χρηστηρίους ] πρὸς χρησμοὺς ἐπιτηδείους . χρηστηρίους ] μαντευτικάς . χρηστηρίους ] τοὺς τῆς μαντικῆς ἐφόρους καὶ συντελεῖς . θ
χέρσον καὶ θάλασσαν ἐκπερῶν , σῴζων δ ' ἐφετμὰς Λοξίου χρηστηρίους , πρόσειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν , θεά
5438570 νωμων
κεῖται δείλαιος καὶ ἄθλιος θανὼν οὐ μάλα εὐτυχῶς . . νωμῶν ] κατέφθιτο ἀπὸ τοῦ κοινοῦ . Ἀριόμαρδος ] κατέφθιτο
ἀνθρώποις νόμος . Ζεὺς ὁ καὶ ζωῆς καὶ θανάτου πείρατα νωμῶν θεοῦ θέλοντος μετὰ πάντα γίγνεται . τί δ '
4662501 ξυλλαβε
. Πρὸς ταῦτ ' , ὦ φίλ ' Ἑρμῆ , ξύλλαβε ἡμῖν προθύμως , τήνδε καὶ ξυνανέλκυσον . Καὶ σοὶ
μυηθῆναι : μυστηρίων κοινωνὸς εἶναι τετορήσω : σαφηνίσω , φράσω ξύλλαβε : βοήθει ἀνῶμεν : ἐνδῶμεν , ἐάσωμεν μυριάμφορον :
4502311 τηγανου
ἀμφικόμους ἀκαλήφας : εἰς ταὐτὸν μίξας δ ' αὐτὰς ἐπὶ τηγάνου ὄπτα , εὐώδη τρίψας ἄνθη λαχάνων ἐν ἐλαίῳ .
μέλι , οἶνος , σιδίων βραχὺ καὶ πεπέρεως : ἀπὸ τηγάνου δίδου . Ἡ Πολυειδοῦς σφραγὶς κοιλιακοῖς , δυσεντερικοῖς ,
4482728 ἐκπεμπεις
ἐξέσῳς ' ἐπὶ χθόνα καί μοι , πολὺν γὰρ πέλανον ἐκπέμπεις δόμων , φράσον σελήνας τάσδε πυρίνου χλόης ὀλολύζετ '
χρῆν ἐξαλείφειν ἅ γε μὴ προσίεσο : εἰ δὲ ἁπλῶς ἐκπέμπεις αὐτὸν καὶ οὐδέσιν οὐδὲ ὧν ἐπαινεῖς ἐᾷς ὁμιλεῖν τὴν
4413035 ταμισον
τῷ αὐτῷ , ἐν οἴνῳ κεκρημένῳ δίδου πίνειν . Ἢ τάμισον ὄνειον καὶ σίδης γλυκείης ῥίζην καὶ κικίδα ἐξ ἴσου
καὶ σφονδύλειον ἁλός τ ' ἐμπληθέα κύμβην , ἄμμιγα καὶ τάμισον καὶ καρκίνον : ἀλλ ' ὁ μὲν εἴη πτωκός
4374980 στυγητος
, ὦ θεοὶ , τὸ δεινὸν ἐργασάμενος , καὶ ὁ στυγητὸς ἐκεῖνος ἐτελέσθη γάμος καὶ ἀπόπτυστος , οἷον ἀκούομεν γενέσθαι
διὰ τοῦ ος ἐκφέρειν , ὡς τὰ ἀρσενικά : οἷον στυγητὸς Ἥρα καὶ κλυτὸς Ἱπποδάμεια πρὸς βίαν ] βιαίως γυμνάζεται
4344317 δαιμον
] Οὐδέ τι γίγνεται ἔργον ἐπὶ χθονὶ σοῦ δίχα , δαῖμον , οὔτε κατ ' αἰθέριον θεῖον πόλον , οὔτ
καὶ τοῖσι δυστυχοῦσιν , ὧν πέφυκ ' ἐγώ . ὦ δαῖμον , ὡς οὐκ ἔστ ' ἀποστροφὴ βροτοῖς τῶν ἐμφύτων
4336071 φεροντ
ἐρασθέντα Σκύλλης ἐλθεῖν αὐτῆς εἰς τὸ ἄντρον ἢ κόγχου δώρημα φέροντ ' Ἐρυθραίης ἀπὸ πέτρης , ἢ τοὺς ἀλκυόνων παῖδας
ἆρ ' οἴσει τρία ; τὸν δ ' ἴσον ἴσῳ φέροντ ' : ἐγὼ δ ' ἐκτήκομαι . τὴν μὲν
4323816 φαινε
ἐπῄνεον : αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Ζώσατο μὲν ῥάκεσιν περὶ μήδεα , φαῖνε δὲ μηροὺς Καλούς τε μεγάλους τε . φάνεν δέ
φάθ ' , ὁ δ ' ὁρμηθεὶς θεοῦ ἤρχετο , φαῖνε δ ' ἀοιδήν , ἔνθεν ἑλών , ὡς οἱ
4303498 γαλεους
τῶν ἰχθύων κάπηλος , Ἕρμαιος , ὃς βίᾳ δέρων ῥίνας γαλεούς τε πωλεῖ καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων . ΛΑΤΟΣ .
τῶν ἰχθύων κάπηλος , Ἕρμαιος , ὃς βίᾳ δέρων ῥίνας γαλεούς τε πωλεῖ καὶ τοὺς λάβρακας ἐντερεύων , ὡς λέγουσιν
4289576 ἐριφων
κύνεσσι : τὸν μὲν νυκτερινὸν διὰ γαστρὸς ἄφυκτον ἐρωὴν ἀρνειῶν ἐρίφων τε πολυπλόκον ἁρπακτῆρα , τὴν δ ' αὖ νυκτιπόρον
γιγνέσθω δ ' ἡ πεῖρά σοι μὴ μόνον ἐπὶ τῶν ἐρίφων , ἀλλὰ καὶ παντὸς οὑτινοσοῦν ἑτέρου ζῴου , περιέχοντος
4288924 οἰωνων
τοῦ ἐκ πολλοῦ καταγιγνώσκων τὸν ὑμέτερον τρόπον . ἀπὸ τῶν οἰωνῶν δὲ μετήνεγκε τῶν μὴ μονίμων ὄντων , ἀλλὰ φερομένων
οἶκον ἀνέμων . οὐ ψάμμος ἢ κόνις ἢ πτερὰ ποικιλοτρίχων οἰωνῶν τόσσον ἂν χεύαιτ ' ἀριθμόν : εὐρύοπα κέλαδον ἀκροσόφων
4285806 μεμνασθαι
ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκˈρον : μεγάλων δ ' ἀέθλων Μοῖσα μεμνᾶσθαι φιλεῖ . σπεῖρέ νυν ἀγˈλαΐαν τινὰ νάσῳ , τὰν
ἐρήμῳ πελάγει λυθείσας ἄλλος ἄλλοσε φορεύμενοι διεσπάρημες , ὅσιον κἀμὲ μεμνᾶσθαι τῶν τήνου θείων καὶ σεπτῶν παραγγελμάτων , μηδὲ κοινὰ
4270863 ἀρνων
, πνεύμων , νωτιαῖος , ἀδένες ἀπεπτούμενοι , ἡ τῶν ἀρνῶν σάρξ , βωλῖται , ἀμανῖται καὶ ἡ σὰρξ τῶν
τὰ χείλη μόρια καὶ γλῶϲϲα χοίρειον κρέαϲ καὶ ἡ τῶν ἀρνῶν ϲὰρξ καὶ τὸ τοῦ ϲηϲάμου ϲπέρμα καὶ φοίνικεϲ οἱ
4232856 ἁν
κόγχος , ἅπερ κογχοθηρᾶν παισίν ἐστ ' ἰσωνία κόγχος , ἃν τέλλιν καλέομες : ἐστὶ δ ' ἅδιστον κρέας .
καὶ προαίρεσιν καὶ ἀρχὰν ἐν αὐταυτῷ τοιαύταν , καθ ' ἃν κύριος οὗτός ἐστι καὶ ἀρετὰν ἐπιταδεῦσαι καὶ κακίαν ζαλῶσαι
4219353 οἰωνοσκοπος
„ σκοπῶ „ σύνθετα μὴ ἐκ προθέσεως παροξύνεται : ὀρνιθοσκόπος οἰωνοσκόπος . τὸ δὲ ἐπίσκοπος κατάσκοπος ἀπὸ προθέσεων . Τὰ
Τειρεσίας . θ φησὶν ] λέγει . οἰωνῶν βοτὴρ ] οἰωνοσκόπος . Ξ οἰωνῶν βοτὴρ ] διὰ τὸ τὰς πτήσεις
4209916 Οἰστρος
ἀκόρητος . οἶστρος : ὄρεξις , κίνησις , μανία . Οἶστρος : ἔρως , μανία , ἐρεθισμὸς , κυρίως δ
Αἱρῶ : πορθῶ : σημαίνει δὲ καὶ τὸν αἱρετικόν . Οἶστρος : ἡ ἐπιτεταμένη μανία . Οἶμος : ἡ ὁδός
4203910 πελανον
ὑμῶν κρίσις ἡ λέγουσά μοι εὔξασθαι θεοῖς καὶ Δαρείῳ . πέλανον : πεπεμμένον πλακοῦντα . ἐπίσταμαι μέν ] οἶδα μὲν
σελήνας πελάνους εἴρηκεν Εὐριπίδης : καί μοι , πολὺν γὰρ πέλανον ἐκπέμπεις δόμων , φράσον σελήνας τάσδε πυρίνου χλόης .
4192139 ἑσσαι
κρυεροῖο λέβητας θερμῆναι λοῦσαί τε νέκυν περί θ ' εἵματα ἕσσαι καλά , τά οἱ πόρε παιδὶ φίλῳ ἁλιπόρφυρα μήτηρ
κεν κεῖνος ἰὼν τὰ ἃ δώμαθ ' ἵκηται : [ ἕσσαι με χλαῖνάν τε χιτῶνά τε , εἵματα καλά :
4186636 ἀτειρεις
, εὐπατέρειαι , ἀέριοι , ἀφανεῖς , ἀμετάτροποι , αἰὲν ἀτειρεῖς , παντοδότειραι , ἀφαιρέτιδες , θνητοῖσιν ἀνάγκη : Μοῖραι
ἀλλ ' ἐν αἰῶνι ἀναπαύεσθαι δυνάμενοι ἀθανάτοις . . . ἀτειρεῖς , ἡ φιλόσοφος Ἐυπεδοκλέους λέγει ποιητική . ἀθανάτοις ἄλλοισιν
4186258 αἱρειτω
κράσει τοῦ αε εἰς α μακρόν . . . . αἱρείτω : κατασχέτω . . . . αἰρόπινον : τὸ
! ! ] ηι γυναι ? [ ] τεκνος θυμὸν αἱρείτω ? [ ] οὐ γάρ τις ἀνθρώπῳ ? [
4183514 οὐλαις
γνῶναι ῥᾴδιον . καὶ γὰρ χερνιπτομένους εἰσάγει τοὺς ἥρωας καὶ οὐλαῖς χρωμένους ἐν οἷς φησι : Χερνίψαντο δ ' ἔπειτα
θραύσματα βάλλει τὸν πρεσβύτην αὐτοῖς , καθάπερ τὰ ἱερεῖα ταῖς οὐλαῖς οἱ θύοντες , τρίμμα δὲ τὴν ἐκ τούτων ἐκπίπτουσαν
4161278 μελιττα
δὲ ἐγχώριος πάσῃ τῇ φιληκοΐᾳ τῆς πόλεως ὥσπερ τις ἀγαθὴ μέλιττα ἐξ ἀκηράτων λειμώνων κηρία πλάττουσα πᾶσαν ἐπιβόσκεται αὐτήν ,
οὔ φημι ὀδόντας ἔχειν ἀλλὰ κέρατα . ἔντομα δὲ σφὴξ μέλιττα : λέγουσι δὲ μηδὲ πνεύμονας ἔχειν ταῦτα . ἀμφίβια
4159862 θασαι
καὶ παρὰ Θεοκρίτῳ “ ἢν ἰδέ τοι τὸ δέπας : θᾶσαι φίλος ” . ἢν οὐχ ἡδύ ; ἰδού ,
ἐπεὶ τύγα φέρτερον ᾄδεις . ἠνίδε τοι τὸ δέπας : θᾶσαι , φίλος , ὡς καλὸν ὄσδει : Ὡρᾶν πεπλύσθαι
4155639 θελξεις
φυγέειν ἔριδος ποθέοντε : καὶ λαοὺς ἀγορήνδε συναγρομένους ὀπὶ καλῇ θέλξεις , ἐν στήθεσσιν ἄγων μελιηδέα πειθώ . καί τοι
ἀνῖαι . Ἱμερτόν τε γυναιξὶ δυνήσεαι ἀνέρα θεῖναι , καὶ θέλξεις μύθοισι βροτούς , καὶ πάντα κομίζων ὅσσα κεν αἰτήσειας
4150542 ἀγαλλει
καὶ ἀγρίων καὶ πτηνῶν ἀγέλας τούτοις ἐμβάλλει καὶ πολλοῖς ἄλλοις ἀγάλλει καλοῖς , ὅσα τέρψιν ἅμα καὶ κόσμον οἶδε φέρειν
κατὰ μητέρα συγγενής : χρῆται γὰρ οὕτως ὁ Πίνδαρος . ἀγάλλει σου τὸ ὁμόσπορον ἔθνος , τὸ τῶν Αἰγινητῶν .
4149151 θος
ἔγωγε οὐδενὸς ἄλλου ἀπομνημονεύω τῶν εἰς ις ἀρσενικῶν ὀνομάτων εἰς θος κλινομένων , εἰ μὴ τοῦ ὄρνις ὄρνιθος καὶ βάλλις
εἴτε βαρύτονα , διὰ τοῦ δος , ἢ διὰ τοῦ θος κλινόμενα , διὰ τοῦ ι γράφεται : οἷον ,
4144120 πεπαμενον
οὐκ ἔτευξεν ἐν μάχῃ , μίαν πρὸς Ἅιδην καὶ φθιτοὺς πεπαμένον κέλευθον , ἣν γωρυτὸς ἔκρυψε Σκύθης , ἦμος καταίθων
ὁρῶν ὁ Μυσὸς ἐκπεπληγμένους αὐτούς , πείσας τῶν Ἀρκάδων τινὰ πεπαμένον ὀρχηστρίδα εἰσάγει σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα καὶ ἀσπίδα δοὺς
4125349 μαινεται
τοῦ κρέσσονος : ἐκ τῶν γνωμῶν τοῦ Δημοκράτους . Ἄμυρις μαίνεται : ἐπὶ τοῦ φρενήρους . οὗτος θεωρὸς ὑπὸ Συβαριτῶν
οὔτε εὐσεβὲς νεανίσκον ἄθλιον ἀνελεῖν , πιστεύσαντας μανίας λόγοις . μαίνεται γὰρ ὑπὸ λύπης . ” Ταῦτα εἰπόντος τοῦ Κλεινίου
4096967 ἀνιων
, πρὸς δὲ τοὺς ἀλλοτρίους καὶ ξένους ἐξασθενεῖ . ΓΘ ἀνιῶν ] λυπῶν . ὦ μῶρε τῆς ἀνοίας : τῆς
ἰδίων τρόπων καὶ τῆς ψευδοῦς δόξης . . Τὴν δόξαν ἀνιῶν μητέρα εἶναι . . Μέγα κακὸν τὸ μὴ δύνασθαι
4095691 σχηματ
ἃ καὶ μάχοιτο καὶ μετ ' ἀνδράσιν πρέποι , μὴ σχήματ ' ἄλλως ἐν πόλει πεφυκότα . τὰ μητέρων δὲ
πίστιςποιεῖ αὐτὸν Αἰσχύλον λέγοντα : ⚕⚖⚕⚖⚕ τοῖσι χοροῖς αὐτὸς τὰ σχήματ ' ἐποίουν , καὶ πάλιν : . . .
4092051 γελᾳ
ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ , γελᾷ δέ , αὑτοῦ καταγελάσεται καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς
, οὐδὲν οἶδεν , ὡς ἔοικεν , ἐφ ' ᾧ γελᾷ οὐδ ' ὅτι πράττει : κάλλιστα γὰρ δὴ τοῦτο
4090698 φρεσιν
κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν , ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν , ἄλλο δὲ εἴπῃ . Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι
ἀφανῆ τόπον κατάκειται . κεύθει : κρύπτει , ἔχει . φρεσίν : ἔμφυτον γνῶσιν δῆλον . Λείπεθ ' : καταλιμπάνεται
4087363 χορτοις
ὁ λέων ὁ ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους ἀναιρεθείς . ἄλλως : χόρτοις περιορίσμασι : τὸ γὰρ παλαιὸν χόρτους φυτεύοντες ἀντὶ φραγμῶν
Δελφοῖς βαβαὶ τῶν ἀνδραγαθημάτων ὅσα ἠνδραγαθήσατε : καὶ ἐν τοῖς χόρτοις τοῦ λέοντος , ἤγουν καὶ ἐν τῷ περιορίσματι ,
4079936 βοᾳ
καὶ ἰσθμὸν ἔχουσαεἶτα θαυμαστικῶς : ὅσον γὰρ ἐκεῖνος ὁ ἰσθμὸς βοᾷ τοῖς κύμασι ῥησσόμενος . ἰσθμὸς δὲ καλεῖται ὁ ἐξ
τῆς τῶν χρεῶν φροντίδος καὶ μὴ δυνάμενος ὑπνώττειν ταῦτα σχετλιάζων βοᾷ . ἡ εἴσθεσις τοῦ δράματος ἄρχεται ἐκ συστηματικῆς περιόδου
4072008 γεωργος
ἢ τεττάρων ἐπὶ τὰς παρασκευὰς ὧν ἐλέγομεν . ὁ γὰρ γεωργός , ὡς ἔοικεν , οὐκ αὐτὸς ποιήσεται ἑαυτῷ τὸ
ὡς ἐκδιδαχθέντα σε καὶ ἐκμελετήσαντα τὰ τοῖς ἀνθρώποις ὀνήσιμα οὐ γεωργός , οὐχ ὑλοτόμος , οὐ βουκόλος , οὐχ ὁστισοῦν
4065241 κνισης
. Οἱ δέ γε θυσίας αὐτῷ δι ' αἵματος καὶ κνίσης καὶ ὁλοκαυτωμάτων ἐπιτελεῖν οἰόμενοι καὶ ταύταις ταῖς τιμαῖς αὐτὸν
δὴ σχεδὸν ἦα κιὼν νεὸς ἀμφιελίσσης , καὶ τότε με κνίσης ἀμφήλυθεν ἡδὺς ἀϋτμή : οἰμώξας δὲ θεοῖσι μετ '
4055981 λευσσων
[ δράκων πάροικος ? [ [ γοργωπὰ ] ? ? λεύσσων [ πήληκα σείων , οὗ φοβ ? [ ποιμένες
. ἀλλ ' ὦ δι ' ἁγνῶν [ ] ἐμπύρων λεύσσων τύχας Δαναοῖσιν ? , [ εἰπὲ ] τῇδε συμφορὰν
4055850 χεε
ἐνὶ δραχμαῖς πέντε δὶς ἑλκόμενον , νᾶμα δὲ θυγατέρων ταύρων χέε Κεκροπίδαισι συγγενές , οὐκ Τρίκκης ὡς ἐνέπουσιν ἐμοί .
δαῖε δὲ φιτρούς πῦρ ὑπένερθεν ἱείς , ἐπὶ δὲ μιγάδας χέε λοιβάς , Βριμὼ κικλήσκων Ἑκάτην ἐπαρωγὸν ἀέθλων . καί
4055308 γαμηλιους
] ﹙ ! ! ! ! ! ! ﹚ [ γαμηλίους ] ? [ ] δεν ? πατρί [ ]
ἀπὸ τοῦ τὰ περὶ τὸν θάλαμον καὶ παστάδας καὶ θεοὺς γαμηλίους ἐρεῖν , ὡς ὅταν λέγωμεν , συνελήλυθε μὲν οὖν
4052471 εὐκτικως
τὸ κεινός ὥσπερ διορθούμενος κεῖνος ἔγραψεν , ἵν ' οὕτως εὐκτικῶς τὸ εἴην ἀποδοθῇ καὶ ἀναχθῇ τὸ νόημα πρὸς τὸν
ἐκ Θέμιδος . ἐθέλοντι δ ' ἀλεξεῖν ὕβριν : ἤτοι εὐκτικῶς εἶπε , τὴν τῶν θεῶν : βούλοιντο δ '
4052013 κεἰ
ποτε . Πρὸς ταῦτα καὶ Κρέοντα πεμπόντων ἐμοῦ μαστῆρα , κεἴ τις ἄλλος ἐν πόλει σθένει : ἐὰν γὰρ ὑμεῖς
ἔγραψεν ἐν στήλῃ χαλκῆ . καὶ ἐν Βατράχοις [ ] κεἴ τις ἥμαρτε σφαλείς τι Φρυνίχου παλαίσμασιν . Ἄλλως .
4040162 ἑρπετα
τρίπον , ἀλλάσσει δὲ μόνον φύσιν ὅσς ' ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίνηται ἀνά τ ' αἰθέρα καὶ κατὰ πόντον .
τῷ πέδῳ κινεῖσθαι , ἐβάλοντο ἰλυοὺς ἤτοι φωλεούς . λείπειΚαρίωνος ἑρπετὰ τοὺς φωλεοὺς ἐποίησαν . τὰ θηρία , οἱονεὶ κινώπεδα
4037615 πλυθεις
κενοῖ γὰρ ὡς οὐδὲν ἄλλο τὸν μελαγχολικὸν χυμόν . ἀλλὰ πλυθεὶς μὲν ὕδατι διὰ τῶν κάτω καθαίρει μᾶλλον , ἄπλυτος
, καὶ ὁ καρπὸς δὲ καὶ ὁ χυλός , ὅστις πλυθεὶς ἀσθενέστερός τε καὶ ἀδηκτότερος γίνεται , ὥς τινα δριμύτητα
4032762 μοχθων
οἰκειακὰς λύπας . ἐπὶ δὲ νυκτερινῆς γενέσεως μετὰ σκυλμῶν καὶ μόχθων πράξεις καὶ στρατείας , ἀγαθούς τε καὶ ἐπικερδεῖς καὶ
ἀπαλλαγή ] ἐλευθερία τέρμα ] τέλος προκείμενον ] ἤγουν φανερόν μόχθων ] πόνων ἐκπέσῃ τυραννίδος ] βιαίως ἐκβληθήσεται τῆς βασιλείας
4031840 φρεσι
τίπτε τ ' ἄρ ' οὔ οἱ ἔειπες , ἐνὶ φρεσὶ πάντα ἰδυῖα ; ἦ ἵνα που καὶ κεῖνος ἀλώμενος
γὰρ Πάτροκλον ἐπισπεῖν αἴσιμον ἦμαρ τόφρά τί μοι πεφιδέσθαι ἐνὶ φρεσὶ φίλτερον ἦεν Τρώων , καὶ πολλοὺς ζωοὺς ἕλον ἠδ
4022334 καινος
συνήθως δὲ τῶν ζακόρων ἔξωθεν τὴν θύραν ἐφελκυσαμένων ἔνδον ὁ καινὸς Ἀγχίσης καθεῖρκτο . καὶ τί γὰρ ἀρρήτου νυκτὸς ἐγὼ
ὄξους καὶ μάννης λεανθέντες . ἀρήγει δὲ θαυμαστῶς καὶ σπόγγος καινὸς ὑγροπίσσῃ δευόμενος , εἶτα καιόμενος καὶ λεῖος προσ -
4016877 Ἐρως
λύχνων ἁφάς . εἶτ ' οὐ μέγιστός ἐστι τῶν θεῶν Ἔρως καὶ τιμιώτατός γε τῶν πάντων πολύ ; οὐδεὶς γὰρ
οὐδ ' ἐπὶ σοὶ μούνῳ κατεθήξατο τόξα καὶ ἰοὺς πικρὸς Ἔρως . τί ζῶν ἐν σποδιῇ τίθεσαι ; πίνωμεν Βάκχου
4011319 σκαφην
τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας . Καταμαθὼν δὲ κειμένην θερμὴν σκάφην θερμῶν ἰπνιτῶν ἤσθιον . Ὅστις φοβεῖται τὸν πατέρα κᾀσχύνεται
ἔσται πρὸς ἅπαντα , εἴτε προσαντλεῖσθαι βούλοιντο ἐγκαθήμενοι εἰς τὴν σκάφην εἴτε ἐμβιβάζεσθαι εἰς τὰς καλουμένας τιτίδας δύναιντο . Μετὰ
4004210 ταμνε
τετρωμένος . . . . ἔνθα μιν ἐκτανύσας ἐκ μηροῦ τάμνε μαχαίρῃ ὀξὺ βέλος περιπευκέςἡ διπλῆ , ὅτι μάχαιραν καλεῖ
νηλειεῖς ὀλοφώιον ἔργον Ἐρινύς . ἥρως δ ' Αἰσονίδης ἐξάργματα τάμνε θανόντος , τρὶς δ ' ἀπέλειξε φόνου , τρὶς
3999471 ὀλισβους
ὁ τῆς Τιμάνδρας κατηγορῶν ὡς πεπορνευκυίας τὴν λεκανίδα καὶ τοὺς ὀλίσβους καὶ τὴν ψίαθον καὶ πολλήν τινα τοιαύτην δυσφημίαν ἑταιρῶν
ἁλύσεις , δακτυλίους , καταπλάσματα , πομφόλυγας , ἀποδέσμους , ὀλίσβους , σάρδια , ὑποδερίδας , ἑλικτῆρας , ἄλλα πόλλ
3996542 ἐγχειτω
Ἄλεξις τὸν μέθυσόν φησιν . φορεῖτε , μασσέτω τις , ἐγχείτω βαθὺν κρητῆρα : ὁδ ' ἀνὴρ οὐ πρὶν ἂν
μὲν ἐλπίς : ὅμως δὲ θαρσαλέως ὁ ἰατρὸς καστόριον βιαζόμενος ἐγχείτω καὶ ὀπὸν Κυρηναϊκὸν μετὰ μέλιτος καὶ ὄξους , καὶ
3990438 βροτους
δεσμεύων αὐτοῦ τὰς φρένας . αὐονὰ ] ὁ ξηραίνων τοὺς βροτούς . διανταία ] ἡ διαμπὰξ τιμωρουμένη . αὐτουργίαις ]
' : εὔηθες δέ τοι τὸ καὶ δοκεῖν ὄρνιθας ὠφελεῖν βροτούς . ] Κάλχας γὰρ οὐκ εἶπ ' οὐδ '
3988624 βοσκος
πρῶτον ὑπὸ ἑνὸς τῶν προβάτων . ἰδὼν δὲ τοῦτο ὁ βοσκὸς ὅτι παρὰ φύσιν λαλεῖ τὸ πρόβατον καὶ παρακύψας καὶ
ὁ μάντις ] νῦν δὲ ὡς λέγει ὁ Τειρεσίας ὁ βοσκὸς τῶν ὀρνέων , νωμῶν καὶ κινῶν καὶ κρίνων ἐν
3980407 ταγε
ἀμοιβαῖά ἐστι τοῦ ἀλλαντοπώλου καὶ ἑνὸς τῶν οἰκετῶν . ΓΘ ταγέ : ἀρχηγέ , ἡγεμών . καὶ Ὅμηρος “ παρὰ
ἀμοιβαῖά ἐστι τοῦ ἀλλαντοπώλου καὶ ἑνὸς τῶν οἰκετῶν . ΓΘ ταγέ : ἀρχηγέ , ἡγεμών . καὶ Ὅμηρος “ παρὰ
3980245 ἀχη
ἄρα τί μ ' ὀλέκεις ; Ὦ κακάγγελτά μοι προπέμψας ἄχη , τίνα θροεῖς λόγον ; Αἰαῖ , ὀλωλότ '
δὲ παρακέλευσμα σῶν ἀέρι φερόμενον οἴχεται . δυοῖν δ ' ἄχη , ματρί τ ' ἔλιπεν , σέ τ '
3978813 ἀμφηκει
, λύματα δὲ τῷ ἀκούοντι χορῷ δεομένῳ καθάρσεως . . ἀμφήκει ] ἀμφοτέρωθεν πλήττοντι . . ψύχειν ] ψυχραίνειν ,
μοι στομώσεις αὐτόν : ἐπὶ μὲν θάτερα οἵαν δικιδίοις . ἀμφήκει γλώττῃ λάμπων : ὡς ἀπὸ εὐθείας τῆς ἀμφήκης .
3976071 ἀργετι
καὶ πάλιν : † ἐν Τροίᾳ ἄσειν † ταχέας κύνας ἀργέτι δημῷ , ἤγουν τῇ λιπαρᾷ καὶ λευκῇ σαρκί .
ἁπάντηι , ἄμβροτα δ ' ὅσς ' εἴδει τε καὶ ἀργέτι δεύεται αὐγῆι , ὄμβρον δ ' ἐν πᾶσι δνοφόεντά
3972825 σιγαι
τε χολᾶι , ὀλεσάνορος αἰολοδείρου [ ] ὀδύναισιν Ὕδρας : σιγᾶι δ ' ὅ γ ' ἐπικλοπάδαν [ ἐνέρεισε ]
δὲ παῖς Στροφίου , κακόμητις ἀνήρ , οἷος Ὀδυσσεύς , σιγᾶι δόλιος , πιστὸς δὲ φίλοις , θρασὺς εἰς ἀλκάν
3966532 εὐχομενου
, καθαρὰς φήμας χρησμούς τ ' ἀναφαίνων : κλῦθί μου εὐχομένου λαῶν ὕπερ εὔφρονι θυμῶι : τόνδε σὺ γὰρ λεύσσεις
ἑταίρας . ἱκετεύων οὖν τὴν Ἀφροδίτην φησίν : κλῦθί μευ εὐχομένου , Κουροτρόφε : δὸς δὲ γυναῖκα τήνδε νέων μὲν
3965712 μαντευματων
γενομένῃ μειχθῆναι Πυθαγόραν τὸν Δελφὸν καὶ τῶν ὑπ ' αὐτῆς μαντευμάτων παρασημειοῦσθαι , ὅσα ἔχρα ἔνθεος γενομένη . καὶ ταῦτα
ἐν ψευδηγόροις φήμαις τοὺς λόγους καὶ τὴν ἀψευδῆ φρόνησιν τῶν μαντευμάτων ἐγχρίσας φήμην γὰρ διήγειρεν ὁ Ἀπόλλων ὅτι Κασσάνδρα οὐκ
3957810 κηρυκ
δ ' ἄρ ' Ἀτλαντὶς Μαίη τέκε κύδιμον Ἑρμῆν , κήρυκ ' ἀθανάτων , ἱερὸν λέχος εἰσαναβᾶσα . Καδμηὶς δ
, πυκνὰς γὰρ οἶσθά μ ' ἐς Τροίαν ὁδοὺς ἐλθόντα κήρυκ ' ἐξ Ἀχαιικοῦ στρατοῦ , ἐγνωσμένος δὴ καὶ πάροιθέ
3944406 βροτος
ἄλλον λαὸν ἀνώγῃ . οὐ γάρ μοι ζώειν γε δοκεῖ βροτὸς οὐδὲ βιῶναι ἀνθρώποιο βίον ταλασίφρονος , ὅστις ἀπ '
ἀκρόεις , καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι , ἀκριόεις , ὡς βροτὸς βροτόεις . Ὀμιχεῖν . τὸ οὐρεῖν . παρὰ τὴν
3943114 ἐπιτυμβιον
Ἄλλως . κλύουσα αὐτοὺς δυσμόρως θανόντας ὑπὸ δορὸς ἀλλήλων , ἐπιτύμβιον θρῆνον ἔτευξα , ὡς Θυάς . . ἔτευξα ]
πυραῖς μαλερῇσι νεκροὺς αἴθοντας ἔτευξαν , ἢ θρηνοῦντας ἀεὶ κεραοῖς ἐπιτύμβιον αὐλοῖς . εἰ δ ' Ἑρμῆς τούτοις ἐπιμάρτυρος ἠὲ
3941877 μωρος
ἢ καταψηφίζονται τοῦ μὴ ἀπηντηκότος εὐήθης : ἔσθ ' ὅτε μωρὸς καὶ ἄνους , ἔσθ ' ὅτε χρηστὸς καὶ χρήσιμος
τινος ἀδολέσχου : Καί τίς ἂν , ἔφη , δύναιτο μωρὸς ὢν ἐν οἴνῳ σιωπᾷν ; Θεώρει ὥσπερ ἐν κατόπτρῳ
3940047 φοβεεται
. Τῷδε δὲ γινώσκομεν , ὅτι ἀπὸ ἐνυπνίων ἀΐσσει καὶ φοβέεται : ὁκόταν ἔννοος γένηται , ἀφηγεῖται τὰ ἐνύπνια ,
καμήλους ἔταξε ἀντία τῆς ἵππου τῶνδε εἵνεκεν : κάμηλον ἵππος φοβέεται καὶ οὐκ ἀνέχεται οὔτε τὴν ἰδέην αὐτῆς ὁρέων οὔτε
3936594 πεινωσιν
ἐν κενῇ γὰρ γαστρὶ τῶν καλῶν ἔρως οὐκ ἔστι : πεινῶσιν γὰρ ἡ Κύπρις πικρά κεκερματίσθω δ ' ἄλλα μοι
καὶ βρακάνοις καὶ στραβήλοις ζῆν : ὁπόταν δ ' ἤδη πεινῶσιν σφόδρα . . . ὡσπερεὶ τοὺς πουλύποδας . .
3935592 διατιθεμενους
μόνα καταφερεῖς , θηλυκῶν δὲ ὄντων τῶν ζῳδίων καὶ αὐτοὺς διατιθεμένους , ἐὰν δὲ ἀμφότεροι ἑῷοι , πρὸς τὰ παιδικὰ
, ἐνίοτε δὲ καὶ ἀσώτους , φιλοκόσμους καὶ θρασεῖς καὶ διατιθεμένους καὶ ἀσελγαίνοντας . τῷ δὲ τοῦ Ἑρμοῦ συνοικειωθεὶς ἐπὶ
3934227 ὀρνις
ἡ μὲν δέρη θριξὶ χρυσοειδέσι κομᾷ , ἐφάλλεται δὲ καθάπερ ὄρνις ἐπὶ τοὺς ἐκεῖ συχνοὺς κυπέρους . μόνη δὲ καθ
, οἵ ῥ ' ἔτι μερμήριζον ἐφεσταότες παρὰ τάφρῳ . ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε περησέμεναι μεμαῶσιν αἰετὸς ὑψιπέτης ἐπ '
3933494 χερι
σοὺς πόνους . ὑμῶν δὲ μή τις ἀσπίδ ' ἄρηται χερί : ἐγὼ γὰρ † ἕξεω † τοὺς μέγ '
οὐ δῆτ ' , ἐπεί σφας τῆιδ ' ἐγὼ θάψω χερί , φέρους ' ἐς Ἥρας τέμενος Ἀκραίας θεοῦ ,
3929922 ῥιψ
δέ ἐστιν ἱμαντῶδες φυτόν . παρὰ τὸ ῥέπω ῥέψ καὶ ῥίψ . Γ ἀπέθανεν ] λείπει τότε . Γ ἐνέβαλον
δέ ἐστιν ἱμαντῶδες φυτόν . παρὰ τὸ ῥέπω ῥέψ καὶ ῥίψ . Γ ἀπέθανεν ] λείπει τότε . Γ ἐνέβαλον
3924696 πορδαλιν
ἀκοντίων καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκοντίων τὴν πόρδαλιν καλοῦσι τὴν κασαλβάδα . τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ
Καὶ τῶν πλατυλόγχων , ὡς ὁρᾷς , ἀκοντίων . Τὴν πόρδαλιν καλοῦσι τὴν κασαλβάδα . Τὴν κακκάβην γὰρ κᾶε τοῦ
3921157 ξηρ
ἀρχαῖον ἀπὸ τοῦ Θεοδοσιακοῦ Νικάνδρου μεταγεγραμμένον σκλήρ ' ] γράφεται ξῆρ ' , ξηρά : κατεσκληκότα περσείης ] δένδρον ἐστὶ
τριφθέντα , ῥαγέντα σκλήρ ' ἀπὸ περσείης : γράφεται καὶ ξῆρ ' ἀπὸ περσείης , ἐν τοῖς τῶν περσεῶν λέπεσιν
3920810 δαιτα
ὁδὸς ἅδε θαλυσιάς : ἦ γὰρ ἑταῖροι ἀνέρες εὐπέπλῳ Δαμάτερι δαῖτα τελεῦντι ὄλβω ἀπαρχόμενοι : μάλα γάρ σφισι πίονι μέτρῳ
δ ' αὖ νήκουστος ὁμοκλέων σφάξας ἐν μεγάροισι κακὴν ἀλεγύνατο δαῖτα . ὡς δ ' αὔτως πατέρ ' υἱὸς ἑλὼν
3920175 προσαγαγῃ
ἐν αὐτῇ ἀληθέσι τὸ ψεῦδος , γινώσκουσα , ὅταν τις προσαγάγῃ , ὅ τι παρὰ τὸν κανόνα τοῦ ἀληθοῦς .
νάρδῳ ἑψόμενα ὠταλγίας θεραπεύουσιν . ἐὰν δέ τις βελόνῃ κεντήσας προσαγάγῃ θήγων τοῖς ὀδοῦσιν , ὀδονταλγίαν ἰῶνται , καί εἰσι
3917916 ναπαισι
τιθύμαλλον καὶ σφάκον , πρὸς αὐτῷ ἀσφάραγον κύτισόν τε , νάπαισι δ ' ἀνθέρικος ἐνηβᾷ καὶ φλόμον ἄφθονον , ὥστε
φέρει τιθύμαλλον καὶ σφάκον πρὸς αὐτῷ ἀσφάραγον κύτισόν τε : νάπαισι δ ' ἀνθέρικος ἐνηβᾷ : καὶ φλόμον ἄφθονον ὥστε
3914532 κερασβολος
ἐκ θεῶν . γρ . αὐτοί τε ἐκ θεῶν . κερασβόλος . ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἐν τοῖς πυροῖς καὶ ὀσπρίοις
σκληροὺς διὰ τούτων : “ μή τις γένηται τῶν πολιτῶν κερασβόλος ἢ ἀτέραμνος ” . φασὶ γὰρ τὰ κατὰ τῶν
3906056 αὐδαν
τάδε πορὼν ὄλοιτ ' , εἴ μοι θέμις τάδ ' αὐδᾶν . Ὦ γενέθλα γενναίων , ἥκετ ' ἐμῶν καμάτων
ἐν ἀνθρώποισιν ἔργα γίγνεται . Ἀλλ ' , οὐ γὰρ αὐδᾶν ἔσθ ' ἃ μηδὲ δρᾶν καλόν , ὅπως τάχιστα
3905004 μιξῃ
ἐν ταύτῃ τῇ ὥρᾳ ἐὰν ἄνθρωπος καθαρὸς ἄρῃ ὕδωρ καὶ μίξῃ μετὰ ἁγίου ἐλαίου , πᾶν νόσημα ἰάσεται , δαιμονῶντας
τις ἄνθρωπος καθαρὸς ἁρπάσῃ καὶ βάλλει αὐτὸ ὁ ἱερεὺς καὶ μίξῃ μετ ' ἐλαίου καὶ ἁγιάσῃ αὐτὸ καὶ ἀλείψῃ ἀπ
3903764 στυγνον
φεύγεις μακρόν , Ἄδωνι , καὶ ἔρχεαι εἰς Ἀχέροντα πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον : ἁ δὲ τάλαινα ζώω καὶ
σχολαστικοὶ ὡς εἶδον αὐτὸν ἐξαίφνης γελάσαντα καὶ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ στυγνὸν καὶ σκυθρωπὸν γεγονός , μόνον δὲ τοὺς ὀδόντας φανεροὺς
3902357 γλεφαρων
: ἐκ δ ' ἄρ ' αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκˈρυα γηραλέων γλεφάρων , ἃν περὶ ψυχὰν ἐπεὶ γάθησεν , ἐξαίρετον γόνον
συναπτέον ἢ πρὸς τὸ κρατί , ἵν ' ᾖ τὸ γλεφάρων πρὸς τὸ κλαῖστρον . ὁ γὰρ ὕπνος ὥσπερ τι
3900988 χορευει
. Λύκος χανών : καὶ , ἡ λύκος περὶ φρέαρ χορεύει : ἐπὶ τῶν μάτην πονούντων . Λύκου πτερὸν ζητεῖς
παροφθεὶς , ἀλλ ' ἐπὶ ταῖς ὄχθαις ἔξω τῶν ποταμῶν χορεύει τὴν ἄπαυστον χορείαν , αἵματος καθαρὰ σώζων τὰ ὅπλα
3899683 λευκαν
μὲν ἐν κόλποισι Διωνύσοιο φυλάσσων , κρατὶ δ ' ἔχων λεύκαν , Ἡρακλέος ἱερὸν ἔρνος , πάντοθι πορφυρέαισι περὶ ζώστραισιν
οἵ ποτε Κύπρις ἑλοῖσα μῆλα Διωνύσου δῶκεν ἀπὸ κροτάφων . λεύκαν Ἡρακλέος : Ἐρατοσθένης ἐν πρώτῳ Ὀλυμπιονικῶν φησι τὸν Ἡρακλέα
3898667 πωεα
τοι καταλέξω . δώδεκ ' ἐν ἠπείρῳ ἀγέλαι : τόσα πώεα οἰῶν , τόσσα συῶν συβόσια , τός ' αἰπόλια
, τοῖν πωέοιν , ὦ πώεε . Πληθ . Τὰ πώεα , τῶν πωέων , τοῖς πώεσι , τὰ πώεα
3895082 χαριεντος
ὁμιλοῖεν , ἃ μὴ μόνον ἐκ τοῦ ἀστείου τε καὶ χαρίεντος ψιλὴν παρέξει τὴν ψυχαγωγίαν , ἀλλά τινα καὶ θεωρίαν
τοῦ ἀρσενικοῦ μακρά ἐστι : καὶ πάλιν παντός πᾶσα , χαρίεντος χαρίεσσα , Φοίνικος Φοίνισσα , ἄνακτος ἄνασσα , Κίλικος
3892095 ψηφιδι
μείζονος αὖθις ἀπᾴδουσαι . ἡ μὲν γὰρ ὑποχρύσῳ καὶ ἀργυρίτιδι ψηφίδι κεκοσμημένη τοῦ Σωτῆρος ἐν μέσῳ δείκνυσι τὴν μητέρα τὸν
οὐ τῆς ἐν χρώμασι μόνον , ἀλλὰ καὶ τῆς ἐν ψηφίδι μιμουμένης ἐκείνην : ὁ δὲ μαρμάρων δοκιμαστής , ὧν
3891531 ἀλοκα
τεκνώσασθαι : ἐξήνεγκε δὲ αὐτῷ τὸ χρηστήριον Μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα δαιμόνων βίᾳ . λαβὼν δὲ τὸν χρησμὸν καὶ ἀπελθὼν
ἐν Πυθοῖ , τὸ μὴ σπεῖρε , Λάιε Λαβδακίδα , ἄλοκα δαιμόνων βίᾳ , εἰς γὰρ κακόν σου τοῦτ '
3891198 λυραν
τῆς μουσικῆς ὀργάνων ἑκάστην τι ἔχουσαν : ἡ μὲν γὰρ λύραν κρατεῖ , ἡ δ ' αὐλούς , ἡ δ
τὸν Πᾶνα μελῳδίαι τέρπουσιν ἀσελγεῖς , ἐπειδὴ σοφοῦ ποιητοῦ πρὸς λύραν ᾄδοντος ἀκούσας ηὐφραίνετο , ὥστε καὶ ἐχρῆτο τῇ σύριγγι
3885240 αἰπολος
συναίρεσις ὡς τὸ “ ᾡπόλος ” ἀντὶ τοῦ “ ὁ αἰπόλος ” , ἔκθλιψις δὲ καὶ κρᾶσις καὶ συναίρεσις ὡς
Δάφνις ὑφ ' ἡδονῆς , ἀλλ ' ἅτε ἄγροικος καὶ αἰπόλος καὶ ἐρῶν καὶ νέος , πρὸ τῶν ποδῶν καταπεσὼν
3884728 θνητους
μόνους ὁ Ἀναξαγόρας . ὃ δὲ μηδὲν διαταραχθεὶς εἶπεν ᾔδειν θνητοὺς γεγεννηκώς . Ξενοφῶντι θύοντι ἧκέ τις ἐκ Μαντινείας ἄγγελος
ἦρα βαθείας ἐπὶ ληνούς ˘˘˘˘˘˘ – – ] ν εἰς θνητοὺς ἀνέφηνα ? ποτὸν Διονύσου ? [ ˘˘˘˘ – –
3884475 θυσιαισι
λιστοὶ δέ τε καὶ θεοὶ αὐτοί , καὶ τοὺς μὲν θυσίαισι καὶ εὐχωλαῖς ἀγαναῖσιν λοιβῇ τε κνίσῃ τε παρατρωπῶς '
λέγω ] ἐνιαυσίαις σφας μὴ λελησμένους [ ] χρόνωι ? θυσίαισι ? τιμᾶν ? ? ? ? καὶ σφαγαῖσι [
3884261 δομῳ
κατὰ δῶμα , αὐτὰρ ἐγὼ Θήβῃσιν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ ἐν δόμῳ Ἠετίωνος , ὅ μ ' ἔτρεφε τυτθὸν ἐοῦσαν δύσμορος
ῥά γ ' ἄτεκνος ; οὔκ , ἀλλὰ τριετῆ παῖδα δόμῳ λιπόμαν . * Ἀμύντου † τασπσαρος ! ἄτρεστον Λακεδαίμονα
3884136 βωμολοχος
κἀνάρμοστος ] ἀηδής . ※ . καταπύγων ] πόρνος . βωμολόχος ] ἀσεβής , φλύαρος . οἱ ἐν τοῖς βωμοῖς
κωμάζων , πᾶσαν ἀκολασίαν ὑπομένων . ἦν δὲ καὶ φύσει βωμολόχος καὶ καθ ' ἑκάστην ἡμέραν μεθυσκόμενος καὶ χαίρων τῶν
3882638 κιθαραν
. . . Καὶ ἡ μὲν ηὔλει , ἡ δὲ κιθάραν εἶχεν , ἡ δὲ ἐνέπνει τῇ σύριγγι . .
εἰς κιθαριστοῦ : οὕτως Ἀττικοί . ἐσπούδαζον γὰρ περὶ τὴν κιθάραν οἱ Ἀθηναῖοι τότε μανθάνειν μὴ φροντίζοντες τοῦ καλύπτεσθαι .
3882581 δευει
μάττει , πέττει , τίλλει , κόπτει , τέμνει , δεύει , χαίρει , παίζει , πηδᾷ , δειπνεῖ ,
, τάδε γίνεται ? ? [ ] ? [ : δεύει ? [ ] μάλ [ ' ] αὔτω τὼ
3875773 κνισῃ
δαίμοσιν πρὸς ἡδονὴν χολή , λοβοῦ τε ποικίλην εὐμορφίαν : κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτὰ καὶ μακρὰν ὀσφῦν πυρώσας δυστέκμαρτον εἰς
φῇ ὡς δὲ λέβης ζεῖ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ , κνίσῃ μελδόμενος ἁπαλοτρεφέος σιάλοιο . περὶ μέντοι τοῦ πότου ,
3870722 ἰοβολα
καθέλκει . μετὰ προπόλεως δὲ λειανθεῖσα ἡ πυτία καὶ ἐπιτεθεῖσα ἰοβόλα ἔλκη θηριόδηκτα ἰᾶται . Ἡ δὲ κόπρος αὐτοῦ λεία
ἑψόμενον γλυκὺ γίνεται . Ἐπειδὴ δὲ συνεχῶς τοῖς γεωργοῖς τὰ ἰοβόλα ἐνοχλεῖ θηρία , ἔχιδναι καὶ φαλάγγια καὶ ὄφεις καὶ
3868818 χρυσοκομης
τῶν πολιτικῶν οὕτως ] Δὴ γὰρ ἀργυρότοξος ἄναξ ἑκάεργος Ἀπόλλων χρυσοκόμης ἔχρη πίονος ἐξ ἀδύτου , ἄρχειν μὲν βουλῆς θεοτιμήτους
ὦ Δεόνυσε , δέχεσθαι . σφαίρηι δηὖτέ με πορφυρῆι βάλλων χρυσοκόμης Ἔρως νήνι ποικιλοσαμβάλωι συμπαίζειν προκαλεῖται : ἡ δ '
3868541 θηρευσαμενη
καὶ ῥόας πρὸς θεῶν , ἔραμαι τέττιγα φαγεῖν καὶ κερκώπην θηρευσαμένη καλάμῳ λεπτῷ . οὐχ ἑψητῶν λοπάς ἐστιν . καὶ
, ἥτις ᾧ ἂν κτήσηται ἢ ποι - ήσασα ἢ θηρευσαμένη αὐτὴ καὶ ἐπιστήσεται χρῆσθαι , καὶ ἡ τοιαύτη ποιήσει
3866752 κυνηγετου
, σύνθηρος , ὁμόθηρος . ἐρεῖς δ ' ἐπὶ τοῦ κυνηγέτου ζητητὴς θηρίων , πολέμιος θηρίων , ἐχθρός ἀντίπαλος ,
ὁμώνυμον . ἰχνευτής , ἀρκυωρός , σκοπιωρούμενος . σκευὴ δὲ κυνηγέτου χιτὼν εὐσταλὴς ἔσται , πρὸς τὴν ἰγνύαν καθήκων ,

Back