ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν . ἐνδέχεται γάρ τινα γραμματικόν τι ποιῆσαι ἢ ἀπὸ τύχης ἢ ἄλλου ὑποθεμένου καὶ
οἷον ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικὸν γραμματικόν : οὗτος γὰρ πλεονάζων οὐκ ἀντιστρέφει : εἴ τι
6652085 μουσικον
οὔτ ' ἂν τῷ ἀνθρώπῳ συμπλέκῃς τὸν ἄμουσον ἄνθρωπον γίνεσθαι μουσικόν , ὁ ἄμουσος ἄνθρωπος ὑπομένει : λέγω δὲ τὸ
οἷον τὸ δίκαιον μουσικὸν εἶναί φαμεν , καὶ τὸν ἄνθρωπον μουσικόν , τὴν κατὰ φύσιν κατηγορίαν , καὶ τὸν μουσικὸν
6518796 Κυνικον
Ὅτι πᾶν ὑπόληψις . δῆλα μὲν γὰρ τὰ πρὸς τὸν Κυνικὸν Μόνιμον λεγόμενα : δῆλον δὲ καὶ τὸ χρήσιμον τοῦ
χρείας τὸ φασί , τὸ λέγεται , οἷον Διογένην τὸν Κυνικὸν φιλόσοφον ἰδόντα μειράκιον πλούσιον ἀπαίδευτόν φασιν εἰπεῖν , ἢ
6467472 παρασιτον
τούτοις τιμῶσι μάλιστα , οἷς καθ ' ἡμέραν καὶ τὸν παράσιτον , ” Καλῶς νὴ Δία ἔγραψεν ὁ παῖς ,
σε ἐν γαστρὶ λαμβάνειν ἀεί . ὁ δ ' αὐτὸς παράσιτον ἀκούσας ὑπὸ γραίας τρεφόμενον συγγιγνόμενόν τε αὐτῇ ἑκάστης ἡμέρας
6269291 πτωχον
ἐστιν ἐργαζόμενον . : Ταπεινὸν καὶ εὐτελῆ καὶ ἄσημον , πτωχόν , χειροτέχνην . μήποτ ' ὦ Μοῖραι : Ὁ
ὑπομονή , μάταια ἀγαπῶντες , διώκοντες ἀνταπόδομα , οὐκ ἐλεοῦντες πτωχόν , οὑ πονοῦντες ἐπὶ καταπονουμένῳ , οὑ γινώσκοντες τὸν
6224044 πιθηκον
ἐρασθῆναι ζῷον ἕτερον ἑτέρου : οὐ γὰρ δυνατὸν κύνα καὶ πίθηκον , λύκον τε καὶ ὕαιναν ἀλλήλοις συμμιγῆναι , οὐδὲ
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα , ἢ στρουθόν , ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . Κακὸς κακῶς ἀπόλοιθ ' ὅστις
6206520 σκυτοτομον
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ ,
: ἐργαστὴν δερμάτων . , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα .
6202902 σκυτεα
, ὡς θαυμαστὸν εἴη τό , εἰ μέν τις βούλοιτο σκυτέα διδάξασθαί τινα ἢ τέκτονα ἢ χαλκέα ἢ ἱππέα ,
οὗτος δὲ τοὐναντίον συνεπεράνατο , τὸ τὸν Σίμωνα ἀγαθὸν ὄντα σκυτέα μοχθηρὸν εἶναι . ἡ δὲ ἀγωγὴ τοῦ σοφίσματος τοιαύτη
6196991 διπουν
: ξύνεσιν δ ' ἔχον ? ? [ τέτραπον ἠδὲ δίπουν ] τι τρίπουν ? [ [ ] νῆ τρισὶ
ἄνθρωπος , τοῦτο καὶ δίπουν , οὐκ εἴ τι δὲ δίπουν , τοῦτο καὶ ἄνθρωπος . πάλιν εἴ τι φαλακρόν
6182892 Σμερδιν
δ ' ἑνὸς τῶν ἑπτὰ Περσῶν τῶν συγκαθελόντων τὸν μάγον Σμέρδιν , ἀνὴρ ἀνδρείᾳ διαφέρων καὶ τεθραμμένος ἐκ παιδὸς στρατιωτικῶς
ἐπίτροπον τῶν οἰκίων ἀπέδεξε , οὗτος ταῦτα ἐνετείλατο , φὰς Σμέρδιν τὸν Κύρου εἶναι τὸν ταῦτα ἐπιθέμενον εἶπαι πρὸς ὑμέας
6179337 ζωγραφον
καὶ σοφιζομένους μετ ' Ἀθηναίων θεοὺς , καὶ τὴν κρίσιν ζωγράφον καινότερον νεανιεύμασιν ἀπωθούμενον ; καὶ τὰ τοιαῦτα : καίτοι
καὶ μὴ ἑαυτοὺς παιδεύοντας ἀναισθήτους ἔφασκεν εἶναι . οὔτε γὰρ ζωγράφον εὐχόμενον τοῖς θεοῖς δοῦναι αὑτῷ γραμμὴν καὶ εὔχροιαν ,
6143822 ὀρχουμενον
, κατὰ Τιμόθεον , ξυστόν τε βέλος . Οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον ; οὐδ ' αἰσχύνεται ὁ
σοφῶν ὡς παρὰ δεῖπνον ὀρχούμενον λέγων οὕτως : οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον ; οὐδ ' αἰσχύνεται ὁ
6111154 Κορισκον
; εἰ δὲ ἐν ταῖς προτάσεσιν ἀποδώσει τὸ ἁπλῶς τὸν Κορίσκον λέγειν , ἐν δὲ τῷ συμπεράσματι ὅτι οὐκ οἶδα
καὶ ἓν σημαίνει , ἀλλὰ πολλά , τόν τε ὁρώμενον Κορίσκον καὶ τὸν κεκαλυμμένον , ὥσπερ οὐδὲ ἐκεῖ , ἤγουν
6086068 παιδοτριβην
μηκέτι μοι προσιέναι . Τίς οὗτος ; μή τι τὸν παιδοτρίβην Διότιμον λέγεις ; ἐπεὶ ἐκεῖνός γε φίλος ἐστίν .
τὰ οὖν προκείμενα ἀμφισβητήσιμα μὲν διὰ τὸν ἰατρόν τε καὶ παιδοτρίβην καὶ χρηματιστήν , ἀσαφῆ δὲ διὰ τὸ μήπω γνωρίμου
6068022 πλατυωνυχον
πάσας ἢ τὰς πλείους : ὁ δὲ λέγων ζῷον ὀρθοπεριπατητικὸν πλατυώνυχον γελαστικὸν ἐκ τῶν τῇ ὕλῃ προσόντων συντέθειται . τούτων
ὑπογραφῶν γίνεται , οἷον εἰ τὸν ἄνθρωπον εἴποιμεν ζῷον ὀρθοπεριπατητικὸν πλατυώνυχον γελαστικόν : ἐκ γὰρ τῆς ὕλης αἱ τοιαῦται διαφοραὶ
6055791 τεκτονα
ἐγώ , ὥσπερ ἐν τῇ τεκτονικῇ ; καὶ γὰρ ἐκεῖ τέκτονα μὲν ἂν πρίαιο πέντε ἢ ἓξ μνῶν , ἄκρον
οἷον ὁ ζωγράφος , φαμέν , ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον , τέκτονα , τοὺς ἄλλους δημιουργούς , περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων
6049898 κυκνον
δεῖ παταγεῖν ἀν ' ὄρεα σύμενον μετὰ Ναϊάδων οἷά τε κύκνον ἄγοντα ποικιλόπτερον μέλος . τὰν ἀοιδὰν κατέστασε Πιερὶς βασίλειαν
τῷ λευκῷ ταὐτά ἐστιν , ἄμφω γὰρ λευκά , τὸν κύκνον χιόνα ἀξιοῦμεν εἶναι : νομίσαντες γὰρ ὅτι ἐπειδὴ ἡ
6045263 Αἰθιοπα
οἱ πολλοὶ ᾄδουσιν , ὑπὸ Μέμνονος ἐξ Αἰθιοπίας ἥκοντος : Αἰθίοπα μὲν γὰρ γενέσθαι Μέμνονα δυναστεύσαντα ἐπὶ τῶν Τρωικῶν ἐν
συμβεβηκότα : οὔτε γὰρ κύκνον ἐνδέχεται μὴ εἶναι λευκὸν οὔτε Αἰθίοπα μὴ εἶναι μέλανα . ταῦτα ἔχομεν εἰπεῖν περὶ τοῦ
6024009 Κορισκος
ἁπλῶς λέγειν Κορίσκον ἀποδώσει τις , οἶον ἆρ ' ὁ Κορίσκος μουσικός ἐστι ; τῷ δέ , εἴτ ' οὖν
τὸ ἐπικρῖνον , ἀληθὲς εἰπεῖν ὑπνώττοντα , ὅτι τοῦτο οὐ Κορίσκος , ἀλλ ' οἷον Κορίσκος καὶ εἴδωλον , καὶ
6009555 ἀνθρωπον
ἀκριβέστερον διορίζει τὰ περὶ τοὺς χυλοὺς ἀναφέρων τὴν φαντασίαν πρὸς ἄνθρωπον . τὸν μὲν οὖν ὀξὺν εἶναι τῶι σχήματι γωνοειδῆ
οὖν οὐδὲν διαφέρει : κἄν τε γὰρ λέγῃ τὸν καθόλου ἄνθρωπον τόδε τι σημαίνειν , ἰδίαν δὲ ἔχειν ὕπαρξιν ,
6007777 γεωμετρην
ὅτι ἐν τῷ Θεαιτήτῳ : ἐκεῖ γὰρ πρὸς Θεόδωρόν τινα γεωμέτρην ποιούμενος τὸν λόγον λέγει οὕτως : ἀλλ ' ἐπεί
καθ ' ἕξιν φρονοῦν ἢ ἐπιστάμενον , οἷον τὸν καθεύδοντα γεωμέτρην , ὅταν ἐγείρηται καὶ ἐνεργείᾳ φρονῇ καὶ ἐπίστηται ,
6000805 ἀπαιδευτον
τε καὶ σύ , ὑπ ' ἀγροικίας ῥῆμά τι εἰπεῖν ἀπαίδευτον εἰς τοὺς ταῦτα γεγραφότας τε καὶ διδάσκοντας ὡς ῥητορικὴν
εἶπε καταχρηστικῶς . φλαῦρον ] φλύαρον , κακόν . , ἀπαίδευτον , ἀνόητον . , αἰσχρόν , ἄσχημον , ἀπρεπές
5999083 παραλογισμον
καὶ ἀπογίνονται καὶ οὐδὲν βλάπτει τὸ ὑποκείμενον . πάλιν τρίτον παραλογισμὸν παράγουσι τοῦτον τὸν τρόπον . ἡνίκα , φασί ,
ὤν , ὥς φησιν Εὔδημος , διὰ τὸ προφανῆ τὸν παραλογισμὸν ἔχειν . . . τὰ γὰρ ἀντικινούμενα ἀλλήλοις ἰσοταχῆ
5980925 ὁμοτεχνον
ἀοιδίμους ἐν βραχεῖ τίθησι ; τὸν γείτονα γοῦν μοι τὸν ὁμότεχνον οἶσθα τὸν Σίμωνα , οὐ πρὸ πολλοῦ δειπνήσαντα παρ
, ἣν οὐ πάντως φυλάττειν ἀναγκαῖον , διὰ τὸ μηδένα ὁμότεχνον τὰ τοιαῦτα ὁρίζειν : ὡς ἐμὲ γοῦν εἰδέναι οὐδέπω
5927238 Φαιδρον
. Καὶ ὁ Σωκράτης φησὶν ὡς ἀληθῶς χρυσοῦν εἶναι τὸν Φαῖδρον , εἰ οἴεται λέγειν Σωκράτη ὅτι Λυσίας τοῦ παντὸς
ἵνα δύνηται καὶ ὁρίζεσθαι . Ταῦτα εἰπὼν , ἐρωτᾷ τὸν Φαῖδρον εἰ τοῦτο ἔστιν ἡ ῥητορική . Ὃ δέ φησιν
5920266 Ἡρακλεωτην
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
ἐπιλανθάνεσθαι . ἔναγχος δὲ δήπου καὶ πρὸς ἐμὲ ἐπαινῶν τὸν Ἡρακλεώτην ξένον ἐπεί με ἐποίησας ἐπιθυμεῖν αὐτοῦ , συνέστησάς μοι
5913011 διαλεκτικον
ψευδογράφος πρὸς τὸν γεωμέτρην ὁ ἐριστικὸς καὶ σοφιστικὸς πρὸς τὸν διαλεκτικόν : ἐκ γὰρ τῶν αὐτῶν τῇ διαλεκτικῇ παραλογίζεται ,
. ̈ . . ὁ δὲ Κλεάνθης ἓξ μέρη φησί διαλεκτικόν , ῥητορικόν , ἠθικόν , πολιτικόν , φυσικόν ,
5891514 ἐργατην
πῶς οὖν ἄν τις περιφανέστερον ἐπιδεῖξαι δύναιτο , ὅτι γῆς ἐργάτην ἀλλ ' οὐ γεωργὸν ὁ νομοθέτης νομίζει τὸν φαῦλον
ἂν ὕστερον . Καλῶς νομίζεις . Ἀλλ ' ὅμως τὸν ἐργάτην πέμψον τινὰ στελοῦντα , μηδὲ τοῦτ ' ἀφῇς .
5846901 μιμητην
' ὅτῳ παρὰ τοῦ θεοῦ τὸ σκῆπτρον καὶ ὃς ἐκείνου μιμητὴν αὑτὸν πεποίηκεν , οὗτος ταῦτα μαρτυρεῖ προσέχων τε τοῖς
δὲ ἐν ηʹ ζῴων ἱστορίας τὸν ὦτόν φησι κόβαλον καὶ μιμητὴν ὄντα ἀντορχούμενον ἁλίσκεσθαι . Κοινὸν γραμματεῖον καὶ ληξιαρχικόν :
5843403 μνημονα
ὅτι τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει ἐγείρει καὶ εὐμαθῆ καὶ μνήμονα καὶ ἀγχίνουν ἀπεργάζεται , παρὰ τὴν αὑτοῦ φύσιν ἐπιδιδόντα
ἀνέρος ἀρράτοιο φόωσδ ' ἀνὰ Κέρβερον ἄξων : καὶ Πλάτων μνήμονα δὴ καὶ ἄρρατον καὶ πάντῃ φιλόπονον ζητητέον , οἷον
5839835 κιναιδον
ὦ Ἀθηναῖοι , δοίητ ' ἄν μοι συγγνώμην , εἰ κίναιδον αὐτὸν προσειπὼν καὶ μὴ καθαρεύοντα τῷ σώματι , μηδ
ἄδολον κίναιδον καὶ τὰ γενέσια [ ] οἶδα κλῆσιν καὶ κίναιδον σκω [ ] πῶς πέπαιχεν ? , πῶς πέφευγε
5830133 σοφιστην
: λέγει δὲ Φανίας ἐν τῶ πρὸς Διόδωρον Πολύξενον τὸν σοφιστὴν τὸν τρίτον ἄνθρωπον εἰσάγειν λέγοντα : „ εἰ κατὰ
καὶ αὐλητοῦ φασιν Ἀραβίου . ἀλλ ' εἰδὼς ὅτι καὶ σοφιστὴν οὐδὲν ἂν οὕτω λαμπρύνειεν ὡς εἰ πολλοῖς περιρρέοιτο φοιτηταῖς
5813427 εὐνουχον
καὶ ἐν τοῖς ὕπνοις Καλλιρόην ἰδεῖν , ἕωθεν καλέσας τὸν εὐνοῦχον “ ἄπιθι ” φησὶ “ καὶ παραφύλαττε δι '
γίνεται τροφιμωτέρα , συνουσίας τε ἀποτρέπει , ὅθεν οἱ Πυθαγόρειοι εὐνοῦχον αὐτὴν καλοῦσιν , αἱ δὲ γυναῖκες ἀστυτίδα . Εἰ
5813185 Κολοφωνιον
Κορίνθιον , Ἰβύκειον , Χαλκιδικόν , Ἀλκμανικόν , Κλαζομένιον , Κολοφώνιον , Σικελικόν , Νησιωτικόν , Τῶν ἐπὶ τῆς Ἀσίας
. . . . Ὅμηρος δὲ καὶ Ἡσίοδος κατὰ τὸν Κολοφώνιον Ξενοφάνη ὡς πλεῖστα ἐφθέγξαντο θεῶν ἀθεμίστια ἔργα , κλέπτειν
5812818 παροξυνθεντα
αὐτῶν ἀποκτεῖναι τῷ δρεπάνῳ παίσαντα : τὸν δὲ περιλελειμμένον , παροξυνθέντα καὶ νομίσαντα πτωχὸν εἶναι , σπασάμενον τὸ ξίφος ἀποκτεῖναι
Ἀριστοφάνην τὸ τῶν Νεφελῶν συντάξασθαι δρᾶμα ὑπὸ Ἀνύτου καὶ Μελήτου παροξυνθέντα . βουλόμενοι γὰρ οὗτοι γραφὴν ποιήσασθαι κατὰ Σωκράτους καὶ
5804083 φαλακρον
καὶ ὡς πανούργους δὲ τούτους κωμῳδεῖ καὶ τὸν Γέρητα τὸν φαλακρὸν καὶ τὸν Θεόδωρον ὄντα ἐκ τοῦ δήμου τῶν Διομείων
Μέγα κάθαρμα ὁ κουρεύς : πλανηθεὶς γὰρ ἀντὶ ἐμοῦ τὸν φαλακρὸν διύπνισεν . Σχολαστικῷ ἐκ δούλης τεκνώσαντι ὁ πατὴρ συνεβούλευε
5802501 γρυπον
ἐπὶ γρυπῶν , προσαναστέλλουσα μέν , ἐφ ' ὧν τὸ γρυπόν , οὐ κατὰ μετεωρισμὸν ἐπὶ τοῦ ὑψώματος , κατὰ
μήτε ἐν ἄλλῳ χρόνῳ , ὡς τὸ σιμὸν καὶ τὸ γρυπόν : οὔτε γὰρ ὁ γρυπὸς σιμός ποτε γίνεται οὔτε
5800410 κλεπτην
δοῦλος ἢ πένης ἢ μισθωτός . ἐὰν Ἀφροδίτη σημαίνει τὸν κλέπτην αἰτία τῆς κλοπῆς ἔσται γυνή , ἐὰν δὲ Ἑρμῆς
ἐστιν ἱεροσύλου καὶ κλέπτου , τὰ δὲ ἰδικὰ ἱεροσύλου πρὸς κλέπτην : κοινωνεῖ μὲν ἱερόσυλος κλέπτῃ πρῶτον μὲν τῷ βουλεύσασθαι
5786143 φιλοσοφον
ὡς αἰσχροποιοῦντος . Τιμαῖος δὲ ὁ Ταυρομενίτης καὶ Ἀριστοτέλη τὸν φιλόσοφον ὀψοφάγον φησὶ γεγονέναι . καὶ Μάτρων δ ' ὁ
ἤδη περὶ τὰ βασίλεια , στολήν τε ἁβροτέραν ἢ κατὰ φιλόσοφον περιχεόμενος , καὶ πρὸς τὰς ἐντεύξεις ὢν χαλεπώτερος καὶ
5785972 μαντιν
τὸν Περσῶν θεὸν ἔνοικόν τε καὶ ἐραστὴν ὁ τόπος καὶ μάντιν τῆς μελλούσης τύχης οὐδὲν τοῦ Καμβύσου πρὸς τὴν πρόρρησιν
οὗτος ἥττηται . Τῶν τοίνυν εἰρημένων μοι τὰ πολλὰ καὶ μάντιν ἐποίει με , οὐχ ὁ Λητοῦς καὶ Διὸς οὐδ
5784878 ἐρωτησαντα
ἀνεπαχθῶς καὶ οὐκ ἤλεγχε τὸν ἁμαρτάνοντα . Πρὸς μέντοι τὸν ἐρωτήσαντα πηνίκα ἔξεισιν , Τίς γὰρ ἄν , ἔφη ,
, ἀκούσας καὶ μαθὼν καὶ ἐκμελετήσας ἰέναι πάλιν ἐπὶ τὸν ἐρωτήσαντα , ἀναμαχούμενος τὸν λόγον . νῦν οὖν , ὃ
5763367 χωλον
θᾶσσον , καὶ ὅ τι βραδύτερον , καὶ ὅ τι χωλὸν , καὶ ὡς , καὶ οὔ : καὶ διότι
: ] ἔτι γὰρ αὕτη ἡ ἐλπὶς γίνεται σωτηρίης , χωλὸν δὲ γενέσθαι τὸ ἄρθρον ἐς ὃ ἀπεστήριξεν , ἀναγκαῖόν
5752699 ἀσωτον
Ἄρης ἐπιθεωρήσῃ τὸν ὡροσκόπον ἢ τὴν Σελήνην , δαπανήσει εἰς ἄσωτον τὰ χρήματα : ἐὰν δὲ Ἀφροδίτη μετὰ Ἄρεως γένηται
ὁ δ ' αὐτῶν αὐτίκ ' ἀγνοίᾳ λαβὼν ἔσθει βορὰν ἄσωτον , ὡς ὁρᾷς , γένει . κἄπειτ ' ἐπιγνοὺς
5731529 Δημωνακτα
, μοχλόν τινα πλησίον κείμενον ἁρπάσας αὐτόν τε ἀποκτείνει τὸν Δημώνακτα , πατάξας εἰς τὸν κρόταφον , καὶ τὴν Χαρίκλειαν
καὶ γυναικεῖον καὶ φιλοσοφίᾳ ἥκιστα πρέπον , προσελθὼν ἠρώτα τὸν Δημώνακτα , τίς ὢν χλευάζοι τὰ αὐτοῦ . Ἄνθρωπος ,
5722140 Μιτυληναιον
ὃν ἀναφέρεται τὸ εἰρημένον , ὡς ἐπὶ Πιττακὸν μὲν τὸν Μιτυληναῖον τὸ χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι , εἰς Χίλωνα δὲ τὸν
εἰς τὴν ἐκείνων ἀνάληψιν μετηνέχθησαν . Ἀρχαιάνακτα γοῦν φασι τὸν Μιτυληναῖον ἐκ τῶν ἐκεῖθεν λίθων τὸ Σίγειον τειχίσαι . τοῦτο
5719603 πεπαιδευμενον
πλειόνων . Τί ἀπαιτεῖν δεῖ παρὰ τοῦ μαθηματικοῦ τὸν ὄντως πεπαιδευμένον , καὶ πῶς δεῖ κρίνεσθαι αὐτοῦ τὴν θεωρίαν ,
ἀπεδείκνυμεν τὰς πολιτικὰς πράξεις ἀγαθὰς εἶναι , καὶ τὸν μὴ πεπαιδευμένον ἐν ταῖς τοιαύταις πράξεσιν ἐπείθομεν ἄν , λόγων ἀνάγκῃ
5716528 κιθαρῳδον
. καὶ Ἀριστόνικος ὁ κιθαρῳδὸς αὐτοῦ ἀποθνήσκει , οὐ κατὰ κιθαρῳδὸν ἀνὴρ ἀγαθὸς γενόμενος . Πείθων δὲ τρωθεὶς ζῶν λαμβάνεται
καὶ ᾤετο τὴν ἑαυτοῦ τραγῳδίαν ταῦτα εἶναι . Στρατόνικον τὸν κιθαρῳδὸν ὑπεδέξατό τις ἀμφιλαφῶς : ὃ δὲ ὑπερήσθη τῇ κλήσει
5693446 φρονιμον
, . καὶ μὴν οὐδ ' ὁ ἄφρων διδάξει τὸν φρόνιμον : οὐδὲ γὰρ ὁ τυφλὸς μηνυτικὸς γίνεται τῷ βλέποντι
ὅτι ἄνευ οἰκονομίας ἢ ἄνευ πολιτείας οὐ δυνατὸν εἰδέναι τὸν φρόνιμον τὸ ἑαυτοῦ ἀγαθόν . Πιστοῦται τὸ λεγόμενον καὶ ἀπὸ
5689834 Ἀριστανδρον
ἐμπλησθῆναι μὲν αἵματος τὸ διάδημα , τὸν δὲ Ἀλεξάνδρου μάντιν Ἀρίστανδρον φερομένῳ τῷ Λυσιμάχῳ καὶ ὧδε ἔχοντι ἐπειπεῖν , ὅτι
κεφαλήν , ὅντινα τοῖν ποδοῖν ἔφερε . καὶ Ἀλέξανδρος ἤρετο Ἀρίστανδρον τὸν μάντιν , ὅ τι νοοῖ ὁ οἰωνός .
5686626 χρηματιστην
προκείμενα ἀμφισβητήσιμα μὲν διὰ τὸν ἰατρόν τε καὶ παιδοτρίβην καὶ χρηματιστήν , ἀσαφῆ δὲ διὰ τὸ μήπω γνωρίμου ὄντος τοῦ
διαγωνίζονται , εἴ γε μὴ χρηματιστὴς εἴη : τὸν δὲ χρηματιστήν , οὐδ ' ἂν πλουσιώτατος ὢν τύχῃ , συμβουλεύσω
5682855 κοβαλον
τὴν γαστέρ ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος . ὕβριστον ἔργον καὶ κόβαλον εἰργάσω . ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν . ἢ
” οὐ γὰρ ὥσπερ ἔνιοι λέγουσι , βωμολόχον τινὰ καὶ κόβαλον “ γίνεσθαι νομιστέον τὸν Διόνυσον . ” Ἀριστοτέλης δὲ
5674303 χρεμετιστικον
συνῃρημένως τῷ ὑποκειμένῳ τὸν ὁρισμὸν ἐπιδέχονται . ζῷον γὰρ ἄλογον χρεμετιστικὸν ὁ ἵππος ὢν καὶ τὸ ὑποκείμενον ἐν τῷ λόγῳ
λέγονται ἴδια , ὡς τὸ γελαστικὸν τῷ ἀνθρώπῳ , τὸ χρεμετιστικὸν τῷ ἵππῳ , τὸ ὑλακτικὸν τῷ κυνί , ἢ
5662160 στωμυλον
τὸ ἀρχαῖον γενέσθαι πάνυ καλήν , λάλον μέντοι γε καὶ στωμύλον καὶ ᾠδικήν , καὶ ἀντερασθῆναί γε τῇ Σελήνῃ κατὰ
φαρμακεύτριαν πεπορισμένος καταγοητεύει τοὺς ἀθλίους νεανίσκους . τί γὰρ καὶ στωμύλον ἔχει ; τί δὲ ὁμιλητικὸν καὶ ἡδὺ φέρει ;
5649297 Ἀκραγαντινον
ἀέρα τέως ὑγρὸν ὄντα , καθάπερ ποιῆσαί φασιν Ἄκρωνα τὸν Ἀκραγαντῖνον . Οἱ μὲν πλείους τῶν πυρετοῖς ἁλισκομένων τῆς τοῦ
ἐπιγράψομεν ἐλεγεῖον ; ἢ τοῦτο ; ἄκρον ἰατρὸν Ἄκρων ' Ἀκραγαντῖνον πατρὸς Ἄκρου κρύπτει κρημνὸς ἄκρος πατρίδος ἀκροτάτης . “
5643892 ὀρχηστην
τὸν Κρῆτα Μηριόνην : Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε διαμπερές , εἴ ς
τὸ εἰρημένον τῷ ποιητῇ Μηριόνη , τάχα κέν σε καὶ ὀρχηστήν περ ἐόντα . τὴν δὲ γεωμετρίαν οἱ Αἰγύπτιοι εὗρον
5632833 προγαστορα
, ἕνα μέν τινα βραχύν , πρεσβύτην , ὑπόπαχυν , προγάστορα , ῥινόσιμον , ὦτα μεγάλα ὄρθια ἔχοντα , ὑπότρομον
πάντων ἄθροισμα , τὸ φαλακρὸν τὸ φιλόσοφον τὸ σιμὸν τὸ προγάστορα εἶναι καὶ ἐν τῷδε γενέσθαι τῷ χρόνῳ , μόνῳ
5632505 ἐπισταμενον
καὶ ᾧ μὴ χαριζόμενος αἰσχυνοίμην ἄν , Παγκράτιον τὸν ἄρχειν ἐπιστάμενον καὶ λέγειν καὶ ᾧ τὸ τιμᾶσθαι κατὰ τοὺς τρόπους
ἢ τὸν ἄπειρον τοῦ κυβερνᾶν κυβερνήτην , ἢ τὸν οὐκ ἐπιστάμενον ἰᾶσθαι ἰατρόν ; οὐκ ἔστιν . καθάπερ οὖν οὐκ
5632353 θρυπτομενον
τευτλία οὐκ ἐσθίει . “ πρὸς τὸν ἐπὶ τῇ λεοντῇ θρυπτόμενον , ” παῦσαι , “ ἔφη , ” τὰ
πάτρια ἐχέτω , ὡς ἔχει . „ καλέσας οὖν τὸν θρυπτόμενον ἤρετο αὐτόν , εἰ θεοὺς νενόμικε , τοῦ δ
5630270 ὑποκριτην
τὸν κιθαραοιδότατον , ᾧ χάρις ἐφέσπετο : τὸν δ ' ὑποκριτὴν ἕτερον ἀργαλέον ὡς σοφόν : εἶτ ' Ἀριφράδην πολύ
αἱ τοῦ χοροῦ τὴν ἔκθεσιν τῶν κατορθωμάτων , διαναπαύουσαι τὸν ὑποκριτὴν Αἰσχύλου . : πλανᾷ ] Τὸν νοῦν . τὰ
5628276 ἀποκρινομενον
, φησί , πρὸς τὸ ἐλέγχειν συντελεῖ ἡμῖν τὸ τὸν ἀποκρινόμενον ποιῆσαι ὀργισθῆναι : οἱ γὰρ ὀργιζόμενοι ὑπὸ τοῦ πάθους
. οὕτως μὲν τὸ ἀφίστασθαι δεῖ : τὸ δὲ καὶ ἀποκρινόμενον ἂν προαισθάνηται τοιοῦτόν ἐστι : καὶ δεῖ σε ,
5619945 Σωκρατη
μαθήσεται : τοὺς παρόντας τρεῖς στίχους τινές φασι πάντας τὸν Σωκράτη λέγειν . ἀμέλει καὶ τὸ ” μέμνησο “ ἐσχηματισμένον
, Ἐρυξιμάχους , Παυσανίας , Ἀριστοδήμους τε καὶ Ἀριστοφάνας : Σωκράτη δὲ αὐτὸν τί δεῖ λέγειν , καὶ ὅσοι ἄλλοι
5619610 ἀτεχνον
φιλῆσαι Δάφνιν , ἀναπηδήσασα αὐτὸν ἐφίλησεν , ἀδίδακτον μὲν καὶ ἄτεχνον , πάνυ δὲ ψυχὴν θερμᾶναι δυνάμενον . Δόρκων μὲν
πυρὸς τεχνικοῦ . δύο γὰρ γένη πυρός , τὸ μὲν ἄτεχνον καὶ μεταβάλλον εἰς ἑαυτὸ τὴν τροφήν , τὸ δὲ
5614646 Θεοκριτον
ὀβολοῦ τάριχος διαλέλυκεν . . . : Ἕρμιππος δέ φησι Θεόκριτον τὸν Χῖον ὡς ἀπαίδευτον μέμφεσθαι τὴν Ἀναξιμένους περιβολήν .
ἀπὸ Σιμίχου πατρωνυμικῶς . τινὲς δὲ διὰ τὸ σιμὸς τὸν Θεόκριτον οἴονται κωμάζειν , Σιμιχίδην καλοῦντες . προγένειος : ὁ
5610376 αἰπολον
ἐκεῖνον ἐφ ' ἡμᾶς καλέσωμεν . τῆνόν πως ἐνταῦθα τὸν αἰπόλον : λείπει τὸ σκόπει , ἵν ' ᾖ :
' ἄν τις τὸν ἐπικωμάζοντα Βάττον εἶναι : τοῦτον γὰρ αἰπόλον ὄντα δι ' ἑτέρου ποιεῖ προσδιαλεγόμενον Κορύδωνι καὶ τὸν
5601043 τετρασυλλαβον
, ὡς τὸ κωκυτός γωρυτός Καρδυτός πόλις . τὸ Σεβέννυτος τετρασύλλαβον . ἔστι καὶ πόλις Ἀραβίας , ἡ πρότερον καλουμένη
παραλογισμός ἐστιν : οἷον ὁ κύων δισύλλαβον : τὸ δισύλλαβον τετρασύλλαβον : ὁ κύων ἄρα τετρασύλλαβος : οὐ γὰρ εἰ
5599480 Ἀναχαρσιν
τοῖς ἀνδράσι καὶ τὸ πλῆθος τῶν κεχειρωμένων ἐθνῶν , ἠρώτησεν Ἀνάχαρσιν , ὄντα πρεσβύτερον τῶν σοφιστῶν , τίνα νομίζει τῶν
τι καὶ ἡμεῖς περὶ τούτων . καίτοι γε οἶδα καὶ Ἀνάχαρσιν τὸν Σκύθην ἐν συμποσίῳ γελωτοποιῶν εἰσαχθέντων ἀγέλαστον διαμείναντα ,
5594997 ἐγκεκαλυμμενον
πατὴρ ὁ Κορίσκος . τί οὖν ἤν σοι παραστήσας τινὰ ἐγκεκαλυμμένον ἔρωμαι : τοῦτον οἶσθα ; τί φήσεις ; δηλαδὴ
ἦν δὲ καὶ οὗτος διαλεκτικός , πρῶτος δόξας εὑρηκέναι τὸν ἐγκεκαλυμμένον καὶ κερατίνην λόγον κατά τινας . οὗτος παρὰ Πτολεμαίῳ
5585791 Σαμιον
ἐθέλω γὰρ τοῦτο μάλιστα εἰδέναι . Ἀκούεις τινὰ Πυθαγόραν Μνησαρχίδην Σάμιον ; Τὸν σοφιστὴν λέγεις , τὸν ἀλαζόνα , ὃς
. . . Δοῦρις δὲ Διοκλέους τε παῖδα ἀνέγραψε καὶ Σάμιον : ὁμοίως καὶ Ἡρόδοτον Θούριον . : Ἀσπασία .
5576848 Ἀμυντορα
γὰρ Ἐλεῶνα ἐν τῷ Παρνασῷ πολίχνιον εἶναι τόν τε Ὀρμενίδην Ἀμύντορα οὐκ ἄλλον τινὰ λέγεσθαι ἢ τὸν τοῦ Φοίνικος πατέρα
τοῦ πατρός . εἶθ ' ὥσπερ ποιοῦντος , ἃ τὸν Ἀμύντορα κατὰ τοῦ Φοίνικος ἀκούομεν , καταβὰς εἰς τὸν λιμένα
5566525 πιστοτατον
ἄνδρα δὲ τὸν Κυθέρηθεν ὃν ἐθρέψαντο τιθῆναι Βάκχου καὶ λωτοῦ πιστότατον ταμίην Μοῦσαι παιδευθέντα Φιλόξενον , οἷα τιναχθεὶς Ὀρτυγίηι ταύτης
τι τοῦ ἀγροῦ ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα : ἐκλεξάμενος οὖν δοῦλόν τινα πιστότατον καὶ εὐάρεστον αὐτῷ , ἀποδημῶν προσεκαλέσατο αὐτὸν καὶ λέγει
5562220 ἐκγονον
ἡ μεῖξιϲ ἅμα ἵκηται δυοῖν μεγάλοιν , μέζον κακὸν τὸ ἔκγονον . ϲημεῖα δὲ μέγιϲτα καὶ ῥήϊϲτα ἰδεῖν καὶ θιγέειν
δὲ μὴ κτανεῖν . θείων δ ' ἀπ ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων τίς ἂν προσειπεῖν ἀξιώσειεν λάτριν ; εἰσὶ κασίγνηται
5560768 ἐγγονον
ἔστι δήπου πολυχρονιώτατον ὡς ἐν ποδάγρᾳ τὸ τοῦ φλεγματικοῦ χυμοῦ ἔγγονον ῥεῦμα καὶ ὀδυνηρὸν μετρίως χαῖρόν τε τοῖς κατὰ δύναμιν
Ἀλκμαιωνίδην , τὸν ἀπὸ γένους πολίτην , τὸν τῶν τυραννοκτόνων ἔγγονον , τυραννίδος ἐπιθυμῆσαι , τὴν δὲ νεότητα καὶ τὸ
5553112 Συρακοσιον
ἐπεὶ δὲ σιγᾷς , ἐγὼ ἐρῶ . κατὰ γὰρ τὸν Συρακόσιον ποιητὴν : τὰ πρὸ τοῦ δύ ' ἄνδρες ἔλεγον
μετὰ δὲ ταῦτα φύλακας τῆς πόλεως καταστήσας , Βίτωνα τὸν Συρακόσιον φρούραρχον ἀπέδειξε : τὸ δὲ πλεῖον μέρος ἐκ τῶν
5552656 τραγον
ἐγέλα τὸν ἔρωτα αὐτοῦ , οὐδὲ ἐραστὴν ἔφη δέξασθαι μήτε τράγον ὄντα μήτε ἄνθρωπον ὁλόκληρον . Ὁρμᾷ διώκειν ὁ Πὰν
λόγον τοῦτον . οἳ δὲ εἰς ἐπιτόνιον ψαλτήριον δελφῖνα καὶ τράγον εἰργασμένον εἰρῆσθαι , καὶ εἶναι βουφόνον καὶ Διονύσου θεράποντα
5544681 ἀπατεωνα
τοῦ βοὸς ὡς εἴρηται : οὐ γὰρ ἂν ἔχῃ καλῶς ἀπατεῶνα τὸν Δία λέγειν , ἵνα οὗτος εἴη ἐκείνου νωθέστερος
διδάσκαλον . “ πλεύμονά τε αὐτὸν ἐκάλει καὶ ἀγράμματον καὶ ἀπατεῶνα καὶ πόρνην : τούς τε περὶ Πλάτωνα Διονυσοκόλακας καὶ
5538029 Σωκρατην
ἐλέγχει καὶ ἁπλούστερον ἀντὶ ποικιλωτέρου ποιεῖ . Τὸ οὖν τὸν Σωκράτην ἀποστρέψαι τὸν λόγον καὶ ὡς πρὸς μὴ παρόντα διαλέγεσθαι
ταῦτα καὶ παντάπασι παρέλκοντα , εἴπερ ἐναργὲς ὅτι τόν τε Σωκράτην ἄνθρωπον εἶναι ἀνάγκη καὶ τὸν ἄνθρωπον δίποδα : εἰ
5532205 χορευτην
τοῦ σοῦ χοροῦ Μαρκιανόν , εἰ καὶ μὴ νῦν ὄντα χορευτήν , ἀλλ ' ὄντα γε μικρὸν ἔμπροσθεν . ἔστι
ἐκ τίνων : εἰς Φρύνιχόν φασιν αὐτὸν ἀποτείνειν τὸν τραγικὸν χορευτήν : ἐπειδὴ διεβάλλετο ἐπὶ μαλακίᾳ διὰ ποικιλίαν σχημάτων .
5528667 ἀνδριαντοποιον
ἔργον Πραξιτέλευς : δύο φασὶ Πραξιτέλεις , τὸν μὲν ἀρχαιότερον ἀνδριαντοποιόν , τὸν δὲ νεώτερον ἀγαλματοποιόν . οὗτος δὲ ἦν
τοῦ πανταχόθεν κατακομιζομένου κεράμου τὴν ἰδέαν μιμούμενοι . Λύσιππον τὸν ἀνδριαντοποιόν φασι Κασάνδρῳ χαριζόμενον , ὅτε συνῴκισε τὴν Κασάνδρειαν ,
5525943 φιλοσοφουντα
Σώκρατες , ὡς λέγοντος ὅτι δεῖ ἑκάστην τῶν τεχνῶν τὸν φιλοσοφοῦντα ἐπίστασθαι ἀκριβῶς ὥσπερ αὐτὸν τὸν τὴν τέχνην ἔχοντα ,
μητρὶ ὅμοιος . Τὸν δὲ Κυνικὸν τὸν ἐν ἄρκτου δέρματι φιλοσοφοῦντα οὐχ Ὁνωρᾶτον , ὥσπερ ὠνομάζετο , ἀλλ ' Ἀρκεσίλαον
5509702 λευκοτατον
εἰσι , λευκοτέρη τῆς ἄλλης ἐστίν : ἐκεῖ γὰρ τὸ λευκότατον ὑγρόν ἐστιν . Ἔχει δὲ καὶ τόδε ὧδε :
καὶ τακέντων , διηθήσας λείου ἐν θυείᾳ ἐπιμελῶς , ὡς λευκότατον γενέσθαι , καὶ χρῶ . Ἄκοπον τὸ δεκάμοιρον .
5501043 λοιδορον
οὖν ἰδίως ἐκάλεσαν βαρβάρους , ἐν ἀρχαῖς μὲν κατὰ τὸ λοίδορον , ὡς ἂν παχυστόμους ἢ τραχυστόμους , εἶτα κατεχρησάμεθα
, εὐφραίνου ἐπ ' αὐτοῖς . εἰ τὸ κακόηθες καὶ λοίδορον ἀποτέθεισαι , μεμείωκας , εἰ τὸ προπετές , εἰ
5500738 εὐγενεστατον
βουλῇ τινων εὐγένειαν , οὓς ὑπώπτευεν οὐκ ἀνεξομένους μετὰ βασιλέα εὐγενέστατον τὴν ἀρχὴν μεταπεσοῦσαν ἐς ἄνδρα ἐξ ἰδιωτικοῦ καὶ ἀσήμου
μετανάστην τουτονί , τὸν πάντων ἔρημον οἰκείων καὶ φίλων , εὐγενέστατον εἶναι , τῆς πρὸς θεὸν συγγενείας ὀρεχθέντα καὶ σπουδάσαντα
5495908 ἀνδριαντα
πάλης μὲν στέφανον λαβεῖν ὑπῆρξεν ἐν παισί , τὸν δὲ ἀνδριάντα οἱ Πτόλιχος ἐποίησεν Αἰγινήτης . διδάσκαλοι δὲ ἐγεγόνεσαν Πτολίχῳ
μικρὰ καὶ οὐ τοσούτου δή τινος λόγουτί γὰρ δὴ πρὸς ἀνδριάντα θαλλός ; εἴπερ ὁ μὲν διαρκὲς , θαλλὸς δὲ
5495033 ἀστειον
: ὕπτιον δὲ κεῖσθαι , τὰ σκέλεα ἐκτεταμένον , οὐκ ἀστεῖον : εἰ δὲ καὶ καταῤῥέοι προπετὴς ἐπὶ πόδας ,
. πλέον ἢ ἐνιαυτῷ πρεσβύτερος ὑπὸ τῆς ἀηδίας γίνομαι : ἀστεῖον . τὸ γὰρ ὑπὸ τῆς ἀηδίας οὕτω διατίθεσθαι ,
5493320 αἰδημονα
μὴ ποιῆσαι ἃ δεῖ : ἀπολέσεις τὸν πιστόν , τὸν αἰδήμονα , τὸν κόσμιον . τούτων ἄλλας βλάβας μείζονας μὴ
πιστότερόν σου : τοῦτόν μοι φύλασσε τοιοῦτον οἷος πέφυκεν , αἰδήμονα , πιστόν , ὑψηλόν , ἀκατάπληκτον , ἀπαθῆ ,
5488915 ὀνον
τι ἀμέλει ὁ Αἴσωπός φησι ποιῆσαι τὸν ἐν τῇ Κύμῃ ὄνον , ὃς λεοντῆν περιβαλόμενος καὶ τραχὺ ὀγκώμενος ἠξίου λέων
τῶν τὴν ἰσχὺν ἀνίσων , ἀλλ ' ἐν ταὐτῷ καταζεύξαντας ὄνον τε καὶ μόσχον ἀροτριᾶν ἐκώλυσεν , ἵνα μὴ περιττῇ
5487489 κτητορα
παντὸς κτήτορός εἰσι , τὰ δὲ κτητικὰ ἰδιάζει κατὰ τὸν κτήτορα ἔσθ ' ὅτε . τὸ μὲν γὰρ ἐμός ,
σύνταξις οὐ τοῦ ἀντωνυμικοῦ προσώπου , λέγω τοῦ κατὰ τὸν κτήτορα , τοῦ δὲ ὑπακουομένου κατὰ τὸ κτῆμα , λέγω
5482724 ἀνεκτικον
τὸν δεῖνα , οὐκ ἐδυσωπήθην ὑπὸ τοῦ δεῖνος , τὸ ἀνεκτικὸν ἐγύμνασα , τὸ ἀφεκτικόν , τὸ συνεργητικόν καὶ οὕτως
: καὶ τὸ στοχαστικὸν τῶν φίλων κηδεμονικῶς : καὶ τὸ ἀνεκτικὸν τῶν ἰδιωτῶν καὶ τῶν ἀθεωρητὶ οἰομένων : καὶ τὸ
5477463 Θερσιτην
τραγικῶν ποιητῶν τῶν μετὰ ταῦτα ἐπεισαγόντων ποιήσειεν ἐν τραγῳδίᾳ τὸν Θερσίτην ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων στεφανούμενον , οὐδεὶς ἂν ὑμῶν ὑπομείνειεν
: τὰ δὲ τῶν ὑμετέρων λόγων ἐπιτηδεύματα κατὰ τὸν ἀμετροεπῆ Θερσίτην γίνεται . πῶς πεισθήσομαι τῷ λέγοντι μύδρον τὸν ἥλιον
5474074 γυμναστην
ναύτην τε ἅμα ἔσεσθαι καὶ κυβερνήτην , οὐδὲ τὸν ἰατρὸν γυμναστήν τε καὶ ἰατρόν , ἀλλ ' ἐπιστατεῖν μὲν ἀνάγκη
χρὴ περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι αὐτούς . παιδοτρίβην . ἀλειπτήν , γυμναστήν . τί δέ ; σωφροσύνης κτλ . . ὅτι
5470518 σκυτοτομος
, κατὰ τὸ ἀνάλογον τὴν ἰσότητα ἐκληπτέον : ὁ γὰρ σκυτοτόμος τῷ οἰκοδόμῳ ὑπόδημα δώσει , λήγεται δὲ ὅσα εἰς
τοῦ λαβεῖν τι δηλονότι . . σκυτοτομεῖ : Ἀντὶ τοῦ σκυτοτόμος ἐστὶ , ὁ τέμνων τὰ σκύτη . . ὑποδήματα
5467563 ἐρου
, . . . οὐθ ' ἑλετή . Περὶ ταύτης ἔρου δή , ὅτε ψυχὴ τέμνεται , λῃστεύεται , πολιορκεῖται
καὶ τάχα ἂν εἴη κατὰ τὴν παλαιὰν σημασίαν γεγραμμένον τὸ ἔρου ἔρω , μετελήφθη δὲ εἰς τὸ ω . ἔν
5465745 Πιττακον
τοῦ Πιττακοῦ , ὥσπερ ἂν εἰ θεῖμεν αὐτὸν λέγοντα τὸν Πιττακὸν καὶ Σιμωνίδην ἀποκρινόμενον εἰπόντα : Ὦ ἄνθρωποι , χαλεπὸν
ἐλέγχειν πειρᾶται εἰπόντα χαλεπὸν ἐσθλὸν γενέσθαι , εἶτα μεμφόμενον τὸν Πιττακὸν λέγοντα χαλεπὸν ἐσθλὸν ἔμμεναι . ὃ δὴ λύσας ὁ
5463071 διπηχυν
ἀμπέλου πολλάκις δυεῖν ἀνδρῶν ὀργυιαῖς περιληπτόν , τὸν δὲ βότρυν δίπηχυν . παραπλησίαν δὲ λέγουσι καὶ τὴν Ἀρίαν , εὐοινίᾳ
γραφῇ καὶ ἔργῳ , μέγαθος ὅσον τε πάντῃ πηχυαῖον ἢ δίπηχυν , δεικνὺς δὲ ἑκάστῳ τῶν συμποτέων λέγει : Ἐς
5462690 ἀγωγεα
ἐν Χρυσίππῳ λέγει πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα , προσλαβών τὸν ἀγωγέα βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἄβολός ἐστιν ; τὴν
, λαλῆσαι μηδενί . Πρόσαγε τὸν πῶλον ἀτρέμα προσλαβὼν τὸν ἀγωγέα βραχύτερον : οὐχ ὁρᾷς ὅτι ἔτ ' ἄβολός ἐστι
5459620 ὀργιζομενον
γὰρ εἰ ἔσται ἐν γλαυκοῖς καὶ αἱματώδεσιν ὀφθαλμοῖς , θερμῶς ὀργιζόμενον δηλοῖ καὶ ἐν ἑκάστῳ θερμὸν πάντολμον ἄνδρα καὶ ἐγγὺς
δώδεκα ἐτῶν ἆρ ' οὐκ ἐμέμψατο Καίσαρα , ἔχων δικαστὴν ὀργιζόμενον ἡδέως , εὐφυῆ κατὰ πλουσίων , εὐπαρόξυντον ἐπὶ τοὺς
5452612 Σιμωνα
δὲ σκυτεύς . οὗτος δὲ τοὐναντίον συνεπεράνατο , τὸ τὸν Σίμωνα ἀγαθὸν ὄντα σκυτέα μοχθηρὸν εἶναι . ἡ δὲ ἀγωγὴ
Μάρωνα γραμματίζοντος τοῦ πατρὸς αὐτῶι , τὸν Μάρωνα ἐποίησεν οὖτος Σίμωνα ὀ χρηστός : ὤστ ' ἔγωγ ' εἶπα ἄνουν
5443204 Πρωταγοραν
, οὐ κατὰ τὴν ὁμοίαν δὲ ἐπιβολὴν τοῖς περὶ τὸν Πρωταγόραν . ἐν γὰρ τῷ ἐπιγραφομένῳ Περὶ τοῦ μὴ ὄντος
ἀνθρώπινον νοῦν : ᾗ καὶ τῶν παλαιῶν τινα σοφιστῶν ὄνομα Πρωταγόραν φασὶ χρήσασθαι , τῆς Κάιν ἀπονοίας ἔκγονον . τεκμαίρομαι
5440628 ἐπιβουλον
ἢ χῆνα πλατυγίζοντα καὶ κεχηνότα ἢ στρουθὸν ἢ πίθηκον , ἐπίβουλον κακόν . πρὸς οὓς Μασανάσσης ὁ Μαυρουσίων βασιλεὺς εἶπε
ἀπ ' ἀρχῆς βάλλει . Καὶ ἐπὶ τῷ βωμῷ τὸν ἐπίβουλον : λείπει , χρὴ κτείνειν . Ἀγασικλῆς ὁ Λακεδαιμονίων
5432174 κολακα
τῶν ὁμοεθνῶν τύραννον , μικρὸν μὲν ὄντα τὴν γνώμην , κόλακα δὲ μέγιστον . ἀλλ ' οὐκ Ἀρκαδίων ὁ Ἀχαιὸς
εὐτράπελον καὶ γελωτοποιόν , τινὲς δὲ τὸν μετά τινος εὐτραπελίας κόλακα , καὶ τὸν πανοῦργον καὶ συκοφάντην . γαῖσον :
5429010 Στρεψιαδην
γὰρ ἡ διατριβὴ Σωκράτους . αὐτὸν : ἀντὶ τοῦ ” Στρεψιάδην “ . οἷσπερ ἂν ξυγγένηται ] οἷς ἂν ἀντιταχθῇ
ἀτὰρ οὐδέποτέ γε τὴν πατρίδα καταισχυνῶ ζῶν , ἀλλὰ καλοῦμαι Στρεψιάδην τίς οὑτοσί ; εἰς τὴν ἕνην τε καὶ νέαν

Back