπο τον ὀρθρον ἐτι δεδροσισμενα
9999933 ἠθελησεν
οὑτος τοινυν εἰς τουτο ἠλθεν ὑβρεως ὡστ ' οὐ προτερον ἠθελησεν ἀπελθειν , πριν αὐτον ἡγουμενοι δεινα ποιειν οἱ παραγενομενοι
. Πελιας δε ἀπεγνωκως την ἀφιξιν των Ἀργοναυτων Αἰσονα ἀνελειν ἠθελησεν , ὁ δε θυων ταυρου αἱμα πιων ἀπεθανεν .
9999933 εὐπρεπης
προσθεν ὀρομεναι . τις ποθ ' ἁ νεανις ; ὡς εὐπρεπης νιν ἀμφεπει : χρυσος αἰγληεις βοτρυοκαρποτοκος ἀστερομαρμαροφεγγης τις ἀρα
Ῥαμνουσιου , ὁμωνυμον δε του νυνι κρινομενου Τιμαρχου : ὁς εὐπρεπης ὠν ἰδειν τοσουτον ἀπεχει των αἰσχρων ὡστε πρωην ἐν
9999933 ἀπαιτω
ἀν . νυν δ ' ἐγω μεν σε δικας οὐκ ἀπαιτω , δεδοικα δε μη τον πατερα οἱ παιδες ,
γενοιτο χωρᾳ . δικαν [ δ ' ] ἐξ ἀδικων ἀπαιτω . κλυτε δε Γα χθονιων τε τιμαι . ἀλλα
9999933 κυβερνητικην
[ οἱον ] εἰ ἐμψυχος ὁ οἰαξ ἠν , ὡστε κυβερνητικην εἰναι ἐνδον την κινουσαν τεχνικως ; Νυν δε τουτο
ἀν μοι ἀπεκρινω ; τινα αὐτην εἰναι ; ἀρα οὐ κυβερνητικην ; Ναι . Εἰ δε ἐπιθυμων ταυτην την σοφιαν
9999933 πρακτικῳ
τῳ ἀλογῳ το λογικον : εἰ ἀρα δε ἐν τῳ πρακτικῳ θεωρειται το θεωρητικον , δηλον ὁτι οὐκ ἐγενετο ἡ
, ὁταν διατασσῃ τοις νοσουσι τινα διαιταν , τῳ δε πρακτικῳ κοινωνει , ὁταν λαβουσα τι των ἰατρικων ἐργαλειων διορθοιτο
9999933 καρδιαϲ
οἱ δε ἐτι μενουϲηϲ τηϲ ὑγροτητοϲ γιγνομενοι το ϲωμα τηϲ καρδιαϲ καταλαμβανοντεϲ ἐντευθεν ἀναπτονται , καθαπερ ἡ των λυχνων φλοξ
του ϲωματοϲ ἑξιϲ ψυχροτερα , χωριϲ εἰ μη τι προϲ καρδιαϲ θερμαινοιτο , ψιλα τριχων ὑποχονδρια τε και γαϲτηρ .
9999932 ἀναγωγηϲ
. ἠν δε ἀπο τηϲ δευτερηϲ ἑβδομαδοϲ ἡ ἀρχη τηϲ ἀναγωγηϲ των πτυελων γιγνηται και των ξυντεινοντων κακων , ἐϲ
δ ' ἡκιϲτα : νεοι δε μεχρι ἀκμηϲ ἀπο αἱματοϲ ἀναγωγηϲ φθινωδεεϲ γιγνονται , και ὑγιαζονται μεν , οὐ ῥηϊδιωϲ
9999931 λεπτοτητι
ταις ἐργασιαις , κρατιστους δε τους ὀθονια ποιουντας τῃ τε λεπτοτητι και τῃ μαλακοτητι διαπρεπη , τας τε οἰκησεις ἀξιολογους
νημα ἀσκητον ἐκπονησαι δεινας μη ἀντιπαραβαλλεσθαι : νενικηκε γαρ τῃ λεπτοτητι και την τριχα . Βαβυλωνιους τε και Χαλδαιους σοφους
9999931 ἀπεπεμψεν
προκλησιν των Θρᾳκων διηγησαμενον ἀπελθειν : ὁς και προσδους δυναμιν ἀπεπεμψεν , ἡσθεις ὁτι μεγα δυναμενος ἀνηρ ἐξεισι των Ἀθηνων
, και μηδαμως ἀλλως ποιειν . ὁ δε συνωμολογησεν και ἀπεπεμψεν ἐφοδια δους , των Διωνος δε χρηματων οὐτ '
9999931 πετρωδεσι
, το δε μηκος σπιθαμης . γενναται δ ' ἐν πετρωδεσι τοποις και εὐηλιοις . ὁ δε τις αὐτου ἐστι
τῳ περι των μεταβαλλοντων τας χροας τον πολυποδα φησι τοις πετρωδεσι μαλιστα μονοις συνεξομοιουσθαι , τουτο ποιουντα φοβῳ και φυλακης
9999931 χαλκευς
των τοιουτων δεηθῃ , και παλιν γε ὡς ἐκεινον ὁ χαλκευς , ὁταν σιτου . κουρεα δε ἠδη πωποτ '
ἐμοι ἐδοξε μονονουχι αὐτο γινομενον το ἐργον . Ὁ δε χαλκευς ἐκεινος οὐκ αἰδειται και αὐτος ἐπιδεικνυμενος την αἰσχυνην του
9999931 καθαρωτατῳ
ἀπευθες ἀκοῃ , μονῳ δε τῳ της ψυχης καλλιστῳ και καθαρωτατῳ και νοερωτατῳ και κουφοτατῳ και πρεσβυτατῳ ὁρατον δι '
. ὁθεν δεξαμενος γραψον ταυτα ἁπερ σοι ἀποκαλυπτω ἐν χαρτηι καθαρωτατῳ και μη φθειρομενωι και σητα μη ἐπιδεχομενωι ” ,

Back