καὶ πίστιν δημιουργόν | [ τινα εἶναι ἔχουσι ] [ ωμεν ] ? % καὶ [ τοὺς ὁσιωτάτους ] ?
– ] ν Ἀχιλλέα π ? ! [ . ] ωμεν ? [ × – ! ] Ἀτρειδ [ .
4948370 κτησομεθα
δὲ τοὺς βοηθήσαντας ἂν ἡμῖν νῦν ἐπ ' αὐτὸν ἐχθροὺς κτησόμεθα , οὐχ ἕξομεν συμμάχους . ἐγὼ δὲ τὸ μὲν
σὲ νομιοῦμεν ; καὶ πῶς οὐκ ἄτοπον εὐεργέτας μὲν ὅπως κτησόμεθα πάντα ποιεῖν , ἡμεῖς δὲ καὶ οὓς μὲν ἔχομεν
4821091 φερνην
: τὴν φιλίαν τὸ φίλτρον : τὸ χ ὅτι τὴν φερνὴν ἕδνα φησίν : οὐ μέσως : οὐ μετρίως ,
Βόστρους κἀκεῖ συνάπτει τὴν θυγατέρα τῷ τούτων ἡγεμόνι δοῦσα καὶ φερνὴν αὐτῷ τὰ πολίσματα , καὶ χρόνον ἱκανὸν αὐτοῦ διαγαγοῦσα
4800945 Λιβυ
δὴ δεῦρό μοι ] ! ! τηϲον ὡϲ ἔχειϲ , Λίβυ , ] αλλον δὲ πληϲίον ϲχεδόν ] δ '
καταχρήσεθ ' αὑτὸν ἀνορωρυγμένην ταύτην ἰδών . οἱ Θρᾷκες , Λίβυ , Τρῶες καλοῦνται : πάντα νῦν ἤδη ' σθ
4738324 καδμιαν
ἀρϲενικὸν ξηρὸν μεθ ' ὕδατοϲ ἐπίβαλλε τὴν ἄϲβεϲτον πλυθεῖϲαν ὥϲπερ καδμίαν καὶ τρίψαϲ ξήραινε καὶ χρῶ . καὶ τῶν τροχίϲκων
σπόγγον ὀξυκράτῳ βεβρεγμένον πάλιν ἐπιτιθέναι : μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην καδμίαν λειοτάτην ἐπιπάσσειν , ἢ σὺν αὐτῇ ῥόδων ἄνθος ,
4609815 ἀπολυσον
, σὸν δὲ παρ ' ἡμῖν περὶ τούτων οὐδέν . ἀπόλυσον οὖν ἡμᾶς φροντίδος ἢ δείξας ἔργον ἢ καὶ τοῦτο
πρὸς αὐτὸν τοιαῦτα ἀνεβόα : Σῶσον , ὦ ἄνερ , ἀπόλυσον ἐντεῦθεν , ἐλέησόν με τὸν κατακεκλασμένον . Νῦν οὖν
4545972 θυωρον
χρώμενοι διαμαρτάνουσιν . ἔλεγέ τε ὅτι οἱ θεοὶ τὴν τράπεζαν θυωρὸν καλοῦσιν [ ] . Ἄνδρων δ ' ὁ Ἐφέσιός
ἡ θεοῖς ἀνατιθεμένη . τὸ δὲ ἑξῆς : περὶ μίαν θυωρὸν τὰ δίφρα τίθενται αἱ εἰνάτερες καὶ αἱ γαλόῳ .
4507309 ἀντιπαθως
τῆς νυμφαίας τὸ σπέρμα καὶ τὴν ῥίζαν : πάνυ γὰρ ἀντιπαθῶς ἔχειν πρὸς ταῦτα τετήρηται καὶ οὐ μόνον κράσει τινὶ
τοῦ δακρύου λέγει φῦναι τὴν κράμβην , καὶ διὰ τοῦτο ἀντιπαθῶς ἔχειν πρὸς ἀλλήλας τὴν κράμβην καὶ τὴν ἄμπελον .
4503672 περισκεψασθαι
ζώνῃ , περὶ ἧς φησιν σε μάλ ' οἴω νύκτα περισκέψασθαι , ἵν ' αὐτίκα μᾶλλον ἴδηαι : τοίη οἱ
χυμός : ἵνα δὲ τοῦτο γένηται , πρῶτον μὲν δεῖ περισκέψασθαι , εἰ ἐπιτηδείως ὁ κάμνων ἔχει πρὸς τὴν τοιαύτην
4401144 τετριμμενα
σκόρδα ὀπτὰ μετὰ μέλιτος ἐσθιόμενα , ἢ σήσαμα πεφρυγμένα καὶ τετριμμένα μελικράτου τρισὶν ἡμικοτυλίοις διακεχυμένα : πάντα δὲ τὰ τοιαῦτα
ἑψήσας μετὰ οἴνου παλαιοῦ σβέσον τὴν ἄσβεστον : ἔπειτα ἔχε τετριμμένα καρδαμώμου , πυρέθρου , κάχρυος , σαμψύχου , πεπέρεως
4385586 ἀποιχομενοιο
φρεσὶ θάρσος Ἀθήνη θῆχ ' , ἵνα μιν περὶ πατρὸς ἀποιχομένοιο ἔροιτο , [ ἠδ ' ἵνα μιν κλέος ἐσθλὸν
ἠδὲ πρόκας ἠδὲ λαγωούς : δὴ τότε κεῖτ ' ἀπόθεστος ἀποιχομένοιο ἄνακτος ἐν πολλῇ κόπρῳ , ἥ οἱ προπάροιθε θυράων
4380491 μιμνῃ
ϲπλήν . ἢν δὲ καὶ μὴ καθίϲτηται τὸ ἕλκοϲ , μίμνῃ δὲ ἐϲ πολλὸν χρόνον , ἀπόϲιτοι , καχέκται ,
τήνδε . ἢν δὲ ὁ πόνοϲ ἐν τοῖϲι νεύροιϲι εἴϲω μίμνῃ , ξυμπεπτώκῃ δὲ τὸ ἄρθρον ἄθερμον μηδὲ ἐποιδέῃ ,
4369493 Ἐριννυν
εὐλαβεῖσθαι . πότνι ' ] κατ ' εὐφημισμὸν λέγει τὴν Ἐριννὺν πότνιαν , ὡς καὶ εὐμενίδα φαμέν , ἢ ὡς
καὶ Ἐριννὺς Ἕρκυνν ' Ἐριννὺς ἐπώνυμα Δήμητρος . καὶ Καλλίμαχος Ἐριννὺν καλεῖ τὴν Δήμητρα λέγων Ἐρινύι Τιλφωσαίῃ . καὶ Ἐριννὺς
4365293 πωματα
τοὺς πίθους ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας , καὶ οὕτως ἐπιτίθει τὰ πώματα μὴ πάνυ συναρμόζοντα τοῖς χεί - λεσι τῶν πίθων
κάων , καὶ ἰσχναίνων καὶ πνίγων ἀπορεῖν ποιεῖ , πικρότατα πώματα διδοὺς καὶ πεινῆν καὶ διψῆν ἀναγκάζων , οὐχ ὥσπερ
4361517 ἀνεπιβουλευτα
ἄλλων συναναμίξῃ , τὰ μὲν τοῦ ἀετοῦ μένει ὁλόκληρα καὶ ἀνεπιβούλευτα , τὰ δὲ ἕτερα κατασήπεται τὴν πρὸς ἐκεῖνα κοινωνίαν
τῷ θεῷ , οἷον ἀναθήματα εἶναι ἐκείνου ἀσινῆ τε καὶ ἀνεπιβούλευτα οἱ καρκίνοι . Κλείταρχος ἐν τῇ περὶ τὴν Ἰνδικήν
4343665 ἀπολλυϲι
. ἀφαιρεθεῖϲα δὲ ἡ φακῆ τοῦ λέμματοϲ τὸ ἰϲχυρῶϲ ϲτυπτικὸν ἀπόλλυϲι καὶ οὐχ ὁμοίωϲ ξηραίνει τὰ κατὰ γαϲτέρα : εἰ
. τὰ μὲν οὖν δριμέα πάντα καυθέντα πολὺ τῆϲ θερμότητοϲ ἀπόλλυϲι , τὰ δὲ μὴ τοιαῦτα καυθέντα προϲλαμβάνει θερμότητοϲ ,
4334876 ἐλαυνε
ἵππους ἡμιόνους τε , ῥίμφα δ ' ἄρ ' αὐτὸς ἔλαυνε κατὰ στρατόν , οὐδέ τις ἔγνω . Ἀλλ '
. Μή μ ' ἀέκοντα βίηι κεντῶν ὑπ ' ἄμαξαν ἔλαυνε εἰς φιλότητα λίην , Κύρνε , προσελκόμενος . Ζεῦ
4322437 παραψηθ
Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν ὅλην , καταπαύσαι
Δωδωναῖον ἄν τις χαλκίον , ὃ λέγουσιν ἠχεῖν , ἂν παράψηθ ' ὁ παριών , τὴν ἡμέραν ὅλην , καταπαύσαι
4318776 ἁβρη
ἃ δὲ λέγει , ταῦτά ἐστιν τὴν δ ' ἵππος ἁβρὴ χαιτέεσς ' ἐγείνατο , ἣ δούλι ' ἔργα καὶ
, , . . . . ὣς ἀκαλὰ προρέων ὡς ἁβρὴ παρθένος εἶσιν , . . . . ̈ ἐκ
4312603 ἐρχεσθ
ἀνδρὶ μαχεσσάμενον τόν γ ' ἐλθεῖν , ἀλλὰ χορὸν δὲ ἔρχεσθ ' , ἠὲ χοροῖο νέον λήγοντα καθίζειν . Ὣς
' εἴρηαι ἐπελθὼν Λαέρτην ἥρωα , τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε ἔρχεσθ ' , ἀλλ ' ἀπάνευθεν ἐπ ' ἀγροῦ πήματα
4301681 πορευου
προῖκα ἔδωκεν ὁ Τυνδάρεως : στεῖχ ' ὡς ἀθορύβως : πορεύου , ὅπως ὁ προσελθών μοι λόγος τοῦ γήρως τοῦ
παράγραφος , ἐπὶ δὲ τῶι τέλει κορωνίς . κομίζου ] πορεύου . Κασάνδραν ] τήν . ἀμηνίτως ] ἀοργήτως .
4296798 δριμυτερα
δὲ ἡ ὀσμὴ τοῦ ἄρρενος , ἡ δὲ τῆς θηλείας δριμυτέρα , δι ' ὃ καὶ πρὸς τὰ θηρία χρησίμη
διαφορητικῆς ὑπάρχει δυνάμεως : καυθείσης δ ' αὐτῆς ἡ τέφρα δριμυτέρα τε καὶ ξηραντικωτέρα γίνεται . Ἀτρακτυλὶς ξηραντικῆς τε καὶ
4284565 ϲυϲταϲιν
' ὧν καὶ ϲιναπιϲμὸϲ ἁρμόζει , χρώμεθα . τὴν δὲ ϲύϲταϲιν ἅπαντα τὰ ἄκοπα μεταξὺ κηρωτῶν τε καὶ ἐμπλάϲτρων ἔχειν
: ᾠοῦ τῷ λευκῷ καὶ τοῦτο φυράϲθω , ὡϲ μελιτώδη ϲύϲταϲιν ἔχειν , εἶτα ἀναλαμβανέϲθω λαγῴαιϲ θριξὶν μαλακωτάταιϲ κἄπειτα τῷ
4277589 πτυγματα
μάλιϲτα τὰ κακοϲτομαχώτερα . τοὺϲ δὲ ἐπιδέϲμουϲ καὶ τὰ πολλὰ πτύγματα ἐπὶ τούτων παραιτούμεθα : πάνυ γάρ εἰϲι βλαβερά ,
: κἂν εὑρεθῇ τοῦ κόλπου μείζων ὁ λωτόϲ , τὰ πτύγματα ἐπιτιθέϲθω κατὰ τῶν πτερυγωμάτων , ἵνα κατ ' αὐτῶν
4273372 ψωμοι
, οἷς ἐπίκειται , ὥς φασι , καὶ φακῆ . ψωμοὶ οἴνῳ βεβρεγμένοι , οὓς ποιοῦσιν εἰς σκάφην ἄρτους διαθρύψαντες
, μηδ ' ὀπτὰ ὅλα , τοῦ ϲτερεοῦ γυμνά : ψωμοὶ διάβροχοι οἴνῳ τὰ πρῶτα θερμώδεεϲ δύο ἢ τρεῖϲ .
4261574 ῥυπαρα
βλαβήσεται : ἔσται γὰρ ἡ γυνὴ μοιχαλίς , πολύκοινος , ῥυπαρά . Σελήνης Διδύμοις : ὁ γήμας ἐν τῇ βʹ
καὶ ἀνώμαλα τὰ ἕλκη θεωρεῖται , κατὰ μὲν τὸ πλεῖϲτον ῥυπαρά , ὀχθώδη , λευκανθίζοντα , εἰδεχθεῖϲ ἐπιπάγουϲ ἔχοντα ,
4257481 κυναγον
τὴν εὐνήν : ὦ θεῖον εὐωδίας πνεῦμα : οἱ Ἀττικοὶ κυναγὸν τὸν κυνηγὸν λέγουσι : ἐννοῶ τὴν θεὰν , τίς
κακοῦ πρὸς ἀνδρὸς ᾧ τανῦν ξύνει . Ἐροῦ δὲ τὴν κυναγὸν Ἄρτεμιν τίνος ποινὰς τὰ πολλὰ πνεύματ ' ἔσχ '
4252942 διδομενα
περὶ αὐτήν [ ] , ἀποψηφίσασθαι δὲ τὴν πόλιν τὰ διδόμενα . [ τὴν προτέραν ] μὲν οὖν ἐπανόρθωσιν ἔνιοί
τῇ ἐπιφανείᾳ θερμὰ κατὰ δύναμιν προσάγουσι , τὰ δὲ ἐντὸς διδόμενα στύφοντα μᾶλλον καὶ ψύχοντα τὰς διαθέσεις ; τοιαύτας γὰρ
4245236 μαμμιαν
, μάμματα δὲ τὰ βρώματα , καὶ τὸ ἐσθίειν Ἀργεῖοι μαμμιᾶν ἔλεγον : ἐκ τούτων οὖν σύνθετον ὁ βλιττομάμμας ,
, μάμματα δὲ τὰ βρώματα , καὶ τὸ ἐσθίειν Ἀργεῖοι μαμμιᾶν ἔλεγον : ἐκ τούτων οὖν σύνθετον ὁ βλιττομάμμας ,
4237635 βαπτοντας
. τὸν αὐτὸν τρόπον καὶ τοὺς τὴν πορφύραν τὴν θαλαττίαν βάπτοντας καὶ τοὺς εἰσάγοντας ἀτελεῖς ἐποίησαν . πάνυ οὖν ἐξοκείλαντες
κατασκευάζοντας ὡς διαφθείροντας τοὔλαιον : καὶ τοὺς τὰ ἔρια δὲ βάπτοντας ὡς ἀφανίζοντας τὴν λευκότητα τῶν ἐρίων . Σόλων δὲ
4235323 ϲιτια
διατίθεται ὁ πάϲχων : οὐ γὰρ πάντεϲ πρὸϲ ἅπαντα τὰ ϲιτία ὁμοίωϲ διάκεινται . τὸ δ ' ἐπίπαν ἁρμόδια τούτοιϲ
μακρὰϲ νόϲουϲ , ἐπιφέρουϲα δηγμοὺϲ τοῦ ϲτομάχου ϲυνεχεῖϲ καὶ πρὸϲ ϲιτία ὀρέξειϲ ἀκρατεῖϲ . τὸ γὰρ ζῳοποιηθὲν ἐν τοῖϲ ἐντέροιϲ
4235093 Πανων
, κώμη περὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν , ἥ τις καὶ Πανών λέγεται . τὸ ἐθνικὸν Πανοκωμήτης . Πανὸς πόλις ,
, κώμη περὶ τὴν Ἐρυθρὰν θάλασσαν , ἥ τις καὶ Πανών λέγεται . τὸ ἐθνικὸν Πανοκωμήτης . Πανὸς πόλις ,
4229765 ἀϲιτιαϲ
' Ἱπποκράτουϲ εἰρημένα , μὴ ἐξ ἀγρυπνίαϲ ἢ κενώϲεωϲ ἢ ἀϲιτίαϲ τούτων ϲυμβεβηκότων , καὶ τὸ τὴν αὐγὴν φεύγειν ἢ
φλεβοτομίαν μὲν παραλαμβάνομεν εὐθὺϲ κατ ' ἀρχάϲ , τὰϲ δὲ ἀϲιτίαϲ οὐκέτι . φαυλοτέραν γὰρ τὴν ὕλην ἡ ἀϲιτία ποιεῖ
4229011 βιησαμενος
ἐπαφομένῳ δὲ οἷον εἴρια : κἢν ἐργάσῃ τοῖς δακτύλοις ἐπιπουλὺ βιησάμενος , ἡ ἀδὴν ὑγρὸν ἀφίησιν ἐλαιῶδες , καὶ αὐτὴ
ἄς . εἴη : ἔστω . Ἴφθιμος : ἰσχυρός . βιησάμενος : κατισχύσας . ἀνέλκοι : ἀνελκέτω . Δεύτερος ἄλλος
4226986 δηναρια
δ ' εἰς πλοίων δοθῇ μίσθωσιν , τηνικαῦτα πρὸς τῷ δηνάρια εἶναι καὶ ναῦλα λέγεται . Χρύσιππος διαφέρειν ἀλλήλων φησὶ
κατὰ γένος καὶ ἐννοήματα κατ ' εἶδος : ὥσπερ τὰ δηνάρια καὶ οἱ στατῆρες αὐτὰ μὲν καθ ' αὑτὰ ὑπάρχει
4221609 ξηρα
μόνον ἦν τοῦτο ὃ λέγεται , ψυχρὰ ἂν ὑπῆρχε καὶ ξηρὰ καὶ διὰ τοῦτο κρᾶσιν θανάτου κομίζουσα νεκρά τε ἂν
τερεβινθίνης χίας δραχμὰς ζ : μυρσινίνου δραχμὰς ρο . Τὰ ξηρὰ κόψας , σήσας , τρῖβε ἐν θυίᾳ μολυβδίνῃ καὶ
4218990 ψαμμον
στρατηλάτην σῦν , καρτερὸν Γόργης τόκον , τῇ μὲν Λίβυσσαν ψάμμον ἄξουσι πνοαὶ Θρῇσσαι ποδωτοῖς ἐμφορούμεναι λίνοις , τῇ δ
ἓν ἄγειν ἐκ μεταφορᾶς τῶν θεριστῶν : οὕτως οὖν ἐνταῦθα ψάμμον οἱ ἰχθύες ἀμᾶσθαι λέγονται ἀντὶ τοῦ ἐπισωρεύειν , ὥστε
4218699 ἀποπατηματα
δὲ λέγειν τὰ ὑποχωρήματα , ἅπερ οἱ ἰατροὶ σκύβαλα καὶ ἀποπατήματα εἰώθασι καλεῖν ξυννενημένων : ξυσεσωρευμένων σημείωσαι κοτύλην ὕδατος δύο
. Ἀλέξανδρος ἐν τῷ περὶ θηριακῶν κελεύει τὰ τῶν αἰγῶν ἀποπατήματα , ἄν τε ὑγρὰ ἦ , ἄν τε ξηρά
4218313 ῥεψῃ
ὀρθοῖσι φύσει δύσπνοιαν παρέχει τοῦτο τὸ ὀστέον , ἢν ἔσω ῥέψῃ , ἔστ ' ἂν ἀναπιεχθῇ . Δι ' οὖν
τουτέων δὲ ἑκάτερον μᾶλλον γίνεται , ἐφ ' ὁπότερα ἂν ῥέψῃ τὸ ἀῤῥώστημα , ἢν μὲν ἐς τὸ σῶμα ,
4215287 δυστυχῃς
τῆς τύχης , ὅτ ' ἦς πένης . } Ἂν δυστυχῇς , ἄνθρωπε , μὴ λυποῦ μέγα . τῆς γὰρ
πράττε : τὰ φίλων δ ' οὐδὲν , ἢν σὺ δυστυχῇς : ἐπὶ τῶν παρὰ φίλων μὴ ὠφελουμένων . Εὐριπίδειος
4211757 ἀτμοϲ
κάμνοντεϲ ἐπιδιδόντοϲ τοῦ παροξυϲμοῦ καὶ θερμότεροι ἐκτὸϲ γίγνοιντο καί τιϲ ἀτμὸϲ ἀνίηϲιν ἐκ τοῦ ϲώματοϲ θερμόϲ , οἷοϲ οὐ πρόϲθεν
περίτρηϲον αὐτῆϲ τὸ πῶμα , ἵνα δι ' αὐτῶν ὁ ἀτμὸϲ διαϲημήνῃ ϲοι τὸ μέτρον τῆϲ ὀπτήϲεωϲ . τὸ μὲν
4206267 μιλτον
τῇ πρὸς ἑσπέραν Ἰβηρίᾳ τῆς ὤχρας καιομένης καὶ μεταβαλλούσης εἰς μίλτον . Μίσυ παραληπτέον τὸ Κύπριον , χρυσοφανές , σκληρὸν
χορτοφόρον κρύψας ἑαυτὸν ἀπεκομίσθη εἰς τὴν ἰδίαν χώραν . Ὅτι μίλτον ὕδατι μίσγων τις δύναται πλάνην ποιῆσαι , ὡς ἤδη
4194910 Μυρτιλην
εἷς σέσῳσθ ' ὅλως . ἐὰν δὲ κινήσῃ μόνον τὴν Μυρτίλην ταύτην τις ἢ τίτθην καλῇ , πέρας ποιεῖ λαλιᾶς
μέμνηται αὐτῆς Μένανδρος ἐν Ἀρρηφόρῳ ἐὰν δὲ κινήσῃ μόνον τὴν Μυρτίλην ταύτην τίς , ἢ τίτθην καλῇ , πέρας [
4194131 κιρραν
ἄμεινον τὸ κτηδονὰϲ ἔχον εὐθείαϲ . Ἀκακίαν ἐκλέγου τὴν ἠρέμα κιρρὰν καὶ εὐώδη . Ἀλόην ἐκλέγου τὴν λιπαρὰν καὶ ἄλιθον
σανδαράχην τὴν μὴ σιδηροῦσαν μηδὲ τὴν λιθώδην , ἀλλὰ τὴν κιρρὰν καὶ αἱματώδη , ταύτης # # ιʹ , λειώσας
4190227 ἐρινα
μὴ ἀποπίπτειν αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ περιάπτουσι τὰ ἐρινᾶ ταῖς συκαῖς , καὶ ἐγγὺς τῶν συκῶν ἐρινεοὺς φυτεύουσι
οἱ καλούμενοι ψῆνες , οἳ εἰσδυόμενοι εἰς τὰ τῶν συκῶν ἐρινᾶ ποιοῦσι μὴ ἀποπίπτειν αὐτά . διὸ καὶ οἱ γεωργοὶ
4187961 ϲταφιδα
ϲὺν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ καὶ διάχριε , τῇ δὲ ὑϲτεραίᾳ ϲταφίδα ἀγρίαν ϲὺν ἐλαίῳ κατάχριε . Ἄλλο . νίτρου ,
θεῖον ἄπυρον ἀναλαβὼν τὸ ἱκανὸν δέρματι ἐμπλάϲαϲ ἐπίθεϲ , ἢ ϲταφίδα ἀγρίαν μετ ' ὄξουϲ λεάναϲ χρῶ , ἢ ῥητίνηϲ
4187415 ἰσχαδα
τοῦ κόσμου . λέγε δύσφημον καὶ τὸ φυλλορροεῖν καὶ τὸ ἰσχάδα γίνεσθαι ἀντὶ σύκου καὶ ἀσταφίδας ἐκ σταφυλῆς . πάντα
τοῖς ᾄδουσι καὶ αὐλοῦσι συγκινούμενον ὑμέναιον , ἐπεὶ δὲ εἶδεν ἰσχάδα οἶμαι ἢ ἀμύγδαλον πόρρω κειμένην , μακρὰ χαίρειν φράσαντα
4174458 καρποφορησαι
ἔσται ποτὲ : Διομήδης καταρασάμενος τὴν τῶν Δαυνίων χώραν μὴ καρποφορῆσαί ποτε , εἰ μὴ παρ ' Αἰτωλοῦ ἐργάζοιτο ,
ἔσται ποτὲ : Διομήδης καταρασάμενος τὴν τῶν Δαυνίων χώραν μὴ καρποφορῆσαί ποτε , εἰ μὴ παρ ' Αἰτωλοῦ ἐργάζοιτο ,
4173980 ἀελλοπος
ἀποβάλλουσι τὸ υ κατὰ τὴν εὐθεῖαν : ὦρτο δ ' ἀελλόπος , καὶ ἢ τρίπος ἠὲ [ γυνή ] .
Θέτιν ἄσσον ἐμεῖο ὣς ἔφατ ' , ὦρτο δὲ Ἶρις ἀελλόπος ἀγγελέουσα : ἡ διπλῆ ὅτι ἐξ ὀνόματος μὴ καλέσαντος
4169793 πρινον
τοῦ δένδρου τις , ἀποξηραίνεται . φασὶ δὲ καὶ τὴν πρῖνον οἱ περὶ Ἀρκαδίαν ἐνιαυτῷ τελειοῦν : ἅμα γὰρ τὸν
καὶ δρυός ἐστιν : καὶ ἔνιοί γε ὑπολαμβάνουσιν εἶναι θῆλυν πρῖνον : δι ' ὃ καὶ ὅπου μὴ φύεται πρῖνος
4167473 ἑδνα
Ἰξίονα . οὗτος δ ' , ὥς φασιν , ὑποσχόμενος ἕδνα πολλὰ δώσειν Ἠϊονεῖ ἔγημε τὴν Ἠϊονέως θυγατέρα Δίαν ,
ἐπεὶ οὔ τοι ἐεδνωταὶ κακοί εἰμεν : ἡ διπλῆ ὅτι ἕδνα ἐδίδοσαν οἱ μνηστῆρες . . Ἀσίου ἀχνύμενος : ἡ
4161927 λειοτατῳ
τοῖς ὁδοιποροῦσιν ἀδίψους διατηρεῖ . Ὠὰ δὲ τηγανισμένα σὺν νίτρῳ λειοτάτῳ καὶ κηρῷ ἐσθιόμενα νῆστις κοιλίαν ῥέουσαν ἵστησιν . τὸ
καὶ ῥοδίνῳ ἀνακόψαντεϲ ἐπιτίθεμεν : τῇ δὲ ἑξῆϲ πυριάϲαντεϲ χαλκῷ λειοτάτῳ προϲαπτόμεθα . τῇ δὲ τρίτῃ τῷ μέλιτι ὑποχρίειν δεῖ
4136796 χλοερας
εὐθαλέστερον καὶ ἀπαρενόχλητον , δενδρώδη καὶ κατάσκιον , εἰς ὃν χλοερᾶς βοτάνης παμποίκιλον ἄνθος ἐπηύξανεν καὶ διὰ τὴν παρακειμένην ὕλην
ἐπειδὰν πρὸς ὥραν ἀφίκηται , ἑτοίμως ἔχειν ἱζάνειν καὶ τῆς χλοερᾶς κόμης ἀπόνασθαι , ἀλλ ' οὖν τήν γε γλαῦκα
4133897 φυουσαν
μὲν ἀποφαίνονται τὴν συνέχουσαν τὸν κόσμον , ποτὲ δὲ τὴν φύουσαν τὰ ἐπὶ γῆς . ἔστι δὲ φύσις ἕξις ἐξ
φασι , καὶ λιθοτομίας ἔχουσαν πολλαχοῦ καὶ κρυστάλλους ἐν ὄρεσι φύουσαν , καὶ ἄλλα πολλὰ ἔχουσαν ἀγαθά . λέγεται δὲ
4128699 ῥευσει
πολὺν δὲ χρόνον λήγειν . οὐκ ἐῶσιν οὖν τῇ τοιαύτῃ ῥεύσει πιστεύειν , τοὺς δὲ ζητοῦντας τὰ ὕδατα , πρῶτα
σφάξον τετράποδον οἷον θέλεις , καὶ ἐξ αὐτοῦ αἷμα οὐ ῥεύσει . Χαμαιλέων ἐστὶ ζῷον ἑοικὼς κροκοδείλῳ : ἑκάστης ὥρας
4124211 φυρματα
ἐξ αὐτῆς : τῆς γαλήνης . ἄσπετα : πολλά . φύρματα : ῥύποι , κόπρια , συρφετοί . Πύθεται :
δὲ χεύῃ : ἀντὶ τοῦ τὰ κόπρια καὶ σκύβαλα ἐκβάλλῃ φύρματα ] σκατά χεύῃ ] χέσῃ καὶ βρωμήεντος : τοῦ
4120169 ζεσῃ
ὅταν οὖν θερμανθῶσιν αἱ φλέβες καὶ τὸ αἷμα ἐν αὐτῇσι ζέσῃ , διαδιδοῦσιν αἱ μὲν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς ἐς τὰς
θλασθέντα βρέχεται ἐφ ' ἡμέρας δ καὶ ἕψεται , ἄχρι ζέσῃ τρίτον ἢ τέταρτον , κινοῦντος σπάθῃ κυπαρισσίνῃ : εἶτα
4119168 ἀμυγδαλινου
. . . ιηʹ . ταῦτα λειώσας μετὰ ῥοδίνου καὶ ἀμυγδαλίνου ἐλαίου καὶ ὄξους ὀλίγου χρῶ . Πρὸς τὰ καταγνύμενα
: κηρύκια ἔχοντα τὴν σάρκα ζῶσαν τρία συνέψησον μετ ' ἀμυγδαλίνου ἐλαίου καὶ χρῶ . φυσικῶς δὲ τοῦτο ποιεῖ καὶ
4113932 κἠς
ἐρεῖς , λαλήσει . μᾶ , χρόνωι κοτ ' ὤνθρωποι κἠς τοὺς λίθους ἔξουσι τὴν ζοὴν θεῖναι . τὸν Βατάλης
. ἕρπεις , ὦ φίλ ' Ἄδωνι , καὶ ἐνθάδε κἠς Ἀχέροντα ἡμιθέων , ὡς φαντί , μονώτατος . οὔτ
4110503 ἀταρπιτον
' Ἀναύρου . Ἀλλ ' ὅτε δή μ ' ἐνόησαν ἀταρπιτὸν ἐξανύοντα , ἀσπασίως ἤγερθεν : ἐγήθεε δ ' ἦτορ
κ ' ἀπονόσφι τράπησθε , ἀλλ ' αἰεὶ προτέρην ἐς ἀταρπιτὸν ὄσσε φέροντας ἔρχεσθ ' ἐς μέγαρον , μηδὲ προτιμυθήσασθαι
4102152 μιγεντος
τῆς εἰκόνος ἐοικότα ἔλειπεν ἀφροῦ χρῶμα , οἷον ἂν γένοιτο μιγέντος αἵματος καὶ ὑγροῦ κατὰ συνεχῆ μῖξιν , διώκοντος μὲν
πολὺ ψυχρὸν τὸ ποτὸν , εἶτα καὶ ὀλίγου ὄξους ὕδατι μιγέντος , συνεχῶς τὸ πρόσωπον προσκλυζέσθωσαν . ἔνιοι δὲ χάλκανθον
4098017 τυφλη
αὐτῷ καὶ ὁ κῆπος ἥμεροί τε καὶ ἔγκαρποι ἦσαν , τυφλὴ δὲ ἡ διάνοια καὶ ἀγρία , ἀλλ ' οὐδὲ
: πολλάκις δὲ καὶ ὑπεροχῆς ἄνευ γίνεται ῥαγὰς αἱμορραγοῦσα . τυφλὴ αἱμορροῒς οἴδημα λεῖον ἐρυθρόν , ἐντὸς τῆς ἕδρας ,
4087950 κακαβον
πρόσβαλε τὸ μέλι , κἀπειδὰν ἑψηθῇ καὶ μέλλῃς αἴρειν τὴν κάκαβον , τότε πάλιν ἐπίβαλε τὰ ξηρὰ καὶ ἕψε ,
: ταχὺ γὰρ πήγνυται . εἶτα πάλιν ἀνάλαβε εἰς τὴν κάκαβον καὶ πάλιν διήθησον καὶ οὕτω ποίει θερμαίνων , ἕως
4085451 ποτιζω
ἐν τῷ Συμποσίῳ . Ψιάς . παρὰ τὸ ψίσω τὸ ποτίζω . ὁ δὲ Ἡρωδιανὸς φησί : τὸ ψείω σημαίνει
ὁ Γλαύκου τὴν αὐτὴν ὑπομνηματίζων φησίν ” ἄρω ἐστὶ τὸ ποτίζω , οὗ τὸ ἄρδω παράγωγον , ἐκ τούτου ἀρέθω
4080059 κοιτην
δυσκολοκοίτου ] δυσκολῶς κοιμᾶσθαι ποιούσης , τῆς ποιούσης δυσκολαίνειν τὴν κοίτην , δυσχερεστάτης δυσκόλου κοίτης , δυσχερῶς ἐχούσης κοιτάζεσθαι .
ῥῆξιν καὶ ταριχοφαγία καὶ τῆϲ διὰ κολοκυνθίδοϲ ἱερᾶϲ καταπότια πρὸϲ κοίτην λαμβανόμενα . ἀρξαμένου δὲ ἐκκρίνεϲθαι τοῦ πύου αὖθιϲ διδόναι
4077346 Προσωπα
λέγετε , λέγουσι . Ταῦτα γὰρ πολλοὺς εἰσάγουσι λέγοντας . Πρόσωπα τρία , πρῶτον , δεύτερον , τρίτον . Καὶ
αἵματι γαῖα . ἀντὶ τοῦ ἐῤῥεῖτο . Περὶ δὲ τὰ Πρόσωπα : ὡς παρ ' Ὁμήρῳ , Ἄλλοι μὲν γὰρ
4075974 ὁμοφρονα
καὶ εἰνάλιοί περ ἐόντες . ἦ σέβας οὐκ ἐπίελπτον , ὁμόφρονα φῦλα τεκέσθαι ἀλλήλοις ὀρέων τε πάγους χαροπήν τε θάλασσαν
ἑταίρους πιστοὺς ἐν χαλεποῖς πρήγμασι γινομένους , οἵτινες ἂν τολμῶιεν ὁμόφρονα θυμὸν ἔχοντες ἶσον τῶν ἀγαθῶν τῶν τε κακῶν μετέχειν
4071070 ἀφικωμαι
τὸ ὄχημα , ἀντὶ τοῦ τὸν ὕμνον τὸν ἐπὶ τῷ ἀφίκωμαί τε καὶ πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνδρῶν , ἤγουν
ἦν ἢ μὴ συνιέναι . τούτῳ μὲν οὖν , ἐὰν ἀφίκωμαί ποτε καὶ σωθῶ , πειράσομαι διαλεχθῆναι περὶ ὧν εἰς
4069196 λειβοντες
. λείβοντες ] στάζοντες . λείβοντες ] χέοντες . θ λείβοντες οἶκτος : οὐκ ἦν ἔλεος διὰ τῆς γλώσσης αὐτῶν
, ἐλεεινολογίαν δέ τινα μὴ προϊέμενοι ἀποθηλύνουσαν τὴν ὁρμήν . λείβοντες ] στάζοντες . λείβοντες ] χέοντες . θ λείβοντες
4066811 παιδιωι
! ? ! ? ! [ † πορίϲω ? ? παιδίωι τίτθαϲ ? ? πλε ! ! ? ? !
τὴν δόσιν τῆς μητρός , ἥτις ἦν ποτε , τῶι παιδίωι τηρεῖσθ ' , ἕως ἂν ἐκτραφῆι , ἢ τὸν
4065296 ἀφελου
ἐπιπολάζον τῷ γάλακτι , ὃ οἱ Σικελοὶ σῦφαρ καλοῦσιν , ἀφελοῦ , καὶ οὕτω τὸ γάλα δὸς πιεῖν ῥαδάμνους ]
Κορυδαλλῷ , ἔχει δὲ οὕτως . : ἴθι δεῦρ ' ἀφελοῦ τ ' ὦ λάγνα ταχὺ τὰ ποικίλα : καὶ
4065170 λαβιδιῳ
μικτὴν ἕξει τὴν ἀποφοράν . αἰθάλην δὲ λιβανωτοῦ ποίει : λαβιδίῳ καθ ' ἕνα χόνδρον τοῦ λιβάνου ἅπτων εἰς λύχνον
ὑείᾳ . τὰ δ ' ἐμπεπηγότα καταλαβὼν τὸν ὀφθαλμὸν ἔξαιρε λαβιδίῳ . τὰ δ ' ὑπὸ τὸ βλέφαρον ἐκστρέφων ἔξαιρε
4052440 συκαμινα
σίκυες , κάρυον τὸ χλωρόν , κοκκύμηλα , συκόμορα . συκάμινα μὴ διαφθαρέντα ὑγραίνει μὲν πάντως , ψύχει δ '
ἤγαγεν φίλην . . Δειπνοσοφ . : μόρα δὲ τὰ συκάμινα καὶ παρ ' Αἰσχύλωι ἐν Φρυξὶν ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος
4046705 κολλουρια
τε τοῦ Μούϲα καὶ οἱ παραπλήϲιοι . καὶ ὑπόθετα δὲ κολλούρια τῶν πάνυ πρακτικωτάτων εἰϲίν , ἐφ ' ὧν μάλιϲτα
καὶ τὸ δι ' ὀποβαλϲάμου καὶ τὰ διὰ τούτων ϲκευαζόμενα κολλούρια πέφυκεν ὠφελεῖν , καὶ τοῦ μαράθρου τὸ ἀφέψημα προϲαντλούμενον
4044714 δοιην
αὐτῶν τὸ ἀργύριον , τοῦτο μόνον ἀπώλλυον [ ] ὃ δοίην αὐτῶι , ἀλλ [ ' ] οὐδὲν δεινὸν ἔπασχον
μεγάλους . Γ οὐκ ἂν μὰ Δί ' : οὐ δοίην αὐτῷ τέμαχος . ὅτι ἐπὶ ὀψαρίου μόνου λέγεται τὸ
4043911 ποιοτηταϲ
ἅμα καὶ δάκνοντα , δρᾷ μὲν κατ ' ἀμφοτέραϲ τὰϲ ποιότηταϲ εἰϲ ἕκαϲτον τῶν ὁμιλούντων ϲωμάτων , οὐ μὴν διδάξαι
' ἂν ἔχοι τά τε ἰλυώδη καὶ δυϲώδη καὶ τὰ ποιότηταϲ ἀτόπουϲ ἔχοντα ταῖϲ ἑψήϲεϲιν ἐπὶ τὸ βέλτιον τρέπονταϲ οὕτω
4037281 κεδνην
ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν , οὐδὲ θύγατρας οὐδ ' ἄλοχον κεδνὴν Ἰθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν . ” ὣς φάτ '
τοῖον ἔειπεν : Ἀτρεκέως Πάρις ἦεν ἀτάσθαλος , ὃς μάλα κεδνὴν κάλλιπε κουριδίην καὶ ἀνήγαγε μάργον ἄκοιτιν , οἷ αὐτῷ
4036060 βρωθηναι
γὰρ καὶ φαρμακῶδεϲ ὑπὸ τῶνδε γίγνεται : καὶ τὰ πράϲα βρωθῆναι ὑπὸ τοῦ χυλοῦ , ὀνηϲιφόρα καὶ ἥδιϲτα . ἤδη
δὲ τοῦτον ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς ῥίψας εἰς θάλασσαν , ἐποίησε βρωθῆναι ὑπὸ τῆς χελώνης : τὰ εὐτυχήματα τοῦ Θησέως :
4036027 μορα
ὡς καὶ διαλιπεῖν τινα χρόνον καὶ οὐκ εὐθέως ἀριστᾶν . μόρα , κεράσια , πραικόκκια , περσικὰ καὶ πάντα τὰ
δὴ σὺν τῷ στρατεύματι παρὰ θάλατταν ἐπορεύετο : ἡ δὲ μόρα ἅμα καταβαίνουσα ἀπὸ τῶν ἄκρων Οἰνόην τὸ ἐντετειχισμένον τεῖχος
4033761 φιλοτητα
Τὴν δὲ δολοφρονέουσα προσηύδα πότνια Ἥρη : δὸς νῦν μοι φιλότητα καὶ ἵμερον , ᾧ τε σὺ πάντας δαμνᾷ ἀθανάτους
, ὡς μήτε νεῖκος τοῖς στοιχείοις ἐγγένοιτο μήτε ἀτιμάσειαν τὴν φιλότητα , ἣν ἀλλήλων ἴσχουσιν . „ Φασὶ δὲ καὶ
4023642 βαφην
ἐρυθρὸν ἐξ αἵματος καθαροῦ γίνεται : τὸ οὖν λευκὸν δέξεται βαφὴν ἀπὸ ξανθῆς χολῆς , κατὰ μὲν πρῶτον λόγον ὕπωχρον
δὲ τοῦτο ἐπὶ τῆς τέφρας : ἐκκαυθέντος γὰρ τοῦ τὴν βαφὴν πεποιηκότος ὑγροῦ λευκὴ γίνεται , οὐ παντελῶς δὲ διὰ
4022459 ηρ
! τιθ . εσ ! ! ! . ς τὸ ήρ . καὶ με . ʃ εἰ ἐπεξελεύσονται οἱ Ἀθηναῖοι
! τιθ . εσ ! ! ! . ς τὸ ήρ . καὶ με . ʃ εἰ ἐπεξελεύσονται οἱ Ἀθηναῖοι
4019520 ϲανδαρακη
τοῦ ἀλίνου λεγομένου , τουτέϲτιν ἀμυγδαλίνου , ἀλκυόνιά τε καὶ ϲανδαράκη καὶ τὰ τούτοιϲ ὅμοια , κνίδηϲ ἀγρίαϲ τὸν καρπὸν
ἀϲφαλῶϲ ἥ τε κονία ϲτακτὴ χρήϲιμόϲ ἐϲτι καὶ ἀρϲενικὸν καὶ ϲανδαράκη καὶ τίτανοϲ ἄϲβεϲτοϲ . εὔδηλον δὲ ὅτι τῶν ϲφοδρῶν
4014176 τοιουτ
, ἐσθίει μέχρι ἂν διδῷ τις ἢ λάθῃ διαρραγείς . τοιοῦτ ' ἔχει ταμιεῖον ὥσπερ οἰκίας . μὰ τὴν Ἀφροδίτην
μόνον ποιεῖτε τοῖς ὀπτοῖσι μήτ ' ἀνειμένον , τὸ γὰρ τοιοῦτ ' οὐκ ὀπτὸν ἀλλ ' ἑφθὸν ποιεῖ : μήτ
4010676 σταφυλην
τόπον , καὶ εἶθ ' οὕτως καίειν ἢ τέμνειν τὴν σταφυλήν , καὶ χρῆσθαι τοῖς προειρημένοις βοηθήμασι . πλὴν δεῖ
ἐργασίας ἐξ Ὀποῦντος ἥκοντα παρὰ τοὺς Χόας , πέμψαι αὐτῷ σταφυλήν : τὸν δὲ Σοφοκλέα λαβόντα εἰς τὸ στόμα ῥᾶγα
4006601 αυτων
περὶ τοὺς ὀδόντας , κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι
περὶ τοὺς ὀδόντας , κατὰ τὸ ποσὸν καὶ τὸ ποιὸν αῦτῶν καὶ τὰ συμπτώματα ἐπεγείρεται . καὶ οἱ μὲν θερμότεροι
4005738 ἐθεραπευες
καὶ εἰπόντος : „ ὦ Διόγενες , εἰ αὐλὰς τυράννων ἐθεράπευες , οὐκ ἂν ταῦτα ἤσθιες „ , ” σὺ
Πολέμων „ βέλτιστε , ” εἶπεν ” εἰ δὲ βοῦν ἐθεράπευες ; „ Τὸ δὲ μεγαλόγνωμον τοῦτο καὶ φρονηματῶδες ἐκ
4005286 ἁπαϲ
δὲ ἀνεκπύητοϲ , οὐκ εἴκει . ἄλλοτε δὲ τῇ κοιλίῃ ἅπαϲ ἐπαιώρηται τῇδε κἀκεῖϲε πρὸϲ τὰϲ ἀπώϲιαϲ φερόμενοϲ , ἔϲτ
? [ αὐτὸϲ ἔτ ' ἐρῶ ϲοι τ ? [ ἅπαϲ ? τὰ [ ] μὲν ? οἰκεῖα [ καὶ
4000196 λαχανα
τὰ μὲν δένδρα , τὰ δὲ θάμνοι , τὰ δὲ λάχανα , τὰ δὲ πόα . καὶ γένη δὲ ἀρετῶν
δὴ κάρδαμον καὶ κίχορον , ἄγρια δέ γε ταῦτα τυγχάνει λάχανα , ἔτι μὴν καὶ τὸ λεγόμενον κάρυον περσικόν ,
4000075 καων
| [ ] Μακεδο ‖ ] ας [ | ] καων [ ! ] [ | ] αρεικο ? ?
] [ ] [ ] ασ [ ] [ ] καων [ ! ] [ ] [ ] αρεικο [
3998089 πιτταν
πόλις ἐνταῦθα Μαμέρτιον καὶ ὁ δρυμὸς ὁ φέρων τὴν ἀρίστην πίτταν τὴν Βρεττίαν , ὃν Σίλαν καλοῦσιν , εὔδενδρός τε
μάγειρον . ἀπείρητο γὰρ ὑπ ' Ἀθηναίων ἐξάγειν ξύλα καὶ πίτταν . εἶχον γὰρ οἱ Λακεδαιμόνιοι τριήρεις . κενῇ τῇ
3997100 ἐπαλγη
κατακλιθῇ τις , ἔσται τὸ αἴτιον εἰς τὰ ἄκρα . ἐπαλγῆ γὰρ ἔσται αὐτὰ καὶ πυρώδη , καὶ τὴν ἐν
τρῶ τρίζω παράγωγον : δηλοῖ δὲ ὀδυνηράν τινα φωνὴν καὶ ἐπαλγῆ ἀφιέναι : „ ἔνθ ' ὅ γε τοὺς ἐλεεινὰ
3995662 γογγυλιϲ
ὁμοίωϲ ταῖϲ ἰϲχάϲιν : οἱ χλωροὶ φοίνικεϲ φυϲώδειϲ εἰϲί : γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα . γάλα ῥᾳδίωϲ ἐν τῇ γαϲτρὶ πνευματοῦται
γογγυλίδων εἰϲὶ καὶ τῆϲ καλουμένηϲ κάρου . ὤκιμον κακοχυμότατον , γογγυλὶϲ ἡ ὠμοτέρα , κράμβη βολβοὶ μὴ καλῶϲ ἑψηθέντεϲ ,
3988197 Πεσσινουντα
παιδὸς ἔρως ἔσχεν Ἄγδιστιν . αὐξηθέντα δὲ Ἄττην ἀποστέλλουσιν ἐς Πεσσινοῦντα οἱ προσήκοντες συνοικήσοντα τοῦ βασιλέως θυγατρί : ὑμέναιος δὲ
, Τεκτόσαγες δὲ τὰ πρὸς τῇ μεγάλῃ Φρυγίᾳ τῇ κατὰ Πεσσινοῦντα καὶ Ὀρκαόρκους : τούτων δ ' ἦν φρούριον Ἄγκυρα
3982307 ϲκληραν
εὐώδη ἐπιτεταμένην τῇ πικρίᾳ , τὴν δὲ μέλαιναν καὶ πάνυ ϲκληρὰν ἀπεκλέγου . Ἄμωμον ἐκλέγου τὸ πρόϲφατον καὶ λευκὸν ἢ
καὶ ἀλεκτορίδα , ἀλλὰ καὶ πέρδικα καὶ πάντα τὰ μετρίωϲ ϲκληρὰν ἔχοντα τὴν ϲάρκα . καὶ οἱ ταριχευθέντεϲ δὲ τῶν
3982272 ὀσπρια
μὲν χειμερινὸν τὸν δὲ ἠρινόν , ἐν ᾧ καὶ τὰ ὄσπρια καταβάλλουσιν ] . Εἰσὶ δὲ καὶ οἱ μὲν καθαροὶ
ὁπότε μέλλοιεν βωμοὺς ἀφιδρύειν , ἢ ἄγαλμα θεοῦ , ἕψοντες ὄσπρια ἀπήρχοντο τούτων τοῖς ἀφιδρυμένοις , εὐχαριστήρια ἀπονέμοντες τῆς πρώτης
3981764 δρυν
περισκοποῦντας δρῦς , εἴτε πλήρεις εἶεν εἴτε κενὲ , Ἄλλην δρῦν βαλάνιζε , ἔλεγον . Ἀλώπηξ δωροδοκεῖται : ἐπὶ τῶν
δὲ νήνεμοι καὶ γαλήνην ἔχουσαι ἡμέραι ἁλκυονίδες καλοῦνται . ἄλλην δρῦν βαλάνιζε : ἐπὶ τῶν ἐνδελεχῶς αἰτούντων τι ἢ παρὰ
3980378 ναϲ
λεπτομερὴϲ τὴν ϲύϲταϲιν . κινεῖ γοῦν οὖρα καὶ ϲπλῆ - ναϲ ὠφελεῖ ἐϲκιρρωμένουϲ : ὁ δὲ χυλὸϲ αὐτῆϲ ἀπορρύπτει τε
ὄϲτρακα . Πορφυρῶν πώματα δι ' ὄξουϲ ποθέντα ϲπλῆ - ναϲ οἰδαλέουϲ ἰᾶται , ὑποθυμιώμενα δὲ τὰϲ ὑϲτερικῶϲ πνιγομέναϲ ὠφελεῖ
3978558 κελευσω
Δί ' οὐ πολλοί με φθάσουσιν , ἀλλὰ πρῶτος ἀναστὰς κελεύσω τοῖς Θηβαίοις ἀνταίρειν , ἂν μὴ πείθωνται λόγῳ μηδ
ἀποφήνω πάνυ ἀδικοῦντας αὐτούς , οὐ διὰ τοῦτο καὶ ἀποκτεῖναι κελεύσω , εἰ μὴ ξυμφέρον , ἤν τε καὶ ἔχοντάς
3978266 ἀγκιστρα
νήχεται αὖθις . πολλάκις οὖν καὶ δύο καὶ τρία κατέπιεν ἄγκιστρα , ὁ δ ' ἁλιεὺς ἐκείνην οὐκ ἐδείπνησε προϊοῦσαν
διὰ πλοκῆς καὶ ῥαφῆς , καὶ πρὸς τὰ πέρατα αὐτῶν ἄγκιστρα προσάπτοντα , ἵνα ἐπιρριπτουμένων τῶν ἄκρων ἐπιλαμβάνηται τῶν προμαχώνων
3976777 εὐτρεπη
δόκιμον , ὃς γένοιτ ' ἂν ἱκανὸς ἀμισῶς καὶ ἀνεπάφως εὐτρεπῆ τὰ λεχθέντα ποιεῖν μηδεμίαν αἴσθησιν τοῖς πλήθεσιν ἐνδιδοὺς περὶ
, ἔνθα ἦν τὸ Ἱπποθόου λῃστήριον . Ἦν δὲ πάντα εὐτρεπῆ , κάμηλοί τε πολλαὶ καὶ ὄνοι καὶ ἵπποι σκευαγωγοί

Back