ὑγρον , ἐμφυομεναι δε τῳ κρυσταλλοειδει . τουτο δε το κρυσταλλοειδες ὑγρον το πρωτον ἐστι της ὀψεως ὀργανον , λευκον
και κυκλος εἱς ὁ προειρημενος ὁ μεγιστος των κατα το κρυσταλλοειδες , ὁρος τε κοινος ἀμφοτεροις ἐστι και συνδεσμος αὐτοις
9999936 Ἀλεξανδρῳ
τις κακη : και οὐν και τουτο αἰτιον γενεσθαι ἀποσωθηναι Ἀλεξανδρῳ τον στρατον : οὐ γαρ ἀν σωθηναι πλευσαντας ὑπερ
των ἀει βασιλεων πραγματα , κατ ' οὐδεν ἀξιουν συμβαλλειν Ἀλεξανδρῳ τε και τοις Ἀλεξανδρου ἐργοις τον Πολυδευκην και τον
9999933 κλειδα
ἑκουσαι θυματα γινονται , ἐπαταξαν ἑαυτας τῃ κερκιδι παρα την κλειδα και ἀνερρηξαν την σφαγην . και αὐται μεν ἀμφοτεραι
του ποντου κληιδα : λεγει δε το στενον ὁθεν και κλειδα το στενον - ἐκεινο ὠνομασε : ἀπο γαρ του
9999933 γλοιωδες
τοτηνικαυτα ἐπιβαλλειν δει το των πιτυρων ἀποζεμα : ἐστι γαρ γλοιωδες και χαλαστικον , ἐτι γε μην και συγγενειαν ἐχον
Λιθαργυρον , θειον ἀπυρον ἰσα μετ ' ὀξους και οἰνου γλοιωδες ἐπιχριε : ἐγω ἐλαιον οὐ μιγνυμι και ἀντ '
9999932 ῥομβοειδες
μεν τετραγωνον πεποιηνται , οἱ δε ἑτερομηκες , ἀλλοι δε ῥομβοειδες , και ἑτεροι σφηνοειδες ἠτοι ἐμβολοειδες . κοινως δε
πολος , γνωμων , ῥομβος , στρογγυλον , περιφερες , ῥομβοειδες . δυναμεις , διπους τριπους τετραπους , ἀχρι της
9999927 δριμυτητι
ἑως οὑ ἀπολεπτυναν τα βλεφαρα ἐκπλυνῃ , και σμηξῃ τῃ δριμυτητι . Τον ὑπο νευρων ὀχλουμενον καταντλητεον αὐτα τε τα
ἐαν μεν ἀμικτος ἡ χολη συρρεουσα τυχῃ , τῃ σφοδρᾳ δριμυτητι τον ἐσθιομενον ἑρπητα συνιστησι μετ ' ἀναβρωσεως το συνεχες
9999925 Ποσειδαωνι
! Ὀϊκληα μεγαθυμον [ [ ] ε ? ! [ Ποσειδαωνι ] ἀνακτι [ [ ] υ ? ! [
, παντᾳ τοι χρυσῳ πεπυκασμενον : εἱλε με δειμα μητι Ποσειδαωνι πελοι πεφιλημενος ἰχθυς , ἠ ταχα τας γλαυκας κειμηλιον
9999925 φυλλαδα
: ὁ δε Δαφνις και ἐκαλεσε τινας αὐτων ὀνομαστι και φυλλαδα χλωραν ἐδωκε και κρατησας ἐκ των κερατων κατεφιλησε .
ἀλευρα ἐκ κριθων , ἠτοι ἀλφιτα νεοθηλεα ] νεωστι βλαστησαντα φυλλαδα ] εἰδος βοτανης φυλλαδα ] βοτανην τινα ἰσχνην ]
9999924 ἐμετοϲ
, ὁθεν και οὑτωϲ προϲηγορευθη . ϲυμβαινει δε τοιϲ πεπληγμενοιϲ ἐμετοϲ και ἰχωροϲ ἐκκριϲιϲ ἀπο τηϲ τρωϲεωϲ , και οἰδημα
, ἐκλυϲιϲ , φρικωδηϲ διαδρομη , ποτε δε και χοληϲ ἐμετοϲ , ϲτροφοϲ , βαροϲ κεφαληϲ και ὀϲφυοϲ , ϲκοτοδινια
9999923 εὐποριᾳ
ὀλιγον ᾐ , σφοδρα δε ἁτερος θατερου ὑπερεχῃ ἀρετῃ ἠ εὐποριᾳ ἠ τινι ἀλλῳ , οὐκ εἰσι φιλοι : οὐτε
ἐραν δι ' ὑγιειας ποιησας , ὑγιειαν δε ἡδιω συν εὐποριᾳ καταστησας , τῳ δε μεσῳ τα ἀκρα οἱον γομφῳ
9999922 ἀθροισμα
περ διαμενῃ , σῳζει την αἰσθησιν . το δε λοιπον ἀθροισμα διαμενον και ὁλον και κατα μερος οὐκ ἐχει την
: ἀτομον ἐστιν το ἐξ ἰδιοτητων συσταν , ὡν το ἀθροισμα οὐκ ἀν ἐπ ' ἀλλου ποτε το αὐτο γενοιτο
9999922 ῥοωδες
. προς ῥοδα : ῥοδον παρα το θαττον ἀπορρειν : ῥοωδες γαρ ἐστιν ἠτοι συντομως φθειρομενον . ἠ ἀπο του
το δακρυον . χρονιζειν δε εἰωθε το παθος τῳ γενει ῥοωδες ὑπαρχον . διο προσφατου μεν αὐτου τυγχανοντος ὡσπερ ἐν
9999922 μυρμηκες
πολλακις ἐντυχοντες ἀλληλοις μαχονται και λοιδορηθεντες ἀπιασιν : οἱ δε μυρμηκες οὑτω πυκνοι βαδιζοντες οὐδεποτε ἠνωχλησαν ἀλληλους , ἀλλα πανυ
ὀρθριον ἐῤῥιψεν , ἀντιψυχον νοσσιων προθεμενος τον λιθον . Προγινωσκοντες μυρμηκες ἐφοδον ὀμβρων τας ἰδιας ἀποκλειουσι μανδρας . Ἐγκεκλεισμενοι δε
9999918 ἀκριβωϲ
ἐν καιρῳ ὠφεληϲεν . ” μεγιϲτον οὐν , εἰ τιϲ ἀκριβωϲ τηϲ ὠφελειαϲ ἐπιϲταται τον καιρον : παν γαρ ὁτι
ἰρινον ἠ ἀνηθινον . και διαδεϲμοϲ εὐτονοϲ ἐπι μακρον δεθειϲ ἀκριβωϲ ἐπεχει ταϲ βηχαϲ , λεγω δε των μεϲων και
9999917 χολωδες
ζεουσαν εἰναι την φλεγμονην περι τον πνευμονα . εἰ δε χολωδες ἀναπτυοιτο , μη πανυ δε βαρους ἠ στενοχωριας συναισθησις
οἱον ὑπο ἰκτερου ἐχομενου φαινεται , και οὐρεει παχυ και χολωδες . Τουτον ἠν μεν ἑβδομαιον ὀντα ῥιγος λαβῃ και
9999915 κτισθεισα
, και οὐδετερως Μυριναιον . Μυρκινος , τοπος και πολις κτισθεισα παρα τῳ Στρυμονι ποταμῳ . το ἐθνικον Μυρκινιος και
, . . . . Αὐλωνια : πολις ὑπο Κροτωνιατων κτισθεισα και ἀπο των προκειμενων αὐλων ἐχουσα το ὀνομα :
9999915 Ὀλυμπια
μουνος ἐδαισατο νιν . Ἀστυαναξ δ ' ὁ Μιλησιος τρις Ὀλυμπια νικησας κατα το ἑξης παγκρατιον , κληθεις ποτε ἐπι
[ ] αλδτρεχειν ? ? ! ! ! ! ! Ὀλυμπια : ἐαν διαφυγηιϲ [ ] , εὐτυχηϲ ἀνθρωποϲ εἰ
9999915 νευρωδες
παρυγρον , δισωμον , πολυγονον , λιχηνωδες , λεπιδωτον , νευρωδες , κυρτωτον , ἀλφωδες , διμορφον , ἀφωνον ,
την σαρκωδη φυσιν : ἐπικρατει δ ' ἐν αὐτοις το νευρωδες και το δερματωδες , οἱον το καθ ' ὁλον
9999915 ἀφροσυνῃ
που γαρ ἐχει καιρον ἀψευδους εὐφροσυνης κακοβουλοτατος ὠν και συζων ἀφροσυνῃ και περι παντα ἀκαιρευομενος , γλωτταν , γαστερα ,
' ἀρχειν εἰδοτες . και ὁσον μεν ἐπι τῃ τουτων ἀφροσυνῃ τε και ἀπειριᾳ πολλακις ἀν ὑμιν τοδε το σκαφος
9999914 συγγνωμῃ
' ἡμας τους Ἑλληνας παλιν ἐξ ἀρχης φιλιας χυλῳ και συγγνωμῃ τινι πρᾳοτερᾳ κερασον τον νουν : και την ἀγοραν
την αἰτιαν παρεσχετο : εὑροις δ ' ἀν και ἐν συγγνωμῃ ἀντιστατικον κεφαλαιον , οἱον μητηρ ἐξηλθε χοας ἐπισπεισουσα τῳ
9999913 Κυκλαδες
και ὁ Ἑλλησποντος ἐσεισθη , και Ἰωνια και αἱ καλουμεναι Κυκλαδες νησοι , ὡς Κνιδου και της Κρητων νησου τα
Κρητῃ : λεγεται δε εἰναι ἑκατομπολις . ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΝΗΣΟΙ . Κυκλαδες δε αἱδε εἰσι κατα την Λακεδαιμονιαν χωραν οἰκουμεναι :
9999913 νομισῃ
λευκον ἀποφασις ἡ ἐστιν οὐ λευκον , ἱνα μη τις νομισῃ , ὁτι δια το μη προσκεισθαι [ ἠ ]
, [ ἐαν δε τις ἐξαναβῃ και ἐπι περας ἀφιχθαι νομισῃ ] , αἱ δε καταντεις πασιν εἰσιν ἀπρακτοι πλην
9999912 κριτηριῳ
, πολυ δε ὡραιοτερος ἀποφθεγματων λογοις , μεγαλως εὐδοκιμησεν ἐν κριτηριῳ λεξας : ἐοικεν , ἀνδρες δικασται , Δρακων ὁ
' ἐστιν αὐτοις ἡ ἐπιλαμψις ἀμαρτυρος πιστις ὀφθαλμοις ὠτων ἐναργεστερῳ κριτηριῳ βεβαιουμενη . το δε δοκουν των παρ ' ἐμοι
9999912 σφηνοειδες
καταγμα . προς μεν οὐν τον του ἐξαρθρηματος καταρτισμον το σφηνοειδες ἐντιθεσθω εἰς την μασχαλην , ἀναγεσθωσαν τε ὑπερ κεφαλης
του σφηνοειδους τροπῳ τοιουτῳ : το ἐκ των καλων ἠρτημενον σφηνοειδες ἐρειδεται κατα του ἀνω διαπηγματος και προς αὐτο δια
9999911 κυριωτατη
τετραδος θεωρεισθαι . ἡ μεν γαρ μονας ἀρχη παντων και κυριωτατη πα - σων . . . . . .
, του νομου εἰποντος ἀναιρειν , φρουρειν : ἡ δε κυριωτατη λυσις ἐστι συγγνωμονικη : ὁτι ὠργισθη , παρωξυνθη ,
9999910 φθαρτικη
ἱνα του ὀντως ἀγαθου τελους ἐπιτευξωμεθα . ἡ γαρ κακια φθαρτικη του τελους , ἠτοι κρυπτικη τις , ποιουσα μηδε
γενος οὐκ ἀκαταληπτα εἰσιν : ὁτι μεν γαρ δυναμις ὑπαρχει φθαρτικη και των ὑποκειμενων ἀλλοιωτικη ὡστε ἀναιρειν [ και ]
9999910 ἀκριδα
το των τεττιγων φυλον , και κιτταν λαλον και βομβουσαν ἀκριδα και παρνοπα ὑποκριζοντα και μη σιωπωσαν τρωξαλλιδα , ἁλκυονας
; τις τους ἀθλιους ἀρνας ἀναθρεψει ; τις την λαλον ἀκριδα θεραπευσει , ἡν πολλα καμουσα ἐθηρασα , ἱνα με
9999910 φοβηθεισα
, αὐτος γαρ ταυτα λεγει , ματην φασκων γεγονεναι , φοβηθεισα γαρ δηλαδη , μη πως ἐπιλαθηται της τεχνης ,
ἡ δε Λουκρητια δια το παραδοξον ἐκπλαγης γενομενη , και φοβηθεισα μηποτε ταις ἀληθειαις δοξῃ δια την μοιχειαν ἀνῃρησθαι ,
9999909 εἰληφθω
ἀπο δε του Β παρα την ΑΕ ἡ ΒΝ , εἰληφθω δε τι σημειον ἐπι της ΓΔ τομης το Γ
και περιγεγραφθω περι αὐτο κυκλος ὁ ΑΒΓ ΔΕ , και εἰληφθω αὐτου το κεντρον το Ζ , και ἐπεζευχθωσαν αἱ
9999908 ἀγανακτω
φευγω τοις ἐργοις , και οὐκ εἰμι μεν κολαξ , ἀγανακτω δε ἀκουων , ὁπερ οὐκ εἰμι , κατα τον
ἀτακτος ἀτακτω , ὑλακη ὑλακτω . τουτοις ἠκολουθησε και το ἀγανακτω . Τα εἰς ΧΩ δισυλλαβα ἀρχομενα ἀπο συμφωνου ,
9999908 γνωμη
οὐχ ἁπλως στοχαστικη , ἀλλα και ἀπο γνωμης : ἡ γνωμη γαρ ζητειται του ἐπιτροπου : ποτερον ἑκων καθυφηκεν ,
ἠσαν Ἑλληνων τινες ναυτιλοι , ὡς ἐλπομαι τε και ἐμη γνωμη αἱρεει : ὡστε τουτων ἀν και μαλλον των θεων
9999908 σκωληκες
πυκνον , νευοντες εἰς την γην , μολις ὡσπερ οἱ σκωληκες ἐν τοις κυτταροις κινουμενοι . ἐς τε την ἀλλην
ἀφιησιν , ὁσην και οἱ περι τα δερματα των ἱππων σκωληκες ἁφιασι τεμνομενοι . * οἱον : καθα , ὡσπερ
9999908 ἐβουλεσθε
φιλοσοφειν και τοις σοις ἑταιροις ἐγενετο και πλειν ἐλευθερως ὁποι ἐβουλεσθε και ἐχειν ἡμων μνησθηναι , και ἐπειτα , εὐγνωμον
δεησει δε μεγαλῃ καταλυσαμενοι τον πολεμον και τυχοντες εἰρηνης οἱας ἐβουλεσθε : τα δε τελευταια φιλοι γενεσθαι της πολεως ἡμων
9999907 βραχιονοϲ
τῃ μαϲχαλῃ του καμνοντοϲ ἐφαρμοζειν δυναμενον και την κεφαλην του βραχιονοϲ ὠθειν . εἰ δε δια παλαιοτητα του παθουϲ ἠ
δια βροχων ποιειϲθαι την καταταϲιν , ὡϲ ἐν τῳ περι βραχιονοϲ εἰρηται . και παϲαν δε την ἐπιδεϲιν τε και
9999907 ἐκοιμηθη
καλην οὐκ εἰπον αὐτος ἐμαυτῳ ὁτι ὠφελον τις μετα ταυτης ἐκοιμηθη και μακαριος ὁ ἀνηρ αὐτης : ὁ γαρ τουτ
παραθεσει του ἀρθρου , εἰγε ἀοριστωδες μεν το παις δειπνησας ἐκοιμηθη , οὐ μην το ὁ παις δειπνησας ἐκοιμηθη .
9999905 ὑδατωδες
αὐτα ψυχρα και ὑγρα την κρασιν τυγχανοντα , λεπτον και ὑδατωδες αἱμα ἀπογεννωσι καλως πεφθεντα . πεφυκασι δε και ταυτα
τοιουτου καιρου των οὐρων ἡ χροα : το μεν οὐν ὑδατωδες ἀπεπτον ἐτι σημαινει τον ἐκ της γαστρος ἀναδοθεντα χυμον
9999903 τερεβινθινῃ
εἰσιν εἰς την των μαλαγματων μιξιν : χρηστεον δε τῃ τερεβινθινῃ και τῃ λαρικι : και πιττα δε ἡ βρυτια
ἑν δε του ἐλαιου . τηλεωϲ δε χυλοϲ βουτυρῳ και τερεβινθινῃ μιγνυμενοϲ , ὡϲ εἰναι το τεταρτον του χυλου ἑκατερων
9999903 εὐθεωϲ
γενεϲεωϲ αὐτου , ἠτοι ϲυνελθοντων δυο παροξυϲμων εἰϲ ἑνα , εὐθεωϲ ἐξ ἀρχηϲ κεραννυμενων ἀλληλοιϲ ἀμφοτερων ἠ κατ ' ἰδιαν
. χρυϲοκομα φιλομολπε . Ἀλκμανοϲ ἡ ἀρχη . ὡϲ δικαιον εὐθεωϲ / καταπαλαιειν [ ] ἐϲτι τουτουϲ ? ? [
9999903 εὐπρεπειᾳ
δι ' ἀλλο τι ἠ ὁσον αὐτοις ἐς την ἀρχην εὐπρεπειᾳ τε λογου και γνωμης μαλλον ἐφοδῳ ἠ ἰσχυος τα
ἐγεννησε τον ἐπιφανεστατον των Τρωων . Γανυμηδης δε των ἁπαντων εὐπρεπειᾳ διαφερων ὑπο των θεων ἀνηρπαγη τῳ Διι οἰνοχοειν .
9999902 τετυχηκε
δια τε τον οἰνον και το ἀνθοϲ των κρινων ταυτηϲ τετυχηκε τηϲ ὀνομαϲιαϲ . ἡ δε χρηϲιϲ των οἰνανθαριων παρα
ἡμεραν γινομενα των ὀναρ δοκουντων γινεσθαι : της γαρ αὐτης τετυχηκε προρρησεως , ὡς πολλακις ἡμιν ἐδοξε δια πειρας .
9999902 Ἑλλαδα
μεταξυ ὁ Ἀραιθος και το Δωτιον , ἐχουσι δε την Ἑλλαδα πασαν , καθο το μεν Δωτιον ἐν Μακεδονιᾳ ,
κατεστρεφετο και Χερρονησον ὠχυρου και Λυσιμαχειαν ἠγειρεν ἐς τε την Ἑλλαδα διελθων ἐδου - λουτο τους Ἑλληνας ὑπο Ῥωμαιων ἀρτι
9999900 κρατησῃ
γυναικος θηλυ , το δε ἀπο του ἀνδρος ἀρσεν , κρατησῃ δε το θηλυ , αὐξεται τον αὐτον τροπον ,
τῳ χειρονι : τουτο δε συμβαινει , ὁταν ὁ ψυχης κρατησῃ πολεμος : ἀναγκη γαρ δορυαλωτον γινεσθαι τον μη μαχιμον
9999899 ἡγεισθε
της Ῥωμης παρ ' αὐτον τον ἀρχοντα και τους νομους ἡγεισθε μεταβεβλησθαι ; ἀλλα τουτο γε παραπλησιον ἐστιν , ὡσπερ
οἱς ἐδει νομοθετειν , τουτων ἐφολκια γιγνεσθε και μεγαλην ἀναγκην ἡγεισθε του κακως δια τελους φρονειν το παλαι φρονειν κακως
9999899 ἐξηγγελλετο
ὡς ἐς Σκυθας , ὁτι ἐς Σκυθας καταπεφευγεναι Σπιταμενης αὐτῳ ἐξηγγελλετο , αὐτος δε ξυν τῃ λοιπῃ στρατιᾳ ἐπιων της
ὁτι και ταυτα ἐθνη των προσχωρων τῃ Περσιδι μαχιμωτατα εἰναι ἐξηγγελλετο . ἡκε δε αὐτῳ και Φιλοξενος στρατιαν ἀγων ἀπο
9999899 μυρμηκια
ἡλιον . Δια μεν των σφοδρως ἑλκοντων φαρμακων ἡ τε μυρμηκια και ἀκροχορδων ἀποσπασθησεται , δια δε των σηποντων νεκρωθησεται
, περιφερηϲ κατα το πλειϲτον : ἀλλ ' ἡ μεν μυρμηκια πλατειαν ἐχει την βαϲιν και προϲ ταϲ ἀποϲφιγξειϲ ὁμοιαν
9999899 γαλακτοϲ
, εὐϲτομαχοι , εὐπεπτοι : ἠ χυλοι ἠ οἱ δια γαλακτοϲ πολτοι , ἀμυλοϲ , ἰτρια ξυν γαλακτι . Θεραπεια
χωριϲ του ὑδατοϲ ὠφελιμωτερον τῳ οἰνομελιτι διακλυζειν . Περι ἑψηϲεωϲ γαλακτοϲ . Γαληνου . Εἰ δε προεψηϲαϲ τιϲ το γαλα
9999899 ἰδιωτικα
: και ποτερον κλεπτης οὑτος ἠ ἱεροσυλος ὁ ὑφελομενος τα ἰδιωτικα κτηματα ἐκ του ἱερου . Ἀξιον δε εἰπειν τον
ἐπαυλεις δε και οἰκιαι και τειχη και ὁσα ἐν οἰκοδομαις ἰδιωτικα και δημοσια παντα συγκατεπιμπραντο και ἡμερᾳ μιᾳ αἱ μεν
9999898 Ἑλληνιδα
ὀξυτερον , εἰ δε βουλει , μακροτερον , ποιαν πολιν Ἑλληνιδα ἠ βαρβαρον ἐν τῳ παντι χρονῳ κατελαβε τοιουτον ;
Θεοδοτος , Ὑψικρατης , Μωχος . Τουτων τας βιβλους εἰς Ἑλληνιδα κατεταξε φωνην Λαιτος , ὁ και τους βιους των
9999898 κοιλῳ
ἀνυδρος , ἠ δασεια και ἐφυδρος , και εἰτε ἐν κοιλῳ ἐστι και πνιγηρη , εἰτε μετεωρος και ψυχρη :
δε αὐτης ἐπαγγελμα ἐστι τα ἐν κατακαλυψει ἀποστηματα και ἐν κοιλῳ περιτοναιου μη ἐαν γινεσθαι , ὁταν μη φθασῃ πυοποιηθηναι
9999898 καυϲεωϲ
καρκινου . μϚʹ . Περι γυναικομαϲθων . μζʹ . Περι καυϲεωϲ ἡπατοϲ . μηʹ . Περι καυϲεωϲ ϲπληνοϲ . μθʹ
. Περι λαγοφθαλμων . ιαʹ . Περι καταρραφηϲ και φαρμακου καυϲεωϲ . ιβʹ . Περι ἐκτροπιων . ιγʹ . Περι
9999898 πιθανα
ἀποβασεσιν ἀκολουθον ὀντα εὑρον αὐτον : εἰ δε τῳ μη πιθανα δοκω λεγειν , οἱς ἀρεσκεται χρησθω . σημαινειν γαρ
και τῳ ψευδει και τῃ ἀληθειᾳ και καταγινεται περι τα πιθανα , τουτεστι περι τα πειθοντα και μη πειθοντα .
9999897 βαλανῳ
τα μεν δια στοματος λαμβανεται ποτιμα . τα δε τῃ βαλανῳ προσαγεται : χρωμεθα δε μαλιστα τουτοις , ἐπειδαν ὑπερπληθεισα
την γεγονυιαν ὑποδοραν ὑπερ του μη ϲυμφυηναι την ποϲθην τῃ βαλανῳ . τουτον μαλλον Ἀντυλλοϲ ἀποδεχεται τον τροπον πλατυκωτερον αὐτον
9999897 ναυτικῃ
ἑπτα ἠ δεκατεσσαρας και πεζῃ μεν ἐν Πλαταιαις νικηθεις , ναυτικῃ δε ἐν Σαλαμινι , δια Θεσσαλιας φευγων διεπεραιωθη εἰς
' ἱππεων ἁμα τῃ κατα τον ἡλιον ἀνατολῃ προσιππευσαντων τῃ ναυτικῃ των Καρχηδονιων στρατοπεδειᾳ , και προσδεχθεντων ὑπο των φυλακων
9999897 Παλληνῃ
σπεισαμενον Λακεδαιμονιοις , ὡσπερ παλαι προς Πεισιστρατον τον τυραννον ἐν Παλληνῃ συνεκροτησαμεν μαχην . ἐμπλειμην λιθοις : κορεσθειην . εὐκτικης
ὡς παλαι προς Πεισιστρατον τον τυραννον , ἡνικα συνεστησαμεν ἐν Παλληνῃ την μαχην . μεμνηται δε τουτου και Ἀνδροτιων και
9999896 ὀστωδες
ἐπει οὐκ ἀν ἐβιβρωσκετο ] : οἱς δε δια το ὀστωδες μικρας τας ἐργασιας παρεχει . ἀριστα δε πασι τα
: ἡ ῥις ὀστουν χονδρωδες ἐστι : το μεν ἐντος ὀστωδες ἐστι , το δε ἐμπροσθεν χονδρος : μονα δε
9999896 ἡμισφαιριῳ
. ὁ Ἡλιος ὁρων την Σεληνην ἐν τῳ ὑπερ γην ἡμισφαιριῳ ταχεως την μηνυσιν ποιειται δια των συνιστορουντων , ὁ
ζʹ : ἐπει ἡ Σεληνη εὑρεθη ἐν τῳ ὑπο γην ἡμισφαιριῳ , λαμβανω ἀπο της ὡροσκοπουσης μοιρας ἑως της σεληνιακης
9999895 ἑλικα
λαβουσης την ΓΒ της ΑΒ , και ποιειτω την ΒΗΑ ἑλικα . ἐστιν ἀρα ὡς ἡ ΑΒ προς ΒΗ ,
ἐστι μεν γαρ φοινιξ το ἐλυτρον , ἐχει δε και ἑλικα διηνθισμενην και πεποικιλμενην ὑπο της φυσεως . στεφανον ἀν
9999894 ἐκοσμησε
πως διωκει Προδικος την ὑπ ' Ἀρετης Ἡρακλεους παιδευσιν : ἐκοσμησε μεντοι τας γνωμας ἐτι μεγαλειοτεροις ῥημασιν ἠ ἐγω νυν
ἱερα παντα τα κατ ' Αἰγυπτον ἀναθημασιν ἀξιολογοις και σκυλοις ἐκοσμησε , των δε στρατιωτων τους ἀνδραγαθησαντας δωρεαις κατα την
9999894 εὐρυχωριᾳ
ἐν ταις πλευραις ὑμενας ὑπεζωκοτας : τῃ δε του θωρακος εὐρυχωριᾳ , ἡ καλειται κενα θωρακος , ὁ πνευμων χρηται
κοτυληδονας ἠ πλεκταινας και κεραιας λεγομενας εἰναι φησιν ἐν τῃ εὐρυχωριᾳ της ὑστερας , αἱτινες μαστοειδεις ἐκφυσεις ὑπαρχουσι , πλατειαι
9999894 ἀπηλλαγη
προς τον κινδυνον , και ἐπειδη ἐν τῃ φυγῃ νοσησας ἀπηλλαγη του σωματος , εὐ τε περιστειλας και τα νομιζομενα
δε ἐς την πολιν το πρωτον καταφυγων ἐμπρησας την πολιν ἀπηλλαγη παρα Γλαυκιαν ἐς Ταυλαντιους . Ἐν τουτῳ δε των
9999894 ἀφθονῳ
τα της εἰρηνης ἀγαθα παρασχομενον ἀχρι της του βιου τελευτης ἀφθονῳ και πλουσιᾳ χειρι και γνωμῃ , της ὁμοιας τιμης
μητε Ἑλληνων προτερον μεν οὐ πανυ , τα νυν δε ἀφθονῳ τε και πολλῃ δουλειᾳ κεχρημενων , ἐπι την τοιαυτην
9999894 λευκοϲ
λευκοϲ και αὐϲτηροϲ ἡκιϲτα ὡϲ οἰνοϲ θερμαινει , ὁ δε λευκοϲ ἁμα και αὐϲτηροϲ και παχυϲ και νεοϲ αἰϲθητωϲ ψυχει
ἐξω φοραϲ και ταυταϲ ϲυνεκβαλλοντεϲ . πταρμον δε κινει ἐλλεβοροϲ λευκοϲ ϲτρουθιον πεπερι καϲτοριον κυκλαμινον εὐφορβιον νιτρον ἡ πταρμικη ποα
9999894 ἀρτοϲ
βραχεια οἱον γᾰρ , δαϲεια οἱον ῥημα , ψιλη οἱον ἀρτοϲ , ἀποϲτροφοϲ οἱον ὡϲ ἐφατ ' , ὑφεν ὡϲ
ὁ δε ἀμυλοϲ ὀλιγοτροφοϲ ἐϲτιν , ὡϲπερ και ὁ πεπλυμενοϲ ἀρτοϲ . αἱ δε κριθαι ψυχραϲ εἰϲι δυναμεωϲ και ῥυπτικηϲ
9999894 νοησε
θαλαμονδε Μελανθιος , αἰπολος αἰγων , οἰσων τευχεα καλα : νοησε δε διος ὑφορβος , αἰψα δ ' Ὀδυσσηα προσεφωνεεν
! ? ποντον ? χθονα τ ' , ἠδε ? νοησε [ ως . ] ? ? οἰδμα πολυπλαγκτοιο θαλασσης
9999894 κλιμακτηρα
και ἀλγησει τους ὀφθαλμους ἠ συμπτωμα περι τουτους γενησεται και κλιμακτηρα ὑποστησεται μεγαν ὁ πατηρ αὐτου ἠ φθαρησεται , και
Ἀρης ὡροσκοπος Παρθενῳ , κλιμα ζʹ . τῳ λεʹ ἐτει κλιμακτηρα ἐσχεν : ἐχρηματισε γαρ Ἀρεως ἡ περιοδος ἐτη ιεʹ
9999893 ἐσπουδασε
πλεον θατερον ἡγησαμενος ἀπεργαζεσθαι , τας δε περι το μανθανειν ἐσπουδασε τε και κοσμησας την ψυχην οὐκ ἀλλοτριῳ ἀλλα τῳ
τους οὐν ἐκ φυσεως συναγωνιστας ὑπαρχοντας εἰς ἐχθρων μετελθειν ταξιν ἐσπουδασε κατηγορους ἐπιστησας τους δεοντως ἀν συναγορευοντας , πατερα και
9999893 ἀπηλλαξε
την ἐρημιαν την ἀπο του καλου , ἑαυτον του ζην ἀπηλλαξε λιμῳ βιαιοτατῳ . Νοουσι δε ἀρα ἀτταγας μεν ἀλεκτρυονι
πολεμιους νικησαντι , ὁτι μη συμβαλων , μηδε τραυματιας γενομενος ἀπηλλαξε πολιορκιας την πολιν . ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ . Εἰτα ἑξης συλλογισμῳ
9999893 θερμοϲ
ῥυποϲ παρωνυχιαϲ ἰαϲθαι λεγεται . Ϲαγαπηνον ὀποϲ ἐϲτιν οἱον ναρθηκοϲ θερμοϲ και λεπτομερηϲ , ἐχει δε τι και ῥυπτικον ,
αὐτου λεπτομερεϲτεραϲ ἐϲτι δυναμεωϲ , οὐ μην εἰϲ τοϲουτον γε θερμοϲ , εἰϲ ὁϲον οἰονται τινεϲ , ὑπο τηϲ λεπτομερειαϲ
9999893 αἰσχυνεσθε
' ὑμων τινες ἐνθαδε ποιουσιν ; κἀκει παλιν εἰτα οὐκ αἰσχυνεσθε , εἰ μηδ ' ἁ παθοιτ ' ἀν ,
δια το ἀπαρασκευοι ἐγχειρειν . ὑποστικτεον οὐν εἰς το μη αἰσχυνεσθε ὁ μεμφονται : οἱ Κορινθιοι μεμφονται πολιν : την
9999892 Καππαδοκια
ἐγγυτατω : ταυτα δ ' ἐστι Μηδια και Ἀρμενια και Καππαδοκια και τα μεταξυ . τεταρτον δ ' ἡ ἐντος
Ἀριαραθου πεσοντος τε ἐν τῃ μαχῃ , αὐτη τε ἡ Καππαδοκια και τα πλησιοχωρα αὐτης ἐπεσεν ὑπο Μακεδονας . Ἀριαραθης
9999892 Ἀρταξερξην
ὑπηρχε τῳ Κυρῳ , φιλουσα αὐτον μαλλον ἠ τον βασιλευοντα Ἀρταξερξην . ὁστις δ ' ἀφικνειτο των παρα βασιλεως προς
την βασιλειαν ἐποιειτο . μετα δε ταυτα διαβληθεντος αὐτου προς Ἀρταξερξην και του βασιλεως βοηθουντος τῳ Πρωταγορᾳ ὁ μεν Εὐαγορας
9999892 ὑδατωδη
οὐτε της ἐλαιωδους , ἀλλ ' ἐστιν ἀποια πως και ὑδατωδη . πεττεται δε το καρυον μαλλον του λεπτοκαρυου και
ἀλλ ' οὐδεπω καυστικον : ὁσα δ ' ἐλαιωδη παντα ὑδατωδη τε ἐστι και ἀερωδη . ἑπεται δε δηπου και
9999892 ἰσχυσε
οὐν ἀν , εἰ και την ἐμην ἠλθεν ὁδον , ἰσχυσε δ ' ἀν , εἰ την του πατρος :
σχετλιαζων εἰ μοιχον τινα λαβοντες ἐδησαμεν , ὑπερτεθαυμακα τι τοσουτον ἰσχυσε πριασθαι προς την τοσαυτην σπουδην . ὑπονοειν γαρ τἀληθες
9999891 ἀξιολογῳ
ἐναντιων οὐκ ὀλιγους κατεβαλον . το δε τελευταιον των Λακεδαιμονιων ἀξιολογῳ μαχῃ νικησαντων , αἱ δυναμεις ἀμφοτερων εἰς τας οἰκειας
φυσικως τῳ Ἀραβιῳ κολπῳ , ὡς ἀν μεσημβρινου κυκλου τμηματι ἀξιολογῳ , ποταμου δικην ἐν μηκει σχεδον τι και πεντακισχιλιων
9999891 κουρῃ
προ του χρονῳ μεχρι τεσσαρακοντα ἡμερεων και δυο ἐπι τῃ κουρῃ , ἐπι δε τῳ κουρῳ μεχρι τριηκοντα ἡμερεων ἐλαχιστον
γελοιον γαρ το οὐδεποθ ' Ἡρῃ οὐδε Ποσειδαωνι οὐδε γλαυκωπιδι κουρῃ : τινες μεν γαρ ἐτι ἐλειποντο των τριων σεμνοτεροι
9999891 ἀφεισθω
ἀλλ ' οὐν δια το μη ἐν πολλῃ εἰναι χρησει ἀφεισθω ὁ περι τουτου λογος . δει γαρ το εὐχρηστον
και ἀλλοτε ἀν τυχῃς μαθων , ὡσθ ' οὑτος μεν ἀφεισθω , μη πανυ χρεων ὀν αὐτον εἰρησθαι : ἡμεις
9999891 ἠλευθερωσε
Σικελιαν ἁμα λογασιν ὀλιγοις θαττον ἠπερ τις ἠλπισε παντος αὐτην ἠλευθερωσε λῃστηριου . Ὁτι ὁ των ἀποστατων βασιλευς Εὐνους ἑαυτον
κολπον ἡ Ὀφιωδης καλουμενη νησος ἀπο του συμβεβηκοτος , ἡν ἠλευθερωσε των ἑρπετων ὁ βασιλευς , ἁμα και δια τας
9999890 Καλυδωνα
Παρνασσιος και δρακοντες της Ἑλλαδος πολλαχου και ὑς περι τε Καλυδωνα και Ἐρυμανθον και της Κορινθιας ἐν Κρομμυωνι [ ]
ἀστυ λιπων ἀφνειον ὀρειονομους τε Κολωνας . Ἐκ δε λιπων Καλυδωνα θοος Μελεαγρος ἐβαινεν . Οἰνευς τον ῥ ' ἐλοχευσε
9999890 ἐδεησε
εὐοψιας , ὁσον ἰχθυων ἐξειλκυσαμεν : μικρου και τους φελλους ἐδεησε κατασυραι ὑφαλους το δικτυον ἐξωγκωμενον . εὐθυς οὐν ὀψωναι
γαστηρ αὐτης και μαλα ἐξωδηκυια ἠν . Ἐπει δ ' ἐδεησε και οὐρα ὀψεσθαι , λεπτα μεν ταυτα και μετριως
9999890 γραμμῃ
του οὐρανου ἐστι το Αα , τῃ μεν ηΔ ἰσῃ γραμμῃ κατα την γην πρωτη ἀπαρχεται εἰναι ὡρα , ὡς
εἰ δε μη , ἐνεργειᾳ πως : ἐν γαρ τῃ γραμμῃ τα σημεια πως δυναμει ὑπαρχουσιν , ἐν ἡμιν δε
9999890 ἐξαπεστειλε
υἱος Φαραω , ὡς ἠκουσε των ῥηματων τουτων , και ἐξαπεστειλε μετ ' αὐτους δυο χιλιαδας πολεμιστων . Και ἠλθον
Ἑλληνας αἰτειν ὑδωρ και γην . την δε στρατιαν διελομενος ἐξαπεστειλε τους ἱκανους ζευξαι μεν τον Ἑλλησποντον , διασκαψαι δε
9999888 Γαλατιᾳ
ὁ των ἑσπεριων Ῥωμαιων βασιλευς , ὡς αὐτῳ οἱ ἐν Γαλατιᾳ Γοτθοι συμμαχοι κατεστησαν , και τα παροικουντα την αὐτου
κελευσας παραυτικα τοις Μιλησιοις ἀπεδωκε τα χρηματα . Καισαρ ἐν Γαλατιᾳ προσῃει ταις Ἀλπεσιν . ἠγγελη στρατοπεδα των ὀρειων βαρβαρων
9999888 δυσωδη
τα φυλλα ὁμοια μαραθῳ , μειζονα δε και δασυτερα , δυσωδη , και ἐπανω σκιαδειον , ἐφ ' οὑ τα
ταυτας ἀναγομεν προσηγοριας τα πλειστα των ὀσφρητων , εὐωδη και δυσωδη προσαγορευοντες , εὐωδη μεν ἀναλογον τοις προς γλωτταν γλυκεσι
9999888 Χειρωνι
ἀνελειν ταυρους . Ἀκουσας δε ταυτα ὁ Ἰασων λεγει τῳ Χειρωνι . Και αὐτῳ ὁ Χειρων συνεκπεμπει τους ἠιθεους .
, ἱνα μη ἐναντιωται Ὁμηρῳ πεπαιδευσθαι λεγοντι τον Ἀχιλλεα παρα Χειρωνι , οὐχι τετραφθαι . Τυραννευσασαν , οὐ μονον τυραννησασαν
9999888 νεωτερῳ
, ἐναλλαττει τας χειρας και την μεν δεξιαν ἐπιτιθησι τῳ νεωτερῳ Ἐφραϊμ , την δ ' εὐωνυμον τῳ πρεσβυτερῳ Μανασσῃ
ἀπραγμονως δε διαγενου την ἡμεραν . ὁ δε παρα τῳ νεωτερῳ Φιλημονι μαγειρος διδασκαλικος τις εἰναι θελει τοιαυτα τινα λαλων
9999888 Ἀρειῳ
ἑν δ ' οὐν ἰδιωτατον παντων και σεμνοτατον το ἐν Ἀρειῳ παγῳ δικαστηριον , περι οὑ τοσαυτα ἐστι καλα παραδεδομενα
. . οὐκ ἐπεξιων ] οὐκ εἰσηλθες εἰς την ἐν Ἀρειῳ παγῳ βουλην . ἐγραψατο γαρ ὁ Δημοσθενης Δημομελην τον
9999887 χαιρε
, Ζευ φυσεως ἀρχηγε , νομου μετα παντα κυβερνων , χαιρε : σε γαρ και πασι θεμις θνητοισι προσαυδαν .
ἰη Παιαν , Ἀσκληπιον δαιμονα κλεινοτατον , ἰε Παιαν . χαιρε μοι , ἱλαος δ ' ἐπινισεο ταν ἀμαν πολιν
9999887 ἐμβραχυ
φονεα ὀντα , και κακως ποιειν καθ ' ὁσον ἀν ἐμβραχυ ἑκαστος δυνηται . εἰ τοινυν τι ἐκεινοι ἀγαθον την
κατ ' ἐξουσιαν ἁνηρ λεγοι , ἀλλ ' ὡσπερ παις ἐμβραχυ τουτ ' ἀρκειν ὑπολαμβανων ὁ τι φαιη Πλατων ;
9999887 Παυσανιᾳ
μη λειπεσθαι : τον Παυσανιαν δηλονοτι . αὐτῳ : τῳ Παυσανιᾳ . την διαβολην : την κατηγοριαν . ʃ την
ποιει . ἐχθρος μεν ἐστι τοις γονευσι , φιλος δε Παυσανιᾳ τῳ πορνῳ : και θρασυνεται μεν ὡς ἀνηρ ,
9999887 νοεισθω
μοιραις . το αὐτο δε και ἐπι των λοιπων ἀποκλιματων νοεισθω . Ἀπο δε ὑψωματος εἰς ὑψωμα παραδοσις γινομενη ἀγαθοποιων
ἀναιρειν : το δ ' ὁμοιον και ἐπι των ἀγαθων νοεισθω . Τουτων οὑτως ἐχοντων δει και τους ἀνεμους ὑποταξαι
9999887 θυμοειδες
ἠ ὀντων ἠ και μελλοντων , ὡσαυτως δε και το θυμοειδες πραϋνας και μη τισιν εἰς ὀργας ἐλθων κεκινημενῳ τῳ
το δερμα λασιον , το σωμα ἰσχυρον , ἀλλως δε θυμοειδες και ῥωμαλεωτατον . Ἀλλα τουτο μεν , ὡς μοι
9999887 τερεβινθινηϲ
, πιϲϲηϲ ξηραϲ , ταυρειου ϲτεατοϲ ἀνα # κ , τερεβινθινηϲ # γ , κηρου # ε , ἰου ξυϲτου
χυλου , ἀμυγδαλων πικρων , κομμεωϲ ἰϲα . Ἀλλο . τερεβινθινηϲ # α ∠ ʹ , κηρου , λιβανου ,
9999887 ἐχωμεθα
. . . . . . ἡμεις δε των προκειμενων ἐχωμεθα . ] Πρωτον και δευτερον ὁ Μουρατης πεπραχως ,
: ὁτι καιρου νικης και εὐφροσυνης παραπεσοντος των παρα ποδας ἐχωμεθα . δολιος γαρ αἰων ἐπ ' ἀνδρασι κρεμαται :
9999886 κορωνῃ
ἀκουσασαν ῥιψαι το ὀρος ὁπου νυν ἐστιν , τῃ δε κορωνῃ δια την κακαγγελιαν εἰπειν ὡς εἰς ἀκροπολιν οὐ θεμις
ἐϋξεστῃς σανιδεσσιν , αὐτου δ ' ὠκυ βελος καλῃ προσεκλινε κορωνῃ , ἀψ δ ' αὐτις κατ ' ἀρ '
9999886 γυμνασιῳ
της γλωττης . διατριβην δε εἰχε προς τῳ Λυκειῳ τῳ γυμνασιῳ . λεγεται δε και τουτο περι αὐτου , ὡς
την μεν ἐπι ταις σκληραις ἀνατριψεσι και λαβαις και σφοδρῳ γυμνασιῳ και κονει πολλῃ γεγενημενην , [ ἠ ] ἐλαιῳ
9999885 νομισῃς
ᾡ φησιν ὀφθηναι τον των ὁλων κυριον . ἀλλα μη νομισῃς τοις σωματος ὀφθαλμοις γινεσθαι την προσβοληνοἱ μεν γαρ τα
εἰ σε θεον μαντευσομαι ἠε και ἀνδρα . και μη νομισῃς , ἐπειδη εἰπε “ διζω , ” ὁτι ἠγνοει
9999885 ἀστρῳ
ἐνιαυτου , ἐπειδηπερ και το αεγʹ : τῳ ἀρα αʹ ἀστρῳ ἀπο ἑῳας φαινομενης ἐπιτολης ἑῳα δυσις γιγνεται φαινομενη δια
δε δʹ προς μεσημβριαν : λεγω ὁτι τῳ μεν αʹ ἀστρῳ ἀπο ἑῳας φαινομενης ἐπιτολης ἑῳα φαινομενη δυσις γινεται δια
9999885 ἀκρῳ
των ἀκαρπων , πολλα δε και ἡμερα . ἐπι δε ἀκρῳ τῳ χωματι ἱερον ἐστιν Ἀρτεμιδος ἐπικλησιν Καλλιστης : δοκειν
ὡσπερ ἀποπληκτοι σταδην ἑστωτες ὠρυονται . Ἁψαι μονον οὐκ ἀν ἀκρῳ τῃ Μορσιμῳ , ἱνα σοι πατησω τον Σθενελον μαλ
9999885 εὐρυποροιο
ῥοον Ὠκεανοιο νηυς , ἀπο δ ' ἱκετο κυμα θαλασσης εὐρυποροιο . * ) [ ἡ διπλη ὁτι ] δι
. . ἐμαθον δε ἐσοραν και βλεπειν ποντιον ἀλσος της εὐρυποροιο θαλασσης , ἠτοι δια της θαλασσης τας ὁδους αὑτων
9999884 δωδεκατη
δε παραπληϲιωϲ ὀγδοη τε και δεκατη , μεθ ' ἁϲ δωδεκατη και ἑξκαιδεκατη και ἐννεακαιδεκατη . μεταξυ δε τουτων ἐϲτιν
ἑκκαιδεκαταια : ἡ γαρ μεση οὐκ ἐστιν ιγʹ , ἀλλα δωδεκατη . ἡ λυσις οὐν ἡδε . δεκατῃ ἐν Ἁλιμουντι
9999884 Τεταρτῃ
: κοιλιη ἐπεταραχθη , χολωδεσιν , ἀκρητοισιν , ὀλιγοισιν . Τεταρτῃ γλωσσα ἀσαφης ἠν , ἐλυθη : σπασμοι των αὐτων
ἐπειχε , βηχιον , πνιγμα . Τριτῃ , ἐχαλασεν . Τεταρτῃ , σπασμωδης , ἀφωνος , ῥεγχος , ὀδοντων ξυνερεισις

Back