σοφιστην λεγουσι ποιειν . ἑκαστου γαρ των προσιοντων λεγοντος ὠ Πρωταγορα , ποσου με διδαξεις ; ἀπεκρινατο φοιτων παρ '
εἰ οὐν εἰποι : ” Ἀληθη ὁδε λεγει , ὠ Πρωταγορα ; συ φῃς οὐκ εἰναι το ἑτερον μοριον οἱον
9999934 εὐωδες
μελαν , φησι , την μεν αὐτην θεωριαν ἐχει , εὐωδες δ ' ἐστι πολυ μαλλον . Ἀπολλοδωρος δε ἐν
ἐκπιεσθεντων και ἀναπλασσομενων : ἐστι δ ' αὐτου καλον το εὐωδες , μεσως κατασμυρνον , βαρυ , μελαν , ἀξυλον
9999928 κλητικη
παγκρατες εἰ μεν προς το ὠ Ζευ συναψεις , ἀρσενικη κλητικη ἐστιν , εἰ δε προς το βελος , οὐδετερος
ἰδιοτητος . . Φησι γουν ὁ Τρυφων : Καθοτι ἡ κλητικη ὀνομα , κἀν δευτερον προσωπον ᾐ , και το
9999927 δυσωδες
ἐστι και την αἰτιαν ἑκαστου εἰπειν . το λεπτον και δυσωδες οὐρον ἐνδεικνυται ἐσχατην ἀπεψιαν και ἀκραν καταβολην των φυσικων
οἱ πολλοι ἀπολλυνται . Οἱσι καιομενοισι πυον βορβορωδες ἐρχεται και δυσωδες , ἀπολλυνται ὡς τα πολλα . Οἱσιν ἀπο του
9999926 βελτιστη
ἀρχας και αἰτιας ἐνῳκισθη τοις Ἑλλησι . πολιτεια δε ἡ βελτιστη και ὁμοδημια και κοινα τα φιλων και θρησκεια θεων
τελος δε ἀφνω καταλιπων οὑτως ἀπιστως και προδοτικως : ἡ βελτιστη δε Πενια πονοις με τοις ἀνδρικωτατοις καταγυμνασασα και μετ
9999925 φοινικες
ἀρνων σαρξ , το του σησαμου σπερμα , βολβοι , φοινικες οἱ λιπαροι . Φοινικες χλωροι χυμων ὠμων ἐμπιπλωσι τους
, και στεφανος κυκλῳ χρυσους ἀμπελινος . Παρηλθον δε και φοινικες ἐπιχρυσοι ὀκταπηχεις ἑπτα , και κηρυκειον ἐπιχρυσον πηχων τεσσαρακοντα
9999924 σφαιροειδες
ὁ της Ἐλεατικης αἱρεσεως ἡγησαμενος ἑν εἰναι το παν ἐφησε σφαιροειδες και πεπερασμενον , οὐ γενητον ἀλλ ' ἀιδιον και
και Κοδρατος και ὁ διδασκαλος μου Ἰσιδωριανος διαφερειν σφαιρας το σφαιροειδες ταυτηι , ἡι ἡ μεν σφαιρα κυκλοτερως πανταχοθεν εἰς
9999923 ὁλκαδες
ὑπο του Λεπιδου καθειλκοντο , και ὑστερον αὐτας προσιουσας αἱ ὁλκαδες ὡς και τασδε ἀλλας πολεμιας ἐξεκλιναν , ἑως αἱ
χρονοις ἁπαξ ἠ δις , ἀλλ ' ὁσημεραι συνεχως και ὁλκαδες και ἐμποροι κομιζονται δι ' ἀμφοτερας της θαλαττης ,
9999923 φλεγματοϲ
ρδ Κοινον καθαρτηριον ρε Ἀλοηδαρια δια ῥοδομελιτοϲ ρϚ Χοληϲ και φλεγματοϲ ἀγωγα ρζ Ἀλοηδαρια δοκιμα ρη Ἀλοηδαρια Ὀριβαϲιου ρθ Ἀλλωϲ
ἐμφρονεϲτερον και τουϲ τον ἀλλον τροπον ἐκμανενταϲ και τοιϲ ἀπο φλεγματοϲ νοϲημαϲι κρατιϲτον ἐϲτιν : οἱ δε και εὐϲιτοτεροι ἀντι
9999922 καρκινῳ
βιβρωσκεται ὑπ ' αὐτου . πινοτηρης ] ζῳον συννομον τῳ καρκινῳ . ποιει ] κοινη . των ὀρχιλων : ὀρχιλος
αἱ μελαιναι ὑδατικον και μαλλον αἱ δειλης . Ἐν τῳ καρκινῳ δυο ἀστερες εἰσιν , οἱ καλουμενοι ὀνοι , ὡν
9999922 ἡγεμονιᾳ
δυναστειαις ἐπιστησας τον νουν και τῃ μετα ταυτα γενομενῃ Ῥωμαιων ἡγεμονιᾳ . Ὁτι των πρεσβευτων των Καρχηδονιων τους αἰτιους του
ἐπανασταντων γαρ των κατα την Ἰταλιαν ἐθνων τῃ της Ῥωμης ἡγεμονιᾳ και των ἐξ αἰωνος ἀριστων κεκριμενων ἐλθοντων εἰς ἐριν
9999921 χοιραδες
ὑγρον , ἐχον ἐν τῳ βαθει σαρκα ὑπωχρον διεφθαρμενην . χοιραδες περι σιαγοσι και τραχηλῳ και μασχαλαις και βουβωσιν ,
τραχηλον συναγχη , κυναγχη , ἀγχονη , ἐξωσις σπονδυλων , χοιραδες , στεατωματα . περι δε ὠμους του ἀκρωμιου καταγμα
9999918 αἰσχυνη
μεν τουτο ἐν σπουδῃ , σοι δε οὐκ ἐργον , αἰσχυνη δε ἀπεστι της χαριτος , τι οὐ διδως ;
βροτολοιγος ἰδησι ἠ Φαινων κρυοεις ὀλοον τοδε σημα δαμαρτι ἐσσεται αἰσχυνη τε και οὐκ ἐπι δηθα μενουσιν , ἠν δ
9999917 κτητικα
ἰδιαν ποιοτητα σημαινει , ὀρθως οὐδε τα ἀπ ' αὐτων κτητικα ἐπι πληθους νοειται , λεγω δε το Ἑκτορειος και
σχηματιζομεναι , ἐχουσι τινα παρεκδεδραμηκοτα παρα τας εὐθειας : τα κτητικα των εἰς κος ληγοντων παρα γενικας σχηματιζεται , ποιμενικον
9999915 φλεγματωδεα
λευκα γινεται μαλιστα ταυτην την ὡρην , και τἀλλα νοσηματα φλεγματωδεα . Του δε ἠρος το φλεγμα ἐτι μενει ἰσχυρον
ἐπιμηνια χωρησει οἱ φλεγματωδεα : γνωστον δε ἐστιν ἠν χωρεῃ φλεγματωδεα : ὑμενωδεα τε γαρ φαινεται οἱ , και ὡσπερ
9999912 ἠπειλησε
καλος ἠν και ἀστικος και ἡλικιωτης Χαιρεου ; Ἀλλ ' ἠπειλησε Χαιρεας ἀποσφαξειν ἀμφοτερους , εἰ λαβοι με ποτε μετ
ἀνακτι : ἐπι δε ὀργης : αἰψα δ ' ἀναστας ἠπειλησε μυθον . το δε εὐχομαι παρα τας † ἀπελλας
9999911 φλεγμαινῃ
ἠν δε τα οὐλα ἠ τι των ὑπο τῃ γλωσσῃ φλεγμαινῃ , διαμασσητοισι χρησθαι : ἀπο φλεγματος δε και ταυτα
: ἠν γαρ ἑλκωσῃ το στομα των ὑστερεων , ὁταν φλεγμαινῃ , το παμπαν κινδυνος ἀτοκον γενεσθαι : ἀλλα προστιθεσθαι
9999911 χειροηθη
πρωτον αὐτῳ πορρωθεν , ὡσπερ δη τοις πωλοις , ἠρεμα χειροηθη ποιουντας , ἀπο των σμικρων και φαυλοτατων ὡς ἀν
ἀκμαζοντα και γεγηρακοτα φαινομενα , ἐτι δε αὐτων τα μεν χειροηθη τε και ἡμερα , τα δ ' ἀγρια εἰσι
9999910 ὀργισθεισα
, φησιν , ἀποβλεπει εἰς ἡμας ὀργιλως , ὡς λεαινα ὀργισθεισα ὑπερ των τεκνων αὐτης : ἀνοητους ἀπαιδευτους . τους
οὐν ὑπ ' αὐτης τον κυβερνητην θεωρησασα ἡ Ἑλενη και ὀργισθεισα ταις αἱμορροϊσιν , ἐκλασε την ἀκανθαν αὐτης και ἐξεβαλε
9999908 κυλικες
φιαλη . Ἀχαιος δε ὁ Ἐρετριευς ἐν Ἀλκμαιωνι ἀντι του κυλικες παραγωγως κυλιχνιδας εἰρηκε δια τουτων : ἀλλ ' ὡς
. νυν γαρ δη ζαπεδον καθαρον και χειρες ἁπαντων και κυλικες : πλεκτους δ ' ἀμφιτιθει στεφανους , ἀλλος δ
9999908 θωρακες
το Εὐριπιδου , καταχαλκον ὁραν πεδιον τοτε φησεις ἀληθως . θωρακες δε οὑτως ἀλληλων ἐχονται ὡστε εἰ και γυμνον ταξαις
μελλων ῥησω : ῥηδην , και διαρρηδην : δρυφακτοι ξυλινοι θωρακες : τα διαφραγματα : ἠ τα περιτειχισματα : ἠ
9999908 κοιλη
το παν . φανερον δη ὁτι ἐν ᾡ χρονῳ ἡ κοιλη σφαιρα του πλανωμενου της των ἀπλανων ὑπολειπεται φερουσα την
ὑπαρχουσιν ἐν ταις εὐδιαις ἐχρητο , εἰ δε ἡ θαλασσα κοιλη γενοιτο , θατερα δια της παρεξειρεσιας κατα τας θρανιτιδας
9999908 ψηφισμα
του τοιουτου θανατου περισωθεις οὐκετι κωμῳδιαν μετηλθεν ἀπαρακαλυπτον , ἀλλα ψηφισμα θεντος Ἀλκιβιαδου κωμῳδειν ἐσχηματισμενως και μη προδηλως αὐτος τε
ἀξιολογος , εἱς των πολιτευομενων , Ἀμυντωρ , ᾡ το ψηφισμα ἐπεδειξατο Δημοσθενης και ἀνεκοινουτο , εἰ δῳ τῳ γραμματει
9999906 ἐμετοιϲ
οἱϲ δ ' ἀν ἡ ἀνω κοιλια φλεγμα ἐχῃ , ἐμετοιϲ κενουν , οἱϲ δ ' ἀν το αἱμα ὑπερβαλλῃ
χλωρα και κρομυου ὀλιγον και πραϲου . ϲυνεργει δε τοιϲ ἐμετοιϲ και των ὀϲπριων αἱ τε πτιϲαναι μελιτοϲ ἐχουϲαι και
9999905 φυγαδες
χρησαιτ ' ἀν παραδειγμασι λεγων , ὡς οἱ μεν Ἀθηνησι φυγαδες το πρωτον μετα πεντηκοντα ἀνδρων Φυλην τε καταλαβοντες και
και ἐκπεσοντας ἐκ της πατριδος ὑπεδεξαντο . Μετα δε οἱ φυγαδες των Κολοφωνιων φυλα - ξαντες τους Σμυρναιους ὁρτην ἐξω
9999905 Φοινικα
νεωτερου του Μενελαου προς γεροντα τον φαινομενον δια της Ἀθηνας Φοινικα . φησι γαρ : Φοινιξ , ἀττα , γεραιε
λογῳ κατασκευαζων το ἀναγκαιον εἰναι μενειν , μιμουμενος τον Ὁμηρου Φοινικα . και γαρ ἐκεινος ἐν ταις Λιταις προτεινεται την
9999905 σφαιροειδη
. . ΚΑΤ ' ΑΠΕΙΡΟΝΑ ΓΑΙΑΝ . Ἀπειρονα , την σφαιροειδη : οὐτε γαρ σφαιρα , οὐτε κυκλος περας ,
εἰναι και τον περιεχοντα αὐτα αἰθερα της ὁμοιας ὀντα φυσεως σφαιροειδη τε εἰναι και δια την ὁμοιομερειαν ἐγκυκλιως τε φερεσθαι
9999905 ἀφρωδες
ἐαν το διαχωρημα ὑδαρες ἐστιν ἠ λευκον ἠ ὠχρον ἠ ἀφρωδες , πονηρα ἐστι ταυτα παντα . και ἡ αἰτια
καθαιρεται ἁμα τῃ βηχι , το μεν πρωτον πολυ και ἀφρωδες σιαλον , ἑβδομῃ δε και ὀγδοῃ , ὁκοταν ὁ
9999904 ἑνδεκατῳ
ἐπι του ὡροσκοπου ἠ ἐν τῳ μεσουρανηματι ἠ ἐν τῳ ἑνδεκατῳ , τῳ κυριῳ των ὁριων αὐτου : οὐχ ἁπλως
προσφερων τῳ γεννωμενῳ . Ὁτε ὑπαρχει ὁ Ἀρης ἐν τῳ ἑνδεκατῳ , οὐ καθαρευει ὁ τουτον οὑτως ἐχων προς τον
9999904 θυμιαματοϲ
ʹ : κοχλιαριον ὑδατι . Ἀλλο . καϲτοριου , ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ ἀνα ⋖ η , πεπερεωϲ κοκκουϲ μ : γλυκει
, ἰξου το ἀρκουν . Ἀλλο , ἐπιϲπαϲτικον . ἀμμωνιακου θυμιαματοϲ # Ϛ , κηρου , τερμινθινηϲ ἀνα # δ
9999903 τεσσαρεσκαιδεκατῃ
, ἐκ τρωματος κεφαλης ὡς δωδεκαετης θνησκει ἐν μεσῳ θερει τεσσαρεσκαιδεκατῃ ἡμερῃ : θυρην τις αὐτῃ ἐνεβαλε , και το
, ὁτι τῃ μεν δεκατῃ ἱδρως ἀνω , τῃ δε τεσσαρεσκαιδεκατῃ κατω . διατι δε , οὐκ ἰσμεν . ἀλλα
9999901 μανιᾳ
δηθεν ἐλεους ἐχομενον καθ ' ἑαυτον βουλευσαμενος , ταχα τῃ μανιᾳ της φιλαργυριας εἰς τουτο συνελαθεις , οὐχι δε συμπαθειᾳ
την αὐτου του καλλους ἀχραντον τε και καθαραν ἰδεαν ἐξορμωσαν μανιᾳ σωφρονι των ψυχων , “ ὁσαι Ζηνος ἐγγυς και
9999900 μιγεισα
και ἠδη μελανθεντα ῥαφανος καταπλασσομενη και ἀρου ῥιζα τεθεισα και μιγεισα μελιτι καταπλασσομενη . τα δε μετα φλεγμονης ὑπωπια πυριων
τ ' Ἐριωπιν . και Ἀρσινοης ὁμοιως : Ἀρσινοη δε μιγεισα Διος και Λητους υἱῳ τικτ ' Ἀσκληπιον υἱον ἀμυμονα
9999900 κεστρεα
δ ' ἀπολλυμαι . ὁ δε καλος Ἀρχεστρατος φησι : κεστρεα δ ' Αἰγινης ἐξ ἀμφιρυτης ἀγοραζε , ἀνδρασι τ
: λαμβανε δ ' ἐκ Γαισωνος ὁταν Μιλητον ἱκηαι , κεστρεα τον κεφαλον και τον θεοπαιδα λαβρακα . εἰσι γαρ
9999900 ἀσυνηθη
εἰς ψυχρον το παν ἀφικται , ἐκ του συνηθους εἰς ἀσυνηθη και εἰς σκληρον ἐκ μαλακου . Το δε γαλα
χρονον ἐνδιῃτηθη , προελθον ἐξαπιναιως εἰς ἀερα , ψυχρον και ἀσυνηθη τοπον , ἐπληχθη και της ὀδυνης και του δυσχεραινειν
9999899 τεθαυμακα
μη πλανηθεισα δια - μαρτῃ της ὀρθης ὁδου . πανυ τεθαυμακα κἀκεινους , τον μεν φιλοπευστουντα περι του μεσου των
ποθεν ἐπηλθεν αὐτῳ [ λεγειν ] , ὑπερ παντα ἐγωγε τεθαυμακα . οὐδεν γαρ εὑρισκω τουτων παρα Δημοσθενει κειμενον ,
9999899 ἐφιλησε
ἐπει αὐτον ἠρωησεν ὁ χωρος . οὑτος ὁ Ἐρῳδιος πλειστον ἐφιλησε τας ἀγελας των ἱππων και ἐτρεφεν αὐτας ἐν τῳ
και θεασαμενη συν πολλῃ χαρᾳ ἐδεξιουτο τε αὐτον , και ἐφιλησε παντων ὁρωντων , εἰς τε το ἁρμα αὐτου μετενεβη
9999899 σκληροτητι
το μεν γαρ δερμα αὐτου παν φολιδωτον ἐστι και τηι σκληροτητι διαφορον : ὀδοντες δε ἐξ ἀμφοτερων των μερων ὑπαρχουσι
δ ' οὐ δεχοιτο ἀλλ ' ἀποστεγοι τῃ πυκνοτητι και σκληροτητι . Διῃρημενου δ ' οὑτω του τεραμονος και ἀτεραμονος
9999899 ἀερωδες
: τρεφεται δε τῳ ψυχρῳ το κατα το λευκον και ἀερωδες διαπνεομενον . Οὐδε γαρ ἀγνοειν χρη ὁτι κατα την
φωνηεν , τροπικον , ἀνθρωποειδες , ἀνωφερες , δικαιον , ἀερωδες , εὐμεταβολον , μετοπωρινον , ὑπογειον κοσμου , δημοσιον
9999899 νενευκυια
Βελγικην προσεισιν ἐπ ' ἀνατολας συχνον ὁσον ἡ Γερμανια , νενευκυια και αὐτη προς την ἐκτος θαλασσαν : μετα δε
δε γʹ καταληκτικον εὐριπιδειον . ἐπι τῳ τελει διπλη ἐσω νενευκυια . τῃ αὐτῃ και το ἐπιρρημα . τουτο δε
9999899 Ἐνδυμιωνα
πολυμηλον ἀντρον ὑπο ζαθεον καλλιπλοκαμων Νυμφαων , ἡχι ποτ ' Ἐνδυμιωνα παρυπνωοντα βοεσσιν ὑψοθεν ἀθρησασα κατηλυθε δια Σεληνη οὐρανοθεν :
ὀργανον της συριγγος φησι : τουτο γαρ πολυφωνον ὀν και Ἐνδυμιωνα ἐγειραι δυναιτ ' ἀν : ἀπηχησις συριγξεως : συριγγος
9999899 πλατοϲ
πεφωγμενην ἠ κυϲτεϲι βοων ἐλαιου θερμου ἡμιπληρεϲι , ὡϲ ἐϲ πλατοϲ ἐπικεηνται των πυριωμενων χωριων . ἐβιηϲατο κοτε ἀναγκη πυριηϲαι
ἱκανωϲ ἰϲχνα και μη ῥυπαρα , ἐχουϲηϲ τηϲ κλινηϲ δαψιλεϲ πλατοϲ προϲ το ἐπ ' ἀλλα και ἀλλα των πρωτων
9999899 κλιμακτηρες
γυναικων εὐνοηθησεται , ὀψεται δε θανατους τεκνων . οἱ δε κλιμακτηρες αὐτου εἰσιν ἐτος ζʹ , ιαʹ , ιθʹ ,
, και καταπονηθησεται ὑπ ' αὐτου . εἰσι δε οἱ κλιμακτηρες του θεου ἐτος θʹ , ιβʹ , ιδʹ ,
9999897 ψευδομεθα
οὐν ὁτι πολλη ἡ ἐν τουτοις διαφορα : πολλακις γαρ ψευδομεθα ἐπ ' ἀγαθῳ και ἀληθευομεν ἐπι κακῳ : οἱον
ἀλογον ἀληθευομεν , εἰ δε ἀντιστρεψαντες εἰπωμεν παν ἀλογον ἱππος ψευδομεθα . οὐ γαρ ἐστι το τυχον ποιησαι ὑποκειμενον :
9999897 φυλακα
ὡν φλεχθεις ὠλετο . Ῥυτηρα : ῥυστην , βοηθον , φυλακα . Τυφαονιον : του Τυφωνος . ὀλετηρα : φθορεα
λωβαις , οὐδε χωρις ὀντ ' ἐμου : τοιον πυλωρον φυλακα Τευκρον ἀμφι σοι λειψω τροφης ἀοκνον ἐμπα , κεἰ
9999897 μαθητῃ
δραχμων ἐπιορκουντα , τον Στωϊκον δε Ἀγαθοκλεα περι μισθου τῳ μαθητῃ δικαζομενον , Κλεινιαν δε τον ῥητορα ἐκ του Ἀσκληπιειου
πολλακις ἡ ἐνεργεια της δυναμεως , ὡς ἐν διδασκαλῳ και μαθητῃ : προτερα γαρ ἡ τελεια του διδασκοντος ἐνεργεια της
9999896 δυωδεκα
ὁ Παφιος στρατηγος Πενθυλος ὁ Δημονοου , ὁς ἠγε μεν δυωδεκα νεας ἐκ Παφου , ἀποβαλων δε σφεων τας ἑνδεκα
των πρωτων λεγομενων θεων , Ἡρακλεης δε των δευτερων των δυωδεκα λεγομενων εἰναι , Διονυσος δε των τριτων , οἱ
9999896 ἑκκαιδεκατῳ
λεγειν βαρυνειν Ἀττικους το στρουθος , ὁμοιως και ἐν τῳ ἑκκαιδεκατῳ της καθολου λεγων και Τρυφωνα μεμνησθαι ἐν δευτερῳ περι
δε Γινδαρους ἐφη . Γιττα , πολις Παλαιστινης . Πολυβιος ἑκκαιδεκατῳ . το ἐθνικον Γιτταιος . Γλανις , ποταμος Κυμης
9999896 ῥητορικη
γαρ ζητουμενον ὡς ὁμολογουμενον ἐλαβε : ζητουμενου γαρ εἰ ἐστι ῥητορικη , ὡς ἐφ ' ὡμολογημενων αὑτη προβαινουσα ἐφη ,
ἀγαθου τινος ἑνεκα ποιουσιν ἁ ποιουσιν , ἰατρικη ὑγειας , ῥητορικη του εὐ λεγειν , σκυτοτομικη του περισωζεσθαι το σωμα
9999896 τειρεα
πανθ ' Ἡγησιαναξ τε και Ἑρμιππος τα κατ ' αἰθρην τειρεα και πολλοι ταυτα τα φαινομενα βιβλοις ἐγκατεθεντο , †
το ὀνομα αὐτης ἐτυμολογουσι παρα το ῥειν ἀει και ποιειν τειρεα . και φυσικως ταυτης ἀνδρα τον Κρονον φασιν ,
9999895 θειῳ
Ἰθακη πατρις ἐστιν , πλεομεν δ ' ἁμ ' Ὀδυσσεϊ θειῳ . Νεοχμον τι παρηχθαι ἀθυρμα . Κρανια δισσα φορειν
, εἰ μη και παντα , χρεων ὀγκον ἐπιφερει τῳ θειῳ προτερον μεν οὐ φανεντων , νυν δε ἀναφυντων .
9999895 τυραννιδι
ὑπο του τυραννου , τινες εἰσιν οἱ μαλιστα ἐπιβουλευοντες τηι τυραννιδι αὐτου , τους δορυφορους ἐδειξεν : ὁ δε πεισθεις
ὁπλα παρασκευαζεται : οὐ μην ὁ πας ὁπλα κεκτημενος ἐπι τυραννιδι προσποιειται : ἀλλ ' ἐτι και δι ' ἀλλην
9999895 δεκανῳ
ἡ κεφαλη του Λεοντος της δωδεκαωρου . τῳ δε βʹ δεκανῳ παρανατελλουσι Μουσα λυριζουσα και τα μεσα του Κορακος και
των ποδων ὁ της δωδεκαωρου . και τῳ μεν πρωτῳ δεκανῳ ὀνομα Χοου πελει . παρανατελλουσιν αὐτῳ των κατησττερισμενων Πλειαδες
9999894 Κρητικη
ἀφροδιϲιαϲ . ἀντι κομαρεαϲ ἀμμωνιακον θυμιαμα . ἀντι κιϲηρεωϲ γη Κρητικη . ἀντι κυφεωϲ ἰϲχαϲ κεκαυμενη . ἀντι κηρυκων ὀϲτρεα
. εἰσι δε δυο γενη της βοτανης , ἡ μεν Κρητικη , ἡ δε Ἀσιατικη . ὁ δε Πλουταρχος πλειονα
9999894 Βυζαντιῳ
. και τουτο μεν τοιουτον . βασιλευς δε παρεχειμαζεν ἐν Βυζαντιῳ διαναπαυων τε ἑαυτον των μακρων πονων και τα κατα
, ἀππαπαι παπαιαξ , ἡβης ἐκεινης , ἡνικ ' ἐν Βυζαντιῳ ξυνημεν φρουρουντ ' ἐγω τε και συ : κᾀτα
9999894 ἐγγεγραφθω
του κωνου μειζων ἠ τριπλασιος τῳ ΡΣ στερεῳ . και ἐγγεγραφθω εἰς τον ΑΒΓΔ κυκλον τετραγωνον το ΑΒΓΔ , και
Η , Θ γωνιων της προς τῳ Ζ , και ἐγγεγραφθω εἰς τον ΑΒΓΔΕ κυκλον τῳ ΖΗΘ τριγωνῳ ἰσογωνιον τριγωνον
9999894 ἐννεα
θεων , [ και ] μη ἐξειναι αὐτων μηδενι των ἐννεα ἀρχοντων λαχειν μηδε ἱερωσυνης μηδεμιας , τοις δ '
ὑπαρχοντος , ἀναγκαιου , ἐνδεχομενου , τριων δε και σχηματων ἐννεα εἰσιν αἱ πασαι μιξεις . και ἐπι μεν της
9999894 Πυθαγορα
θειων τε και ἀνθρωπινων πραγματων . τι φης , ὠ Πυθαγορα , θεια και ἀνθρωπινα μονον οἰδεν ἡ φιλοσοφια ,
και ἑν τουτο των ἀκουσματων ἐστι : τις εἰ , Πυθαγορα ; φασι γαρ εἰναι Ἀπολλωνα Ὑπερβορεον : τουτου δε
9999893 βραχειαϲ
διχρονοϲ , οἱον λογοϲ : τροχαιοϲ ἐκ μακραϲ – και βραχειαϲ ˘ τριχρονοϲ , οἱον † Ϲολων : ἰαμβοϲ ἐκ
τε και ὑποϲπαιροντων ἀτακτωϲ , εἰτα και ἀϲφυξιαϲ ἑπομενηϲ , βραχειαϲ δε νοτιδοϲ δροϲιζουϲηϲ την ἐπιφανειαν , τηϲ δε ἀναπνοηϲ
9999893 ψευδες
συλλογισμος διχως λεγεται : ἠ γαρ εἰ συλλελογισται και συνηξε ψευδες συμπερασμαψευδους δε του συμπερασματος ὀντος , ἀναγκη και τας
συναγεσθαι μεν δοξει το νοσον ἐξ ἀναγκης μηδενι ἀνθρωπῳ : ψευδες δε τουτο , ἐπειδη ἐπιδεκτικος ὁ ἀνθρωπος νοσου ὡσπερ
9999893 πυρωδες
Αἰγυπτιοι : πνευματικωτατον γαρ το ζωιον παντων των ἑρπετων και πυρωδες ὑπ ' αὐτου παρεδοθη : παρ ' ὁ και
περι την γλωσσαν στρυφνοις και δριμεσι , λαμπρον δε το πυρωδες λευκον , τα δε ἀλλα ἐκ τουτων : ἐν
9999893 τυραννιδα
και αἰτει το γερας : ἡ προβολη : ἐπαυσα την τυραννιδα και δει λαμβανειν με την δωρεαν : τουτο δε
μεν οὐν και ἀριστοκρατιαν και δημοκρατιαν ἐφιεσθαι του ὀρθου : τυραννιδα δε και ὀλιγαρχιαν και ὀχλοκρατιαν του φαυλου . Γιγνεσθαι
9999893 ἀπαλλαγη
οὐκ ἀλλο τι ἠ ἡ της ψυχης ἀπο του σωματος ἀπαλλαγη , και ἐστι τουτο το τεθναναι , χωρις μεν
' ἀριστα διαπονουμενου . νυν δ ' εὐτυχης γενοιτ ' ἀπαλλαγη πονων εὐαγγελου φανεντος ὀρφναιου πυρος . ὠ χαιρε λαμπτηρ
9999893 εὐτυχιᾳ
ᾑπερ οὐ προσεδεχοντο προτερον τας σπονδας , δοκουντες τῃ παρουσῃ εὐτυχιᾳ καθυπερτεροι γενησεσθαι : και τους ξυμμαχους ἁμα ἐδεδισαν σφων
πολιν ὠδυρετο ; πολις γαρ αὑτη τας ἀλλας ὁσον ἐν εὐτυχιᾳ πολλῳ τῳ μετρῳ παρηνεγκε , πανταχοθεν αὑτην λαμπραν και
9999893 διεξηλθε
αὐτος ὁ Καλλιας , και παρελθων εἰς την ἐκκλησιαν λογους διεξηλθε κατεσκευασμενους ὑπο Δημοσθενους . Εἰπε γαρ ὡς ἡκοι ἐκ
και την ἀναμετρησιν ταυτης μετα της προσηκουσης ἐπιμελειας ἐν ἑνδεκα διεξηλθε βιβλιοις , ὡς σαφεστατον και ἀκριβεστατον περιπλουν της καθ
9999892 ἀσπιδες
καλειται δε Λαλιχμιον του ἀναθεντος ἐπωνυμον . περι δε αὐτο ἀσπιδες ἀνακεινται , θεας ἑνεκα και οὐκ ἐς ἐργον πολεμου
λευκην ἀσπιδα φερων . λευκασπις ] + ἀπεστιλβον γαρ αἱ ἀσπιδες αὐτῳ τῳ χαλκῳ . ὀρνυται ] διεγειρεται . ὀρνυται
9999892 δαιδαλα
ἀναθηματα διεσπειραν . οὐκουν διαλαθων ἐπι τῳ βωμῳ κατεπηξε τα δαιδαλα των τριποδων , ἁ ἐπηγετο . ληξει οὐ μα
Φερεκλον ἐνηρατο , τεκτονος υἱον Ἁρμονιδεω , ὁς χερσιν ἐπιστατο δαιδαλα παντα τευχειν : ἐξοχα γαρ μιν ἐφιλατο Παλλας Ἀθηνη
9999892 Γαλατειᾳ
ἐν Σικελιᾳ ἠν παρα Διονυσιῳ . λεγουσι δε ὁτι ποτε Γαλατειᾳ [ τινι ] παλλακιδι Διονυσιου προσεβαλε : και μαθων
ἐστιν οὑτω καλουμενος ἱερος ἰχθυς . Καλλιμαχος δ ' ἐν Γαλατειᾳ τον χρυσοφρυν : χρυσειον ἐν ὀφρυσιν ἱερον ἰχθυν ,
9999892 Περσικα
Κιμμεριων ἀφανιζων το φως σκοτος ποιει , οὑτως και τα Περσικα βελη πεμπομενα συγκρυψει τον ἡλιον . Λοκρων : ὁ
φησιν Ἱερωνυμος , το μεν προοιμιον ἀκουσα , τα δε Περσικα βουληθεισα δια το ἀτελειωτα εἰναι . καθολου δε φησι
9999892 ϲτυπτηρια
ἀναλαμβανοντεϲ ἐριῳ το ἡμετερον φαρμακον ἀκρωϲ ἐνεργουν : ἐϲτι δε ϲτυπτηρια ὑγρα και μελι και ῥοδινον ἰϲα ἐπ ' ὀλιγον
τουτων τινι και ἀκανθηϲ Αἰγυπτιαϲ ὁ καρποϲ και ἡ ϲχιϲτη ϲτυπτηρια , του δε ῥοδου και το ϲπερμα και τα
9999892 πλατεα
ταις κεναις ; εἰτ ' ἐκεραμευσαντο τοις μεν ἀνδρασιν ποτηρια πλατεα , τοιχους οὐκ ἐχοντ ' ἀλλ ' αὐτο τοὐδαφος
ὑπερ αὐτην , μαλλον δε και ἁπαλωτερα , ἐχοντα θηκαρια πλατεα , ἱνα ἐν καιρῳ δυνατον ἐστι τεταμενα χωρειν τα
9999892 σκαφεσι
τας δαπανας . ἐπειθ ' ἡμεις μεν κατα θαλατταν πολεμουντες σκαφεσι πολιτικοις μαλλον κινδυνευομεν , ὑμεις δε πολιτας ἐχετε τους
μακραν ἀπεσπασθησαν ἀχρι πελαγους διωκοντες , οἱ Καρχηδονιοι τοις λοιποις σκαφεσι σπουδῃ πλευσαντες ἐπι τον λιμενα τας μεν τριηρεις κενας
9999891 δεδοικε
λεων ] ἠ δια τον ἐξωθεν τον πολιορκουμενον ἡμας : δεδοικε γαρ ἡ καρδια μου . ἡ ἀμφι ἀντι του
σῳζουσα ; ὁ γαρ ἀγαθα και ἐννομα διαπραττομενος ἐξουσιαν οὐ δεδοικε . και γαρ , εἰ μη νομος με εἰργε
9999891 λινοιο
δεμας ἠπαφε νηων . Και μεν δη σκολιῃσιν ἐν ἀγκοινῃσι λινοιο κυκλωθεις ξιφιης μεγα νηπιος ἀφροσυνῃσιν ὀλλυται , ὁς θρωσκει
δωσων , χαριν ἀζυγος ἀμβροτοπωλου : κλωστου δ ' ἀμφιβολοις λινοιο ναος ὡσει σκαφος κελαινον εἰς ἑδρανα λαϊνα δαπεδα τε
9999891 ἡλικα
ὡστ ' ἀπωχυρωσθαι . παντα δε ταυτα μεγεθη μεν ἐχειν ἡλικα συκη , το δε ἀνθος ὑπερβαλλον τῃ εὐωδιᾳ ,
οὑτως : ἡλικα γαρ και ὁ παλαιος λογος τερπειν τον ἡλικα . το δε τελειον ἐχει ἡλιξ ἡλικα τερπε ,
9999891 Θουκυδιδης
παυσασθαι τον πολεμον ἐστιν ὁ Κλεων . ὁπερ οὐν και Θουκυδιδης ἱστορει δια τουτων : “ ἐπειδη και ἡ ἐν
ἑκατερον αὐτων . και ὁριστικῳ συντασσεται ῥηματι και ἀπαρεμφατῳ . Θουκυδιδης ἐν δʹ : ” ἐφ ' ᾡ φυλακῃ τῃ
9999891 γλυκεσι
πολλῳ , ἐμεσαι σιτιοισι χρησαμενον τοισι δριμεσιν , ὑγροισι και γλυκεσι και ἁλμυροισιν , ἐξ ἐμετου δε ὁσον ἐξαναστηναι :
. μετα δε ταυτα αἰγιαλος παρηκει καθυγρος , ναματιαιοις και γλυκεσι ῥειθροις διειλημμενος : καθ ' ὁν ἐστιν ὀρος ὀνομαζομενον
9999891 φυλα
† νικωι δ ' ὁ καρρων . ϝειπατε μοι ταδε φυλα βροτησια . Πολλαλεγων ὀνυμ ' ἀνδρι , γυναικι δε
. τις γαρ ἀν ἠνεγκεν ὁμοθυμαδον ἐπιοντα των θηριων τα φυλα , ὁπου γε και ἠν ἑν τι τουτων δη
9999890 τεθνηκα
δη τοὐπι ς ' : ὁσον το κατα σε , τεθνηκα : τινα αὐχεις κακοις ἐλαυνειν ; ποτερον Λυδον ἠ
ἐχθρος , ἐπειτα ἠξιους με εἰδεναι χαριν , ὁτι μη τεθνηκα ; ἐγω δε εἰπον ἀν σοι : εἰρωνευῃ ,
9999890 εὐθυγραμμῳ
. Παρα την δοθεισαν ἀρα εὐθειαν την ΑΒ τῳ δοθεντι εὐθυγραμμῳ τῳ Γ ἰσον παραλληλογραμμον παραβεβληται το ΑΞ ὑπερβαλλον εἰδει
εὐθειας γραψαι τμημα κυκλου δεχομενον γωνιαν ἰσην τῃ δοθεισῃ γωνιᾳ εὐθυγραμμῳ . Ἐστω ἡ δοθεισα εὐθεια ἡ ΑΒ , ἡ
9999890 χοινικα
και ἀμπελου λευκηϲ ῥιζα : ϲυνθετα δε : αἰρινου ἀλευρου χοινικα , καρδαμωμου λευκου ⋖ δ , νιτρου ἀφρου ⋖
ἀν λειφθῃ το ἡμισυ : ἑψειν δε και ἐρεβινθων λευκων χοινικα ἐν δυσι χοευσι , και τουτου λειπετω το ἡμισυ
9999890 συμπεπληρωσθω
. κεισθω τῃ ΑΗ ἰση παλιν ἡ ΓΤ , και συμπεπληρωσθω ὁμοιως το ΓΦ στερεον . ἐπει ἐστιν ὡς ἡ
και ἀναγεγραφθω ἀπο της ΑΒ τετραγωνον το ΑΔ , και συμπεπληρωσθω το ΑΖ παραλληλογραμμον . και ἐπει το ΒΖ το
9999890 μυκτηρες
, ἐμον βοσκημα , και γλωττης στροφιγξ και ξυνεσι και μυκτηρες ὀσφραντηριοι , ὀρθως μ ' ἐλεγχειν ὡν ἀν ἁπτωμαι
ἐποιησαν ἡμιν ῥινας οἱ θεοι . οἱ μεν γαρ σοι μυκτηρες εἰς γην ὁρωσιν , οἱ δε ἐμοι ἀναπεπτανται ,
9999890 ἀλεα
: φησιν οὐν , τον ἑαυτου οἰκον . ἀλλως : ἀλεα λεγεται ὁ τοπος παρελθε : πολλα δ ' ἀεργος
ὑπο ἡλιου τεθερμασμενον . εἱλη και ἑλη : ἡλιου [ ἀλεα ] αὐγη . εἰλυσπασθαι : ὁμοιως ὀφει και σκωληκι
9999890 Περσιδες
. . . . . . . . . α Περσιδες . . . . . . . . .
τε διεζη , ὡς αἱ Ἑλληνιδες γυναικες λεγουσι και αἱ Περσιδες . ὁρμος ἐκομισθη ποτε Κυρῳ ἐκ Θετταλιας , πεμψαντος
9999890 πυραμιδα
ΖΗΘΚΛ βασιν , οὑτως ἡ ΑΒΓΔΕΜ πυραμις προς την ΖΗΘΚΛΝ πυραμιδα . Ἐπεζευχθωσαν γαρ αἱ ΑΓ , ΑΔ , ΖΘ
ἡ τριγωνον ἐχουσα βασιν πυραμις προς την τριγωνον βασιν ἐχουσαν πυραμιδα , οὑτως το πρισμα προς το πρισμα δια ιεʹ
9999890 τεχνῃ
γαρ ἠ τεχνωμενος ἑτερον τι δηλοι , ἀμεινον δε το τεχνῃ μετιων . και ταυτα παραπλησια , εἰδεναι , γινωσκειν
τῳ λυπειν , ὡσθ ' ὁταν φανωσι , καταρωμαι τῃ τεχνῃ . Καλον μοι δωρον ἐξ Αἰγαιου μεσου πεπομφας της
9999890 ἐγινωσκε
ἐκεινο ἐστω , οὑ και προτερον ἐμνημονευσαμεν , ὁτι δη ἐγινωσκε την ἑαυτου ψυχην , τις ἠν και ποθεν εἰς
ἐστιν εἰτε τι θηριον Τυφωνος πολυπλοκωτερον . και μην ἠ ἐγινωσκε το δογμα τουτο Χρυσιππος Στωικον ὀν , ἠ οὐδε
9999890 ἀμπελουργε
Ἀθλητης γε και τουτων ὁ Ἡρακλης ἐγενετο μεγαληγοριαν ἐπαινων , ἀμπελουργε , παρ ' ἡς δει δηπου τον ποιητην φθεγγεσθαι
ἀνηπτο ποτε αὐτοις αἰχμαλωτα κρανη Μυσια . Τι οὐν , ἀμπελουργε , φωμεν ἑκοντα τον Ὁμηρον ἠ ἀκοντα παραλιπειν ταυτα
9999889 ἱστορησε
ἀναλωματι : ἑκατον γαρ μνας ἀνηλισκεν , ὡς ὁ Ἐφιππος ἱστορησε . Μενανδρος δ ' ἐν Μεθῃ του μεγιστου δειπνου
λεγον , οὐτε Ἀριστοτελης αὐτην προσεθηκεν , Εὐδημος δε συντομως ἱστορησε τινων φαινομενων ἑνεκα ταυτας προσθετεας εἰναι τας σφαιρας ᾠετο
9999888 ἐβαδιζεν
σκηπτρον αὐτῳ δωρησασθαι κρανειον , ὁ φερων ὁμοιως τοις βλεπουσιν ἐβαδιζεν . Ἡσιοδος δε φησιν ὁτι θεασαμενος περι Κυλληνην ὀφεις
γε την χωραν και τας στρατειας ἀνυποδητος ἀει και γυμνος ἐβαδιζεν , εἰ μη ψυχος ὑπερβαλλον εἰη και δυσκαρτερητον ,
9999888 σκληρα
τεκτονες οὑτως . τα δε μοχθηρα σιδηρια δυναται τεμνειν τα σκληρα μαλλον των μαλακων : ἀνιησι γαρ ἐν τοις μαλακοις
σωφρονιστης και ἐπανορθωτης : ἀπο γαρ των λοιπων τα μεν σκληρα τα δε μαλλον προς ἑτερα , πλην του ἐπιτιμητου
9999888 θερμῳ
λουσαντας οὑτως ἀποσχαζειν , εἰ δε μη , καταιοναν ὑδατι θερμῳ μεχρι φοινιξεως ἠ πυριαν δια σπογγων ἠ παραβαλλειν ἡλιῳ
τριψας , διεις ὑδατι , διδου πιειν : και τῳ θερμῳ λουεσθω , και πρασα και κραμβην ἐσθιετω : συνεψειν
9999888 πνευμονοϲ
περι μυελου τεκμαιρεϲθαι χρη περι των ὑπολοιπων μεθοδων . Περι πνευμονοϲ . Πνευμων ἀρνειοϲ και χοιρειοϲ καιομενοι και λειοι ἐπιτιθεμενοι
, ὁδοϲ ἀρτηριη , χωρη δε πνευμων , θωρηξ δε πνευμονοϲ ἐρυμα και δοχη . ἀλλα τἀλλα μεν ὁκωϲ ὀργανα
9999887 Ποσειδωνι
ἐπει δε Τευκροι κατα χρονον τον ἱκνουμενον οὐκ ἀπεδιδοσαν ἱερα Ποσειδωνι , ἀλλα ὑπ ' ὀλιγωριας ἐξελειπον , χαλεπηνας Ποσειδων
. Ὁμηρος μεντοι οἰκειως τῃ του ὑδατος φυσει και τῳ Ποσειδωνι ἀπονεμει τα θυματα : ταυρους παμμελανας ἐνοσιχθονι κυανοχαιτῃ .
9999887 Πρωτεσιλεω
, παρ ' ἐκεινων οἰμαι σοι ἡκειν , οἱ και Πρωτεσιλεω φιλον τε σε και ἐπιτηδειον ἐποιησαν . ἀλλ '
λογους : ἡκειν δε σοι και ταυτα εἰκος παρα του Πρωτεσιλεω . Παρα τουτου , ξενε , του χρηστου διδασκαλου
9999887 ἐννεακαιδεκα
ἡ Ἑκαβη οὐ δυσχεραινει . λεγει γουν ὁ Πριαμος : ἐννεακαιδεκα μεν μοι ἰης ἐκ νηδυος ἠσαν , τους δ
και δεκατην τε ὁ λιψ προσεπιπνεει : προς δε τας ἐννεακαιδεκα Ὑαδες μεσαι δυνουν , την εἰκοστην δε του μηνος
9999887 Φαρναβαζου
τα πεδια οὐδε ἐν τῃ Φρυγιᾳ ἐδυνατο στρατευεσθαι δια την Φαρναβαζου ἱππειαν , ἐδοξεν αὐτῳ ἱππικον κατασκευαστεον εἰναι , ὡς
Ἀθηναιοι ἐπι Κυζικον . οἱ δε Κυζικηνοι των Πελοποννησιων και Φαρναβαζου ἐκλιποντων αὐτην ἐδεχοντο τους Ἀθηναιους : Ἀλκιβιαδης δε μεινας
9999886 ἱκανα
' αὐτου οἱ τοσουτοις ὑστερον ὑπατευσαντες χρονοις , ταυθ ' ἱκανα . περι δε του βιασαμενους τινας ἠ λαθοντας σφετερισασθαι
εἰς το μεσον ἑαυτων και των πολεμιων . ἐπει δε ἱκανα ἠδη ἠν , ἐνηψαν : ἐνηπτον δε και τας
9999886 εὐμεγεθες
τῃ ἑβδομηκοστῃ πνειν ἐπετρεπεν , ἀριθμου κρατος και φυσεως το εὐμεγεθες ἁμα και μονιμον τοις νοτοις δωρουμενος . ἀναγκαιως οὐν
λωτος δενδρον ἐστιν ἐν Λιβυῃ κατα την Μεμφιν φυομενον , εὐμεγεθες , ἡλικον ἀπιος ἠ μικρῳ ἐλαττον : φυλλον δε
9999886 ἐμελησε
ἠ ἀναγινωσκειν . ταυτας δε τας σχεσεις καλουσιν , οἱς ἐμελησε της τουτων τεχνολογιας , των προτασεων ὑλας , και
τας λειτουργιας : σεμνη γαρ ἡ ἀναπαυσις και βεβηκυια : ἐμελησε γαρ τῳ ῥητορι του μη διολου καλλωπιζειν δοκειν .

Back