, ἐκ του ἀλσος . ἐστι και ἁλμα , το πηδημα , δασυνομενον , ὡς ἁπο του ἁλλομαι , το
χιλιων στρατιωτων ἀρχων Δαδακης ἐκ της νηος ἀφηλατο και ἐπηδησε πηδημα κουφον και ἐλαφρον και συντομον και ταχυ , ἐν
9999943 κινητικα
πως . Ἐστι και των κινουντων τα μεν κατα φυσιν κινητικα την ἑαυτων τα δε παρα φυσιν : παρα φυσιν
οἱον χιων , κρυσταλλος , τῳ στηθεϊ πολεμια , βηχεων κινητικα , αἱμοῤῥοϊκα , καταῤῥοϊκα . Τα ἐν ἀρθροισιν οἰδηματα
9999934 ἐβοηθησεν
ἡ περισσως ἀγαπησασα οὐτε των ἀλλων θεων τις ἠ δαιμονων ἐβοηθησεν αὐτῳ . κατα τον αὐτον οὐν ποιητην : ὁστις
Τορωνην μεν και Ποτιδαιαν πολιορκησας εἱλε , Κυζικηνοις δε πολιορκουμενοις ἐβοηθησεν . Του δ ' ἐτους τουτου διεληλυθοτος Ἀθηνησι μεν
9999931 πληθη
Περγαμῳ ἐν ἱερῃ : συν δε τῳ Τελαμωνι ἀνειλε τα πληθη των ἐν τῃ Κῳ ἐθνων . ταυτης δε της
του θερους ἐπικειμενας τοις τους σταχυας τεμνουσιν . στιχες : πληθη , ταξεις . ἀμφιπετονται : περικεχυνται , περι ,
9999931 βουλευτηριῳ
, και κρυβδην διαψηφισαμενων των βουλευτων , ἑαλω ἐν τῳ βουλευτηριῳ και ἐδοξεν ἀδικειν . και ἐπειδη ἐν τῳ διαχειροτονειν
πολεμειν δε μη προς ὁμοιαν ἀντιπαρασκευην ἀδυνατοι , ὁταν μητε βουλευτηριῳ ἑνι χρωμενοι παραχρημα τι ὀξεως ἐπιτελωσι παντες τε ἰσοψηφοι
9999929 τρισκαιδεκατῳ
και ὀνομα αὐτῳ θεσθαι Ἰσσαχαρ . Και παλιν Λειαν τῳ τρισκαιδεκατῳ ἐτει , μηνι δεκατῳ υἱον ἀλλον τεκειν ᾡ ὀνομα
διχα του ι . Λαμπετεια , πολις Βρεττιας . Πολυβιος τρισκαιδεκατῳ . το ἐθνικον Λαμπετειατης ἠ και Λαμπετειανος τῳ ἐπιχωριῳ
9999929 Πελοποννησου
] . Ἀρκαδια δ ' ἐστιν ἐν μεσῳ μεν της Πελοποννησου , πλειστην δε χωραν ὀρεινην ἀποτεμνεται . μεγιστον δ
: ἠτοι ἐκτος των ἀλλων ξυμμαχων ὡν εἰχον ἐξωθεν της Πελοποννησου , ἠ μονοι λεγει ἀντι του ἐκτος των Μεγαρεων
9999928 ἐγραψεν
Αἰθωνος . φλυαρει δε και το γραφαις : οὐ γαρ ἐγραψεν Ὀδυσσευς , ἀλλ ' ἀπελθων εἰς Ἰθακην ἀγνωστος ἐλεγε
κριθεντα και ἑαλωκοτα ὁτι δει κολαζειν ἐγραψεν , ἠ αὐτος ἐγραψεν κρισιν εἰ πεποιηκεν ἠ οὐ και εἰ δικαιως ἠ
9999928 κοινωϲ
ὁ χιτων και παχοϲ ἑτερον ἐπικτητον λαμβανει . βοηθηματα δε κοινωϲ και τοιϲ ἀμβλυωττουϲι ϲυντιθεται ἐκ τηϲ αὐτηϲ ὑληϲ ,
ὑδριαϲ ε ἠ Ϛ δια μελικρατου κυαθων γ ποτιζε : κοινωϲ δε και των προϲ δυϲπνοϊκουϲ ἀναγεγραμμενων αὐτοιϲ ἁρμοϲει τινα
9999928 χρυσοειδες
οἰκηματα . ἑλιχρυσοιο : εἰδος φυτου , οὑ το ἀνθος χρυσοειδες . ὡς ἀπο γυμνασιοιο καλον : ὑγιεινον γαρ ἐστιν
γομφοις ] ἐν καρφιοις . . ἡλοις . λαμπρον ] χρυσοειδες . ἐκκρουστον ] καταπληκτον τῃ αἰγλῃ . . φερει
9999928 στυπτηρια
ἐπιχρισθεις γλυκει , ἀνηθου σπερματος κεκαυμενου ἡ τεφρα καταπλασσομενη , στυπτηρια σχιστη λεια συν ὀξει , στυπτηρια ἡ ὑγρα μετ
το τεταρτον μερος , διακλυζομενων των πεπονθοτων , ὑγρα τε στυπτηρια . πεπερι δ ' ἐντιθεμενον τῳ διακενῳ του ὀδοντος
9999928 πλασμα
ἡ Νεα κωμη και Ἀργυρια . „ και τουτο παλιν πλασμα προς την αὐτην ὑποθεσιν , ὁπως σωθειη το „
εἰ μη την ἐπιθετον ἐσκηψαμην μωριαν . τουτο με το πλασμα πιστευθεν ὑπο του τυραννου μη ταὐτα παθειν ἐκεινοις ἐρρυσατο
9999928 ἐγραψατο
ἐπιτομην ] λεγεται γαρ ὡς Δημοσθενης ἐπιτεμνων την κεφαλην ἑαυτου ἐγραψατο τραυματος ἐκ προνοιας Δημομελην τον Παιανιεα ἀνεψιον ἑαυτου ὡς
γαρ τον τροπον της καθυφεσεως , ἀκουσιου φονου του ἀνδροφονου ἐγραψατο : εἰθ ' ὁτι ὁρων το γιγνομενον ἐστενον ,
9999928 Λευκιππου
Λευκτρα , οὐκ οἰδα : εἰ δ ' ἀρα ἀπο Λευκιππου του Περιηρους , ὡς οἱ Μεσσηνιοι φασι , τουτου
. . . Λευκιππος τε και Ἀλκμαιων . . . Λευκιππου του μαθητου Μελισσου . . . Α . Λ
9999926 ἐταξεν
στενων ὀρων , ἐν οἱς προσεδοκα τους Βοιωτους ἐπιχειρησειν . ἐταξεν οὐν τους μεν Λακεδαιμονιους προηγεισθαι , τους δε συμμαχους
οἰδ ' ὁτι τους πολλους ὑπομνησαι , τινα ταξιν ἑαυτον ἐταξεν Αἰσχινης ἐν τῃ πολιτειᾳ το πρωτον , και τινας
9999926 μυστηρια
ἐξω της πολεως ἱερον Δημητρος , ἐν ᾡ τα μικρα μυστηρια ἀγεται . ὀνομασθηναι δε αὐτο οἱ μεν ἀπο της
βοαν . μυστικος δε ὁ λογος ὁ περι τα ἀπορρητα μυστηρια . λιαν . . . ἐσπουδαζετο . εὐκελαδων τε
9999926 πεντεκαιδεκατῃ
, ὠχρον ἀπεχρεμψατο , και ῥεγχωδης ἠν , και τῃ πεντεκαιδεκατῃ , ἐμφρων δε παντα τον χρονον ἐων , ἐτελευτησεν
των Ὑαδων , τεσσαρεισκαιδεκατῃ τε αὐθις ἀστρον προσδυνει , τῃ πεντεκαιδεκατῃ τε Ὑαδων δυσις πελει , την ἑξ δε και
9999925 φιλονεικιᾳ
πιστιν ἐχωρησεν , ἱνα μη παντα αὐτος ἐνθυμουμενος και ἀποδεικνυς φιλονεικιᾳ τῃ προς Φιλιππον μαλλον δοκῃ λεγειν ἠ ὡς αὐτην
ἀγωνοθετων οὐκ ἐπ ' ἀνδραγαθιᾳ , ὑβρεως δε και στασεως φιλονεικιᾳ , και τον μαλλον πληκτην στεφανουμενον . και ταυτα
9999925 ἑνεκα
ἀπνευστι . το δ ' ὀξυμελι θερους ὡρᾳ διδοται ψυχρον ἑνεκα του μη παροξυναι την διψαν του καμνοντος : δια
κτημα οὐδεν , ἀλλα φιλειτε ἀλληλους και χρηματων γ ' ἑνεκα και βασιλευσιν ἐριζετε . Πολλην μεν γαρ ἐγω ὑμιν
9999924 ἐνεργητικη
Τυπεσθε , τυπεσθωσαν . Ἑνικα . Τυπτοιμι : πασα μετοχη ἐνεργητικη , το τελος της γενικης τρεψασα εἰς μι και
, προσθετεον , το συμβαν μνημης ἐτυχεν . εἰ δε ἐνεργητικη , το πραχθεν μνημης ἐτυχεν , ὁμοιως δε και
9999924 ἀπεφυγε
ἀγωνισμα την ἑαυτου συγγραφην . πολλα γαρ των προς ἡδονην ἀπεφυγε , τας παρενθηκας ἁς εἰωθασι ποιειν οἱ πλειονες ἀποκλινας
, ἀλλα μαλλον ἐκοσμησε . τοιουτῳ μεν δη τροπῳ Σφοδριας ἀπεφυγε . Των μεντοι Ἀθηναιων οἱ βοιωτιαζοντες ἐδιδασκον τον δημον
9999924 ἐπανηλθε
πολιν ὁλην ἐκακωσεν . ἐκλιποντος δ ' ἐκεινου την Ἀσιαν ἐπανηλθε και ἀνελαβεν ἑαυτον τε και την πολιν . περι
ἑλων , ἑξ δε και εἰκοσι πολιορκιᾳ , οὑτως οἰκαδε ἐπανηλθε : και τοτε πασης ἐγενοντο Ῥωμαιοι της Σικελιας δεσποται
9999924 ἡγεμονικα
οὐτε το φρονειν ἐν μονῳ τῳ δικαιοπραγειν τιθεμενος . Τα ἡγεμονικα αὐτων διαβλεπε και τους φρονιμους , οἱα μεν φευγουσιν
γαρ εἰ ὁτι μαλιστα ἀλληλων ἑνεκεν γεγοναμεν , ὁμως τα ἡγεμονικα ἡμων ἑκαστον την ἰδιαν κυριαν ἐχει : ἐπει τοι
9999924 φλεγματωδες
Και ἐπην θηλαζῃ γαλα μη καθαρον , ἀλλα γεωδες και φλεγματωδες , και ἐχῃ το παιδιον τας φλεβας τας ἀπο
το ὑποχωρητικον σιτιον προσφερομενον ὑποχωρητικον εἰναι , και το φλεγματωδες φλεγματωδες . Ἠν κρατεῃ οὐν το σωμα των σιτιων ,
9999924 ἐτυγχανεν
ὡστ ' ἀν δακρυσαι γ ' , εἰ φρονουντ ' ἐτυγχανεν . οἰμοι ξυμφορας βαρυποτμωτατας , οἰμοι κακων δυστηνος ,
τειχων και τοξευμασι και ἀλλῳ ὁτῳ τις μετα χειρας ἐχων ἐτυγχανεν ἠ ὁτῳ τις ἐν τῳ τοτε ἐλαβεν ἐξηκοντιζον ἐς
9999924 ἐφυλαξεν
Λυκοθοας Λυκοθοαντος ὠ Λυκοθοαν , του γαρ Θοας την κλισιν ἐφυλαξεν , και παλιν παμμελας παμμελανος ὠ παμμελαν , τριταλας
δικαιοσυνην , ἐλεγχου δε ποιησας κυριους ὁμως αὑτῳ το λοιπον ἐφυλαξεν , ὁπως ὁποσον ἀφησει , ἁπασιν εἰη καταφανες .
9999924 χαιρετε
ἑστια πατρῳα και δαιμονες οἱ κατεχοντες τουτον τον τοπον , χαιρετε . ὡς δε ταυτ ' εἰπεν , ἡμεις μεν
λικμητου δεκατευεται : ἀλλα και οὑτως , ἡρῳσσαι , Λιβυων χαιρετε δεσποτιδες . Ἠριον εἰμι Βιτωνος , ὁδοιπορε : εἰ
9999923 μικροτητι
ἀναλογιᾳ νομιστεον και το ἐν τῃ ἀτομῳ ἐλαχιστον κεχρησθαι : μικροτητι γαρ ἐκεινο δηλον ὡς διαφερει του κατα την αἰσθησιν
ἀναλογιᾳ νομιστεον και το ἐν τῃ ἀτομῳ ἐλαχιστον κεχρησθαι : μικροτητι γαρ ἐκεινο δηλον ὡς διαφερει του κατα την αἰσθησιν
9999923 να
τροπικον , ἡ δε ΖΕ περιφερεια των ἀποδεδειγμενων μοιρων κγ να ἐγγιστα . και ὁλη μεν ἀρα ἡ ΖΕΔ περιφερεια
. . . . . . . Ζυγου ι νο να Ϛʹ βʹ ὁ ἐν τῳ σφυρῳ του αὐτου ποδος
9999922 βαθειᾳ
ἠν γαρ τις οὐ πολυ ἀπεχων ἐκειθεν ἱερος χωρος ὑλῃ βαθειᾳ συνηρεφης και πετρα κοιλη πηγας ἀνιεισα , ἐλεγετο δε
κροκοι τε ἠσαν περι τον τοπον ἐν μαλακῃ φυομενοι και βαθειᾳ τῃ ποᾳ . συνανετελλε δε αὐτοις και ὑακινθος και
9999922 διεκοσμησε
. . . . Π . δε την ἑαυτου πατριδα διεκοσμησε νομοις ἀριστοις , ὡστε τας ἀρχας καθ ' ἑκαστον
εἱστηκει κατ ' ἀρχας τα σωματα , νους δε αὐτα διεκοσμησε θεου και τας γενεσεις των ὁλων ἐποιησεν . ,
9999922 μαλακιᾳ
τι μεν ὠλιγωρηθη ; τι δε ἐπεβουλευθη ; τι μεν μαλακιᾳ προειθη ; τι δε πονηριᾳ διεφθαρη ; βασιλευς μεν
μαλλον , ἐπει ὁρω σε ἐρωντα οὐχ ἁβροτητι χλιδαινομενου οὐδε μαλακιᾳ θρυπτομενου , ἀλλα πασιν ἐπιδεικνυμενου ῥωμην τε και καρτεριαν
9999922 ἐρωτικη
τα μετρα ἀπονεμει , ὡς ἀν εἰποις , ἡ ἐσχατη ἐρωτικη φιλια αὑτη ἐστιν ἡ δια των σωματων . Το
δυνανται εἰναι : ἰσως οὐν και δια τουτο θειοτερα ἡ ἐρωτικη . Το δ ' ὑπερβατον τουτο ἐστιν : ἐστι
9999922 ἠριστευσε
φασι τελευτησαι κατιοντα εἰς Πελοποννησον . Ἐχεμος : προσυπακουστεον το ἠριστευσε : την δε παλην ἐνικησεν Ἐχεμος Ἀρκας το γενος
ὁ δε παλᾳ κυδαινων Ἐχεμος Τεγεαν : ὁ δε Ἐχεμος ἠριστευσε παλῃ κυδαινων , ὁ ἐστι δοξαζων την πολιν αὐτου
9999921 ἐφυλαττετο
ὁτε και ἐκνικαται ἐμπεσειν ἐς την ταφρον , ἡν τεως ἐφυλαττετο . Ἡγημων ἐν τοις Δαρδανικοις μετροις περι Ἀλευα του
. ταυτα δε προτερον μεν εἰς τας του πολεμου χρειας ἐφυλαττετο , και ἐκαλειτο στρατιωτικα , ὑστερον δε κατετιθετο εἰς
9999921 ἑφθημιμερες
ιηʹ διμετρα ἀκαταληκτα , το δε ιθʹ διμετρον καταληκτικον ἠτοι ἑφθημιμερες παροιμιακον . ἐπι τῳ τελει δυο διπλαι ἐξω νενευκυιαι
το Ϛʹ δακτυλικον ἠ ἀναπαιστικον πενθημιμερες : το ζʹ ὁμοιον ἑφθημιμερες : το ηʹ προσοδιακον διμετρον ἀκαταληκτον , ἐκ χοριαμβου
9999921 ἐπηγγελλετο
, πριν εἰς ἀστυ το δεινον εἰσιεναι , διαλυειν ὑμιν ἐπηγγελλετο , ποτερος ἀν , ὠ παροντες , ἡδιων ἐφανη
μεν νεωτεριζουσι λογῳ χαλεπος ἠν , τοις δε δημοταις ἐλευθεριαν ἐπηγγελλετο , ᾡ και πιστευσας ὁ δημος ἀπαρασκευος ἠλπιζε τα
9999921 Προμηθευς
. : Εὐφυως ἀπο του ὀνοματος ἐλαβε το διανοημα : Προμηθευς γαρ ἐστιν ὁ προορων τα μηδεα : και τροπῃ
ὁτι ἐξ αὐτου ποριζεται το πυρ , ἑως οὑ ὁ Προμηθευς μετα δολου τουτο ἐκλεψεν . . Βριαρεῳ δ '
9999921 τρεψομεθα
και παραμενουσι και ὁπωσουν , ἀλλ ' ἡμεις αὐτους ῥᾳδιως τρεψομεθα ῥωμῃ τε και ἐμπειριᾳ και τολμῃ , ὡστε οὐδε
των πολεμιων ἠδη την χωραν λεηλατουντων τοτε προς την ἐπιμελειαν τρεψομεθα των δεοντων , ὀκνω μη τοις ἐναντιοις προς ἡδονην
9999921 εὐφροσυνη
κατα την ἀνατολην του Κυνος ἀναβασις ἐσται κατα λογον και εὐφροσυνη τοις δημοις , και ὁ βασιλευς ἐπικρατησει , ἐν
Ἀφροδιτη κατα την ἐναλλαγην ἐν ἀποκλιματι , δηλοι ὡς ἡ εὐφροσυνη του την ἐναλλαγην ἐχοντος συγχυθησεται και βλαβησεται δια βρωματων
9999921 τεταρτῃ
και ἡ τροπη προσγινεται του ἀερος ποικιλη . τῃ δε τεταρτῃ ὁ Δελφιν ὀρθριος συν Κυνι τε ἀνισχει , νοτος
ἐκβολας των στοματων . Καλλιξενος δ ' ὁ Ῥοδιος ἐν τεταρτῃ περι Ἀλεξανδρειας διαγραφων την γενομενην πομπην ἐν Ἀλεξανδρειᾳ Πτολεμαιου
9999919 σφοδροτητι
το λεπτον και την χαριν τῳ διηρμενῳ προς μεγεθος , σφοδροτητι δε την ἀφελειαν και τῃ τραχυτητι το μεθ '
διαχεομενον ῥᾳδιως , ὁ δε ἀνθραξ ἐπαναλισκει πολυ ὑπερτηκων τῃ σφοδροτητι και ἐξαιρων . ἐν δε τοις ῥειθροις συρεται και
9999919 ἀφικομεθα
ἐκηληθη ὑπο του μελους . ἐπει δε προς την λιμνην ἀφικομεθα , μικρου μεν οὐδε ἐπεραιωθημεν : ἠν γαρ πληρες
νησος Αἰολου . Ὁμηρος „ Αἰολιην δ ' ἐς νησον ἀφικομεθα „ . οἱ νεωτεροι το ἐθνικον ὁμοιως και ὁμοφωνον
9999919 νυκτερινῃ
τα δε πατρικα φθειρει , και πλειον το κακον ἐν νυκτερινῃ γενεσει εἰτε ἑῳος εἰτε ἑσπεριος : τοτε γαρ οὐ
εἰναι . Κατα δε τον καιρον , δει ἐν τῃ νυκτερινῃ ὡρᾳ ἐπιτελεισθαι τους ὑπνους : τοτε γαρ ἐπιτηδειοτης ἐστι
9999919 ἐκινησε
αὐτου πληρωσωμεν . “ ἐπιτιθεασιν οὐν αὐτῳ τον γοργαθον και ἐκινησε διακλονουμενος . ὁ δε ἐμπορος ἰδων αὐτον ἐθαυμασε και
τοσουτον φειδονται των θηριων χρονον , ὁσον ἐτι παρασκευαζονται . ἐκινησε δε ἡμας οὐδεν , οὐδε ἀντιλαβεσθαι των πραγματων ἠναγκασεν
9999919 σαμα
? ? [ – – ] , ⌊ πολεμοιο δε σαμα φερεις τινος , ἠ καρπου φθισιν ⌊ , ἠ
ὀνομα πολεως προς τῳ Ῥιῳ τῳ Ἀχαϊκῳ . αἰπυ τε σαμα τηνο Λυκαονιδαο : . . . ὁ Αἰπυτου ταφον
9999919 ἠξιωσεν
ἐχουσα . ἐνταυθα ὁ μεν ᾐτει πιειν , ἡ δε ἠξιωσεν προπιειν , και αὐτικα γε ἀπολομενης , την μεν
: τυμβου δ ' , εἰ κτανειν ἐβουλετο , οὐκ ἠξιωσεν ἀλλ ' ἀφηκε ποντιον ] . ἡμεις μεν οὐν
9999918 Συρακοσιοι
ἐθνων και των πολεων των συμμαχησαντων Συρακουσιοις κατα Ἀθηναιων : Συρακοσιοι , Καμαριναιοι , Γελῳοι , Σελινουντιοι , Ἱμεραιοι ,
τουτους διηνεγκαν οἱ Ῥοδιακοι . τριτοι δ ' εἰσιν οἱ Συρακοσιοι . καλειται δ ' ὑπο Ἠπειρωτων λυρτος , ὑπο
9999918 σωφρονι
Παναιτιος , πολιτην αὐτον Ἀθηναιων ποιεισθαι σπευδοντων , εἰπε τῳ σωφρονι μιαν πολιν ἀρκειν . και ὁ των Σπαρτιατων βασιλευς
παρα τον λογον οὐδεν ποιουσιν ἀμφοτεροι , εἰ και τῳ σωφρονι μεν αἱ ἐπιθυμιαι οὐ πολεμουσι , τῳ ἐγκρατει δε
9999918 ἀφεψηματοϲ
χρηϲτεον φαρμακοιϲ , οἱον ἐϲτι το ϲιτινον ἀλευρον μετα ἰϲχαδων ἀφεψηματοϲ και ἐλαιου το τε δια γυρεωϲ και το δια
, ἐπαλειπτεον τῳ ναρδινῳ , πυριᾳ δε χρηϲθαι δι ' ἀφεψηματοϲ μελιλωτου τε και τηλεωϲ . παχεοϲ δε ὀντοϲ του
9999918 κολακειᾳ
τἀλλα οὐ καρτα φρενηρης τις ὠν , ἀλλ ' ἐν κολακειᾳ δεσποτικῃ τεθραμμενος , οὑτως ἐξεκαυθη και συνεταραχθη προς της
δε κολαξ Σωσιπατρος ἀνθρωπος γοης . διαβοητος δε γεγονεν ἐπι κολακειᾳ και ὁ Ἀθηναιων δημος . Δημοχαρης οὐν ὁ Δημοσθενους
9999918 αἱματοϲ
το ϲυμπαν ϲωμα κενωθηναι δια των πεπονθοτων μερων ἀφαιρουϲα του αἱματοϲ , ἀλλα και ϲικυα : και φλεβοτομια μεν ἡττον
τα ἀντικειμενα παραγουϲα δια τηϲ φορβεαϲ προϲαγορευομενηϲ ἁρμοϲει και ἀφαιρεϲιϲ αἱματοϲ ἀπο των ὑπο την γλωτταν ἀγγειων και ϲικυαι κατα
9999918 πεπερεωϲ
. Ναρδοϲταχυοϲ , ὑϲϲωπου , τηκολιθου ἀνα γϼ η , πεπερεωϲ γϼ ιβ , ζιγγιβερεωϲ , πετροϲελινου , κοϲτου ,
δε μεθ ' ὑδρομελιτοϲ . Ἐρικηϲ καρπου ⋖ δ , πεπερεωϲ λευκου , ναρδου Ϲυριακηϲ , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ ἀνα ⋖
9999918 βακτηρια
Συκινη μαχαιρα : ἐπι των ἀσθενεστατων και εὐτελων . Συκινη βακτηρια : και : Συκινη ἐπικουρια : ἐπι των ἀσθενως
αἱ δε δη Λακωνικαι ᾠχοντο μετα σου κατα τι χἠ βακτηρια ; ἱνα θοἰματιον σωσαιμι , μεθυπεδησαμην μιμουμενη σε και
9999917 ἐδεισα
εἰκονα αὐτου . τοιουτον τι και ἐγω διενοηθην , και ἐδεισα μη πανταπασι την ψυχην τυφλωθειην βλεπων προς τα πραγματα
[ μοι ἀπολειπτεον ] δηπουθεν ἡς ἐρω παλαι . ἀλλως ἐδεισα ] . σοι μεν αὑτη , Χαιρεα . σοι
9999917 ἠρεσκετο
παις . Βασιλευων δε Σκυθεων ὁ Σκυλης διαιτῃ μεν οὐδαμως ἠρεσκετο Σκυθικῃ , ἀλλα πολλον προς τα Ἑλληνικα μαλλον τετραμμενος
βλεπειν . οἱσπερ και ὁ Σεβηρος ἀγγελλομενοις οὐ πανυ τι ἠρεσκετο , ἀλλ ' ἐπαχθης ἠδη και βαρυς κἀκεινῳ ἐγενετο
9999916 τεσσαρακοστῃ
ὡς Φαινιας τε φησιν ὁ Ἐρεσιος και Θεοπομπος ἐν τῃ τεσσαρακοστῃ των Φιλιππικων . ἱστορουσι γαρ οὑτοι κοσμηθηναι το Πυθικον
λεγεται τυχειν Ἡραιευς , οἰμαι , ὠν . ἑκατοστῃ και τεσσαρακοστῃ και πεμπτῃ Ὀλυμπιαδι παιδα παγκρατιαστην ἐνεγραψαν οὐκ οἰδα ἐξ
9999916 πλανη
Συρακουσιος ἐστι . δοκει δε τισιν , ὁτι και ἡ πλανη του Ὀδυσσεως περι Σικελιαν που γεγονε . διαγ '
ῥηματικα ἀλλα παρωνυμα , ἀπο γαρ του πεδη πεδητης και πλανη πλανητης και κομη κομητης , οὑτως και παρα το
9999916 Λακαινα
και ἡ την ἀσπιδα τῳ παιδι ἐπι πολεμον ἐξιοντι διδουσα Λακαινα συ ἐφη , τεκνον , ἠ ταυταν ἠ ἐπι
– ˘ – × – ] ἐχεις Ὠ Τυνδαρεια παι Λακαινα [ – ˘ – συ δ ' ὠ το
9999916 οἰνομελιτοϲ
των πτερων και των ποδων και οἱ τηκολιθοι δι ' οἰνομελιτοϲ ἐν τῃ του λουτρου θερμῃ δεξαμενῃ διδοϲθωϲαν και τα
με ἰατροϲ και τοιϲ χρονιοιϲ κωλικοιϲ αὐτην ἐδιδου δι ' οἰνομελιτοϲ , τινεϲ δε και τοιϲ ϲυναγχικοιϲ αὐτην διδοαϲι πινειν
9999916 δεκατῃ
προσταξει δεκατῃ μηνος ἀει . δια τι δε ἐν τῃ δεκατῃ ; ὡς ἐν τοις περι αὐτης λογοις ἠκριβωσαμεν ,
Συριᾳ και Φοινικῃ και Λιβυῃ και Αἰγυπτῳ ἀνεσιν ποιησαι , δεκατῃ δε ὡρᾳ και ἑνδεκατῃ ἐκλειπουσαν τοις παραθαλασσιοις τοποις θορυβον
9999916 ἐξεθετο
ὠδυνατο . Ἐν τουτῳ τῳ τμηματι ὁ Ἱπποκρατης και φυσικους ἐξεθετο λογους και θεραπευτικους ὀδυνων . τοιγαρουν ὑποτιθεται νοσημα ,
συνεπισχυσει . Ταυτα παντα και ὁ Ὠριων ἐν τῳ βιβλιῳ ἐξεθετο . Ἐπει δε τινες φθονῳ φερομενοι ἠ ἀπειριᾳ μονομερως
9999915 λαμβανω
τουτο αὐτο ἐπιδειξιν ἡγησαντο . ὁμως δε και αὐτος ἑτεραν λαμβανω ὁδον . ὁταν μεν γαρ εἰς ἐμαυτον ἀπιδω και
οὐτε ψευδος . εἰ δε τις λεγει ὁτι συμπεπλεγμενα αὐτα λαμβανω και λεγω ὁτι Σωκρατης υἱος ἐστι , Σωκρατης μελας
9999915 θαυμαστη
ἡ πηρα ἀργυρη . . . ΘΑΥΜΑ ΙΔΕΣΘΑΙ . Ἠγουν θαυμαστη εἰς το ἰδεσθαι και θεασασθαι αὐτην τινα . .
οὐδε προς αὐτην την προσοψιν ἀντισχειν , οὑτω μοι δοκει θαυμαστη τις εἰναι και κρειττων ἠ κατ ' ἀνθρωπον .
9999915 θαλαττιῳ
τρια μερη διαιρεθεισας , ἐγχυτεον : και την κοιλιαν ὑδατι θαλαττιῳ ἠ μυρτων ἀφεψηθεντων τῳ ὑδατι θερμαντεον . και πολιου
. και ἀψινθιον , ἠ σικυου ἀγριου ῥιζα βραχεισα ὑδατι θαλαττιῳ , και ῥανθεισα , ταυτας διαφθειρει . Διαφθειρει δε
9999915 οἰομεθα
ἀποδιδωσιν ὁ λεγων , τοιουτον δη τινα τον ὁλως πεπαιδευμενον οἰομεθα εἰναι , και το πεπαιδευσθαι το δυνασθαι ποιειν το
ἀμεινον ὀν χειρονος . ” Ὀρθοτατα γε . Ποτερον οὐν οἰομεθα περι βασιλεας τουτ ' ἐγγιγνομενον ἑκαστοτε διαφθειρειν προτερον ,
9999915 Αἰγυπτια
. το ἐθνικον Σαργανθινος . Σαργαντις , πολις και φυλακη Αἰγυπτια . ὁ πολιτης Σαργαντιτης , ὡς Ναυκρατιτης . Σαρδαιον
κεραμιον δηλοι , κρμ . Ἡ μνα ἡ Ἀττικη και Αἰγυπτια ἐχει # ιϚ , ἡ μνα ἡ Ῥωμαϊκη #
9999914 μηνοειδες
Ἑλληνες ἀτρεμας εἰχον προς τῳ Ἀρτεμισιῳ . Οἱ δε βαρβαροι μηνοειδες ποιησαντες των νεων ἐκυκλουντο , ὡς περιλαβοιεν αὐτους :
εὐγενειας περιηρτημενος τῳ ὑποδηματι , τουτο δε ἐστιν ἐπισφυριον ἐλεφαντινον μηνοειδες , και παρελθων ἐς το Ῥωμαιων βουλευτηριον πιθανον μεν
9999914 θυγατρες
ἐμην καταπαυσω ἀοιδην : ἀστερες εὐφεγγεις , Διος αἰγιοχου τε θυγατρες , ἱλατε και κλεος αἰεν ἐμῃ πορσυνετ ' ἀοιδῃ
ἐμβεβαυια δι ' αἰθερος : αἱ δε οἱ ἀγχι Ἠελιοιο θυγατρες ἐθαμβεον ἑστηυιαι θεσπεσιον περι κυκλον , ὁν Ἠελιῳ ἀκαμαντι
9999914 λιμεσι
, ἀλλα , εἰ δυνατον ἠν , και τειχεσι και λιμεσι και νεωριοις ὁμολογω . και τουτον τον ἐρωτα οὑτως
οὐ πανυ βαθειᾳ θαλαττῃ , τα δ ' ὑποδρομοις και λιμεσι μητ ' ἐπι γην ἀνερπειν μητε πορρω γης ἐπινηχεσθαι
9999914 ἐστεφανωσε
ἀνεσειεν ἐπιδεικνυς . ὁ δε ἡσθη μαλιστα και τον λοχαγον ἐστεφανωσε και πλεοσι των ἀθλων ἐδωρησατο πεντε και εἰκοσι μυριασιν
τον πατερα ἀναζητειν χρη . Ὁτι Ἀλεξανδρος τον Ἀχιλλεως ταφον ἐστεφανωσε και Ἡφαιστιων τον του Πατροκλου , αἰνιττομενος ὁτι και
9999914 ἐλπιδες
τις ἐλπιζῃ , οὐκ εὐθεως ἀποβαινει , οὐδε εὐθυπορουσιν αἱ ἐλπιδες , ἀλλα ποτε μεν εἰς ὑψος φερεται τα προσδοκωμενα
δυναμιν ὑπεστελλοντο : ἐμοι δε ταις ἀδικιαις αὐτου συνηυξανοντο δημοκρατιας ἐλπιδες ἐννοιαν χορηγουσαι δικαιαν , ὡς οὐκ ἐσται τον οὑτως
9999914 χειμωνι
των ἀγρων ἀνεστησαν οὐκ οὐσης αὐτοις οὐδε ποας ἐν γε χειμωνι , οἱ δε πολεις τας αὑτων καταλελοιπεσαν , και
μεν τῳ θερει πλειονι ποματι χρωμεθα , ἐν δε τῳ χειμωνι ἐλαττονι . ἀλλα τῃ διαφορησει το τοιουτον συμβαινει ,
9999913 δακρυουσα
περι λυσεως , ἡ γυνη συνεχως ἐντυγχανουσα τοις γραμμασι και δακρυουσα των ὀψεων ἐστερηθη , καταλιπων ὁ παις παρα τῃ
ὁσῳ θαλερωτερον , τοσουτῳ και γοητοτερον . ἐαν δε ἡ δακρυουσα ᾐ και καλη και ὁ θεατης ἐραστης , οὐδ
9999913 πνευματοϲ
ὀργανων των τηϲ ἀναπνοηϲ ἐϲτι φλεγμονη , ἠ μουνον του πνευματοϲ [ ἠ ] παθοϲ , ἐφ ' ωὑτεου την
εἰϲ την νυν διαιταν : ὑγραινει γαρ και αἱματοϲ και πνευματοϲ ἐμπιπληϲι το ϲωμα . τον δε μελλοντα ἀφροδιϲιοιϲ χρηϲθαι
9999913 κρατηρ
ἐν δαιτι θεων , κισσοφοροις δ ' ἐν θαλιαις ἀνδρασι κρατηρ ὑπνον ἀμφιβαλληι . ἀχαλινων στοματων ἀνομου τ ' ἀφροσυνας
ὡστε κατα λογον τριτον τῳ Διι σπενδεται τε και ὁ κρατηρ τριτος τιθεται . Σοφοκλης Ναυπλιῳ και Διος σωτηρος σπονδη
9999913 ἀθορυβως
ὁποτε τελευτησομεν την ἐσχατην ἡμεραν . . . . ὁτι ἀθορυβως ἐν τῳ του ζην χρονῳ . οὑτω δε και
. και μην ἀγελαι βοων τε και ἱππων ἀναμιχθεισαι πολλακις ἀθορυβως και πρᾳως νεμονται , ὡστε μιαν ἐξ ἀμφοιν ἀγελην
9999913 ἐκρατησε
μετα πολλης δυναμεως , ἐπειδηπερ ἀφεστωτας αὐτους ἐπυθετο , παντων ἐκρατησε , και τον ναον ἐνεπρησε τον ἐν Ἱεροσολυμοις ,
τε Ὠρειτων και των πλησιον τουτων ᾠκισμενων τῃ τε μαχῃ ἐκρατησε και τα ἀλλα καλως ἐδοξε τα ἐν Ὠροις κοσμησαι
9999913 ἐρρωτο
ἠν , ἐφηβου δε ἀρτι ὑπαπῃει και την ὡραν ἐτι ἐρρωτο . σωφρονουντι δε αὐτῳ μητρυια ἐρωσα ἐνεκειτο και χαλεπον
κυριῳ . και ἡ τροφος εὐθυς ἀνειστηκει και ἀπηντα και ἐρρωτο και ἠν ἁπερ εἰκος ἐν τοις τοιουτοις . ἐπειτα
9999913 ἐπλανηθη
, ἐν ἀριστερᾳ ἐχων την Βαβυλωνα : ἱνα δη και ἐπλανηθη αὐτῳ μερος του ναυτικου κατα τα στενα ἀποριᾳ ἡγεμονος
μοιχος ζητημα περανθεν : ἐνταυθα ἀληθως την πλανην , ἡν ἐπλανηθη , ἐμηνυσε : λεληθε γαρ ἑαυτον ἀπο του κατηγορου
9999913 ἀπεδειξε
τους ἀγωνιστας δει πολλων εὐπορειν δικαιωματων : και δια τουτων ἀπεδειξε την ῥητορικην ὡς ἐκ ταν θεαν κατελθουσαν . Δει
μετα μεγαλης δυναμεως πλησιον εἰναι της Μακεδονιας , Ἀριστονουν μεν ἀπεδειξε στρατηγον , κελευσασα διαπολεμειν τοις περι Κασανδρον , αὐτη
9999913 ἐρωτικα
παιδικα . οὑτω δ ' ἐναγωνιος ἠν ἡ περι τα ἐρωτικα πραγματεια , και οὐδεις ἡγειτο φορτικους τους ἐρωτικους ,
Ἀρην και λεγοντα : οὐ τοι , τεκνον ἐμον , ἐρωτικα δεδοται ἐργα : ἀλλα συ μεν πολεμους μετερχου και
9999913 Μακεδονες
μετα δε οὐ πολυν χρονον του ἐργου του προς Ἠλιδι Μακεδονες και Δημητριος ὁ Φιλιππου του Δημητριου Μεσσηνην καταλαμβανουσι .
αὐτονομος ἠν ἡ πολις : εἰτα οἱ την Αἰγυπτον κατασχοντες Μακεδονες αὐξηθεντες ἐπεθεντο αὐτοις , ἀρξαντων των περι Θιβρωνα των
9999913 ἀκαθαρσια
την Ἀσινην κατοικουντες . . . . ἀσις : ἡ ἀκαθαρσια : ἐστι δε παρωνυμον του ἀση , ὡς γαρ
οὐν και ἀνωτατω καθαροτης ἡ ἐν ψυχῃ γενομενη και ὁμοιως ἀκαθαρσια . ψυχης δ ' ὡς σωματος μεν ἀκαθαρσιαν οὐκ
9999913 ἐξεφανη
τοτε γ ' εἰς ἀγορην ἰσαν , οὑνεκ ' Ἀχιλλευς ἐξεφανη , δηρον δε μαχης ἐπεπαυτ ' ἀλεγεινης . τω
ὁστις ἀλιτρον θυμον ἐχει , παντως δ ' ἐς τελος ἐξεφανη : ἀλλ ' ὁ μεν αὐτικ ' ἐτεισεν ,
9999913 θυμια
ὡς πλειστον ἐπι ἀνθρακιην , και περικαθισας αὐτην και περιστειλας θυμια , φυλασσομενος μη κατακαυσῃς . Ἠν δε γυνη μη
ὁ φιαλας ἐξ ἱερων ὑφαιρουμενος , ὁ στεφανους , ὁ θυμια - τηρια και ὁσα τοιαυτα [ εἰδικα ὀνομαζων ἀπολογησεται
9999913 ξυνθημα
Πλατωνος στρατιωτην ἠ ἰστοριογραφος ἠ ποιητης ; τι γαρ ἀσπιδι ξυνθημα και βακτηριᾳ ; ποιας δε μαχης ἀριστεια Σωκρατης λαβων
ὀλωλαμεν . ἐπει γαρ ἡμας ηὐνας ' Ἑκτορεια χειρ , ξυνθημα λεξας , ηὑδομεν πεδοστιβει κοπωι δαμεντε , οὐδ '
9999912 πτερυγια
συν χολῃ βοειᾳ ἐπιτιθετι . [ εʹ . Προς τα πτερυγια . ] Το πτερυγιον νευρωδης ἐστι του ἐπιπεφυκοτος ὑμενος
. ὠτος : ὀρνεον , ὁ περι τα ὠτα ἐχει πτερυγια . τουτο ἐπαινουμενον και ἀντορχουμενον ὡσπερ ὁ νυκτικοραξ ἁλισκεται
9999912 ἐδακρυσεν
ἀν εὐνους και δικαιος πολιτης ἐσχε την γνωμην οὐδ ' ἐδακρυσεν , οὐδ ' ἐπαθεν τοιουτον οὐδεν τῃ ψυχῃ ,
μητερα και ἀδελφους και την ἑαυτου γυναικα αἰχμαλωτους γεγενημενους , ἐδακρυσεν , ὡσπερ εἰκος . ὁ δε Κυρος ἰδων αὐτον
9999912 τρομωδεες
: ἀνεπηδα , ἀνεκεκραγει , ἐμαινετο : πνευμα πουλυ : τρομωδεες αἱ χειρες ἐγενοντο , ὑπο δε τον θανατον ἐλθουσῃ
Κωφωσις ἐν ὀξεσι και ταραχωδεσι παρακολουθουσα , κακον . Αἱ τρομωδεες , ἀσαφεες , ψηλαφωδεες παρακρουσιες , πανυ φρενιτικαι ,
9999912 Διονυσε
. Πλην ἁπαξ ποτ ' ἐν Φαιακος ἐφαγον καριδας . Διονυσε χαιρε . μη τι πεντε και δυο ; Αὐτου
, τον Διος γονον ηὐδαιμονειτ ' ἀν συμμαχον κεκτημενοι . Διονυσε , λισσομεσθα ς ' , ἠδικηκαμεν . ὀψ '
9999912 κλυσμασι
και πικροτητες στοματος , και ἀηδιαι τε και ἀνορεξιαι . κλυσμασι δε ὑπεικουσης ἀνιεται τα λυπουντα . ἀμελει δει και
κεφαλης και των μεσων . ταις δε ἑξης καταπλασμασι και κλυσμασι . τας δε οὐν ἐμβροχας ἀει και τας ἐπι
9999912 ἐλαιωδες
ἐπιδηλον ὡς ἠδη την χροιαν ἐπιτειναντος : ὁ δ ' ἐλαιωδες ὁ λογος ὡρισε , τῃ του ἐλαιου μαλιστα προσεοικε
πλευριτικοισι και περιπλευμονικοισιν . Πονηρον δε και το προ ῥιγους ἐλαιωδες οὐρουμενον . Πονηρον δ ' ἐν τοισιν ὀξεσι και
9999912 βλαβερα
δ ' οὐδεν ἡττον ὁτι γνωριζειν ποιει και πορρωθεν τα βλαβερα και ὠφελιμα , ὡς τα μεν φευγειν , ἐστι
και σχολαιοι περιπατοι και συμμετρα γυμνασια : ἡ γαρ ἀργια βλαβερα . Την δε γαστερα εὐλυτον ἀει ἐχειν δει :
9999912 φρεσι
: τον δε τρομος ἐλλαβε γυια : θαρσει Δαρδανιδη Πριαμε φρεσι , μη δε τι ταρβει : οὐ μεν γαρ
αὐ Τρωεσσι μενοινεον εὐχος ὀρεξαι , κεινοι μιν κυδαινον ἐνι φρεσι καγχαλοωντες κρυβδ ' Ἡρης : παντες γαρ ἐναντιον Οὐρανιωνες
9999911 σταφιδες
Φοινικες οἱ αὐστηροι , μηλα κυδωνια , ἐλαιαι ἁλμαδες , σταφιδες αὐστηραι , ἡ ἐν τοις στεμφυλοις ἀποτιθεμενη σταφυλη ,
τροφιμοι , καστανα , φακη , οἱ γλυκεις φοινικες , σταφιδες αἱ γλυκειαι και λιπαραι , βαλανοι , γογγυλις ,
9999911 θεραπευε
κακοηθων ἐπιφυϲεων . τουϲ δε ἐπι των βλεφαρων κιρϲουϲ μη θεραπευε : εἰϲι γαρ κακοηθειϲ . μηδε μην τα ἐπιφυομενα
σφυρων ἀμυχαις ὀνινανται μαλιστα : τας μελαντερας δε φλεβας τεμνων θεραπευε : ἐτι δε μαλλον , εἰ και μεγαλας ἐχειν
9999911 ἀπαιδα
δε συμβολικως χρη την τυφλωσιν νοειν του Φοινικος δια το ἀπαιδα γενεσθαι και οὐχ ὡς οἱ πολλοι φασι πραγματικως ,
χωριον το περιλειφθεν αὐτῳ περιειλετο , τελευτησαντα δ ' αὐτον ἀπαιδα και ἀνωνυμον βουλεται καταστησαι . Τοιουτος ἐστιν οὑτος .
9999911 πισυρες
* ζαμενες : λιαν ἰσχυρως * κοτεουσα : ὀργιζομενη * πισυρες : τεσσαρες * κοιλοι : ταπεινοι * ὑπενερθεν :
ἡβωωσα , τεθηλει δε σταφυλῃσι . κρηναι δ ' ἑξειης πισυρες ῥεον ὑδατι λευκῳ , πλησιαι ἀλληλων τετραμμεναι ἀλλυδις ἀλλη
9999910 κρατηρι
αὐτῳ : τουτον δε φησι την ψυχην ποιειν ἐν τῳ κρατηρι ἐκεινῳ . Του αἰτιου δε νου ὀντος πατερα φησι
πασσε , τα δε ποτα , ὁπου ἡ Ἑλενη τῳ κρατηρι μισγει φαρμακον νηπενθες τ ' ἀχολον τε , κακων
9999910 ἁρπαγην
. και οἱ μεν πελτασται , ὡσπερ εἰκος , εἰς ἁρπαγην ἐτραποντο : ὁ δ ' Ἀγησιλαος κυκλῳ παντα και
πατρος ἡμων , αἱ δεικνυουσι την τε ἀποκαλυψιν αὐτου και ἁρπαγην της αὐτου ἀποστολης : μεγιστη [ ] γαρ τυγχανει

Back