παντας . ἰδιοτης δε ἀρα μυων και ἐκεινη . ἐπειδαν ἀκουσωσι γαλης τρυζουσης ἠ συριζοντος ἐχεως , ἐκ της μυωπιας
: οἱ πολλοι δε ὑφ ' ἑνος ῥηματος , ἐαν ἀκουσωσι , λιθοι γεγονασι : και τουτο οὐ δει περιφερειν
9999983 ἀκουσα
ἠε και ἐργῳ . πολλακι γαρ σεο πατρος ἐνι μεγαροισιν ἀκουσα εὐχομενης ὁτ ' ἐφησθα κελαινεφεϊ Κρονιωνι οἰη ἐν ἀθανατοισιν
ἰσθι ὁτι οὐκ ἠθελεν ψευδει συγκαταθεσθαι : πασα γαρ ψυχη ἀκουσα στερεται της ἀληθειας , ὡς λεγει Πλατων : ἀλλα
9999980 ἀκουσατε
ἐζησα ἐκει . Και νυν ὁσα ἐγω ὑμιν ἐντελλομαι , ἀκουσατε , τεκνα , του πατρος ὑμων , και φυλαξατε
βουλεται . προς δε ταυτα τι παραινω νυν πραττειν , ἀκουσατε μου . ἐγω τον δημον οὐτ ' ἀδιαλλακτως οἰομαι
9999977 δοκουσης
ὁ παραφραστης της ἐναντιας ἐγενετο δοξης της και τῳ Ἀριστοτελει δοκουσης . τουτοις οὐν τοις δυο , τῳ τε Μαξιμῳ
των ἀπολογουμενων , το ἀξιοπιστον της κατηγοριας ἐκ της παλαι δοκουσης φιλιας προειληφοτες , οὐδε τουτο λογιζομενοι , ὁτι πολλαι
9999977 ἐνεργουσης
, ἐντευθεν και της αἰσθητικης δεδεκται γνωσεως , ἀμεσως μεν ἐνεργουσης περι τα οἰκεια γνωστα , ἀφυπνιζουσης δε και αὐτον
, φαντασια δ ' οὐδεμια ἐγειρεται της νοερας ζωης τελειως ἐνεργουσης ; οὐ παρα τοις θεοις συνυπαρχει ἡ ἀληθεια κατ
9999975 κρατουσης
τυχῃ αὐτην εἰναι θερμοτεραν , ψυχρον ὑδωρ προς λογον της κρατουσης δυσκρασιας ἐπιβαλειν τῃ κεφαλῃ συμμετρως . ἀλλα τουτο γε
. δοξης μεν οὐν ἐπι το ἀριστον λογῳ ἀγουσης και κρατουσης τῳ κρατει σωφροσυνη ὀνομα : ἐπιθυμιας δε ἀλογως ἑλκουσης
9999974 φλεγματωδεις
και τους ἀλλους ἁπαντας , ὁσοι τε μελαγχολικοι και ὁσοι φλεγματωδεις εἰσι και σπλαγχνων φλεγμονης ἐκγονοι : και γαρ οὐν
οὐδ ' ἐκφυσαν ἠ πινειν ψυχρον . γινονται δε και φλεγματωδεις ἐμετοι . και ὁσα δια γαστρος ἐκκενουται , ψυχροτερα
9999974 συνειχετο
τοις ἀδικοις ἐναντιουται . ὁδοιπορος πολλην ὁδον διανυσας ἐπειδη κοπῳ συνειχετο , πεσων παρα τι φρεαρ ἐκοιματο . μελλοντος δε
. οὑτος ὡδε ἐκ Κροτωνος ἀπιγμενος Πολυκρατει ὡμιλησε . πατρι συνειχετο ἐν τηι Κροτωνι ὀργην χαλεπωι . τουτον ἐπειτε οὐκ
9999974 μικρολογιαν
και χρυσον πλειστον . μονοσιτειν τε αὐτους ἀει λεγει δια μικρολογιαν , ἐσθητας τε φορειν πολυτελεστατας „ . ] Ἰβυλλα
ἠ δυσφορουντες ἀπιασιν ἠ διαβαλλοντες το δειπνον ἠ ὑβριν ἠ μικρολογιαν ἐγκαλουντες . πληρεις δε αὐτων ἐμουντων οἱ στενωποι και
9999973 ἀφαιρετεον
οὐν τας ἀρχας των ἀρρωστιων και τας των φλεγμονων γενεσεις ἀφαιρετεον ἀν εἰη πασαν προσφοραν ῥοφηματων τε και σιτιων :
την διαιρεσιν δακτυλων δυο : μετα δε την ἐνθεσιν μηδεν ἀφαιρετεον του ἐνθεματος , ἀλλ ' ἐατεον ὁσον ἀν ἐχῃ
9999973 ἀπαιτουσης
, ἀποι - κιαν . ταυτα μεν οὐν της ὑποθεσεως ἀπαιτουσης ἀναγκαιον τε και δικαιον ἐδοξεν εἰναι μοι προς τους
γην , ἀλλ ' εἰτε αὐην εἰτε νοτεραν της ὡρας ἀπαιτουσης δειν ἀροτριαν και μη προφασιζεσθαι την ποιοτητα της γης
9999973 ἐκρατουν
ὁμως δε ὡς οἱ μεν περι τον Κλεομβροτον το πρωτον ἐκρατουν τῃ μαχῃ σαφει τουτῳ τεκμηριῳ γνοιη τις ἀν :
πολεμου . ᾐσαν ἐς χειρας : συνεπλακησαν . ἐπειχον : ἐκρατουν . οὑτοι δε ἐν τῳ εὐωνυμῳ μαλλον : οἱ
9999973 ὀργανικου
τε φυτικην και την αἰσθητικην , ἐντελεχειας εἰναι σωματος φυσικου ὀργανικου ἀναγκαιον , οὐ πολλου ἀν δεοιμεθα λογου : ἀλλ
κατα την διαιρεσιν γινεται της φιλοσοφιας προστιθεμενου του λογικου ἠτοι ὀργανικου : της γαρ φιλοσοφιας εἰς δυο διαιρουμενης τα αὐτοπροσωπα
9999973 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999972 κατελειπετο
παραγ - γελλειν τι , οὐδ ' ὡς οὐδεν ἀναρχον κατελειπετο , ἀλλα δωδεκαδαρχοις και ἑξαδαρχοις παντα τα καταλειπομενα διεκοσμειτο
δεκα : ἀφ ' ἑκαστης δε της πεμπαδος εἱς ἡμεροφυλαξ κατελειπετο : και ἑνα μεν ἐτι καθευδοντα ἀπεκτειναν , ἀλλον
9999972 σπουδαστεον
τε και αἰτιας και των ἀρχων ὁ θεος ἐξηγειται , σπουδαστεον ἐν τουτῳ μαλιστα ἐκεινην την ἐπιστημην κτησασθαι , δι
εἰ δε ἐν τουτῳ μαλιστα ἐστιν ἡ ὀντως εὐδαιμονια , σπουδαστεον περι αὐτην , εἰπερ ὀντως βουλομεθα μακαριοι εἰναι .
9999972 ἡκουσης
' ἐν τινι ἐρημῳ τοπῳ ἐδιψησεν , οὐδεπω της θεραπειας ἡκουσης , ἐκηρυχθη τῳ στρατοπεδῳ , εἰ τις ἐχει ὑδωρ
ἐλογιζοντο τας ἀχρι των ὑμεναιων ἡμερας , της δε κυριας ἡκουσης ἠριθμουν αὐτης προϊουσης τας ὡρας . εἰτα ληγουσης ἀκτινος
9999972 κατεφαινετο
του τοιουτου καταμετρησιν , το δε και πηλικην πανυ ἡμιν κατεφαινετο δισταξιμον της ἐν ταις ἐπιβολαις του ἐπιπροσθησαντος πλατους ἐπι
ἀπταιστον ἠν , το γουν δυνατον αὐτου μεγιστης σπουδης ἀξιον κατεφαινετο , τον αὐτον οἰμαι τροπον και ἐπι του φυλακτικου
9999972 ἐπιζευγνυουσα
μη ἐπι τα αὐτα μερη των κεντρων , ἐσται ἡ ἐπιζευγνυουσα τα Ζ Κ διαμετρος της σφαιρας και ὀρθη ἡ
, και πλευρα αὐτου ἐσται ἡ τα Ζ , Θ ἐπιζευγνυουσα εὐθεια ἐπι της ἐπιφανειας οὐσα του κυλινδρου . ἐστι
9999971 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999971 συνεγραψαν
και ] ἰδιωτῃ και οὐ δεομενα μαθηματικης σημειωσεως , ὡστε συνεγραψαν ἀν πολλοι και των παλαιων των τα Περσικα ἱστορουντων
των ἱστοριων ἀναλεξαμενος , ἁς οἱ προς αὐτων ἐπαινουμενοι Ῥωμαιων συνεγραψαν Πορκιος τε Κατων και Φαβιος Μαξιμος και Οὐαλεριος ὁ
9999971 ἐϲθιομενοϲ
μετεχει και ϲαφωϲ ἐμψυχει καταπλαϲϲομενοϲ τε κατα του ϲτομαχου και ἐϲθιομενοϲ . Ϲπαρτον . Ϲπαρτου , ᾡ παρ ' ἡμιν
παϲχοντα παραχρημα αἰτειν ὑδωρ : και ἱπποκαμποϲ δε θαλαττιοϲ ὀπτοϲ ἐϲθιομενοϲ ὠφελει : ἐρωτα γαρ φαϲιν ὑδατοϲ παρεχειν το αὐτου
9999971 δριμεις
πηγανον , κυμινον , δαφνιδες , ἀνηθον , ἀσφαλτος . δριμεις δ ' ἁλμη , θαλασσια , γαρος σιλουρου ,
ἀγωνας οὐ τους τυχοντα ὑπομενουσι και καθαιρεσεις . ἀλλως τε δριμεις και εὐσυνετους περι τας πραξεις ἀποτελουσι , ποικιλως τον
9999971 κατεσκευασαν
Ἀπολλον , ἐν τῃ ἐξοχωτατῃ Πυθωνι τον σον οἰκον θαυμαστον κατεσκευασαν . Ἀπολλον , οἱ τεον τε δομον : οἱ
πασαν την δεκατην , εὐωχιας ποιων συνεχεις και πολυδαπανους . κατεσκευασαν δε και Ῥωμαιοι τουτῳ τῳ θεῳ παρα τον Τιβεριν
9999970 Ἑρμης
πρωην εἰρηκειν : ὁ προφορικος και διδασκαλικος και ἐφερμηνευτικος λογος Ἑρμης εἰς τους ἐπιμηθεστερους και ὑστερογνωμονας παρεπεμψε το δωρον ,
. . . Ψ , : Ἑρμιν ' ἀσκησας : Ἑρμης ὁ Διος και Μαιας της Ἀτλαντος , παις ἐτι
9999970 κατεσκευασμενα
, ἐχειν δε οἰκιας καλας και τα ἀλλα παντα θαυμαστως κατεσκευασμενα : και γαρ αὐ τα των τεχνων ἐργα δωρα
παντοδαπα φιλοτεχνως τοις τε χρωμασι και τοις των τυπων ἀπομιμημασι κατεσκευασμενα : το δ ' ὁλον ἐπεποιητο κυνηγιον παντοιων θηριων
9999970 κατεστρατοπεδευσαν
ἐκ της ἐν Φεραις τυραννιδος : συστησαμενοι δε δυναμιν ἀξιομαχον κατεστρατοπεδευσαν περι Μαντινειαν . μετα δε ταυτα ἐπι πολιν Ὀρνεας
περι Ἀγαθοκλεα και βραχυ διαχωρισαντες ἀπ ' ἀλληλων την δυναμιν κατεστρατοπεδευσαν . εἰθ ' οἱ μεν Καρχηδονιοι πυθομενοι την τουτων
9999970 καθαρωτερα
το ἀγελαιαν εἰναι : τα γαρ ἐν τοις ὀρεσι διατριβοντα καθαρωτερα και ὑγιεινοτερα των ἀλλων . ἠ ἁγνης της ἀσινους
ζητων ἀντιστροφον ἐνταυθα προβεβληκεναι σκοπων ἀρα ἐστι τις ἑτερας ἀλλη καθαρωτερα ἐπιστημης ἐπιστημη , καθαπερ ἡδονης ἡδονη . Και μαλα
9999970 Ἑλλανικου
ἐχρησατο , ἐνταυθα μεν τῃ Φερεκυδους , ὑστερον δε τῃ Ἑλλανικου : νεωτερον παρος : τον Πολυνεικην . ὁ μεν
. . , : περι δε Θεοπομπου και Ἐφορου και Ἑλλανικου και Φιλιστου και των ὁμοιων τουτοις περιττον ἐδοξεν εἰναι
9999970 συνδρομης
ἡρωικως δε μαχομενος και πολλοις τραυμασι περιπεσων ἐτελευτησε , τοτε συνδρομης γενομενης περι του πτωματος νεκρων πληθος ἐσωρευθη . ἀναρχιας
συμπτωματων εἰδως , πολλακις ἀνομοιου δοκουσης εἰναι τοις πολλοις της συνδρομης , τοις αὐτοις χρησεται , οἱον ὀπισθοτονικοι τινες λεγονται
9999970 ἀποτυγχανει
τινων μεν τυγχανει του ὀντος , ἐπι δε των πολλων ἀποτυγχανει . Οὐ μην οἱ γε θεοπεμπτοι καλουμενοι ὀνειροι τουτον
παντα τελειοι , ἡ δε διψυχια μη καταπιστευουσα ἑαυτῃ παντων ἀποτυγχανει των ἐργων αὐτης ὡν πρασσει . βλεπεις οὐν ,
9999970 ὑπερβαλλουσῃ
ὡστε παν εἰδεναι το στρατοπεδον . τουτου και οἱ ἑταιροι ὑπερβαλλουσῃ τροφῃ ἐχρησαντο . ὡν εἱς ὠν ὁ Ἁγνων χρυσους
κατηγορειτο πορνοβοσκος ὠν ἑταιρας : ἀλλοι δε , ἐπι των ὑπερβαλλουσῃ πονηριᾳ χρωμενων . Ζευς κατειδε χρονιος εἰς τας διφθερας
9999970 ἐκοιμηθησαν
εἰτε και ἀσφαλεστερον οὑτως ἡγουμενος . Και τοτε μεν οὑτως ἐκοιμηθησαν . τῃ δ ' ὑστεραιᾳ καλεσας ὁ Κυρος τους
πεμπων φανερος ἠν τους θεραπευσοντας . Και τοτε μεν οὑτως ἐκοιμηθησαν . ἁμα δε τῃ ἡμερᾳ κηρυξας συνιεναι των μεν
9999970 φοινικων
δε ἑλκωδηϲ ἐῃ , κομμι και ἀμυλον δευθεντα ῥοδων ἠ φοινικων ἀφεψηματι , και πτιϲανηϲ ἠ τραγου χυλοϲ . ἐπι
περι τον τοπον , ὁς τας τε δη βαλανους των φοινικων τας ὀνομαστας και τον ὀπον φερει , λιμνην εἰναι
9999970 φιλαργυριαν
„ ὁ μυθος δηλοι , ὁτι ἐνιοι των ἀνθρωπων δια φιλαργυριαν οὐκ ὀκνουσιν ἀλλοτριας συμφορας ἐργολαβειν . ποιμην ἐχων κυνα
ἀρετη δε κἀν θανῃ τις οὐκ ἀπολλυται : ὁ δε φιλαργυριαν φευγειν ἐγκελευομενος προφερεται το μη Πλουτον εἰπῃς : οὐχι
9999970 προστακτικα
, ἐξ ἀμφοιν δε παν διακριθεν εἰς τα συνεχη και προστακτικα των ὁλων σχισθηναι . Πιθανως δε και την νησον
ἐνεστωτος βραχειᾳ θελει παραληγεσθαι . τιθετω : τα εἰς θι προστακτικα τροπῃ του θι εἰς τω το τριτον ποιει .
9999970 τυχουσης
. ὁμοιως δη δειξομεν , ὁτι και ἡ τυχουσα της τυχουσης ἐν πλειονι χρονῳ ἐξαλλασσει το φανερον ἡμισφαιριον ἠπερ ἡ
. ἐν [ τε ] γαρ ταις ἐπιστημαις οὐ της τυχουσης εἰναι διανοιας το καταμαθειν τε και κριναι καλως βλεψαντας
9999970 δοκιμαζουσι
της ἀναπνοης γινομενοις . ” Ἐρασιστρατος δε φησιν ὡς “ δοκιμαζουσι τινες τα ὑδατα σταθμῳ ἀνεξεταστως . ἰδου γαρ του
περιεχον τι ποτε των σαρκων , ὡριμους εἰναι προς τρυγητον δοκιμαζουσι τας σταφυλας : εἰ δε ἐκπηδησῃ το γιγαρτον μετα
9999970 ἀγαθοποιοι
κακοποιοι σκοπει ποτε ἀλλαξουσι τους τοπους και ἀντ ' αὐτων ἀγαθοποιοι εἰσελευσονται , και τοτε την ἐπανοδον ὑπονοητεον ἠ ὁτε
ἐαν οὐν κακοποιος τυχῃ , ἐτι χειρον . οἱ δε ἀγαθοποιοι ἀφαιρουντες τα αὐτα ἀπεργαζονται , ἐπι τουτοις δε και
9999970 παρελιπεν
Πυθαγορου και Τιμων ἐν τοις Σιλλοις δακνων αὐτον ὁμως οὐ παρελιπεν , εἰπων οὑτως : Πυθαγορην τε γοητας ἀποκλινοντ '
ἀνομοια ὡς ἑνα ὁρισμον ἐπιδεχομενα τον της ἀνομοιοτητος . κἀν παρελιπεν ὁ Ἀριστοτελης την διαιρεσιν κατα την ταξιν των γενικωτατων
9999970 δριμυτητος
Τἀναντια δ ' αὐ ὡδε ὁσα και εἰς ξηροτητα μετα δριμυτητος ὁ χολωδης αἱματικου πεπλεονεκτηκε χυμου και ταις μεν πεψεσι
ὠ Παφλαγων ] προς τον Κλεωνα . Γ ἐσκοροδισας ] δριμυτητος ἐνεπλησας . τον δακτυλιον ] την σφραγιδα , της
9999970 Καλλιππος
ναυν τους ναυτας . ἐπει δε πληρης ἠν , ἀναβαινει Καλλιππος ὁ Φιλωνος ὁ Αἰξωνευς , και φραζει προς τον
δε ἐστιν ἁπασι . και γαρ οὐδε εἱς ἐστιν ὁ Καλλιππος οὑτος , ἀλλα και των οἰκετων ἑκαστος , πολλοι
9999970 μελλοντοϲ
. ἐαν τυφθωμεν ἐαν τυφθητε ἐαν τυφθωϲι Μεϲου ἀοριϲτου και μελλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐαν τυψωμαι τυψῃ τυψηται Δυ .
Δυ . τυψαϲθον τυψαϲθων Πληθ . τυψαϲθε τυψαϲθωϲαν Ἀοριϲτου και μελλοντοϲ βʹ Ἑν . τυπηθι τυπητω Δυ . τυπητον τυπητων
9999970 κρητικου
καταληκτικος ἐξ τριτων ἐπιτριτων δυο – – ˘ – και κρητικου ἠτοι ἀμφιμακρου – ˘ – , και ἐστι χοριαμβικος
αʹ ἀντισπαστικον τριμετρον καταληκτικον ἐκ διιαμβου , παιωνος πρωτου και κρητικου . το βʹ ὁμοιον τριμετρον ἀκαταληκτον ἐκ παιωνος τεταρτου
9999970 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999970 καταλαμβανῃ
, ἐς δε τεταρταιον καταστησεσθαι , ἠν διαλειπῃ τε και καταλαμβανῃ πεπλανημενον τροπον , και ταυτα ποιεων τῳ φθινοπωρῳ προσπελασῃ
διεγειρωνται , και τα μηλα ἐρυθραινηται , και τις ὁρμη καταλαμβανῃ τους πεπονθοτας προς ἀφροδισια , τοτε σατυριασιν καλουσιν ,
9999970 παρελθουσα
. κωλυοντων δε αὐτην των Ἑλλανοδικων τον ἀγωνα θεασασθαι , παρελθουσα ἐδικαιολογησατο πατερα μεν Ὀλυμπιονικην ἐχειν και τρεις ἀδελφους και
τῃ νησῳ των Λαιστρυγονων ἡ Κιρκη ἠν , πασας γυναικας παρελθουσα μαγειαις . προσεσχεν οὐν Ὀδυσσευς ἐν τῃ νησῳ μετα
9999969 ἐπιφανειᾳ
δε τῳ ἐπιπεδῳ εὐθειαν . ποιειτω οὐν ἐν μεν τῃ ἐπιφανειᾳ της σφαιρας τον ΑΓΔ κυκλον , ἐν δε τῳ
πληθει μεν των ἀλλων μερων λειπομενον , τῃ δ ' ἐπιφανειᾳ παντων πρω - τευον . ἀλειτουργητοι γαρ ὀντες οἱ
9999969 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999969 ἀνεχωρησεν
του ἀνακτος λεγει , τουτεστι † της τυφωσεως † , ἀνεχωρησεν ἡ φλοξ : ἠ ἡ φλοξ του ἀνακτος τουτου
και πολλα τετραποδα καταλιπων του καπνου σκοτεινοτεραν την νυκτα ποιουντος ἀνεχωρησεν ἐς τοπον δασυ και συσκιον . ἡμερας δε γενομενης
9999969 ἀθροισθηναι
χαιροντων ταις ἁρπαγαις , ὡς ἐν βραχει τῳ χρονῳ δυναμιν ἀθροισθηναι μεγιστην περι αὐτον , οὐκ ἐλαττω των πεντε μυριαδων
ὁτι ἐν παντι μοριῳ διαφορος τικτεται κακοχυμια : ἐνδεχεται οὐν ἀθροισθηναι χολωδη ὑλην ἐν τῳ ὑπεζωκοτι και ἐμφραγηναι και ποιησαι
9999969 Παρμενιδης
των ὁλων ἀρχην , περι ἡς οὐτ ' αὐτος οὐτε Παρμενιδης οὐτε Πυθαγορας ἐπετρεπον ἑαυτοις λογους καταβαλλεσθαι πλειονας , τας
. . . τουτους οἱ μεν θαλασσης παιδας φασι , Παρμενιδης δ ' ἐκ των Ἀκταιωνος κυνων γενεσθαι μεταμορφωθεντων ὑπο
9999969 δαιμονιοι
συγγενικων . Ξ ἀντισπαστικα ἡμιολια βʹ και ἑν μονομετρον . δαιμονιοι ] ἀθλιοι . δαιμονιοι ] δυστυχεις . θΞ ἀντιφονων
. και εἰπερ αἱ δυναμεις αἱ ἐν τῳ παντι αἱ δαιμονιοι ἠ αἱ θειαι ἐχουσι μερη του κοσμου περικειμενα αὐταις
9999968 τετραπλασιοι
, παντως οἱ διαγωνιοι ἐσονται τετραπλασιοι , εἰ δε ἐκεινοι τετραπλασιοι , εὐθυς οὑτοι πενταπλασιοι , και τουτο μεχρις ἀει
οἱ ἐπι πλατος εἰεν τριπλασιοι , παντως οἱ διαγωνιοι ἐσονται τετραπλασιοι , εἰ δε ἐκεινοι τετραπλασιοι , εὐθυς οὑτοι πενταπλασιοι
9999968 ἀπουσιᾳ
, ἡ πολις ἐκεινη διαφθειρεται ; και μην σωμα μεν ἀπουσιᾳ ψυχης , ψυχη δε ἀπουσιᾳ λογισμου , λογισμος δε
γης . μεταξυ γαρ ἐστιν Εὐρωπης και Ἀσιας . τῃ ἀπουσιᾳ αὐτων ἐπιμονως πενθουσαι , ὡς δοκειν ἁβρυνεσθαι ἐπι τῳ
9999968 ἐνδεεστερως
ὡστε και ἀναπηρα θυουσιν ἑκαστοτε και τἀλλα παντα οὐκ ὀλιγῳ ἐνδεεστερως τιμωσιν ἠπερ ἡμεις , χρηματα οὐδεν ἐλαττω κεκτημενοι της
ἐννοουντα τυχειν προειδοτα ἐκεινο ᾡ φησιν αὐτο προσεοικεναι μεν , ἐνδεεστερως δε ἐχειν ; Ἀναγκη . Τι οὐν ; το
9999968 ἀσθενεστερα
ἰσχυροτερα ταχεως ἐργαζεται το ἑαυτης ἐργον , ἡ δ ' ἀσθενεστερα βραδυτερον , οὐδε λογου δει . δια ταυτα μεν
: διαμενον γαρ και τουτο φαινεται και ἑτερα πολλῳ τουτων ἀσθενεστερα . Ταυτα μεν οὐν οὐ λυει την ἀποριαν ἀλλ
9999968 συμβολικως
την δυαδα , καλως ἐλαμβανετο ὁ Ἀριστοτελης : νυν δε συμβολικως λεγουσι την δυαδα ἀρχην των μεριστων παντων , ἐπειδη
εἰρηται ἐν τῃ Περι ψυχης πραγματειᾳ . παλιν ἡ εὐθεια συμβολικως λαμβανεται εἰς την ψυχην , δια το ποθεν ποι
9999968 κυκλισκου
περι ὁ κινειται ἰσοταχως , τα αὐτα σημεια παντοτε του κυκλισκου καταλαμβανουσης , ἁ καλουμεν ἀπογειον τε και περιγειον ,
ξ προς τα μγ Ϛʹ , και ἐπι τουτου του κυκλισκου κινεισθω ὁ ἀστηρ περι το κεντρον αὐτου ἰσοταχως ,
9999968 συνελθουσης
τῳ κρατυναντι τον θηρα την δοραν δωσειν ἀριστειον ὑπεσχετο , συνελθουσης δε μετα των ἀριστεων και Ἀταλαντης της Σχοινεως ,
Ῥεας Σιλβιας , οὑτω καλουμενης Ἑστιακης παρθενου , τῳ Ἀρεϊ συνελθουσης , ὡς ὁ πολυς κατειχε λογος , ἐκ διδυμου
9999968 ἁρμοττουσαν
βασιλευοντος θεου προηγησιν εὐδαιμονιας της ἀκρας πεπληρωσθαι ; δικην οὐν ἁρμοττουσαν οἱς ἐτιθεντο διδοασι : φυραντες γαρ το ἱερον περι
μελη και ὁλον το σωμα φαινεται . ᾡ τιν ' ἁρμοττουσαν εἰκον ' ἐνεγκω σκοπων οὐχ ὁρω , ἀλλα παρισταται
9999968 Ἀντισθενην
Ἀμυνων : Ῥητωρ ἡταιρηκως , οὐκ ἰατρος ὁ Ἀμυνων . Ἀντισθενην : ἰατρος θηλυδριωδης . και οὑτος των καταπρωκτων .
το γενεσθαι ἐν προκοπῃ τους περι Σωκρατην , Διογενην , Ἀντισθενην . εἰναι δε και την κακιαν ὑπαρκτην δια το
9999968 μεταλλικα
λιτραν μιαν , μυρσινινου λιτραν μιαν . οἰνῳ λειου τα μεταλλικα . Αὑτη ἐπουλοι τα χρονια και κακοηθη και ἐν
: εἰ δε παν ἐπιχυθειη το ὑγρον , τα μεν μεταλλικα ὑφιζανει , τα δ ' ἀρωματικα ἐπιπολαζει , και
9999968 θαυμαζειν
και τῃ κινησει διαδεικνυσθαι , ὡστε τῃ ποικιλιᾳ των ἐξω θαυμαζειν τας περι των ἐνδον νοησεις : οἱονει τις ζωγραφος
την των ἁρμονιων ἀκριβειαν . ὁ δε μαλιστα των ἀλλων θαυμαζειν ἀξιον , ῥυθμος οὐδεις των μακρων οἱ φυσιν ἐχουσιν
9999968 τετρακισχιλιους
των Νομαδων των καλουμενων Ἀρεακιδων ἐς φιλιαν ὑπηγετο . και τετρακισχιλιους ἱππεας αὐτομολους αὐτῳ προσφυγοντας , οἱ Συφακος ὀντες τοτε
φιλων Ἀθηναιον , δους δ ' αὐτῳ πεζους μεν εὐζωνους τετρακισχιλιους , ἱππεις δε τους ἐπιτηδειους εἰς δρομον ἑξακοσιους συνεταξεν
9999968 Μουσης
. Ἀλλ ' εἰτε νεα των μετρων ἡ θεωρια εἰτε Μουσης εὑρημα παλαιας ἑκατερον ἑξει καλως . ἀρχαια μεν γαρ
ἀνευθε χορδης . Ἀγε , ζωγραφων ἀριστε , λυρικης ἀκουε Μουσης * * * * * * * * *
9999968 ἐκπιπτουσι
οὑτως ἐχει , και τοδε : τοισι γαρ βουσι τοτε ἐκπιπτουσι μαλλον οἱ μηροι ἐκ της κοτυλης , ἡνικα ἀν
δε των Ἀθηναιων αἱ μεν μαλιστα ὁρμησασαι τρεις διαφθειρονται και ἐκπιπτουσι προς την πολιν των Χιων , και ἀνδρες οἱ
9999968 κατασκευασμα
νομαρχων τινας ἐραστας γενομενους δια φιλοστοργιαν οἰκοδομησαντας ἐπιτελεσαι κοινηι το κατασκευασμα . μετα δε τους προειρημενους βασιλεις διεδεξατο την ἀρχην
, ταις των ἐργων λειτουργιαις προσηδρευσαν , το δε παν κατασκευασμα τελος ἐσχε μογις ἐτων εἰκοσι διελθοντων . Τελευτησαντος δε
9999968 πλατεια
σαθρον ἐκλυων μενος . ὁθεν με δεχεται παν δεμας κεκμηκοτα πλατεια μεν κελευθος ἀλλ ' οὐκ ἀσφαλης . τα μεν
, ἀναγκαιως ἀν το τοιουτον διεζευγμενον ἀληθες γενοιτο : ἠτοι πλατεια και ἐπιπεδος ἐστιν ἡ γη , ἠ κοιλη και
9999968 θαυμαζοντα
δε λογων των ἑαυτου . ἐλεγε τε πολλακις και Ἐπικουρον θαυμαζοντα την Πυρρωνος ἀναστροφην συνεχες αὐτου πυνθανεσθαι περι αὐτου διηκουσε
ἐτι νεος τε και εὐηθης ἐστι . Κἀγω γνους αὐτον θαυμαζοντα , Ἀρα οὐκ οἰσθα , ἐφην , ὠ Κλεινια
9999968 συλλογιστικης
δια κατηγορικου συλλογισμου . κἀν το συνεχες δε δεηται δειξεως συλλογιστικης , κἀκεινο δια κατηγορικου δειχθησεται συλλογισμου : εἰ γαρ
δι ' ἀκριβειας ἐν τοις ἑπομενοις ῥηθησεται οὐ περι της συλλογιστικης της κοινης ἁπλως εἰπεν , ἀλλα περι της διαλεκτικης
9999968 Κρεουσης
. τα Νεμεα φασιν ἀγεσθαι ἐπι Ὀφελτῃ τῳ Εὐφητου και Κρεουσης παιδι , ὁν Εὐφητην ἐκαλεσαν οἱ Ἀργειοι τελευτησαντα ὑπο
δε την Ἰαδα , λεγομενην ἀπο Ἰωνος του Ξουθου και Κρεουσης της Ἐρεχθεως , τεθειμενην δε τρισι γενεαις ὑστερον των
9999968 Συρακουσαις
' οὑ τα ἐπιτηδεια ἑξει . Τῳ δε Ἁβροκομῃ ἐν Συρακουσαις ὡς χρονος πολυς ἐγενετο , ἀθυμια ἐμπιπτει και ἀπορια
και ὁσων δεοι παρασκευασωνται ὡς ἐς το ἐαρ ἐπιχειρησοντες ταις Συρακουσαις . Και οἱ μεν ταυτῃ τῃ γνωμῃ ἀπεπλευσαν ἐς
9999968 ἀγχουσης
, ἀψινθιον , σιλφιου σπερμα , ἀρτεμισια , σαμψυχον , ἀγχουσης τα λεπτα ῥιζια , πενταφυλλου , κυκλαμινου , κιρκαιας
αὐτο ἐν τῳ δορατιἐτρωσε δε μη εἰδως . ἀπ ' ἀγχουσης : και γαρ ἡ ἀγχουσα φυτον θαμνωδες ἐστιν .
9999968 μυστηριοις
φυλαξασθαι ] ἐξελθειν εἰς Χαιρωνειαν . . . . τοις μυστηριοις ] μυστηρια δει νοειν τα Κορης και Δημητρος .
την θεον θυσιαις τ ' ἐπιφανεσταταις και τοις ἐν Ἐλευσινι μυστηριοις , ἁ δια την ὑπερβολην της ἀρχαιοτητος και ἁγνειας
9999968 τετταρας
καλουσιν , ἐπι κιονος ξυλινου φαινομενος το αὐτο ἐδρα . τετταρας δ ' ἐπι τοις εἰκοσι σταδιοις ἀπεχουσα της εἰρημενης
γουν του παντος ῥιζας , ἐξ ὡν ὁ κοσμος , τετταρας εἰναι συμβεβηκε , γην , ὑδωρ , ἀερα ,
9999968 Εὐπολιδος
του ἁπλου φυλαττει την κλισιν , Νικοπολεως Ἀμφιπολεως : το Εὐπολιδος Ἀττικον . Ὁ ὀφις του ὀφιος και ὀφεως :
, ἐπαν δ ' ἀνοιξη τας θυρας , τρισαθλιος . Εὐπολιδος : Ὡς πολλα γ ' ἐν μακρω χρονω γινεται
9999968 τοιουτοτροπα
λεγει : τιμητεον το καλον και τας ἀρετας και τα τοιουτοτροπα , ἐαν ἡδονην παρασκευαζῃ : ἐαν δε μη παρασκευαζῃ
ἐσθητα ἀπεθετο , και θυσιαι και γαμοι και ὁσα ἀλλα τοιουτοτροπα ἐπεσχητο ἐπι το ἐτος ὁλον , ἑως την συμφοραν
9999968 ἐποιουντο
. ὡς το εἰκος οὐν , οἱ ξυγγενεις αὐτων σπουδην ἐποιουντο πρασσειν : την εἰρηνην δηλονοτι . οὐπως ἠθελον :
ἀλλας ὑπερ των ἀνδρων πρεσβειας τε και ἱκεσιας ἐπιπεμποντων λογον ἐποιουντο οὐδενα . ἑπτακαιδεκατῳ δε ὑστερον ἐτει τριακοσιους ἠ και
9999968 ἀφοριζων
ἀποδεδειγμενοις ἀκολουθως : γεγραψεται δε και ὁ το νοτιωτερον περας ἀφοριζων παραλληλος τοσουτον του ἰσημερινου ἀπεχων προς μεσημβριαν , ὁσον
πλατος , ὁ ΖΗΘ : νοτιος δε παραλληλος , ὁ ἀφοριζων και αὐτος το ἐγνωσμενον αὐτης πλατος , ὁ ΚΛΜ
9999968 ἀπεσχοντο
δε θεσπιῳδουσης ἐσεσθαι τον ἐκ ταυτης γεννηθεντα κρειττονα του πατρος ἀπεσχοντο . ἐνιοι δε φασι , Διος ὁρμωντος ἐπι την
ἐκ των θυγατερων οὐτε τας ἐκ των ματερων ἀνοσιωτατας ἡδονας ἀπεσχοντο , ἀλλα και ἐπι πατροκτονιᾳ παρεγενοντο , και πολλοι
9999968 ἐστεφανουντο
ἑταιρε , ἐξηγουμενος το χωριον ἐφη , ὁτι και λυγοις ἐστεφανουντο οἱ ἀρχαιοι . Τεναρος δε ἀγροικων εἰναι λεγει στεφανωμα
το ἀπεριττον και ἀπεριεργον : διο και οἱ Διοσκουροι καλαμῳ ἐστεφανουντο . λευκῳ ] περικαλλει και ὡραιῳ . σωφρονος ]
9999968 ἀπεχρησεν
ταξιαρχος οὐ λοχαγος οὐχ ἱππευς οὐ τοξοτης , ἀλλ ' ἀπεχρησεν οἱ και ὁ εἱς ὁπλιτης οὑτος πληρωσαι την της
βασιλειαν μεγαλην οὐδαμου μαχης ἐδεηθη και φονων , ἀλλ ' ἀπεχρησεν ἡ φρονησις και το ποθεισθαι τον ἀρχοντα . μεγιστη
9999968 κηρυκας
ἀχνυμενη σκυταλη . ἡ δε σκυταλη τοιουτον ἐστι . Λακωνες κηρυκας διαπεμπομενοι ξυλον μελαινοντες περιειλισσον λευκῳ ἱμαντι και περιεγραφον τῳ
συμμαχοι παρεισιν . Ἀντιγονος μεν ἀκουσας περιχαρης ἀνεπηδησε : τους κηρυκας ἀποπεμψαμενος και της ὑστεραιας το μηκος της φαλαγγος διπλασιον
9999968 ἐναργεστερα
ἐπιστημην προσειπε , τα δε μαθηματα οὐτε δοξαν δια το ἐναργεστερα εἰναι των αἰσθητων , οὐτε ἐπιστημην δια το ἀμυδροτερα
λαβειν τους εἰσιοντας προς τους θεους , νομισαντες μαλλον ἐκεινα ἐναργεστερα εἰναι της θεας του θεου , ᾡ ἑορταζειν προσηκει
9999968 ἀγομενῃ
διαστηματι δε τῃ ἀπο της κορυφης ἐπι την βασιν καθετῳ ἀγομενῃ περιφερειαι γραφεισαι τεμνετωσαν ἀλληλας : και αἱ ἀπο της
ἐπιπεδον [ ὁμοιως δη και τῃ ἀπο του Ι καθετῳ ἀγομενῃ ἐπι το του ΑΒΓ κυκλου ἐπιπεδον ] . ἡ
9999968 ἀπολαβουσα
ἐτι μετεωρος τυγχανουσα , παλιν προσεπιδιισταται και τοτε την ὀφειλομενην ἀπολαβουσα συστολην , ὁμοιως ἐξερεθιζει την ἁφην διπλην ἐν τῃ
συμβολικως τελειοτητος τι οἰκειον μετρον δηλουσιν , ὁ το προσηκον ἀπολαβουσα ἡ ψυχη και την ἑαυτης σχουσα τελειοτητα ἀποκαθισταται .
9999968 ἐχειροτονησεν
ψηφισμα Φιλοκρατης ὁ Ἁγνουσιος , και ὁ δημος ἁπας ὁμογνωμονων ἐχειροτονησεν , ἐξειναι Φιλιππῳ δευρο κηρυκα και πρεσβεις πεμπειν ὑπερ
εἰς Σικελιαν ἐδει τους πρεσβεις ἀγειν , οὑς ὁ δημος ἐχειροτονησεν . ἡ οὐν ἀναγωγη δια ταχεων ἐγιγνετο μοι .
9999968 τεκουσα
τον τοκετον . Γειναμενη : ἡ γεννησασα , και ἡ τεκουσα . καταδαινυται : κατεσθιει , και τρωγει , εὐωχειται
θυοδοκων ὑπερτελης ἀντηλιον προσωπον ἐκφαινει θεων ; φευγωμεν , ὠ τεκουσα , μη τα δαιμονων ὁρωμεν , εἰ μη καιρος
9999968 κολαζουσι
Ἐρινυες ] : εἰσι δε θεων ὑπηρεται και ἀνθρωπους [ κολαζουσι ] ? ? ? : ὁσαι δε εἰσιν ὁπωσπερ
ἐπληξεν , οὐκ ἐξετασας ἀλλ ' ἀμελησας εἰδεναι , ἠδη κολαζουσι τον τοιουτον ὡς ἐξον αὐτῳ γνωναι ὁς ἠν παρεστως
9999968 ἐλαττονες
πηχων ἑκκαιδεκα , καταργυρος ὠν ὁλος , οἱ δε τρεις ἐλαττονες ὀντες διαλιθοι κατα μεσον ὑπηρχον . Μετα τουτους ἐφεροντο
τῃ κατεψυγμενῃ ζωνῃ . Ἀναπαλιν δε τοις προς μεσημβριαν οἰκουσιν ἐλαττονες ἀει μαλλον και ἐλαττονες αἱ ἡμεραι γινονται . Παρ
9999967 πρεσβεια
ἡπερ συνεφερεν αὐτῳ , τυχοι . Οὐκουν ἡ μεν προτερα πρεσβεια τον καιρον τουτον εἰχεν , ἡ δ ' ὑστερα
δε βοηθεια ἠ κτησις εὐνοιας ἠ δοξης ; τις δε πρεσβεια , τις διακονια δι ' ἡν ἡ πολις ἐντιμοτερα
9999967 κομαν
σατυρικην , τον κορδακα παρ ' Ἑλλησι καλουμενον , και κομαν [ Ἰνδους ] τῳ θεῳ μιτρηφορεειν τε ἀναδειξαι και
ποτι κυματ ' ἐπ ' ἀιονι πτυοντα , λυσασαι δε κομαν και ἐπι σφυρα κολπον ἀνεισαι στηθεσι φαινομενοις λιγυρας ἀρξευμεθ
9999967 ἀπορια
Ἡρακλειαν : ἐξ Ἡρακλειας δε οὐτε πεζῃ οὐτε κατα θαλατταν ἀπορια : πολλα γαρ και πλοια ἐστιν ἐν Ἡρακλειᾳ .
πεισωσι τον ἐρωτωμενον ὁμολογησαι , ὁτι ὁ λιθος ὁρᾳ . ἀπορια γαρ ἐστιν ὁταν ἡ διανοια οὐ βουληται ἐμμενειν τῳ
9999967 ἀναγκα
και διαγωγαν καταρχα ὑβριος και ὀλεθρω ῥιζουται τοις ἀνθρωποις . ἀναγκα γαρ τως πολλα ἐχοντας τετυφωσθαι πρατον , τετυφωμε -
, ἀλλα ὁ τις ἀνθρωπος ἐπιδεχεται . και γαρ ποιον ἀναγκα και παλιν ποσον και ποτι τι πως ἐχεν τον
9999967 Ἀντισθενης
Πλατωνος ἐν τριτῳ Ἀπομνημονευματων . λεγεται δ ' ὁτι και Ἀντισθενης μελλων ἀναγινωσκειν τι των γεγραμμενων αὐτῳ παρεκαλεσεν αὐτον παρατυχειν
τε εἰσιν ὁσοι ἐξηγηνται αὐτου το συγγραμμα : και γαρ Ἀντισθενης και Ἡρακλειδης ὁ Ποντικος [ . ] , Κλεανθης
9999967 Συριακου
κατα παντα ἀπεβη μοι καλλιστα . ἐμιξα δε και σισωνος Συριακου , σεσελεως , ἀνα δραχ . βʹ , και
πεπερεως μελανος . . . . γρ . ιεʹ σισωνος Συριακου . . . . . γρ . ιβʹ στυρακος
9999967 βελτιστην
το μελι : και σμυρναν την στακτην και ἀλλως ὡς βελτιστην τριψας λειην , διεσθαι του οἰνου του αὐτου παρεγχεοντα
ἱεραν οἱ ναυτιλλομενοι φασιν , καθιεναι , και ἐπι την βελτιστην ἀπονοιαν ὁρμησαντες , ἐτι τε και τολμαν και ἀμαθιαν
9999967 ἐπαθες
μοι , κἀν πεντ ' ἐτη . Τι δ ' ἐπαθες ; Ἐπετριβην ἀπολεσας τω βοε . Ποθεν ; Ἀπο
, πεψαι , το τελευταιον παραθειναι . Τι δ ' ἐπαθες ; ἀγρυκτα κἀλεκτ ' , ἀλλα βουλομαι μονῃ αὐτῃ
9999967 ἀπεπλευσαν
των Λιπαραιων την γην : ἐκεινων των νησιωτων δηλονοτι . ἀπεπλευσαν : ἀποπλευσαντες ἐπανηλθον . του δ ' ἐπιγιγνομενου θερους
ἐφθασαν καταφυγειν ἐς τας οἰκειας τριηρεις . οὑτω μεν δη ἀπεπλευσαν ἀπρακτοι ἐκ Μιλητου οἱ Περσαι . Ἀλεξανδρος δε καταλυσαι
9999967 κομισθηναι
, σφισι δε ἀσμενοις ἀντι χρυσου γενεσθαι το σκηπτρον . κομισθηναι δε αὐτο ἐς την Φωκιδα ὑπο Ἠλεκτρας της Ἀγαμεμνονος
ὁσῳ παρα μεν ἐκεινων βουλομενων ἀπολυσαι ἐστι και ἀλλοθεν εὐπορησαντι κομισθηναι , ἐπι δε τοις ἐχθροις γενομενον οὐ δυνατον :

Back