| [ ] Μακεδο ‖ ] ας [ | ] καων [ ! ] [ | ] αρεικο ? ?
] [ ] [ ] ασ [ ] [ ] καων [ ! ] [ ] [ ] αρεικο [
6671125 χρωμ
τοῖς ὅπλοις ἀκκίζεται . περίθες σεαυτῷ τὸν πνιγέα . ἀφάρμακον χρῶμ ' Οἰδίποδος Ἀφροδίσιος ὅρκος οὐ δάκνει . λιθωμόται δημηγόροι
κατὰ μόνας σαυτῷ λαλεῖς , ὠχρὸς περιπατῶν , φιλοσόφου τὸ χρῶμ ' ἔχων ; ἐμοὶ προσανάθου , λαβέ με σύμβουλον
6553883 ενι
καὶ ! [ ! ! ! ! ] καὶ πιεῖν ενι [ ! ] ! καια ? ! [ !
ἔτει ? : ] αθ ' ἡ γυνὴ ] ! ενι ? ? . ] θι ? ? [ πεμπε
6306240 χρυ
ἑκατὸν καὶ κρατῆρας ἀργυροῦς καὶ παιδίσκας ἑκατὸν καὶ παῖδας ἑκατὸν χρυ - σοῦς τε ἑξακισχιλίους χωρὶς τῶν εἰς τὰ ἐπιτήδεια
[ τους στι ] χοὑ υπο των ελληνων [ ωστε χρυ ] σους αυτους προσαγορευθηναι [ προ των δειπνων και
6278078 ἀσθενουντας
αἱροῦντες ᾑρήμεσθα . . ἅπαντα τοῖς σοφοῖσιν εὔκολα . εἰς ἀσθενοῦντας ἀσθενῶν ἐλήλυθας . κουρήτων στόμα φόνου πτερόν καὶ ζῶν
ἀπιτέον εἶναι . καὶ εἰς μὲν τὰ πλοῖα τούς τε ἀσθενοῦντας ἐνεβίβασαν καὶ τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη καὶ παῖδας καὶ
6228420 ἀπαντησω
. ] ἐγὼ δ ' ἵνα ἐκπερισπῶν ? [ ] ἀπαντήσω τοῖς ? [ αἰτιωμένοις ] ὡς ἐξ ἀνάνκης [
γὰρ παρὰ τῷ θεῷ . πλὴν ἀλλὰ καὶ πρὸς ταῦτα ἀπαντήσω τὰ ἐγκλήματα . ὑμῖν μὲν οὖν καὶ δι '
6213221 ἐφελκυσασθαι
⌈ σίσυρναν [ σισύρναν Γ ] . Γ προσέσθαι : ἐφελκύσασθαι . νενουθέτηκεν αὑτὸν : ὁ χορὸς ἀναδέχεται τὸ πρόσωπον
στῆσαι ῥεῦμα , ἐπισχεῖν , προκαλέσασθαι ἐκκαλέσασθαι , ἐπισπάσασθαι , ἐφελκύσασθαι . τὸ δὲ κενῶσαι διὰ καθάρσεως καὶ ἐξινῶσαι λέγουσιν
6185460 τυφογερων
τῶν λόγων ταραχθεὶς ἀηδίᾳ . ἐμέσω ] ἰδιωτικῶς ξεράσω . τυφογέρων ] ματαιογέρων , ἀλαζὼν γέρων : ἢ κατάξηρος ,
[ ἵνα ] ἐμέσω ⌈ δηλονότι : βλασφημεῖ γάρ . τυφογέρων ] μάταιος ⌈ γέρων / . κἀνάρμοστος ] ἀηδής
6185210 ἐξαρχους
δὲ ἧσσον καὶ εἰς πένθη παραλαμβάνει τὴν μουσικήν , θρήνων ἐξάρχους τοὺς ἀοιδοὺς ποιῶν , ὡς τῇ λειότητι τῶν μελῶν
ὁ ὕψιστος ἐκέλευσε τοῖς ἁγίοις ἀρχαγγέλοις , καὶ ἔδησαν τοὺς ἐξάρχους αὐτῶν καὶ ἔβαλον αὐτοὺς εἰς τὴν ἄβυσσον , ἕως
6182208 θεριστης
ὑπὲρ δύο συλλαβάς , ὀξύνεται , εἰλαπιναστής , λιθαστής , θεριστής : τὰ δὲ διὰ μόνου τοῦ της ἐκφερόμενα μετὰ
ὅμοιος . Χειῆς : μένοντα ἔξω φωλεοῦ . ἀμαλητόμος : θεριστής . Δαμασάμενος : σφαζόμενος . Ἐκ ληΐοιο : κείρεσθαι
6181560 στο
. αὖθις δ ' ἐπὶ Φωκέας Λακεδαιμονίων παρελθόντων ἐκέκλει - στο μὲν ὁ Κρισαῖος κόλπος , ἀπήντων δ ' ἐπὶ
ἁπλοῦ τελείου στοχασμοῦ λόγον , ἐπὶ τὰ εἴδη λοιπὸν τοῦ στο - χασμοῦ πορεύεται : διατί δὲ περὶ διαιρέσεως εἰπεῖν
6166237 υπο
] καιρω εξϋπνισθησεται [ προς σε η οργη η νυν υπο της ] ? ? μακροθυμι [ ] [ ας
[ ] ε ? [ [ ] [ [ ] υπο [ [ ] φυρο [ [ ] ! κ
6165563 καδους
καθάπερ τοὺς στρωματεῖς εὐτελῆ , ἐφ ' ἧς κατακεῖσθαι , κάδους δὲ χαλκοῦς καὶ ποτήρια ὀλίγα : γεγονέναι γὰρ ὀλιγοδίαιτον
, ὡς Ἀνάφην , ἐν ᾗ ἐκ τῶν φρεάτων τοὺς κάδους ἐξαίρουσι . καὶ παρὰ Μενάνδρῳ ἀναγινώσκομεν , ποτήριον ,
6161660 ουκ
και ] ακανθας αντι χορτου ? [ ] [ και ουκ ετηρησατε ] την εμην εντολην ? [ ] [
? [ ] [ και ] [ το ενοχλουμενον ] ουκ εθεραπευσατε ? [ ] [ ] [ και ποιειτε
6159486 νεια
εἶναι τὰ ὡραῖα , τῶν δὲ πιόνων τὰ θυν - νεῖα . Ἱκέσιος δ ' ἱστορεῖ οὐκ εἶναι εὐεκκρίτους κοιλίας
, παράνυμφον Ἕλληνες . νῆστις Ἀττικοί , νήστης Ἕλληνες . νεῖα τὰ εἰς παρασκευὴν πλοίου ξύλα . νουθέτησις Ἀττικοί ,
6151706 ῥαινε
Κεκροπί , ῥαῖνε , λάγυνε , πολύδροσον ἰκμάδα Βάκχου , ῥαῖνε , δροσιζέσθω συμβολικὴ πρόποσις . σιγάσθω Ζήνων ὁ σοφὸς
καννάβια ὑποθέντα . πήγανον ὕδατι βρέχε , ἢ κόνυζαν ἑψήσας ῥαῖνε τὴν οἰκίαν , καὶ διώξει τοὺς κώνωπας . ἀπελαύνει
6145231 δημοκοινος
εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον οἷος γὰρ ἡμῶν δημόκοινος οἴχεται × – τὸ δ ' ἔγχος ἐν ποσὶν
αἵρεσις , διασκώπτων τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνά φησι : καὶ δημόκοινος ἐπεχόρευσε δαψιλὴς θέρμος , πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότης .
6133886 σϚ
φανερόν , ὅτι τοῦ χρόνου τῆς μέσης ἑπταμήνου περιέχοντος ἡμέρας σϚ καὶ ὥρας ιζ ἔγγιστα ὁ τῆς ἐλαχίστης ἑπταμήνου χρόνος
καὶ ὡρῶν ε . ἣν ἀφελόντες ἀπὸ τῆς μέσης ἡμερῶν σϚ καὶ ὡρῶν ιζ ἰσημερινῶν , λοιπαὶ ἔσονται ἡμέραι αἱ
6126383 κλινει
ἐπιθύνουσιν ἄροτρον : ἢ πάλιν ἑσπερίῃσιν ὅτ ' ἠέλιος ζυγὰ κλίνει , ὁππότε σημαίνουσιν ἑαῖς ἀγέλῃσι νομῆες , εὖτε καταστείχουσι
, θυγατρὸς Ὀξυάθρου , τοῦ ἀδελφοῦ Δαρείου . Στράβων οὖν κλίνει Ἀμάστρεως , ἄλλος Ἀμάστριδος . τὸ ἐθνικὸν Ἀμαστριανός ,
6117800 ἀγρευων
παρὰ τὴν σμικρότητα τὸ ὄνομα . Ὄλπις ὁ τοὺς ἔλλοπας ἀγρεύων , ἵν ' ᾖ ἐπίθετον τῶν ἁλιέων . ἢ
ἁλιεὺς αὐτὸ φορῇ ἀγρυπνῶν ἐν ἡμέρᾳ ἐπὶ ποταμὸν ἢ λίμνην ἀγρεύων , μεγάλως ἐπιτυχεῖ τῆς ἁλείας . Ὤκιμον φυτὸν ἐδώδιμον
6101885 κανθαρους
ἂν οἴκοι σωφρόνως Χαιρέστρατος ἑκατὸν ἂν τῆς ἡμέρας ἔκλαιεν οἴνου κανθάρους . ὄνομα δέ μοὔστι Μονότροπος . . . .
ᾠὰ τῶν ἀετῶν οἱ κάνθαροι κυλίοντες διαφθείρουσιν . ἐπεὶ τοὺς κανθάρους οἱ ἀετοὶ ἀναλέγονται . . . Ἰσμηνία : Ὄνομα
6069818 υπ
] τρο [ ] ! ω ! [ ] ! υπ ! [ ] σκα ? ? [ ] !
ευετον ? ? ! ! ! ! ] ισιν ? υπ ? ! [ αὐτώρηστ ! [ δαιμονιον [ Βοιωτωνε
6064056 τερους
. [ αὐτοῦ κυκλοτεροῦς : Ἵνα τοῦ μέσου κυκλο - τεροῦς ὄντος , αἱ ὁδοὶ αὐτῷ παρεκταθῶσιν ὡς ἀκτῖνες ἀστέρων
. [ αὐτοῦ κυκλοτεροῦς : Ἵνα τοῦ μέσου κυκλο - τεροῦς ὄντος , αἱ ὁδοὶ αὐτῷ παρεκταθῶσιν ὡς ἀκτῖνες ἀστέρων
6050360 δονακας
ἵππων καὶ δρόσου κηρίοις , ἡ μέλιτος δίκην ἐπὶ τοὺς δόνακας τῶν ποταμῶν ἱζάνει . τὰ δὲ ποιηταῖς τε καὶ
, ἡμεῖς μὲν περὶ ἄστυ κατὰ ῥωπήϊα πυκνά , ἂν δόνακας καὶ ἕλος , ὑπὸ τεύχεσι πεπτηῶτες κείμεθα , νὺξ
6038993 πατουντας
βαβάκτης καὶ Ἰόβακχος καλεῖται διὰ τὸ πολλὰς τοιαύτας φωνὰς τοὺς πατοῦντας αὐτὸν πρῶτον , εἶτα τοὺς ἕως μέθης μετὰ ταῦτα
, ἢ ξηρὸς βότρυς εὑρεθείη . χρὴ δὲ καὶ τοὺς πατοῦντας , εἴ τι παρέλαθε τοὺς ἐπὶ τοῖς κοφίνοις ἐφεστῶτας
6024423 σταχυων
. ὑγιῶς μὲν οὖν ἑκάτερος : εἴρηται γὰρ ἀπὸ τῶν σταχύων μεταφορικῶς . ὥσπερ οὖν ἐξ ἑνὸς σπέρματος εἶς πυθμὴν
ἅλως ᾖ , ὑπὲρ τοῦ τοὺς βοῦς μὴ ἀπογεύσασθαι τῶν σταχύων βολίτῳ τὰς ῥῖνας ἐπιχρίουσιν αὐτῶν , σόφισμα ἐπινοήσαντες τοῦτο
6024199 δεπ
ἦς καὶ νόω κ ! [ πενίᾳ ποτιφ [ τιμοτατω δεπ [ παμυρο [ ! ! ] ! [ .
μ ' αὐτίκ ' ἐξσεν [ ! ! ] ἐκ δεπ ? [ ] καὶ δὴ ' πὶ τοῖς ἔργοισιν
6016301 Σχιστης
αὔγουστος , μαλάχην μὴ φαγεῖν . Ξηρίον τοῦ Μαλωριανοῦ . Σχιστῆς γο βʹ , κισήρεως γο αʹ λειώσας ἀπόθου ἐν
χύτρᾳ καύσας λείου τὴν σποδιὰν καὶ παράπτου . Ἄλλο . Σχιστῆς καὶ βαλαυστίου καὶ σμύρνης ἀνὰ ⋖ β , κηκῖδος
6015482 πλευσῃς
οὐ κληρονομεῖς τοὺς γονεῖς Ϛ πιπράσκῃ καὶ φεύγεις ζ ἐὰν πλεύσῃς ἄρτι , ναυαγήσεις η ἀποκαθίστασαι εἰς τὸν τόπον θ
, μεταμεληθήσῃ η οὐκ ἔχεις ὥραν τοῦ ἐπερωτῆσαι θ ἐὰν πλεύσῃς ἄρτι , κινδυνεύσεις ι ὁ συνεχόμενος χρόνῳ ἀπολυθήσεται α
5994418 κληδων
' ἐγὼ μοχθηρός , ὦ πικρὸς θεοῖς , οὗ μηδὲ κληδὼν ὧδ ' ἔχοντος οἴκαδε μηδ ' Ἑλλάδος γῆς μηδαμοῦ
? ' ἀφεῖσα ! ! ! ποδῶν λακ [ [ κληδὼν ] ? ? ὁμοῦ πάμφυρτ ? ? ? [
5990615 πανθοινιαν
, καὶ βωμοὺς κοσμεῖ , καὶ ἀγάλλει πανηγύρεις , καὶ πανθοινίαν παρέχει . καὶ ἀποθανὼν δὲ βοῦς γενναῖόν τι χρῆμα
ὄνυξι διέξηνε , τοὺς δὲ τοῖς ὀδοῦσι διέσπασε , καὶ πανθοινίαν ἀφθονωτάτην ἔχει . Ἔχθιστον δὲ τῇ παρδάλει ἡ ὕαινα
5990026 εξε
[ ] κα [ μ [ φοιτ [ ἅτ [ εξε ? [ εβ ? ? [ εβυ ? [
! [ ! ! ] ! ! ! [ ] εξε ? ! [ ! ] [ [ ] ον
5984520 κους
εὔνους εὔχρους εὔπλους Οἰδίπους : ἐπειδὴ οὖν τὸ χαλ - κοῦς καὶ χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς καὶ σιδηροῦς οὐκ εἰσὶ σύνθετα
εὔνους εὔχρους εὔπλους Οἰδίπους : ἐπειδὴ οὖν τὸ χαλ - κοῦς καὶ χρυσοῦς καὶ ἀργυροῦς καὶ σιδηροῦς οὐκ εἰσὶ σύνθετα
5969957 θωμους
βελτίων ἀλλὰ καὶ χείρων γίνεται , ἐὰν δὲ θερισθεὶς εἰς θωμοὺς συντεθῇ ἁδρότερος καὶ βελτίων : ἔνιοι δὲ καὶ ῥαίνουσιν
συνεξάγει τὴν οἰκείαν ὑγρότητα καὶ ἰσχάνει : ὅταν δὲ εἰς θωμοὺς συντεθῇ συνικμάζεταί τι καὶ ἡ ἀναγομένη ἀτμὶς λεπτὴ καὶ
5969431 κο
] ! οπαδο ? [ . . . [ ] κο [ [ ] τυσ ? ! ! [ [
ἐπιφέροιτ [ ] [ ἐπιβολὰς - ] δεῖ ? ? κο [ ] παρὰ [ τούτου πύκνωσιν ] ἢ ἀραίωσιν
5966233 αυτοις
ψυχρότητος οἱασδήτινος , ἵν ' ὅπως καὶ τὰς ἐπ ' αῦτοῖς αἰτίας ἀπολαβὼν ὁ λόγος καὶ αὐτὸς εἷθ ' οὕτως
ψυχρότητος οἱασδήτινος , ἵν ' ὅπως καὶ τὰς ἐπ ' αῦτοῖς αἰτίας ἀπολαβὼν ὁ λόγος καὶ αὐτὸς εἷθ ' οὕτως
5948623 διωδευε
φυγῆς . Ἵρτιος δὲ σὺν τοῖς οἰκέταις ἐκφυγὼν τῆς πόλεως διώδευε τὴν Ἰταλίαν , ἐκλύων τε δεσμώτας καὶ συνάγων τοὺς
δεχομένων τὰ Ἄλπεια ὄρη , ὡδοποιημένα πρότερον ὑπὸ Ἀννίβου , διώδευε δύο μησίν , ὅσα τέως Ἀννίβας ἓξ διῆλθεν ,
5936786 ρχ
] λέ [ ] ο : ] ος [ ] ρχ ? [ . . . . . . [
] ] λέ [ ] ο ] ος [ ] ρχ [ . . . . . . ] χλαγ
5931429 Καυνιους
ᾗ μὴ καθ ' ἡμέραν τις πυρέττει πάντως : ἀλλὰ Καυνίους μόνον παρείληφε [ κἀκείνων ἐστὶ ] τὸ ὄνειδος ,
τὸ μὴ Καλυμνίους εἶναι τοὺς δεδωκότας ἢ τοὺς κακοβούλους τούτους Καυνίους . ὥσπερ ἐπὶ τῶν ἰδιωτικῶν , ὅσῳ τις ἂν
5928235 εγω
μα προς ? [ αυ ] τον ο μισητος εφη εγω τι [ ] ως απολεισθε [ ] εν ?
[ [ ! ! ! ! ! ! ! ] εγω ? ? [ [ ! ! ! ! !
5913779 ἀπιῃς
δέ μοι κοίλανον ὅ μευ κρύψει τὸν ἔρωτα , κἢν ἀπίῃς , τόδε μοι τρὶς ἐπάυσον : “ ὦ φίλε
ἄμεινον ἔσται . ἀλλὰ νῦν μὲν ἠδικημένος ἄπει , ἐὰν ἀπίῃς , οὐχ ὑφ ' ἡμῶν τῶν νόμων ἀλλὰ ὑπ
5911080 ἐπιτριβων
, τουτέστι περικαλύπτων τῷ γέλωτι καὶ τῇ παιδιᾷ . οἷον ἐπιτρίβων τὰ σκώμματα καίπερ πονηρὰ ὄντα . οὐδ ' εἰσῇξε
ἔσται Κρότωνος δήπου καὶ κολοκύντης , καὶ ἐρῶν παύσεται καὶ ἐπιτρίβων σοι τὴν οὐσίαν . ἐνόρχην δὲ ἀκόλαστον ὑγιαίνων τρέφοι
5908220 γεμοντας
πολλοὺς αὐτῶν μηδὲ εἰς γῆρας ἀφικνεῖσθαι , ζῆν δὲ νοσημάτων γέμοντας , ἃ μηδὲ ὀνομάσαι ῥᾴδιον , τὴν δὲ γῆν
Καιροσπάθητον ἀνθέων ὕφασμα καινὸν Ὡρῶν . Λεπτοὺς διαψαίρουσα πέπλους ἀνθέων γέμοντας . Ἀπὸ τῆς τραπέζης τουτονὶ τὸν στήμονα ἄττεσθ '
5900302 καταδικους
παρανομοῦντας παρ ' ἐλπίδας ὑπὸ τῶν ἠδικημένων ἀπάγεσθαι πρὸς τοὺς καταδίκους . καὶ τὰς συνήθεις τοῖς στρατηγοῖς καὶ συνεκδήμοις δαπάνας
χρημάτων ἀπελύθη τῆς φυλακῆς , καὶ τοὺς κατακλείσαντας ἄρχοντας εὐθύνας καταδίκους ἔλαβεν . [ . . . . ] [
5885968 Φαρμακα
ἐπὶ τοῦ λευκοῦ ἐϲτι , ταῦτα φαρμάκοιϲ πειρᾶϲθαι καταϲτέλλειν . Φάρμακα πρὸϲ πτερύγια . καταϲτέλλει δὲ ἱκανῶϲ τὰ πτερύγια τὸ
καταλιπεῖν καὶ διὰ φαρμάκων θεραπεύειν , μὴ χειρίζειν δέ . Φάρμακα δὲ ἁρμόδια καὶ τούτοις ἐστὶ τὰ προρρηθέντα ἐπὶ τῶν
5885439 ἀπεδραμεν
τῇ βασιλίδι τις ἡμᾶς διαβαλεῖ . ” καὶ ἡ μὲν ἀπέδραμεν , ἔστη δὲ ὁ εὐνοῦχος ἀχανής : οἷα γὰρ
, τότε νυκτὸς ὁρμήσας δι ' ὁδῶν ἀτριβῶν κουφοτάτοις ἵπποις ἀπέδραμεν ἐς Τριβόλαν , Ῥωμαίων αὐτὸν διώκειν ὁμοίως οὐ δυναμένων
5876079 καθοπλιζεσθαι
στήσομεν εὐθύμως τὸ μυοκτόνον ὧδε τρόπαιον . Ὣς εἰπὼν ἀνέπεισε καθοπλίζεσθαι ἅπαντας . φύλλοις μὲν μαλαχῶν κνήμας ἑὰς ἀμφεκάλυψαν ,
. θωρῆξαι , ἀφ ' ἑνὸς μέρους τοῦ σώματος , καθοπλίζεσθαι . ἴα μία : “ ἐν δὲ ἴα ψυχή
5873544 σδ
[ ! ! ] ! ! [ [ ] ! σδ [ ! ] χώρας ποντίας ? ? [ πάντες
μνῆμα ] ? λάϊνον ? [ ˘ – [ ] σδ ' ἀφιδρυ˘ [ – – [ ] αντα ?
5870535 κυλικιον
φησί , παραπλήσια Σελευκίς , Ῥοδιάς , Ἀντιγονίς . ΣΚΑΛΛΙΟΝ κυλίκιον μικρόν , ᾧ σπένδουσιν Αἰολεῖς , ὡς Φιλητᾶς φησιν
ἐν Λυδίᾳ κατέχω δεδειπνηκώς : Ἄπολλον , ὡς καλόν ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου , ἀτρέμα παρεξεστηκός
5869396 ὀλεσσε
: ἀμφὶ δὲ δειρῆς ἀψαμένη μήρινθα , βρόχῳ ἀπὸ θυμὸν ὄλεσσε . Γῆ δ ' ὑποδεξαμένη πλακὶ δάκρυα , πίδακος
ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε φέρουσα ἡδὺ μάλα πνείουσαν , ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν . πᾶσαν δ ' ἠοίην μένομεν
5866174 κνησμους
πέφυκεν ἡ κνῆσις καὶ οὕτως . πρὸς δὲ τοὺς ψωρώδεις κνησμοὺς θαλάσσῃ θερμῇ ἢ ὄξει θερμῷ λοῦε ἢ σικύου ἀγρίου
, σίτου καὶ κριθῆς φθορὰν ἐν τῇ ὀρεινῇ , καὶ κνησμοὺς καὶ λειχῆνας . ἐν παρθένῳ , βασιλέως ἀπώλειαν ,
5865403 αυτην
καὶ περὶ κάλλους τι λέγειν δοὺς μὲν οἰκίαν τοι - αύτην , προσθεὶς δὲ αὐτῇ λουτρόν , ὃ κεῖται μὲν
ῥητορικῆς οὐκ ἂν ἀγαθὸς ἦν , εἰ μὴ τοι - αύτην εἶχεν ἡ τέχνη τὴν φύσιν : εἰ δέ ποτε
5864015 κονεως
: μακροπαράληκτα δὲ διὰ τὰ βραχυπαράληκτα , φρόνις κόνις φρόνεως κόνεως : τὸ δὲ κονίς ὅταν ὀξύνηται διὰ τοῦ δος
πριαπώδης ὁ Κονίσαλος : ἐκ τοῦ μὴ ὀκνεῖν καὶ ἐπὶ κόνεως μίγνυσθαι . ὦ κυρσάνιε : ἀντὶ τοῦ εὐτελέστατε .
5863950 λελυπηκοτας
πρᾷος καὶ αὐτὸς εἶναι βουλόμενος . ὃς οὐδένα πώποτε λυπήσας λελυπηκότας ἤνεγκε , σεσωσμένος δὲ ὑφ ' ὑμῶν τὰ δίκαια
Εἰ μὲν γὰρ ἐκ τοῦ φανεροῦ καὶ βιαζόμενος ἠμύνατο τοὺς λελυπηκότας , ἄριστ ' ἂν ὁ πόλεμος συνηγωνίζετο : νῦν
5857972 ἁρμους
; χαλᾶτε κλῆιθρα , πρόσπολοι , πυλωμάτων , ἐκλύεθ ' ἁρμούς , ὡς ἴδω πικρὰν θέαν γυναικός , ἥ με
σημαίνει διὰ τὰ ὑποκείμενα τῶν ἔργων καὶ διὰ τοὺς ὑποπεπλεγμένους ἁρμούς . πλάσσειν δὲ καὶ πυξογραφεῖν καὶ τορεύειν καὶ ποιεῖν
5857714 ἁδρους
εἰ καίεται , καὶ ἵνα χώρα ᾖ ὑποτιθέναι ἑτέρους χόνδρους ἁδροὺς ἀεὶ πρὸ τοῦ τὸν πρῶτον χόνδρον παντελῶς σβεσθῆναι ἕτερον
ἑταίρας . ἣ δὲ ἦν ὑπερήφανος καὶ δεινῶς φορτικὴ καὶ ἁδροὺς ᾔτει μισθούς , καὶ λαβοῦσα πρὸς ὀλίγον ἂν ὡμίλησε
5850298 σιδης
ἐμπρίοντ ' ὀνόγυρον : αὕτως δὲ τρήχοντα ταμὼν ἄπο κλήματα σίδης , ἠὲ καὶ ἀσφοδέλοιο νέον πολυαυξέα μόσχον , στρύχνον
καταβάλλεο ] βάλε κάλυμμα ] τὸ λέπυρον τοῦ καρποῦ τῆς σίδης κάλυμμα ] τὸ σκέπας μίγδην δὲ βαλὼν ἐμπίσεο μύρτοις
5847656 κελ
[ πινακίδος ] ἀναγκ ? ? [ [ ] λομένου κελ ! [ [ ] σας ' ἕως χαλαλ ?
? [ ] πεντ ? [ ] α ? . κελ ? Γε . ΙΙη % μεΝ τοὺς ? ?
5847544 ἀπω
μέρη τῶν λόγων οἷον δύο / δύω , ἄπο / ἄπω , δεῦρο / δεύρω καὶ ὅσα εἰσὶ τελευταῖα τῶν
διότι ἐκτείνεται ὑπὸ τοῦ δασέος καὶ ἔστι κοινὴ συλλαβή . ἄπω δὲ καὶ ἄπωθεν ἀττικῶς μεγάλα γράφονται . * Πέργη
5844570 φωρας
δὲ ἔσω τοῦ σμήνους ἀποκτείνωσιν , ἐκφέρειν . τοὺς δὲ φῶρας καλουμένους κακουργεῖν , ἐὰν λάθωσιν παρεισελθόντες : εἰσέρχονται δὲ
' ὡνὴρ εὖ παρ ' Ὁμηρείην ἀγλαίην ἐπέων πισσύγγους ἢ φῶρας ἀναιδέας ἤ τινα χλούνην , φλύων ἀνθηρῇ σὺν κακοδαμονίῃ
5844456 κριους
δὲ πλευροκοπῶν δίχ ' ἀνερρήγνυ : δύο δ ' ἀργίποδας κριοὺς ἀνελών , τοῦ μὲν κεφαλὴν καὶ γλῶσσαν ἄκραν ῥιπτεῖ
πρὸς δὲ τὰ μηχανήματα ὅταν ἐγγὺς ᾖ , καὶ τοὺς κριοὺς καὶ τὰς ἐπιβάθρας πρῶτον μὲν κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον
5843459 φρουρουντας
, ἐκπολιορκήσας τὸ χωρίον τοῦτο μὲν κατέσκαψε , τοὺς δὲ φρουροῦντας ἀπολύσας τῶν ἐγκλημάτων ἔταξεν εἰς τὰς ἰδίας τάξεις .
οἳ δὴ καὶ ἐστρατεύοντο εἰ δέοι στρατεύεσθαι , τοὺς δὲ φρουροῦντας πρὸ τῆς χώρας μισθοφόρους εἶναι : νῦν δὲ τούς
5840959 θαρραλεους
ἀκολουθοῦντος τῷ τοὺς ἐπιστήμονας καὶ ἐμπείρους θαρραλέους εἶναι καὶ τοὺς θαρραλέους ἐπιστήμονας , καὶ διὰ τοῦτο τὴν ἀνδρείαν οὖσαν γνῶσιν
τοὺς μὲν ἀνδρείους θαρραλέους εἶναι , μὴ μέντοι τούς γε θαρραλέους ἀνδρείους πάντας : θάρσος μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ τέχνης
5839026 λοπαδιον
τὸ δ ' ὑπερῷον ἰσχάδων . ὀξὶς δὲ πᾶσα καὶ λοπάδιον καὶ χύτρα χαλκῆ γέγονε : τοὺς δὲ πινακίσκους τοὺς
σκευῶν ὀνόματα ἐν Ἀξιονίκου Χαλκιδικῷ , τρύβλια , χύτρα , λοπάδιον , ὀξίς , χοῦς , ἁμίς , λεκάνη ,
5833784 ειμ
ημε ? [ [ ! ] ζη ? ? [ ειμ ? ? ! [ αψ ? ? ! [
! ] ? ? [ οὐδὲν ] ἐοῦσιν ? ? ειμ ? [ ] ἀνδρῶν ? [ ] ι ?
5830869 ασ
[ ] [ ] δει [ ] [ ] ! ασ ? [ ] [ ] ! πι ? ?
. ημ [ . μο [ . τι [ . ασ ? [ . σι [ . χι [ .
5830828 λος
, ὅτι γίνονται ἀπὸ τῶν εἰς ω ῥημάτων ὀνόματα εἰς λος , οἷον φείδω φειδωλός , αἰτῶ Αἰτωλός , ἁμαρτῶ
δὲ σφυγμὸς ἦν : καὶ γλῶσσα ὑπὸ ξηρότητος ὑπότραυ - λος καὶ διψώδης μετρίως , καὶ ἄγρυπνος : ῥυφήμασι δὲ
5825918 βασα
αἶα ] γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰωὰ ] † θρηνήματα οὐδετέρως ἐστί . κατ
αἶα ] γῆ . δύσβατος ] † ἡ ἐν κακοῖς βᾶσα . ἰή ἰή ] φεῦ . τρισκάλμοισιν ] ἐν
5825868 ταλαιπωρους
σφαγὰς πεποίηκε , καὶ τοσαύτης παρανοίας καὶ μανίας ἐνέπλησε τοὺς ταλαιπώρους ἐκείνους ὥσθ ' , ἵν ' ἀλλήλων ἄρχωσι καὶ
' ἀπογράφειν , ἐδεῖτε καὶ ὑβρίζετε πολίτας ἀνθρώπους καὶ τοὺς ταλαιπώρους μετοίκους , οἷς ὑβριστικώτερον ὑμεῖς ἢ τοῖς οἰκέταις τοῖς
5819312 ἀφθονωτατην
, ἐνορμίσασθαι μὲν ἄχρηστος , τῶν ὀστρέων δὲ θήραν ἔχων ἀφθονωτάτην . ἔνιοι δὲ τοῦτον αὐτὸν τὴν λίμνην εἶναι τὴν
τὴν ἵππον καὶ τὴν τῶν ἄλλων πληθὺν ὑποζυγίων καὶ λείαν ἀφθονωτάτην προσπαραλαβών . ὃν θεασάμενος ὁ μέγας ἱερεὺς τοῦ μεγίστου
5811015 ψωμιον
ἐπὶ ἄθλησιν προτέτραπται . μᾶζα δὲ τὸ νεόμακτον καὶ νεοφύρατον ψώμιον . τηνεὶ καὶ τὸν ταῦρον : ἐκεῖ , φησίν
ἐπὶ ἄθλησιν προτέτραπται . μᾶζα δὲ τὸ νεόμακτον καὶ νεοφύρατον ψώμιον . τηνεὶ καὶ τὸν ταῦρον : ἐκεῖ , φησίν
5809766 μελα
? στρατόν ? ⌊ [ ] φιστονως [ ζεύγνυται ] μελα [ [ ] ν φράσαιελ ? ! ? [
υ ! [ ! υχ ! [ γενο ? [ μελα ? ? [ γαλο ? [ μ ? !
5805706 ἀπεπτους
λεπτύνειν καὶ διαφορεῖν δυναμένοις καὶ συμπέπτειν τοὺς ὠμοὺς χυμοὺς καὶ ἀπέπτους . τοιοῦτον δ ' ἐστὶ τὸ χαμαίμηλον : καὶ
πικρῶν θέρμων τὸ ἄλευρον . πίττα συμπέττει τοὺς σκληροὺς καὶ ἀπέπτους ὄγκους ἅπαντας ἐμβαλλομένη τοῖς καταπλάσμασι , καὶ μᾶλλον ἡ
5805495 αὐτοπημων
. αὐτοπήμων ] ἤγουν αὐτοὶ ἀφ ' ἑαυτῶν ἐβλάβησαν . αὐτοπήμων ] αὐτοβλαβής . αὐτοπήμων ] + αὐτῷ πῆμα καὶ
δέ , δαΐζων τὰς φρένας . αὐτόστονος ] αὐτοστένακτος . αὐτοπήμων ] ἀφ ' ἑαυτοῦ ἔχων τὰ κακά . αὐτοπήμων
5801664 φοινιου
τοὺς ἄνω τε καὶ κάτω φορουμένους ἱμᾶσιν , αἵματός τε φοινίου ῥοὰς τῶν μὲν πιτνόντων , τῶν δὲ θραυσθέντων δίφρων
δ ' ἀνήφθη πυρσὸς ὣς Τυρσηνικῆς σάλπιγγος ἠχή , σῆμα φοινίου μάχης , ἦιξαν δράμημα δεινὸν ἀλλήλοις ἔπι . κάπροι
5800957 αυτο
! ! ! [ ] [ ] ! τα περὶ αυτο [ ] [ ] ν ὅτι πολιορκ [ ]
οὐδὲ το [ ± ] η ὑπέμειναν [ ± ] αυτο βουλομεν [ ± ] την πεῖραν [ ± ]
5799751 βαθυγειου
μιμοῦνται τοὺς ἀνεπιστήμονας τῆς γεωργίας , σπείροντες ἀντὶ τῆς | βαθυγείου πεδιάδος ὑφάλμους ἀρούρας ἢ λιθώδη καὶ ἀπόκροτα χωρία ,
τὰς ψυχὰς ὧν ἐδύναντο πάντων ἀνάγκαις ἀτρύτοις ἐπίεσαν , τῆς βαθυγείου δὲ τὴν ἰσχὺν ὑπετέμοντο φοραῖς ταῖς ὑπὲρ δύναμιν ἀπλήστως
5797181 μιγδην
παρὰ τὸ αἴρω ἄρδην : ὡς φύρω φύρδην : μίγω μίγδην . οὕτω Φιλόξενος . Αἴγλη , ἀΐσσω , ἀΐξω
] ἐπιζητεῖ γλάγεος ] τοῦ γάλακτος πόσιν ] τὸ ποτόν μίγδην ] μεμιγμένως ῥεῖα ] εὐκόλως γλυκύν ] οἶνον γλυκύν
5795647 πεινωντας
ἁλέσι : καὶ διὰ τοῦτό φασι Πέρσαι τοὺς Ἕλληνας σιτεομένους πεινῶντας παύεσθαι , ὅτι σφι ἀπὸ δείπνου παραφορέεται οὐδὲν λόγου
παριππεῦσαι Κυπρίους ἄρτους : μαγνῆτις γὰρ λίθος ὣς ἕλκει τοὺς πεινῶντας . καρῖδα καθῆκα κάτω κἀνέσπας ' αὖθις . τοῦ
5793591 κλαιοντας
ὡς ἐπίστανται οἱ κρείττονες τοὺς ἥττονας καὶ κοινῇ καὶ ἰδίᾳ κλαίοντας καθίσαντες δούλοις χρῆσθαι : ἢ λανθάνουσί σε οἱ ἄλλων
με κατώτερον ἐν ταρτάροις , καὶ ἴδον πάντας θρηνοῦντας καὶ κλαίοντας καὶ κακὸν πένθος τοὺς ἁμαρτωλούς . ἔκλαυσα κἀγὼ ὁρῶν
5791708 Ἐλαττω
ὅπως καὶ τὰς ἐπὶ τούτοις αἰτίας προσαποδοίημεν τῷ λόγῳ . Ἐλάττω τοίνυν φέρεται διὰ ξηρότητα τροφῆς καὶ ὀλιγοποσίαν , γυμνάσιά
ἀρδείαν , τῶν ἰσχναινόντων ὥσπερ ἀφαιρουμένων αὐτοῦ τὴν ποσότητα . Ἐλάττω δ ' ἂν ὀφθείη καὶ διὰ φάρμακά τε καὶ
5789322 ζεοντας
τοὺς στρατιώτας ἀποσφάττοντας αὐτοὺς καὶ κρεουργοῦντας , ἔπειτα εἰς λέβητας ζέοντας ἐνιέντας τὰ μέλη ἀπάρχεσθαι . Τοῦτο δὲ προσέταξεν ,
ἐκέλευσεν τοὺς στρατιώτας ἀποσφάττοντας αὐτοὺς καὶ κρεουργοῦντας ἔπειτα εἰς λέβητας ζέοντας ἐνιέντας τὰ μέλη ἀπάρχεσθαι . τοῦτο δὲ προσέταξεν ,
5786748 Μητιοχος
, τὸν πολίτην κατέπιεν . Μητίοχος μὲν γὰρ στρατηγεῖ , Μητίοχος δὲ τὰς ὁδούς , Μητίοχος δ ' ἄρτους ἐποπτᾷ
! ! ! ! ! ! ! ! ! ] Μητίοχος ὑποτιμησάμενος [ ] [ ! ! ! ! !
5785618 κυνειας
τοῦ βαλανείου ἱδρώσειν ἐμβίβασον καὶ ἐξελθὼν ἀποθήσει . ἄλλο . κυνείας λευκῆς τῆς καλουμένης γενούβεως κοχλιάριον αʹ . μετ '
οἰσυπηρῶν κεκαυμένων # α , ἀριστολοχίας στρογγύλης , κισήρεως , κυνείας κόπρου , ἰοῦ ξυστοῦ , λεπίδος χαλκοῦ , μίσυος
5783472 θανοντας
ἐπὶ τῶν τόπων ὁ Ὀρόβιος καὶ βωμὸν ἐπέγραψε : τούσδε θανόντας ἔχει ξείνους τάφος , οἳ περὶ Δήλου μαρνάμενοι ψυχὰς
ὁ μέγας μαραίνει . θύρσον κισσύβιον ὄρτυκος οἴει σὺ τοὺς θανόντας , ὦ Νικήρατε , τρυφῆς ἁπάσης μεταλαβόντας ἐν βίῳ
5782744 πλυνω
συλλαβὰς , διὰ τοῦ υ ψιλοῦ γράφονται : οἷον , πλύνω : δύνω : μολύνω : κρατύνω : φαιδρύνω :
μακρῷ βαρύνεται , εἰ μὴ προκατάρχοιτο ὄνομα : δύνω θύνω πλύνω φύνω μηκύνω πλατύνω ταχύνω τραχύνω . σεσημείωται τὸ βυνῶ
5780591 ιο
ενσω ? [ [ ] ανδε [ [ ] ! ιο ? [ . . . . . . [
[ ] ιμονα ? ! ? ? ? [ ] ιο ? [ ! ! ! ! ] ? [
5776535 Κρισης
φησιν . , : οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς , ὥς φησιν Ἔφορος
οὐ πρὸς Μέταβον . οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς , ὥς φησιν Ἔφορος
5772719 ἀπολαυε
ἐρᾷς τῆς ἡμετέρας , φθόνος οὐδείς , ἀλλ ' ἐλθὼν ἀπόλαυε τῶν παιδικῶν . Τὸν ἄνθρωπον τοῦτον εὖ πάσχειν Ἀμφιλόχιος
ἐστίν . βάδιζ ' ἐπὶ δεῖπνον εἰς τὰ φειδίτια , ἀπόλαυε τοῦ ζωμοῦ , φόρει τοὺς βύστακας μὴ καταφρόνει ,
5772275 γαμηλια
, ἑκηβόλον ἔθνος ὀϊστῶν : καὶ γὰρ τοῖς πλέονές τε γαμήλια λέκτρα γυναῖκες κεκριμέναι μεθέπουσι καὶ εὐνάζονται ἅπασαι νύκτας ἀμειβόμεναι
λογίζεται . οὐδὲ παρθένον αἰτῶν οὐ σκοπῶν ἐστιν , ὅτι γαμήλια μέν τις δῶρα διδοὺς οὔπω δῆλον ποιεῖ τῷ πατρὶ
5767864 Παροπανισαδας
. Ὁ ἔννατος πίναξ τῆς Ἀσίας περιέχει Ἀρείαν , καὶ Παροπανισάδας , καὶ Δραγγιανήν , καὶ Ἀραχωσίαν , καὶ Γεδρωσίαν
Μακεδών . ἐπὶ δὲ τούτων Ἀλέξανδρος ἐστράτευσεν ἐπὶ τοὺς ὀνομαζομένους Παροπανισάδας . ἡ δὲ τούτων χώρα κεῖται μὲν ὑπ '
5761016 μαιωτας
, ὧν μνημονεύει Ἄρχιππος ἐν Ἰχθύσι διὰ τούτων : τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας . εἰσὶ δὲ πολλοὶ περὶ
καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν ἡμῖν . τοὺς μαιώτας καὶ σαπέρδας καὶ γλάνιδας ἀποδοῦναι δ ' ὅσα ἔχομεν
5758727 κευθμωνας
ἀλλ ' οἷον φωτός τε εὖ ἔχειν καί τινας ὑποδεικνύναι κευθμῶνας , πρὸς κολωνόν τινα ὑψηλὸν σκοπὸν ἀναβιβάζουσιν ἐπιστήμονα :
ἀνημέρους . ἐγὼ γὰρ ὑμῖν πανδίκως ὑπίσχομαι ἕδρας τε καὶ κευθμῶνας ἐνδίκου χθονὸς λιπαροθρόνοισιν ἡμένας ἐπ ' ἐσχάραις ἕξειν ,
5756215 ανα
απ . . . . . . . . . ανα ? . . . . . . . .
δ ομη [ ρος στιχους [ δαιτυμονες ] [ δ ανα δωματ ακουαζωνται ] [ ] θωσι [ τραπεζαι σιτου
5755950 ομ
τὸ δεύτερον ἑαυτοῦ πρόσωπον πρὸ τῆς αι διφθόγγου δεχόμενος τὸ ομ μετ ' ὀλίγον μέλλοντα ποιεῖ , τέτυμμαι τέτυψαι τετύψομαι
[ ? ] δετοις ? ? ] λτ [ ] ομ [ ] οι φανερο [ ] [ ! εἶναι
5752561 ἀπολαβε
ὁ πεπαιδευμένος καὶ αἰδήμων λέγει : δὸς ὃ θέλεις : ἀπόλαβε ὃ θέλεις . λέγει δὲ τοῦτο οὐ καταθρασυνόμενος ,
. ἀνίστασο δέ , φιλτάτη , καὶ ἄπιθι χαίρουσα : ἀπόλαβε καὶ σὺ τὸν ἄνδρα τὸν σεαυτῆς : ζῇ γὰρ
5752308 κηπουροι
; Πῶς δ ' οὔ ; Ἐπίστανται δ ' οἱ κηπουροί . Ναί . Τίνων δὲ τὰ περὶ ὄψου σκευασίας
πρὸς δὲ τούτοις ἔτι γεωργοί , φυτουργοί , ἀμπελουργοί , κηπουροί κηπεῖς , ἀλσοκόμοι , ἐλαιοκόμοι , θριασταί , συκωροί
5748561 αἰγιαλους
πετρῶν , καθάπερ ναῦς τὰ σχοινία ἀναψαμένη ἐν ταῖς πρὸς αἰγιαλοὺς πέτραις . θύει : ὁρμᾷ . Ἀντέχεται : ἀντιλαμβάνεται
τοῦ αἰγιαλοῦ ἵδρυται . ἄκτιον : τὸν περὶ τοὺς πετρώδεις αἰγιαλοὺς διάγοντα . τὰν βαίταν : τὰ ἐκ κωδίων συνερραμμένα
5744693 παιωνιας
τὸ ἀφέψημα αὐτῶν ἢ κοραλίου δραχ . β . ἢ παιωνίας κόκκους ιε ἐρυθρούς . Θαυμαστῶς δὲ ποιεῖ καὶ σπόγγος
ἄδηλον διαπνοὴν προτρέπειν . ἔστι δὲ ἡ σύνθεσις αὕτη : παιωνίας ῥίζης προσφάτου ⋖ αʹ , κρόκου κιλικίου ⋖ δʹ
5742376 στρομβους
τὰ ὄστρεα καὶ ἄλλ ' ἄττα παρόμοια , κόχλους καὶ στρόμβους καὶ ἀφύας καὶ ὄστρακα , γόνον αὐτοφυῆ καὶ ἀμήτορα
: κυρτίδας ἔκ τινων πυκνῶν σχοινίων ὥσπερ καλαθίσκους ὑφήναντες , στρόμβους τε ἐν αὐταῖς βαλόντες κατὰ τῆς θαλάττης ῥιπτοῦσιν :
5742279 πεπεδημενους
ὡς ἀληθέσι προσίπτανται θεαμάτων δ ' ἥδιστον στρουθοὺς ὁρᾶν ἰξῷ πεπεδημένους καὶ καταπίπτοντας . Καὶ μὴν κἀκεῖνό ἐστι χαριέστατον ,
, δοῦλος Μιθριδάτου , στρατηγοῦ Καρίας , ἐκέλευσε σκάπτειν ὄντας πεπεδημένους . ἐπεὶ δὲ τὸν δεσμοφύλακα τῶν δεσμωτῶν ἀπέκτεινάν τινες

Back