Πηλεος υἱε φοβησομαι , ὡς το παρος περ τρις περι ἀστυ μεγα Πριαμου διον , οὐδε ποτ ' ἐτλην μειναι
Αἰξωνευς παραδοξον και καινην ἐνοσησε μανιαν . ἀπολιπων γαρ το ἀστυ και κατελθων ἐς τον Πειραια και ἐνταυθα οἰκων τα
9999811 ἀκροατῃ
τα μεμισημενα , ὡν ἡ κατηγορια βλαβην οὐ προστιθησι τῳ ἀκροατῃ , ἀλλα προληψει τινι και ὑπονοιᾳ πονηριας εἰσαγεται προς
Δι ' , ἐφη , οὐκουν ὡς γ ' ἐμοι ἀκροατῃ . Ἀλλ ' ὡς ἐμοι , ἠν δ '
9999800 καρκινῳ
βιβρωσκεται ὑπ ' αὐτου . πινοτηρης ] ζῳον συννομον τῳ καρκινῳ . ποιει ] κοινη . των ὀρχιλων : ὀρχιλος
αἱ μελαιναι ὑδατικον και μαλλον αἱ δειλης . Ἐν τῳ καρκινῳ δυο ἀστερες εἰσιν , οἱ καλουμενοι ὀνοι , ὡν
9999798 ἐνεπλησε
δ ' ἐμβαλων εἰς την των πολεμιων χωραν τους στρατιωτας ἐνεπλησε παντοιας ὠφελειας . Τισσαφερνους δε μετα πολλης ἱππου παραγενομενου
ἠδη ἐουσης κοιλης ἐσμος μελισσεων ἐσδυς ἐς αὐτην κηριων μιν ἐνεπλησε . Τουτου δε γενομενου τοιουτου , ἐχρεωντο γαρ περι
9999795 θυμιατηρια
στεφανος ἐπεκειτο ἐκ μυριων κατεσκευασμενος χρυσων . ἐπομπευσε δε και θυμιατηρια χρυσα τριακοσια και πεντηκοντα , και βωμοι δε ἐπιχρυσοι
. μεθ ' οὑς Νικαι χρυσας ἐχουσαι πτερυγας , φερουσαι θυμιατηρια ἑξαπηχη , ζῳωτους ἐνδεδυκυιαι χιτωνας , μετα δε ταυτας
9999792 λουτρῳ
ἀνεϲαϲ , α χυλῳ πτιϲϲανηϲ χρω . χρη ἐν τῳ λουτρῳ ἐμβαλλειν το ϲμηγμα τῳ βρεγματι , προδιαϲτειλαντι ταϲ τριχαϲ
σπερματος # α , μελιτος # β . διδου ἐν λουτρῳ ἠ προ λουτρου δι ' οἰνομελιτος ἠ χρυσαττικου κυαμου
9999791 θερμηϲ
κραϲεωϲ . ἐχει μεν γαρ τι διαφορητικον ἐξ ὑδατωδουϲ οὐϲιαϲ θερμηϲ ϲυμμετρωϲ , ἐχει δε τι και ϲτυπτικον ἐκ τηϲ
. εἰϲω γαρ τα ὑγρα ξυνθεει , τηϲ ἐκτοϲ ἀφαιρεθεντα θερμηϲ τε και ταϲιοϲ . πνευμων δε μανοϲ τε και
9999789 ὀξυκρατῳ
καταχριομενα μετ ' ὀξυκρατου πεφυραμενῳ , ἠ μαλαχηϲ φυλλα ὁμοιωϲ ὀξυκρατῳ ϲυλλειωθεντα , ἠ κριθινον ἀλευρον ϲυν ὀξει , και
φοινικων , συκιδιων , κηκιδων ἡψημενων ἐν οἰνῳ , ἠ ὀξυκρατῳ συνελεομενων ἀρτῳ : και ἀκακια δε και ὑποκυστις και
9999788 φλεγματοϲ
ρδ Κοινον καθαρτηριον ρε Ἀλοηδαρια δια ῥοδομελιτοϲ ρϚ Χοληϲ και φλεγματοϲ ἀγωγα ρζ Ἀλοηδαρια δοκιμα ρη Ἀλοηδαρια Ὀριβαϲιου ρθ Ἀλλωϲ
ἐμφρονεϲτερον και τουϲ τον ἀλλον τροπον ἐκμανενταϲ και τοιϲ ἀπο φλεγματοϲ νοϲημαϲι κρατιϲτον ἐϲτιν : οἱ δε και εὐϲιτοτεροι ἀντι
9999787 δυσωδες
ἐστι και την αἰτιαν ἑκαστου εἰπειν . το λεπτον και δυσωδες οὐρον ἐνδεικνυται ἐσχατην ἀπεψιαν και ἀκραν καταβολην των φυσικων
οἱ πολλοι ἀπολλυνται . Οἱσι καιομενοισι πυον βορβορωδες ἐρχεται και δυσωδες , ἀπολλυνται ὡς τα πολλα . Οἱσιν ἀπο του
9999787 ῥητορικη
γαρ ζητουμενον ὡς ὁμολογουμενον ἐλαβε : ζητουμενου γαρ εἰ ἐστι ῥητορικη , ὡς ἐφ ' ὡμολογημενων αὑτη προβαινουσα ἐφη ,
ἀγαθου τινος ἑνεκα ποιουσιν ἁ ποιουσιν , ἰατρικη ὑγειας , ῥητορικη του εὐ λεγειν , σκυτοτομικη του περισωζεσθαι το σωμα
9999787 συμπεπληρωσθω
. κεισθω τῃ ΑΗ ἰση παλιν ἡ ΓΤ , και συμπεπληρωσθω ὁμοιως το ΓΦ στερεον . ἐπει ἐστιν ὡς ἡ
και ἀναγεγραφθω ἀπο της ΑΒ τετραγωνον το ΑΔ , και συμπεπληρωσθω το ΑΖ παραλληλογραμμον . και ἐπει το ΒΖ το
9999785 θυμιαματοϲ
ʹ : κοχλιαριον ὑδατι . Ἀλλο . καϲτοριου , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ ἀνα ⋖ η , πεπερεωϲ κοκκουϲ μ : γλυκει
, ἰξου το ἀρκουν . Ἀλλο , ἐπιϲπαϲτικον . ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ # Ϛ , κηρου , τερμινθινηϲ ἀνα # δ
9999785 Ἀβδηρα
δακτυλων . θαυμαστοι δ ' εἰσι των κεστρεων οἱ περι Ἀβδηρα ἁλισκομενοι , ὡς και Ἀρχεστρατος εἰρηκε , δευτεροι δε
ἐξ ἡς και τα ταριχη ἐπωνυμως λεγεται . Μετα ταυτην Ἀβδηρα Φοινικων κτισμα και αὐτη . ὑπερ δε των τοπων
9999785 ἐσχατη
γαρ ἀρτος ἡ πρωτη τροφη , το δε αἱμα ἡ ἐσχατη . δηλον οὐν ὡς οἱ μεν το οἱ δε
σφοδρα ἀδικος εἰναι . τον ἁλισκομενον δε φαυλον ἡγητεον : ἐσχατη γαρ ἀδικια δοκειν δικαιον εἰναι μη ὀντα . δοτεον
9999783 Καταπλασμα
ἠ λεκιθου , και ὀλιγου οἰνου , καταπλασσε . [ Καταπλασμα ὀφθαλμων . ] Καλως ποιει πιτυος φλοιος και ἀλφιτα
φυλλων , βατου ἀκρεμονων ἰσα ἑψησας ἐν ὑδατι ἐγκαθιζε . Καταπλασμα . Κυτινους ὀξυμελιτι προσλαβων , ἠ κηκιδα ἠ βαλαυστιον
9999782 εὐωδες
μελαν , φησι , την μεν αὐτην θεωριαν ἐχει , εὐωδες δ ' ἐστι πολυ μαλλον . Ἀπολλοδωρος δε ἐν
ἐκπιεσθεντων και ἀναπλασσομενων : ἐστι δ ' αὐτου καλον το εὐωδες , μεσως κατασμυρνον , βαρυ , μελαν , ἀξυλον
9999781 θαυμασειε
πολεως , το δε παρα την ἐνεργειαν των ἀδικησαντων . θαυμασειε δ ' ἀν τις τον συγγραφεα , πως ἐν
ἐφ ' ἑτερα μεταβηναι δυναται : ὡστε μαλιστα ἀν τις θαυμασειε , των μεχρις ἀλογων το της ψυχης ἡμων βιασαμενων
9999779 δαιδαλα
ἀναθηματα διεσπειραν . οὐκουν διαλαθων ἐπι τῳ βωμῳ κατεπηξε τα δαιδαλα των τριποδων , ἁ ἐπηγετο . ληξει οὐ μα
Φερεκλον ἐνηρατο , τεκτονος υἱον Ἁρμονιδεω , ὁς χερσιν ἐπιστατο δαιδαλα παντα τευχειν : ἐξοχα γαρ μιν ἐφιλατο Παλλας Ἀθηνη
9999778 τεσσαρεσκαιδεκα
Εὐναπιου Χρονικης ἱστοριας της μετα Δεξιππον νεας ἐκδοσεως ἐν βιβλιοις τεσσαρεσκαιδεκα . ἀρχεται μεν της ἱστοριας ἀπο της Κλαυδιου βασιλειας
πεντακισχιλιοι , ἱππεις δε ἑξακισχιλιοι ἑκατον , ἐλεφαντες δε ἑκατον τεσσαρεσκαιδεκα . Ἀντιγονος δ ' ἐκ μετεωρων τοπων κατιδων την
9999778 φαρμακα
προσφυεις . των δε ἀλλων τους μεν εὐθραυστους , τα φαρμακα δυνανται διαλυοντα ἐκκρινειν . τους δε στερεους και δυσλυτους
δοκει καλλιστος των θεων . και μην τα γε ὠφελιμα φαρμακα τοις μεν νοσουσιν ὠφελιμα , τοις δε ὑγιαινουσι περιττα
9999778 πυωδες
τῃ πεμπτῃ και ἑκτῃ ἐπι δεκα ξηρανθῃ και μηκετι ἀποβησσῃ πυωδες , ὑγιης ἐστιν : ἠν δε μη , προσεχε
οἱ κοποι , οἱον ἡ Κλινια ἀποσιτος , τηκομενη , πυωδες , ἀλλοτε σμικρον αἱματωδες , ποδες ἐπῳδεον . Ἡ
9999778 ϲτυπτηρια
ἀναλαμβανοντεϲ ἐριῳ το ἡμετερον φαρμακον ἀκρωϲ ἐνεργουν : ἐϲτι δε ϲτυπτηρια ὑγρα και μελι και ῥοδινον ἰϲα ἐπ ' ὀλιγον
τουτων τινι και ἀκανθηϲ Αἰγυπτιαϲ ὁ καρποϲ και ἡ ϲχιϲτη ϲτυπτηρια , του δε ῥοδου και το ϲπερμα και τα
9999776 ἐπλησθη
διοπερ τοσουτων νεων και των ἐν αὐταις γεγενημενων ἀνδρων ἀπολωλοτων ἐπλησθη της Κυμαιων και Φωκαεων ἡ παραθαλαττιος χωρα νεκρων και
μεν Ἰωνες συστελλουσι και ὁ Ποιητης των δ ' ἁπαν ἐπλησθη πεδιον . . . οἱ δε Ἀττικοι ἐκτεινουσι την
9999775 Θουκυδιδης
παυσασθαι τον πολεμον ἐστιν ὁ Κλεων . ὁπερ οὐν και Θουκυδιδης ἱστορει δια τουτων : “ ἐπειδη και ἡ ἐν
ἑκατερον αὐτων . και ὁριστικῳ συντασσεται ῥηματι και ἀπαρεμφατῳ . Θουκυδιδης ἐν δʹ : ” ἐφ ' ᾡ φυλακῃ τῃ
9999775 μακαρεσσι
, ἱνα μιν περι παντα καλυπτοι , ὀφρ ' εἰη μακαρεσσι θεοις ἑδος ἀσφαλες αἰει , γεινατο δ ' οὐρεα
ἠδ ' Ἀρκαδιης ] πολυμηλου ἀφνειος ἠνασσε [ , φιλος μακαρεσσι θεοισιν ] ? [ ] ? : ἡ οἱ
9999775 πλατοϲ
πεφωγμενην ἠ κυϲτεϲι βοων ἐλαιου θερμου ἡμιπληρεϲι , ὡϲ ἐϲ πλατοϲ ἐπικεηνται των πυριωμενων χωριων . ἐβιηϲατο κοτε ἀναγκη πυριηϲαι
ἱκανωϲ ἰϲχνα και μη ῥυπαρα , ἐχουϲηϲ τηϲ κλινηϲ δαψιλεϲ πλατοϲ προϲ το ἐπ ' ἀλλα και ἀλλα των πρωτων
9999775 τρισκαιδεκατῃ
Θεοπομπος μεν ἐφη ὁ Χιος ἐν ταις Ἑλληνικαις κἀν τῃ τρισκαιδεκατῃ δε των Φιλιππικων Ἀγησιλαῳ τῳ Λακωνι εἰς Αἰγυπτον ἀφικομενῳ
θεσθαι Τηλεγονον και Ἀντικλειαν . Πολυβιος δ ' ἐν τῃ τρισκαιδεκατῃ των ἱστοριων Φιλιππου του καταλυθεντος ὑπο Ῥωμαιων κολακα γενεσθαι
9999775 φυσωδες
και λεπτυντικης . ἡ δε ῥιζα προς τοις εἰρημενοις και φυσωδες τι κεκτηται και ἀφροδισιαστικον . το δε σπερμα το
οὑτος γαρ μεγα εἰχε το αἰδοιον . γινεται δε δια φυσωδες πνευμα : και δει γυμνασια ἐπιταττειν και θερμην διαιταν
9999774 δοτηρ
ἐεργει . εἰρηται ταυτα δε γινεται κατα τροπην εἰς ηρ δοτηρ : θεοι , δοτηρες ἑαων . οὑτως ἑτης ἑτηρ
δε και καθολου φανερῳ ἐχρωντο τῳ λογῳ . . : δοτηρ ' ] Δει προσθειναι το α , το δοτηρα
9999773 κινδυνωδες
, κακιον γιγνεται : το τε γαρ ξανθον ἀκρητον ἐον κινδυνωδες , το δε λευκον και γλισχρον και στρογγυλον ἀλυσιτελες
. ἐνθεν τοι και ἀνθρωπῳ δηγμα ἀνθρωπου μιαρον ἐστι και κινδυνωδες οὐδενος θηριου μειον . Ἐν ὡρᾳ θερειῳ , ἀμητου
9999772 τεσσαρεσκαιδεκατῃ
, ἐκ τρωματος κεφαλης ὡς δωδεκαετης θνησκει ἐν μεσῳ θερει τεσσαρεσκαιδεκατῃ ἡμερῃ : θυρην τις αὐτῃ ἐνεβαλε , και το
, ὁτι τῃ μεν δεκατῃ ἱδρως ἀνω , τῃ δε τεσσαρεσκαιδεκατῃ κατω . διατι δε , οὐκ ἰσμεν . ἀλλα
9999772 ψευδες
συλλογισμος διχως λεγεται : ἠ γαρ εἰ συλλελογισται και συνηξε ψευδες συμπερασμαψευδους δε του συμπερασματος ὀντος , ἀναγκη και τας
συναγεσθαι μεν δοξει το νοσον ἐξ ἀναγκης μηδενι ἀνθρωπῳ : ψευδες δε τουτο , ἐπειδη ἐπιδεκτικος ὁ ἀνθρωπος νοσου ὡσπερ
9999772 χοινικα
και ἀμπελου λευκηϲ ῥιζα : ϲυνθετα δε : αἰρινου ἀλευρου χοινικα , καρδαμωμου λευκου ⋖ δ , νιτρου ἀφρου ⋖
ἀν λειφθῃ το ἡμισυ : ἑψειν δε και ἐρεβινθων λευκων χοινικα ἐν δυσι χοευσι , και τουτου λειπετω το ἡμισυ
9999771 αἰσχυνη
μεν τουτο ἐν σπουδῃ , σοι δε οὐκ ἐργον , αἰσχυνη δε ἀπεστι της χαριτος , τι οὐ διδως ;
βροτολοιγος ἰδησι ἠ Φαινων κρυοεις ὀλοον τοδε σημα δαμαρτι ἐσσεται αἰσχυνη τε και οὐκ ἐπι δηθα μενουσιν , ἠν δ
9999771 τεθαυμακα
μη πλανηθεισα δια - μαρτῃ της ὀρθης ὁδου . πανυ τεθαυμακα κἀκεινους , τον μεν φιλοπευστουντα περι του μεσου των
ποθεν ἐπηλθεν αὐτῳ [ λεγειν ] , ὑπερ παντα ἐγωγε τεθαυμακα . οὐδεν γαρ εὑρισκω τουτων παρα Δημοσθενει κειμενον ,
9999770 κτητικα
ἰδιαν ποιοτητα σημαινει , ὀρθως οὐδε τα ἀπ ' αὐτων κτητικα ἐπι πληθους νοειται , λεγω δε το Ἑκτορειος και
σχηματιζομεναι , ἐχουσι τινα παρεκδεδραμηκοτα παρα τας εὐθειας : τα κτητικα των εἰς κος ληγοντων παρα γενικας σχηματιζεται , ποιμενικον
9999769 μαθησεσθε
δη του αὐτου λογου την τε δικην οὐκ εἰσαγωγιμον οὐσαν μαθησεσθε , και την ὁλην ἐπιβουλην και πονηριαν τουτουι του
ἀν δυνωμαι δια βραχυτατων τους λογους . ὁθεν οὐν ῥᾳστα μαθησεσθε περι αὐτων , ἐντευθεν ὑμας και ἐγω πρωτον πειρασομαι
9999769 θερμῳ
λουσαντας οὑτως ἀποσχαζειν , εἰ δε μη , καταιοναν ὑδατι θερμῳ μεχρι φοινιξεως ἠ πυριαν δια σπογγων ἠ παραβαλλειν ἡλιῳ
τριψας , διεις ὑδατι , διδου πιειν : και τῳ θερμῳ λουεσθω , και πρασα και κραμβην ἐσθιετω : συνεψειν
9999769 Γαλατειᾳ
ἐν Σικελιᾳ ἠν παρα Διονυσιῳ . λεγουσι δε ὁτι ποτε Γαλατειᾳ [ τινι ] παλλακιδι Διονυσιου προσεβαλε : και μαθων
ἐστιν οὑτω καλουμενος ἱερος ἰχθυς . Καλλιμαχος δ ' ἐν Γαλατειᾳ τον χρυσοφρυν : χρυσειον ἐν ὀφρυσιν ἱερον ἰχθυν ,
9999769 κουρε
τον ἐναρμονιον δρομον ἑλκων , ἐργων σημαντωρ ἀγαθων , ὡροτροφε κουρε , κοσμοκρατωρ , συρικτα , πυριδρομε , κυκλοελικτε ,
μαντι , ἀγριε , φωσφορε δαιμον , ἐρασμιε , κυδιμε κουρε , † μουσαγετα , χοροποιε , ἑκηβολε , τοξοβελεμνε
9999768 πλατεα
ταις κεναις ; εἰτ ' ἐκεραμευσαντο τοις μεν ἀνδρασιν ποτηρια πλατεα , τοιχους οὐκ ἐχοντ ' ἀλλ ' αὐτο τοὐδαφος
ὑπερ αὐτην , μαλλον δε και ἁπαλωτερα , ἐχοντα θηκαρια πλατεα , ἱνα ἐν καιρῳ δυνατον ἐστι τεταμενα χωρειν τα
9999768 φιλανθρωπα
' ὠμοτατων ἐργων , οἰδατε , τα δε χρηστα και φιλανθρωπα παντα της ἑαυτων ψυχης ἐκτετμησθε ; και ταυτα μη
οἰκειων τινες και ἑταιρων αὐτου . ἐλθοντι δε τῳ Χοριηνῃ φιλανθρωπα τε ἀποκριναμενος και πιστιν ἐς φιλιαν δους αὐτον μεν
9999768 μαλθακα
. ] : οὐ ταυτολογει ἐνταυθα ὁ Ἱπποκρατης εἰπων “ μαλθακα ” και παλιν “ τῳ δακτυλῳ ὑπεικοντα ” ,
δε της ἐκφυσιος των φλεβων σωματα τῃσι κοιλιῃσιν ἀμφιβεβηκασι , μαλθακα , σηραγγωδεα , ἁ κληϊσκεται μεν οὐατα , τρηματα
9999768 σανιδες
δυο ὑποκεισθωσαν ἀπο ιδ ποδων . Ἐσονται οὐν περικειμεναι αἱ σανιδες : ἡ μεν μια ιβ ποδων ἡ φαινομενη :
το καταστρωμα . τα δε ξυλα ἐφ ' ὡν αἱ σανιδες ἐπικεινται , κανονια και σταμινες . το δε συνεχον
9999767 Πρωταγορα
σοφιστην λεγουσι ποιειν . ἑκαστου γαρ των προσιοντων λεγοντος ὠ Πρωταγορα , ποσου με διδαξεις ; ἀπεκρινατο φοιτων παρ '
εἰ οὐν εἰποι : ” Ἀληθη ὁδε λεγει , ὠ Πρωταγορα ; συ φῃς οὐκ εἰναι το ἑτερον μοριον οἱον
9999767 ἑκκαιδεκατῳ
λεγειν βαρυνειν Ἀττικους το στρουθος , ὁμοιως και ἐν τῳ ἑκκαιδεκατῳ της καθολου λεγων και Τρυφωνα μεμνησθαι ἐν δευτερῳ περι
δε Γινδαρους ἐφη . Γιττα , πολις Παλαιστινης . Πολυβιος ἑκκαιδεκατῳ . το ἐθνικον Γιτταιος . Γλανις , ποταμος Κυμης
9999767 Σολωνα
δημαγωγος ἠνειχετο καλουμενος : Ἀριστειδην μεν γαρ και Λυκουργον και Σολωνα και Ἐπαμεινωνδαν , και εἰ τις ἑτερος τοιουτος ,
δωροδοκηματων παρακαλῃ , ὑπολαμβανετε καθοραν ἐπι του βηματος ἀντιπαρατεταγμενους , Σολωνα μεν τον καλλιστοις νομοις κοσμησαντα την δημοκρατιαν , Ἀριστειδην
9999767 φιλανθρωπιᾳ
εἰ μη τουτο , γοητευθεντα και φενακισθεντα τῃ περι τἀλλα φιλανθρωπιᾳ και ταυτ ' ἐλπισαντα παρ ' αὐτου . οὐκ
θειοις ἐρυμασιν ἐνεσχεθησαν , εὐσεβειᾳ , δικαιοσυνῃ , πραοτητι , φιλανθρωπιᾳ . ἐξιτε οὐν ἠδη θαρσουντες ἐκ των τειχισματων :
9999766 πυρωδες
Αἰγυπτιοι : πνευματικωτατον γαρ το ζωιον παντων των ἑρπετων και πυρωδες ὑπ ' αὐτου παρεδοθη : παρ ' ὁ και
περι την γλωσσαν στρυφνοις και δριμεσι , λαμπρον δε το πυρωδες λευκον , τα δε ἀλλα ἐκ τουτων : ἐν
9999766 λογιζεσθε
. το δε φιλομμειδης Ἀφροδιτη , κἀν ἐγω παραλειψω , λογιζεσθε . ὁ δε Ἐρως και ἀνεκαγχασεν εὐστοχως την Αἰητου
ἠ διειναι , ὡς ἀν τις μηδετερου δικαιως τυχοι . λογιζεσθε γαρ , εἰ μεν , ὠ ἀνδρες Θηβαιοι ,
9999766 ἀφρωδες
ἐαν το διαχωρημα ὑδαρες ἐστιν ἠ λευκον ἠ ὠχρον ἠ ἀφρωδες , πονηρα ἐστι ταυτα παντα . και ἡ αἰτια
καθαιρεται ἁμα τῃ βηχι , το μεν πρωτον πολυ και ἀφρωδες σιαλον , ἑβδομῃ δε και ὀγδοῃ , ὁκοταν ὁ
9999766 ἡγεμονιᾳ
δυναστειαις ἐπιστησας τον νουν και τῃ μετα ταυτα γενομενῃ Ῥωμαιων ἡγεμονιᾳ . Ὁτι των πρεσβευτων των Καρχηδονιων τους αἰτιους του
ἐπανασταντων γαρ των κατα την Ἰταλιαν ἐθνων τῃ της Ῥωμης ἡγεμονιᾳ και των ἐξ αἰωνος ἀριστων κεκριμενων ἐλθοντων εἰς ἐριν
9999766 ὑπηκουε
ὑπολοιπων ἐκελευον μεθ ' ἑαυτων ἀπαντησαντας εἰς την Βοιωτιαν , ὑπηκουε δε οὐδεις , ἀλλ ' ἐν τοις στενοις οὐ
αὐτον , Νεστορι ἀπεικασθεν . οὐ μονον δε τῳ Νεστορι ὑπηκουε δοκουντι φρονιμωτατῳ των Ἀχαιων , ἀλλ ' οὐδε ἀνευ
9999766 ἀλεξιφαρμακα
φυλλον ὁμοιον σκιλλῃ : χρησθαι δε αὐτῳ προς τε τα ἀλεξιφαρμακα και τας μαγειας : οὐ μην ὀρυττειν γ '
μιξασα ἐδωκεν Ἰασονι ἡ Μηδεια . ἀντιτομα δε εἰπε τα ἀλεξιφαρμακα κατα μεταφοραν την ἀπο των ῥιζοτομων : ἁπλουστερον γαρ
9999766 φαλαγγες
νηας , στησε δ ' ἀγων ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες . ἐς δε την Ὀδυσσειην ταδε ἐποιησεν , ὡς
„ στησε δ ' ἀγων , ἱν ' Ἀθηναιων ἱσταντο φαλαγγες ” , „ μαρτυρι χρησασθαι τῳ ποιητῃ του την
9999765 ὠνομασε
τον νομον ὁ Σολων εἰς τας Ἀθηνας μετενεγκειν , ὁν ὠνομασε σεισαχθειαν , ἀπολυσας τους πολιτας ἁπαντας των ἐπι τοις
προσηκει , αὐτος ἐθετο το του πρᾳου ὀνομα και πραοτητα ὠνομασε την τοιαυτην ἀρετην . παλαι δε ὀργιλος μεν ὠνομαζετο
9999764 φλεγματωδεα
λευκα γινεται μαλιστα ταυτην την ὡρην , και τἀλλα νοσηματα φλεγματωδεα . Του δε ἠρος το φλεγμα ἐτι μενει ἰσχυρον
ἐπιμηνια χωρησει οἱ φλεγματωδεα : γνωστον δε ἐστιν ἠν χωρεῃ φλεγματωδεα : ὑμενωδεα τε γαρ φαινεται οἱ , και ὡσπερ
9999763 χρυσιῳ
; τελευταιον δ ' ἰσως ἐρωτησεις και εἰ ἐχρησω τῳ χρυσιῳ ὡσπερ τραπεζιτικον λογον παρα της βουλης ἀπαιτων , και
, τον δε νου μεν μη μετειλη - φοτα , χρυσιῳ δε πιστευοντα και ἀργυριῳ πρωτον μεν ὁπερ οἰεται κεκτησθαι
9999763 θειῳ
Ἰθακη πατρις ἐστιν , πλεομεν δ ' ἁμ ' Ὀδυσσεϊ θειῳ . Νεοχμον τι παρηχθαι ἀθυρμα . Κρανια δισσα φορειν
, εἰ μη και παντα , χρεων ὀγκον ἐπιφερει τῳ θειῳ προτερον μεν οὐ φανεντων , νυν δε ἀναφυντων .
9999763 Ἀλεξανδροιο
' ἐμμεμαυια δι ' οὐρεος , ἡχι και ἀλλαι Νυμφαι Ἀλεξανδροιο νεκυν περικωκυεσκον . Τον δ ' ἐτι που κρατερον
τῃ δ ' ἀρα διφρον ἑλουσα φιλομειδης Ἀφροδιτη ἀντι ' Ἀλεξανδροιο θεα κατεθηκε φερουσα : ἐνθα καθιζ ' Ἑλενη κουρη
9999763 δεκαδα
ἀποθανοντων Σπαρτιατων . Δεκαζεσθαι . ἐρρηθη μεν ἀπο του κατα δεκαδα φθειρεσθαι δωροις . ὁτε γαρ βουλοιντο τινες ἀρχης τυχειν
γαρ εἰκαδα οὑτω καλουσιν . την δε εἰκοστην πρωτην ὑστεραν δεκαδα . και την μετα ταυτην θʹ φθινοντος , ἑως
9999762 Αἰγοκερωτι
και ὁσα χρησιμα εἰς εὐωχιαν , Σεληνης ἐν Καρκινῳ και Αἰγοκερωτι τα τοις ἀνθρωποις ἐφημερα οἱον τροφαιον ἠ ὑγρον τι
και θρεμματα καθισταν και βουκολια , ὁμοιως δε και ἐν Αἰγοκερωτι , και μαλιστα θρεμματα , ἐν δε Ὑδροχοῳ ἀκροδρυα
9999762 γνησιῳ
γνησιῳ : ὁ νοθος δεδωκε της νομης την ἐξουσιαν τῳ γνησιῳ , ὁ δε την πασαν οὐσιαν μιαν μεριδα θεις
δεσποιναν οἰκιας και αὐτους πολλα λαβοντας ἰδιῳ φυλαττειν αὐτα και γνησιῳ παιδιῳἐγεγονει δε αὐτοις ἀρρεν παιδιον οὐ προ πολλου τινος
9999762 ἡλικα
ὡστ ' ἀπωχυρωσθαι . παντα δε ταυτα μεγεθη μεν ἐχειν ἡλικα συκη , το δε ἀνθος ὑπερβαλλον τῃ εὐωδιᾳ ,
οὑτως : ἡλικα γαρ και ὁ παλαιος λογος τερπειν τον ἡλικα . το δε τελειον ἐχει ἡλιξ ἡλικα τερπε ,
9999762 Θουκυδιδην
την εἰκονα ἐποιησε Κριτιας , Οἰνοβιῳ δε ἐργον ἐστιν ἐς Θουκυδιδην τον Ὀλορου χρηστον : ψηφισμα γαρ ἐνικησεν Οἰνοβιος κατελθειν
. ἀφικνουμενου αὐτου : του Θουκυδιδου . αὐτον : τον Θουκυδιδην . περιποιησειν : σωσειν . ἀνειπων : ἀνακηρυξας .
9999761 δεδοικε
λεων ] ἠ δια τον ἐξωθεν τον πολιορκουμενον ἡμας : δεδοικε γαρ ἡ καρδια μου . ἡ ἀμφι ἀντι του
σῳζουσα ; ὁ γαρ ἀγαθα και ἐννομα διαπραττομενος ἐξουσιαν οὐ δεδοικε . και γαρ , εἰ μη νομος με εἰργε
9999761 Πυθαγορα
θειων τε και ἀνθρωπινων πραγματων . τι φης , ὠ Πυθαγορα , θεια και ἀνθρωπινα μονον οἰδεν ἡ φιλοσοφια ,
και ἑν τουτο των ἀκουσματων ἐστι : τις εἰ , Πυθαγορα ; φασι γαρ εἰναι Ἀπολλωνα Ὑπερβορεον : τουτου δε
9999761 ἀπηχθη
ἐδηλωθη τῳ τροπῳ ἀπωλωλει τα χρηματα , και ὁ ἀνηρ ἀπηχθη ὑπο του δημου του ὑμετερου παραδεδομενος ἠδη τοις ἑνδεκα
Οὐξιους , εἰ μη ἀπαξουσιν αὐτῳ τον ἱππον : και ἀπηχθη εὐθυς ἐπι τῳ κηρυγματι . τοσηδε μεν σπουδη Ἀλεξανδρῳ
9999761 συλλογισμῳ
των προτασεων μειζονι : οὐ γαρ ἀλλως ἐγχωρει ἐν ἑνι συλλογισμῳ συναγεσθαι τα ἀντικειμενα , ὡσπερ εἰρηται , οἱον ἐν
και το ἀναγκαιον , τουτο ὑλικον ἐστιν . ἐν τῳ συλλογισμῳ ἀρα ὁ μεσος ὡς ὑλικον ἐστιν αἰτιον : ὡστε
9999760 ταριχη
μεν συκα , ὡς ἀν συκοφαντην λοιδορων , τα δε ταριχη , μηποτε και ὡς αἰσχροποιουντος . και Ἑρμιππος δε
, ταριχη Φρυγια , ταριχη Αἰγυπτια , ταριχη Σαρδῳα , ταριχη Γαδειρικα . ὡραια τεμαχη σκομβρων , κεστρινων , κυβων
9999760 τεκμηριῳ
φιλος ἡμιν νυνδη γεγονεναι . Πως λεγεις τουτο και τινι τεκμηριῳ χρῃ ; Φρασω δηλον ὁτι : συ δε μοι
ἡμας ἠδη σου μαχομενου τρεμοντας ἐπερρωσε τε και παρεθαρρυνεν ἐναργει τεκμηριῳ . τουτο δε ἠν , κυκνον τις ἑλων ἐν
9999760 κομη
μελαιναν χολην . ἀταρ και του θυμου του Ἀττικου ἡ κομη και ἡδε ἀγει μελαιναν χολην : ἀριϲτον δε ξυμμιϲγοντα
το παν σωμα ἐκπονουσα . ξανθη δε ἠν αὐτης ἡ κομη οὐ τι που πολυπραγμοσυνῃ γυναικειᾳ και βαφαις ἁμα και
9999760 Λιβυες
μυριοι και πεντακισχιλιοι . μετα δε τουθ ' οἱ μεν Λιβυες ὑπεχωρουν ἀει μετα σπουδης , ὁ δε Σκιπιων αὐτοις
προς την πηξιν . την ὡραν της ἐντομης ἰσασιν οἱ Λιβυες : οὑτοι γαρ οἱ σιλφιον λεγοντες . ὡσαυτως δε
9999760 ἐκινδυνευσε
Θεμιστοκλης οὐκ ἐχων ὁπου ὑποστρεψει ἐπι την Περσιδα ἐπλει . ἐκινδυνευσε δε και πλεων ἁλωναι και παραληφθηναι . Ναξον γαρ
' εἰ μεν μιαν ἀπωλεσε ναυν , περι θανατου ἀν ἐκινδυνευσε : τουτο μεντοι και διπλην ἐχει την της πλασεως
9999759 κρατηθῃ
την παθην οὐκ ἐλαβεν εὐπετες ὀργανον , ἱνα μη παμπαν κρατηθῃ ὑπο του ἐσιοντος . Λοιπος ἐστιν ὁ λογος ὁ
ὀντων ἐν αὐξησει ἐπι πασης μηρου ἐξαρθρησεως , ὁταν μη κρατηθῃ , τα [ μη ] παρακολουθουντα διηριθμηται , ἁ
9999759 ἐμελησε
ἠ ἀναγινωσκειν . ταυτας δε τας σχεσεις καλουσιν , οἱς ἐμελησε της τουτων τεχνολογιας , των προτασεων ὑλας , και
τας λειτουργιας : σεμνη γαρ ἡ ἀναπαυσις και βεβηκυια : ἐμελησε γαρ τῳ ῥητορι του μη διολου καλλωπιζειν δοκειν .
9999759 μιγεισα
και ἠδη μελανθεντα ῥαφανος καταπλασσομενη και ἀρου ῥιζα τεθεισα και μιγεισα μελιτι καταπλασσομενη . τα δε μετα φλεγμονης ὑπωπια πυριων
τ ' Ἐριωπιν . και Ἀρσινοης ὁμοιως : Ἀρσινοη δε μιγεισα Διος και Λητους υἱῳ τικτ ' Ἀσκληπιον υἱον ἀμυμονα
9999759 Περσικα
Κιμμεριων ἀφανιζων το φως σκοτος ποιει , οὑτως και τα Περσικα βελη πεμπομενα συγκρυψει τον ἡλιον . Λοκρων : ὁ
φησιν Ἱερωνυμος , το μεν προοιμιον ἀκουσα , τα δε Περσικα βουληθεισα δια το ἀτελειωτα εἰναι . καθολου δε φησι
9999757 τυγχανωσι
ἀκριβως τους τοπους τουτους ἐπισκοπειν : και ἐνθα ἀν οἰκειοτεροι τυγχανωσι και πλειω την χορηγιαν παρεχοντες , πλεοναζειν ἐν τουτοις
και ἐν σωμασιν , ὁπως τοις ἀνθρωποις κουφισται των πονων τυγχανωσι των πολλων : και ὑφ ' ἁρματα ἠγαγον τους
9999757 μυκτηρες
, ἐμον βοσκημα , και γλωττης στροφιγξ και ξυνεσι και μυκτηρες ὀσφραντηριοι , ὀρθως μ ' ἐλεγχειν ὡν ἀν ἁπτωμαι
ἐποιησαν ἡμιν ῥινας οἱ θεοι . οἱ μεν γαρ σοι μυκτηρες εἰς γην ὁρωσιν , οἱ δε ἐμοι ἀναπεπτανται ,
9999757 ὀργισθεισα
, φησιν , ἀποβλεπει εἰς ἡμας ὀργιλως , ὡς λεαινα ὀργισθεισα ὑπερ των τεκνων αὐτης : ἀνοητους ἀπαιδευτους . τους
οὐν ὑπ ' αὐτης τον κυβερνητην θεωρησασα ἡ Ἑλενη και ὀργισθεισα ταις αἱμορροϊσιν , ἐκλασε την ἀκανθαν αὐτης και ἐξεβαλε
9999756 Φοινικα
νεωτερου του Μενελαου προς γεροντα τον φαινομενον δια της Ἀθηνας Φοινικα . φησι γαρ : Φοινιξ , ἀττα , γεραιε
λογῳ κατασκευαζων το ἀναγκαιον εἰναι μενειν , μιμουμενος τον Ὁμηρου Φοινικα . και γαρ ἐκεινος ἐν ταις Λιταις προτεινεται την
9999756 δεκανῳ
ἡ κεφαλη του Λεοντος της δωδεκαωρου . τῳ δε βʹ δεκανῳ παρανατελλουσι Μουσα λυριζουσα και τα μεσα του Κορακος και
των ποδων ὁ της δωδεκαωρου . και τῳ μεν πρωτῳ δεκανῳ ὀνομα Χοου πελει . παρανατελλουσιν αὐτῳ των κατησττερισμενων Πλειαδες
9999756 θαυμαστῳ
φαυλως και κατα την του ἑνος εἰργασμενου τεχνην , τῳ θαυμαστῳ και πολυτεχνῳ δημιουργηματι , μηδε αὐτους ἐκεινους ἀρεσκοντι τους
ἐπραξαν , και τους πολεμιους ἀνεστησαν ἐκειθεν , ἐν φοβῳ θαυμαστῳ γενομενους : πληθους δ ' ἐπιχυθεντος αὐτοις , ἀπεχωρησαν
9999756 λογικῃ
ἡ τεκτονικη πηχυν και κανονα . και εἰ χρωνται τῃ λογικῃ και αἱ ἀλλαι τεχναι , οὐκ ἀτοπον : και
ἐμπρεπες οὐκ ἐδοξεν εἰναι την ἐπι κακιαν ὁδον ἐν ψυχῃ λογικῃ δι ' ἑαυτου δημιουργησαι : οὑ χαριν τοις μετ
9999756 κυλικες
φιαλη . Ἀχαιος δε ὁ Ἐρετριευς ἐν Ἀλκμαιωνι ἀντι του κυλικες παραγωγως κυλιχνιδας εἰρηκε δια τουτων : ἀλλ ' ὡς
. νυν γαρ δη ζαπεδον καθαρον και χειρες ἁπαντων και κυλικες : πλεκτους δ ' ἀμφιτιθει στεφανους , ἀλλος δ
9999756 λινοιο
δεμας ἠπαφε νηων . Και μεν δη σκολιῃσιν ἐν ἀγκοινῃσι λινοιο κυκλωθεις ξιφιης μεγα νηπιος ἀφροσυνῃσιν ὀλλυται , ὁς θρωσκει
δωσων , χαριν ἀζυγος ἀμβροτοπωλου : κλωστου δ ' ἀμφιβολοις λινοιο ναος ὡσει σκαφος κελαινον εἰς ἑδρανα λαϊνα δαπεδα τε
9999755 εὑρεθεισα
και βηξ ἐγενετο . ἐγενετο οὐν ὁ βηξ και ποτε εὑρεθεισα ἡ δυναμις ἐῤῥωμενη ἀπεδιωξε τον χυμον : ἀπεδιωξε μεντοι
συντυχουσα “ λεγε ἀντι του ” κατα τυχην φανεισα και εὑρεθεισα “ συντασσων το ” ἡμιν “ προς το ”
9999754 λανθανετω
και τῃ πατριδι πολλα ἀναθηματα και δωρεας παρεχοντα . μεν λανθανετω δε σε μηδε τουτο ὡς των ἀστερων ὀντων παντων
μηδ ' ἐκειν ' ὑμας , ὠ ἀνδρες Ἀθηναιοι , λανθανετω , ὁτι των αἰσχιστων ἐστιν παντας ἀνθρωπους ἰδειν και
9999754 ἐλλαβε
Ὡς φατο , τους δ ' ἀρα παντας ὑπο τρομος ἐλλαβε γυια , παπτηνεν δε ἑκαστος ὁπῃ φυγοι αἰπυν ὀλεθρον
τιθηνης ῥιψε ποδος τεταγων ἀπο πυργου , τον δε πεσοντα ἐλλαβε πορφυρεος θανατος και μοιρα κραταιη . ὡς δ '
9999753 ψευδομεθα
οὐν ὁτι πολλη ἡ ἐν τουτοις διαφορα : πολλακις γαρ ψευδομεθα ἐπ ' ἀγαθῳ και ἀληθευομεν ἐπι κακῳ : οἱον
ἀλογον ἀληθευομεν , εἰ δε ἀντιστρεψαντες εἰπωμεν παν ἀλογον ἱππος ψευδομεθα . οὐ γαρ ἐστι το τυχον ποιησαι ὑποκειμενον :
9999753 φυγαδες
χρησαιτ ' ἀν παραδειγμασι λεγων , ὡς οἱ μεν Ἀθηνησι φυγαδες το πρωτον μετα πεντηκοντα ἀνδρων Φυλην τε καταλαβοντες και
και ἐκπεσοντας ἐκ της πατριδος ὑπεδεξαντο . Μετα δε οἱ φυγαδες των Κολοφωνιων φυλα - ξαντες τους Σμυρναιους ὁρτην ἐξω
9999753 βραχειαϲ
διχρονοϲ , οἱον λογοϲ : τροχαιοϲ ἐκ μακραϲ – και βραχειαϲ ˘ τριχρονοϲ , οἱον † Ϲολων : ἰαμβοϲ ἐκ
τε και ὑποϲπαιροντων ἀτακτωϲ , εἰτα και ἀϲφυξιαϲ ἑπομενηϲ , βραχειαϲ δε νοτιδοϲ δροϲιζουϲηϲ την ἐπιφανειαν , τηϲ δε ἀναπνοηϲ
9999753 θαλαμῳ
. ἐν θαλαμῳ : το σημειον , ὁτι το ἐν θαλαμῳ πλεοναζει : ἱκανον γαρ ἠν εἰπειν εἰς Ἀϊδαο δομον
πεσοντος του συνδεσμου ἐγενετο καδ δ ' ἱς ' ἐν θαλαμῳ , ὁμολογως οὐν γενομενης ἐσωθεν της κλισεως , ὁτι
9999753 Δημητρα
δε τοὐργαστηριον ποιητε περιβοητον , κατασκεδω , νη την φιλην Δημητρα , την μεγιστην ἀρυταιναν ὑμων ἐκ μεσου βαψασα του
νομοθετου ” Ἁιδης “ ἐκληθη . Εἰεν : τι δε Δημητρα τε και Ἡραν και Ἀπολλω και Ἀθηναν και Ἡφαιστον
9999753 ἀσυνηθη
εἰς ψυχρον το παν ἀφικται , ἐκ του συνηθους εἰς ἀσυνηθη και εἰς σκληρον ἐκ μαλακου . Το δε γαλα
χρονον ἐνδιῃτηθη , προελθον ἐξαπιναιως εἰς ἀερα , ψυχρον και ἀσυνηθη τοπον , ἐπληχθη και της ὀδυνης και του δυσχεραινειν
9999752 κονιᾳ
ἁλμυρος ἐκ τε ὀρνιθος και χηνος : γλυκυς τε συν κονιᾳ παραλαμβανομενος . [ Περι ψυλλιου . ] Και το
' ὀπῳ Κυρηναϊκῳ ἠ Παρθικῳ συν οἰνῳ γλυκει , ἠ κονιᾳ ἀσβεστῳ συν ἐλαιῳ ἠ κοριου χυλῳ χριομεν : [
9999751 Θεσσαλια
δε πˈροσθεν πτερα δεξατο νικαν . Ὀλβια Λακεδαιμων , μακαιρα Θεσσαλια . πατρος δ ' ἀμφοτεραις ἐξ ἑνος ἀριστομαχου γενος
την φρασιν ἀντι του μετεβαλλε τους οἰκητορας ἡ τε νυν Θεσσαλια καλουμενη : προτερον γαρ Ἠμαθια ἐκαλειτο ʃ Αἱμονια τα
9999751 ἐξεπλευσε
ἐπεδειξατο , ὁστις παραλαβων πασας πολεις ἐφ ' ἁς ἀρξων ἐξεπλευσε στασιαζουσας δια το τας πολιτειας κινηθηναι , ἐπει Ἀθηναιοι
της γυναικος ἀναιρεσιν και του Περδικκου , τον στολον ἀναλαβων ἐξεπλευσε και κατηντησεν εἰς Τυρον . ὁ δε της πολεως
9999751 ἀπυρῳ
προς δε τας ψωριασεις και κνησμους σταφις ἀγρια συν θειῳ ἀπυρῳ και ὀξει : προς δε τας ὀγκωδεις ὑπεροχας ὑοσκυαμου
κεκαυμενοις , σπογγῳ ὁμοιως , ἐλλυχνιῳ ἀρτι ἐσβεσμενῳ , θειῳ ἀπυρῳ θυμιωμενῳ , βδελλαις καπνιζομεναις : ἐπι δε προπεπτωκυιας ὑστερας

Back