ζώνῃ , περὶ ἧς φησιν σε μάλ ' οἴω νύκτα περισκέψασθαι , ἵν ' αὐτίκα μᾶλλον ἴδηαι : τοίη οἱ
χυμός : ἵνα δὲ τοῦτο γένηται , πρῶτον μὲν δεῖ περισκέψασθαι , εἰ ἐπιτηδείως ὁ κάμνων ἔχει πρὸς τὴν τοιαύτην
6353180 θεουδης
ἄγριοι οὐδὲ δίκαιοι , ἦε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής ; πῇ δὴ χρήματα πολλὰ φέρω τάδε ; πῇ
οὐδὲ δίκαιοι , οἵ τε φιλόξεινοι καί σφιν νόος ἐστὶ θεουδής . εἰπὲ δ ' ὅ τι κλαίεις καὶ ὀδύρεαι
5562135 πετεηνα
τά τ ' ἐν ὑγρῷ ἐλαίῳ . πάντ ' αὐτῷ πετεηνὰ καὶ ἑρπετὰ τεῖδε πάρεστι : χλωραὶ δὲ σκιάδες μαλακῷ
ὀδυρμοὺς ἀηδόνων φωναῖς ἀπεικάζει οἷσί τε τέκνα ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι . Οἱ μὲν οὖν Στωικοὶ τὴν ἀρετὴν τίθενται
5488959 φοβηθωσιν
εἰσὶ θέσει ἰχθύες καὶ πέτονται ἔξω τῆς θαλάσσης , ὅταν φοβηθῶσιν ἰσχυροτέρους ἰχθῦς . βυθίη : ἡ ἐν τῷ βυθῷ
πάλιν μάχεσθαι τοῖς αὐτοῖς ; οὓς δ ' ἂν σφόδρα φοβηθῶσιν ἄνθρωποι , τούτοις οὐδὲ παραμυθουμένοις ἔτι ἀντιβλέπειν δύνανται ;
5487779 φιλοξενοι
ἀσκεῖται ἡ Θέμις ἡ τοῦ ξενίου Διὸς πάρεδρος . τουτέστι φιλόξενοί εἰσιν , ἴσως διὰ τὸ ἐμπορεῖον εἶναι τὴν Αἴγιναν
παρ ' αὐτοῖς διαπαντὸς ἐν ταῖς τραπέζαις : ἀντὶ τοῦ φιλόξενοί εἰσιν . . ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δυωδεκάμηνον περάσαι
5410737 λαιφεα
δὲ τὰ ὑμένια ἐϲ ἀπόϲταϲιν καὶ ξυναγωγήν , ὅκωϲ νηὸϲ λαίφεα . πάϲχει δὲ τάδε καὶ ὑπὸ φλεγμαϲίηϲ : καὶ
ὀξέι ῥοίζῳ νηὸς ὑπερπτάμενον νεφέων σχεδόν , ἀλλὰ καὶ ἔμπης λαίφεα πάντ ' ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσιν : οὐ γὰρ ὅγ
5354555 ἀϲωδεεϲ
δὲ τὸ ϲκῆνοϲ , τὰ δὲ ϲπλάγχνα καίεϲθαι δοκέουϲι : ἀϲώδεεϲ , ἄποροι , οὐκ ἐϲ μακρὸν θνῄϲκουϲι : πυριφλεγέεϲ
. ἢν ἐϲ αὔξηϲιν ἡ νοῦϲοϲ γίγνηται , φυϲώδεεϲ , ἀϲώδεεϲ , βοροὶ καὶ λάβροι ἐν τῇ ἐδωδῇ . ἀγρυπνέουϲι
5310938 θηρες
πάλαι γενέσθαι τροφούς τε καὶ φύλακας . Οἱ γὰρ νῦν θῆρες γυναῖκες ἀρχῆθεν ἐτύγχανον , θρέπτειραι τοῦ Βάκχου θεοῦ ,
, καὶ † ἀνδράσι νήπιος ἐών † πιλναμένης , καὶ θῆρες ἀνὰ δρυμὰ πρηΰνονται . τινὲς ἀνέγνωσαν δρυμά ὡς ἀπὸ
5278684 ἠεριοι
μεγαλότερον . ἐγγύθεν : πλησίον . Ἀνθρώσκουσι : ἀναπηδῶσιν . ἠέριοι : εἰς τὸν ἀέρα , ἐναέριοι . ποτέονται :
. οἰωνοί τε κύνες τε κατὰ πτόλιν ἄλλοθεν ἄλλοι , ἠέριοι πεζοί τε συνέστιοι εἰλαπινασταί , αἷμα μέλαν πίνοντες ἀμείλιχον
5257985 κεκλιμενοι
οἱ πόλοι ἴσον ἀπέχουσιν ἀπὸ τῶν ἐπιπέδων , ὁμοίως εἰσὶ κεκλιμένοι : οἱ ἄρα ΜΝΞ , ΟΠΡ κύκλοι πρὸς τὸν
καὶ τὰς δύσεις ποιοῦνται , ἔτι δὲ καὶ ὁμοίως ἔσονται κεκλιμένοι πρὸς τὸν ὁρίζοντα . Ἔστω ἐν σφαίρᾳ κύκλος ὁρίζων
5253342 ἀπελθοιεν
ἁμαρτήματα , ἀλλ ' εἰ καὶ πόλεμοι πάντες ἐξ ἀνθρώπων ἀπέλθοιεν , οὐκ ἄπορα τὰ πράγματα , οὐδὲ πέπτωκεν αὐτῆς
, ἐπηγγέλλοντο ἐς τὴν Χίον τοῖσι Παίοσι ὅκως ἂν ὀπίσω ἀπέλθοιεν . Οἱ δὲ Παίονες τοὺς λόγους οὐκ ἐνεδέκοντο ,
5224097 ἐπιχθονιοι
. . ΤΟΙ ΜΕΝ ὙΠΟΧΘΟΝΙΟΙ . Οἱ μὲν πρὸ τούτων ἐπιχθόνιοι ἦσαν κατὰ τὴν λῆξιν καὶ ἀγαθῶν χορηγοὶ καὶ φύλακες
, πρὸς τὸ σημαινόμενον δὲ κἀνταῦθα ἀποδίδωσι , δαίμονές εἰσιν ἐπιχθόνιοι , ἀγαθοὶ , διὰ τὴν βουλὴν τοῦ μεγάλου Διὸς
5221401 τελεθοιεν
γένος οἰῶν : οὐδὲ μὲν οὐδ ' αὐτοί κεν ἀπήμαντοι τελέθοιεν ἀνέρες , οἳ κείνῃσιν ὑπαὶ ῥιπῇσι μένοιεν : ἀλλὰ
ὀρχεῦνται , θηητὸν ἑλισσόμεναι περὶ κύκλον , εὖτε Διωνύσοιο χοροστασίαι τελέθοιεν : σὺν καὶ παρθενικαί , νεοθηλέες οἷά τε νεβροί
5213352 τρομεουσι
, εὐδιόων , μαλακὴν ἅλα κοῦφα κυλίνδων : λάβρους γὰρ τρομέουσι καὶ ἐχθαίρουσιν ἀήτας ἰχθύες , οὐδ ' ἐθέλουσιν ὑπεὶρ
τοῦ αἵματος ἐκ τῶν ἀκρωτηρίων τοῦ σώματος , τὰ σπλάγχνα τρομέουσι καὶ αἱ σάρκες : τὰ μὲν γὰρ τοῦ σώματος
5210191 ὠχ
δὲ εἰσέρχῃ ἐν τόπῳ ἔνθα εἰσὶ ψύλλαι , λέγε ὢχ ὤχ , καὶ οὐχ ἅψονταί σου . Ὑπὸ τὴν κλίνην
δὲ εἰσέρχῃ ἐν τόπῳ ἔνθα εἰσὶ ψύλλαι , λέγε ὢχ ὤχ , καὶ οὐχ ἅψονταί σου . Ὑπὸ τὴν κλίνην
5205652 ἐκρατεις
οἱ θεοί , μεθ ' ὧν καὶ τῶν ἐνταῦθα ἐνοχλούντων ἐκράτεις . ἐμὲ δὲ μήτε κόθορνον μήτε Εὔριπον μήτε ἀνέμου
εἰ οὕτως ἔφερες τότε νόσον ὡς νῦν , ἢ οὕτως ἐκράτεις πλούτου [ ] ὡς νῦν κρατεῖς . Ἐπίκουρος φανήσεται
5184902 τοιηδε
τὸ οἰνῶδεϲ ἐκλύειν . τροφὴ μὲν ὦν ὡϲ ἔποϲ εἰπεῖν τοιήδε . τέγγειν δὲ τὴν κεφαλὴν ἐϲ ἔμψυξιν λίπαϊ ἐλαίηϲ
φέροντας τῷ βασιλέϊ αὐτῶν . Ἡ δὲ τράπεζα τοῦ Ἡλίου τοιήδε τις λέγεται εἶναι . Λειμών ἐστι ἐν τῷ προαστείῳ
5183542 Εἰλεος
δύναμιν . Ἢ εἰλεῶν ἢ κωλικῆς διαθέσεως ἐξαίφνης ἐμπεσούσης . Εἰλεός ἐστιν ἔμετος κόπρου : γίνεται δὲ ὑπὸ φλεγμονῆς ἀπολαβούσης
μετὰ καστορίου κλύζειν , ἢ τὸν διὰ κεδρίας τροχίσκον . Εἰλεός ἐστιν , ὅταν δι ' ἔμφραξιν τῶν ἐντέρων μηκέτι
5161882 ἐξερεοντες
τετύκοντο χερμάσιν , οἱ δ ' ἀνὰ νῆσον ἐδίνεον , ἐξερέοντες εἴ κέ τιν ' ἢ κεμάδων ἢ ἀγροτέρων ἐσίδοιεν
. χερμάσιν : λίθοις μικροῖς . ἐδίνεον : ἀνεστρέφοντο . ἐξερέοντες : ἐξερευνῶντες . κεμάδων : ἡλικία ἐλάφων . εὐαγέως
5159789 εὐηκεα
ἀμφιμεμαρπώς : κρατῶν , περιλαβών . Ἅρπην : δρεπάνην . εὐηκέα : ἠκονημένην . τιταίνει : κινεί . Φρουρεῖ :
κεχρημένοι , οἱ δ ' ἐπὶ νούσων παντοίων ἐπύθοντο κλυεῖν εὐηκέα βάξιν , δηρὸν δὴ χαλεπῆισι πεπαρμένοι ἀμφ ' ὀδύνηισιν
5140284 γλανιες
ὑδατινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ φάγροι τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος αὐτόθ ' ἔην , γαλέη ,
ὑδατεινούς . ἐν δ ' ἀναμὶξ σαργοί τε καὶ ἵππουροι γλάνιές τε , μόρμυρος † ἄντα δ ' ἦν μεγάλη
5134832 φαεινοι
. Εἰ δ ' ὁ μὲν ἐκ βορέω Φάτνης ἀμενηνὰ φαείνοι λεπτὸν ἐπαχλύων , νότιος δ ' Ὄνος ἀγλαὸς εἴη
ἵνα μήποθεν ἄλλος ἰαύοι ” καὶ „ ἵν ' ἀθανάτοισι φαείνοι „ . Περιηγητικόν , ᾧ πυκνοτέρως χρῶνται οἱ περιηγηταί
5128185 ἐσθλοι
σέβοντα δαίμονας θαρσεῖν χρεών : ἐς τέλος γὰρ οἱ μὲν ἐσθλοὶ τυγχάνουσιν ἀξίων , οἱ κακοὶ δ ' , ὥσπερ
ἀρετὴν ἀσκεῖσθαι ὑπ ' ἀνθρώπων ὡς μηδὲν πλέον ἔχωσιν οἱ ἐσθλοὶ γενόμενοι τῶν πονηρῶν , ἀλλ ' οἵ τε τῶν
5117114 κυλλοι
' ὃς ἵστη Καύκων θ ' ἕλικας βόας κέκλιτο λίμνῃ κύλλοι δ ' οὐ δίζοντο λιμηρὴ ' πίδαυρος πάντες †
' ὃς ἵστη Καύκων θ ' ἕλικας βόας κέκλιτο λίμνῃ κύλλοι δ ' οὐ δίζοντο λιμηρὴ ' πίδαυρος πάντες †
5105747 ὀπωρης
κόκκυγας ἐρινάδος , οἵ τε πρὸ ἄλλης γογγύλοι ἐκφαίνουσιν ἀνοιδείοντες ὀπώρης . λάζεο καὶ πυράκανθαν ἰδὲ φλόμου ἀργέος ἄνθην ,
δαμάσσῃ , οἳ δ ' ἄρ ' ἀποπνείουσι πάρος γεύσασθαι ὀπώρης : ὣς τοὺς αἶψ ' ἐδάμασσε πρὶν ἔντεα ληίσσασθαι
5096285 θουριδος
οὐκ ἐχρῆν . ἀνέρες ἔστε , σοφοί , μνήσασθε δὲ θούριδος ὀργῆς . Ἀριστότελες , ἐπισπούδασον : ἔτι θᾶττον .
Λύκιοι καὶ Δάρδανοι ἀγχιμαχηταὶ ἀνέρες ἔστε φίλοι , μνήσασθε δὲ θούριδος ἀλκῆς νῆας ἀνὰ γλαφυράς : δὴ γὰρ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν
5094740 ιου
νον ζώνην αρ ? ? [ ] [ ! ] ιου ? ἔχουσαν καν ? [ ! ! ! !
[ ] δη ? [ ! ] [ ] ! ιου ? ? ? . . . . . .
5085532 καλοιης
ἢ κἂν εἰ μικροπρεπῆ καὶ γλίσχρον καὶ τοῦ κέρδους ἥττω καλοίης , τυγχάνοις ἂν μᾶλλον τοῦ προσήκοντος . οὕτως οἶμαι
πλέκειν καὶ ταλάρους καὶ τυροκομεῖα : οὕτω δ ' ἂν καλοίης τὸν τάλαρον ᾧ ὁ χλωρὸς τυρὸς ἐμπήγνυται , ὥσπερ
5080376 ὀρωρεν
εἰς ω χοώμενος , καὶ ἐν ὑπερβιβασμῷ χωόμενος , ὡς ὄρωρεν ὤρορεν . κρυερή : χαλεπὴ , ψυχρὰ , φρικωδεστάτη
ἀλκί . ἀλίαστος ἀνέγκλιστος : “ πόλεμος δ ' ἀλίαστος ὄρωρεν . ” ἀλλοφρονέων ἀλλοῖα διανοούμενος : “ ἀλλοφρονέων ,
5077234 οὐτος
ἐς ποίαν προβαίνων ; τοῦτο πάντ ' ἔχω μαθών . οὖτος ἦλθ ' , ὁ τὰς ἀρίστας θυγατέρας σπείρας πατήρ
ὀ γλαυκός ὀ Μυρταλίνης τῆς Κυλαιθίδος γείτων , ἀλλ ' οὖτος οὐδ ' ἂν πλῆκτρον ἐς λύρην ράψαι : ὀ
5076225 τελεθουσι
γὰρ ἔβρισαν Λυκίων ἀγοί , οἳ τὸ πάρος περ ζαχρηεῖς τελέθουσι κατὰ κρατερὰς ὑσμίνας . εἰ δὲ καὶ ἐνθάδε περ
Ἐρεμβοὺς καὶ Λιβύην , ἵνα τ ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι . τρὶς γὰρ τίκτει μῆλα τελεσφόρον εἰς ἐνιαυτόν :
5074003 ῥεια
. . ῬΕΙΑ . Ῥᾳδίως , κοινῶς : ποιητικῶς δὲ ῥεῖα καὶ ῥηϊδίως . Ἀπὸ τοῦ βριάω βριαρόν : ὡς
, οὐδέ τις ἤδη φρυνὸς ἐνὶ ξηροῖς βοσκόμενος πεδίοις . ῥεῖα δὲ καὶ στομάχοιο φέροις ἄκος οἰδήναντος καὶ θοὸν ἰήσαι
5073655 ἀρηροτα
καὶ εἰπεῖν , Οἰταῖόν τινά φασι Μύσωνα σοῦ μᾶλλον πραπίδεσσιν ἀρηρότα πευκαλίμῃσιν , ὅστις ἦν Μαλιεὺς καὶ ᾤκει τὴν Οἴτην
οὐ γὰρ τῇσιν ἀποκριδὸν οἷα καὶ ἄλλοις ὠὰ διαθρώσκουσιν , ἀρηρότα δ ' ἀλλήλοισι βοτρυδὸν στεινοῖο μόγις διανίσσεται αὐλοῦ .
5072172 ἱπποβοτος
διαφερόντως καὶ ἡ Ἀρμενία : καλεῖται δέ τις καὶ λειμὼν ἱππόβοτος , ὃν καὶ διεξίασιν οἱ ἐκ τῆς Περσίδος καὶ
. ἔστι μέντοι πᾶσα μὲν εὔδενδρος , ἡ δ ' ἱππόβοτος καὶ τοῖς ἄλλοις θρέμ - μασι πρόσφορος : ἅπασα
5066907 ὀδυρομενων
βιαίου θανάτου ἔργον ἐγένοντο . Ὅτι Ἀρίστιππος ἑταίρων αὐτῷ τινων ὀδυρομένων βαρύτατα πολλὰ μὲν καὶ ἄλλα πρὸς αὐτοὺς εἶπε λύπης
καὶ ἦχος , καὶ θόρυβος γίνεται τῶν ἀδικουμένων , δηλονότι ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων , καὶ ἑτέρων πολλῶν καταβοωμένων τὴν ἄδικον
5065952 Ἰνδοισιν
τὰ ὕεια κρέα ὀπτώμενα καὶ καταπασσόμενα . Ταῦτα παρ ' Ἰνδοῖσίν ἐστιν αὐτοῖσιν ἰήματα . . . , : Ἐν
τὰ ὕεια κρέα ὀπτώμενα καὶ καταπλασσόμενα : ταῦτα παρ ' Ἰνδοῖσίν ἐστιν αὐτοῖσι ἰάματα . τοῦ δὲ ἐλέφαντος τὴν τίγριν
5065029 φατις
οἷα σοφοὶ τέκτονες ἅρμοσαν [ ἀνθρώπων ] . ἀνθρώπων δὲ φάτις περιφραστικῶς , ἡμεῖς οἱ ἄνθρωποι . ἢ προστίθεμεν τὸ
Φάλαριν τὸν ἐν τῷ χαλκῷ βοῒ κατακαύσαντα τοὺς ἀνθρώπους αἰσχρὰ φάτις ἔχει . τὸν δὲ τοῦ Φαλάριδος ταῦρον οἱ Ἀκραγαντῖνοι
5063429 σιζοντας
' ἔην , γαλέη , σπάρος : οὓς ὁ μάγειρος σίζοντας παρέθηκε φέρων , κνίσωσε δὲ δῶμα . τῶν ἔλεγεν
δ ' ἦν μεγάλη † σπάρος : οὓς ὁ μάγειρος σίζοντας παρέθηκε φέρων , κνίσωσε δὲ δῶμα . τῶν ἔλεγεν
5053884 τοφρ
τοῖσδε δ ' ἐπ ' ἠιθέοις ὀιστὸν στρέφειν Ἔρωτος , τόφρ ' ἀλέξωνται πάτρῃ θαρσαλέοι φιλότατι κούρων : πυρὸς γὰρ
' ἐρωὴν τῆλε διὰ προμάχων , ὅθι οἱ καταείσατο γαίης τόφρ ' Ἕκτωρ ἔμπνυτο , καὶ ἂψ ἐς δίφρον ὀρούσας
5049660 καυλεια
. * σκυρόωσι : ἀπὸ τῆς σκύρας ὠνοματοποιήθη . * καυλεῖα : ἤγους τοὺς βλαστούς * φαγοῦσαι : φυσοῦσαι .
, ἐν ταῖς ἐσχατιαῖς περὶ τὰ πρόποδα τῶν ὀρῶν τὰ καυλεῖα αὐτῆς , τουτέστι τῆς βουπρήστιδος , φάγωσιν ὁππότε θῆρα
5043080 κρυερος
κλέος εἷλον ἀοιδέων , ἀλλά με Μοίρης βάσκανος ἐξήρπαξε μίτος κρυερὸς Ἀΐδης τε , καὶ νέον ὄντα κατέσχε τὸν εὐεπίης
ὕστατον ἦμαρ . Εἰ δὲ πυριφλεγέθων ἑτερήμερος ἄνδρα θαμίζων ἢ κρυερὸς μάρπτων πυρετὸς παραδηθύνῃσιν , ἠὲ τεταρταίης πῆμα βραδύ ,
5041954 θαλεροι
, τῶν δ ' αὖτε κασίγνητοί τε ἔται τε καὶ θαλεροὶ κακότητος ἄδην ἐσάωθεν ἀκοῖται : ἡμέτερον δὲ λέχος θαλάμοις
: λόγοι δὲ προσκρούουσι πρὸς κύμασι στυγνῆς καὶ χαλεπῆς μανίας θαλεροὶ καὶ συγκεχυμένοι , τουτέστιν ὑπὸ τοῦ χειμῶνος τῆς μανίας
5039234 δασαντο
: δόμον δέ οἱ ἔργα τε πάντα χηρωσταὶ μετόπισθεν ἀποφθιμένοιο δάσαντο . Δηίφοβος δὲ Λύκωνα μενεπτόλεμον κατέπεφνε τυτθὸν ὑπὲρ βουβῶνα
τέχνῃσι : μηχαναῖς , διὰ τῶν τεχνῶν . διὰ μέτρα δάσαντο : ὑπερβατόν . δάσαντο : ἔμαθον , ἐμέρισαν .
5032172 οἰσουσι
ὥστε ζητεῖτε αὐτῶν νυνὶ ἀπαλλαγῆναι : ἄλλοι δὲ ἄρα αὐτὰς οἴσουσι ῥᾳδίως ; πολλοῦ γε δεῖ , ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι
ἔαρι τὸν καρπὸν δώσουσι . τῷ δὲ ἔαρι φυτευθεῖσαι μόλις οἴσουσι τὸν καρπὸν τῷ ἐπιόντι ἐνιαυτῷ , καὶ αὐταὶ μὲν
5030830 ἀκηδεες
ἀνδράσι νοστήσαντας ὁμιλαδόν , ὄφρα ἑ τιμῆς καὶ σκήπτρων ἐλάσειαν ἀκηδέες : ὥς ποτε βάξιν λευγαλέην οὗ πατρὸς ἐπέκλυεν Ἠελίοιο
ἄρ ' ἐποτρύνας ἐκβήμεναι εὐρέος ἵππου , ὁππότε Τρώιοι υἷες ἀκηδέες ὑπνώωσιν . Ὣς φάτο : τὸν δ ' ἄρα
5030826 εἰδεται
, χροιὴ δ ' αἰθαλόεσσα , φυὴ δέ οἱ ἐγχελύεσσιν εἴδεται , ὀξὺ δέ οἱ κεφαλῆς στόμα νέρθε νένευκε καμπύλον
δ ' ἄρ ' ὑπερράγη ἄσπετος αἰθήρ , πάντα δὲ εἴδεται ἄστρα , γέγηθε δέ τε φρένα ποιμήν : τόσσα
5017211 κεινοι
ἐθέλω ἢ Καστορείῳ̆ ἢ Ἰολάοι ' ἐναρμόξαι νιν ὕμνῳ . κεῖνοι γὰρ ἡρώων διφρηλάται Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκˈνωθεν κράτιστοι :
ὅμοιοι : ἢ κεῖνοι καὶ ὅμοιοι , ἢ ἕως τὸ κεῖνοι στιγμὴν , τὸ δὲ τοὺς ὁμοίους τοιούτους . φάτις
5016830 πυροεσσαν
ἐστεφάνωται , δαίδαλα πορφύροντα καὶ ἄνθεσι μαρμαίροντα . τοίην μὲν πυρόεσσαν ὑπὸ βλεφάροισιν ὀπωπαὶ μαρμαρυγὴν στράπτουσιν : ἀτὰρ δέμας ἔπλετο
κορύμβοις : ἀπομέττι . Φολίδεσσιν : σκάρδᾳ . Ψολόεσσαν : πυρόεσσαν . Γυρώσας : περιστρεφούσης . Στυφελόν : δυνατόν .
5012804 καταπληκτικα
, καὶ τὸ σταθερόν : τὰ γὰρ γλαυκόφθαλμα τῶν ζώων καταπληκτικὰ , καὶ θυμωδέστερα : ἢ γλαυκῶπις λέγεται μεταληπτικῶς ,
δὴ τῶν δαιμονίων ἐστὶν ἡμερώτερα : τὰ δὲ τῶν ἀρχόντων καταπληκτικὰ μέν ἐστιν , εἰ περὶ τὸν κόσμον ἐνεξουσιάζουσι ,
5007359 ἀπειρεσιοι
ἥ κεν ἐρεμνοῦ ἐξ Ἄϊδος προμολοῦσα ποτιχρίμπτηται ἑκάστῳ . ἄλλαι ἀπειρέσιοι πολυμήτιος Ἑρμείαο δωτῖναι κομίσαντος ἐνὶ σπήλυγγι κέονται , ἄμβροτοι
ἄγκεα κίνυτο μακρὰ βαθύρρωχμοί τε χαράδραι καὶ ποταμοὶ καὶ πάντες ἀπειρέσιοι πόδες Ἴδης . Καί νύ κε Μυρμιδόνεσσι πολύστονον ὤπασεν
5003315 ϲπαται
γὰρ τὸ ϲχῆμα πρὸϲ ἔμετον ῥήϊϲτον . ἢν δὲ καὶ ϲπᾶται ἢ διαϲτρέφηται τὴν κάτω γνάθον ἢ τὼ χεῖρε καὶ
ἡ ξύμφυϲιϲ ἁθρόον ἀφήλατο , καὶ κλόνου πάταγον ἐποίηϲε . ϲπᾶται δὲ καὶ κίων , καὶ εἰ μὲν τὸ ϲτόμα
5002782 δελφινες
γηρᾶσαν , καθάπερ φύσις ἡ θεῶν : ἐν δὲ νήχουσι δελφῖνες , συμπαθήσουσι γὰρ καὶ τοῖς εἰς πέλαγος ἐμπίπτουσιν οὗτοι
ἄρα : οὕτω τὸ ψεῦδος ἐκείνοις ἔχθιστόν ἐστι . Οἱ δελφῖνες , τὸ μὲν φιλόμουσον αὐτῶν καὶ περὶ τὴν ᾠδὴν
4999701 ἠιονεσσι
δεῦρο λύρη μὲν ? [ ἄειδε ] ? παρ ' ἠιόνεσσι [ ] θαλάσσης , δεῦρο μὲν [ ἠιόνεσσιν ]
ἄγουσα καὶ οὐ ποθέοντι Λεάνδρῳ . ἀλλὰ πολυφλοίσβοιο παρ ' ἠιόνεσσι θαλάσσης ἀγγελίην ἀνέμιμνε φαεινομένων ὑμεναίων μαρτυρίην λύχνοιο πολυκλαύτοιο δοκεύων
4996141 ἀχερδος
ἡ δυσχερὴς ταῖς χερσὶ λαβέσθαι , καὶ πλεονασμῷ τοῦ δ ἄχερδος , ὡς ὕω ὕδω , δείω δείδω , .
, ἄχερός τις οὖσα , ἡ δυσχερὴς , τοῦ δ ἄχερδος ' . . . . ἀχερδούσιος : οἷον :
4990816 οἱγ
κασιγνήτης , ὁ δ ' ἀπήμονα πέμψεν ὀπίσσω : τῆς οἵγ ' ἐν κόλπῳ προχοαῖς ἔπι Θερμώδοντος κέλσαν , ἐπεὶ
διηκόσιοί γε μὲν ἄλλοι φοίνικες : πάντες δ ' ἐπιβήτορες οἵγ ' ἔσαν ἤδη . ἄλλοι δ ' αὖ μετὰ
4988271 ἐπιταρροθος
γνωτὸν δ ' ἦν , ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν : αὐτίκα γὰρ κατὰ δώματ ' ἐπισπόμενοι μένεϊ
καὶ πᾶσιν ἀνάσσεις . ἀλλά , θεά , μόλε μυστιπόλοις ἐπιτάρροθος αἰεὶ ῥυομένη νούσων χαλεπῶν κακόποτμον ἀνίην . Κλῦτε ,
4987358 διοτρεφεων
καὶ μὴ προτρεπτικοὶ εἰς καταστολήν . . ὅτι Ζηνόδοτος γράφει διοτρεφέων βασιλήων : ἐπὶ δὲ τὸν Ἀγαμέμνονα ἀναφέρεται ὁ λόγος
ἢν ὀργῆς κρατῇ , καὶ ” θυμὸς δὲ μέγας ἐστὶ διοτρεφέων βασιλήων , „ ἢν λογισμῷ κολάζηται . βέλτιον δὲ
4986481 κατεχους
Ὁ δὲ Ζεὺς ὀσταφίσιν ὕσει τάχα . Τίνες αὖ πόντον κατέχους ' αὖραι ; νέφος οὐράνιον τόδ ' ὁρῶμαι .
πελείας . Ὡς καὶ τῆς νῦν φθιμένης νυκτὸς μεγάλοι θόρυβοι κατέχους ' ἡμᾶς ἐπὶ δυσκλείᾳ , σὲ τὸν ἱππομανῆ λειμῶν
4984247 Πυλοιο
Πύλος : τοῦτο χρησμός ἐστιν , “ ἔστι Πύλος πρὸ Πύλοιο , Πύλος γε μὲν ἔστι καὶ ἄλλη . ”
θανάτοιο ] ? Περικλύμενον [ ] λάβε μοῖρα , ἐξαλάπαξε Πύλοιο πόλιν Διὸς ] ἄλκιμος [ ] [ ] υἱός
4983649 μιμνῃ
ϲπλήν . ἢν δὲ καὶ μὴ καθίϲτηται τὸ ἕλκοϲ , μίμνῃ δὲ ἐϲ πολλὸν χρόνον , ἀπόϲιτοι , καχέκται ,
τήνδε . ἢν δὲ ὁ πόνοϲ ἐν τοῖϲι νεύροιϲι εἴϲω μίμνῃ , ξυμπεπτώκῃ δὲ τὸ ἄρθρον ἄθερμον μηδὲ ἐποιδέῃ ,
4981962 φραζεσθαι
' ἐστὶ θανεῖν μετὰ κύμασιν : ἀλλά ς ' ἄνωγα φράζεσθαι τάδε πάντα μετὰ φρεσὶν ὡς ἀγορεύω . μηδ '
βοῦς ὡς χρησόμενος αὐταῖς ἤδη πρὸς ἔργον τῆς σπορᾶς . φράζεσθαι δ ' εὖτ ' ἂν γεράνου φωνὴν ἐπακούσῃς :
4972950 ὑπεροπλισσαιτο
' εὐερκέες εἰσὶ δικλίδες : οὔ κέν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο . γινώσκω δ ' , ὅτι πολλοὶ ἐν αὐτῷ
' εὐεργέες εἰσὶ δίκλιδες : οὐκ ἂν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο . δεῖ δὲ τοῦ ποιητοῦ τὰ μὲν ὡς συμβουλεύοντος
4968319 εὐβοτος
, Διὸς μεγάλοιο τιθήνη , πολλή τε λιπαρή τε καὶ εὔβοτος , ἧς ὕπερ Ἴδη , Ἴδη , καλλικόμοισιν ὑπαὶ
νομή νομεῖς , νέμειν κατανέμειν ἐπινέμειν . μηλόβοτος γῆ , εὔβοτος καὶ εὔνομος καὶ εὔχιλος , καὶ εὔχορτα πεδία ,
4967916 κεινοις
ἐμβολῶν αὐτοῖς ἐκοινώνουν , ἐγκαλεῖν πολὺ μᾶλλον , ἢ ' κείνοις μὲν ὑπὲρ τοῦ σῶσαι , τούτοις δὲ ὑπὲρ τοῦ
ἀτρεκέως ἐρικυδέος ἔργα μόθοιο : ὣς δ ' αὕτως Ὀδυσεὺς κείνοις ἐπὶ πάγχυ πεποίθει : οἳ γὰρ ἔσαν πινυτοὶ καὶ
4967455 ἀπυροι
: λαμβάνει δὲ μάλιστα νεογάμους καὶ φιλολάγνους : γίνονται δὲ ἄπυροι , καὶ ἐσθίειν ἀγαθοὶ , καὶ τήκονται : καὶ
ἀναδορή , ἤν τε ἄνω ἤν τε κάτω ἔῃ , ἄπυροι , ἄπονοι , ὀρθοϲτάδην ὑγιαζόμενοι ϲμικρῇϲι τῇϲι διαίτῃϲι ἑτεροίωϲ
4966046 ἐδαησαν
βιότοιο κακὴν καὶ ἀεικέα θήρην , οὐ γὰρ γειομόροιο τομὴν ἐδάησαν ἀρότρου , κείνοις οὔποτε τερπνὸς ἀκούεται ὁλκὸς ἁμάξης ,
κοπτομένη δείξειεν ὑπὸ ῥιπῇσι θάλασσα : νήπιοι , οὐδ ' ἐδάησαν ὅσον πινυτώτεροι ἄνδρες , οἳ κείνους καὶ πάμπαν ἀλευομένους
4965512 οἱη
ἀγκλίνασα μένει δέμας ἐν ψαμάθοισι : κεῖται δ ' ἀστεμφὴς οἵη νέκυς : ὃς δέ κεν ἰχθὺς ἐγχρίμψῃ λαγόνεσσιν ,
τὸ κάτοπτρον , ἐπεὶ τοίη μὲν ὁρᾶσθαι οὐκ ἐθέλω , οἵη δ ' ἦν πάρος , οὐ δύναμαι . Τὸν
4964764 γεραιτερου
εἰπών . ἔστι δὲ εἶδος ἰχθύος ὁ γλάνις . ΓΘ γεραιτέρου ] συνετωτέρου . Γ περὶ σκόμβρων νέων : εἶδος
] : [ ] σι ? , παῖ , πατρὸς γεραιτέρου ? [ ] : [ ] ωι σωφρονεστέρωι [
4962234 παρεοντες
οὕτως ἐπιχειρέειν . Λέγει πρὸς ταῦτα Δαρεῖος : Ἄνδρες οἱ παρεόντες , τρόπῳ τῷ εἰρημένῳ ἐξ Ὀτάνεω εἰ χρήσεσθε ,
πάλιν ἀστέρες εἶεν καλοί , ἰδ ' ἐν ζώοις δισσοῖς παρεόντες ὁρῷντο , καὶ δὲ καὶ ὡρονόμος ζώῳ φαίνοιτο δισώμῳ
4960859 πηματ
αὔρας ὑπηκόοισιν ἐν ψυκτηρίοις πρὸς δ ' ἐπὶ τοῖς ἀμφιλαφῆ πήματ ' ἔχων ἀθανάτων καὶ καρτερὸς γὰρ καὶ ˘ –
τῆς αὐτεξουσίου πονηρίας διὰ τοῦ γνώσῃ δ ' ἀνθρώπους αὐθαίρετα πήματ ' ἔχοντας , οὓς τλήμονας δεῖ καλεῖν καὶ ἀθλίους
4957922 ἰδηαι
κ ' ἐθέλῃσθα . Οὔθατα γὰρ μήλων ὅτε κεν μινύθοντα ἴδηαι , πῶς ἔρξεις , φίλε τέκνον , ἐπὴν ἐρίφοισι
βοὴν ἀγαθὸν Μενέλαον : σκέπτεο νῦν Μενέλαε διοτρεφὲς αἴ κεν ἴδηαι ζωὸν ἔτ ' Ἀντίλοχον μεγαθύμου Νέστορος υἱόν , ὄτρυνον
4957777 σεληναιην
κινήσιος καὶ δυνάμιος . καὶ Ἐνδυμίων μὲν τὰ ἐς τὴν σεληναίην συνετάξατο , Φαέθων δὲ τοῦ ἠελίου δρόμον ἐτεκμήρατο ,
ἐμφερέα τὴν φυήν : ἑψηθέντα δὲ ἢν ἀφῇς ἐς τὴν σεληναίην νυξὶ μεμετρημένῃσιν , αἷμα ποιήσεις . τὸ δὲ μέζον
4956695 σεμνοτερους
τι φερέσβιος ἔμβαλε πνεῦμα Ἠέλιος , ῥέζειν ἐρικυδέας αὐτίκα φῶτας σεμνοτέρους τ ' ἰδέειν : καί τοι σέβας ἔσσεται αὐτῶν
ἀτελέστερον εἴη τοῦ συνθετωτέρου , πῶς ἂν ἐπιδέξαιτο πλείους καὶ σεμνοτέρους καὶ ἀληθεστέρους λόγους ; οὔτε γὰρ περὶ λευκότητος οὔτε
4953809 μαζοι
προαπολείπει , καὶ ἡ νειαίρη γαστὴρ οἰδέει , καὶ οἱ μαζοὶ στεῤῥοὶ , οὐ μαλθακοὶ , καὶ τὸ γάλα πονηρὸν
προειρημένα : τοῖσι δὲ ἀνδράσι τὰ ἐναντία . Ποιέουσι καὶ μαζοὶ φύματα , φλεγμονὰς , τὸ γάλα ἀποσή - ποντες
4948587 πλεα
' ἐκποδὼν ἀπαίρεται Ἄρτεμις Σαρωνία ὀξυπρῴρῳ λιθάργυρος ὄλπη παρῃωρεῖτο χρίματος πλέα τὸν Σπαρτιάτην γραπτὸν ἐν διπλῷ ξύλῳ κύρβιν Διόνυσος ἀκατάσχετος
ὡς καταλλαχθῇ χόλου . Ταῦτ ' ἐστὶ τἄπη μωρίας πολλῆς πλέα , εἴπερ τι Κάλχας εὖ φρονῶν μαντεύεται . Ποῖον
4946760 οἰωνοι
δοκεῖ οὐδὲ ταῦτα , τὸ γὰρ ξυμφέρετε πτερά τ ' οἰωνοὶ κηρόν τε μέλιτται κατασκευαζομένου ἦν οἶκον καὶ οἴκου σχῆμα
τὰ ἑαυτῶν ἀγαθὰ βουλομένοις οἱ περὶ τὸν αὐτὸν ἀναστρεφόμενοι τόπον οἰωνοὶ σχολαιοτέρᾳ τῇ πτήσει πρὸς ἀγαθοῦ εἶναι συμβόλου , τοῖς
4945628 γειτονες
' αὐτὸν μετ ' ἐμοῦ παρὰ τὴν θύραν παριόντα : γείτονες γὰρ ἀλλήλων τυγχάνουσιν ὄντες : τὸ μὲν πρῶτον συνδειπνεῖν
μεσόγειοι πόλεις ἀκινδύνως βιοῦσιν . ὧν ἧς ἂν ἐθέλητε , γείτονες ἔσεσθε , ἵνα τὴν ἐρεθίζουσαν ὑμᾶς ὄψιν τε καὶ
4938508 κητεα
δελφῖνες ἀεὶ ναύτῃσιν ἑταῖροι φῶκαί τε κριοί τε καὶ αἰόλα κήτεα πόντου : ὧν ὁπόσων ἰήματ ' ἔχει φύσις ,
ζεύγλῃσι δ ' ἔθηκαν οὐρήων ταλαεργὸν ἔχειν πόνον ἑλκυστῆρα . κήτεα δ ' ὅσσα πέλωρα Ποσειδάωνος ἐναύλοις ἐντρέφεται , τὰ
4936752 αὐχμος
παρὰ τὸ ἄζω , τὸ ξηραίνω , γίνεται ἀχμός καὶ αὐχμός , . , , . , . * *
ἢ θερμὸς ἢ ὑγρὸς ἢ ξηρός . καὶ γὰρ ὁ αὐχμός , νόσος , καὶ ἡ ἐπομβρία , νόσος .
4935225 ἐπιθρωσκουσι
βαθὺ κῦμα κυκώμενον : οἱ δ ' ὁρόωντες αὐτίκ ' ἐπιθρώσκουσι καὶ ἁρπάζουσιν ὄλεθρον . οὐδ ' ἁλιεὺς εὔκηλον ἔχει
ἐφωπλίσσαντο λαγωοῖς : ταὶ δ ' ἄρα μείζονές εἰσιν , ἐπιθρώσκουσι δὲ ῥεῖα εὐκεράοις ἐλάφοισι καὶ ὀξυτέροις ὀρύγεσσι . μορφὴν
4934263 χοραγε
καὶ Λήδας κάλλιστοι σωτῆρες . Ἴακχε θρίαμβε , σὺ τῶνδε χοραγέ . κέχυται πόλις ὑψίπυλος κατὰ γᾶν . οἱ δ
πρὸς τὸ θῆλυ , οἷον Ἴακχε διθύραμβε : σὺ τῶνδε χοραγέ . ὁ δὲ ἀνάπαιστος σεμνότητα ἔχει πολλήν , ἐπιτήδειος
4931412 ῥοθος
δμηθῆναι : ὑποταχθῆναι , δαμασθῆναι . Ἠνεμόεις : ἐλαφρότατος . ῥόθος : ἦχος . Κελαινόρινον : ἔχοντα κελαινὸν δέρμα ,
ἀΐξαντα ἂψ ὀπίσω παλίνορσα μεθερπύζειν μενεαίνει : καί σφισιν ἐξαπίνης ῥόθος ἵσταται : οὐδέ τι πρόσσω νίσσεται , ἀλλ '
4926751 ὀλεκουσι
δὲ Σελήνη τῆς μητρός . . . . καὶ γενέτην ὀλέκουσι παροίτερον ἠὲ τεκοῦσαν . ταῦτα μὲν ὁ Δωρόθεος :
, ἔνθα μάλιστα ἱππῆες πεζοί τε κακὴν ἔριδα προβαλόντες ἀλλήλους ὀλέκουσι , βοὴ δ ' ἄσβεστος ὄρωρεν . Ὣς ἄρα
4925615 ἀφῃρημενη
ἀπὸ τοῦ ω ὀρθὸν τμῆμα κύκλου ἐφέστηκε τὸ ωΥΜ καὶ ἀφῃρημένη ἐστὶν ἡ Υω ἐλάσσων ἢ ἡμίσεια οὖσα τοῦ ἐφεστῶτος
ὑπὸ τῆς τύχης προυδόθη : ὀλίγῳ γὰρ ὕστερον ὑπὸ κυνηγετῶν ἀφῃρημένη τὰ ἑαυτῆς βρέφη ἄρκτος ἧκε , σφριγώντων αὐτῇ τῶν
4904776 ἐμεσῃ
χειρί , ἄνοιγε τὸ μεμυκὸς αὐτοῦ στόμα , ἕως οὗ ἐμέσῃ : καὶ μετὰ τὸν τοῦ γλυκέος οἴνου ἔμετον πότισον
δ ' ὅτε καὶ ἐμέει χολὴν ὠχρὴν , καὶ ὁκόταν ἐμέσῃ , ἐπ ' ὀλίγον δοκέει ῥᾴων εἶναι : ἢν
4903125 ῥηγμινας
ἰχθυβόλοι , κοίλῃσι περιπτύσσουσι σαγήναις ἀσπασίως , πολλὴν δὲ ποτὶ ῥηγμῖνας ἄγουσιν ἄγρην νόσφι πόνοιο καὶ ἄγγεα πάντ ' ἀφύῃσιν
χαζομένη . Τοὶ δ ' αἶψα παρ ' ἀγχιάλοιο φέροντο ῥηγμῖνας Τενέδοιο , παρημείβοντο δὲ Χρῦσαν καὶ Φοίβου Σμινθῆος ἕδος
4901509 ἀμειλιχον
: ἐν δ ' ἄρα χειρὶ ἄλλοτε μὲν δόρυ πάλλεν ἀμείλιχον , ἄλλοτε δ ' αὖτε εἷρπεν ἄνω : τὸν
, ἠέριοι πεζοί τε συνέστιοι εἰλαπινασταί , αἷμα μέλαν πίνοντες ἀμείλιχον εἶχον ἐδωδήν , καὶ τῶν μὲν κλαγγὴ φόνον ἔπνεεν
4896938 βοοωντες
πυλάων αἰνὸν κεκλήγοντες , ἐπεστενάχοντο δὲ λυγρὸν ἐννύχιοι ὄρνιθες ἐρημαῖον βοόωντες : ἄστρα δὲ πάντ ' ἐφύπερθε θεοδμήτοιο πόληος ἀχλὺς
καὶ οἰδαίνουσα θάλασσα γινέσθω , καὶ μακρὸν ἔπ ' αἰγιαλοὶ βοόωντες , ἀκταί τ ' εἰνάλιαι ὁπότ ' εὔδιοι ἠχήεσσαι
4891376 κλονον
ὤμου ἀπὸ βριαροῖο κεκομμένη ἄορι λυγρῷ χεὶρ ἔτι μαιμώωσα ποτὶ κλόνον ἔγχος ἀεῖραι μαψιδίως : οὐ γάρ μιν ἀνὴρ εἰς
' ὅσον τὸ τέως ἐστὶ χολή , τριταϊκὸν ποιεῖται τὸν κλόνον καὶ περίψυξιν . γίνεται μελαγχολικὸς καὶ ἀπὸ τοῦ ἀπογεωθέντος
4889685 ναυτιη
μελίκρητον πιπίϲκειν , ὅϲον κυάθουϲ δύο . ἢν δὲ καὶ ναυτίη μὲν ἕλῃ ἐπὶ τῇϲι καθάρϲεϲι , μὴ ἀποτρέπειν :
κοτε πρόϲθεν ἔβηξε ὥνθρωποϲ , ἢ δύϲπνουϲ γέγονε , ἢ ναυτίη ἢ ἔμετοϲ ἦγχε πάροϲ : ἐκ γὰρ τοιῶνδε πολυχρονίων
4889198 σαρδιον
καὶ οἱ προγεγραμμένοι . Λίθος ὁ βαβυλώνιος . Οἱ δὲ σάρδιον τοῦτον καλοῦσιν . Βαβυλώνιος δέ ἐστιν ἕτερος λίθος ὑποκείμενος
συνυφανεῖς ἐν αὐτῷ λίθον τετράστιχον : στίχος λίθων ἔσται , σάρδιον τοπάζιον σμάραγδος ὁ στίχος ὁ εἷςῬουβὴν „ Συμεὼν Λευί
4888297 ἀλιαστος
νηυσὶ θοῇσι μάχην ἀλίαστον ἔχουσι : καὶ ὅμαδος δ ' ἀλίαστος ἐτύχθη : παρὰ τὸ λιάζω , τὸ σημαῖνον τὸ
Δαναοὶ δὲ φόβηθεν νῆας ἀνὰ γλαφυράς , ὅμαδος δ ' ἀλίαστος ἐτύχθη . Ζεὺς δ ' ἐπεὶ οὖν Τρῶάς τε
4887600 ἰδηται
μόχθῳ πυκνὸν ἐπασπαίρουσα , γέλως δ ' ἔχει ὅς κεν ἴδηται , ὣς κείνης ὁμόφυλον ἁλὸς δάκος ὕπτιον ἅλμῃ ἐμφέρεται
τε : “ παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε , μή τις ἴδηται ἐξελθὼν μεγάροιο , ἀτὰρ εἴπῃσι καὶ εἴσω . ἀλλὰ
4887533 βροτοι
[ ] λεγέσθω : τί ? μάταν ? [ ] βροτοὶ δὲ ? [ ] πολλὰ ? ? [ πέπασθε
ἐννέπετε , σφέτερον πατέρ ' ὑμνείουσαι . ὅν τε διὰ βροτοὶ ἄνδρες ὁμῶς ἄφατοί τε φατοί τε , ῥητοί τ
4885115 Κεβρηνιοι
ἐν Θρᾴκῃ , ὥσπερ εἴρηται , καὶ τούτου πλησίον οἱ Κεβρήνιοι Θρᾷκες . πολλαὶ δ ' ὁμωνυμίαι Θρᾳξὶ καὶ Τρωσίν
ἔνθα σίδηρος Ἄρηος ἐπιχθονίοισι βροτοῖσιν ἔσσεται εὖτ ' ἄν μιν Κεβρήνιοι ἄνδρες ἔχωσι . τὰ δὲ Κεβρήνια τοῦτον χρόνον κτίζειν
4882006 εἰσωποι
ἀγλαοὶ ὦμοι εἴδονται : κεῖνοί γε καὶ ἂν διχόμηνι σελήνῃ εἰσωποὶ τελέθοιεν : σχεδὸν δὲ καὶ τῶν ἐν τῇ Ἀνδρομέδᾳ
εἴργων τοῖς βέλεσιν . εἰσωποί εἴσω τῆς ἐπιφανείας : “ εἰσωποὶ δ ' ἐγένοντο νηῶν . ” ἐκαίνυτο ἐνίκα :
4879139 διαδιδρηϲκουϲι
ἄλλων πάϲχουϲι γέροντεϲ , οἳ καὶ μᾶλλον ἑτέρων τὸ πάθοϲ διαδιδρήϲκουϲι : οὔτε γὰρ μεγάλη ἂν γίγνοιτο φλεγμονὴ ἐν ξηρῷ
, οἷϲίπερ ἂν καὶ ἀπεψίη ᾖ , καὶ τὸ βλάβοϲ διαδιδρήϲκουϲι : μᾶλλον δὲ διά τε τὸ ἔθοϲ καὶ τὴν
4873109 πετραων
πτόλιν Αἰήταο ἔσσεται ἠὲ καὶ αὖτις ἐς Ἑλλάδα γαῖαν ἱκέσθαι πετράων ἔκτοσθε : καταυτόθι δ ' ἄμμε καλύψει ἀκλειῶς κακὸς
. ἀλλ ' ἔχετ ' αὐτοῦ νῆα θελήμονες ἐκτὸς ἐρωῆς πετράων , εἵως κεν ἐμοὶ εἴξειε δαμῆναι . ” Ὧς
4867324 μελανουροι
καὶ ὁλκίμου ὕλης γόνιμοι , εὐτράπεζοι δέ . σαργοί , μελάνουροι , κάνθαροι εὐστόμαχοι , εὔχυλοι , εὐδιοίκητοι , τροφώδεις
: κιθάριος . ἀδρανέες : ἀσθενεῖς , οἱ λεπτοί . μελάνουροι : οἱ μοσχίται οἱ οὐροῦντες μέλαν , ἢ τὰ
4866928 τοια
. ἔστι δὲ ἡ ὅλη οἵα περ ἡ δέσποινα , τοία χ ' ἡ κύων . οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσιν
μίαν βάσιν : τὸ λοίσθιον δὲ τῷ τρίτῳ προσεμφερές . τοία Στυγός σε μελανοκάρδιος πέτρα Ἀχερόντιός τε σκοπελὸς αἱματοσταγὴς φρουροῦσι
4860297 Σκεπτεο
εἴη : μείζονι δ ' ἂν χειμῶνι πυρώτερα φοινίσσοιτο . Σκέπτεο δ ' ἐς πληθύν τε καὶ ἀμφότερον διχόωσαν ἠμὲν
ὑψόθι κύρῃ , ἀλλ ' αὐτοῦ πλαταμῶνι παραθλίβηται ὁμοίη . Σκέπτεο δ ' εὔδιος μὲν ἐὼν ἐπὶ χείματι μᾶλλον ,

Back