, κατὰ τὸ ἀνάλογον τὴν ἰσότητα ἐκληπτέον : ὁ γὰρ σκυτοτόμος τῷ οἰκοδόμῳ ὑπόδημα δώσει , λήγεται δὲ ὅσα εἰς
τοῦ λαβεῖν τι δηλονότι . . σκυτοτομεῖ : Ἀντὶ τοῦ σκυτοτόμος ἐστὶ , ὁ τέμνων τὰ σκύτη . . ὑποδήματα
7018865 σκυτοτομον
Οὐκοῦν διὰ ταῦτα ἐν μόνῃ τῇ τοιαύτῃ πόλει τόν τε σκυτοτόμον σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ ,
: ἐργαστὴν δερμάτων . , τὸν τὰς βύρσας ἐργαζόμενον , σκυτοτόμον τὸν τὰς βύρσας θεραπεύοντα καὶ μαλάξοντα καὶ ἐμβρέχοντα .
6564578 οἰκοδομος
στάθμη [ ἢ ] κανών : τὸ δὲ κρῖνον , οἰκοδόμος τέκτων : ᾧ δὲ κρίνει , παράθεσις ἀπότασις :
. ἔστω δὲ ὥσπερ τετράγωνον οἱ τέσσαρες ὅροι : ὁ οἰκοδόμος ὁ σκυτοτόμος τὸ ὑπόδημα ἡ οἰκία : ὁ οἰκοδόμος
6437491 τεκτων
ἀφίκετο δῖα γυναικῶν οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο , τόν ποτε τέκτων ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν , ἐν δὲ
οὖν ψυχαὶ αὐτῶν εἰσι ; Ναί : ὥσπερ γὰρ ὁ τέκτων , ἐὰν λάβῃ ξύλον καὶ ποιῇ θρόνον ἢ δίφρον
5826549 συνταχθεν
τοιοῦτον ἀφομοιωθὲν τῷ ὅλῳ καὶ οἷον συγχωρηθὲν τοιοῦτον εἶναι καὶ συνταχθὲν οὕτως , ἵνα καὶ κατὰ τὸν ἀνθρώπου τόπον ἐκλάμπῃ
ποῖον ὄνομα ἢ ῥῆμα ἢ τῶν ἄλλων τι μορίων ποίῳ συνταχθὲν ἐπιτηδείως ἔσται κείμενον , καὶ πῶς οὐκ ἄμεινον :
5575040 εἰσελθοντι
καὶ ταῖς ἄλλαις χειρουργίαις ὑπερβολὴν οὐκ ἀπέλιπον τοῖς ἐπιγινομένοις . εἰσελθόντι μὲν γὰρ τὸν περίβολον οἶκος ἦν περίστυλος , ἑκάστης
δέ : δηλαδὴ μόσχειος . Μενάνδρῳ δὲ τῷ ποιητῇ δυσημερήσαντι εἰσελθόντι εἰς τὴν οἰκίαν Γλυκέρα προσενέγκασα γάλα παρεκάλει ῥοφῆσαι .
5547380 γεωργος
ἢ τεττάρων ἐπὶ τὰς παρασκευὰς ὧν ἐλέγομεν . ὁ γὰρ γεωργός , ὡς ἔοικεν , οὐκ αὐτὸς ποιήσεται ἑαυτῷ τὸ
ὡς ἐκδιδαχθέντα σε καὶ ἐκμελετήσαντα τὰ τοῖς ἀνθρώποις ὀνήσιμα οὐ γεωργός , οὐχ ὑλοτόμος , οὐ βουκόλος , οὐχ ὁστισοῦν
5478377 ὑποδημα
ἐκ τοῦ συνέχειν τὸν πόδα . οἱ δὲ κονίποδες λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν : καὶ τὸ κάττυμα κοῦφον , ὡς ἐγγὺς
γ , οἰκία , ἐφ ' οὗ τὸ β , ὑπόδημα , ἐφ ' οὗ τὸ δ : ἐπεὶ τοίνυν
5470519 γραμματικον
ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν τεχνῶν . ἐνδέχεται γάρ τινα γραμματικόν τι ποιῆσαι ἢ ἀπὸ τύχης ἢ ἄλλου ὑποθεμένου καὶ
οἷον ἄνθρωπός ἐστι ζῷον λογικὸν θνητὸν νοῦ καὶ ἐπιστήμης δεκτικὸν γραμματικόν : οὗτος γὰρ πλεονάζων οὐκ ἀντιστρέφει : εἴ τι
5456020 προσταττεις
αὐτήν . Οὐ μικρόν , ὦ ἑταῖρε , τὸ ἀγώνισμα προστάττεις : οὐ γὰρ ὅμοιον τὸ πᾶσι προφανὲς ἐπαινέσαι καὶ
. ἅπαντα . κελεύῃς ] ὁρίζῃς . , προστάσσῃς , προστάττεις , - ττοις . ἐκπεπληγμένου ] ἐκκρεμαμένου , ἐβροντημένου
5444193 Οἱον
γὰρ ἑνὶ καὶ ταὐτῷ ταὐτὰ καὶ ἀλλήλοις ἀξιοῦμεν εἶναι ταὐτά Οἷον ὡς ἐπὶ τοῦδε : εἰ τὰ τὸ αὐτὸ χρῶμα
ὁ ιϚ : τετράκις γὰρ τὰ δ γίνονται ιϚ . Οἷον ἀριθμὸς ὁ β ἐπὶ τὸν η κύβον πολλαπλασιασθεὶς ποιήσει
5432162 διπουν
: ξύνεσιν δ ' ἔχον ? ? [ τέτραπον ἠδὲ δίπουν ] τι τρίπουν ? [ [ ] νῆ τρισὶ
ἄνθρωπος , τοῦτο καὶ δίπουν , οὐκ εἴ τι δὲ δίπουν , τοῦτο καὶ ἄνθρωπος . πάλιν εἴ τι φαλακρόν
5417450 συντεθεν
: συνθέτους ] Ψευδεῖς : ἤγουν τὸ παρὰ τὸ ὂν συντεθέν . : συνθέτους ] Τοὺς ψευδεῖς : ὥσπερ ἁπλοῦς
πίνεται : καὶ τὸ ὀξύμελι δὲ δοθείη ποτὲ ἂν παραχρῆμα συντεθέν , εἰ καὶ βέλτιόν ἐστι κεχρονισμένον αὐτὸ προσφέρειν :
5388451 ἀβακιον
μὲν γάρ , ἐφ ' οὗ τὰ πράγματα παρατιθέασιν : ἀβάκιον δέ , ἐφ ' οὗ ψηφίζουσιν . . ἀβέβηλος
καθάπερ καὶ μὴ ἀρκούσης αὐτῇ τῆς φαντασίας καὶ ἐπὶ τὸ ἀβάκιον ἔρχεται κἀκεῖ καταγράφει τὸ θεώ - ρημα καὶ οὐ
5343109 τεκτονα
ἐγώ , ὥσπερ ἐν τῇ τεκτονικῇ ; καὶ γὰρ ἐκεῖ τέκτονα μὲν ἂν πρίαιο πέντε ἢ ἓξ μνῶν , ἄκρον
οἷον ὁ ζωγράφος , φαμέν , ζωγραφήσει ἡμῖν σκυτοτόμον , τέκτονα , τοὺς ἄλλους δημιουργούς , περὶ οὐδενὸς τούτων ἐπαΐων
5342330 τεκτονι
τὸ ψεῦδος : ἣν γὰρ ἐκτελεῖ χρείαν ἡ στάθμη τῷ τέκτονι διακρίνουσα τὰ εὐθέα ἀπὸ τῶν καμπύλων καὶ παρὰ τοῖς
ἐφθόνει καὶ ἐμήνιε διὰ τὴν τέχνην οὔτε χαλκεὺς χαλκεῖ οὔτε τέκτονι τέκτων , οὐδὲ λῷόν τε καὶ ἄμεινον ἦν αὐτῷ
5308449 φιλαργυρος
καὶ ὁ δειλὸς ἀμετρίην τὴν ἀνδρείην ὑπείληφε , καὶ ὁ φιλάργυρος τὴν μεγαλοψυχίην , καὶ πᾶσα ἔλλειψις ὑπερβάλλειν δοκέει τὸ
Γ καὶ σαπρὸς : ἀρχαῖος καὶ παλαιός . οἷον γηράσας φιλάργυρος ἐγένετο . Γ ὅτι γέρων ὢν : † μετὰ
5282802 εὐπορησεις
τοιαῦτα δὲ τοῖς προειρημένοις ὁμοιοτρόπως μετιὼν ἐγκωμίων καὶ ψόγων πολλῶν εὐπορήσεις . Αὐξήσεις δὲ καὶ ταπεινώσεις συλλήβδην ἅπαντα τὰ τοιαῦτα
καὶ ὅλως ἀγωνιστικώτερόν ἐστι τὸ κεφάλαιον : διὸ καὶ πολλῶν εὐπορήσεις ἐπιχειρημάτων μετὰ τὸ προηγούμενον . λέγε δὲ τὴν τοῦ
5265223 Κορισκου
αἰσθητῶν , τοῦ Κορίσκου ἢ τοῦ Ἱππονίκου καὶ τοῦ ἐγκεκαλυμμένου Κορίσκου , εἰ καὶ μὴ ὁμώνυμός ἐστιν ὁ τρόπος ,
γάρ , φησίν , ὁ Κορίσκος ἕτερός ἐστι τοῦ μουσικοῦ Κορίσκου , ὅμως εἰ καὶ ἕτερός ἐστιν , ἀλλ '
5264470 δανειῳ
ἐξεκόπην καὶ ἐξεβλήθην τὸν ὀφθαλμὸν ἢ ὠνήσασθαι κοππατίαν ἵππον ἐπὶ δανείῳ καὶ τόκοις . τοῦτο δὲ παίζων εἶπε σχῆμα ποιήσας
. καὶ ὁ δανειστὴς δὲ τὸν αὐτὸν ἔχει λόγον τῷ δανείῳ . ὅθεν τοῖς νοσοῦσιν ἐφιστάμενος καὶ ἀπαιτῶν κίνδυνον σημαίνει
5254405 τεκτονος
ἐπιτροπευτικὸς ἀνήρ , τοῦτον πειρᾷ ὠνεῖσθαι , ὥσπερ , ὅταν τέκτονος δεηθῇς , καταμαθὼν εὖ οἶδ ' ὅτι ἄν που
ἰαμβικῶν τριμέτρων ἀκαταλήκτων λεʹ , ὧν τελευταῖος : ἔργον δικαίας τέκτονος τάδ ' ὧδ ' ἔχει . ἐπὶ ταῖς ἀποθέσεσι
5245548 πλατυωνυχον
πάσας ἢ τὰς πλείους : ὁ δὲ λέγων ζῷον ὀρθοπεριπατητικὸν πλατυώνυχον γελαστικὸν ἐκ τῶν τῇ ὕλῃ προσόντων συντέθειται . τούτων
ὑπογραφῶν γίνεται , οἷον εἰ τὸν ἄνθρωπον εἴποιμεν ζῷον ὀρθοπεριπατητικὸν πλατυώνυχον γελαστικόν : ἐκ γὰρ τῆς ὕλης αἱ τοιαῦται διαφοραὶ
5238219 κεκραξεται
πρίω μοι σελάχιον . τί δ ' ἢν λύκον ; κεκράξεται φράσει τε πρὸς τὸν αἰπόλον . Πλὴν ἅπαξ πότ
τὸν Δία , οὑτοσὶ τὸ πρᾶγμ ' ἀκούσας χαλεπανεῖ , κεκράξεται : τραχὺς ἅνθρωπος , σκατοφάγος , αὐθέκαστος τῶι τρόπωι
5235394 ►α
ἁρμοττόμενοι . περὶ μὲν οὖν τούτων ὕστερον ἀκριβῶς ἐροῦμεν . ►α λυδιστί β δωριστί # ∀ Ϲ Ο Ξ Ν
. ἡ γὰρ ὑπὸ δεζ ►ζ δ θ ε ὀξεῖα◄ ►α β η κ γ◄ ►δ λ ε ζ ἀμβλεῖα◄
5220795 φεναξ
: οὐ φοβοῦμαι , οὐ παραχωρῶ ἐμμέλειαν : τὴν εὐρυθμίαν φέναξ : ἀπατεών πρόσχημα : μόνον σχήματι καθίσας , μηδὲν
τριπλάσιον Κλεωνύμου παρέθηκεν ἡμῖν : ὄνομα δ ' ἦν αὐτῷ φέναξ . Ταῦτ ' ἄρ ' ἐφενάκιζες σὺ δύο δραχμὰς
5220706 Ἑαυτον
ἀνέμου τῷ λέβητι προσκρούειν , τὸν δὲ τυπτόμενον ἠχεῖν . Ἑαυτὸν οὐ τρέφων , κύνας τρέφεις : ἐπὶ τῶν ἀπορούντων
, πρὸς ὃ ἡ ἐνέργεια : πρὸς αὑτῷ ἄρα . Ἑαυτὸν ἄρα νοῶν οὕτω πρὸς αὑτῷ καὶ εἰς ἑαυτὸν τὴν
5217929 Κορισκος
ἁπλῶς λέγειν Κορίσκον ἀποδώσει τις , οἶον ἆρ ' ὁ Κορίσκος μουσικός ἐστι ; τῷ δέ , εἴτ ' οὖν
τὸ ἐπικρῖνον , ἀληθὲς εἰπεῖν ὑπνώττοντα , ὅτι τοῦτο οὐ Κορίσκος , ἀλλ ' οἷον Κορίσκος καὶ εἴδωλον , καὶ
5198042 ἰασομενον
μᾶλλον αἱροῦνται . δηχθείς τις ὑπὸ κυνὸς περιῄει ζητῶν τὸν ἰασόμενον . εἰπόντος δέ τινος [ οὕτως ] ὡς ἄρα
τὸν ἔλεγχον εὕρατο . λύκῳ περιπείρεται ὀστέον καὶ ἐζήτει τὸν ἰασόμενον . ἑκάστου δὲ τὴν πρὸς αὐτὸν ἴασιν φεύγοντος μόνη
5189070 δωῃς
τὸ ἧπαρ ὅλον σὺν τῇ χολῇ ἐὰν λειώσας σὺν οἴνῳ δώῃς πιεῖν λάθρα τινί , οὐδέποτε δυνήσεται πιεῖν οἶνον .
: ὁ πιὼν σωθήσεται . ἐὰν δὲ πρὸ τοῦ μανῆναι δώῃς προπιεῖν , οὐ μανήσεται . Ἐὰν δὲ τῆς μαινίδος
5165802 παρεστηκε
ἐπειδὴ πάσης φωνῆς ἐστιν ὅρος ὕπνος . Οὗτος οὖν Ὀδυσσεῖ παρέστηκε σύμβουλος ἐπὶ Κίρκην βαδίζοντι . Καὶ κατ ' ἀρχὰς
προοιμιακὰς ἐννοίας : οἶδα μὲν οὖν ὡς ἐφορᾷ , καὶ παρέστηκε τῷ βήματι , καὶ ἀγανακτεῖ πρὸς τὴν κρίσιν :
5158542 τοὐ
λόγιον δηλονότι τοῦ , τὸ ⌈ σύνηθες . τῆς χώρας τὸὐ . , τὸ τοπικὸν σύνηθες ἔθος . ἀτεχνῶς ]
λόγιον δηλονότι τοῦ , τὸ ⌈ σύνηθες . τῆς χώρας τὸὐ . , τὸ τοπικὸν σύνηθες ἔθος . ἀτεχνῶς ]
5155920 πος
ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται , ἐπὶ δὲ τῶν ἐπάθλων . ἀέθλια πός ' ἀνελόντες . Ἀθῆναι καὶ Ἀττικὴ διαφέρει . Ἀθῆναι
. ὡς φιλοπότην πάλιν διαβάλλει τὸν Κρατῖνον . Γ χἄτερα πός ' ἄττ ' οἴει Γ : ὥσπερ ἐκπλαγείσης τῆς
5154920 ἀβακιου
τὴν φαντασίαν , ἣν ἔχει ἐν ἑαυτῷ ὁ τέκτων τοῦ ἀβακίου . ἢ ἐκ μέρους γινομένου ὁμωνύμου ἔχοντός τι μέρος
εἴρηται ὑπὸ Λυσίου ἐν τῷ ὑπὲρ Καλλαίσχρου , μετ ' ἀβακίου δὲ καὶ τραπεζίου πωλῶν ἑαυτόν , χρῆσθαι δ '
5133616 διαλελυμενως
χειρῶν οἷον φέρων τὸ δίκαιον . οὕτω καὶ θερμὸν ἔργον διαλελυμένως μὲν τὸ ἀναιδὲς καὶ θρασὺ , θερμουργὸς δὲ ἀνὴρ
: . Ν . . . ἄκρης πόλιος : ὅτι διαλελυμένως ἄκραν πόλιν εἶπε τὴν ἀκρόπολιν . . . .
5132595 συνοδοιπορον
λάινον ἄντρον Ἄρει ξέσας , τίς ὁ κέντρον ἐπίσκοπον ἁρμόσας συνοδοιπόρον εὗρε τὸν ἁλίου , ἐνέκλεισεν ἔσω δρόμον ἁμέρας ,
ἀποβεβληκότων τὸν πέλεκυν ὁ ἔχων αὐτὸν διωκόμενος ἔλεγε πρὸς τὸν συνοδοιπόρον : „ ἀπολώλαμεν ” , ἐκεῖνος δὲ ἔφη :
5116721 αἰτειται
παῖ , δίδωμι , καὶ ποιήσω πάνθ ' ὅσα οὗτος αἰτεῖται παρ ' ἡμῶν . Πολὺς γὰρ οἶνος πόλλ '
' ἔλιπεν ὡς θανουμένωι . κἄμ ' ὢν ἀδελφὸς Φοῖβος αἰτεῖται τάδε : Ὦ σύγγον ' , ἐλθὼν λαὸν εἰς
5114154 παλαιστης
δὲ οἱ λέγοντες σὺν τῷ ι καὶ σὺν τῷ σ παλαιστής , ὁμωνύμως τῷ ἀθλητῇ . ὁ μέντοι ἀθλητὴς παλαιστὴς
εἰσι δυναστεῖαι καὶ ὠνηταί , μεταξὺ τούτων εἰσίν . ὥσπερ παλαιστής . ἔθος γὰρ τούτοις , ὅταν πέσωσιν ὁμοῦ ,
5084143 σκυτικην
προυκαλεσάμην σπουδάζειναὐτὼ τῷ ὄντι πάντα ἐπίστασθον ; οἷον τεκτονικὴν καὶ σκυτικήν ; Πάνυ γ ' , ἔφη . Ἦ καὶ
? ὡς μετέχον καὶ ? σύνθετον . Ὅταν λέγηις ? σκυτικήν , μήτι ? ἄλλο φράζεις ἢ ἐπιστήμην ὑποδημάτων -
5080311 Σακα
, εἰ μὴ ἴδοι εἰ καιρὸς εἴη , καὶ τοῦ Σάκα ἐδεῖτο πάντως σημαίνειν αὐτῷ ὁπότε ἐγχωροίη [ καὶ ὁπότε
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον καὶ φιλοῦντα ἅμα εἰπεῖν : Ὦ Σάκα , ἀπόλωλας : ἐκβαλῶ σε ἐκ τῆς τιμῆς :
5079999 ἀττικον
ἐπίρρημα χρονικόν . ὁλοτελῶς σεαυτὸν ] ἀπολεῖς ἐς κόρακας ] ἀττικόν : ἤγουν ἀπέλθῃς νὴ τοὺς θεούς ] λείπει τὸ
: τὸ “ κατακλινεὶς ” κοινόν , τὸ δὲ κατακλιθείς ἀττικόν . ἐκφρόντισόν τι τῶν σεαυτοῦ πραγμάτων : ἀντὶ τοῦ
5079681 φιλερις
ὁ δυστυχής , ὥστε βελτιῶσαι τὸν Γάιον . ὁ δὲ φίλερις καὶ φιλόνεικος ὢν ἐπὶ τἀναντία τὴν διάνοιαν ἔτρεπεν ,
ὁ μὲν μὴ τιμῶν ἀπειθής , ὁ δ ' ἀτιμάζων φίλερις . καὶ πάλιν τοῦ τὴν πατρίδα σῴζειν ὄντος δικαίου
5076572 δρυφακτου
νυν ] δή . τῇ οἰκίᾳ ] συνίζησις . ἄνευ δρυφάκτου : δρύφακτος Γ τὸ ⌈ παραγενόμενον [ περιτεινόμενον Γ
χοῖρος δέδεται . Γ ἔξεισιν ὁ ἕτερος τῶν οἰκετῶν ἀντὶ δρυφάκτου χοιροκομεῖον ἔχων . ἔστι δὲ τὸ καλούμενον ζωγρεῖον κανονωτόν
5063125 σκευαστεον
τὸ δέρμα . πρὸς δὲ τὰ ἀπουλώσεως δεόμενα ἄνευ στέατος σκευαστέον . Πρὸς ἐπινυκτίδας καὶ φλυκταίνας . Λιθάργυρον , θεῖον
ὑγρόν . Σκευασία αἵματος χελώνης θαλασσίας . Χελώνης θαλασσίας αἷμα σκευαστέον οὕτως : ἐπὶ ξυλίνου ἢ ὀστρακίνου σκεύους ὑπτίαν κατακλίνας
5059503 ποιηθεντι
καλῇς τι τούτων τέχνην , τὸ τοῦ δράσαντος ὄνομα τῷ ποιηθέντι ὑπὸ φιλίας προστιθείς , οὕτω μοι δοκεῖς καλεῖν ,
δωρεῖσθαι , δωρείσθω : τὰ δὲ ἄλλα παραδιδοὺς πάντα τῷ ποιηθέντι ἄμεμπτος ἵλεων ὑὸν αὐτὸν ποιείσθω σὺν νόμῳ . ᾧ
5054694 πωλῃ
ἑτέρῳ κερδήσεις δ ἕξεις ὠφέλειαν ἀπὸ τοῦ φίλου ε οὐ πωλῇ . οὐ συμφέρει σοι Ϛ μένεις ὀλίγον χρόνον ὅπου
μεγάλου ἢ σεμνοῦ ἔχοντα τὴν ἐξουσίαν , κἂν αὐτὸ πολλοῦ πωλῇ . ὡς ἐπὶ τὰς θίδρακας ἀπέρχῃ : ὀβολοῦ γάρ
5045306 στασιωδης
δ ' οὐκ ἔστιν ὅτι μὴ στασιαστικός : ὁ γὰρ στασιώδης καὶ στασιαστὴς ὑπόφαυλα , καὶ τὸ ταραχῶδες εὐτελές ,
γὰρ ἂν εἴη τῷ χρωμένῳ . Τί δέ ; ὅστις στασιώδης τέ ἐστι καὶ θέλων πολλοὺς τοῖς φίλοις ἐχθροὺς παρέχειν
5044784 προστεθεις
δον μέρος τοῦ ἀποκαταστατικοῦ χρόνου ἀποτελέσει τινὰ ἀριθμόν , ὃς προστεθεὶς μὲν τῇ μέσῃ κινήσει ποιήσει τινὰ ἀριθμὸν μείζονα μὲν
δὲ περιάμματι αὐτῷ αἱ γυναῖκες χρῶνται : δοκεῖ δὲ δένδρεσι προστεθεὶς καρποφορίας ἐμποιεῖν . Λίθος σάπφειρος μετὰ γάλακτος ποθεὶς λεῖος
5039157 κεραμευς
ὅθεν ὁ Ἡρώδης διετώθαζεν αὐτὸν ἐκεῖνο ἐπιλέγων : ” καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ ῥήτορι τέκτων , ” ἀλλ '
τὸ ὄξους δεκτικόν . ὀξίνην ] τὰς ὀξίδας ποιοῦντα : κεραμεὺς γὰρ ἦν . Ὑπέρβολον ] μετὰ Κλέωνα Ὑπέρβολος ἐπολιτεύσατο
5039083 σακκος
ῥῖνα . τὸν σάκκον ] διὰ δύο κκ τὸ “ σάκκος ” . Γ γρυλλιξεῖτε : χοίρων φωνὴν μιμήσεσθε .
. σαλπικτής Ἀττικοί , σαλπιστής Ἕλληνες . σάκος Ἀττικοί , σάκκος διὰ δύο κκ Ἕλληνες . σκίμπους Ἀττικοί , κράβατος
5035444 κεχηνως
εὐτραφεῖς λαρινοὺς καλεῖ : λαρινεύειν γὰρ τὸ σιτεύειν . Λάρος κεχηνώς : ἐπὶ τῶν ἁρπακτικῶν καὶ κλεπτῶν . Λακωνικὰς σελήνας
ῥῆμα προῖκα εἰπών , πρὸς λῆμμα βλέπων , πρὸς ἀργύριον κεχηνώς , μηδὲν μέρος ἔχων ἄπρατον , εὔωνος , ῥᾴδιος
5034085 κερκιδος
εἰς τὰς μελέτας τὸ εἰλίσσετε οὕτως : καὶ εἰλίσσετε μελέτας κερκίδος ἀοιδοῦ : τουτέστιν , ὥσπερ αἱ ὑφάντριαι διὰ τῶν
καὶ διὰ τοῦτο ἑκάτερος αὐτῶν ἐκεῖνο τὸ μέρος κινεῖ τῆς κερκίδος εἰς ὃ καταπέφυκεν : ἀμφοτέρων δ ' ἐνεργησάντων ὁμοῦ
5017488 μηδετερος
κατάστασις μυῶν ἐστιν , ἡ εἰρημένη πρόσθεν , ἐν ᾗ μηδέτερος τῶν ἀντιτεταγμένων ἐνεργεῖ μυῶν , ἑτέρα δ ' ἡ
: ἐὰν δὲ Σελήνη Ἥλιον , πατήρ : ἐὰν δὲ μηδέτερος τὸν ἕτερον καθυπερτερήσῃ καὶ ἀσχημάτιστοι γένωνται , λαμβάνω Κρόνον
5007307 πωλουσα
πωλοῦσαν . . λεκυθόπωλις λέγεται ἡ τὰ ὑέλινα ἀγγεῖα κυρίως πωλοῦσα . . τοσουτονὶ : Μέγα . . ἐνέκραγες :
, εἷς ἀπὸ ἑκάστης φυλῆς , πάντα τὰ δημόσια τέλη πωλοῦσα : ἐπώλει δὲ καὶ τὰ κτήματα τὰ δημευόμενα .
5000852 προωλης
δὲ τῷ ἐπαράτῳ προσήκοι ἂν καὶ ὁ ἐξάγιστος , ἐξώλης προώλης πανώλης . τὸ μέντοι ἐπαρασαμένους ἀναλύειν τὴν ἀρὰν ἀναράσασθαι
. Ἔτι βαρύνονται τὰ παρὰ τὸ ὀλῶ : πανώλης ἐξώλης προώλης . Τὰ εἰς ΗΣ ἐπίθετα παρὰ ῥῆμα σύνθετα εἰς
4998087 κρεμησεται
μὴ δεῖσθαι ἀσπίδος εἰρήνης γενομένης , ἔφη “ ἐν φεψάλῳ κρεμήσεται ἡ ἀσπίς ” , παρὰ τὸ Ἡσιόδειον “ αἶψά
, ὅμως οὐκ ἐπέτυχεν αὐτός , Ἀστέρα Φίλιππος ἢν λάβῃ κρεμήσεται . Φίλιππος ἀσθενῶν ] τὴν αἰτίαν λέγει δι '
4996182 ὁποιῳουν
. διὰ τοῦτο γὰρ λέγει εἴη γὰρ ἂν ὄνομα θέσθαι ὁποιῳοῦν λόγῳ , ὡς δυνατὸν ὂν καθ ' ἑκάστην διάνοιαν
σπουδαία . Ζητεῖ δὲ ἑξῆς , πότερον ἐγκρατής ἐστιν ὁ ὁποιῳοῦν λόγῳ ἐμμένων ἢ ὁ τῷ ἀληθεῖ καὶ ὁ προαιρέσει
4989140 σωον
Θεὸς βουληθεὶς δημοσιεῦσαι αὐτοῦ τὴν κενοδοξίαν τὸ σάνδαλον αὐτοῦ ἀποπτυσθῆναι σῶον ἐκ τοῦ πυρὸς ἐποίησεν . καὶ οὕτως ἐγνώσθη ὅτι
Φαίαξι “ βόμβησε δὲ λίθος . ” σόον ἐμφανῆ καὶ σῶον καὶ ὁλόκληρον . Σούνιον ἀκρωτήριον τῆς Ἀττικῆς . σοῖο
4977265 ὑφαντου
δὲ τὸν Πρωτέα σκυτοδέψου μὲν χρῄζοντες διὰ τὴν πήραν , ὑφάντου δὲ διὰ τὸ ἱμάτιον καὶ διὰ τὸ ξύλον δρυοτόμου
: πάλιν κέχρηται ὁ ἰατρὸς ἐπιδέσμου : χρήζει πάντως καὶ ὑφάντου ὑπηρετοῦντος . ὃ οὖν ἐστιν ὑφαντικὴ πρὸς τὴν τέχνην
4964071 ζευγλη
ἐπιοῦσαν τὰ μέρη λιπόντες λέγομεν ἕωλα . . , : ζεύγλη : παρὰ τὸ ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , ὡς ἀΐσσω
φύτλη : φύτλη : ἡ φύσις . ὡς ζεύγω ζεύξω ζεύγλη , τρώγω τρώξω τρώγλη , οὕτω φύω φύσω φύτλη
4957289 σιδηριον
πλημνόδετον ἢ θώραξ . τὸ δ ' ἐντὸς τῆς πλήμνης σιδήριον , ὃ τρίβει τὸν ἄξονα , γάρνον ἢ δέστρον
. Λακεδαίμων : Ἔστι καὶ . . . τὸ Λακωνικὸν σιδήριον : στομωμάτων γὰρ τὸ μὲν Χαλυβδικὸν , τὸ δὲ
4956086 Χρεια
, καλῶς ἂν ἔχοι τάττειν αὐτὴν μετὰ τὸ διήγημα . Χρεία δέ ἐστι λόγος ἢ πρᾶξις εὔστοχος καὶ σύντομος ,
. Τὸ καλῶς ἔχον που κρεῖττόν ἐστι καὶ νόμου . Χρεία διδάσκει κἂν ἄμουσος ᾖ σοφόν Καρχηδόνιον . Παρὰ τοῖς
4953262 ἀμβη
μολπῇ κατ ' Εὐριπίδην . . . . . . ἄμβη , : ἡμεῖς δὲ τούτους πάντας παραιτησάμενοι , Βακχείῳ
τῇ φλιᾷ ὑπὸ τὸ καταρτιζόμενον σκέλος ἐπιτίθεται σπάθη ἰπωτρὶς ἢ ἄμβη ἔσωθεν ἀπὸ τοῦ περινέου ὅλῳ τῷ σκέλει ὑποκειμένη .
4951706 ἀσχιστος
δὲ σιδηραῖς οἱ κρόταφοι τῆς πρώτης σανίδος περιειλήσθωσαν , ἵνα ἄσχιστος διαμείνῃ . Πρόκειται δὲ τὸ σχῆμα καὶ τῆς συνθέσεως
τὰ ἐκτὸς αὐτῆς τῶν ἐντός . Ἡ μὲν γὰρ ἐκτὸς ἄσχιστος ἔμεινεν , ἡ δὲ ἐντὸς εἰς ἑπτὰ κύκλους ἐτμήθη
4949942 ἀποπειρω
τὴν διάνοιαν . γνώμης ] γνώσεως , διανοίας . . ἀποπειρῶ ] εἴτε εὐφυής ἐστιν εἴτε οὐχί εἴτε ἀφυής ,
: ἀπατεών κέντρων : τὸ ἐκ πολλῶν * * * ἀποπειρῶ : ἀπόπειραν λαβέ πυθέσθαι : μαθεῖν σχέτλιος : ἄδικος
4945909 λῃστης
. καὶ ψαλτής ἀττικῶς ὀξύνεται : καὶ ἔτι τὸ ληιστής λῃστής . τὸ δὲ δεσπότης ἀρσενικὸν , τὸ δεσπότις θηλυκόν
ηὐλίζετο , οὐδὲ λαθραίας ἐποιεῖτο τὰς ἐπιθέσεις ὡς φυγὰς καὶ λῃστής , ἀλλὰ φανερῶς τῶν ὑπαίθρων ἀντεποιεῖτο , προσρυϊσκομένων αὐτῷ
4945723 ἀσκαλαβωτης
δὲ καὶ γαλεώτης . γαλεώτης : ἑκατέρως λέγεται , καὶ ἀσκαλαβώτης καὶ γαλεώτης . καὶ ὀροφὴ δὲ ἀρσενικῶς καὶ θηλυκῶς
καὶ ἀλεκτρυών , ὕαινα δὲ τῇ παρδάλει , σκορπίῳ δὲ ἀσκαλαβώτης : νάρκη γοῦν τὸν σκορπίον καταλαμβάνει προσαχθέντος οἱ τοῦ
4943957 ποππυσδεν
καλάμη δέ ἐστι τὸ καταλειπόμενον ἐκ τοῦ θεριζομένου σίτου , ποππύσδεν δὲ τὸ λεπτοτάτως φωνεῖν τινα φυσῶντα τὸν ἐκ τῆς
τί δ ' οὐκέτι σὺν Κορύδωνι ἀρκεῖ τοι καλάμας αὐλὸν ποππύσδεν ἔχοντι : ὁ Κορύδων βουκόλος , οὗ πρόσθε μέμνηται
4936199 βασκανιον
τῶν ἐν θαλάττῃ τὴν ἐργασίαν καὶ τὸν βίον ποιουμένων . βασκάνιον : ὃ οἱ ἀμαθεῖς προβασκάνιον . ἔστι δέ τι
κρεάδι ' ἧψες ἐζωμευμένα . πλὴν εἴ τις πρίαιτο δεόμενος βασκάνιον ἐπικάμινον ἀνδρὸς χαλκέως . τί δῆτά σοι δράσω ,
4918332 βουλευσεται
φθαρτική . βουλεύσεται ] κυρωθήσεται . βουλεύσεται ] ἀποκυρωθῇ . βουλεύσεται ] βουλευθήσεται . βουλεύσεται ] μετὰ συμβουλῆς πραχθήσεται .
μαντικὴ στήσεται : κατὰ δὲ τὸ δῆλον ἢ μή , βουλεύσεται . Ἤδη δὲ καὶ τοῦ ἀναγκαίου ἡ γνώμη μαντικῇ
4915837 Ῥητορικη
Τοῦτο μὲν ἀπίθανον : οὐ γὰρ οἷόν τε , ὦ Ῥητορική , μόνον αὐτὸν ἀπολογεῖσθαι κατὰ σχῆμα τοῦ Διαλόγου ,
τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων , οἱ δικασταὶ τιμῶσιν . Ῥητορική . Ἰσαῖος ἐν τῷ πρὸς Εὐκλείδην περὶ χωρίου :
4904359 ἐθιζῃ
θηρίῳ ποιῇ καὶ ἕνεκα χρημάτων καὶ τῆς ἐκείνου ἀπληστίας προπηλακιζόμενον ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι ; Καὶ μάλα
ὕστερον δὲ ποικίλοις χρήσθω σιτίοις , ἵνα καὶ τὸ βρέφος ἐθίζῃ πρὸς τὴν ποικιλίαν τῶν δυνάμεων . συναναφέρονται | γὰρ
4903932 ἀποδοθῃ
ἄνθρωποι παρ ' ἑτέρων , βαρύνοντα τὴν ψυχὴν ἕως ἂν ἀποδοθῇ , κἂν ὀνόμασι καλοῖς αὐτὰ κοσμήσῃ τις , φιλανθρωπίας
διορθούμενος κεῖνος ἔγραψεν , ἵν ' οὕτως εὐκτικῶς τὸ εἴην ἀποδοθῇ καὶ ἀναχθῇ τὸ νόημα πρὸς τὸν Θήρωνα , εὐχομένου
4903464 φρονῃ
ἰέναι δεδιὼς τὸν πέλας , μή ποτε οὐχ ἑαυτῷ ταὐτὰ φρονῇ , ῥίπτειν ἀναγκασθήσεται , ὥστε , κἂν πάντες βούλωνται
. τί δ ' ὄφελος εὖ λαλοῦντος , ἂν κακῶς φρονῇ ; οὐδὲν γὰρ αἰσχρόν ἐστι τἀληθῆ λέγειν . ἀδύνατον
4894425 στωμυλος
, Ἡρακλῆς δὲ δουλείης . λέγων δ ' ἐνίκα : στωμύλος γὰρ ἦν ῥήτωρ . ὁ δ ' ἄλλος ὡς
στομοδόκον δὲ τὸν στωμύλον καὶ λάλον Φερεκράτης : καὶ ὁ στωμύλος δ ' αὐτὸς καὶ ἡ στωμυλία ἐκ τοῦ στόματος
4891294 διεζευγμενη
δέ , ὡς ἐν τῇ τοιαύτῃ ἐκθέσει συνημμένη τε καὶ διεζευγμένη γίνεται μεσότης : εἰ μὲν γὰρ ὁ αὐτὸς μέσος
λϚ , ἀλλὰ καὶ ἑξάκις Ϛ λϚ . εἰ δὲ διεζευγμένη ὑπάρχει , ἀρτιοταγεῖς δὲ ὦσιν οἱ ἀριθμοί , ἀντὶ
4889158 ἀθῳος
. . † Ἀτρῶιος : εἴρηται περὶ τούτου εἰς τὸ ἀθῷος . Ἀτρείδηισι , Θήβηισι , πύληισι : ἔχουσι τὸ
Δυσκόλου Μενάνδρου βρενθυόμενος λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη .
4889094 κρουμα
ψιθύρισμα δὲ ἢ τὸ μέλισμα ἢ τὸ σύριγμα ἢ τὸ κροῦμα . ψιθυρίζειν τινὲς ὀνοματοποιεῖσθαί φασιν , ὡς τὸ κρίκε
λέγεται τὸ ἐκ τῶν συναφιεμένων ἀλλήλοις φθόγγων , ὃ καλεῖται κροῦμα . τῆς οὖν μουσικῆς ἐκ τριῶν τῶν συνεκτικωτάτων τελειουμένης
4886510 χαυλιοδοντα
δὲ συμβέβηκε πιμελὴν , ἀλλ ' οὐ στέαρ ἔχειν : χαυλιόδοντα δ ' ἐστὶ τὰ ὑποφαίνοντα ἔξω τοὺς ὀδόντας ,
δὲ συνόδοντα , οἷον πρόβατα καὶ ὅμοια : τὰ δὲ χαυλιόδοντα , οἷον χοίρου καὶ τῶν ὁμοίων : ἢ μυλίτας
4884381 ἐρωτωντι
ἐν Ἰαλυσῷ , τότε δὲ ἥκοντι παρὰ τὸν Ἀπόλλωνα καὶ ἐρωτῶντι ὁπόθεν ἀγαγέσθαι χρὴ γυναῖκα , ἔχρησεν ἡ Πυθία θυγατέρα
τὰ γενόμενα , τοὺς δὲ δούλους , εἰ μὲν αὐτῷ ἐρωτῶντι τἀληθῆ δοκοῖεν λέγειν , εἰ δὲ μὴ , ἕτοιμος
4883705 ξυλινος
ἔπεστιν οὖρος , ὅ ἐστι φύλαξ , ὡς μεταφορικῶς ὁ ξύλινος ἐπίουρος . ἐπιρρήσεσκον ἐπεσπῶντο , ἐπέβαλλον . ἐπισκύνιον τὸ
ἐκαλοῦντο παρὰ τὸ ξυλίνους οἴκους ἔχειν . μόσσυνος γὰρ ὁ ξύλινος οἶκος ἐπιχωρία φωνή . . περὶ τῶν Μοσσυνοίκων φησὶν
4879607 διαλεγει
ἀγαθῶν μυρμηκιά ἀγροῦ πλέως ἀδηφάγους τριήρεις αἰγιαλῷ λαλεῖς , ἀνέμῳ διαλέγει ἄλλη συνωρίς ἁμαξιαῖα χρήματα ἀμήρυτοι λόγοι ἀνασπᾶν γνωμίδιον ἀνδρόγυνον
πυθοίμην αὐτοῦ σοῦ , πότερον ὡς ὑπὲρ διεφθαρμένης τῆς νεὼς διαλέγει , ἢ ὡς ὑπὲρ σεσῳσμένης . εἰ μὲν γὰρ
4875933 κεραμις
] . πυρετὸς δὲ τί ποιεῖ ; ἄλλο οὐδέν . κεραμὶς δὲ τί ποιεῖ ; ἄλλο οὐδέν . θέλεις οὖν
: εὐναῖα : γαληναῖα : σφενδοναῖα : δραχμαῖα : ὀπαῖα κεραμὶς τὴν ὀπὴν ἐπικλείουσα . Τὰ διὰ τοῦ εα ὑπὲρ
4875356 τετριμμενος
ἔντευγμα , σπάραγμα τοῦ νοῦ . τρίμμα δὲ , ὁ τετριμμένος ἐν τοῖς πράγμασιν . Ἄλλως . κύρμα πολλοῖς ἐγκεκυρηκὼς
ἔχων , πλεῖστον δ ' ἁλῶν , ἐπὶ πλεῖον δὲ τετριμμένος καὶ κατειργασμένος , ὠπτημένος δ ' ἐν κριβάνῳ συμμέτρως
4866885 τεκτονικον
ἡ ἔπαυλις . σταφυλή : ὁ καρπός . καὶ τὸ τεκτονικὸν ἐργαλεῖον . στεῦται : ὁρμᾶται . διορίζεται . ἵσταται
οἴκους τε καὶ πόλεις καλῶς οἰκήσειν μαντικῆς ἔφη προσδεῖσθαι : τεκτονικὸν μὲν γὰρ ἢ χαλκευτικὸν ἢ γεωργικὸν ἢ ἀνθρώπων ἀρχικὸν
4866878 τριταλαντον
δήπου σοι εἰσαγγεῖλαι τὸν Ἔνδιον προσῆκεν , εἰ αὐτὸς μὲν τριτάλαντον οἶκον ἔχειν ἠξίου ὡς προσῆκον αὐτῷ , τῇ δὲ
ἐκ δὲ τοῦ τρι τριπλοῦν , τρίδραχμον , τρίμνουν , τριτάλαντον , τριστάτηρος χλαμύς , τριτημόριον , τρικόλλυβον , τριτοστάτης
4865965 ἐπιπροσθεις
] ψηφιστέον . ἕως τῆς γεννητικῆς ἡμέρας ἀναλαβὼν καὶ ταύταις ἐπιπροσθεὶς πάντοτε ἔξωθεν ρξβʹ καὶ συγκεφαλαιώσας , ἐὰν ᾖ ὑπὲρ
ὡς πρόκειται εἰς τὸν γʹ καὶ τὸ ἥμισυ τῶν μηνῶν ἐπιπροσθεὶς σημειοῦ τὸν ἀριθμόν : εἶτα εἰκάσας τὸ ἀπὸ Ἡλίου
4865923 ἱεροπρεπης
λαρυγγίσῃ τάδε : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῷος διέφυγεν : ἱεροπρεπής πώς ἐστιν ἡμῶν ἡ τέχνη . ἐγὼ δ '
ἐμοῦ δικαίως : οὐδὲ εἷς μάγειρον ἀδικήσας ἀθῶιος διέφυγεν . ἱεροπρεπής πως ἐστὶν ἡμῶν ἡ τέχνη . [ ] ς
4864431 Ἀλκινους
' ἐπὶ βοῦν ἴτω , καὶ τὰ ἑξῆς . Καὶ Ἀλκίνους δὲ τοὺς τρυφερωτάτους ἑστιῶν Φαίακας καὶ τὸν Ὀδυσσέα ξενίζων
, βαρύνονται δὲ ἡνίκα ὦσι σύνθετα , οἷον εὔχρους εὔπλους Ἀλκίνους : ἐπειδὴ οὖν τὸ ὀδούς παραλόγως ὀξύνεται , τούτου
4864169 συαγρος
εἰ ἡ μήτρα κεῖται ἐπὶ τοῦ ἐδωδίμου βρώματος , εἰ σύαγρος κεῖται τὸ σύνθετον ἐπὶ τοῦ συός . ἰατρῶν δὲ
στρογγύλον σχῆμα : χρόνῳ δ ' ὁ τοιοῦτος ξανθοῦται , σύαγρος καλούμενος : δευτερεύει δ ' ὁ ὀρόβιος , μικρότατος
4863681 θηρευων
τις οὖν ἄν σοι δοκεῖ θηρευτὴς εἶναι , εἰ ἀνασοβοῖ θηρεύων καὶ δυσαλωτοτέραν τὴν ἄγραν ποιοῖ ; Δῆλον ὅτι φαῦλος
αἰνὸν ἄμυνεν . Ἰξευτὰς ἔτι κῶρος ἐν ἄλσεϊ δενδράεντι ὄρνεα θηρεύων τὸν ἀπότροπον εἶδεν Ἔρωτα ἑσδόμενον πύξοιο ποτὶ κλάδον :
4860386 Κυλινδρου
δοθείσῃ ἐλλείψει τοῦ δοθέντος κώνου : ὅπερ ἔδει ποιῆσαι . Κυλίνδρου δοθέντος καὶ ἐλλείψεως ἐν αὐτῷ εὑρεῖν κῶνον τεμνόμενον τῇ
, καί εἰσιν ὅμοιαι ἀλλήλαις : ὅπερ ἔδει δεῖξαι . Κυλίνδρου δοθέντος εὑρεῖν κῶνον καὶ τεμεῖν ἀμφοτέρους ἑνὶ ἐπιπέδῳ ποιοῦντι
4858509 φωρασων
: ἀντὶ τοῦ ” ἐρευνήσων “ . ἀλλ ' οὐχὶ φωράσων : πρὸς τὸ ἔθος . οἱ γὰρ εἰσιόντες ἐπὶ
καὶ δεῖ με ἐντεῦθεν γυμνὸν εἰσιέναι , μήπως κρατηθῶ . φωράσων ] κλέψων καὶ ἐρευνήσων . πρὸς τὸ ἔθος :
4855763 κυψας
χεῦεν ἔραζε . καὶ τά γε Μηριόνης ἔλαβεν χείρεσσι φίλῃσι κύψας ἐκ πεδίοιο , καὶ Ἰδομενῆα προσηύδα : μάστιε νῦν
ἕνεκα ἥσθην , βουλόμενος δὲ αὐτὸν οἷον ἀμείβεσθαι καὶ δεξιοῦσθαι κύψας λαμβάνω . κἀν τούτῳ ταῦρός τις ἐπῄει μοι κατ
4854821 ἱματιον
τῶν πολιτῶν ἄγεσθαι παρὰ τὸν ἀγωνοθέτην , ὅτι βαπτὸν ἔχων ἱμάτιον ἐθεώρει , τοὺς δὲ ἰδόντας ἐλεῆσαί τε καὶ παραιτεῖσθαι
οὐ γὰρ ἐπιβουλευθῆναί ποτε ἔδεισα , οὐδὲν ἔχων ἢ φαῦλον ἱμάτιον . καὶ πολλάκις μὲν δὴ καὶ ἄλλοτε ἐπειράθην ἐν
4854080 συκαμινος
τῇ τελειώσει ὁ πόνος καὶ ἡ ἀπέρασις . Ἡ δὲ συκάμινος ἐλαφρόν τινα καὶ ὑδατώδη καὶ μικρὸν ὡς πρὸς τὸ
φασίν . Ἡ μωρία μάλιστα ἀδελφὴ πονηρίας ἔφυ . Ἡ συκάμινος συκαμίνῳ ῥύπτεται : πρὸς τοὺς ἐν ἑαυτοῖς τὰ ὠφέλιμα
4851771 ἐκκλησιαζων
καλῶ , εἴπερ ἅπαντες οὗτοι πλείους τὸν ἀριθμὸν ἢ δῆμος ἐκκλησιάζων . καί , νὴ τοὺς θεούς , πολλὴν ὑμῖν
δορυφόρων ταραττομένους . γινέσθω δὴ μέρος τῶν χρωμάτων ὁ δῆμος ἐκκλησιάζων καὶ τὸ γέρας ἐκτίνων ἐμοί . τὸν ἀντιλέγοντα μὴ
4851236 γεωργε
δὲ ἐπιστὰς αὐτῷ „ σὺ γιγνώσκεις με ” ἔφη ” γεωργέ „ ; „ καὶ πῶς ” , εἶπεν ”
κύνα : Τὴν σκύλαν . . ὦ πόνηρε : Ὦ γεωργέ . . κακότροπε . . εἰς ταυτὸν : Εἰς
4851085 πιθακνην
γίνεσθαι . Καὶ ἐάν τις σκολόπακα λαβὼν ὑποπάσας ἄργιλον εἰς πιθάκνην θῇ σημαίνει ταῖς φωναῖς αἷς ἀφίησιν ἄνεμον καὶ εὐδίαν
ἄγευστος , ἄσπλαγχνος ἐνιαυτίζομἀπλάκουντος , ἀλιβάνωτος . θαυμάζω τοι τηνδὶ πιθάκνην πότερ ' ὀστρακίνην ἢ βίβλον ἔχων τὴν δήποτε ψήφισμα
4846989 ἀφαιρεθειη
' ἂν εἴη πεπονθὼς ὁ παῖς εἴ τι τῆς δωρειᾶς ἀφαιρεθείη , καθ ' ὃ πολλάκις ὑμῶν στρατηγήσαντος Χαβρίου οὐδενὸς
τὸ αὐτὸ εἶδος : εἰ μέντοι γε καὶ ἡ κεφαλὴ ἀφαιρεθείη , οὐκέτι λέγεται τὸ καταλειφθὲν κολοβὸν εἶναι , ἐπειδὴ
4845666 ὑπερον
τὸν μοχλὸν τῆς θύρας ἢ τὸ κόρηθρον ἢ καὶ τὸ ὕπερον περιβαλὼν ἱματίοις ἐπειπών τινα ἐπῳδὴν ἐποίει βαδίζειν , τοῖς
τὴν ὑστεραίαν ἐκείνου τι κατὰ τὴν ἀγορὰν πραγματευομένου λαβὼν τὸ ὕπερον σχηματίσας ὁμοίως , ἐπειπὼν τὰς συλλαβάς , ἐκέλευσα ὑδροφορεῖν
4845543 ἐπιβαλλῃς
, ἢ τιτάνῳ , ἢ ὡς ἐπινοεῖς . Καὶ ἐὰν ἐπιβάλλῃς ἀργύρῳ , ποιεῖς χρυσόν : ἐὰν δὲ χρυσῷ ,
' ἔα μαίνεσθαι . κλαύσει , τὴν χεῖρ ' ἢν ἐπιβάλλῃς . παύσασθε μάχης καὶ λοιδορίας . ἀλλ ' ἐπίδειξαι

Back