' ἐν τινι ἐρημῳ τοπῳ ἐδιψησεν , οὐδεπω της θεραπειας ἡκουσης , ἐκηρυχθη τῳ στρατοπεδῳ , εἰ τις ἐχει ὑδωρ
ἐλογιζοντο τας ἀχρι των ὑμεναιων ἡμερας , της δε κυριας ἡκουσης ἠριθμουν αὐτης προϊουσης τας ὡρας . εἰτα ληγουσης ἀκτινος
9999986 τυχουσης
. ὁμοιως δη δειξομεν , ὁτι και ἡ τυχουσα της τυχουσης ἐν πλειονι χρονῳ ἐξαλλασσει το φανερον ἡμισφαιριον ἠπερ ἡ
. ἐν [ τε ] γαρ ταις ἐπιστημαις οὐ της τυχουσης εἰναι διανοιας το καταμαθειν τε και κριναι καλως βλεψαντας
9999986 ἀπαιτουσης
, ἀποι - κιαν . ταυτα μεν οὐν της ὑποθεσεως ἀπαιτουσης ἀναγκαιον τε και δικαιον ἐδοξεν εἰναι μοι προς τους
γην , ἀλλ ' εἰτε αὐην εἰτε νοτεραν της ὡρας ἀπαιτουσης δειν ἀροτριαν και μη προφασιζεσθαι την ποιοτητα της γης
9999985 ἐνεργουσης
, ἐντευθεν και της αἰσθητικης δεδεκται γνωσεως , ἀμεσως μεν ἐνεργουσης περι τα οἰκεια γνωστα , ἀφυπνιζουσης δε και αὐτον
, φαντασια δ ' οὐδεμια ἐγειρεται της νοερας ζωης τελειως ἐνεργουσης ; οὐ παρα τοις θεοις συνυπαρχει ἡ ἀληθεια κατ
9999984 δοκουσης
ὁ παραφραστης της ἐναντιας ἐγενετο δοξης της και τῳ Ἀριστοτελει δοκουσης . τουτοις οὐν τοις δυο , τῳ τε Μαξιμῳ
των ἀπολογουμενων , το ἀξιοπιστον της κατηγοριας ἐκ της παλαι δοκουσης φιλιας προειληφοτες , οὐδε τουτο λογιζομενοι , ὁτι πολλαι
9999984 ἁλουσης
την ἀληθη δε Τροιαν ἱσταμενην περιορᾳς ; Ἀλλα της πολεμιας ἁλουσης , φησιν , Ἀγαμεμνων ἐφεδρευσει τοις ἀθλοις . ἡ
ᾡ διετριβεν αὐτη : ἐπαινεσας δε και βασιλισσαν ἀναδειξας , ἁλουσης της πολεως πλην της ἀκρας , ἐκεινῃ πολιορκειν ἐδωκεν
9999984 τεκουσης
κελευσας γαρ , πριν ἀποτιτθον γενεσθαι , μη ἀποσπαν της τεκουσης μητε ἀρνα μητε ἐριφον μητε ἀλλο τι των ἐν
θεραπαιναν ἐπεπλεκετο αὐτῃ . ταυτης οὐν εἰτ ' ἐξ αὐτου τεκουσης , εἰτ ' ἐξ ἀλλου τινος , ὁμωνυμος Ἀθηνιωνι
9999984 ῥεουσης
, ἀπο τινος Γαλλου Πεσσινουντος . τινες δε ἀπο της ῥεουσης του λοφου του ἐν ᾡ ἐταφη Μαρσυας . το
χωριον ὀχυρον ἐκτισαν πολιν ἡν ἀπο της ἐν τῃ πολει ῥεουσης πηγης ὠνομασαν Ἐγγυον . ὑστερον δε μετα την της
9999983 ἀγχουσης
, ἀψινθιον , σιλφιου σπερμα , ἀρτεμισια , σαμψυχον , ἀγχουσης τα λεπτα ῥιζια , πενταφυλλου , κυκλαμινου , κιρκαιας
αὐτο ἐν τῳ δορατιἐτρωσε δε μη εἰδως . ἀπ ' ἀγχουσης : και γαρ ἡ ἀγχουσα φυτον θαμνωδες ἐστιν .
9999983 Μουσης
. Ἀλλ ' εἰτε νεα των μετρων ἡ θεωρια εἰτε Μουσης εὑρημα παλαιας ἑκατερον ἑξει καλως . ἀρχαια μεν γαρ
ἀνευθε χορδης . Ἀγε , ζωγραφων ἀριστε , λυρικης ἀκουε Μουσης * * * * * * * * *
9999980 Κρεουσης
. τα Νεμεα φασιν ἀγεσθαι ἐπι Ὀφελτῃ τῳ Εὐφητου και Κρεουσης παιδι , ὁν Εὐφητην ἐκαλεσαν οἱ Ἀργειοι τελευτησαντα ὑπο
δε την Ἰαδα , λεγομενην ἀπο Ἰωνος του Ξουθου και Κρεουσης της Ἐρεχθεως , τεθειμενην δε τρισι γενεαις ὑστερον των
9999980 ἐποιουντο
. ὡς το εἰκος οὐν , οἱ ξυγγενεις αὐτων σπουδην ἐποιουντο πρασσειν : την εἰρηνην δηλονοτι . οὐπως ἠθελον :
ἀλλας ὑπερ των ἀνδρων πρεσβειας τε και ἱκεσιας ἐπιπεμποντων λογον ἐποιουντο οὐδενα . ἑπτακαιδεκατῳ δε ὑστερον ἐτει τριακοσιους ἠ και
9999980 κρατουσης
τυχῃ αὐτην εἰναι θερμοτεραν , ψυχρον ὑδωρ προς λογον της κρατουσης δυσκρασιας ἐπιβαλειν τῃ κεφαλῃ συμμετρως . ἀλλα τουτο γε
. δοξης μεν οὐν ἐπι το ἀριστον λογῳ ἀγουσης και κρατουσης τῳ κρατει σωφροσυνη ὀνομα : ἐπιθυμιας δε ἀλογως ἑλκουσης
9999979 τεσσαρεσκαιδεκατον
, ἐμετος χολωδων ἠ φλεγματωδων . τουτων προφαινομενων περι το τεσσαρεσκαιδεκατον ἐτος , δει τον ἰατρον τεκμαιρεσθαι ὡς ἐπειγει ἡ
παιδι Κλεοδαμου νικησαντι την οϚʹ Ὀλυμπιαδα . . . Το τεσσαρεσκαιδεκατον εἰδος μονοστροφικον ἐστιν ἐκ ιηʹ κωλων και ιζʹ .
9999979 ἀσθενεστερα
ἰσχυροτερα ταχεως ἐργαζεται το ἑαυτης ἐργον , ἡ δ ' ἀσθενεστερα βραδυτερον , οὐδε λογου δει . δια ταυτα μεν
: διαμενον γαρ και τουτο φαινεται και ἑτερα πολλῳ τουτων ἀσθενεστερα . Ταυτα μεν οὐν οὐ λυει την ἀποριαν ἀλλ
9999978 θεραπειης
το οὐλον σωμα θεραπευειν παντα , ὁκοιης ἀν δοκεῃ δεεσθαι θεραπειης , ἠν τε σοι δοκεῃ ἐξ ἁπαντος του σωματος
δε χρη παρα τον ἀνδρα , ὁταν τα ὑπο της θεραπειης καλως ἐχῃ , ληγοντων ἠ ἀρχομενων των ἐπιμηνιων :
9999978 διειλοντο
πλημυριδος , ἐπικλυσθεισα ἡ Κυρβη ἐρημος ἐγενετο , αὐτοι δε διειλοντο την χωραν , και ἑκαστος ἑαυτου πολιν ὁμωνυμον ἐκτισε
δεινοτατοι ὀντες των βαρβαρων ; ἐξ ὁλοσφυρου γαρ ἰσον μερισμον διειλοντο , και πρωτοι χαρακτηρα ἐβαλον , † εἰς τον
9999978 ὀργανικου
τε φυτικην και την αἰσθητικην , ἐντελεχειας εἰναι σωματος φυσικου ὀργανικου ἀναγκαιον , οὐ πολλου ἀν δεοιμεθα λογου : ἀλλ
κατα την διαιρεσιν γινεται της φιλοσοφιας προστιθεμενου του λογικου ἠτοι ὀργανικου : της γαρ φιλοσοφιας εἰς δυο διαιρουμενης τα αὐτοπροσωπα
9999978 γεγενημενη
. καθολου μεν οὐν σχεδον παρ ' ἁπαν μερος † γεγενημενη † διορθωσις : τα μεν γαρ περιῃρηται , τα
συνοικει αὐτῳ ; ἀλλα μεμαρτυρηται ἑταιρα οὐσα και δουλη Νικαρετης γεγενημενη . ἀλλ ' οὐ γυναικα εἰναι αὐτου , ἀλλα
9999978 δαιμονιοι
συγγενικων . Ξ ἀντισπαστικα ἡμιολια βʹ και ἑν μονομετρον . δαιμονιοι ] ἀθλιοι . δαιμονιοι ] δυστυχεις . θΞ ἀντιφονων
. και εἰπερ αἱ δυναμεις αἱ ἐν τῳ παντι αἱ δαιμονιοι ἠ αἱ θειαι ἐχουσι μερη του κοσμου περικειμενα αὐταις
9999978 συλλογιστικης
δια κατηγορικου συλλογισμου . κἀν το συνεχες δε δεηται δειξεως συλλογιστικης , κἀκεινο δια κατηγορικου δειχθησεται συλλογισμου : εἰ γαρ
δι ' ἀκριβειας ἐν τοις ἑπομενοις ῥηθησεται οὐ περι της συλλογιστικης της κοινης ἁπλως εἰπεν , ἀλλα περι της διαλεκτικης
9999978 παρελθουσης
„ Λυκηρον τον βασιλεα ἠδικησεν , ὠ βασιλευ , της παρελθουσης νυκτος οὑτος ὁ αἰλουρος : ἀλεκτρυονα γαρ αὐτου πεφονευκε
ἐθεασαμην . εἰδον . εὐφρονης παροιθεν ἐπι , και της παρελθουσης νυκτος , ἐπι της παρελθουσης νυκτος δυϊκως : ἐνομισθησαν
9999977 ἐγενομεθα
οἱ δ ' ἡμας ἐκελευον εἰσιεναι . ἐπειδη δε ἐνδον ἐγενομεθα , ἐμε μεν ἐκβαλλουσιν ἐκ της οἰκιας , τουτονι
ἡμεις ἀρα , οἱ φθονῳ ἐμετρηθημεν και οὐκ ἐλασσονες φθονου ἐγενομεθα , ἀλλα την ἀρετην των παροντων ἐχομεν αἰτιασθαι και
9999977 Ἑλλανικου
ἐχρησατο , ἐνταυθα μεν τῃ Φερεκυδους , ὑστερον δε τῃ Ἑλλανικου : νεωτερον παρος : τον Πολυνεικην . ὁ μεν
. . , : περι δε Θεοπομπου και Ἐφορου και Ἑλλανικου και Φιλιστου και των ὁμοιων τουτοις περιττον ἐδοξεν εἰναι
9999977 ἀπαλλαγηναι
κωνειον πιειν ἠ προδοντα την ναυν ὁτι ταχιστα των κακων ἀπαλλαγηναι : ἐπι ζημιας κεινται και προστιμηματος . Ὁ Κρης
προφασει μεν ἀλλοτε ἀλλῃ , το δε δη ἀληθες οὐτε ἀπαλλαγηναι της Καλλιροης δυναμενος οὐτε ἐπαγεσθαι θελων αὐτην : ἐμελλε
9999977 ἀπελαυνει
ἐξ ἐθους σχημα περιζωσαμενος δημηγορησαι . . . . οὐκ ἀπελαυνει ] ταυτα προσαγωγα ἐστι προς τους δικαστας ἰδιωτας ὀντας
ποτα τα μεν πλειω ἠ ἐλαττω των δεοντων την ὑγιειαν ἀπελαυνει , τα μεσα δε και ποιει και αὐξει και
9999977 κομισας
ὀν ἐμπλησας πετραις ἀπλωτον ἐποιησε , και τας βοας Εὐρυσθει κομισας δεδωκεν . ὁ δε αὐτας κατεθυσεν Ἡρᾳ . τελεσθεντων
Ῥωξανη ἀπηραν εἰς Μακεδονιαν : το δε σωμα του Ἀλεξανδρου κομισας ὁ Πτολεμαιος ἐκηδευσεν ἐν τῃ Ἀλεξανδρειᾳ ὁπου νυν ἐτι
9999977 δωδεκαεδρον
. νβʹ . Εἰς την δοθεισαν σφαιραν [ το ] δωδεκαεδρον ἐγγραψαι . Ἐγγεγραφθω , και ἐστω σημεια των γωνιων
. οἱον το μεν εἰκοσαεδρον του δωδεκαεδρου , το δε δωδεκαεδρον του ὀκταεδρου , και ὁμοιως το μεν ὀκταεδρον του
9999977 μελλοντοϲ
. ἐαν τυφθωμεν ἐαν τυφθητε ἐαν τυφθωϲι Μεϲου ἀοριϲτου και μελλοντοϲ αʹ Ἑν . ἐαν τυψωμαι τυψῃ τυψηται Δυ .
Δυ . τυψαϲθον τυψαϲθων Πληθ . τυψαϲθε τυψαϲθωϲαν Ἀοριϲτου και μελλοντοϲ βʹ Ἑν . τυπηθι τυπητω Δυ . τυπητον τυπητων
9999977 ἐγχειρησαι
, εἰτε πυρεκτικως ἐχοιεν εἰτε και μη , και εἰτε ἐγχειρησαι ἠ ἀπαγορευσαι . Αἱ μεν οὐν ὀλεθριως διακειμεναι καταφερονται
τοις νομοις , ἰσμεν ἁπαντες . ἐγω μεντοι οὐδ ' ἐγχειρησαι οἰμαι προτερον τον Λυκουργον ταυτην την εὐταξιαν καθισταναι πριν
9999977 προμηκες
, παρομοιον ὀστρεῳ : το δ ' ἐστιν ἁδρον και προμηκες , ἐχον ἐν αὑτῳ σαρκα και μεγαλην και λευκην
το ἐχειν τον αὐτον λογον το ὑπο των μειζονων ὁρων προμηκες προς τα ὑπο των ἐλαττονων , ὁνπερ και ὁ
9999977 ἀπορια
Ἡρακλειαν : ἐξ Ἡρακλειας δε οὐτε πεζῃ οὐτε κατα θαλατταν ἀπορια : πολλα γαρ και πλοια ἐστιν ἐν Ἡρακλειᾳ .
πεισωσι τον ἐρωτωμενον ὁμολογησαι , ὁτι ὁ λιθος ὁρᾳ . ἀπορια γαρ ἐστιν ὁταν ἡ διανοια οὐ βουληται ἐμμενειν τῳ
9999977 ὑπερβαλλουσῃ
ὡστε παν εἰδεναι το στρατοπεδον . τουτου και οἱ ἑταιροι ὑπερβαλλουσῃ τροφῃ ἐχρησαντο . ὡν εἱς ὠν ὁ Ἁγνων χρυσους
κατηγορειτο πορνοβοσκος ὠν ἑταιρας : ἀλλοι δε , ἐπι των ὑπερβαλλουσῃ πονηριᾳ χρωμενων . Ζευς κατειδε χρονιος εἰς τας διφθερας
9999977 Ἀντισθενης
Πλατωνος ἐν τριτῳ Ἀπομνημονευματων . λεγεται δ ' ὁτι και Ἀντισθενης μελλων ἀναγινωσκειν τι των γεγραμμενων αὐτῳ παρεκαλεσεν αὐτον παρατυχειν
τε εἰσιν ὁσοι ἐξηγηνται αὐτου το συγγραμμα : και γαρ Ἀντισθενης και Ἡρακλειδης ὁ Ποντικος [ . ] , Κλεανθης
9999977 ἁρμονικην
. [ τουτο δε το θεωρημα χρησιμον ἐστιν εἰς την ἁρμονικην μεσοτητα : πρωτη γαρ ἐστιν ἡ ΑΒ , δευτερα
. ἀριθμους μεν οὐν και γεωμετριαν την τε ῥυθμικην και ἁρμονικην και μετρικην θεωριαν και μουσικην την συμπασαν δια τε
9999977 σπουδαστεον
τε και αἰτιας και των ἀρχων ὁ θεος ἐξηγειται , σπουδαστεον ἐν τουτῳ μαλιστα ἐκεινην την ἐπιστημην κτησασθαι , δι
εἰ δε ἐν τουτῳ μαλιστα ἐστιν ἡ ὀντως εὐδαιμονια , σπουδαστεον περι αὐτην , εἰπερ ὀντως βουλομεθα μακαριοι εἰναι .
9999976 ἀκουσα
ἠε και ἐργῳ . πολλακι γαρ σεο πατρος ἐνι μεγαροισιν ἀκουσα εὐχομενης ὁτ ' ἐφησθα κελαινεφεϊ Κρονιωνι οἰη ἐν ἀθανατοισιν
ἰσθι ὁτι οὐκ ἠθελεν ψευδει συγκαταθεσθαι : πασα γαρ ψυχη ἀκουσα στερεται της ἀληθειας , ὡς λεγει Πλατων : ἀλλα
9999976 κομισαι
δε των συγγραφεων φασι τους μεν υἱους της Μηδειας δωρα κομισαι τηι νυμφηι φαρμακοις κεχριμενα , την δε Γλαυκην δεξαμενην
τε καρπων και πληθους ἀνθρωπων , ἐξ Αἰγυπτου τον Ἐρεχθεα κομισαι δια την συγγενειαν σιτου πληθος εἰς τας Ἀθηνας :
9999976 διπλασιονες
. και ἐπει αἱ ΞΛ , ΛΝ ἰσαι εἰσιν , διπλασιονες ἀρα εἰσι της ΛΝ , ὡστε ἡ ΞΝ της
ἐκ τριων μακρων , μολοττος . Τετρασυλλαβοι δε οἱ τουτων διπλασιονες ιϚʹ , ὡν τετραχρονος εἱς , ἐκ τεσσαρων βραχειων
9999975 δριμεις
πηγανον , κυμινον , δαφνιδες , ἀνηθον , ἀσφαλτος . δριμεις δ ' ἁλμη , θαλασσια , γαρος σιλουρου ,
ἀγωνας οὐ τους τυχοντα ὑπομενουσι και καθαιρεσεις . ἀλλως τε δριμεις και εὐσυνετους περι τας πραξεις ἀποτελουσι , ποικιλως τον
9999975 ἐποιησατο
ἀν ἐγωγ ' αὐτον ἐρωτησαιμι ποτερ ' ἐννομον και δικαιαν ἐποιησατο του ψηφισματος την γραφην ἠ τοὐναντιον ἀδικον και παρανομον
και πολεμικοις κινδυνοις . συστησαμενος οὐν στρατοπεδον ἀξιολογον , συμμαχιαν ἐποιησατο προς Ἀριαιον τον βασιλεα της Ἀραβιας , ἡ κατ
9999975 προσηγορευθη
και ἀφαιρεσιν του φωτος ἐποιησατο : διο και ταπεινωμα αὐτης προσηγορευθη . Συντομωτεραν οὐν την ὑφηγησιν ἐκ του ζῳδιακου κυκλου
τριαδα . . . . ἡ δε τουτων αἱρεσις Ἰταλικη προσηγορευθη δια το τον Πυθαγοραν ἐν Ἰταλιᾳ σχολασαι : μετεστη
9999975 ἐστεφανουντο
ἑταιρε , ἐξηγουμενος το χωριον ἐφη , ὁτι και λυγοις ἐστεφανουντο οἱ ἀρχαιοι . Τεναρος δε ἀγροικων εἰναι λεγει στεφανωμα
το ἀπεριττον και ἀπεριεργον : διο και οἱ Διοσκουροι καλαμῳ ἐστεφανουντο . λευκῳ ] περικαλλει και ὡραιῳ . σωφρονος ]
9999975 ἀμεινονες
διοριζεται λεγων ὁτι Ἐν πολεμῳ , ἀγορῃ δε τ ' ἀμεινονες εἰσι και ἀλλοι . ἐχων οὐν ἐνεχυρον ὁ Ὀδυσσευς
' ἐπισταμενος σαφα εἰπειν : ἡμεις τοι πατερων μεγ ' ἀμεινονες εὐχομεθ ' εἰναι : ἡμεις και Θηβης ἑδος εἱλομεν
9999975 ἀσθενεστεροι
, οἱ μεν ἀγαθοποιοι τους ἐνιαυσιους χρονους λαβοντες ἠ ἐπεμβαντες ἀσθενεστεροι εἰς το εὐεργετειν γενησονται , παραχωρησουσι δε τοις κακοποιοις
, ᾡ μονῳ προσεστι το εἰναι . ἐαν δ ' ἀσθενεστεροι τας φυσεις ὀντες ἐπιζητωσι προσρησιν , δηλωσον αὐτοις μη
9999975 κομαν
σατυρικην , τον κορδακα παρ ' Ἑλλησι καλουμενον , και κομαν [ Ἰνδους ] τῳ θεῳ μιτρηφορεειν τε ἀναδειξαι και
ποτι κυματ ' ἐπ ' ἀιονι πτυοντα , λυσασαι δε κομαν και ἐπι σφυρα κολπον ἀνεισαι στηθεσι φαινομενοις λιγυρας ἀρξευμεθ
9999975 ἐλασσονα
ἐλασσον ἁμαρτημα , οὐδε ἡσσον λυμαινεται τον ἀνθρωπον , ἠν ἐλασσονα και ἐνδεεστερα των ἱκανων προσφερηται : το γαρ του
του ταχους του ἐπικυκλου προς το ταχος του ἀστερος : ἐλασσονα ἀρα λογον ἑξει και ἡ ὑπο ΓΖΚ γωνια προς
9999975 Συρακουσας
ἐν Ἱμερᾳ στρατηγος συνεβουλευσε τοις ναυαρχοις την ταχιστην ἐκπλειν εἰς Συρακουσας , ἱνα μη συμβῃ κατα κρατος ἁλωναι την πολιν
τῳ Διονυσιῳ , και τους ἀριστους των στρατιωτων ἀπεσταλκοτες εἰς Συρακουσας , ἠναγκασθησαν διατηρησαι την προς Διονυσιον συμμαχιαν , καιπερ
9999975 στυπτικης
ῥᾳστον αὐτην ἐστι διακριναι μακρου πεπερεως . Περσεας τα φυλλα στυπτικης μετειληφε δυναμεως . Περικλυμενου ὁ καρπος και τα φυλλα
οἱ ἐκ της θαλασσης ἐκ δυοιν ποιοτητων ῥυπτικης τε και στυπτικης : ὁτι δ ' ἀμφοτεροι και ξηραινουσι δηλον .
9999975 κατεσκευασμενα
, ἐχειν δε οἰκιας καλας και τα ἀλλα παντα θαυμαστως κατεσκευασμενα : και γαρ αὐ τα των τεχνων ἐργα δωρα
παντοδαπα φιλοτεχνως τοις τε χρωμασι και τοις των τυπων ἀπομιμημασι κατεσκευασμενα : το δ ' ὁλον ἐπεποιητο κυνηγιον παντοιων θηριων
9999975 φανεισης
προ τροφης ἐλουσαμεν και σφοδρα ὠφελησαμεν : τελεωτερας δε παρακμης φανεισης , και οἰνον δοτεον εἰς διορθωσιν πασης της διαθεσεως
, και μαλιστ ' ἐν ταις ἀρχαις . πεψεως δε φανεισης οὐδεν βλαψεις , εἰ και θερμαινουσῃ χρησῃ ἐμπλαστρῳ ,
9999975 ἡγεμονικου
τα ἀρσενικα τῳ κυριῳ „ . εἰπων περι των του ἡγεμονικου γεννηματων ἀρχεται διδασκειν και περι των του ἀλογου ,
ἡγεμονικου μεχρι ὀφθαλμων , ἀκοην δε πνευμα διατεινον ἀπο του ἡγεμονικου μεχρι των ὠτων : των δε λοιπων το μεν
9999975 Σικελιωτων
τῃ ναυμαχιᾳ των μεν Καρχηδονιων οὐκ ὀλιγοι , των δε Σικελιωτων ναυς μεν πλειω των ἑκατον , ἀνδρες δ '
ἐν τοιαυταις ἀναγκαις τοτε στασιωτικων καιρων κατειλημμενοι ξυνεστρατευον , και Σικελιωτων Ναξιοι και Καταναιοι , βαρβαρων δε Ἐγεσταιοι τε ,
9999974 κινδυνευομεν
τους νομους . Ἐχ ' ἡσυχῃ , ὠ Ἱππια : κινδυνευομεν γαρ τοι , ἐν τῃ αὐτῃ ἐμπεπτωκοτες ἀποριᾳ περι
Κλεινιας . Και ἐγω ἀναμνησθεις εἰπον ὁτι Ναι μα Δια κινδυνευομεν γε το μεγιστον των ἀγαθων παραλιπειν . Τι τουτο
9999974 ἐπελθουσης
οὑτοι μεν δη φυλλασσομενοι τε ἀφανως και της κυριας ἡμερας ἐπελθουσης ἐς την δικην ἀνακαλουμενοι , Μερολας μεν τας φλεβας
ἐξαισιων και κατακλυσμων γενομενων , μιας ἡμερας και νυκτος χαλεπης ἐπελθουσης , το τε παρ ' ὑμιν μαχιμον παν ἁθροον
9999974 Ἀφροδιτας
, ἀγριαινεται ἡ θαλασσα . αἰκεν τον Λυκιδαν ὀπτευμενον ἐξ Ἀφροδιτας ῥυσηται : το αἰκεν ἀντι του ἱνα : ἱνα
αἰ τον Ἀδωνιν : και ποταμοι κλαιοντι τα πενθεα τας Ἀφροδιτας , και παγαι τον Ἀδωνιν ἐν ὠρεσι δακρυοντι ,
9999974 τριπλασια
ἡμιολια της διαμετρου , της ἀρα ἐκ του κεντρου ἐσται τριπλασια . παλιν ἐπει ἐστιν ὡς ἡ ἀπο του Η
δυο μεγεθων των δ και των γ ἰσακις πολλαπλασια : τριπλασια γαρ ἀμφω ἀμφοτερων . ἐαν ἀρα ἀφαιρεθεντα τινα των
9999974 χειρονες
πανυ με θραττει , πως ὡς κρειττονες παρακαλουμενοι ἐπιταττονται ὡς χειρονες : ἐγω δε σοι ἐρω την ὁλην περι των
ἐργων οὐ γνωμῃ διαφεροντες ἀλληλων οἱ μεν βελτιονες οἱ δε χειρονες εἰσιν , ἀλλα σαφως ἐπιμελειᾳ . ἁ γαρ και
9999974 θαυμαζοντα
δε λογων των ἑαυτου . ἐλεγε τε πολλακις και Ἐπικουρον θαυμαζοντα την Πυρρωνος ἀναστροφην συνεχες αὐτου πυνθανεσθαι περι αὐτου διηκουσε
ἐτι νεος τε και εὐηθης ἐστι . Κἀγω γνους αὐτον θαυμαζοντα , Ἀρα οὐκ οἰσθα , ἐφην , ὠ Κλεινια
9999974 ἀπολαβουσα
ἐτι μετεωρος τυγχανουσα , παλιν προσεπιδιισταται και τοτε την ὀφειλομενην ἀπολαβουσα συστολην , ὁμοιως ἐξερεθιζει την ἁφην διπλην ἐν τῃ
συμβολικως τελειοτητος τι οἰκειον μετρον δηλουσιν , ὁ το προσηκον ἀπολαβουσα ἡ ψυχη και την ἑαυτης σχουσα τελειοτητα ἀποκαθισταται .
9999974 βεβαιοτερα
το σχημα πολυ τιμιωτερον το τελευτης ἀναγκην αὐτῳ προξενειν . βεβαιοτερα γαρ ἐλευθερια τῳ δημῳ τυραννος τεθνηκως ἠπερ ἐκ τινος
δωρεαν . τι δηποτ ' οὐν συμβεβηκε ταυτ ' εἰναι βεβαιοτερα των ἀλλων ; ὁτι την πολιν μαρτυρα ἐποιησατο του
9999974 θεραπεια
οθ Τριταιου ἀκριβουϲ ἐκτεταμενου και διπλου διαγνωϲιϲ π Τριταιου ἀκριβουϲ θεραπεια πα Τριταιων νοθων θεραπεια πβ Περι ἡμιτριταιου πγ Τεταρταιου
ἀλλα θαρρει μοι , φιλτατε : ῥᾳων γαρ ἡ τουτου θεραπεια : ῥοδα γαρ μονα εἰ φαγοις , ἀποδυσῃ μεν
9999974 φυσης
σκεψασθαι , κελευειν ψαυσαι του στοματος . Ἡ πυριη αὑτη φυσης ἐμπιπλησι τας ὑστερας και ἐς ὀρθον μαλλον ἀγει και
φυσαν πολλην : και ἐπειδαν ἀρθῃ το ἐντερον ὑπο της φυσης και ἡ γαστηρ , ἐξελων τον αὐλισκον , ἐνιεναι
9999974 καταλαμβανῃ
, ἐς δε τεταρταιον καταστησεσθαι , ἠν διαλειπῃ τε και καταλαμβανῃ πεπλανημενον τροπον , και ταυτα ποιεων τῳ φθινοπωρῳ προσπελασῃ
διεγειρωνται , και τα μηλα ἐρυθραινηται , και τις ὁρμη καταλαμβανῃ τους πεπονθοτας προς ἀφροδισια , τοτε σατυριασιν καλουσιν ,
9999974 ἐπιζευγνυουσα
μη ἐπι τα αὐτα μερη των κεντρων , ἐσται ἡ ἐπιζευγνυουσα τα Ζ Κ διαμετρος της σφαιρας και ὀρθη ἡ
, και πλευρα αὐτου ἐσται ἡ τα Ζ , Θ ἐπιζευγνυουσα εὐθεια ἐπι της ἐπιφανειας οὐσα του κυλινδρου . ἐστι
9999974 κρητικου
καταληκτικος ἐξ τριτων ἐπιτριτων δυο – – ˘ – και κρητικου ἠτοι ἀμφιμακρου – ˘ – , και ἐστι χοριαμβικος
αʹ ἀντισπαστικον τριμετρον καταληκτικον ἐκ διιαμβου , παιωνος πρωτου και κρητικου . το βʹ ὁμοιον τριμετρον ἀκαταληκτον ἐκ παιωνος τεταρτου
9999974 εὐδοκιμησαι
παθειν ἐστιν ὀφειλομενον . και τουτον ἐν τε τῳ παραυτικα εὐδοκιμησαι και ἐπιτηδειοτερον ἐς το ἐπειτα Ἀλεξανδρῳ γενεσθαι . Ἐν
ἐς ἁπαν και ἐς ληθην ὀλιγου δειν ἡκουσαν ἀνθρωποις . εὐδοκιμησαι δε Γοργιαν λογων ἑνεκα ἐν τε πανηγυρει τηι Ὀλυμπικηι
9999974 Δημοσθενει
Θουκυδιδῃ λογου χαριν το ζαγκλον και τορνευοντες , παρα δε Δημοσθενει το ἐβοα ὡσπερ ἐξ ἁμαξης , ἠ πως ἀναγνωστεον
των παρ ' ὑμιν εὐδοκιμουντων , „ ὡς και παρα Δημοσθενει , ” και τον μεν γραψαντα τους νομους Σολωνα
9999974 παραληψομεθα
; δια ταυτας ὡς ἀχρηστον ταυτην παραδραμουμεθα και οὐδεποτε ὁλως παραληψομεθα , ἠ χρη ἀντιθεσθαι ταυταις παρατηρησεις τινας , δι
παντα βοηθηματα συν ποσῳ μεγεθει νοειται , παντα τα βοηθηματα παραληψομεθα και ἀδιαφορησομεν , ὁπερ ἐστιν ἀλογωτατον . εἰ δε
9999974 Παφλαγονας
εἰ δε ταυτα ποιησετε , ἀναγκη ἡμιν και Κορυλαν και Παφλαγονας και ἀλλον ὁντινα ἀν δυνωμεθα φιλον ποιεισθαι . Προς
ἀνεμον ἐνθεν μεν Συριους Καππαδοκας ἀπεργει , ἐξ εὐωνυμου δε Παφλαγονας . Οὑτως ὁ Ἁλυς ποταμος ἀποταμνει σχεδον παντα της
9999974 κλησει
ἐστιν οἱονπερ εἰ τις κυνας ἐν θηρᾳ ἀνακαλοιτο ἀει τῃ κλησει ᾑπερ ὁταν το θηριον ὁρᾳ . το μεν γαρ
μετα τουδε του γραμματος , ἀλλα συ τριπλην ἀνεις τῃ κλησει την ὁδον , ὡν ἡμιν τω δυο , ποιηταις
9999974 Κολοφωνιον
χρυσος : και γαρ πολυ φασι παραλλαττειν του ἀλλου τον Κολοφωνιον χρυσον . Αἰθομενον πυρ ] Λαμπον ἐν νυκτι :
οἱ μεν Χιον , οἱ δε Σμυρναιον , πολλοι δε Κολοφωνιον αὐτον νομιζουσιν : εἰναι μεντοι γε ἐλεγεν Βαβυλωνιος ,
9999974 Λακεδαιμονιου
θυγατηρ Χειλωνος του Λακεδαιμονιου , Κρατησικλεια Λακαινα γυνη Κλεανορος του Λακεδαιμονιου , Θεανω γυνη του Μεταποντινου Βροτινου , Μυια γυνη
, αὐτος ἀπετεμε , και ἐθριαμβευσεν . ἀναχωρησις Κλεαρχου του Λακεδαιμονιου ἁμα των συν αὐτωι Ἑλληνων της νυκτος : και
9999974 Φαιδρου
τοις νοημασι και τοις λογοις χρησαμενος . Συγκαταθεμενου οὐν του Φαιδρου , λεγει ὁ Σωκρατης τον δευτερον λογον , εἰς
ὡς φησι Φαιδρος , οὐχ ὁμοιον ἐστι τῃ θρυψει του Φαιδρου : ὁ μεν γαρ Φαιδρος τῳ ὀντι ἐσχηματιζετο ἁτε
9999974 Ἀλκινοος
θ ' , ὁσον ἠθελε θυμος , τοισιν δ ' Ἀλκινοος ἀγορησατο και μετεειπε : “ κεκλυτε , Φαιηκων ἡγητορες
' ἠγερθεν ὁμηγερεες τ ' ἐγενοντο , τοισιν δ ' Ἀλκινοος ἀγορησατο και μετεειπε : “ κεκλυτε , Φαιηκων ἡγητορες
9999974 εὐδαιμονως
ἠν δε εἰ συμβαλλονται τι τοις εὐδαιμονως ζησασι και τελευτησασιν εὐδαιμονως αἱ των ἐκγονων τυχαι προς το διαμενειν την εὐδαιμονιαν
προτιμωντες ἐν ἐλευθερᾳ τῃ πατριδι , εἰ και τα ἀλλα εὐδαιμονως δουλευειν παρειη . ἐπετραφη δε νεοτης και ἀλλαχου της
9999974 φλεγματωδεις
και τους ἀλλους ἁπαντας , ὁσοι τε μελαγχολικοι και ὁσοι φλεγματωδεις εἰσι και σπλαγχνων φλεγμονης ἐκγονοι : και γαρ οὐν
οὐδ ' ἐκφυσαν ἠ πινειν ψυχρον . γινονται δε και φλεγματωδεις ἐμετοι . και ὁσα δια γαστρος ἐκκενουται , ψυχροτερα
9999974 φαλαγγιων
Λεγουσι φυσικοι ἀνδρες την ἐλαφον καθαρσεως δεομενην σεσελιν ἐσθιειν , φαλαγγιων δε κνησμασιν ἐχομενην καρκινους . Ὀλυμπιας τῃ Φιλιππου θυγατρι
πατηρ ὠν . λεγονται δε και των ἑτερων δακετων και φαλαγγιων δε ἀντιπαλοι τοδε το γενος εἰναι . και ταυτα
9999974 Περσιδος
Μηδιαν στρατηγου συναγαγοντος ἐπ ' αὐτον ἐκ τε Μηδιας και Περσιδος και των συνεγγυς τοπων στρατιωτας πεζους μεν πλειους των
οὐκ ἐτι της αὐτης βασιλειας , ἀλλ ' ἠδη της Περσιδος , ἡν ἀφ ' ὑψους παραπλεοντι ὡς σταδιους δισχιλιους
9999974 σφοδροτερα
. ἁμα δε και δια το ὀξεις οἱ μελαγχολικοι εἰναι σφοδροτερα ἐχουσι τα παθη : το δε ὑπο μειζονος ἡττηθηναι
παρ ' ὑμιν οὐκ οὐσα οὐκ ἠν ἀρετη , ἀλλα σφοδροτερα κακα ἀπελαυνουσα ὑμων ; ποια ἀττα ; εἰπεν .
9999974 Πυθαγορειους
μεγεθη τε και αἰσθητα ποιουντας , ἀπορει προς μεν τους Πυθαγορειους , πως ἐξ ἀβαρων και ἀμεγεθων των ἀριθμων τα
αὐλου ῥυθμον κατα πολεμιων χωρουντας . φασι δε και τους Πυθαγορειους , εἰ ποτε κινηθειεν αὐτοις τα παθη ἠ τινας
9999974 ἀποτυγχανει
τινων μεν τυγχανει του ὀντος , ἐπι δε των πολλων ἀποτυγχανει . Οὐ μην οἱ γε θεοπεμπτοι καλουμενοι ὀνειροι τουτον
παντα τελειοι , ἡ δε διψυχια μη καταπιστευουσα ἑαυτῃ παντων ἀποτυγχανει των ἐργων αὐτης ὡν πρασσει . βλεπεις οὐν ,
9999974 χειρονα
των ἐπιχειρηθεντων ἀπανταν λεγοντας ὡς οὐτε εὐλογον την καθολου ἀποφασιν χειρονα λεγειν της κατα μερος , εἰπερ κατα μεν το
του σωματος τελεσιουργουνται κρασεσιν : οὐ γαρ δει τα αἰτια χειρονα ποιειν των αἰτιατων . ὁτι μεν οὐθ ' ἁρμονιαν
9999974 Παφλαγονιαν
, τρωθεις ἀνεχωρησεν και ἀπεθανε καθ ' ὁδον περι την Παφλαγονιαν . την δε περι Σθενελου ἱστοριαν ἐλαβε παρα Προμαθιδα
εἰς Εὐαρχον ποταμον σταδιοι πʹ : οὑτος ὁ ποταμος ὁριζει Παφλαγονιαν και την ἐχομενην Καππαδοκιαν . Οἱ παλαιοι γαρ την
9999974 ἀπραγμοσυνης
, ὁ δ ' οὐ τουτ ' ἐφασκεν , ἀλλα ἀπραγμοσυνης ἐρων ἐκει οἰκησαι , το δε ἀρα ἐς δικας
” ἀπραγμοσυνης “ ἀντι του ” οὐ πολυπραγμοσυνης “ . ἀπραγμοσυνης ] εἰδος βοτανης . ἡ λευκη ὁμοια πλατανῳ .
9999974 φιλαργυριαν
„ ὁ μυθος δηλοι , ὁτι ἐνιοι των ἀνθρωπων δια φιλαργυριαν οὐκ ὀκνουσιν ἀλλοτριας συμφορας ἐργολαβειν . ποιμην ἐχων κυνα
ἀρετη δε κἀν θανῃ τις οὐκ ἀπολλυται : ὁ δε φιλαργυριαν φευγειν ἐγκελευομενος προφερεται το μη Πλουτον εἰπῃς : οὐχι
9999974 τεσσαρακοστης
περιξ ἁπαντα , και δια τουτο πολλακις και μεχρι της τεσσαρακοστης ἡμερας ἐκτεινονται : και γαρ και μετα το παυσασθαι
εὐωνοτερους εἰναι , και το ψηφισμα ἀκυρον γεγονε . της τεσσαρακοστης : Οὑτος ἐγραψε τεσσαρακοστην εἰσενεγκειν ἀπο της οὐσιας εἰς
9999974 κατεστρατοπεδευσαν
ἐκ της ἐν Φεραις τυραννιδος : συστησαμενοι δε δυναμιν ἀξιομαχον κατεστρατοπεδευσαν περι Μαντινειαν . μετα δε ταυτα ἐπι πολιν Ὀρνεας
περι Ἀγαθοκλεα και βραχυ διαχωρισαντες ἀπ ' ἀλληλων την δυναμιν κατεστρατοπεδευσαν . εἰθ ' οἱ μεν Καρχηδονιοι πυθομενοι την τουτων
9999974 ἀφαιρεθεντα
, δεδοσθω μητε τοτε μηδενα ταυτησι πεποιησθαι λογον μητε νυν ἀφαιρεθεντα δυσχερανειν . εἰ δ ' ἐπι το λαβειν εἰχες
ἐκλειπῃ . εἰϲω γαρ τα ὑγρα ξυνθεει , τηϲ ἐκτοϲ ἀφαιρεθεντα θερμηϲ τε και ταϲιοϲ . πνευμων δε μανοϲ τε
9999973 μεταλλικα
λιτραν μιαν , μυρσινινου λιτραν μιαν . οἰνῳ λειου τα μεταλλικα . Αὑτη ἐπουλοι τα χρονια και κακοηθη και ἐν
: εἰ δε παν ἐπιχυθειη το ὑγρον , τα μεν μεταλλικα ὑφιζανει , τα δ ' ἀρωματικα ἐπιπολαζει , και
9999973 σκευοφοροις
και οἱ πορευθεντες ἐπι την καταλυσιν αὐτου καταλαμβανουσιν ἐν τοις σκευοφοροις τα κατακρυφθεντα ὑπο των θεραποντων ξιφη . μετα τουτο
. οὑτω δη ἀπολαβουσαι παλιν το ἑαυτων σχημα ἐν τοις σκευοφοροις διαγουσι . Και οἱ μεν ἀμφι τον Κυρον δειπνοποιησαμενοι
9999973 τειχισαι
εὐβατου τε γαρ οὐσης ἐτι και εὐεπιδρομου τοις σοφισταις , τειχισαι τε Ἀριστοτελη και περιφραξασθαι πανταχοθεν και ἀποκλεισαι τας ἐπιβουλας
. Δημοσθενης δε στρατευσας ἐπι Πυλον ἐπεβαλετο τουτο το χωριον τειχισαι κατα της Πελοποννησου : ἐστι γαρ ὀχυρον τε διαφεροντως
9999973 Σικελικος
οἰκει τις ὡς ἐοικεν ἐν τῳ χασματι λιβανωτοπωλης ἠ μαγειρος Σικελικος . [ παραπλησιαν ὀσμην λεγεις ἀμφοιν γλυκυς . ]
, και τουτο ἀρα τις μυθολογων κομψος ἀνηρ , ἰσως Σικελικος τις ἠ Ἰταλικος τις , παραγων τῳ ὀνοματι δια
9999973 μικρολογιαν
και χρυσον πλειστον . μονοσιτειν τε αὐτους ἀει λεγει δια μικρολογιαν , ἐσθητας τε φορειν πολυτελεστατας „ . ] Ἰβυλλα
ἠ δυσφορουντες ἀπιασιν ἠ διαβαλλοντες το δειπνον ἠ ὑβριν ἠ μικρολογιαν ἐγκαλουντες . πληρεις δε αὐτων ἐμουντων οἱ στενωποι και
9999973 εὐδοκιμησας
τε του δημου φυλακης τινος προς αὐτου κυρησαι , προτερον εὐδοκιμησας ἐν τῃ προς Μεγαρεας γενομενῃ στρατηγιῃ , Νισαιαν τε
οὐτε θεοφοριαις οὐτε ἀλλαις πραγματειαις ἀτοποις . οὑτος μεν οὐν εὐδοκιμησας τουτοις συνεστησατο ἀρχην οὐ την τυχουσαν , ἁπαντων προσχωρησαντων
9999973 μακαριαν
κληρονομον της λαμπροτατης οἰκιας . και σε την μητερα ποιησει μακαριαν . ἑλου δε , ποτερον θελεις . ” “
ὡς παρ ' Εὐριπιδῃ ἡ Μηδεια τον πολλα ἠδικηκοτα Ἰασονα μακαριαν αὐτην φησι πεποιηκεναι , ὁμοιως δε και Τηλεμαχος προς
9999973 Θεσμοφοριαζουσαις
δερματια ἁ ἐπι των κεφαλων αἱ γυναικες ἐχουσιν : Ἀριστοφανης Θεσμοφοριαζουσαις . προυτρεψεν , οὐ προετρεψατο . παρῳκισαμην , οὐ
πραττειν και γραφειν ὁτι ἀν ἐνβραχυ βουληται ” . Ἀριστοφανης Θεσμοφοριαζουσαις που δ ' οὐχι διαβεβληκεν , ὁπου περ ἐνβραχυ
9999973 ἰσχυροτατην
διαπεφωνηται και των ζητουμενων ἐστι πραγματων . οἱον Ἐπικουρος δοκει ἰσχυροτατην τεθεικεναι ἀποδειξιν εἰς το εἰναι κενον τοιαυτην : ”
δε ἀλλως ἐπεχει προσωπου . των δ ' αὐ ἐξεταζομενων ἰσχυροτατην μεν ἐχει δυναμιν τα ὡρισμενα και κυρια , οἱον
9999973 φυλασσουσι
δοιος : οἱ γαρ Δωριεις την ἐν τοις ῥημασιν ἀναλογιαν φυλασσουσι και ἐν τοις ὀνομασι πλεονασμῳ του ι , γινεται
τουτο λεγονται τα τειχη της πολεως ἱερα , καθοτι και φυλασσουσι και περισκεπουσι την πολιν και ἀποσοβουσι και ἀποπεμπουσι τους
9999973 ἐπολεμησεν
θαλασσιᾳ σεριφῳ νησῳ και τοις ἐν αὐτῃ λαοις : ἀϋσεν ἐπολεμησεν . ἀπο της ἀϋτης . [ . ] Ἠτοι
: ὁ μεντοι Τισσαφερνης το τε Κυρειον στρατευμα καταλογιζομενος ὡς ἐπολεμησεν αὐτοις και τουτῳ παντας νομιζων ὁμοιους εἰναι τους Ἑλληνας
9999973 παραγγελμασι
οὐδε την ῥητορικην ὑποληπτεον ἐχειν τεχνικην ὑποστασιν , ἐπι τοιουτοις παραγγελμασι σαλευουσαν . ἀμελει γε τοι και οἱ περι Κριτολαον
μεντοι μη παυσηται πλεοναζων , ἀπειθῃ δε και τοις σοις παραγγελμασι και τοις ἐμοις λογοις , μη ἀγνοησῃς ὁτι και

Back