λεων ] ἠ δια τον ἐξωθεν τον πολιορκουμενον ἡμας : δεδοικε γαρ ἡ καρδια μου . ἡ ἀμφι ἀντι του
σῳζουσα ; ὁ γαρ ἀγαθα και ἐννομα διαπραττομενος ἐξουσιαν οὐ δεδοικε . και γαρ , εἰ μη νομος με εἰργε
9999922 τεσσαρεσκαιδεκατῃ
, ἐκ τρωματος κεφαλης ὡς δωδεκαετης θνησκει ἐν μεσῳ θερει τεσσαρεσκαιδεκατῃ ἡμερῃ : θυρην τις αὐτῃ ἐνεβαλε , και το
, ὁτι τῃ μεν δεκατῃ ἱδρως ἀνω , τῃ δε τεσσαρεσκαιδεκατῃ κατω . διατι δε , οὐκ ἰσμεν . ἀλλα
9999916 Θουκυδιδης
παυσασθαι τον πολεμον ἐστιν ὁ Κλεων . ὁπερ οὐν και Θουκυδιδης ἱστορει δια τουτων : “ ἐπειδη και ἡ ἐν
ἑκατερον αὐτων . και ὁριστικῳ συντασσεται ῥηματι και ἀπαρεμφατῳ . Θουκυδιδης ἐν δʹ : ” ἐφ ' ᾡ φυλακῃ τῃ
9999916 δυσωδες
ἐστι και την αἰτιαν ἑκαστου εἰπειν . το λεπτον και δυσωδες οὐρον ἐνδεικνυται ἐσχατην ἀπεψιαν και ἀκραν καταβολην των φυσικων
οἱ πολλοι ἀπολλυνται . Οἱσι καιομενοισι πυον βορβορωδες ἐρχεται και δυσωδες , ἀπολλυνται ὡς τα πολλα . Οἱσιν ἀπο του
9999915 κτητικα
ἰδιαν ποιοτητα σημαινει , ὀρθως οὐδε τα ἀπ ' αὐτων κτητικα ἐπι πληθους νοειται , λεγω δε το Ἑκτορειος και
σχηματιζομεναι , ἐχουσι τινα παρεκδεδραμηκοτα παρα τας εὐθειας : τα κτητικα των εἰς κος ληγοντων παρα γενικας σχηματιζεται , ποιμενικον
9999908 θυμιατηρια
στεφανος ἐπεκειτο ἐκ μυριων κατεσκευασμενος χρυσων . ἐπομπευσε δε και θυμιατηρια χρυσα τριακοσια και πεντηκοντα , και βωμοι δε ἐπιχρυσοι
. μεθ ' οὑς Νικαι χρυσας ἐχουσαι πτερυγας , φερουσαι θυμιατηρια ἑξαπηχη , ζῳωτους ἐνδεδυκυιαι χιτωνας , μετα δε ταυτας
9999906 εὐωδες
μελαν , φησι , την μεν αὐτην θεωριαν ἐχει , εὐωδες δ ' ἐστι πολυ μαλλον . Ἀπολλοδωρος δε ἐν
ἐκπιεσθεντων και ἀναπλασσομενων : ἐστι δ ' αὐτου καλον το εὐωδες , μεσως κατασμυρνον , βαρυ , μελαν , ἀξυλον
9999906 ἑκκαιδεκατῳ
λεγειν βαρυνειν Ἀττικους το στρουθος , ὁμοιως και ἐν τῳ ἑκκαιδεκατῳ της καθολου λεγων και Τρυφωνα μεμνησθαι ἐν δευτερῳ περι
δε Γινδαρους ἐφη . Γιττα , πολις Παλαιστινης . Πολυβιος ἑκκαιδεκατῳ . το ἐθνικον Γιτταιος . Γλανις , ποταμος Κυμης
9999906 ἐμετοιϲ
οἱϲ δ ' ἀν ἡ ἀνω κοιλια φλεγμα ἐχῃ , ἐμετοιϲ κενουν , οἱϲ δ ' ἀν το αἱμα ὑπερβαλλῃ
χλωρα και κρομυου ὀλιγον και πραϲου . ϲυνεργει δε τοιϲ ἐμετοιϲ και των ὀϲπριων αἱ τε πτιϲαναι μελιτοϲ ἐχουϲαι και
9999905 φλεγματοϲ
ρδ Κοινον καθαρτηριον ρε Ἀλοηδαρια δια ῥοδομελιτοϲ ρϚ Χοληϲ και φλεγματοϲ ἀγωγα ρζ Ἀλοηδαρια δοκιμα ρη Ἀλοηδαρια Ὀριβαϲιου ρθ Ἀλλωϲ
ἐμφρονεϲτερον και τουϲ τον ἀλλον τροπον ἐκμανενταϲ και τοιϲ ἀπο φλεγματοϲ νοϲημαϲι κρατιϲτον ἐϲτιν : οἱ δε και εὐϲιτοτεροι ἀντι
9999904 Περσικα
Κιμμεριων ἀφανιζων το φως σκοτος ποιει , οὑτως και τα Περσικα βελη πεμπομενα συγκρυψει τον ἡλιον . Λοκρων : ὁ
φησιν Ἱερωνυμος , το μεν προοιμιον ἀκουσα , τα δε Περσικα βουληθεισα δια το ἀτελειωτα εἰναι . καθολου δε φησι
9999902 πυρωδες
Αἰγυπτιοι : πνευματικωτατον γαρ το ζωιον παντων των ἑρπετων και πυρωδες ὑπ ' αὐτου παρεδοθη : παρ ' ὁ και
περι την γλωσσαν στρυφνοις και δριμεσι , λαμπρον δε το πυρωδες λευκον , τα δε ἀλλα ἐκ τουτων : ἐν
9999901 πλατοϲ
πεφωγμενην ἠ κυϲτεϲι βοων ἐλαιου θερμου ἡμιπληρεϲι , ὡϲ ἐϲ πλατοϲ ἐπικεηνται των πυριωμενων χωριων . ἐβιηϲατο κοτε ἀναγκη πυριηϲαι
ἱκανωϲ ἰϲχνα και μη ῥυπαρα , ἐχουϲηϲ τηϲ κλινηϲ δαψιλεϲ πλατοϲ προϲ το ἐπ ' ἀλλα και ἀλλα των πρωτων
9999900 ῥητορικη
γαρ ζητουμενον ὡς ὁμολογουμενον ἐλαβε : ζητουμενου γαρ εἰ ἐστι ῥητορικη , ὡς ἐφ ' ὡμολογημενων αὑτη προβαινουσα ἐφη ,
ἀγαθου τινος ἑνεκα ποιουσιν ἁ ποιουσιν , ἰατρικη ὑγειας , ῥητορικη του εὐ λεγειν , σκυτοτομικη του περισωζεσθαι το σωμα
9999900 αἰσχυνη
μεν τουτο ἐν σπουδῃ , σοι δε οὐκ ἐργον , αἰσχυνη δε ἀπεστι της χαριτος , τι οὐ διδως ;
βροτολοιγος ἰδησι ἠ Φαινων κρυοεις ὀλοον τοδε σημα δαμαρτι ἐσσεται αἰσχυνη τε και οὐκ ἐπι δηθα μενουσιν , ἠν δ
9999898 Αἰγοκερωτι
και ὁσα χρησιμα εἰς εὐωχιαν , Σεληνης ἐν Καρκινῳ και Αἰγοκερωτι τα τοις ἀνθρωποις ἐφημερα οἱον τροφαιον ἠ ὑγρον τι
και θρεμματα καθισταν και βουκολια , ὁμοιως δε και ἐν Αἰγοκερωτι , και μαλιστα θρεμματα , ἐν δε Ὑδροχοῳ ἀκροδρυα
9999898 καρκινῳ
βιβρωσκεται ὑπ ' αὐτου . πινοτηρης ] ζῳον συννομον τῳ καρκινῳ . ποιει ] κοινη . των ὀρχιλων : ὀρχιλος
αἱ μελαιναι ὑδατικον και μαλλον αἱ δειλης . Ἐν τῳ καρκινῳ δυο ἀστερες εἰσιν , οἱ καλουμενοι ὀνοι , ὡν
9999898 κλητικη
παγκρατες εἰ μεν προς το ὠ Ζευ συναψεις , ἀρσενικη κλητικη ἐστιν , εἰ δε προς το βελος , οὐδετερος
ἰδιοτητος . . Φησι γουν ὁ Τρυφων : Καθοτι ἡ κλητικη ὀνομα , κἀν δευτερον προσωπον ᾐ , και το
9999898 εὑρεθεισα
και βηξ ἐγενετο . ἐγενετο οὐν ὁ βηξ και ποτε εὑρεθεισα ἡ δυναμις ἐῤῥωμενη ἀπεδιωξε τον χυμον : ἀπεδιωξε μεντοι
συντυχουσα “ λεγε ἀντι του ” κατα τυχην φανεισα και εὑρεθεισα “ συντασσων το ” ἡμιν “ προς το ”
9999897 τρισκαιδεκατῃ
Θεοπομπος μεν ἐφη ὁ Χιος ἐν ταις Ἑλληνικαις κἀν τῃ τρισκαιδεκατῃ δε των Φιλιππικων Ἀγησιλαῳ τῳ Λακωνι εἰς Αἰγυπτον ἀφικομενῳ
θεσθαι Τηλεγονον και Ἀντικλειαν . Πολυβιος δ ' ἐν τῃ τρισκαιδεκατῃ των ἱστοριων Φιλιππου του καταλυθεντος ὑπο Ῥωμαιων κολακα γενεσθαι
9999896 ἱκανα
' αὐτου οἱ τοσουτοις ὑστερον ὑπατευσαντες χρονοις , ταυθ ' ἱκανα . περι δε του βιασαμενους τινας ἠ λαθοντας σφετερισασθαι
εἰς το μεσον ἑαυτων και των πολεμιων . ἐπει δε ἱκανα ἠδη ἠν , ἐνηψαν : ἐνηπτον δε και τας
9999895 τεσσαρεσκαιδεκα
Εὐναπιου Χρονικης ἱστοριας της μετα Δεξιππον νεας ἐκδοσεως ἐν βιβλιοις τεσσαρεσκαιδεκα . ἀρχεται μεν της ἱστοριας ἀπο της Κλαυδιου βασιλειας
πεντακισχιλιοι , ἱππεις δε ἑξακισχιλιοι ἑκατον , ἐλεφαντες δε ἑκατον τεσσαρεσκαιδεκα . Ἀντιγονος δ ' ἐκ μετεωρων τοπων κατιδων την
9999894 ὀργισθεισα
, φησιν , ἀποβλεπει εἰς ἡμας ὀργιλως , ὡς λεαινα ὀργισθεισα ὑπερ των τεκνων αὐτης : ἀνοητους ἀπαιδευτους . τους
οὐν ὑπ ' αὐτης τον κυβερνητην θεωρησασα ἡ Ἑλενη και ὀργισθεισα ταις αἱμορροϊσιν , ἐκλασε την ἀκανθαν αὐτης και ἐξεβαλε
9999894 φαρμακα
προσφυεις . των δε ἀλλων τους μεν εὐθραυστους , τα φαρμακα δυνανται διαλυοντα ἐκκρινειν . τους δε στερεους και δυσλυτους
δοκει καλλιστος των θεων . και μην τα γε ὠφελιμα φαρμακα τοις μεν νοσουσιν ὠφελιμα , τοις δε ὑγιαινουσι περιττα
9999894 ψευδες
συλλογισμος διχως λεγεται : ἠ γαρ εἰ συλλελογισται και συνηξε ψευδες συμπερασμαψευδους δε του συμπερασματος ὀντος , ἀναγκη και τας
συναγεσθαι μεν δοξει το νοσον ἐξ ἀναγκης μηδενι ἀνθρωπῳ : ψευδες δε τουτο , ἐπειδη ἐπιδεκτικος ὁ ἀνθρωπος νοσου ὡσπερ
9999894 ψευδομεθα
οὐν ὁτι πολλη ἡ ἐν τουτοις διαφορα : πολλακις γαρ ψευδομεθα ἐπ ' ἀγαθῳ και ἀληθευομεν ἐπι κακῳ : οἱον
ἀλογον ἀληθευομεν , εἰ δε ἀντιστρεψαντες εἰπωμεν παν ἀλογον ἱππος ψευδομεθα . οὐ γαρ ἐστι το τυχον ποιησαι ὑποκειμενον :
9999893 αἰκα
μεγα , ὡς ὁ Ἀσκληπιαδης φησι . ἀλλ ' οὐν αἰκα λῃς : εἰ βουλει , φησιν , ἐριφον καταθειναι
και θαυμαινονται και φιλεονται . ἀμφοτερα δε ταυτα ἐσσειται , αἰκα ἁδονᾳ και σεμνοτατι κεκραμεναν ποτιφερηται τις ταν ἀρχαν ,
9999893 σφαιροειδη
. . ΚΑΤ ' ΑΠΕΙΡΟΝΑ ΓΑΙΑΝ . Ἀπειρονα , την σφαιροειδη : οὐτε γαρ σφαιρα , οὐτε κυκλος περας ,
εἰναι και τον περιεχοντα αὐτα αἰθερα της ὁμοιας ὀντα φυσεως σφαιροειδη τε εἰναι και δια την ὁμοιομερειαν ἐγκυκλιως τε φερεσθαι
9999893 ἀϲτεροϲ
, οἰνανθηϲ ⋖ Ϛ , μανδραγορου ῥιζηϲ χυλου , γηϲ ἀϲτεροϲ ἀνα ⋖ ιβ , ῥου του ἐπι τα ὀψα
Ἀλλο των πανυ ἐξαιρετων , ᾡ μαρτυρω : λιβανου γηϲ ἀϲτεροϲ ἀνα ⋖ η κροκου ἀμυλου ἀρνογλωϲϲου χυλου ξηρου ἀνα
9999893 Ἐνδυμιωνα
πολυμηλον ἀντρον ὑπο ζαθεον καλλιπλοκαμων Νυμφαων , ἡχι ποτ ' Ἐνδυμιωνα παρυπνωοντα βοεσσιν ὑψοθεν ἀθρησασα κατηλυθε δια Σεληνη οὐρανοθεν :
ὀργανον της συριγγος φησι : τουτο γαρ πολυφωνον ὀν και Ἐνδυμιωνα ἐγειραι δυναιτ ' ἀν : ἀπηχησις συριγξεως : συριγγος
9999892 δεκανῳ
ἡ κεφαλη του Λεοντος της δωδεκαωρου . τῳ δε βʹ δεκανῳ παρανατελλουσι Μουσα λυριζουσα και τα μεσα του Κορακος και
των ποδων ὁ της δωδεκαωρου . και τῳ μεν πρωτῳ δεκανῳ ὀνομα Χοου πελει . παρανατελλουσιν αὐτῳ των κατησττερισμενων Πλειαδες
9999892 υἱεες
τερπνιστος : Καλλιμαχος : „ τερπνιστοι δε τοκευσι τοθ ' υἱεες „ . ὠκυς ὠκιων ὠκιστος , γλυκυς γλυκιων γλυκιστος
σκοπιην ὀρεος Χαλκωδονιοιο : οὐδ ' Ἀλοπῃ μιμνον πολυληιοι Ἑρμειαο υἱεες εὐ δεδαωτε δολους , Ἐρυτος και Ἐχιων : τοισι
9999892 κινδυνωδες
, κακιον γιγνεται : το τε γαρ ξανθον ἀκρητον ἐον κινδυνωδες , το δε λευκον και γλισχρον και στρογγυλον ἀλυσιτελες
. ἐνθεν τοι και ἀνθρωπῳ δηγμα ἀνθρωπου μιαρον ἐστι και κινδυνωδες οὐδενος θηριου μειον . Ἐν ὡρᾳ θερειῳ , ἀμητου
9999892 φρουριῳ
ἐν πεδιῳ ἱδρυμενον Γαζακα , [ χειμερινον δε ] ἐν φρουριῳ ἐρυμνῳ Ὀυερα , ὁπερ Ἀντωνιος ἐπολιορκησε κατα την ἐπι
φευγοντας ἐκ των πολεμιων . . εἰσω λεγει ἐν τῳ φρουριῳ . λεγει δε ὁτι ὁ βουλομενος ἁρπασαι τι εἰσιτω
9999892 ἡγεμονιᾳ
δυναστειαις ἐπιστησας τον νουν και τῃ μετα ταυτα γενομενῃ Ῥωμαιων ἡγεμονιᾳ . Ὁτι των πρεσβευτων των Καρχηδονιων τους αἰτιους του
ἐπανασταντων γαρ των κατα την Ἰταλιαν ἐθνων τῃ της Ῥωμης ἡγεμονιᾳ και των ἐξ αἰωνος ἀριστων κεκριμενων ἐλθοντων εἰς ἐριν
9999892 συμπεπληρωσθω
. κεισθω τῃ ΑΗ ἰση παλιν ἡ ΓΤ , και συμπεπληρωσθω ὁμοιως το ΓΦ στερεον . ἐπει ἐστιν ὡς ἡ
και ἀναγεγραφθω ἀπο της ΑΒ τετραγωνον το ΑΔ , και συμπεπληρωσθω το ΑΖ παραλληλογραμμον . και ἐπει το ΒΖ το
9999892 θυμιαματοϲ
ʹ : κοχλιαριον ὑδατι . Ἀλλο . καϲτοριου , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ ἀνα ⋖ η , πεπερεωϲ κοκκουϲ μ : γλυκει
, ἰξου το ἀρκουν . Ἀλλο , ἐπιϲπαϲτικον . ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ # Ϛ , κηρου , τερμινθινηϲ ἀνα # δ
9999891 ἐδειχθη
ἀρα το ἀπο της ΑΒ του ἀπο της ΒΖ . ἐδειχθη δε το ἀπο της ΑΒ του ἀπο της ΚΛ
ὡστε ἡ ἑξις αὐτης πολλῳ προτερα της ξυνεσεως ἐστιν . ἐδειχθη δε ἁμα ταυτῃ εἰναι το ἐχειν την φρονησιν ,
9999891 Πρωταγορα
σοφιστην λεγουσι ποιειν . ἑκαστου γαρ των προσιοντων λεγοντος ὠ Πρωταγορα , ποσου με διδαξεις ; ἀπεκρινατο φοιτων παρ '
εἰ οὐν εἰποι : ” Ἀληθη ὁδε λεγει , ὠ Πρωταγορα ; συ φῃς οὐκ εἰναι το ἑτερον μοριον οἱον
9999890 φιλανθρωπα
' ὠμοτατων ἐργων , οἰδατε , τα δε χρηστα και φιλανθρωπα παντα της ἑαυτων ψυχης ἐκτετμησθε ; και ταυτα μη
οἰκειων τινες και ἑταιρων αὐτου . ἐλθοντι δε τῳ Χοριηνῃ φιλανθρωπα τε ἀποκριναμενος και πιστιν ἐς φιλιαν δους αὐτον μεν
9999890 θωρακες
το Εὐριπιδου , καταχαλκον ὁραν πεδιον τοτε φησεις ἀληθως . θωρακες δε οὑτως ἀλληλων ἐχονται ὡστε εἰ και γυμνον ταξαις
μελλων ῥησω : ῥηδην , και διαρρηδην : δρυφακτοι ξυλινοι θωρακες : τα διαφραγματα : ἠ τα περιτειχισματα : ἠ
9999890 ἀπηχθη
ἐδηλωθη τῳ τροπῳ ἀπωλωλει τα χρηματα , και ὁ ἀνηρ ἀπηχθη ὑπο του δημου του ὑμετερου παραδεδομενος ἠδη τοις ἑνδεκα
Οὐξιους , εἰ μη ἀπαξουσιν αὐτῳ τον ἱππον : και ἀπηχθη εὐθυς ἐπι τῳ κηρυγματι . τοσηδε μεν σπουδη Ἀλεξανδρῳ
9999890 φλεγματωδεα
λευκα γινεται μαλιστα ταυτην την ὡρην , και τἀλλα νοσηματα φλεγματωδεα . Του δε ἠρος το φλεγμα ἐτι μενει ἰσχυρον
ἐπιμηνια χωρησει οἱ φλεγματωδεα : γνωστον δε ἐστιν ἠν χωρεῃ φλεγματωδεα : ὑμενωδεα τε γαρ φαινεται οἱ , και ὡσπερ
9999890 ἐμελησε
ἠ ἀναγινωσκειν . ταυτας δε τας σχεσεις καλουσιν , οἱς ἐμελησε της τουτων τεχνολογιας , των προτασεων ὑλας , και
τας λειτουργιας : σεμνη γαρ ἡ ἀναπαυσις και βεβηκυια : ἐμελησε γαρ τῳ ῥητορι του μη διολου καλλωπιζειν δοκειν .
9999890 φυγαδες
χρησαιτ ' ἀν παραδειγμασι λεγων , ὡς οἱ μεν Ἀθηνησι φυγαδες το πρωτον μετα πεντηκοντα ἀνδρων Φυλην τε καταλαβοντες και
και ἐκπεσοντας ἐκ της πατριδος ὑπεδεξαντο . Μετα δε οἱ φυγαδες των Κολοφωνιων φυλα - ξαντες τους Σμυρναιους ὁρτην ἐξω
9999890 ἐπλησθη
διοπερ τοσουτων νεων και των ἐν αὐταις γεγενημενων ἀνδρων ἀπολωλοτων ἐπλησθη της Κυμαιων και Φωκαεων ἡ παραθαλαττιος χωρα νεκρων και
μεν Ἰωνες συστελλουσι και ὁ Ποιητης των δ ' ἁπαν ἐπλησθη πεδιον . . . οἱ δε Ἀττικοι ἐκτεινουσι την
9999889 ἱστοριᾳ
δικην Πολυευκτος , ὡς φησι Φαβωρι - νος ἐν Παντοδαπῃ ἱστοριᾳ : συνεγραψε δε τον λογον Πολυκρατης ὁ σοφιστης ,
, παθος , τροπος : και οὐδεν ἐξω τουτων ἐν ἱστοριᾳ περιεχει οὐδεμια διηγησις . οὑτως ἐστι και παρα τῳ
9999889 βελτιστη
ἀρχας και αἰτιας ἐνῳκισθη τοις Ἑλλησι . πολιτεια δε ἡ βελτιστη και ὁμοδημια και κοινα τα φιλων και θρησκεια θεων
τελος δε ἀφνω καταλιπων οὑτως ἀπιστως και προδοτικως : ἡ βελτιστη δε Πενια πονοις με τοις ἀνδρικωτατοις καταγυμνασασα και μετ
9999888 κονιᾳ
ἁλμυρος ἐκ τε ὀρνιθος και χηνος : γλυκυς τε συν κονιᾳ παραλαμβανομενος . [ Περι ψυλλιου . ] Και το
' ὀπῳ Κυρηναϊκῳ ἠ Παρθικῳ συν οἰνῳ γλυκει , ἠ κονιᾳ ἀσβεστῳ συν ἐλαιῳ ἠ κοριου χυλῳ χριομεν : [
9999888 Γαλατειᾳ
ἐν Σικελιᾳ ἠν παρα Διονυσιῳ . λεγουσι δε ὁτι ποτε Γαλατειᾳ [ τινι ] παλλακιδι Διονυσιου προσεβαλε : και μαθων
ἐστιν οὑτω καλουμενος ἱερος ἰχθυς . Καλλιμαχος δ ' ἐν Γαλατειᾳ τον χρυσοφρυν : χρυσειον ἐν ὀφρυσιν ἱερον ἰχθυν ,
9999888 τεθαυμακα
μη πλανηθεισα δια - μαρτῃ της ὀρθης ὁδου . πανυ τεθαυμακα κἀκεινους , τον μεν φιλοπευστουντα περι του μεσου των
ποθεν ἐπηλθεν αὐτῳ [ λεγειν ] , ὑπερ παντα ἐγωγε τεθαυμακα . οὐδεν γαρ εὑρισκω τουτων παρα Δημοσθενει κειμενον ,
9999887 μιγεισα
και ἠδη μελανθεντα ῥαφανος καταπλασσομενη και ἀρου ῥιζα τεθεισα και μιγεισα μελιτι καταπλασσομενη . τα δε μετα φλεγμονης ὑπωπια πυριων
τ ' Ἐριωπιν . και Ἀρσινοης ὁμοιως : Ἀρσινοη δε μιγεισα Διος και Λητους υἱῳ τικτ ' Ἀσκληπιον υἱον ἀμυμονα
9999886 μακαρεσσι
, ἱνα μιν περι παντα καλυπτοι , ὀφρ ' εἰη μακαρεσσι θεοις ἑδος ἀσφαλες αἰει , γεινατο δ ' οὐρεα
ἠδ ' Ἀρκαδιης ] πολυμηλου ἀφνειος ἠνασσε [ , φιλος μακαρεσσι θεοισιν ] ? [ ] ? : ἡ οἱ
9999886 ἀσυνηθη
εἰς ψυχρον το παν ἀφικται , ἐκ του συνηθους εἰς ἀσυνηθη και εἰς σκληρον ἐκ μαλακου . Το δε γαλα
χρονον ἐνδιῃτηθη , προελθον ἐξαπιναιως εἰς ἀερα , ψυχρον και ἀσυνηθη τοπον , ἐπληχθη και της ὀδυνης και του δυσχεραινειν
9999885 συλλογισμῳ
των προτασεων μειζονι : οὐ γαρ ἀλλως ἐγχωρει ἐν ἑνι συλλογισμῳ συναγεσθαι τα ἀντικειμενα , ὡσπερ εἰρηται , οἱον ἐν
και το ἀναγκαιον , τουτο ὑλικον ἐστιν . ἐν τῳ συλλογισμῳ ἀρα ὁ μεσος ὡς ὑλικον ἐστιν αἰτιον : ὡστε
9999885 ἀλεξιφαρμακα
φυλλον ὁμοιον σκιλλῃ : χρησθαι δε αὐτῳ προς τε τα ἀλεξιφαρμακα και τας μαγειας : οὐ μην ὀρυττειν γ '
μιξασα ἐδωκεν Ἰασονι ἡ Μηδεια . ἀντιτομα δε εἰπε τα ἀλεξιφαρμακα κατα μεταφοραν την ἀπο των ῥιζοτομων : ἁπλουστερον γαρ
9999885 Θουκυδιδην
την εἰκονα ἐποιησε Κριτιας , Οἰνοβιῳ δε ἐργον ἐστιν ἐς Θουκυδιδην τον Ὀλορου χρηστον : ψηφισμα γαρ ἐνικησεν Οἰνοβιος κατελθειν
. ἀφικνουμενου αὐτου : του Θουκυδιδου . αὐτον : τον Θουκυδιδην . περιποιησειν : σωσειν . ἀνειπων : ἀνακηρυξας .
9999885 ἑνδεκατῳ
ἐπι του ὡροσκοπου ἠ ἐν τῳ μεσουρανηματι ἠ ἐν τῳ ἑνδεκατῳ , τῳ κυριῳ των ὁριων αὐτου : οὐχ ἁπλως
προσφερων τῳ γεννωμενῳ . Ὁτε ὑπαρχει ὁ Ἀρης ἐν τῳ ἑνδεκατῳ , οὐ καθαρευει ὁ τουτον οὑτως ἐχων προς τον
9999885 φοινικες
ἀρνων σαρξ , το του σησαμου σπερμα , βολβοι , φοινικες οἱ λιπαροι . Φοινικες χλωροι χυμων ὠμων ἐμπιπλωσι τους
, και στεφανος κυκλῳ χρυσους ἀμπελινος . Παρηλθον δε και φοινικες ἐπιχρυσοι ὀκταπηχεις ἑπτα , και κηρυκειον ἐπιχρυσον πηχων τεσσαρακοντα
9999885 πυωδες
τῃ πεμπτῃ και ἑκτῃ ἐπι δεκα ξηρανθῃ και μηκετι ἀποβησσῃ πυωδες , ὑγιης ἐστιν : ἠν δε μη , προσεχε
οἱ κοποι , οἱον ἡ Κλινια ἀποσιτος , τηκομενη , πυωδες , ἀλλοτε σμικρον αἱματωδες , ποδες ἐπῳδεον . Ἡ
9999885 ἀφρωδες
ἐαν το διαχωρημα ὑδαρες ἐστιν ἠ λευκον ἠ ὠχρον ἠ ἀφρωδες , πονηρα ἐστι ταυτα παντα . και ἡ αἰτια
καθαιρεται ἁμα τῃ βηχι , το μεν πρωτον πολυ και ἀφρωδες σιαλον , ἑβδομῃ δε και ὀγδοῃ , ὁκοταν ὁ
9999885 εὐθυγραμμῳ
. Παρα την δοθεισαν ἀρα εὐθειαν την ΑΒ τῳ δοθεντι εὐθυγραμμῳ τῳ Γ ἰσον παραλληλογραμμον παραβεβληται το ΑΞ ὑπερβαλλον εἰδει
εὐθειας γραψαι τμημα κυκλου δεχομενον γωνιαν ἰσην τῃ δοθεισῃ γωνιᾳ εὐθυγραμμῳ . Ἐστω ἡ δοθεισα εὐθεια ἡ ΑΒ , ἡ
9999884 ἠγγελλετο
. ἀφ ' ὡν αὐτην μαλλον ἠ προτερον ἐθαυμασαμεν : ἠγγελλετο μεν γαρ και προτερον μεγαλα , νενικηται δε παντα
ὡς πλειονας ἐκ της πολεως ταυτης ἐχοι συμμαχους . ταυτα ἠγγελλετο τοις ἐν τῃ πολει : οἱ δε ζηλωσαντες την
9999884 Παφλαγονα
καθα φησιν Ἀρριανος , ὁς και γνησιον παιδα Φινεως ἱστορει Παφλαγονα , ἐξ οὑ χωρα Παφλαγονια . και γην λεγει
θεραποντες οἱ στρατηγοι . Παραγει τινα Κλεωνα , τον καλουμενον Παφλαγονα κἀτι βυρσοπωλην πικροτατα , κατεσθιοντα πως τα κοινα χρηματα
9999884 αἰτιᾳ
του φευγοντος , πλατυνεται δε τοις ἐκ διαιρεσεως σχημασιν , αἰτιᾳ δι ' ἡν τουτο πεπραχεν , παραδειγμασι , προσωπου
ταὐτον αἰτια τ ' ἐστι και το δουλευον εἰς γενεσιν αἰτιᾳ . Τι μην ; Οὐκουν τα μεν γιγνομενα και
9999884 λινοιο
δεμας ἠπαφε νηων . Και μεν δη σκολιῃσιν ἐν ἀγκοινῃσι λινοιο κυκλωθεις ξιφιης μεγα νηπιος ἀφροσυνῃσιν ὀλλυται , ὁς θρωσκει
δωσων , χαριν ἀζυγος ἀμβροτοπωλου : κλωστου δ ' ἀμφιβολοις λινοιο ναος ὡσει σκαφος κελαινον εἰς ἑδρανα λαϊνα δαπεδα τε
9999884 φυσωδες
και λεπτυντικης . ἡ δε ῥιζα προς τοις εἰρημενοις και φυσωδες τι κεκτηται και ἀφροδισιαστικον . το δε σπερμα το
οὑτος γαρ μεγα εἰχε το αἰδοιον . γινεται δε δια φυσωδες πνευμα : και δει γυμνασια ἐπιταττειν και θερμην διαιταν
9999884 Φοινικα
νεωτερου του Μενελαου προς γεροντα τον φαινομενον δια της Ἀθηνας Φοινικα . φησι γαρ : Φοινιξ , ἀττα , γεραιε
λογῳ κατασκευαζων το ἀναγκαιον εἰναι μενειν , μιμουμενος τον Ὁμηρου Φοινικα . και γαρ ἐκεινος ἐν ταις Λιταις προτεινεται την
9999884 κλυδωνα
τῃδε ἐπιϲτροφῃϲι ἐϲ ταϲ μετακλιϲιαϲ το ὑγρον ὀγκον τε και κλυδωνα ποιεει : ἐϲακουειν δε και του κλυδωνοϲ . ἀλλα
] ὡδε προαγειν ἁπασας τας ἐκ του τοπου εἰς την κλυδωνα βαρβαρον ? [ ] ? ? ? ? ?
9999883 ἐφιλησε
ἐπει αὐτον ἠρωησεν ὁ χωρος . οὑτος ὁ Ἐρῳδιος πλειστον ἐφιλησε τας ἀγελας των ἱππων και ἐτρεφεν αὐτας ἐν τῳ
και θεασαμενη συν πολλῃ χαρᾳ ἐδεξιουτο τε αὐτον , και ἐφιλησε παντων ὁρωντων , εἰς τε το ἁρμα αὐτου μετενεβη
9999883 πηνικα
, τοτε και ποτε και ὁποτε , και τηνικα και πηνικα και ὁπηνικα και ἡνικα και τηνικαυτα . και ποτε
ἐξηγειται πηνικα μεν δεοι σπειρειν , πηνικα δε φυτευειν , πηνικα δε ἀμαν , πηνικα δε των βοτρυων ἐπιμελεισθαι ,
9999883 χρυσιῳ
; τελευταιον δ ' ἰσως ἐρωτησεις και εἰ ἐχρησω τῳ χρυσιῳ ὡσπερ τραπεζιτικον λογον παρα της βουλης ἀπαιτων , και
, τον δε νου μεν μη μετειλη - φοτα , χρυσιῳ δε πιστευοντα και ἀργυριῳ πρωτον μεν ὁπερ οἰεται κεκτησθαι
9999882 φιλανθρωπιᾳ
εἰ μη τουτο , γοητευθεντα και φενακισθεντα τῃ περι τἀλλα φιλανθρωπιᾳ και ταυτ ' ἐλπισαντα παρ ' αὐτου . οὐκ
θειοις ἐρυμασιν ἐνεσχεθησαν , εὐσεβειᾳ , δικαιοσυνῃ , πραοτητι , φιλανθρωπιᾳ . ἐξιτε οὐν ἠδη θαρσουντες ἐκ των τειχισματων :
9999882 ἀπηντησε
και ἐνταυθα ᾠκειτο πολις μεγαλη ὀνομα Ὠπις : προς ἡν ἀπηντησε τοις Ἑλλησιν ὁ Κυρου και Ἀρταξερξου νοθος ἀδελφος ἀπο
τοσουτῳ χειμωνι χρησασθαι : και γαρ , εἰ μηδεν φαυλον ἀπηντησε , τουτο τῃ τυχῃ λογιστεον , αὐτους δε οὐ
9999882 δαιδαλα
ἀναθηματα διεσπειραν . οὐκουν διαλαθων ἐπι τῳ βωμῳ κατεπηξε τα δαιδαλα των τριποδων , ἁ ἐπηγετο . ληξει οὐ μα
Φερεκλον ἐνηρατο , τεκτονος υἱον Ἁρμονιδεω , ὁς χερσιν ἐπιστατο δαιδαλα παντα τευχειν : ἐξοχα γαρ μιν ἐφιλατο Παλλας Ἀθηνη
9999882 τεχνῃ
γαρ ἠ τεχνωμενος ἑτερον τι δηλοι , ἀμεινον δε το τεχνῃ μετιων . και ταυτα παραπλησια , εἰδεναι , γινωσκειν
τῳ λυπειν , ὡσθ ' ὁταν φανωσι , καταρωμαι τῃ τεχνῃ . Καλον μοι δωρον ἐξ Αἰγαιου μεσου πεπομφας της
9999882 θερμῳ
λουσαντας οὑτως ἀποσχαζειν , εἰ δε μη , καταιοναν ὑδατι θερμῳ μεχρι φοινιξεως ἠ πυριαν δια σπογγων ἠ παραβαλλειν ἡλιῳ
τριψας , διεις ὑδατι , διδου πιειν : και τῳ θερμῳ λουεσθω , και πρασα και κραμβην ἐσθιετω : συνεψειν
9999882 εὐμεγεθες
τῃ ἑβδομηκοστῃ πνειν ἐπετρεπεν , ἀριθμου κρατος και φυσεως το εὐμεγεθες ἁμα και μονιμον τοις νοτοις δωρουμενος . ἀναγκαιως οὐν
λωτος δενδρον ἐστιν ἐν Λιβυῃ κατα την Μεμφιν φυομενον , εὐμεγεθες , ἡλικον ἀπιος ἠ μικρῳ ἐλαττον : φυλλον δε
9999882 κυλικες
φιαλη . Ἀχαιος δε ὁ Ἐρετριευς ἐν Ἀλκμαιωνι ἀντι του κυλικες παραγωγως κυλιχνιδας εἰρηκε δια τουτων : ἀλλ ' ὡς
. νυν γαρ δη ζαπεδον καθαρον και χειρες ἁπαντων και κυλικες : πλεκτους δ ' ἀμφιτιθει στεφανους , ἀλλος δ
9999882 Περσιδες
. . . . . . . . . α Περσιδες . . . . . . . . .
τε διεζη , ὡς αἱ Ἑλληνιδες γυναικες λεγουσι και αἱ Περσιδες . ὁρμος ἐκομισθη ποτε Κυρῳ ἐκ Θετταλιας , πεμψαντος
9999882 πλατεα
ταις κεναις ; εἰτ ' ἐκεραμευσαντο τοις μεν ἀνδρασιν ποτηρια πλατεα , τοιχους οὐκ ἐχοντ ' ἀλλ ' αὐτο τοὐδαφος
ὑπερ αὐτην , μαλλον δε και ἁπαλωτερα , ἐχοντα θηκαρια πλατεα , ἱνα ἐν καιρῳ δυνατον ἐστι τεταμενα χωρειν τα
9999881 ἐρασθεισα
ἠν ἡ μονη ἡδομενῳ : Πολυμηλη γαρ των Αἰολιδων τις ἐρασθεισα αὐτου κρυφα συνην . ὡς δε τους ἀνεμους ἐγκεκλεισμενους
πολις Καριας , ἀπο Καυνου , οὑ ἡ ἀδελφη Βυβλις ἐρασθεισα φευγοντος ἐκεινου [ ἀπηγξατο ] . ὁθεν ἡ παροιμια
9999881 ὁμωνυμιᾳ
προς τους ἐπιληπτους ἐν μελικρατῳ . ταυτα μεν οὐν ὡσπερ ὁμωνυμιᾳ τινι συνειληπται . Των δε ῥιζων και ἐν τοις
στησαμενος , κἀν τα ἐπη του θειου ἐκεινου ἀνδρος τῃ ὁμωνυμιᾳ πεπλανημενοι λεγειν τουτον ἐπλασαντο . Ὁμηροι γαρ πολλοι γεγονασιν
9999881 πιονι
ὀλεθρον ἐυφρονος υἱει Λερνου ὁν τεκετ ' Ἀμφιαλη Ῥοδιων ἐν πιονι γαιῃ . Τον δ ' ὡς οὐν ἐδαμασσε Παρις
εὐνας „ ἐπεισφερουσι ” χωρῳ ἐνι δρυοεντι , Ὑδης ἐν πιονι δημῳ . ” ἀλλοι δ ' ἐν Κιλικιᾳ ,
9999881 Ἀκαρνανες
ἐς τον ἐπειτα χρονον σπονδας και ξυμμαχιαν ἐποιησαντο ἑκατον ἐτη Ἀκαρνανες και Ἀμφιλοχοι προς Ἀμπρακιωτας ἐπι τοισδε , ὡστε μητε
ἐφασαν ἀκολουθειν . στασιαζοντων δ ' αὐτων , οἱ μεν Ἀκαρνανες διαλυσαμενοι τοις Ἀμπρακιωταις συνεθεντο την εἰρηνην εἰς ἐτη ἑκατον
9999881 χρωμεθα
ὑπο το γενειον ἀγαγοντας ἁμματιζειν , τουτῳ και ἐπι ἰνιῳ χρωμεθα τας ἀρχας ἐκ πλαγιων της κεφαλης ἁμματιζοντες . Κεφ
γευστων μεταφερομεν τας ἐπικλησεις και ταις των χυμων προσηγοριαις ἀναλογον χρωμεθα ἐπι των ὀσφραντων : οὐδεμια γαρ λανθανει χυμου διαφορα
9999881 ἐναλλαγη
δε γινεται το ζητημα : οὑτως οὐν ἡ των πραγματων ἐναλλαγη ποιει τα ἐσχηματισμενα , και οὐχ ἡ των προσωπων
κλεμμα λεγων , ἀλλ ' οὐ κατορθωμα . δωροδοκημα ] ἐναλλαγη των παρισουσων συλλαβων . και τοτε και νυν ἀει
9999880 αἱμορραγια
εἰ μη ὀλιγον ὑδατωδεϲ , ϲτομαχου πονοϲ , δυϲπνοια , αἱμορραγια δια των μυκτηρων και ἀπο των τρηϲεων του δηγματοϲ
, γινωσκε ὁτι ἐκ του δεξιου μελλει γενεσθαι μερους ἡ αἱμορραγια : εἰ δε το ἀριστερον , ἐκ του ἀριστερου
9999880 σκεψομεθα
ποιησομεν . οὐ γαρ εἰ δικαιως ἐκεινους ἀναιρησουσι , τουτο σκεψομεθα , ἀλλ ' εἰ ταυτον τουτο και ἡμας ἀδικως
ποιησομεν . οὐ γαρ εἰ δικαιως ἐκεινους ἀναιρησουσι , τουτο σκεψομεθα , ἀλλ ' εἰ ταυτον τουτο και ἡμας ἀδικως
9999880 ἐνεπλησε
δ ' ἐμβαλων εἰς την των πολεμιων χωραν τους στρατιωτας ἐνεπλησε παντοιας ὠφελειας . Τισσαφερνους δε μετα πολλης ἱππου παραγενομενου
ἠδη ἐουσης κοιλης ἐσμος μελισσεων ἐσδυς ἐς αὐτην κηριων μιν ἐνεπλησε . Τουτου δε γενομενου τοιουτου , ἐχρεωντο γαρ περι
9999880 φυλα
† νικωι δ ' ὁ καρρων . ϝειπατε μοι ταδε φυλα βροτησια . Πολλαλεγων ὀνυμ ' ἀνδρι , γυναικι δε
. τις γαρ ἀν ἠνεγκεν ὁμοθυμαδον ἐπιοντα των θηριων τα φυλα , ὁπου γε και ἠν ἑν τι τουτων δη
9999880 Θεσσαλια
δε πˈροσθεν πτερα δεξατο νικαν . Ὀλβια Λακεδαιμων , μακαιρα Θεσσαλια . πατρος δ ' ἀμφοτεραις ἐξ ἑνος ἀριστομαχου γενος
την φρασιν ἀντι του μετεβαλλε τους οἰκητορας ἡ τε νυν Θεσσαλια καλουμενη : προτερον γαρ Ἠμαθια ἐκαλειτο ʃ Αἱμονια τα
9999880 βαρυτατη
τους ὀδοντας και την γλωτταν . Κυπερος ἀριστη ἐστιν ἡ βαρυτατη και πυκνη , ἁδρα και δυσθραυστος , τραχεια ,
κουφοτεραι γαρ της πευκινης . πλειστη δε ἡ πευκινη και βαρυτατη και πιττωδεστατη δια το μαλιστα ἐνδᾳδον εἰναι την πευκην
9999880 χοινικα
και ἀμπελου λευκηϲ ῥιζα : ϲυνθετα δε : αἰρινου ἀλευρου χοινικα , καρδαμωμου λευκου ⋖ δ , νιτρου ἀφρου ⋖
ἀν λειφθῃ το ἡμισυ : ἑψειν δε και ἐρεβινθων λευκων χοινικα ἐν δυσι χοευσι , και τουτου λειπετω το ἡμισυ
9999879 θειῳ
Ἰθακη πατρις ἐστιν , πλεομεν δ ' ἁμ ' Ὀδυσσεϊ θειῳ . Νεοχμον τι παρηχθαι ἀθυρμα . Κρανια δισσα φορειν
, εἰ μη και παντα , χρεων ὀγκον ἐπιφερει τῳ θειῳ προτερον μεν οὐ φανεντων , νυν δε ἀναφυντων .
9999879 Δευκαλιωνα
ὡς Θησεα ἀνασωθεντα ὑστερον ἀπωσθηναι . στελλεται δη Θησευς παρα Δευκαλιωνα ἐς Κρητην , ἐξενεχθεντα δε αὐτον ὑπο πνευματων ἐς
διειργομενος σταδιων ἑξηκοντα και ἑκατον . ἐν δε τῳ Κυνῳ Δευκαλιωνα φασιν οἰκησαι , και της Πυρρας αὐτοθι δεικνυται σημα
9999878 φλεγμαινῃ
ἠν δε τα οὐλα ἠ τι των ὑπο τῃ γλωσσῃ φλεγμαινῃ , διαμασσητοισι χρησθαι : ἀπο φλεγματος δε και ταυτα
: ἠν γαρ ἑλκωσῃ το στομα των ὑστερεων , ὁταν φλεγμαινῃ , το παμπαν κινδυνος ἀτοκον γενεσθαι : ἀλλα προστιθεσθαι
9999878 ληψομεθα
ἀμφω δε καταλιποντες το νηκτον και πτηνον , το πεζον ληψομεθα , μηδεν ἠ ὁτι πεζον ὁ ἀνθρωπος εἰς το
ὡς λογου ἑνεκεν ἐπι της ἐκκειμενης διαστασεως του Κριου , ληψομεθα πρωτον τους ἐπιβαλλοντας χρονους ἑκατερῳ των περιεχοντων κεντρων ,
9999878 χαιρετω
οὐκ ἀν ὑπομειναιμ ' ἐτι , Πυθιας , ἑταιρειν . χαιρετω : μη μοι λεγε : ἀπετυχον : οὐδεν προς
ἐξεθρεψεν ἡ Ῥεα τον Δια . ἀλλ ' Ἡσιοδος μεν χαιρετω ταυτα ᾀδων περι των θεων , εἰ μη ὁτι
9999878 κεστρεα
δ ' ἀπολλυμαι . ὁ δε καλος Ἀρχεστρατος φησι : κεστρεα δ ' Αἰγινης ἐξ ἀμφιρυτης ἀγοραζε , ἀνδρασι τ
: λαμβανε δ ' ἐκ Γαισωνος ὁταν Μιλητον ἱκηαι , κεστρεα τον κεφαλον και τον θεοπαιδα λαβρακα . εἰσι γαρ
9999878 ῥητορι
και προπετης και εὐχερως ἐπι το λοιδορειν αἰσχρως και ἀπρεπως ῥητορι ἐξαγομενη , ἐχουσα δε τι και εὐφυες και εὐαγωγον
διανοιας και δρομον ῥηματων κεκραμενον καταπληξει και εὐμενειᾳ οὐδε ἐν ῥητορι τουτο ἐργον ποιουμενῳ ῥᾳδιως κατειδον . ὡστε μοι μικρος

Back