συνῃρημένως τῷ ὑποκειμένῳ τὸν ὁρισμὸν ἐπιδέχονται . ζῷον γὰρ ἄλογον χρεμετιστικὸν ὁ ἵππος ὢν καὶ τὸ ὑποκείμενον ἐν τῷ λόγῳ | ||
λέγονται ἴδια , ὡς τὸ γελαστικὸν τῷ ἀνθρώπῳ , τὸ χρεμετιστικὸν τῷ ἵππῳ , τὸ ὑλακτικὸν τῷ κυνί , ἢ |
τοῦ ζώου εἶναι . καὶ πάλιν ἂν θελήσαιεν τὸν ἄνθρωπον ὑπόπουν δεῖξαι , συλλογίζονται μὲν ἢ ἄπουν ἢ ὑπόπουν αὐτὸν | ||
τὸν ἀνθρώπου ὁρισμὸν ἔχομεν συναθροισθέντα περὶ αὐτοῦ τὰ ζῷον πεζὸν ὑπόπουν δίπουν ἄπτερον , εἶθ ' ὑποθώμεθα , ταὐτὸν δὲ |
οἷον τὸν Σωκράτην , διότι ἐστὶν ἄνθρωπος , ἅπαν εἶναι γελαστικόν , τοῦτο δέ ἐστι τὸν Σωκράτην πάντα ἄνθρωπον εἶναι | ||
γὰρ ἄνθρωπος , τοῦτο καὶ γελαστικόν , καὶ εἴ τι γελαστικόν , τοῦτο καὶ ἄνθρωπος . Χωρήσωμεν οὖν ἐπὶ τὴν |
† δῆλον ἔχομεν ζῷον δίπουν , καὶ πάλιν ζῷον δίπουν ἄπτερον : ὁμοίως δὲ καὶ εἰ πλείονα λέγονται . ὅλως | ||
ὅτι τοῦ ὑπόποδος τὸ μέν ἐστι πτερωτόν , τὸ δὲ ἄπτερον : διαφοραὶ γὰρ αὗται ζῴου ὑπάρχουσιν , οὐ τοῦ |
: ξύνεσιν δ ' ἔχον ? ? [ τέτραπον ἠδὲ δίπουν ] τι τρίπουν ? [ [ ] νῆ τρισὶ | ||
ἄνθρωπος , τοῦτο καὶ δίπουν , οὐκ εἴ τι δὲ δίπουν , τοῦτο καὶ ἄνθρωπος . πάλιν εἴ τι φαλακρόν |
, εἶτα τέμοι τὸ ζῷον εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν ὑπερβὰς τὸ πεζόν . ἔστι δὲ τοῦτο κακία ὁρισμοῦ | ||
δὲ ξηρῶν φαρμάκων ἀδήκτωϲ οἶδά ποτε τῷ διφρυγεῖ δαπανηθέντα τὸν πολύπουν . εὐδοκιμεῖ δὲ ἐπ ' αὐτῶν καὶ τὸ προειρημένον |
μιμεῖσθαι πειρώμενοι συναποβάλλουσιν ἃ εἶχον , οἷς μαθεῖν ἐπετήδευον . χρεμετίζειν μὲν γὰρ οὐκ ἔμαθον , ᾄδειν δὲ ἐπελάθοντο . | ||
τὸ γελᾶν καὶ ἄλλο τὸ γελαστικόν , καὶ ἄλλο τὸ χρεμετίζειν καὶ ἄλλο τὸ χρεμετιστικόν . Τῶν προκειμένων πραγμάτων πρὸς |
ἁπλῶς λέγειν Κορίσκον ἀποδώσει τις , οἶον ἆρ ' ὁ Κορίσκος μουσικός ἐστι ; τῷ δέ , εἴτ ' οὖν | ||
τὸ ἐπικρῖνον , ἀληθὲς εἰπεῖν ὑπνώττοντα , ὅτι τοῦτο οὐ Κορίσκος , ἀλλ ' οἷον Κορίσκος καὶ εἴδωλον , καὶ |
Ἄρηος . αὐτὰρ ὃ βοῦν ἱέρευσε ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγαμέμνων πίονα πενταέτηρον ὑπερμενέϊ Κρονίωνι , κίκλησκεν δὲ γέροντας ἀριστῆας Παναχαιῶν , | ||
' ὀτρύνοντος ἄκουσαν . αὐτίκα δ ' εἰσάγαγον βοῦν ἄρσενα πενταέτηρον : τὸν δέρον ἀμφί θ ' ἕπον καί μιν |
εἰς α . Ἡράκλεες Ἡράκλεις καὶ Ἥρακλες καὶ ἀττικῶς ὦ Ἡρακλέη : ἰστέον ὅτι τὸ μὲν Ἡράκλεες ὥσπερ τὸ ὦ | ||
καὶ Ἡρακλῆα ποιητικῶς : ἰστέον ὅτι εὐλόγως ἐγένετο Ἡρακλέα καὶ Ἡρακλέη διχῶς , ἐπειδὴ τοῦ ε φωνῆεν προηγεῖται ἐν τῷ |
. Γ ἅρπυιαι : ἅρπαγες τῶν ἰχθύων : ἅρπυια γὰρ ἁρπακτικὸν ζῷον . Γ γραοσόβαι Γ : ἀπὸ τῶν ἰχθύων | ||
ἀνάκειται τῷ Διΐ : κύνα δὲ αὐτὸν λέγει διὰ τὸ ἁρπακτικὸν , ἢ διότι ἀναιδῶς ἔμελλε τῷ Προμηθεῖ ἐπιτίθεσθαι . |
λόγον ποιεῖσθαι τοῦ ἀνθρώπου , ἀλλὰ διαιρεῖν καὶ τοῦτο εἰς ἄπουν καὶ δίπουν καὶ πολύπουν : οὕτω γὰρ τὸ τέλειον | ||
χυλὸν ὀργάσας πίε . καὶ ἐπὶ τοῦ κοχλίου : ζῷον ἄπουν ἀνάκανθον ἀνόστεον ὀστρακόνωτον ὄμματ ' ἐκκύπτοντα προμήκεα κεἰσκύπτοντα . |
μετ ' αὐλῶν καὶ συρίγγων φωνεῖν : τὸ χ ὅτι συνθέτως ἀναγινώσκεται καὶ ὅτι οὐκ ἔστιν Εὐριπίδειος ὁ στίχος : | ||
. . Σάμου ὑληέσσης Θρηικίης : ἡ διπλῆ ὅτι οὐδέποτε συνθέτως εἴρηκε Σαμοθρᾴκην . . . . Τρωσὶν δαμναμένους : |
, ὁ ποιμήν . χόλον : ὀργήν . ὑλακόεντα : ὑλακτικὸν , βαϋστικὸν , βαβιστικὸν , τὸν ἀπὸ τῆς ὑλακῆς | ||
. τελευταῖον δὲ καὶ Μένιππόν τινα τῶν παλαιῶν κυνῶν μάλα ὑλακτικὸν ὡς δοκεῖ καὶ κάρχαρον ἀνορύξας , καὶ τοῦτον ἐπεισήγαγεν |
καὶ δυνάμει μέν εἰσι ταῦτα τὰ προρρηθέντα , κεφαλωτόν , πηδαλιωτὸν καὶ πτερωτόν , ἐνεργείᾳ δὲ ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ | ||
καὶ ἀντὶ τοῦ ζῴου εἰπεῖν κεφαλωτόν , ἀντὶ τοῦ πλοίου πηδαλιωτὸν καὶ ἀντὶ τοῦ ὄρνιθος πτερωτόν : τότε γὰρ πρὸς |
ὕραξ , ὁ μῦς Αἰολικῶς : ἔοικε γὰρ ὁ μῦς ὑὶ καθάπερ καὶ παράγεται λιχμήρεας δὲ τοὺς περιλείχοντας ἠρήμωσεν ] | ||
τοῖς χρησομένοις αὐτῇ πέφυκε λυσιτελὴς εἶναι . ἐοίκασι δὲ τῇ ὑὶ τῇ Αἰσώπου οἱ τύραννοι ὑποπτεύ - οντες καὶ δεδοικότες |
αὐτοὺς δὲ τούτους τοὺς Καθαρμοὺς Ὀλυμπίασι ῥαψῳδῆσαι λέγεται Κλεομένη τὸν ῥαψῳδόν , ὡς καὶ Φαβωρῖνος ἐν Ἀπομνημονεύμασι . . . | ||
τοὺς Καθαρμοὺς [ ἐν ] Ὀλυμπίασι ῥαψῳδῆσαι λέγεται Κλεομένη τὸν ῥαψῳδόν , ὡς καὶ Φαβωρῖνος ἐν Ἀπομνημονεύμασι . φησὶ δ |
οὔτ ' αὐτὸς οὔθ ' ὁ ζύγιος οὔθ ' ὁ σαμφόρας , ἀλλ ' ἐξελῶ ς ' εἰς κόρακας ἐκ | ||
κοππατίας ἵππους ἐκάλουν οἷς ἐγκεχάρακτο τὸ κ στοιχεῖον , ὡς σαμφόρας τοὺς ἐγκεχαραγμένους τὸ σ . Θ τὸ γὰρ σ |
ἐγκατατεταγμένους ἀδήλως . οὐ μέντοι προσήκει γε ἔμμετρον οὐδ ' ἔρρυθμον αὐτὴν εἶναι δοκεῖν , ἀλλ ' εὔρυθμον αὐτὴν ἀπόχρη | ||
' οἱ Λάκωνες ἐν τοῖς πολέμοις τὰ Τυρταίου ποιήματα ἀπομνημονεύοντες ἔρρυθμον κίνησιν ποιοῦνται . . , : ὅτι δὴ γένος |
ὁ Σωκράτης , αὐτός τε καὶ ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸ ζῷον , εἴπερ σημαίνει ἕκαστον αὐτῶν τόδε τι ὂν καὶ | ||
, τὸ πάντη καὶ ἀεὶ ἀκίνητον : εἰ δὲ πολυχρονιώτατον ζῷον , ὡσαύτως ἀεὶ κατὰ τὰ αὐτὰ ἀπαράλλακτον , ἀπὸ |
τὸ μὲν οὔ ποτ ' ἐρωεῖ : πρὸς γὰρ τὸ συνώνυμον τοῦ νέφους ἀπήντησε . καὶ ἔτι ἐπὶ πλήθους ἦ | ||
τὸ γενικόν : ὥσπερ ἀμφιβολία καὶ ἀμφίβολον , συνωνυμία καὶ συνώνυμον , διωνυμία καὶ διώνυμον , ὁμωνυμία καὶ ὁμώνυμον . |
ἡ καὶ κογχύλη λεγομένη , κηρύκιόν ἐστι μικρόν , ὥσπερ ὀνύχιον . αὕτη ὑποθυμιωμένη ἀναδρομὰς ὑστέρας παύει καὶ πνιγμοὺς ἀποσοβεῖ | ||
] . ἀπὸ τοῦ σφραγὶς τὸ δακτύλιον , ὄνυξ τὸ ὀνύχιον καὶ τοῦ ἀργὸς καὶ τοῦ κομῶ τὸ ἐπιμελοῦμαι . |
, οἷον αἰτιασάμενος γάρ με ἃ καὶ λέγειν ἄν τις ὀκνήσειεν εὖ φρονῶν , τὸν πατέρα ὡς ἀπέκτονα ἐγὼ τὸν | ||
προσεγκαλοῖεν , ὡς οὐδὲ ἰσόῤῥοπον φωνὴν ἀφέντι , ἵν ' ὀκνήσειεν καὶ βουλεύσαιτο ὁ Λυδός : ἀλλὰ καταλῦσαι καθ ' |
, ἀλλὰ πρὸς ὀφθαλμὸν ἐπιστάτου , πληγῆς τὴν ἐπιτίμησιν οὐδέποτε χωρίζοντος . Οἱ δὲ ἄνηβοι παῖδες εἰς τοὺς ὑπὸ τούτων | ||
αὖ πάλιν κεχωρίσθαι , οὐ φεύξεται τὴν ἐξ ἀνάγκης τοῦ χωρίζοντος ὑπόστασιν . Ἂν δ ' ἄρα τις καὶ τρίτον |
τὴν ἰλύν : ἐξ αὐτῆς γὰρ ἔχει τὸ εἶναι . ζῶον , ἀπὸ τῆς ἐν ἡμῖν ζέσεως τοῦ θερμοῦ : | ||
πᾶν ζῶον ἔμψυχον , πᾶν ἔμψυχον οὐσία , πᾶν ἄρα ζῶον οὐσία , συνάγει οὖν τὴν οὐσίαν κατὰ τοῦ ζώου |
περιτραχήλια δὲ ξύλινα ἢ τρίχινα , ἀφ ' ὧν ὁ ῥυτὴρ ἀπήρτηται : ἔνιοι δὲ καὶ χωρὶς ὁλκῆς ἕπονται ὡς | ||
ἀλλὰ βυρσίνην ἔχων : ἀπὸ τοῦ μυρσίνην . βυρσίνη δὲ ῥυτὴρ ἢ ἱμάς . ἔπαιξε δὲ παρὰ τὸ βυρσοδέψην εἶναι |
. νῦν τὰ χρώματα , ἢ βάμματα . ξυστίδας . ξυστίς ἐστι λεπτὸν ὕφασμα , περιβόλαιον , ἢ χιτὼν ποδήρης | ||
ἄρ ' ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν . ψήφισμα ἔθηκεν γαλιδέως ξυστίς προσκεφάλαιον φελλέα ὡραΐζεσθαι πιεῖν δὲ θάνατος οἶνον ἢν ὕδωρ |
Ἀμαῖα γὰρ ἡ Δημήτηρ , Ἀζησία δὲ ἡ Κόρη . Ἅμαξα τὸν βοῦν ἕλκει : ἐπὶ τῶν ἀντιστρόφως τι ποιούντων | ||
σωτὸς , ἄσωτος : ὡς πληρώσω πληρωτὸς , ἀπλήρωτος . Ἅμαξα , ἄξω , ἄξα : ἅμαξα σύνθετον . Ἄρδην |
ὢν ἅρμ ' ἐλαύνῃς πρὸς πόλιν , ὥσπερ Μεγακλέης , ξυστίδ ' ἔχων ” ἐγὼ δ ' ἔφην : “ | ||
διώκεις , κινεῖς . πρὸς πόλιν ] εἰσερχόμενος . . ξυστίδ ' ἔχων : ξύστις ⌈ ξύστιδος προπαροξυτόνως [ παροξύτονον |
' ἐγένοντο στρατός : ἡ φράσις κατὰ σχῆμα : ἀπὸ πληθυντικοῦ γὰρ ἑνικὸν ἐπήγαγε . καὶ ἔστι τὸ ἐναντίον παρ | ||
οὐ γὰρ ἐν ὑποκορισμῷ εἴρηκεν . παρήγαγε δὲ ἀπὸ τοῦ πληθυντικοῦ τοῦ οἱ νοῖ τὸ νοΐδιον ὑποκοριστικόν : τινὲς δέ |
γὰρ δύναται μεγάλα τοῖς σωφροσύνην διώκουσιν . Οὐκ ἐγώ σε κωμῳδῶ , ἀλλὰ Φαίδων , λέγων γεγονέναι σε κρείσσω καὶ | ||
, τέμνω σοι τὸ κρέας , ἀναγινώσκω σοι Ἀλκαῖον , κωμῳδῶ σοι τοὺς Ἐπιτρέποντας : ὧν , ὡς ἔφαμεν , |
γὰρ δύο εὐθεῖαι νοοῦνται , λέγω τοῦ ὀνόματος καὶ τοῦ ὑποτακτικοῦ ἄρθρου , ὅταν τὸ αὐτὸ πρόσωπον τὰς δύο διαθέσεις | ||
Ὅμηρος οὐδέποτε τίθησι : τοὔμπαλιν δ ' ἀντὶ τοῦ ὃς ὑποτακτικοῦ παραλαμβάνει τὸ προτακτικὸν ὅ : Σίσυφος ἔσκεν , ὃ |
. ἔνθεν , οὐδ ' ὄθομαι τοῦ κοτέοντος : καὶ ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη : ἐνόθω ἔνοθεν ἐνήνοθεν , | ||
ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε : αὐτὰρ ὕπερθε φοξὸς ἔην κεφαλήν , ψεδνὴ δ ' ἐπενήνοθε λάχνη . ἔχθιστος δ ' Ἀχιλῆϊ |
ἢ ἀποφατικῶς , οἷον καταφατικῶς μὲν οἷον ἄνθρωπος βαδίζει , ἀποφατικῶς δὲ οἷον ἄνθρωπος οὐ βαδίζει , ἢ σχέσιν τινὰ | ||
καὶ ἀριθμητικῶν θεωρημάτων τὰς προτάσεις καταφατικὰς ἐχόντων τὸ ζʹ θεώρημα ἀποφατικῶς τῇ προτάσει κέχρηται . φησὶ δὲ καὶ ὁ Ἀριστοτέλης |
οὗ τὸ περσιστί ἐπίρρημα , ὡς τοῦ δωρίζω δωριστί καὶ σκυθιστί . Περσέπολις , πόλις Περσίδος . τὸ ἐθνικὸν Περσεπολίτης | ||
δωριστί καὶ αἰολιστί , βαρβαριστί , μηδιστί , συριστί , σκυθιστί . καὶ ἐπεὶ ἅπαξ τὸ ἰάζω συνεκόπη ἐκ τοῦ |
] ὄμνυσιν , ὅτι ἐν τῇ ἑορτῇ τούτου ἠγωνίζετο . φασιανοὺς ] ὀνόματα ἵππων . Λεωγόρας ] ⌈ ἄριστος οὗτος | ||
κάλλιον τεθέαται : ὁ δέ , ἀλεκτρυόνας , εἶπε , φασιανοὺς καὶ ταώς : φυσικῷ γὰρ ἄνθει κεκόσμηνται καὶ μυρίῳ |
μῆκος , δακτύλων δὲ πλάτος , τῶν ἰδίων δηλονότι τοῦ ἐπιδεομένου : γελοῖον γὰρ τριῶν ἐτῶν εἰ τύχοι παιδίον , | ||
: ἁρμόζον τὸ εἶδος τῷ εἴδει καὶ τῷ πάθει τοῦ ἐπιδεομένου . Ἀγαθὰ δὲ δύο εἴδεα τοῦ ἐπιδεομένου : ἰσχύος |
πλείους : καὶ ἡμεῖς δὲ συγκατατιθέμεθα : οὐ γάρ ἐστιν ἐπιθετικόν , ὡς ἀξιοῖ Τυραννίων . ὁ μέντοι Ἀριστοφάνης ἐκεῖνό | ||
δ ' οὕτως λέγοιτο , καὶ ὀξύνοιτ ' ἂν ὡς ἐπιθετικόν , ὡς τὸ Ἡραῖον τεῖχος καὶ Ἥραιον , καὶ |
. Ἐριβρύχην : μεγαλόηχον , μεγάλως βρυχόμενον , τὸν μεγάλως ἠχοῦντα . δινέονται : συστρέφονται , ἀναστρέφονται . Πλεῖστον : | ||
θαυμαστῶν ἢ ταχυτάτων . κελαδήματα ] ἤχους . κελάδοντα ] ἠχοῦντα . βαρύβρομον ] ⌈ μεγαλόηχον . [ μεγάλως ἠχοῦντα |
συμβουλευτικὸν καλεῖται : τὸ γὰρ εἶδος τὸ συμβουλευτικὸν πῂ μὲν ἀμφιβαλλόμενον πῂ δὲ ὁμολογούμενον : ὅταν μὲν οὖν ἀμφιβάλληται , | ||
, εἰϲ ταῦτα ἀποβλέπων τὰ γνωρίϲματα εὑ - ρήϲειϲ τὸ ἀμφιβαλλόμενον : τῇ τῶν παροξυϲμῶν ἀναλογίᾳ δεῖ προϲέχειν τὸν νοῦν |
Μύσωνα Κλεόβουλον Περίανδρον Ἀνάχαρσιν Ἀκουσίλαον Ἐπιμενίδην Λεώφαντον Φερεκύδην Ἀριστόδημον Πυθαγόραν Λᾶσον . . . Ἀναξαγόραν . . . . , | ||
Εὐφρόνιος ἐν τοῖς ὑπομνήμασί φασι τοὺς κυκλίους χοροὺς στῆσαι πρῶτον Λᾶσον τὸν Ἑρμιονέα : οἱ δὲ ἀρχαιότεροι Ἑλλάνικος καὶ Δικαίαρχος |
συνθέσει ἀμφοῦδις . . . . ἀμφορεύς : τὸ ἑκατέρωθεν δίωτον σταμνίον . ἢ τὸ ἑκατέρωθεν αἰρόμενον † ἀμφαιρεύς καὶ | ||
. ἀμόργινον Ἀττικοί , λεπτὸν ὕφασμα Ἕλληνες . ἀμφορέα τὸν δίωτον στάμνον Ἀττικοί , στάμνον Ἕλληνες . ἀμφορεύς Ἀττικοί , |
ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν . ἐνδέχεται γάρ τινα γραμματικόν τι ποιῆσαι ἢ ἀπὸ τύχης ἢ ἄλλου ὑποθεμένου καὶ | ||
οἷον ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικὸν γραμματικόν : οὗτος γὰρ πλεονάζων οὐκ ἀντιστρέφει : εἴ τι |
. καὶ τὸ πέλαγος οὕτως Αἰγαῖον πέλαγος λέγεται , καὶ ἀρσενικῶς Αἰγαῖος πόντος . ἔστι καὶ Αἰγαῖον πεδίον συνάπτον τῇ | ||
Τάρας , πόλις Ἰταλίας καὶ ποταμὸς ὁμώνυμος παρὰ θάλασσαν . ἀρσενικῶς δὲ κατ ' ἀναλογίαν : οὐδὲν γὰρ εἰς ρας |
Καὶ τοὺς σπειρομένους τόπους εὐθαλεῖς λειμῶνας λέγει . Κέγχρος ] Εἶδος ἀρώματος ἡ κέγχρος . Ἐρυθραίου ] ἢ ὅτι ξανθὴν | ||
συνείρων δὲ , εἰς ὁρμαθὸν συντιθείς . 〛 σπίνους : Εἶδος ὀρνέου ὁ σπίνος . τρία δὲ αὐτοὺς λυπεῖ , |
τοῖς ἀμπελῶσι φύεσθαι καὶ ποιεῖν τὸν οἶνον οὕτω διουρητικὸν ὥστε λαγαροὺς εἶναι πάνυ τοὺς πίνοντας . Ἄριστος δὲ πάντων καὶ | ||
τὴν κοιλίαν ἐπισυνεσταλμένην ἔχουσιν , ἰσχνοὶ ὄντες ὄπισθεν καὶ τοὺς λαγαροὺς δὲ τοῖς σώμασιν ἀνθρώπους καὶ μὴ προκοιλίους σφηκώδεις φασί |
ὅτι ἡ ἐκ μεταθέσεως κατάφασις οὐκ ἔστιν ἀπόφασις , ἀναγκαίως συνάξαι ἔστιν , ὅτι κατάφασις ἐστί : πάντα γὰρ ἀποφαντικὸν | ||
κουκουλίθραν . † Ὁ μῦθος δηλοῖ τοὺς πένητας οἵτινες ἐξερχόμενοι συνάξαι διατροφὰς συλλαμβάνονται παρὰ δυναστῶν καὶ κινδυνεύουσι μὴ ἐλεούμενοι ὑπ |
οἷον ἀλωπέκων καὶ θώων καὶ λυγκῶν , τὸ ὑλακτεῖν καὶ ὠρύεσθαι . εἴποις δ ' ἂν κλάζειν μὲν ἀετούς , | ||
. διαφέρει δὲ ῥύγχος καὶ πρόσωπον ὥσπερ τοῦ φωνεῖν τὸ ὠρύεσθαι καὶ τοῦ γῆμαι τὸ γήμασθαι καὶ τοῦ τεκεῖν τὸ |
' ὅπερ Ὅμηρος ἐπαινῶν τὸν Ὀδυσσέα ὡς πιθανὸν εἰπεῖν καὶ πλάσασθαι τὰ μὴ γενόμενα εἴρηκε , τοῦτό μοι δοκεῖ κἂν | ||
ἐνθυμεῖσθε δὲ ὅτι ὀλίγον μὲν χρόνον δύναιτ ' ἄν τις πλάσασθαι τὸν τρόπον τὸν αὑτοῦ , ἐν ἑβδομήκοντα δὲ ἔτεσιν |
προσηγορεύθη . Ἀντίγονος τὸ μὲν ἐν Ἱεραπόλει θερμὸν ὕδωρ πάντα ἀπολιθοῦν φησι , καὶ αὐτὸ δὲ πέσσεσθαι καὶ λίθον γίνεσθαι | ||
, πάντα βιάζεσθε ἃ μὴ πεφύκατε . τὰ Φασὶ ταύτην ἀπολιθοῦν τοὺς θεασαμένους αὐτήν , καὶ Περσέως ἀποτεμόντος αὐτῆς τὴν |
οἴκησιν , ὃν τρόπον χρῆται καὶ τοῖς θάμνοις πρὸς τὸ ἐγκαθεύδειν . Ὕδρῳ δὲ ἐοικώς , τὸ καθαρὸν καὶ ἐπὶ | ||
λόγοι γίνωνται σὺν τοῖς συνιοῦσιν ἐπωφελεῖς . εἰώθεισαν δὲ καὶ ἐγκαθεύδειν τινὲς τοῖς χαλκείοις κρυμῶν ὄντων καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις |
τὸν λαβόντα τὸν χρησμόν , . , . * . Βουκέφαλος : ὁ ἵππος , ὃν Ἀλέξανδρος † ἐπέκτητο . | ||
εἶναι τὸ ὄν , ὡς ὁ Καλλίας , ὡς ὁ Βουκέφαλος ἵππος , ὡς τοδὶ τὸ μέλαν . πότερον οὖν |
. Αἰπόλει σοί φησιν ἡ παροιμία . Ἐν ἀμούσοις καὶ κόρυδος φθέγγεται : Ἐρετριέων ῥῶ : ἐπὶ τῶν κατακόρως τισὶ | ||
εἰς ΔΟΣ ὑπερδισύλλαβα βραχείᾳ παραληγόμενα προπαροξύνεται : ὄμαδος κέλαδος Τένεδος κόρυδος , ὅπερ οἱ Ἀττικοὶ ὀξύνουσιν . Τὰ εἰς ΔΟΣ |
διαφέρει . κέλης μὲν γάρ ἐστι πλοιάριόν τι μικρόν , ἐπακτροκέλης δὲ κακοῦργον καὶ λῃστρικὸν σκάφος μεταξὺ ἐπακτρίδος καὶ κέλητος | ||
, κακοτροπία δὲ ποικίλη καὶ παντοδαπὴς πανουργία . κέλης καὶ ἐπακτροκέλης διαφέρει . κέλης μὲν γάρ ἐστι πλοιάριόν τι μικρόν |
δὲ συμβέβηκε πιμελὴν , ἀλλ ' οὐ στέαρ ἔχειν : χαυλιόδοντα δ ' ἐστὶ τὰ ὑποφαίνοντα ἔξω τοὺς ὀδόντας , | ||
δὲ συνόδοντα , οἷον πρόβατα καὶ ὅμοια : τὰ δὲ χαυλιόδοντα , οἷον χοίρου καὶ τῶν ὁμοίων : ἢ μυλίτας |
' ἄλληλα ἑτέρων γενῶν αἱ αὐταὶ εὑρίσκονται διαφοραί . κἂν διέλῃ τις τὸ ζῷον εἰς ἔναιμον καὶ ἄναιμον καὶ τὸ | ||
, ἂν λαβών τις τὸν ἀριθμὸν πάντα καὶ πᾶν πλῆθος διέλῃ εἴς τε τὸ περιττὸν καὶ ἄρτιον , προσλαμβάνοι δὲ |
, οὗ τάλαντα τρισχίλια ἔκειτο ἀργυρίου , καὶ προσηγορεύετο βασιλικὸν ὑποπόδιον . ἦν δ ' ἐν τῷ κοιτῶνι καὶ λιθοκόλλητος | ||
, σύμμετρον δὲ καὶ τὸ ὕψος , ταῖς γὰρ μικρομεγέθεσιν ὑποπόδιον ὑποτιθέμενον ἀναπληροῖ τὸ ἐλλεῖπον . τῶν δὲ ὑπὸ τῆς |
. , , : ἐκ δὲ τῆς Φαιστοῦ τὸν τοὺς Καθαρμοὺς ποιήσαντα διὰ τῶν ἐπῶν Ἐπιμενίδην φασὶν εἶναι . . | ||
τῶν Σιμωνίδου τινὰς ἰάμβων ὑποκρίνεσθαι . τοὺς δ ' Ἐμπεδοκλέους Καθαρμοὺς ἐραψῴδησεν Ὀλυμπίασι Κλεομένης ὁ ῥαψῳδός , ὥς φησιν Δικαίαρχος |
δ ' αὐτῶν τοὺς ποιητάς , Ὅμηρον μὲν ” γλακτοφάγων ἀβίων τε , „ δικαιοτάτων ἀνθρώπων „ φήσαντα τὴν γῆν | ||
ἀβλεπές , κατὰ συγγένειαν τοῦ μ πρὸς τὸ π . ἀβίων . τῶν ἅπαξ εἰρημένων : “ γλακτοφάγων ἀβίων τε |
οὔτ ' ἂν τῷ ἀνθρώπῳ συμπλέκῃς τὸν ἄμουσον ἄνθρωπον γίνεσθαι μουσικόν , ὁ ἄμουσος ἄνθρωπος ὑπομένει : λέγω δὲ τὸ | ||
οἷον τὸ δίκαιον μουσικὸν εἶναί φαμεν , καὶ τὸν ἄνθρωπον μουσικόν , τὴν κατὰ φύσιν κατηγορίαν , καὶ τὸν μουσικὸν |
ἢ γὰρ τῷ κατὰ φύσιν πλησιάζει ἢ τῷ πάντῃ ἀφεστηκὸς ἀνομοίῳ . καὶ ἐφ ' ὅσον μὲν τῷ κατὰ φύσιν | ||
τὸ γὰρ ὅμοιον πρὸς τὸ ὅμοιον παραλαμβάνεται , ἀνόμοιος δὲ ἀνομοίῳ οὐδέποτε φίλος . οὗτοι δὲ οἱ λόγοι ὀλίγους παντελῶς |
ὥς χ ' ὁ ξεῖνος . παῖσαι : Ἀντὶ τοῦ παῖξαι Ἀττικῶς . . ταινιοῦσθαι : Ἀντὶ τοῦ στεφανοῦσθαι . | ||
. πράξεται Ἀττικοί , πράξει Ἕλληνες . παῖσαι Ἀττικοί , παῖξαι Ἕλληνες . πεπραγώς ἐν τῷ γ Ἀττικοί , πεπραχώς |
τοὺς ἐξ αὑτῶν γεγονότας καὶ τὰς χεῖρας εἰς τὸν οὐρανὸν ἀνατείνοντας ἐπικαλεῖσθαι τὸν πάντων ἐφορῶντα τὸν βίον τῶν ἀνθρώπων ἥλιον | ||
καὶ οὕτως ἐπισπᾶσθαι τὸ κεχαλασμένον μέρος τοῦ περιτοναίου , καὶ ἀνατείνοντας καὶ ἀποθλίβοντας ἀκριβῶς τὸ ἐν αὐτῷ ἔντερον ἀποσφίγγειν τὸ |
ἧς ἀφεῖσθαι ζητεῖτε ὀργῆς , ταύτης ὡς ἀφιέντες μεγαληγορεῖτε , συγχέοντες τὴν τῆς ἀληθείας φύσιν καὶ τὴν τῶν δικαίων ἀξίωσιν | ||
Γεωγρ . , : οἱ ποιηταὶ δὲ μάλιστα οἱ τραγικοὶ συγχέοντες τὰ ἔθνη , καθάπερ τοὺς Τρῶας καὶ τοὺς Μυσοὺς |
, Λύκει ' Ἄπολλον , οἲ ἐγὼ ἐγώ . αὕτη δίπους λέαινα συγκοιμωμένη λύκῳ , λέοντος εὐγενοῦς ἀπουσίᾳ , κτενεῖ | ||
καὶ ὡς Πλάτων παραποδισθῶμεν , καὶ Ξενοφῶν κακόποδας . καὶ δίπους καὶ τρίπους καὶ τὰ ἐφεξῆς , ὧν μόνον ὁ |
δ ' ἐπὶ συὸς ἀγρίου τάττουσιν αὐτό . Τὸ μὲν λαγὸς κοινὸν ὂν εὕρηται παρὰ Σοφοκλεῖ , γλαῦκες , ἰκτῖνοι | ||
πεζῷ καὶ ἵπποισι ὡς συμβαλέοντες . Τεταγμένοισι δὲ τοῖσι Σκύθῃσι λαγὸς ἐς τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι |
ἕτερα πάντῃ πάντως εἰσίν : ὁ δὲ Κορίσκος τῷ ἐγκεκαλυμμένῳ Κορίσκῳ ὁ αὐτός ἐστιν . ὥστε οὐ δεῖ λέγειν ὅτι | ||
δὲ τὸν κεκαλυμμένον , ὅπερ συμβέβηκελέγω δὴ τὸ κεκαλύφθαι τῷ Κορίσκῳ , ὤστε οὐχ ᾗ Κορίσκος ἀγνοεῖ τὸν Κορίσκον , |
βοὸς καὶ εἴρηται παρὰ τὸ κινεῖν τὴν οὐρὰν ἐν τῷ μυκᾶσθαι . καὶ Ἀπίων δὲ εὑρὼν τὴν ἐτυμολογίαν παρὰ Ἀπολλοδώρῳ | ||
. . . . . Μυκάλη . παρὰ τὸ ἐκεῖ μυκᾶσθαι τὰς Γοργόνας δια Οʹθος . παρὰ τὸν μολυσμὸν τῶν |
ὥσπερ ἄνθρωπον Ἰνδιστί , ἂν δὲ Ἑλληνιστὶ μάθηι , καὶ Ἑλληνιστί . περὶ τῆς κρήνης τῆς πληρουμένης ἀν ' ἔτος | ||
κἂν μακρῷ τῷ ι χρῆται κἂν βραχεῖ , ὀξύνεται , Ἑλληνιστί , ἀμογητί , πανοικί . πῶς οὖν βαρύνεται τὸ |
Ἄρχιππος Ἰχθύσιν , ὡς πρόκειται . τὴν δὲ γενικὴν Κρατῖνος Ὀδυσσεῦσι : τέμαχος ὀρφὼ χλιαρόν . ΟΡΚΥΝΟΣ . Δωρίων ἐν | ||
. ὅτι τοὺς πέπονας Κρατῖνος μὲν ΣΙΚΥΟΥΣ σπερματίας κέκληκεν ἐν Ὀδυσσεῦσι : ποῦ ποτ ' εἶδές μοι τὸν ἄνδρα , |
: παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ | ||
: παρακειμένου τοῦ κεκραγμὸς εἰπεῖν ἐρεῖ τις ἀμαθῶς κραυγασμός . Κορυδαλός : Εὐβούλου τοῦ κωμῳδοποιοῦ δρᾶμα ἐπιγράφεται οὕτως : σὺ |
τὸ μέσον διήιξε : τῶν δὲ ὡς ἕκαστοι ὥρων τὸν λαγὸν ἐδίωκον . Ταραχθέντων δὲ τῶν Σκυθέων καὶ βοῇ χρεωμένων | ||
' ἡμῶν Διὸς ἑταιρείου , πάτερ . Ἀμειψίας Σφενδόνῃ : λαγὸν ταράξας πῖθι τὸν θαλάσσιον . Μένανδρος Αὐλητρίσι : ἐλλέβορον |
εἰδὼς φυᾷ : μαθόντες δὲ λάβροι παγγλωσσίᾳ κόρακες ὣς ἄκραντα γαρύετον Διὸς πρὸς ὄρνιχα θεῖον . κοράκων φησὶν εἶναι φωνὰς | ||
εὐφυεῖς ἀετοῖς παραβάλλει , τοὺς ἀφυεῖς κόραξιν . τὸ γὰρ γαρύετον δυικὸν οὐκ ὀρθῶς κεῖται , οὐδὲ τηροῦσι πάνυ τὸ |
; καὶ γὰρ δή , ὦ Σώκρατες , τό τε σῖγμα τῶν ἀφώνων ἐστί , ψόφος τις μόνον , οἷον | ||
ξενικῶς ἀντὶ τοῦ ἦτα χρησάμενος καὶ τὸ ἰῶτα καὶ τὸ σῖγμα ἀφελών . ἴσως δὲ οὐδὲ ταύτῃ , ἀλλ ' |
δὴ δεῖν τότε εὐθὺς τὸ πεζὸν τῷ δίποδι πρὸς τὸ τετράπουν γένος διανεῖμαι , κατιδόντα δὲ τἀνθρώπινον ἔτι μόνῳ τῷ | ||
, ἵνα μὴ βλάβης γένωνται πρόξενα . Λύκος ζῷόν ἐστι τετράπουν , ἄγριον καὶ πονηρόν . Τοῦ οὖν αἵματος αὐτοῦ |
: ποδεῖον εἴλημα τῶν ποδῶν : Πομπεῖον ὁ τόπος : ὀχεῖον ἡ ἀγκύρα : σεσημείωται τὸ βαΐον ἐπὶ τοῦ φοίνικος | ||
καὶ ἐν τῇ Πρὸς Ἀντιφάνην ἀπολογίᾳ . . . . ὀχεῖον : ἀντὶ μὲν τοῦ ὄχημα Δείναρχος ἐν Ἀπολογίᾳ πρὸς |
αὐτῷ , καὶ οἱ γραμμικοὶ καὶ οἱ ἐπίπεδοι καὶ οἱ στερεοί : τὸ μὲν γὰρ ἓν στιγμή , τὰ δὲ | ||
. ἀντὶ τοῦ : μὴ παρείσαγε ἡμῖν θηλυδριώδη λόγον : στερεοί : νικητήριον : ἢ μὴ γενοίμαν : εἰς τῶν |
οὐσιῶδες ὑπάρχει καὶ οὐσία . τοιούτῳ τρόπῳ διαφέρει καὶ τὸ ἐπουσιῶδες τοῦ συμβεβηκότος : τὸ γὰρ ἐπουσιῶδες οὐσίας κατηγορεῖται , | ||
γὰρ γένος ἄκρα οὐσία ἐστί , τὸ δὲ συμβεβηκὸς ἄκρον ἐπουσιῶδες . κατὰ πολλὰ δὲ ἔστι δεῖξαι ταῦτα διεστηκότα , |
ἡ Ἀλκίππη : αὕτη γάρ ἐστιν ἐρωμένη τοῦ Κομάτα . ποθορεῦσα : Αἰολικόν : ὤφειλε γὰρ ὁρῶσα διὰ τοῦ ω | ||
ω τῆς δευτέρας συζυγίας . καί μ ' ἁ παῖς ποθορεῦσα : καί με ἡ ἐρωμένη προσβλέπουσα . τάλαν λέγει |
πράγματος : ἐὰν γὰρ εἴπω ἄνθρωπος ἦλθεν , ἀγνοούμενόν τινα δηλῶ , ἐὰν δὲ εἴπω ὁ ἄνθρωπος ἦλθε , προεγνωσμένον | ||
θέω θόλος , οὕτως δέω δόλος : ἢ παρὰ τὸ δηλῶ τὸ βλάπτω δῆλος ὁ δηλέμιος καὶ βλάπτων , καὶ |
τῇ κάτω . Ἔχει δὲ καὶ ὄνυχας καρτεροὺς καὶ δέρμα λεπιδωτὸν ἄρρηκτον ἐπὶ τοῦ νώτου . Τυφλὸν δὲ ἐν ὕδατι | ||
ἥγηνται εἶναι . Νομίζουσι δὲ καὶ τῶν ἰχθύων τὸν καλεόμενον λεπιδωτὸν ἱρὸν εἶναι καὶ τὴν ἔγχελυν , ἱροὺς δὲ τούτους |
. Αἰδομένω : † αἰδεσθέντες : τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω . αἰδέω , ὁ παθητικὸς ἐνεστὼς αἰδέομαι αἰδοῦμαι , | ||
τώ γε ἰδὼν γήθησεν Ἀχιλλεύς . τὼ μὲν ταρβήσαντε καὶ αἰδομένω βασιλῆα στήτην , οὐδέ τί μιν προσεφώνεον οὐδ ' |
δὲ μέρη τῆς τέχνης ὑποτύπωσις ὑπογραφή σκιαγραφή , καὶ τὸ ἐργαλεῖον γραφὶς ἢ ὑπογραφίς , καὶ αἱ ὗλαι πίνακες καὶ | ||
πρόσκειται τῷ Κλέωνι ἡττημένῳ . ΓΘ καὶ στρόβει : στροβεὺς ἐργαλεῖον κναφικόν . φησὶν οὖν , περίαγε αὐτὸν καὶ στρέφε |
ἐν τῇ γενέσει τε καὶ φθορᾷ σωμάτων , οὐ τὸ τετυλωμένον καὶ σκληρόν , ἀλλὰ τὸ κατὰ φύσιν ἔχον , | ||
τύλον δὲ ἀρσενικῶς καὶ τύλαν θηλυκῶς ἔλεγον τοῦ ὤμου τὸ τετυλωμένον καὶ πεπιλημένον καὶ τετριμμένον ἐκ τῆς σαρκός , ὁποῖον |
ἑαυτοῦ μούσας αὐτὸν φιλοσοφεῖν οἱ σοφοὶ τούτων φασί . Ἡ γλαῦξ ἐπί τινα σπουδὴν ὡρμημένῳ ἀνδρὶ συνοῦσα καὶ ἐπιστᾶσα οὐκ | ||
ἐστιν ὄρνις ; Οὐ γάρ ἐστι Σποργίλος ; Χαὐτηί γε γλαῦξ . Τί φῄς ; Τίς γλαῦκ ' Ἀθήναζ ' |
“ Αὐτοὺς δὲ τούτους τοὺς Καθαρμοὺς [ ἐν ] Ὀλυμπίασι ῥαψῳδῆσαι λέγεται Κλεομένη τὸν ῥαψῳδόν , ὡς καὶ Φαβωρῖνος ἐν | ||
ἀοιδὴν , Φοῖβον Ἀπόλλωνα χρυσάορον , ὃν τέκε Λητώ . ῥαψῳδῆσαι δέ φησι πρῶτον τὸν Ἡσίοδον Νικοκλῆς . Μέναιχμος δὲ |
κεν αὐτὴν νῆσον ἱκώμεθα , δὴ τότ ' ἔπειτα σὺν κελάδῳ σακέεσσι πελώριον ὄρσετε δοῦπον . ” Ὧς ἄρ ' | ||
δ ' ἐν τούτῳ λόγῳ χρησμὸς ὤρθωσεν μελίσσας Δελφίδος αὐτομάτῳ κελάδῳ : ἅ σε χαίρειν ἐστρὶς αὐδάσαισα πεπˈρωμένον βασιλέ ' |
ὅ ἐστι τοῦ κτήτορος . πῶς γάρ φασι πληθυντικὸν καὶ ἑνικὸν ὑφ ' ἓν κεκλήσεται ; εἰ γοῦν ἰσάριθμα γένοιτο | ||
σύλληψιν ἀναδέχεται τὴν εἰς τὸ πρῶτον , ἥτις κατὰ τὸ ἑνικὸν ἐδείχθη ὑποθετική . καὶ δῆλον ὅτι τῇ ἐπικρατείᾳ τῇ |
μὲν ἐννεακαιδεκαταῖον ἐνιαχοῦ δὲ εἰκοσταῖον , γήθυον δὲ δεκαταῖον ἢ δωδεκαταῖον . κορίαννον δὲ δυσφυές : οὐδὲ γὰρ ἐθέλει βλαστάνειν | ||
οὐκ ἀπελείφθη τοῦ Πηλέως οἴκου , καθάπερ οἱ νεώτεροι , δωδεκαταῖον καταλιποῦσα τὸν Ἀχιλλέα , ὁ δὲ Πηλεὺς Χείρωνι παραδέδωκεν |
. . . , . = . . Σ : στόμις : ἵππος ἀπειθὴς καὶ βίαιος , ὅν τινες ἄστομον | ||
ναῦλα ὀμείχματα ὀργάζειν οὐρανιζέτω πάλμυδος πεφρασμένος πρέψαι Σκάμανδρος στέμβω Στερνόφθαλμοι στόμις σχελίδες τραγέλαφος τρίσζωος ὑπερτερώτερος Φρύγες / Φρυγία φυξίμηλα χαλιμάδες |
τίνα ἐστὶν ἀμφίβια καὶ λεπιδωτὰ καὶ φολιδωτά , καὶ ποῖα μώνυχα καὶ διχηλὰ καὶ πολυσχιδῆ καὶ στεγανόποδα καὶ δερμόπτερα καὶ | ||
γῆν ὄνους καὶ ἡμέρους καὶ ἀγρίους καὶ τὰ ἄλλα τὰ μώνυχα θηρία ἀστραγάλους οὐκ ἔχειν οὐδὲ μὴν ἐπὶ τῶι ἥπατι |
, ἐπεὶ καὶ τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία , οἵ τε ἴκτινοι δύνανται ὃ ἂν ἀφύλακτον ᾖ ἀφαρπάσαντες εἰς τὸ ἀσφαλὲς | ||
βασιλέως τὸ γονυπετεῖσθαι ὑπὸ ἀνθρώπων . Ἄλλως . οἱ γὰρ ἴκτινοι τὸ παλαιὸν ἔαρ ἐσήμαινον . οἱ πένητες οὖν ἀπαλλαγέντες |
κεφαλὰς ἔχων , καὶ τοὺς μὲν κατιόντας περὶ τὸν Ἅιδην ἔσαινε , τοὺς δὲ ἀνιόντας κατήσθιεν , ὃν ἐφόνευσεν ὁ | ||
τῶν κυνῶν ἄσημος ὑλακή . φησὶν οὖν , ὅτι παραγενομένην ἔσαινε τὴν Γαλάτειαν . ἐκνυζεῖτο : ἐκαναχίζετο ἡ κύων . |
δὲ ἁπλοῦν μὲν ὃ σημαίνεται ὑπὸ μιᾶς κατηγορίας , οἷον ἱπποκένταυρον ἢ θεόν , σύνθετον δὲ ἆρα ἡ σελήνη ἐκλείπει | ||
πατέρα πεσόντα , φεύγει ἔφιππος : διὸ καὶ γράφουσιν αὐτὸν ἱπποκένταυρον . Καὶ ἐν τῷ καταδιώκειν αὐτὸν τὸν Πολύφημον Ἡρακλέα |
δεήσει καὶ τὸν ἕτερον προσεκκόψαι , κἂν ὁ εἷς ποὺς κυλλός , καὶ τὸν ἕτερον ἀνάπηρον ποιεῖν , κἂν ἕνα | ||
ὕῤῥας : μικκός : φρίσσω : ψύλλος : σκύλλος : κυλλός : βιλλός : ὁ μαλλός : τίλλω : μίλλα |
συμβαίνει τοῖς διαιρουμένοις τὸ μὲν ἄπτερον τὸ δὲ πτερωτόν , πτερωτοῦ δὲ τὸ μὲν ἥμερον τὸ δ ' ἄγριον , | ||
ἂν ἀποδοθῇ οἰκείως , καὶ ἀντιστρέφει , οἷον τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερὸν καὶ τὸ πτερωτὸν πτερῷ πτερωτόν . ἐνίοτε δὲ |
μέσα τοῦ Κήτους καὶ ἡ Γοργὼ καὶ τοῦ Περσέως ἡ ἅρπη καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ Δελτωτοῦ καὶ τὸ μέσον τοῦ | ||
ζῷον . . . . ἁρπῶ : ἐξ οὗ τοῦ ἅρπη παρηγμένον , τοῦ σημαίνοντος τὸ ὄρνεον , ὡς φωνή |
οὖν ἥδε ἀποσείεται τὸ θηρίον , προσδραμοῦσα δὲ βοτάνῃ , μασᾶται τῶν φύλλων τῆς βοτάνης καὶ διασῴζεται . Ἀλκίβιος δ | ||
ὑπομνημάτων . κλέπτρια παροψὶς εἶναι φαίνομαι τῷ Κρωβύλῳ : τοῦτον μασᾶται , παρακατεσθίει δ ' ἐμέ . Καρῖδας ἔλαβον πρῶτον |
συλλαβῆς ἀπειλήτην . ἢ ἀπὸ τοῦ ἀπειλῶ ἠπείλουν , τὸ δυϊκὸν ἠπείλειτον ἠπειλείτην καὶ ἐν συστολῇ τῆς ἀρχούσης καὶ τροπῇ | ||
καὶ πεντήκοντα . οὐ γάρ φασι κατὰ τοῦ πληθυντικοῦ τὸ δυϊκὸν τίθεσθαι , τό γε μὴν πληθυντικὸν κατὰ δυϊκοῦ . |
, τὸ δὲ παφλάζω ἐπὶ τοῦ πυρός . καχλάζοντα : καχλάζειν κυρίως τὸ κῦμα λέγεται τὸ ἐπὶ τοὺς κάχληκας φερόμενον | ||
εἰς τρίμετρον καταληκτικόν . ΓΘ ἀνὴρ παφλάζει : παφλάζειν τοῦ καχλάζειν διαφέρει . παφλάζειν μὲν ἐπὶ ἤχου λεβήτων θερμὸν ἀναζέοντος |
. ἄλλοι ] ἄλλοι κωμικοί . ἤδη ] πρώην . ἐρείδουσιν ] ἐπιστηρίζουσιν ἑαυτούς τὰ ἑαυτῶν δράματα , στηρίζουσιν . | ||
σφονδύλῳ τῷ ἐριουργικῷ παραπλησίως σχηματίσασαι κατὰ τῆς τοῦ ὀμφαλοῦ χώρας ἐρείδουσιν , διὰ τὸ ἐμψυκτικὴν μὲν εἶναι τὴν ὕλην ἐπουλωθησομένης |