ὑπὲρ δύο συλλαβάς , ὀξύνεται , εἰλαπιναστής , λιθαστής , θεριστής : τὰ δὲ διὰ μόνου τοῦ της ἐκφερόμενα μετὰ | ||
ὅμοιος . Χειῆς : μένοντα ἔξω φωλεοῦ . ἀμαλητόμος : θεριστής . Δαμασάμενος : σφαζόμενος . Ἐκ ληΐοιο : κείρεσθαι |
ἔγημε Γλαύκην τὴν θυγατέρα Κρέοντος τοῦ βασιλέως τῶν Κορινθίων . λάληθρον τὴν Ἀργὼ λέγει ὅτι ἡ τρόπις αὐτῆς ἐκ τῆς | ||
κεραΐδα , τὴν γνωτοφόντιν καὶ τέκνων ἀλάστορα , εἰς τὴν λάληθρον κίσσαν ἡρματίξατο , φθογγὴν ἑδώλων Χαονιτικῶν ἄπο βροτησίαν ἱεῖσαν |
καὶ ἄγκυρα ἱερά , ᾗ χωρὶς ἀνάγκης οὐ χρῶνται . ἀποβάθρα καὶ διαβάθρα , ἣν σκάλαν καλοῦσιν . οἱ δὲ | ||
οὗ καὶ φενάκη . . . . , . : ἀποβάθρα : ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις , δι ' ἧς |
, εἰ νόμους ἔγραψεν αὐτοῖς ἐναγωνίους ἐξ Ἰωνίας ἥκων τῆς ἁβρᾶς . κατὰ δὲ τὴν τρίτην καὶ τριακοστὴν Ὀλυμπιάδα παγκράτιον | ||
σχεῖν τὴν προσηγορίαν λέγων : χλιδῶν τε πλόκαμος ὥστε παρθένου ἁβρᾶς : ὅθεν καλεῖν Κουρῆτα λοιπὸν ᾔνεσαν . Ἀγάθων δὲ |
μάχης ] τῆς ναυμαχίας . ἀμηχανεῖν ] τοὺς Πέρσας . θώμιγγος ] θῶμιγξ κέκληται τὸ λεπτὸν σχοινίον . κακῶν ὁρῶν | ||
λίθοις ἐβάλλοντο καὶ συνετρίβοντο λιθολευστούμενοι , ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας |
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . . | ||
, Ὄρνις τ ' Αἰητός τε , τά τε πτερόεντος Ὀϊστοῦ τείρεα , καὶ νοτίοιο Θυτηρίου ἱερὸς ἕδρη . Ἵππος |
: ἀλληγορεῖ ἀπὸ τῶν τόξων μεταφέρων ἐπὶ τὰ ποιήματα : φαρέτρα μὲν γὰρ ἡ διάνοια , βέλη δὲ οἱ λόγοι | ||
διφθέραι καὶ μάχαιραι καὶ σκῆπτρα καὶ δόρατα καὶ τόξα καὶ φαρέτρα καὶ κηρύκεια καὶ ῥόπαλα καὶ λεοντῆ καὶ παντευχία μέρη |
ἐκ διφθέρας : ἐν πέντε σισύραις ἐγκεκορδυλημένος Ἀριστοφάνης λέγει . σπολὰς δὲ θώραξ ἐκ δέρματος , κατὰ τοὺς ὤμους ἐφαπτόμενος | ||
ὃς ὑφαντοδόνητον ἔσθος οὐ πέπαται . Ἀκλεὴς δ ' ἔβα σπολὰς ἄνευ χιτῶνος . Ξύνες ὅ τοι λέγω . Ξυνίημ |
, καὶ κοινὴν ἔσχον τὴν βασιλείαν . Μήστορος δὲ θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ Ποσειδῶνος Πτερέλαος : Πτερελάου παῖδες Τηλεβόας | ||
. φασὶ γάρ : Μήστορος καὶ Λυσιδίκης τῆς Πέλοπος θυγάτηρ Ἱπποθόη , ἧς καὶ Ποσειδῶνος Τάφιος , ὃς τῆλε βὰς |
πόλεως . θ πάνοπλος ] πάντη πεφραγμένος τοῖς ὅπλοις . πάνοπλος ] πάντως πεφραγμένος . πάνοπλος ] γρ . πανώλεθρος | ||
πάντη πεφραγμένος τοῖς ὅπλοις . πάνοπλος ] πάντως πεφραγμένος . πάνοπλος ] γρ . πανώλεθρος στρατός , ὃς ὀλοθρευθείη . |
κλῶνας ἀφαιρεῖν χρή , καὶ ἀραιότητος προνοεῖν : καὶ τοὺς καμπύλους δὲ περικόπτειν , μάλιστα δὲ τοὺς ὑπερμήκεις , καὶ | ||
ἑξῆς οὕτως : ἐν αἷσι πόλεσι πρὸς τὰ κύματα τοὺς καμπύλους τῆς νεὼς ὀδόντας καὶ τῆς πλημμυρίδος ἕκτορας σχάσας τοὺς |
. Καρδιαλγικὰ καὶ μετὰ στρόφου , κοιλίης θηρία καταῤῥήγνυται . Καρδίης ἄλγημα , πρεσβυτέρῳ πυκνὰ ἐπιφοιτέον , θάνατον ἐξαπίναιον σημαίνει | ||
. ταῦτ ' οὖν ἐπιστάμενος ὁ Νάρις ἐκτήσατο ἐκ τῆς Καρδίης αὐλητρίδα , καὶ ἀφικομένη ἡ αὐλητρὶς εἰς τοὺς Βισάλτας |
ὁ κοχλίας τοῦ κοχλίου καὶ τοῦ κοχλία δωρικῶς , ὁ Παπίας τοῦ Παπίου καὶ τοῦ Παπία δωρικῶς , ὁ Αἰνείας | ||
, οἱ δ ' ἕτεροι τὸ κατάστρωμα ἀναρρήξαντες ἐξενήχοντο . Παπίας δὲ ἐς τὴν παρορμοῦσαν ἀναληφθεὶς αὖθις ἐπῄει τοῖς πολεμίοις |
δὲ καὶ ὁ ἁγνὸς καλούμενος ἢ καὶ καλλιώνυμος βαρεῖς . βῶξ δὲ ἑφθὸς εὔπεπτος , εὐανάδοτος , ὑγρὸν ἀνιείς , | ||
λέγεται θηλυκῶς . τῷ βωκί , τὸν βῶκα , ὦ βῶξ . Δυϊκά . Τὼ βῶκε , τοῖν βωκοῖν , |
οὐγγίας β , περιστερᾶς κόπρου προσφάτου λειοτάτης οὐγγίας γ , ἀξουγγίου παλαιοῦ ὑλισμένου οὐγγίας γ , πίσσης ξηρᾶς λίτραν α | ||
. ἀναλάμβανε γλυκεῖ . Κηροῦ , ταυρείου , φρυκτῆς , ἀξουγγίου ἴσα . Ὁ Ἀζανίτης . Κηροῦ , πιτυΐνης , |
ἁνύειν : δασύνουσιν οἱ Ἀττικοί . καὶ δῆλον ἐκ τῆς συναλοιφῆς . καθήνυσαν γάρ . ἀσύφηλος ὕβρις : ἡ μετὰ | ||
λέγοντες ὡς χρυσῆν . πῶς ἔδοξεν ὁ Ἡγέλοχος ἐκ τῆς συναλοιφῆς γαλῆν εἰπεῖν ; τὸ μὲν γὰρ περισπωμένως προενέγκασθαι οὐ |
' αὐδῶσαν θεὸς ὁμευνέτας ἆγες ἀναιδείαι Κύπριδι χάριν πράσσων . τίκτω δ ' ἁ δύστανός σοι κοῦρον , τὸν φρίκαι | ||
ἐξ Ἀχιλλέως θανόντ ' ἐσεῖδον , παῖδά θ ' ὃν τίκτω πόσει ῥιφθέντα πύργων Ἀστυάνακτ ' ἀπ ' ὀρθίων , |
ὀνομάτων καὶ διὰ τοῦ Β κλινόμενα , οἷον τὸ Ἄραψ Ἄραβος καὶ τὸ λίψ , ὁ ἄνεμος , λιβός , | ||
βατος . τὸ ἐθνικὸν Αἰγιλίπιος , ὡς Κίνυφος Κινύφιος , Ἄραβος Ἀράβιος , Φρυγός Φρύγιος , καὶ τῶν ὁμοίων . |
, τὰ γεννητικὰ τῆς ψυχῆς ἐκτετμημένος , μετανάστης μὲν τῆς ἀνδρωνίτιδος , φυγὰς δὲ καὶ τῆς γυναικωνίτιδος , οὔτ ' | ||
“ ποῖ καὶ πόθεν ; ” , “ ἐκ τῆς ἀνδρωνίτιδος , ” εἶπεν , “ εἰς τὴν γυναικωνῖτιν . |
τετάρτη ἀπὸ τῆϲ ἕκτηϲ τῶν βαρυτόνων , ὡϲ ἀπὸ τοῦ πηγνύω γέγονε πήγνυμι . Μετοχή ἐϲτι λέξιϲ μετέχουϲα τῆϲ τῶν | ||
τοῦ σορὸς ὁ τάφος καὶ τοῦ πηγνύω : τὸ δὲ πηγνύω ἀντὶ τοῦ κατασκευάζω . σοροπηγοῖς οὖν , φησίν , |
αὖθις ? ? [ * ἐκαλεῖτο ] δὲ Πολτυμβρία ἀπὸ Πόλτυος τοῦ [ ] βασιλέως [ ] ? [ ] | ||
ἠιόνος τῆς Αἰνίας Σαρπηδόνα , Ποσειδῶνος μὲν υἱὸν ἀδελφὸν δὲ Πόλτυος , ὑβριστὴν ὄντα τοξεύσας ἀπέκτεινε . καὶ παραγενόμενος εἰς |
διὰ τοῦ κ κλίνονται , οἷον πτώξ πτωκός καὶ βῶξ βωκός : πρόσκειται ἐν τῷ κανόνι ἁπλᾶ διὰ τὰ σύνθετα | ||
δοίδυκας , ὦ δοίδυκες . Ἑνικά . Ὁ βῶξ τοῦ βωκός : τὰ εἰς ωξ ἁπλᾶ διὰ τοῦ κ κλίνεται |
δὲ κατθανόντος ἐς ς ' ἀφίκετο ; ναί : κἀπὶ καρπῶι γ ' αὔτ ' ἐγὼ χερὸς φέρω . πῶς | ||
: ἀντὶ μεθήσω . μετοχὴ ἀντὶ ῥήματος , ὡς τὸ καρπῶι βριθομένη ἀντὶ τοῦ βρίθεται . σταλαγμὸν δὲ τὴν κατὰ |
λαβών : ὁ δὲ Λάμων προκαλεσάμενος ἔξω τῆς αὐλῆς τὴν Μυρτάλην οἰχόμεθα εἶπεν ὦ γύναι : ἥκει καιρὸς ἐκκαλύπτειν τὰ | ||
, συμπότας ἔχων ἐπὶ κλίνης ἰδίας τὸν Λάμωνα καὶ τὴν Μυρτάλην . Πάλιν οὖν ταῖς ἑξῆς ἡμέραις ἐθύετο ἱερεῖα καὶ |
αὐτὸν Ἰθαιμένης τέ τις κομίζων ἐσθῆτα καὶ Ἐχοίαξ διὰ τῆς ἀποβάθρας κατιών ἐστιν , ὑδρίαν ἔχων χαλκῆν . καταλύουσι δὲ | ||
ἄλλοι μὲν ἀνέσπων τὰ πρυμνήσια , ἄλλοι δὲ ἀνεῖλκον τὰς ἀποβάθρας , ἄλλοι δὲ ἀγκύρας ἀνιμῶντο : πάντων δὲ βοὴ |
ἐπὶ ἄθλησιν προτέτραπται . μᾶζα δὲ τὸ νεόμακτον καὶ νεοφύρατον ψώμιον . τηνεὶ καὶ τὸν ταῦρον : ἐκεῖ , φησίν | ||
ἐπὶ ἄθλησιν προτέτραπται . μᾶζα δὲ τὸ νεόμακτον καὶ νεοφύρατον ψώμιον . τηνεὶ καὶ τὸν ταῦρον : ἐκεῖ , φησίν |
⌈ σίσυρναν [ σισύρναν Γ ] . Γ προσέσθαι : ἐφελκύσασθαι . νενουθέτηκεν αὑτὸν : ὁ χορὸς ἀναδέχεται τὸ πρόσωπον | ||
στῆσαι ῥεῦμα , ἐπισχεῖν , προκαλέσασθαι ἐκκαλέσασθαι , ἐπισπάσασθαι , ἐφελκύσασθαι . τὸ δὲ κενῶσαι διὰ καθάρσεως καὶ ἐξινῶσαι λέγουσιν |
εὑρόντες τινά ἐγὼ δὲ χερσὶν ἄγραν βρίακχον οἷος γὰρ ἡμῶν δημόκοινος οἴχεται × – τὸ δ ' ἔγχος ἐν ποσὶν | ||
αἵρεσις , διασκώπτων τῶν φιλοσόφων τὰ δεῖπνά φησι : καὶ δημόκοινος ἐπεχόρευσε δαψιλὴς θέρμος , πενήτων καὶ τρικλίνου συμπότης . |
παῖδας τὰς σάρκας αὐτῶν ἐσιτοῦντο . βουλόμενος δὲ ἀπὸ τῆς Ἰκαρίας εἰς Νάξον διακομισθῆναι , Τυρρηνῶν λῃστρικὴν ἐμισθώσατο τριήρη . | ||
οὖν καὶ ἄκρα τις Ἄμπελος βλέπουσά πως πρὸς τὸ τῆς Ἰκαρίας Δρέπανον , ἀλλὰ καὶ τὸ ὄρος ἅπαν ὃ ποιεῖ |
Λυρνήσσιος , καὶ θηλυκὸν Τελμησσιάς , ὡς τοῦ Ἑλικώνιος τὸ Ἑλικωνιάς . ἔστι καὶ ἄκρα Λυκίας οὕτω λεγομένη Τελμησσιάς , | ||
καὶ Κασσώπιος καὶ Κασσωπία . ἀπὸ τοῦ Κασσώπιος Κασσωπιάς ὡς Ἑλικωνιάς . Ἡρόδωρος δὲ Κασσωποὺς αὐτούς φησιν , ἴσως κακῶς |
, καὶ προέκειτο τὸ ἀργύριον . ἡ δὲ προεστῶσα τοῦ καπηλείου τὸ κέρδος ὁρῶσα , πρὸς τὴν ὑπηρεσίαν παρεσκευάζετο , | ||
λουτρὸν αὖ τὸ δεύτερον . βλέφαρα κέκλῃταί γ ' ὡς καπηλείου θύραι . ἥλῳ τὸν ἧλον , παττάλῳ τὸν πάτταλον |
ὀξύνεται , ὥσπερ ὁ ἡδύς , κλίνεται δὲ διὰ τοῦ υος βότρυς βότρυος : κοινῷ γὰρ λόγῳ τὰ εἰς υς | ||
. Κανόνες . . , , : τὰ διὰ τοῦ υος καθαροῦ ὑπὲρ δύο συλλαβὰς κύρια προπαροξύτονα διὰ τοῦ υ |
κύβον . ὥστε ἐκ τούτων τῶν ἀριθμῶν καὶ ταύτης τῆς τετρακτύος ἀπὸ σημείου καὶ στιγμῆς εἰς στερεὸν ἡ αὔξησις γίνεται | ||
καὶ κακοῦ . ἔτι γέγονεν ἐκ τῶν πρώτων ἀριθμῶν τῆς τετρακτύος συντεθέντων , αʹ βʹ γʹ δʹ , καὶ ὁ |
ᾧ τοὺς ἄρτους ἔπλαττον . ἐκ δὲ τῶν ἀρτοποιικῶν ὄνος ἀλέτων , καὶ μύλη καὶ μύλη σιτοποιὸς καὶ μυλήκορον , | ||
ἱμαλὶς δὲ παρὰ Δωριεῦσιν ὁ νόστος καὶ τὰ ἐπίμετρα τῶν ἀλέτων . ἡ δὲ τῶν ἱστουργούντων ᾠδὴ αἴλινος , ὥς |
Ὀρθωσίας μέχρι Πηλουσίου παραλία Φοινίκη καλεῖται , στενή τις καὶ ἁλιτενής : ἡ δ ' ὑπὲρ ταύτης μεσόγαια μέχρι τῶν | ||
Ῥοίτειον πόλις ἐπὶ λόφῳ κειμένη καὶ τῷ Ῥοιτείῳ συνεχὴς ᾐὼν ἁλιτενής , ἐφ ' ᾗ μνῆμα καὶ ἱερὸν Αἴαντος καὶ |
φησιν . , : οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς , ὥς φησιν Ἔφορος | ||
οὐ πρὸς Μέταβον . οἰκιστὴς δὲ τοῦ Μεταποντίου Δαύλιος ὁ Κρίσης τύραννος γεγένηται τῆς περὶ Δελφούς , ὥς φησιν Ἔφορος |
τὰ κύματα τοὺς καμπύλους τῆς νεὼς ὀδόντας καὶ τῆς πλημμυρίδος ἕκτορας σχάσας τοὺς ὀδόντας τῆς νεὼς ἤτοι τὰ σίδηρα καὶ | ||
, ἐν αἷσι πρὸς κύνουρα καμπύλους σχάσας πεύκης ὀδόντας , ἕκτορας πλημμυρίδος , σκαρθμῶν ἰαύσεις εἰναφώσσωνα στόλον . καὶ τὴν |
πόλις Σικελίας . Φίλιστος ὀγδόῳ . τὸ ἐθνικὸν Ταυακῖνος ὡς Ἐρυκῖνος . Ταΰγετον , ὄρος τῆς Λακωνικῆς . Ὅμηρος „ | ||
Ἀρκεσίνην Μινώην † Ὑγιάλην . λέγεται δὲ Ἀμοργῖνος , ὡς Ἐρυκῖνος . λέγεται καὶ Ἀμόργιος : οὕτως Χάραξ . τὸ |
δ ' ἰὸν ἕηκεν , δεινὴ δὲ κλαγγὴ γένετ ' ἀργυρέοιο βιοῖο ; εἰ γὰρ οὖν δι ' ὀργὴν ἐτόξευεν | ||
δ ' ἀμφίπολος προχόῳ ἐπέχευε φέρουσα καλῇ χρυσείῃ , ὑπὲρ ἀργυρέοιο λέβητος , νίψασθαι : παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν |
ἔχει . καὶ γὰρ λῃστὴς ἤδη λῃστὴν ἀπέκτεινεν ὑπὲρ σκύλων ὠργισμένος καὶ τύραννον καθεῖλέ τις μοναρχεῖν ἐθέλων . τοιοῦτόν τι | ||
τί γὰρ οὐκ ἂν ἔδρασε τύραννος ἀσελγής , ἐρωτικός , ὠργισμένος πόλιν δημοκρατίᾳ χρωμένην , γείτονος δυναστείαν ὑπεριδοῦσαν ; ἐπεὶ |
μάγειροι μετὰ τὸ ἀποσφάξαι τὰ θρέμματα εἰώθασι κρεμᾶν αὐτὰ ἐκ πασσάλων καὶ οὕτως ἐκδέρειν . συνάγειν δὲ εἴωθε τὰ θρέμματα | ||
ἢ τοῦ κρεμαστά . ἐν γὰρ ταῖς εἰσόδοις ἐκρέμαντο : πασσάλων καθαρπάσας : καὶ ἐκ τῶν πασσάλων τῶν τῆς παραστάδος |
: τρύξ : πτύξ : λύγξ : λύξ . Ἐς ωξ μονοσύλλαβον διὰ τοῦ ω μεγάλου γραφόμενα ὀλίγα ἐστὶν , | ||
: φλόξ : ζόρξ : δόρξ : ὥσπερ καὶ εἰς ωξ μέγα : τὸ βώξ : πτώξ : καὶ ῥώξ |
τῆς χειρὸς ἐπαινοῦντες ταὐτὰ ἔλεγον , μόνον ὅτι τὸ τῆς τοξικῆς οὐ παρέφερον . οὕτως μὲν οὖν κατεσκεύαζον : ἀνατρέπει | ||
ὑπὸ σφυρῶν . τοξουλκῷ λήματι πιστούς ] ἀντὶ τοῦ ἐμπείρους τοξικῆς . τὸ μαχαιροφόρον ] κοινῶς ἁπάντων Περσῶν . ὑποπομπαῖς |
, Θάρυψ Θάρυβος , Σκίραψ Σκίραφος , κατῆλιψ κατήλιφος , χέρνιψ χέρνιβος : τὸ νίφα λευκήν . . . Τέλος | ||
. “ εἴη δ ' ἂν ἀπ ' ὀρθῆς τῆς χέρνιψ γενικὴ πληθυντικὴ χερνίβων : τῆς γὰρ χέρνιβος μέμνηνται καὶ |
: ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ | ||
, ἀπὸ τῆς τοξικῆς τε θώμιγγος ἰοὶ καὶ βέλη προσπίπτοντες ὤλλυσαν καὶ ἔφθειραν τοὺς Πέρσας . θῶμιγξ δέ ἐστιν ὁ |
ὅτι σφόδρα εἰσὶ πεζόμαχοι καὶ πολεμικοί οἱ πῖλοι : οἱ πῖλοί εἰσι τὰ ἐξ ἐρίου πηκτὰ ἐνδύματα , ὥσπερ θωράκιά | ||
ὅτι σφόδρα εἰσὶ πεζόμαχοι καὶ πολεμικοί οἱ πῖλοι : οἱ πῖλοί εἰσι τὰ ἐξ ἐρίου πηκτὰ ἐνδύματα , ὥσπερ θωράκιά |
τὸ Μενάνδρειον μαρτύριον : ἀλλὰ καὶ Ἀλκμάν πού φησι : ἄυσαν δ ' ἄπρακτα νεάνιδες ὥστ ' ὄρνις ἱέρακος ὑπερπταμένω | ||
Ἀχιλῆα δαΐφρονα : τοὶ δ ' ἐσιδόντες ἀθάνατοι μέγ ' ἄυσαν , ἄφαρ δ ' ἕλε τοὺς μὲν ἀνίη λευγαλέη |
χρυσοῦν ἔφερεν ἀμφὶ τῇ δέρῃ . , . . Στραγγαλωτὴ μάστιξ ὁ δὲ ἐκέλευσεν αὐτὸν μαστιγοῦσθαι τῇ μάστιγι τῇ στραγγαλωτῇ | ||
, δυνάμενος τρύχειν καὶ δαμάζειν . μάσθλης ] πολυγνώμων , μάστιξ , μεμαλαγμένος ⌈ , ἔμπειρος εἰς ἀντιλογίαν , εὐμετάβολος |
: τὸ γοῦν μεθέηκεν Ἰακὸν καὶ παλαιόν . μελάγχρως καὶ μελαγχρής : ἀμφότερα Ἀττικά , μᾶλλον δὲ διὰ τοῦ η | ||
ἐφετίνδα ἡμίλουτοι θεόθυτα θηλάστριαν ἰωνόκυσος καλαμώμενον κύαθος λαυροστάται λεπάσται μάσμα μελαγχρής μεσόκοπον μετεκβολή μηνυτήν μικρολογήσομαι μίξοφρυν μναρόν οἰνωμένοι ὅμαιμος παναγάθη |
, Ἑλένης εἴδωλον ἔσχον . Τορώνη πόλις Θρᾴκης , ἀπὸ Τορώνης τῆς Πρωτέως γυναικὸς καὶ θυγατρὸς Ποσειδῶνος καὶ Φοινίκης . | ||
ὠλέναισι δέμνια . ὁ γάρ σε συλλέκτροιο Φλεγραίας πόσις στυγνὸς Τορώνης , ᾧ γέλως ἀπέχθεται καὶ δάκρυ , νῆις δ |
υἱὸς ἐσφαίριζε . πεσούσης οὖν εἰς φρέαρ τῆς σφαίρας , παρακύψας καὶ ἰδὼν τὴν ἑαυτοῦ σκιὰν ᾔτει τὴν σφαῖραν . | ||
ἐνθένδε ἀποκρεμάσας προσεποιεῖτο τὸν νεκρόν . τῶν δὲ μυῶν τις παρακύψας ὡς ἐθεάσατο αὐτόν , εἶπεν : „ ἀλλ ' |
Ἄργος τ ' εἶχον Τίρυνθά τε τειχιόεσσαν „ . ἀπὸ Τίρυνθος τῆς Ἄλω θυγατρός , ἥ τις Ἀμφιτρύωνος ἦν ἀδελφή | ||
ἐς Ἀνήριστον τὸν Σπερθίεω , ὃς εἷλε Ἁλιέας τοὺς ἐκ Τίρυνθος ὁλκάδι καταπλώσας πλήρεϊ ἀνδρῶν , δῆλον ὦν μοι ὅτι |
καὶ κυρβασίαν καὶ κίδαριν καὶ πῖλον καλοῦσιν . ὁ δὲ κάνδυς ὁ μὲν βασίλειος ἁλιπόρφυρος , ὁ δὲ τῶν ἄλλων | ||
γίνεται ἄνθρωπος ἀνθρώπου . τιάρα δὲ οὐ ποιεῖ βελτίω οὐδὲ κάνδυς οὐδὲ μανδύας οὐδὲ ἀκινάκης χρυσοῦς οὐδὲ στρεπτοί τε καὶ |
τὸν ἡδονῆς μελωιδὸν εὐάζων χορόν . πηκτὶς δὲ Μούσηι γαυριῶσα βαρβάρωι δίχορδος εἰς σὴν χεῖρα πῶς κατεστάθη ; ἐδέξατ ' | ||
' , ἀνθηρὸς μὲν εἱμάτων στολῆι χρυσῶι τε λαμπρός , βαρβάρωι χλιδήματι , ἐρῶν ἐρῶσαν ὤιχετ ' ἐξαναρπάσας Ἑλένην πρὸς |
δὲ Μεθυμναίων σκύθος . ἐκαλεῖτο δὲ καὶ Δερκυλλίδας ὁ Λακεδαιμόνιος σκύθος . Ἔφορος : Λακεδαιμόνιοι Δερκυλλίδαν ἔπεμψαν εἰς τοὺς ἐν | ||
τε τοῖς ἐνάμελγεν . εἰ μή που σκύφος εἴη οἷον σκύθος τις διὰ τὸ τοὺς Σκύθας περαιτέρω τοῦ δέοντος μεθύσκεσθαι |
δὲ κημὸς καὶ ὁ τοῖς ἵπποις περιτιθέμενος ἤγουν ὁ καλούμενος φιμός . πλέγμα δέ τί ἐστιν ἐκ σχοινίων ὅμοιον ἠθμῷ | ||
τρημάτων δίοπος , ὡς μηδὲν αὐτῶν διαμαρτάνον ἐξυβρίζεινἑρμηνεύεται γὰρ στόματος φιμός , λαβὼν τὸν σειρομάστην , τουτέστι μαστεύσας καὶ ἀναζητήσας |
κλίνονται , οἷον Ἄραψ Ἄραβος , Πέλοψ Πέλοπος , Κίνυψ Κίνυφος . Ἐν ταὐτῷ δὲ ζητοῦμεν , διατί τὰ εἰς | ||
καὶ ἀπρόσ - βατος . τὸ ἐθνικὸν Αἰγιλίπιος , ὡς Κίνυφος Κινύφιος , Ἄραβος Ἀράβιος , Φρυγός Φρύγιος , καὶ |
τῶν τεσσάρων ἀμεταβόλων , λ μ ν ρ , οἷον πάλλω νέμω κρίνω σπείρω : ἡ δὲ ἕκτη διὰ καθαροῦ | ||
αἰόλος καὶ ἐν συνθέσει μετὰ τῆς κόρυθος κορυθαίολος , ὡς πάλλω πάλος καὶ σακέσπαλος . . . . . κοχλιάριον |
' ἐξ Ἀπατουρίων ταῖς μαστροποῖς διδοῦσαι ἔπειτα τὴν γαλῆν φαμεν Τάλαιν ' ἐγώ : φλυαρεῖς . Οὐδ ' ὡς ἑτέρα | ||
τουτογί , εἰ μὴ διατριπτικόν γε κοὐκ ὄζον γάμων . Τάλαιν ' ἐγώ , τὸ Ῥόδιον ἤνεγκον μύρον . Ἀγαθόν |
Βύνη : ἡ Λευκοθέα , ἡ Ἰνώ , οἷον : Βύνης καταλέκτριαι αὐδηέσσης . εἴρηται παρὰ τὸ εἰς βυθὸν δύνειν | ||
. τὸ δὲ σχῆμά ἐστιν ἐφερμηνευτικόν . τὸ ἑξῆς : Βύνης δὲ καὶ τῆς Ἰνοῦς τῆς καὶ Λευκοθέας σαώσει ἄμπυξ |
ὁ κεράστης πλάγιος καὶ ἐπίπλευρος ἕρπει . ὅτι πλοῖον ἡ τράμπις καὶ ὁ Λυκόφρων φησί τράμπις ς ' ὀχήσει καὶ | ||
δὲ ἀπὸ φωνήεντος , ὀξύνεται . βαρύνεται δὲ ταῦτα : τράμπις σάλπις πόλις κάλπις θέσπις πόρπις . ὀξύνεται δὲ ταῦτα |
. ἔγωγε . πρῶτον μέν γ ' ἔχω τὰς μασχάλας λόχμης δασυτέρας , καθάπερ ἦν ξυγκείμενον . ἔπειθ ' ὁπόθ | ||
καὶ ἀλώπηξ . καί που καὶ σῦν ἐγείρουσιν ἐκ τῆς λόχμης αἱ αὐταὶ τῇ ὑλακῇ , καὶ λέοντα ἐπιστρέφουσι , |
δῶμα δῶ , κρίμνον κρῖ , κυκεῶνα κυκεῶ , κίνδυνος κίνδυν . τὸ δὲ παρ ' Ἡσιόδῳ Ναίει χρύσεα δῶ | ||
ὁ Φόρκυς τοῦ Φόρκυος , ὥσπερ βότρυς βότρυος βότρυν : κίνδυν κίνδυνος : οὕτως δὲ ἔφη Σαπφὼ τὸν κίνδυνον : |
ταύρωι ἢ ἀνδρί , ὡς δάμαλις , ὡς μόσχος . αὐδᾶι ] φωνῆι . εὔποτον ] πολλὰς θυσίας ποιοῦντα ἢ | ||
πρὸς γένειον χεῖρα καὶ δέρην βαλὼν Ὦ φίλτατ ' , αὐδᾶι , μή μ ' ἀποκτείνηις , πάτερ : σός |
ἄνωθεν τῶν πετρῶν καὶ τῆς τοῦ κύματος κλάσεως ἐκινοῦντο . ἀγῆς : γράφεται αὐγῆς . ἠρήρειντο : ἐπλησίαζον , ἥδραζον | ||
γούνασι πέζας , ὑψοῦ ἐπ ' αὐτάων σπιλάδων καὶ κύματος ἀγῆς ῥώοντ ' ἔνθα καὶ ἔνθα διασταδὸν ἀλλήλῃσιν . τὴν |
καλὸς ὢν καλὸς φαίνῃ . ἀμόρφου σου ὄντος ἐρᾷ ἡ Γαλάτεια . τῷ δ ' ἔπι Δαμοίτας : ὁ Δαμοίτας | ||
τε καὶ Ἀμφινόμη καὶ Καλλιάνειρα Δωρὶς καὶ Πανόπη καὶ ἀγακλειτὴ Γαλάτεια Νημερτής τε καὶ Ἀψευδὴς καὶ Καλλιάνασσα : ἔνθα δ |
. γίνεται δὲ καὶ κατὰ τὴν σύντονον ἀναπνοὴν ἐκ τῆς φωνασκίας κατασκευαζομένην , ἀνευρυνομένων τῶν ἀγγείων , ἀπανάλωσις πολλὴ τῶν | ||
οἱ πολλοὶ τῶν ἀθλητῶν . προκριτέον οὖν ἡ διὰ τῆς φωνασκίας ἄσκησις : πρῶτον μὲν γὰρ αὐταῖς ταῖς ἀναγνώσεσι καὶ |
, ἣν Ὅμηρος Λάαν φησιν εὐχείλου / εὐχίλου κάπης εὐτρόφου φάτνης ἢ τῆς καλὰ χείλη ἐχούσης ὡς κρείττονος ὄντος τοῦ | ||
ἐκάλουν . ἐκφατνίσματα δὲ αἱ σανίδες αἱ ἀναιρούμεναι ἐκ τῆς φάτνης ὡς καθαίρεσθαι τὰ περιττά . ἐκ δὲ τῶν σκευῶν |
φύσεως οὔσης τῆς κοινῆς ὅπου μὲν ὁ ἀὴρ μαλακὸς καὶ εὐδιεινὸς ὀλίγον χρόνον οὐ βλαστητικὰ τὰ δένδρα γίνεται καθάπερ καὶ | ||
μετὰ τὰ κύματα τῆς θαλάσσης : ἄλλως : γαληνὸς , εὐδιεινὸς , μετὰ τὸ κῦμα κατάστασιν παρέχων : ἄλλως : |
ὄμμασιν τἀνταῖα φαίνεται θεῶν , βοᾷ δ ' ἐν ὠσὶ κέλαδος οὐ παιώνιος : τοία κακῶν ἔκπληξις ἐκφοβεῖ φρένας . | ||
τοῦ κόρυδος καὶ κίναδος . Τὸ Κελάδων Κελάδωνος ἐκ τοῦ κέλαδος : τὸ γὰρ κελάδοντος μετοχή ἐστι . Καὶ τὰ |
ποιητὴν Ὅμηρον : ἀπὸ δὲ τῆς Ἴου πρὸς ἑσπέραν ἰόντι Σίκινος καὶ Λάγουσα καὶ Φολέγανδρος , ἣν Ἄρατος σιδηρείην ὀνομάζει | ||
καὶ Σικημίτης . τοῦ δὲ Σίκημα τὸ ἐθνικὸν Σίκημοι . Σίκινος , νῆσος περὶ τὴν Κρήτην , ὡς Στράβων δεκάτῃ |
ἐποίει . τὸ δὲ στέαρ καὶ τὸ κύτος τῆς σαρκὸς ἀνέφαινε Βαβυλώνιον ζῷον ἕτερον ἁδρόν . ὁ μὲν οὖν ὄχλος | ||
Ἀπόλλων . αὐτίκα δ ' Ἀργείοισιν Ἀχιλλῆος παρὰ τύμβον ἀγγελίην ἀνέφαινε Σίνων εὐφεγγέι δαλῷ . παννυχίη δ ' ἑτάροισιν ὑπὲρ |
! ! ] χρυσῆν ? ? ? ? ? ? θηήσατο Κύπριν ? [ ] ? ? ? Ἀπελλῆς ! | ||
ἐς πείρινθα τίθει Πεισίστρατος ἥρως δεξάμενος , καὶ πάντα ἑῷ θηήσατο θυμῷ : τοὺς δ ' ἦγε πρὸς δῶμα κάρη |
βασιλεύς . Εὐριπίδης δ ' ὑπὸ Ἀλέου φησὶ τοῦ τῆς Αὔγης πατρὸς εἰς λάρνακα τὴν Αὔγην κατατεθεῖσαν ἅμα τῷ παιδὶ | ||
τὸ δ ' ἀπολειφθὲν ἐν τῷ Παρθενίῳ βρέφος ὑπὸ τῆς Αὔγης βουκόλοι τινὲς Κορύθου τοῦ βασιλέως εὑρόντες ὑπό τινος ἐλάφου |
καὶ οὕτω λέγουσιν : ἐς Μακαρίαν καὶ εἰς Μακαρίαν . βαμβαίνων : βῆματα [ ] πρὸ βήματος βαίνων , κατὰ | ||
. . βαμβαίνων Κ . . , = . : βαμβαίνων : διὰ τρόμον οὐκ ἠρεμοῦσαν τὴν βάσιν ποιούμενος . |
ΗΣ : χερνής χερνῆσσα , ἀργῆς ἀργῆσσα , Κρής Κρητός Κρῆσσα , θής θῆσσα . Τὰ εἰς Α βραχὺ ἀπαρασχημάτιστα | ||
προγινώσκει καὶ ὑγείαν ἀέρος καὶ εὐφορίαν καρπῶν . Ἡ δὲ Κρῆσσα κύων κούφη καὶ ἁλτικὴ καὶ ὀρειβασίαις σύντροφος : καὶ |
παρὰ τὸ ἀμφέχειν τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς , ἄμφυξ καὶ ἄμπυξ : ἡ ἄνω πυκάζουσα καὶ ἀνέχουσα : τὰς αἰθήρας | ||
διαδήματα : ἴσως καὶ διὰ τὸ ἀμπέχειν τὰς κόμας . ἄμπυξ δὲ καὶ εἶδος χαλινοῦ , ὅθεν καὶ τὸ χρυσάμπυκας |
τῇ ἀσπίδι . σάγμα καλεῖται ἡ θήκη τῶν ὅπλων . σάγη γὰρ τὸ ὅπλον , καὶ πανσαγία ἡ πανοπλία . | ||
πτέρυγας πτύον πύγαργος ῥᾶ Ῥαικοί Γραικοί ῥαχία Ῥειτά ῥήτωρ ῥικνός σάγη σαλάμβην σίκλος Σκόμβροι στιβάδα ποιούμενος στομώδη στραβαλοκόμαν Τεγεάς τέως |
σπέρμα λεῖον καταπλαττόμενον φύλλοις [ ἤ ] εἰς ῥάκη . Σήσαμον λειότατον ποιήσας καὶ βουτύρου αὔταρκες μίξας καὶ μετρίως χλιάνας | ||
ὅθεν ἡμιόνων γένος ἀγροτεράων , οἵ ῥα Κύτωρον ἔχον καὶ Σήσαμον ἀμφενέμοντο ἀμφί τε Παρθένιον ποταμὸν κλυτὰ δώματ ' ἔναιον |
γενικῆς τῆς μετοχῆς τοῦ παθητικοῦ αʹ ἀορίστου , ἥτίς ἐστι τυφθέντος : τροπῇ γὰρ τοῦ τος εἰς ην καὶ ἐκβολῇ | ||
' ὀξείας τάσεως καὶ διὰ τοῦ ΝΤ κλινομένην : τυφθείς τυφθέντος ἐὰν τυφθῶ , τυπείς τυπέντος ἐὰν τυπῶ , τιθείς |
πηγή τις αὐτοῖς ἐστι , θησαυρὸς χθονός . πότερα γὰρ τοξουλκὸς αἰχμὴ διὰ χεροῖν αὐτοῖς πρέπει ; οὐδαμῶς : ἔγχη | ||
. τοξικὴ . χειρὸς πρέπει . αὐτοῖς . οὐδαμῶς ] τοξουλκὸς . ξίφη . δὲ ἔγχη . . ἐξ ὧν |
δὲ φέρει αὐτοῖς δηλονότι ἡ ζείδωρος ἄρουρα , ἤγουν ἡ εἰργασμένη γῆ ἡ τὰ πρὸς ζωὴν δωρουμένη . Ἀνωτέρω εἴρηκε | ||
στέγης , ἆρ ' ἐν δόμοισιν ἡ τὰ δείν ' εἰργασμένη Μήδεια τοισίδ ' ἢ μεθέστηκεν φυγῆι ; δεῖ γάρ |
ψυχῆς εἰς τὸ σῶμα . παραγγέλλει δὲ ἐν ἑορτῇ μήτε κείρεσθαι μήτε ὀνυχίζεσθαι , τὴν ἡμετέραν αὔξησιν τῶν ἀγαθῶν οὐχ | ||
καρτερίᾳ καὶ ὑπομονῇ , δυνατωτάταις ἀρεταῖς . ὥσπερ γὰρ τὸ κείρεσθαι διττόν , τὸ μὲν ὡς ἀντιπεπονθὸς κατὰ ἀντέρεισιν , |
: διὸ ἁμαρτάνει τοῦ σκοποῦ . λίχνη : ἐπιθυμητὴ , λαίμαργος , ἄπληστος . Θυμήρης : ἐπιθυμητή . Κέκλιται : | ||
: διανοούμενον , διαλογιζόμενον , ἐνθυμούμενον . Γαστήρ : ἡ λαίμαργος , ἤτοι ὁ ἀδδηφάγος . ἔνδον ἔλασσε : ἔσω |
εὔτονος . . . . λεπτότερον καὶ εὐτονώτερον . ὑγρὸς ἄκανθος : ὁ ἄκανθος εἶδός ἐστι φυτοῦ χαμαιζήλου , ὑγρὸς | ||
πλέγματι γαθεῖ . παντᾷ δ ' ἀμφὶ δέπας περιπέπταται ὑγρὸς ἄκανθος , αἰπολικὸν θάημα : τέρας κέ τυ θυμὸν ἀτύξαι |
πληρωσάμενος . οὐκ ἐμπλησθεὶς ἀλλὰ προσδεὴς ὤν . χαραδριοῦ . χαραδριὸς ὄρνις τις ὃς ἅμα τῷ ἐσθίειν ἐκκρίνει . εἰς | ||
κράζειν . [ ἐνταῦθα δὲ ἀντὶ τοῦ ἐκρύπτετο . ] χαραδριὸς δέ ἐστιν εἶδος ὀρνέου μεταβαλλομένου εἰς τὰ προκείμενα . |
ἑξῆς δὲ τὰ Μέγαρα καὶ Νῖσος καὶ Σκύλλα καὶ πορφυροῦς πλόκαμος καὶ Μίνωος πόρος καὶ περὶ τὴν εὐεργέτιν ἀχαριστία . | ||
καὶ νεφέλας , τοὺς κεραυνούς . αὕτη ἡ ἀστραπὴ ὥσπερ πλόκαμος οὕτω κατέρχεται . Τυφῶν ἡ ἐκ τῆς ἀναθυμιάσεως συστροφὴ |
ἀγχωμάλως καὶ διεκρίθησαν ὑπὸ νυκτός . ὅθεν ὁ Πομπήιος ἐπὶ πολίχνης Μαλίας ἤλασεν , ἣν ἐφρούρουν οἱ Νομαντῖνοι . καὶ | ||
ἐποίει . ἄορι τριγλώχινι : τῇ τριαίνῃ . ἀπὸ Ξάνθοιο πολίχνης : ἀπό τινος Ξάνθου βασιλεύσαντος Τροιζῆνος . Χαλκιδικῆς : |
ἐπικαμπὲς τῶν ὀνύχων . ἠγκυλωμένος : Ἀγκύλη εἶδος ἀκοντίου . κύμινδις : Τὴν κύμιδιν οὐκ ἀνέγραψεν ὁ Καλλίμαχος . μήποτε | ||
συνοχεύς . σύστασις . ὑπερκόσμιος . χαλκίς . . . κύμινδις . οὐ φέρει με τοῦ δοχῆος ἡ τάλαινα καρδία |
καὶ πολλῶν ὕπερ : ἧι παῖς μὲν ἀμφὶ μνῆμ ' Ἀχιλλείου τάφου λάθραι τέθνηκε τλημόνως Πολυξένη : φροῦδος δὲ Πρίαμος | ||
κατ ' ἄκρα Νηρῆιδες ἕστασαν θεαί , πρύμναις σῆμ ' Ἀχιλλείου στρατοῦ . Ἀργείων δὲ ταῖσδ ' ἰσήρετμοι νᾶες ἕστασαν |
ἡμέραις . Προχέοντι ] Προχέουσι . Ῥόον ] Ῥεῦμα . Αἴθων ' ] Μέλανα ἢ καυστικόν . Ὄρφναισι ] Ἐν | ||
ἀργαλέος γὰρ ἐὼν καὶ φίλος εὖτ ' ἂν ἀπῆις . Αἴθων μὲν γένος εἰμί , πόλιν δ ' εὐτείχεα Θήβην |
Ἄβδηρος Ἀβδήρου Ἀβδηρίτης , Πεντάσχοινος Πεντασχοίνου Πεντασχοινίτης , Διόλκος Διόλκου Διολκίτης : οὕτως Ὠρεός Ὠρεοῦ Ὠρεΐτης , καὶ κατὰ σύνοδον | ||
. ὁ πολίτης Ἀβδηρίτης . καὶ γὰρ τοῦ Δίολκος τὸ Διολκίτης καὶ τοῦ Ὀξύρυγχος Ὀξυρυγχίτης . Ἔφορος καὶ τὴν πόλιν |
ἐκ τοῦ θύω τὸ ὁρμῶ . θυὰς ] μαινομένη . θυὰς ] βάκχα . θυὰς ] μαινὰς Διονυσιακή . θ | ||
πόλεμον ἔνθεος καὶ ὁρμητικὸς καὶ πηδητικὸς πρὸς τὴν ἀλκὴν ὡς θυὰς ἤτοι βάκχα τις φόβον βλέπων , ἤτοι ἐκπληκτικῶς καὶ |
, γραφαί . πᾶσα δ ' εὔμορφος γυνὴ ἐρῶσα φοιτᾷ τηγάνων τε σύντροφα τριβαλλοπανόθρεπτα μειρακύλλια : ὁμοῦ δὲ τευθὶς καὶ | ||
καὶ βατίσι καὶ τηγάνοις . * * * Ὀσφρομένην τῶν τηγάνων . Ἐγὼ δ ' ἀπόσιτος ὢν τοιαῦτ ' οὐκ |
τῶν Φρίξου παίδων οὗτος . τούτους δὲ Ἡρόδωρός φησιν ἐκ Χαλκιόπης τῆς Αἰήτου θυγατρός : Ἀκουσίλαος δὲ καὶ Ἡσίοδος ἐν | ||
Ὀμφάλης δὲ Ἀγέλαος , ὅθεν καὶ τὸ Κροίσου γένος . Χαλκιόπης δὲ τῆς Εὐρυπύλου Θετταλός , Ἐπικάστης τῆς Αὐγέου Θεστάλος |
. Βολιναῖος . . . + . . Βολίνη . βόλιτον : βόλβιτον Ἱππῶναξ : βολβίτου κασιγνήτην . εἶτα : | ||
αὐθεκαστότης κίβδηλον . Βόλβιτον ὀλίγοι τινές , οἱ δὲ πλεῖστοι βόλιτον ἄνευ τοῦ δευτέρου β . Γογγυσμὸς καὶ γογγύζειν Ἰακά |
καὶ νᾶμα καὶ ναύτης καὶ ναῦς καὶ νάουσαν ἀκρότομον . νασμός ὄμβρος ἀπὸ τοῦ νάω , ὅθεν καὶ νᾶμα καὶ | ||
Σάον , ὅτ ' ἠμάθυνε πᾶσαν ὀμβρήσας χθόνα Ζηνὸς καχλάζων νασμός . οἱ δὲ πρὸς πέδῳ πύργοι κατηρείποντο , τοὶ |
μικρὰ παντελῶς ἐστι μήτε ὑπερμεγέθη : ἰσχυρὸν δὲ ἐξῆρται τῆς ὁρμιᾶς ἄγκιστρον πυκνὰς πάντοθεν ἔχον γλωχῖνας , οἷον ἰσχυρῶς ἀντιλαβέσθαι | ||
, εἰ δοκεῖ , σιδηρώσας γε πρότερον ἐπὶ πολὺ τῆς ὁρμιᾶς , ὡς μὴ ἀποπρίσῃ τοῖς ὀδοῦσι καταπιὼν τὸ χρυσίον |
φησί , παραπλήσια Σελευκίς , Ῥοδιάς , Ἀντιγονίς . ΣΚΑΛΛΙΟΝ κυλίκιον μικρόν , ᾧ σπένδουσιν Αἰολεῖς , ὡς Φιλητᾶς φησιν | ||
ἐν Λυδίᾳ κατέχω δεδειπνηκώς : Ἄπολλον , ὡς καλόν ἀλλὰ κυλίκιον ὑδαρὲς ὁ παῖς περιῆγε τοῦ πεντωβόλου , ἀτρέμα παρεξεστηκός |
μητρὸς αὐτοῦ Ἀστυδαμείας εἰς Ἀμύντορα : Ἀμύντωρ γὰρ ὁ τῆς Ἀστυδαμείας πατήρ . εἶναι . ἀπόγονοι Ἀμύντορος . . Τὸ | ||
δ ' ἐν δευτέρῳ Ἐπιτομῶν Καύκωνός φησι τοῦ Ποσειδῶνος καὶ Ἀστυδαμείας τῆς Φόρβαντος γενέσθαι τὸν Λεπρέα , ὃν τὸν Ἡρακλέα |
: ἤτοι ἀπὸ τῆς χρόας κροκοειδὲς , ἢ ἀπὸ τῆς κρόκης ὑφαντόν . διηγήσομαι οὖν , φησί , καὶ ὅπως | ||
θέρει προσαρμόζοντα λεπτοϋφῆ , τὰ δὲ χειμέρια ἐχέτω περιττῶς τῆς κρόκης καὶ πεπαχύνθω πλέον , ἵνα τὰ μὲν τῇ μανότητι |